ἀλείφω
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
English (LSJ)
A Hdt.3.8, etc.: fut. ἀλείψω LXX Ex.40.15, (ἐξ-) E.IA1486, Pl.R.386c: aor. ἤλειψα Hom., Att., Ep. ἄλειψα Od.12.177: pf. ἀλήλῐφα (ἀπ-) D.52.2):—Med., fut. ἀλείψομαι Th.4.68: aor. ἠλειψάμην Att., Ep. ἀλειψάμην Il.14.171:—Pass., fut. ἀλειφθήσομαι (ἐξ-) D.25.73: aor. 1 ἠλείφθην Hp.Morb.4.54, Pl.Ly.217c, etc.: aor. 2 ἐξηλίφην v.l. in Pl.Phdr.258b, (ἀπ-) D.C.55.3: pf ἀλήλιμμαι Th.4.68, (ἐξ-, ὑπ-) D.25.70, X.Oec.10.6 (-ει- is freq. found in pf. forms in codd.): (ἀ-, euph., λιπ-, cf. λίπος):—anoint the skin with oil, as was done after bathing, Act.referring to another, Med. to oneself, λοῦσαι κέλετ' ἀμφί τ' ἀλεῖψαι Il.24.582; Hom. elsewhere always adds λίπα or λίπ' ἐλαίῳ (v. sub λίπα), πάντα λοέσσατο καὶ λίπ' ἄλειψεν Od.6.227; λοεσσαμένω καὶ ἀλειψαμένω λίπ' ἐλαίῳ Il.10.577, cf. 14.171, 18.350: later of anointing for gymnastic exercises, λίπα μετὰ τοῦ γυμνάζεσθαι ἠλείψαντο Th.1.6; generally, λίπα ἀλείφεσθαι Id.4.68; βακκάρι ῥῖνας Hippon.41; of anointing the sick, Men.Georg.60, cf. Ep.Jac.5.14.
2 supply oil for gymnasts, ἀλειφούσης τῆς πόλεως CIG (add.) 1957g (Maced.); ἀ. πανήγυριν, ἔθνη, Inscr.Magn.163, OGI533.47 (Ancyra); οἱ ἀλειφόμενοι = youths undergoing gymnastic training, ib. 339.72 (Sestos), etc.; οἱ ἀλειφόμενοι ἐν τῷ γυμνασίῳ ib.764.5 (Pergam.), al.; ἀλείφεσθαι παρά τινι to attend a gymnastic school, Arr.Epict.1.2.26.
3 polish, τράπεζαν Diph.74; δακτύλιον Thphr. Char.21; ἀγάλματα Artem.2.33.
4 metaph., prepare as if for gymnastics, encourage, stimulate, instigate, Demad.17, Pl. ap. D.L.4.6; ἐπὶ τὴν πολιτικὴν ἀγωνίαν Phld.Rh.2.59 S.; τινὰ ἐπὶ τὸν Κλώδιον App.BC2.16, cf. Plu.Them.3; τινὰ κατά τινος Ph.1.549; τινὰ ἐπὶ φαρμακείαν App.Mac.11.7:—Pass., τοὺς ἀλειφομένους ἐπί τι Phld.Rh.2.158 S.
II daub, plaster, besmear, οὔατα ἀλεῖψαι stop up ears, Od.12.47,177,200; ἀ. αἵματι Hdt.3.8; μίλτῳ X.Oec.10.5; ψιμυθίῳ Pl.Ly.217d; κυανῷ Paus.5.11.5.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [pas. perf. part. ἀληλιμμένοι Th.4.68, ἠλειμμένοι LXX Nu.3.3, graf. ἤλιμ<μ>ε por ἀλήλιμμαι POxy.528.11 (II d.C.); plusperf. med. ἀλήλ[ε] ιπτο Cyr.Al.M.68.617B]
I 1untar, ungir, frotar con ungüentos u óleo los cadáveres λοῦσάν τε καὶ ἤλειψαν λίπ' ἐλαίῳ Il.18.350, cf. 24.582, Eu.Marc.16.1
•c. fines curativos ἀλείφουσιν ἐλαίῳ κεδρίνῳ Arist.HA 583a23, cf. Men.Georg.60, Ep.Iac.5.14
•para aseo y adorno personal πάντα ἤλειψεν λίπ' ἐλαίῳ Od.19.505, βακκάρι δὲ τὰς ῥῖνας ἤλειφον Hippon.107.22, esp. c. el mismo sentido en v. med. τὼ δὲ λοεσσαμένω καὶ ἀλειψαμένω Il.10.577, de Hera ἀλείψατο δὲ λίπ' ἐλαίῳ ἀμβροσίῳ Il.14.171, cf. 175
•en v. med. darse perfumes, perfumarse con perfumes a base de aceites οὐκ ἂν μύροισι γρηῢς ἐοῦσ' ἠλείφευ Archil.83, cf. Semon.8.64, κἠλειφόμην μύροισι ... καὶ βακκάρι Semon.15.
