λογίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

Γύμναζε παῖδας· ἄνδρας οὐ γὰρ γυμνάσεις → Exerce pueros: non exercebis virum → Mit Kindern übe, denn mit Männern ist's zu spät

Menander, Monostichoi, 104
(3)
(1ba)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''λογίζομαι:''' (fut. λογίσομαι - атт. λογιοῦμαι)<br /><b class="num">1)</b> считать, пересчитывать (Ἓλληνας Her.): λ. ψήφοισι Her. считать с помощью камешков; λ. ἀπὸ χειρός Arph. считать по пальцам;<br /><b class="num">2)</b> высчитывать, исчислять (τοὺς τόκους Arph.): χρήματα εἰς [[ἀργύριον]] λογισθέντα Xen. ценности в пересчете на серебро;<br /><b class="num">3)</b> насчитывать: πεντακισχίλια καὶ μύρια (ἔτεα) λ. εἶναι Her. считать, что прошло 15000 лет;<br /><b class="num">4)</b> относить к числу, причислять (τὸν Πᾶνα τῶν [[ὀκτώ]] [[θεῶν]] λ. εἶναι Her.; [[μετὰ]] ἀνόμων λογισθῆναι NT);<br /><b class="num">5)</b> засчитывать, относить на или ставить в счет ([[δώδεκα]] μνᾶς τινι Arph.; ὀκτὼ δραχμὰς τοῖς παισίν Lys.);<br /><b class="num">6)</b> перечислять: καθ᾽ ἕκαστον πολὺ ἂν εἴη λ. Lys. было бы долго перечислять (все) в отдельности;<br /><b class="num">7)</b> думать, размышлять (πρὸς ἑαυτόν NT): καὶ [[ταῦτα]] λογίζου Soph. теперь подумай об этом;<br /><b class="num">8)</b> считать, полагать, быть уверенным: Σμέρδιν [[μηκέτι]] ἐόντα λογίζεσθε Her. знайте, что Смердиса больше нет; εἰς οὐδὲν λογισθῆναι NT не иметь никакого значения;<br /><b class="num">9)</b> рассчитывать, надеяться (ἥξειν ἄμα ἡλίῳ δύνοντι Xen.);<br /><b class="num">10)</b> делать вывод, (умо)заключать: ἐκ τούτων τῶν λόγων τοιόνδε τι [[λογίζομαι]] συμβαίνειν Plat. из этих речей выходит, по-моему, вот что; τὸ λελογισμένον Luc. рассуждение.
|elrutext='''λογίζομαι:''' (fut. λογίσομαι - атт. λογιοῦμαι)<br /><b class="num">1)</b> считать, пересчитывать (Ἓλληνας Her.): λ. ψήφοισι Her. считать с помощью камешков; λ. ἀπὸ χειρός Arph. считать по пальцам;<br /><b class="num">2)</b> высчитывать, исчислять (τοὺς τόκους Arph.): χρήματα εἰς [[ἀργύριον]] λογισθέντα Xen. ценности в пересчете на серебро;<br /><b class="num">3)</b> насчитывать: πεντακισχίλια καὶ μύρια (ἔτεα) λ. εἶναι Her. считать, что прошло 15000 лет;<br /><b class="num">4)</b> относить к числу, причислять (τὸν Πᾶνα τῶν [[ὀκτώ]] [[θεῶν]] λ. εἶναι Her.; [[μετὰ]] ἀνόμων λογισθῆναι NT);<br /><b class="num">5)</b> засчитывать, относить