μετα-
ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε ἐλευθεροῦτε πατρίδ', ἐλευθεροῦτε δὲ παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τέ πατρῴων ἕδη, θήκας τε προγόνων: νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών. → O children of the Greeks, go, free your homeland, free also your children, your wives, the temples of your fathers' gods, and the tombs of your ancestors: now the struggle is for all things.
Greek Monolingual
και μεθ- και ματα- (ΑM μετ[α]-, Α και μεται- και πεδα-)
α' συνθετικό πολλών συνθέτων της Ελληνικής το οποίο ανάγεται στην πρόθεση / προρρηματικό μετά. Εμφανίζεται και με τη μορφή μεθ- όταν το φωνήεν του β' συνθετικού δασύνεται (πρβλ. μεθ-εόρτια, μεθ-επόμενος) καθώς και με μορφή μεται- σε ένα σύνθ. της Αρχαίας (πρβλ. μεταιβολία). Επίσης, σε ορισμένα σύνθετα της αρχαίας αιολικής διαλέκτου εμφανίζεται η πρόθ. πεδά με την ίδια σημ. (πρβλ. πεδαίχμιος). Τέλος, σε σύνθ. της προφορικής Νέας Ελληνικής η πρόθεση απαντά και με τη μορφή ματα- (βλ. λ. ματα-, ματα-κάνω, ματα-λέω). Το μετ(α)- συντίθεται τόσο με ρήματα όσο και με ονόματα και εμφανίζει ποικιλία σημασιών: α) συμμετοχή (πρβλ. μετα-δίδωμι, μετ-έχω, μετα-λαμβάνω)
β) συνοδεία, πράξη που γίνεται από κοινού με άλλον (πρβλ. μεταδαίνυμαι, μεταμέλπομαι)
γ) τοπικό ή χρονικό οριακό σημείο, το μέσον, το μεταξύ (πρβλ. μεταίχμιο, μετακύμιος, μεταπύργιο)
δ) χρονική διαδοχή (πρβλ. μεταδόρπιος, μετεμψύχωση)
ε) μεταβολή τόπου, κατάστασης σχέσεων και μετάβαση σε νέες μορφές ή καταστάσεις (πρβλ. μεταβαίνω, μεταφυτεύω, μετα-κινώ μετα-τίθεμαι, μετα-λαμπαδεύω)
στ) επανάληψη (πρβλ. μετακάνω, μετακένωση, μετα-λαλώ). Με το μετα- ως α' συνθετικό, τέλος, πλάστηκαν αρκετοί ξένοι επιστημονικοί όροι, από τους οποίους οι περισσότεροι έχουν εισαχθεί στη Νέα Ελληνική ως αντιδάνειοι: μετα-βολισμός (πρβλ. αγγλ. meta-bolism), μετα-χημεία (πρβλ. αγγλ. meta-chemistry) μετά-κεντρο (πρβλ. αγγλ. meta-center) κ.λπ. Επίσης, πάμπολλες λ. σύνθετες με την πρόθ. μετά δανείστηκαν οι ξένες γλώσσες από την ελλ., λ.χ.: μεταφορά (πρβλ. αγγλ. meta-phor), μετάθεση (πρβλ. γαλλ. metathese) κ.ά. Παραθέτουμε ενδεικτικώς σύνθετα της Ελληνικής με την πρόθεση / προρρηματικό μετα- τα οποία εμφανίζουν ευρύτερη χρήση.
ΣΥΝΘ. μεθαύριο, μεθερμηνεύω, μεθίστημι, μέθοδος, μεθόριος, μεθύστερος, μεταβαίνω, μεταβάλλω, μεταβιβάζω, μεταβιώνω, μεταγγίζω, μεταγενέστερος, μεταγίνομαι, μεταγινώσκω, μεταγραμματίζω,·μεταγράφω, μετάγω, μεταγωγέας, μεταδέχομαι, μεταδίδω, μεταθέτω, μεταίχμιος, μετακαλώ, μετακάρπιος, μετακενώνω, μετακινώ, μετακομίζω, μετακυλώ, μεταλαβαίνω, μεταλαμπαδεύω, μεταλέγω, μεταλλάσσω, μεταμελούμαι, μεταμορφώνω, μεταμοσχεύω, μεταμφιέζω, μετανοώ, μεταπείθω, μεταπέμπω, μεταπίπτω, μεταπλάθω, μεταποιώ, μεταπωλώ, μεταρρυθμίζω, μεταστρέφω, μετασχηματίζω, μετατάσσω, μετατρέπω, μεταφέρω, μεταφράζω, μεταφυσικός, μεταφυτεύω, μεταχειρίζομαι, μετεγγράφω, μετεμψυχώνω, μετενσωματώνω, μετέπειτα, μετέρχομαι, μετέχω, μετέωρος, μετοικίζω, μέτοικος, μετονομάζω, μετόπη, μετόπισθεν αρχ. μεθάπτομαι, μεθίημι, μεθορώ, μεταβουλεύω, μεταδιατάσσω, μεταδιοικώ, μεταδόρπιος, μεταιωρούμαι, μετάκειμαι, μετακυκλούμαι, μεταλαγχάνω, μεταλείπω, μεταμανθάνω, μετανίστημι, μετάπλους, μεταπρέπω, μεταρρέω, μεταστήθιος, μέτειμι (Ι), μέτειμι (ΙΙ), μετεισέρχομαι
αρχ.-μσν.
μεθέλκω, μετακαθίζω, μετακαινίζω, μετακρούω, μετακυλίνδω, μεταπορεύομαι, μεταρρίπτω, μεταφοιτώ, μέτηλυς
μσν.
μεταπολύω, μετασπείρω, μετασυλλογίζομαι, μετασυμπονώ, μετεπινοούμαι, μετιχνιώμαι
(μσν.-νεοελ.) μεθύμνιο, μεταγλωττίζω, μεταγνώθω, μετατοπίζω
νεοελλ.
μεθεόρτια, μεθεπόμενος, μεταβάφω, μεταβιομηχανικός, μεταβολισμός, μεταγένεση, μεταδημότευση, μεταδιασεισικός, μεταδοτήρας, μεταηθική, μεταθανάτιος, μετάκεντρο, μετακλασικός μεταλογική, μεταμέρεια, μεταμεσημβρινός, μεταμεσήμερο, μεταμεσονύκτιος, μεταμορφοψία, μεταπολίτευση, μετασεισμός, μετασύνδεση, μετασχολικός, μετασωμάτωση, μετασώτριο, μετατάρσιος, μετάφαση, μετάφραγμα, μεταφυσική, μεταφωνία, μετάχρωση, μεταψυχιατρική, μεταψυχικός, μετεγγύηση, μετεγκέφαλος, μετείκασμα, μετεκλογικός, μετεκπαιδεύω, μετενσαρκώνω, μετεξέταση, μετεξεταστέος, μετεπιβίβαση, μετεργασιακός, μετήχηση.