2 frotar con aceite, dar brillo, engrasar εὖ ποιήσεις δοὺς Οὐεστείνῳ ... ζυγόδεσμον καινὸν στερεόν, ὃ καὶ ἀλείψεις ἐπιμελῶς PFay.121.6 (II d.C.)
•c. fines rituales ungir, frotar con aceite δακτυλίδιον Thphr.Char.21.10, ἤλειψάς μοι ἐκεῖ στήλην LXX Ge.31.13, ἀγάλματα Artem.2.33, ἔχρισε λίθων κενεῶνας ἀλείψας Nonn.D.37.64
•consagrar LXX Ex.40.15, ἱερεῖς οἱ ἠλειμμένοι LXX Nu.3.3
•como rito de exorcismo, Cyr.H.Catech.20.3.
3 v. pas. ser frotado o aplicado como el aceite o como un ungüento ὁ δὲ μυελὸς αὐτοῦ (καμήλου) σὺν ῥοδίνῳ ἀλειφόμενος τῇ κεφαλῇ Cyran.2.18.13, cf. 2.29.4.
II en cont. gimnásticos o atléticos
1 v. med. frotarse con aceite o ungüento antes de los ejercicios gimnásticos λίπα μετὰ τοῦ γυμνάζεσθαι ἠλείψαντο Th.1.6, cf. 4.68, Plb.30.26.1, antes de la batalla, Plb.3.72.6
•subst. οἱ ἀλειφόμενοι gimnastas, atletas, ISestos 1.72 (II a.C.), ID 1929.1 (II/I a.C.), OGI 764.5 (Pérgamo I a.C.), παρὰ τῷ Βάτωνι ἀλειφόμενος que asiste al gimnasio de Batón Arr.Epict.1.2.26.
2 act. preparar, entrenar a un atleta PCair.Zen.60.2 (III a.C.)
•fig. instigar, azuzar ἐπὶ τὴν πολιτικὴν ἀγωνίαν Phld.Rh.2.59, τινὰ ἐπὶ τὸν Κλώδιον App.BC 2.16, ἐχθρὸν ἀ. κατὰ σεαυτοῦ Ph.1.549, cf. Demad.87.17.
3 suministrar el aceite para el gimnasio ἤλι[ψ] εν δι' ὅλου τοῦ ἐνιαυτοῦ [τὰ τ] ρία ἔθνη Robert, Les Gladiateurs 86.53 (Ancira I d.C.), πανήγυριν IM 163.4 (I d.C.), πολίτας πάντας IPr.123.7 (imper.), abs. φιλοτίμως ἀλείφοντι IGLAlex.101.4 (III d.C.), cf. IG 10(2).2.325.4 (I d.C.).
III sin rel. c. el aceite
1 cubrir, recubrir con cera οὔατα Od.12.47, 177, 200
•c. dat. αἵματι Hdt.3.8, con pez τὰς ὀροφὰς τῇ πίττῃ IG 22.1672.180, cf. 13 (IV a.C.), IG 11(2).219A.46 (III a.C.), χρυσῷ δὲ ὅλον ἀλήλ[ε] ιπτο Cyr.Al.M.68.617B
•fig. regar, poner perdido οὐκ ἀλλ' ἀλείψας τὴν τράπεζαν τῇ χολῇ Diph.75, ἀλεῖψαι βούλομαί σε un perro a un Hermes, Babr.48.4.