на или ставить в счет ([[δώδεκα]] μνᾶς τινι Arph.; ὀκτὼ δραχμὰς τοῖς παισίν Lys.);<br /><b class="num">6)</b> перечислять: καθ᾽ ἕκαστον πολὺ ἂν εἴη λ. Lys. было бы долго перечислять (все) в отдельности;<br /><b class="num">7)</b> думать, размышлять (πρὸς ἑαυτόν NT): καὶ [[ταῦτα]] λογίζου Soph. теперь подумай об этом;<br /><b class="num">8)</b> считать, полагать, быть уверенным: Σμέρδιν [[μηκέτι]] ἐόντα λογίζεσθε Her. знайте, что Смердиса больше нет; εἰς οὐδὲν λογισθῆναι NT не иметь никакого значения;<br /><b class="num">9)</b> рассчитывать, надеяться (ἥξειν ἄμα ἡλίῳ δύνοντι Xen.);<br /><b class="num">10)</b> делать вывод, (умо)заключать: ἐκ τούτων τῶν λόγων τοιόνδε τι [[λογίζομαι]] συμβαίνειν Plat. из этих речей выходит, по-моему, вот что; τὸ λελογισμένον Luc. рассуждение.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[λόγος]]<br /><b class="num">I.</b> to [[count]], [[reckon]], [[calculate]], [[compute]], Hdt.; λ. ἀπὸ χειρός to [[calculate]] off [[hand]], Ar.:—c. acc. rei, λ. τοὺς τόκους to [[calculate]] the [[interest]], Ar.; [[τρεῖς]] μνᾶς ἀναλώσας λογίσασθαι [[δώδεκα]] to [[spend]] 3 [[minae]] and set [[down]] 12, Ar.<br /><b class="num">2.</b> c. acc. et inf. to [[reckon]] or [[calculate]] that, Hdt., Dem.<br /><b class="num">3.</b> λ. τί τινι to set [[down]] to one's [[account]], [[charge]] to one, Lat. imputare, Dem., NTest.<br /><b class="num">4.</b> λογ. ἀπό . . to [[deduct]] from . . , Dem.<br /><b class="num">II.</b> without [[reference]] to numbers, to [[take]] [[into]] [[account]], [[calculate]], [[consider]], Hdt., [[attic]]; λ. [[περί]] τινος to [[form]] calculations [[about]] . . , Hdt., Xen.<br /><b class="num">2.</b> c. acc. et inf. to [[count]], [[deem]], [[consider]] that . . , Hdt., [[attic]]; with the inf. omitted, to [[reckon]] or [[account]] so and so, τὸν καθ' ἡμέραν βίον λογίζου σόν Eur.; μίαν [[ἄμφω]] τὰς ἡμέρας λ. to [[count]] [[both]] days as one, Xen.<br /><b class="num">3.</b> c. inf. fut. to [[count]] or [[reckon]] [[upon]] doing, to [[calculate]] or [[expect]] that . . , Hdt., Xen.;—c. acc. only, to [[count]] [[upon]], Soph.<br /><b class="num">4.</b> to [[conclude]] by [[reasoning]], [[infer]] that a [[thing]] is, Plat., Xen.<br /><b class="num">III.</b> the aor1 ἐλογίσθην and [[sometimes]] perf. λελόγισμαι are used in [[pass]]. [[sense]], to be counted or calculated, Xen.
}}
}}