2 pintar μίλτῳ X.Oec.10.5, ψιμυθίῳ Pl.Ly.217d, κυάνῳ Paus.5.11.5, ὀφθαλμοῖς μέλασιν ὡς ἠλειμμένοις Hippol.Haer.4.17.1.
3 fig. impregnar de c. ac. δυσωδίαν Ign.Eph.17.1.
• Etimología: De *lei-bh-, c. vocal protética; c. otro alargamiento *lei-p- cf. λιπαρός.
German (Pape)
[Seite 92] (λίπος), salben; Hom. sechsmal, Iliad. 14, 171. 175 ἀλείψατο δὲ λίπ' ἐλαίῳ ἀμβροσίῳ ἑδανῷ, τό ῥά οἱ τεθυωμένον ἦεν· .... τῷ ῥ' ἥ γε χρόα καλὸν ἀλειψαμένη, 10, 577 τὼ δὲ λοεσσαμένω καὶ ἀλειψαμένω λίπ' ἐλαίῳ; in derselben Bedeutung, sich salben, das act. Od 6, 227 πάντα λοέσσατο καὶ λίπ' ἄλειψεν, ἀμφὶ δὲ εἵματα ἕσσατο; einen Anderen, Od. 19, 505 νίψεν τε καὶ ἤλειψεν λίπ' ἐλαίῳ, Iliad. 18, 350 λοῦσάν τε καὶ ἤλειψαν λίπ' ἐλαίῳ; – Thuc. 1, 6 λίπα μετὰ τοῦ γυμνάζεσθαι ἠλείψαντο, vgl. 4, 68; Plat. übh. bestreichen, χρώματι τρίχας ψιμυθίῳ Lys. 217 c. d; ἀλείφει αἵματι λίθους Her. 3, 8; μίλτῳ Xen. Oec. 10, 5; Sp. bes. zum Ringkampf salben, Inscr. 108; dah. allgemein: vorbereiten, anreizen, ἤλειφεν ἑαυτὸν ἐπὶ μείζονας ἀγῶνας Plut. Them. 3, vgl. Demod. 17. – Perf. pass. ἀλήλιμμαι Luc. Alex. 30, ἀλήλειπται Pisc. 24, 36; LXX. auch ἤλειμμαι; neben ἠλείφθην ἐξηλίφην; vgl. die composita u. Lob. Phryn. 31.
French (Bailly abrégé)
f. ἀλείψω, ao. ἤλειψα, pf. ἀλήλιφα;
Pass. ao. ἠλείφθην, pf. ἀλήλιμμαι;
1 graisser, oindre ; préparer à la lutte ; préparer en gén.
2 enduire en gén. (de cire, de fard, etc.);
Moy. ἀλείφομαι (f. ἀλείψομαι, ao. ἠλειψάμην) s'enduire soi-même;
NT: parfumer.
Étymologie: ἀ- prosth., R. Λιπ graisser.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀλείφω, ep. aor. ἄλειψα; perf. med. ἀλήλιμμαι.
1. zalven, insmeren met olie; med. zich zalven of insmeren met olie.
2. bestrijken, besmeren, met acc.; smeren op, met ἐπί + dat.:; κηρὸν … ὅν σφιν ἐπ’ ὠσὶν ἄλειψα de was die ik hen op de oren had gesmeerd Od. 12.200; pass.. τὸ ἐπαλειφθέν dat wat erop is gesmeerd Plat. Lys. 217c.
3. overdr. ‘ zich insmeren voor’, vandaar: zich voorbereiden op, met ἐπί + acc.: (ἄγωνες) ἐφ’ οὓς ἑαυτὸν ὑπὲρ τῆς ὅλης Ἑλλάδος ἤλειφε gevechten waarvoor hij zich ten behoeve van heel Griekenland warmliep (d.w.z. waarop hij zich voorbereidde) Plut. Them. 3.5.
Russian (Dvoretsky)
ἀλείφω: (ᾰ) (pf. pass. ἀλήλιμμαι и ἤλειμμαι)
1 натирать (преимущ. маслом), смазывать, умащивать (ἐλαιῳ Hom.; τῷ αἵματι λίθους Her.; τὸ σῶμα ἀληλιμμένον Plut.): μίλτῳ ἀλειφόμενος Xen. нарумянившийся; χρώματι ψιμυθίῳ ἀλεῖψαί τι Plat. выкрасить что-л. белилами;
2 натирать тело маслом, т. е. готовить к борьбе (ἑαυτὸν ἐπὶ ἀγῶνας Plut.);
3 замазывать, затыкать (οὔατα, sc. κηρῷ Hom.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: anoint with oil (Il.).
Dialectal forms: Myc. enaripoto /enaliptos/; arepate /aleiphatei/; arepazoo /aleiphzoos/ boiler (ζέω) of unguent.
Derivatives: ἄλειφαρ, -ατος unguent, anoiting-oil (Il.) and ἄλειφα n. (> Lat. adeps). ἀλοιφή anointing, grease (-α from *-n̥t?, Szemerényi Studi Mic. 2, 1967, 23 n. 64).
Origin: IE [Indo-European] [00] *h₂leibʰ-
Etymology: Generally connected with λίπος (q.v.), but this is impossible since the α- can no longer be a prothesis, and because of the -p- and because its meaning, fat, is quite different. Connection with ἀλίνω is formally (h₂lei(bʰ)-) and semantically easy. S. s.v. (improbable suggestions Szemerényi Gnomon 42 (1971) 653.) Semantically comparable with Skt. limpáti smear, stick, adhere, but Gr. -φ- makes this impossible (s. λίπος); Goth. bileiban etc.? Cf. Pok. 670 leip-.
Middle Liddell
[From Root !lip, with α prefixed, v. λίπος
I. to anoint with oil, oil the skin, as was done after bathing, or before gymnastic exercises, the Act. referring to the act of another, Mid. to oneself, Il.; often with λίπα added (v. λίπα):— metaph. to prepare as if for gymnastics, to stimulate, Plat., etc.
II. like ἐπαλείφω, to plaster, οὔατα ἀλεῖψαι to stop up the ears, Od.
English (Autenrieth)
(λίπα), aor. ἤλειψα and ἀλ., mid. ἀλειψάμην: anoint, usually λίπ' ἐλαίῳ, but of smearing with wax, Od. 12.200.
English (Strong)
from Α (as particle of union) and the base of λιπαρός; to oil (with perfume): anoint.
English (Thayer)
imperfect ἤλειφον; 1st aorist ἤλειψα; 1st aorist middle imperative ἄλειψαί; (allied with λίπος, grease; cf. Curtius, § 340; Vanicek, p. 811; Peile, p. 407; from Homer down); to anoint: τινα or τί, τινα or τί τίνι (Winer's Grammar, 227 (213)), as ἐλαίῳ, μύρῳ, unge tibi caput tuum; cf. Winer's Grammar, 257 (242); Buttmann, 192 (166f)). Cf. Winer s RWB under the word Salbe; (B. D. or McClintock and Strong's Cyclopaedia, under the word Anoint>, etc. [ SYNONYMS: "ἀλείφειν is the mundane and profane, χρίειν the sacred and religious, word." Trench, § 38: Compare: ἐξαλείφω].
Greek Monolingual
αλείβω (Α ἀλείφω)
1. επιθέτω υγρή ή λιπαρή ουσία σε κάποια επιφάνεια, επαλείφω, επιχρίω
2. επαλείφω με οποιαδήποτε ύλη
3. κάνω επάλειψη σε ασθενή
νεοελλ.
1. ρυπαίνω, λερώνω
2. δωροδοκώ, λαδώνω
3. παθ. ωφελούμαι υλικά, απολαμβάνω κέρδος
4. φρ. «θα σού τίς αλείψω» ή «θα τίς αλειφτείς», θα σε δείρω
αρχ.