Revision as of 13:00, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λογίζομαι Medium diacritics: λογίζομαι Low diacritics: λογίζομαι Capitals: ΛΟΓΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: logízomai Transliteration B: logizomai Transliteration C: logizomai Beta Code: logi/zomai

English (LSJ)

Att. fut. -ιοῦμαι Id.Ra.1263, Th.5.87, etc.: aor.

   A ἐλογισάμην E.Or.555, Th.6.31, etc.: pf. λελόγισμαι Lys.32.24,27, D.28.12:—Pass., v. infr. 111: (λόγος):—prop. of numerical calculation, count, reckon, οὐκ ἐπισταμένους λογίζεσθαι Hdt.2.16; εὗρον λογιζόμενος Id.7.28, cf. 194, etc.; in full, λ. ψήφοισι Id.2.36; λόγισαι φαύλως, μὴ ψήφοις ἀλλ' ἀπὸ χειρός calculate roughly, not by rule, but off-hand, Ar.V.656: c. acc. rei, λ. τοὺς τόκους calculate the interest, Id.Nu.20; τρεῖς μνᾶς ἀναλώσας λογίσασθαι δώδεκα spend 3 minae and set down 12, Id.Pl.381.    2 c. acc. et inf., reckon or calculate that... λ. μύρια εἶναι [τὰ ἔτεα] Hdt. 2.145; τὰς βλάβας, ἃς ἐλογίζεθ' αὑτῷ γεγενῆσθαι D.21.176: without acc., Θηριππίδῃ μισθὸν ἀποδεδωκέναι λ. Id.27.20.    3 λ. τινί τι set down to one's account, οὗτος . . τὸ ἥμισυ τούτοις . . λελόγισται Lys.32.24, cf. 27; τἀνηλωμέν' . . οὐκ ἐλογιζόμην I did not charge them... D. 18.113: metaph., τὰ παραπτώματα λ. τινί 2 Ep.Cor.5.19.    b audit the accounts of a person, c. dat., τοῖς ὑπευθύνοις Arist.Ath.54.2; ταῖς ἀρχαῖς ib.48.3.    II without reference to numbers, take into account, calculate, consider, ταῦτα Hdt.9.53, cf. S.Aj.816, etc.; λ. τὰ ξυμφέροντα Th.1.76; λ. τι πρός τινας with them, D.5.24; also λ. περί τινος calculate, form calculations about... Hdt.2.22, X.Mem.4.3.11.    2 c. acc. et inf., reckon, consider that... τὸν ἕτερον [παῖδα] οὐκ εἶναί μοι λ. Hdt.1.38; τὸν Πᾶνα τῶν ὀκτὼ θεῶν λ. εἶναι Id.2.46; λ. ὅτι . . or ὡς... X.HG2.4.28, 6.4.6; ἐλογιζόμην πρὸς ἐμαυτὸν... ὅτι . . And.1.52, Pl.Ap.21d: c. acc. et part., Σμέρδιν μηκέτι ὑμῖν ἐόντα λογίζεσθε Hdt.3.65: also with inf. omitted, reckon or account so and so, τὸν καθ' ἡμέραν βίον λογίζου σόν [εἶναι], τὰ δ' ἄλλα τῆς τύχης E.Alc. 789; πολὺν [εἶναι] τὸν κάτω χρόνον ib.692; λογίζεταί τ' ἐκεῖνα πάνθ' ἁμαρτίας Ar.V.745; μίαν ἄμφω τούτω τὼ ἡμέρα λ. count both days as one, X.Cyr.1.2.11.    3 c. inf. also, count or reckon upon doing, calculate or expect that... ἐπισιτιεῖσθαι ἐλογίζοντο Hdt.7.176; ἐλογίζετο κατύπερθέ οἱ τὰ πρήγματα ἔσεσθαι Id.8.136; λογιζόμενοι ἥξειν ἅμα ἡλίῳ δύνοντι X.An.2.2.13; λελογισμένοι . . εἰσὶν . . διαζῆν E.IA922, cf. Or. 555 (dub. l.); τί λογίζομ' . . προσδοκῶν χάριν παρὰ γυναικὸς κομιεῖσθαι; Men.564.    4 count upon, εἴ τις δύο ἢ καί τι πλείους ἡμέρας λ., μάταιός ἐστιν S.Tr.944.    5 conclude by reasoning, infer that... c. acc. et inf., Pl.Grg.524b, X.Ages.7.3; λ. ὅτι . . Id.HG6.1.5, cf. Pl.Phd.62e, al.    6 abs., τοὺς ἐπισταμένους λογίζεσθαι Archyt.3; ὁ σπουδαῖος λελόγισται ἤδη has finished reasoning, Plot.3.8.6, cf. 4.4.12.    III Pass., mostly aor. ἐλογίσθην and (less freq.) pf. λελόγισμαι, also in pres., part. λογιζόμενον Hdt.3.95, freq. in later Gr., PPetr.3p.340 (iii B. C.), Ep.Rom.4.5, etc.; χρήματα εἰς ἀργύριον λογισθέντα counted or calculated in silver, X.Cyr.3.1.33; ὁπλῖται ἐλογίσθησαν οὐκ ἐλάττους δισμυρίων Id.HG6.1.19; οὗτος λογισμὸς λογισθείς Pl.Ti.34b; οὐδ' ἐξ ἑνὸς λόγου λελογισμένου Id.Phdr.246c; τὸ λελογισμένον, = λογισμός, E.IA386, Luc.Nigr.Prooem.

Greek (Liddell-Scott)