1. αλείφω το δέρμα κάποιου με λάδι (μετά το λουτρό)
2. αλείφω κάποιον για τις γυμναστικές ασκήσεις
3. επικαλύπτω, σφραγίζω, βουλλώνω
4. προετοιμάζω σαν για αθλητικούς αγώνες, ενθαρρύνω, παρορμώ
5. λειαίνω, τρίβω, γυαλίζω
6. φρ. «ἀλείφομαι παρά τινι», ασκούμαι στη γυμναστική σχολή κάποιου
7. στη Μυκην. το ρ. μαρτυρείται με παράγωγα και σύνθετα (ἄλειφαρ, ἀλειφαζόος κ.λπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ἀλείφω και τα ομόρριζά του ανάγονται στην ΙΕ ρίζα lei- που δήλωνε την έννοια της «βλέννας» και που με διάφορες παρεκτάσεις δήλωσε και άλλες συναφείς σημασίες. Έτσι, με τη χειλική παρέκταση -p-, προέκυψε η ρίζα leip- «αλείφω με λίπος-κολλώ», από όπου τα ελλην. λίπος, ομηρ. λίπα («άφθονα, πλούσια»), λιπαρός, λιπαίνω κ.λπ., αρχ. ινδ. rip- «άλειμμα» και li-m-p-ati «αλείφω», λιθ. lip-tip «κολλώ», αρχ. σλαβ. pri-lep-ěti «προσκολλώ», χεττ. lip- «κολλώ» κ.ά. Σημειώνεται ότι από την ίδια ρίζα προέρχεται και το γερμ. bleiben «μένω προσκολλημένος, παραμένω», με μια περαιτέρω σημασιολ. εξέλιξη. Από τη ρίζα leip-, με προθεματική επαύξηση a- και δάσυνση του ληκτικού συμφώνου προήλθε η ρίζα a-leibh- > ἀλειφ-, από όπου το ελλην. ἀλείφω με τα πολλά παράγωγα του (ἄλειφαρ, ἀλοιφή κ.ά. βλ. παρακάτω). Ο νεοελλ. ενεσωτικός τ. αλείβω προήλθε από μεταπλασμό του -φω σε -βω αναλογικά προς ρήματα σε -βω με τα οποία το αλείφω συνέπιπτε στον μέλλοντα και τον αόριστο: αλείψω - άλειψα = τρίψω - έτριψα, από όπου και αλείβω = τρίβω. Από την ίδια ρίζα (leibh-) σημειώνουμε ότι προέρχεται και μια σειρά βασικών λέξεων τών γερμανικών γλωσσών που σημαίνουν «ζω-ζωή» (πιθ. από την αρχ. σημασία «παραμένω, διατηρούμαι, υπάρχω»). Πρβλ. αγγλ. live, γερμ. leben, αγγλ. live κ.ά. Τέλος, με έρρινη παρέκταση (ν) της αρχ. ρίζας lei- δημιουργήθηκε η ρίζα lin- που σήμαινε επίσης «αλείφω». Πρβλ. ελλην. ἀλίνω, λατ. lino, αρχ. ινδ. linati κ.ά. (βλ. και λ. λίπος και αλίνω).
ΠΑΡ. άλειμμα, αλειπτήρας, άλειψη, αρχ. ἀλείπτης, ἀλειπτός, ἄλειφαρ, ἀλειφεύς
νεοελλ.
αλείφης, αλειφτός.
ΣΥΝΘ. απαλείφω, επαλείφω, εξαλείφω, περιαλείφω, αρχ. ἀλειφόβιος, ἀναλείφω, διαλείφω, εἰσαλείφω, ἐναλείφω, καταλείφω, παραλείφω, προαλείφω, προσαλείφω, συναλείφω, ὑπαλείφω, νεοελλ.πασ(α)αλείφω].
Greek Monotonic
ἀλείφω: μέλ. -ψω, αόρ. αʹ ἤλειψα, Επικ. ἄλειψα· παρακ. ἀλήλῐφα — Μέσ. αόρ. αʹ ἠλειψάμην, Επικ. ἀλ-
I. Παθ. μέλ. ἀλειφθήσομαι, αόρ. αʹ ἠλείφθην, παρακ. ἀλήλιμμαι. (Από τη √ΛΙΠ με α προθεματικό, βλ. λίπος), αλείφω με λάδι, λαδώνω το δέρμα, όπως γινόταν μετά το λουτρό, ή πριν από τις γυμνικές ασκήσεις· το Ενεργ. αναφέρεται στην ενέργεια άλλου, το Μέσ. στην ενέργεια του ίδιου, σε Ομήρ. Ιλ.· συχνά συντάσσεται με το λίπα ή λίπ' ἐλαίῳ (βλ. λίπα)· μεταφ., προετοιμάζω όπως στους γυμνικούς αγώνες, κεντρίζω, παρακινώ, σε Πλάτ. κ.λπ.
II. όπως το ἐπαλείφω, βάζω, επιθέτω έμπλαστρο, οὔατα ἀλεῖψαι, βουλώνω τα αυτιά, σε Ομήρ. Οδ.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλείφω: Ἡρόδ., Ἀττ.: μέλλ. -ψω (ἐξ-), Εὐρ. Ι.Α. 1486. Πλάτ.: ἀόρ. ἤλειψα, Ὅμ., Ἀττ., Ἐπ. ἄλειψα, Ὀδ. Μ.177: πρκμ. ἀλήλῐφα (ἀπ-), Δημ. 1243, ἐν τέλ. (ἐξ-), Ἀριστείδ.: - Μέσ. μέλλ. -ψομαι, Θουκ. 4. 68· ἀόρ. ἠλειψάμην, Ἀττ., Ἐπ., ἀλ-, Ἰλ. Ξ. 171. - Παθ. μέλλ. ἀλειφθήσομαι (ἐξ-), Δημ. 792. 4: ἀόρ. α΄ ἠλείφθην, Ἱππ. 514. 6, Πλάτ. Λύσ. 217C. (ἐξ-), Εὐρ., κτλ., ἀλλ’ ἀόρ. β΄ ἐξηλίφην ἀναγινώσκεται ἐκ χειρογράφ. ὑπὸ Βεκκ. ἐν Πλάτ. Φαίδρ. 258Β, πρβλ. Ἰωσήπ. Α. Ἰ. 17.12, 2, Δίωνα Κ. 55. 13: πρκμ. ἀλήλιμμαι, Θουκ. 4. 68 (ἐξ-, ὑπ-). Δημ. 791. 13, Ξεν. Οἰκ. 10, 6. - Οἱ τύποι τοῦ πρκμ. ἀλήλειφα, ἀλήλειμμαι, εἴληφα, εἴλημμαι ἀπαντῶσιν ἐν χειρογρ., ἴδε Ἀριστ. Ἰ. Ζ. 5, 19. 8., 5. 23, 3, Πλουτ. Μάρκελλ. 17, Λουκ. Ἁλ. 24 καὶ 36, κτλ. (Ἐκ √ΛΙΠ μὲ προθεματικὸν α· ἴδε ἐν λέξ. λίπος). Ἀλείφω ἢ χρίω δι’ ἐλαίου, ἀλείφω τὸ δέρμα, ὡς ἔπραττον μετὰ τὸ λουτρόν, καὶ τὸ μὲν ἐνεργ. παριστᾷ τὴν πρᾶξιν γινομένην ἐπὶ ἑτέρου, τὸ δὲ μέσον ἐπ’ αὐτοῦ τοῦ ὑποκειμένου, λοῦσαι κέλετ’ ἀμφί τ’ ἀλεῖψαι, Ἰλ. Ω. 582, ἀλλ’ ὁ Ὅμηρ. ἀλλαχοῦ ἀείποτε προσθέτει λίπα ἢ λίπ’ ἐλαίω, (ἴδε ἐν λ. λίπα), πάντα λοέσσατο καὶ λίπ’ ἄλειψεν, Ὀδ. Ζ. 227· λοεσσαμένω καὶ ἀλειψαμένω λίπ’ ἐλαίῳ, Ἰλ. Κ. 577· πρβλ. Ξ. 171, Σ. 350· λέγεται ἐπὶ τῆς ἕξεως τοῦ ἀλείφεσθαι πρὸς γυμνικὰς ἀσκήσεις, λίπα μετὰ τοῦ γυμνάζεσθαι ἠλείψαντο, Θουκ. 1. 6· λίπα γὰρ ἀλείψεσθαι, ὁ αὐτ. 4. 68. 2) χορηγῶ τὸ ἔλαιον διὰ τοὺς γυμναστάς, ἀλειφούσης τῆς πόλεως, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθ.) 1957g, πρβλ. 2820Α, 3616 -17, καὶ ἀλλ.: - Παθ. οἱ ἀλειφόμενοι, οἱ ἐν τοῖς γυμνασίοις νέοι, οἱ ἀσκούμενοι διὰ τοὺς ἀγῶνας, αὐτόθι 108b, 256, 1183, καὶ ἀλλ., ἀλείφεσθαι παρά τινι, φοιτᾶν εἰς τὸ γυμνάσιόν τινος, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1, 2, 26· πρβλ. ἀλείπτης, 2. 3) ἑτοιμάζω ὡς εἰς γυμνικοὺς ἀγῶνας, παραθαρρύνω, παρορμῶ, Δημάδ. 180, 29, Πλάτ. παρὰ Διογ. Λ. 4. 6· ἤλειφεν [ἑαυτὸν] ἐπὶ τὸν Κλώδιον, Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 16· πρβλ. Πλουτ. Θεμιστ. 3· πρβλ. ἀλείπτης, 2. II. ὡς τὸ ἐπαλείφω, παρ’ Ὁμ., καθόλου, χρίω, ἐπιχρίω, κονιῶ δι’ ἀσβέστου, ἀσπρίζω, κλείω δι’ ἐπιχρίσματος, βύω, Λατ. linere· οὔατα ἀλεῖψαι, βῦσαι τὰ ὦτα, Ὀδ. Μ. 47.177, 200· ἀλ. αἵματι, Ἡρόδ. 3. 8· μίλτῳ, Ξεν. Οἰκ. 10.5· ψιμυθίῳ, Πλάτ. Λύσ. 217D. III. ἐξαλείφω, ἀπαλείφω· πρβλ. ἀλοιφή III.
Frisk Etymology German
ἀλείφω: {aleíphō}
Grammar: v.
Meaning: einölen, salben (ion. att.).
Derivative: Mehrere Ableitungen. Verbalabstrakta: 1. ἄλειφαρ, -ατος Salböl, Salbe (ep. ion. poet.), daneben ἄλειφα n. (älter?, Schwyzer 520: 8), wovon lat. adeps (W.-Hofmann s. v.); Ableitung ἀλειφατίτης (ἄρτος) mit Öl gebackenes Brot (Epich.). — 2. ἀλοιφή Salbung, Salbe, Schmiere, auch Rasur, (ion. att.) mit dem Adjektiv ἀλοιφαῖος (Lyk. 579) und den ebenfalls seltenen ἀλοιφεῖον Salbungszimmer (Eust., Chantraine Formation 60f.) und ἀλοιφάω mit Pech beschmieren (Aq.). — 3. ἄλειψις das Salben (ion. hell.). — 4. ἄλειμμα Salböl, Salbe (ion. att.) mit ἀλειμμάτιον (Diog. ap. D. L.) und ἀλειμματώδης (Hp.). Daneben äol. ἄλιππα (EM 64, 40). — 5. ἀλειφάς f. Ausstreichen, Rasur (Pap.). — 6. ἀλείφιον· ᾧ χρῶνται οἱ ἀλεῖπται H. — Nomina agentis: ἀλείπτης Einsalber, Lehrer der Athleten (Arist., hell.) mit ἀλειπτικός (Plu. u. a.); ἀλειπτήρ ib. (Man.) mit dem Fem. ἀλείπτρια (Lys., Kom.). Davon oder direkt von ἀλείφω das nomen loci und instrumenti ἀλειπτήριον (Alex. Kom. usw.). — ἀλειφεύς (Inschr. Priene).
Etymology: ἀλείφω gehört nach allgemeiner Annahme zu λίπος (s. d.) usw., wovon es sich durch sekundäre Aspiration und Vokalprothese unterscheiden soll.
Page 1,67-68
Chinese
原文音譯:¢le⋯fw 阿累賀
詞類次數:動詞(9)
原文字根:擦 相當於: (מָשַׁח)
字義溯源:敷油,抹膏,抹,膏,梳;由(α / ἄλφα)= (ἅμα)*=同時)與(λιπαρός)=肥甘)組成;而 (λιπαρός)出自(λιπαρός)X*=滑膏)。敷油抹膏乃是用在(1)個人的修飾上( 太6:17)(2)對人表示尊敬( 路7:38)(3)死人的安葬( 約12:7) (4)塗抹病人( 可6:13)
同源字:1) (ἀλείφω)敷油,抹膏 2) (ἐξαλείφω)塗上,塗抹
同義字:1) (ἀλείφω)敷油,抹膏 2) (ἐπιχρίω)塗上 3) (μυρίζω)抹,膏 4) (χρίω)用油塗抹
出現次數:總共(9);太(1);可(2);路(3);約(2);雅(1)
譯字彙編:
1) 抹(4) 路7:46; 約11:2; 約12:3; 雅5:14;
2) 你⋯抹(1) 路7:46;
3) 抹上(1) 路7:38;
4) 膏(1) 可16:1;
5) 抹了(1) 可6:13;
6) 要梳(1) 太6:17
Mantoulidis Etymological
(=ἐπιχρίω). Ἀπό τό α προθεματικό + ρίζα λιπ- τοῦ λίπος. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἄλειμμα (=καθετί γιά ἄλειψη), ἀλειπτήρ, ἀλειπτήριον (=τό μέρος ὅπου ἀλείφονταν), ἀλείπτης, ἀλειπτικός, ἀλειπτός, ἀλειπτέον, ἄλειφαρ -ατος (=λάδι, λίπος), ἄλειψις, ἐξάλειπτρον (=μυροθήκη), εὐεξάλειπτος (=πού εὔκολα ἐξαλείφεται), ἀλοιφή (μέ μετάπτωση), ἀλοιφεῖον (=ἐργαλεῖο γιά τήν ἐπάλειψη), ἀνεξάλειπτος (=πού δέν ἐξαλείφεται).
Léxico de magia
ungir con aceite λαβὼν ἔλαιον ... ἄλειφε ἀπὸ τοῦ ἱεροοστέου μέχρι τῶν ποδῶν toma aceite y úngete desde el hueso sacro hasta los pies P VII 212 con una mixtura αὐτῷ ἄλειψον ... τῷ συνθέματι τούτῳ úngete en su honor con la siguiente mixtura P II 74
Lexicon Thucydideum
illini, to smear, daub, 1.6.5, 4.68.5, 4.68.6, [Pal. Palatine manuscript ἀληλειμμ.] αὐτῶν.
Translations
anoint
Armenian: օծել; Bulgarian: намазвам, смазвам; Catalan: ungir; Chinese Czech: pomazat; Dalmatian: jongar; Dutch: zalven; Finnish: voidella; French: oindre, enduire, étaler, étendre; Galician: unxir, untar; German: ölen, schmieren, einreiben; Gothic: 𐍃𐌰𐌻𐌱𐍉𐌽; Greek: χρίω, μυρώνω, επαλείφω; Ancient Greek: ἀλείφειν, ἀλείφω, ἀλίνω, ἀπαλείφω, διαχρίω, ἐγχρίω, εἰσαλείφω, ἐκμυρίζω, ἐναλείφω, ἐπαλείφειν, ἐπαλείφω, ἐπιχρίω, παραλείφειν, παραλείφω, χρίειν; Hebrew: מָשַׁח; Icelandic: smyrja; Irish: ung; Italian: ungere; Ladin: onjer, onje; Latin: ungo; Lombard: vong; Mandarin: 塗油於/涂油于, 涂油于; Maori: pōrae; Nahuatl: ohza; Occitan: ónher; Persian: اندودن; Portuguese: ungir, untar, olear; Quechua: hawiy; Russian: смазывать, смазать; Sanskrit: लिम्पति, अनक्ति; Serbo-Croatian Cyrillic: на̀мазати; Roman: nàmazati; Spanish: ungir; Swedish: smörja; Tagalog: maghimo, himuan; Ugaritic: 𐎎𐎌𐎈; Ukrainian: мазати, змазувати