λογίζομαι: ἀποθ.: μέλλ. Ἀττ. -ιοῦμαι Ἀριστοφ. Βάτρ. 1263, Θουκ. 5. 87, κτλ.· μεταγεν. -ίσομαι Ρήτορες (Walz), 7. 1: - ἀόρ. ἐλογισάμην Εὐρ. Ὀρ. 555, Θουκ., κτλ.: πρκμ. λελόγισμαι Λυσ. 908. 2., 909. 5 (Reiske), Δημ.· - ὡς παθ. ἀείποτε ἐν τῷ πρκμ. λελόγισμαι (ἴδε κατώτ. ΙΙΙ)· (λόγος). Κυρίως ἐπὶ ἀριθμητικοῦ λογισμοῦ, λογαριάζω, ὑπολογίζω, οὐκ ἐπισταμένους λογίζεσθαι Ἡρόδ. 2. 16· εὗρον λογιζόμενος ὁ αὐτ. 7. 28, πρβλ. 194, κτλ.· πλῆρες, ψήφοις λ. ὁ αὐτ. 2. 36· λόγισαι φαύλως, μὴ ψήφοις ἀλλ’ ἀπὸ χειρός, ὑπολόγισον κατὰ προσέγγισιν, ὄχι κανονικῶς ἀλλὰ ἐκ τοῦ προχείρου, Ἀριστοφ. Σφ. 656· - μετ’ αἰτ. πράγμ., λ. τοὺς τόκους, ὑπολογίζω τὸν τόκον, ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 20· τρεῖς μνᾶς ἀναλώσας λογίσασθαι δώδεκα, δαπανήσας τις μνᾶς τρεῖς νὰ βάλῃ εἰς τὸν λογαριασμὸν δώδεκα, ὁ αὐτ. ἐν Πλ. 381. 2) μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., λογαριάζω, ὑπολογίζω ὅτι..., λογ. μύρια εἶναι [τὰ ἔτεα] Ἡρόδ. 2. 145· τὰς βλάβας, ἃς ἐλογίζετο αὐτῷ γεγενῆσθαι Δημ. 572. 1· ἢ ἄνευ αἰτιατ., Θηριππίδῃ μισθὸν ἀποδεδωκέναι λ. ὁ αὐτ. ἐν 819. 28. 3) λ. τινί τι, βάλλω εἰς τὸν λογαριασμόν τινος, Λατ. imputare, Λυσ. 908. 2., 909. 5 (ἐν τῷ πρκμ. λελόγισμαι)· τὰ ἀναλωμένα... οὐκ ἐλογιζόμην, «δὲν ἐλογάριαζα»..., Δημ. 264. 16· μεταφ., τὰ παραπτώματα λ. τινι Ἐπιστ. β΄ π. Κορ. 5. 19. 4) λογ. ἀπό..., ἀφαιρῶ ἀπό..., τὴν τροπήν... ἀπὸ τῶν ἑβδομήκοντα μνῶν... λογιστέον Δημ. 824. 25. ΙΙ. ἄνευ ἀναφορᾶς τινος εἰς ἀριθμούς, λαμβάνω εἰς τὸν λογαριασμόν, ὑπολογίζω, θεωρῶ, ταῦτα Ἡρόδ. 8. 53, καὶ συχν. παρ’ Ἀττ., ὡς Σοφ. Αἴ. 816, Ἀποσπ. 649, κτλ., (ἴδε ἐν λ. ἐνθυμέομαι)· λ. τὰ ξυμφέροντα Θουκ. 1. 76· λ. τι πρός τινα, μετά τινος, Δημ. 63. 12 ὡσαύτως, λ. περί τινος, «λογαριάζω», κάμνω λογαριασμούς, ὑπολογισμοὺς περί..., Ἡρόδ. 2. 22, Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 11. 2) μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., λογαριάζω, θεωρῶ, νομίζω ὅτι..., τὸν ἕτερον [παῖδα] οὐκ εἶναί μοι λ. Ἡρόδ. 1. 38· τὸν Πᾶνα τῶν ὀκτὼ θεῶν λ. εἶναι ὁ αὐτ. ἐν 2. 46· οὕτω, λογίζ. ὅτι... ἢ ὡς..., Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 28., 6. 4, 6· λ. πρὸς ἐμαυτόν..., ὅτι..., Ἀνδοκ. 8. 4· ὡσαύτως μετ’ αἰτ. καὶ μετοχ., Σμέρδιν οὐκ ἔτι ἐόντα λογίζεσθε Ἡρόδ. 3. 65· - οὕτω καὶ παραλειπομένης τῆς ἀπαρεμφ., θεωρῶ, λογαριάζω τι οὕτω καὶ οὕτω, τὸν καθ’ ἡμέραν βίον λογίζου σὸν [[[εἶναι]]], τὰ δ’ ἄλλα τῆς τύχης Εὐρ. Ἄλκ. 789· πολὺν [[[εἶναι]]] τὸν κάτω χρόνον ὁ αὐτ. ἐν 692· πάντα λ. ἁμαρτίας Ἀριστοφ. Σφ. 745· μίαν ἄμφω τὰς ἡμέρας λ., λογαριάζω τὰς δύο ἡμέρας ὡς μίαν, Ξεν. Κύρ. 1. 2, 11. 3) μετ’ ἀπαρ., ὡσαύτως, λογαριάζω ὅτι θὰ πράξω τι, ὑπολογίζω, περιμένω ὅτι..., ἐλογίζοντο ἐπισιτιεῖσθαι Ἡρόδ. 7. 176· ἐλογίζετο κατύπερθέ οἱ ἔσεσθαι τὰ πρήγματα ὁ αὐτ. 8. 136· λογιζόμενοι ἥξειν ἅμα ἡλίῳ δύνοντι Ξεν. Ἀν. 2. 2, 13· λελογισμένοι... εἰσί... διαζῆν Εὐρ. Ι. Α. 922, πρβλ. Ὀρ. 555· τί λογίζομ’... κομιεῖσθαι; Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 22. 4) λογαριάζω, ἐπιστηρίζομαι εἰς..., εἴ τις δύο ἢ καὶ πλέους ἡμέρας λ., μάταιός ἐστι Σοφ. Τρ. 944. 5) συμπεραίνω συλλογιζόμενος, συμπεραίνω ὅτι..., μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Πλάτ. Γοργ. 524Β, Ξεν. Ἀγησ. 7, 3· λ. ἐκ τῶνδε ὅτι..., ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 6. 1, 5, πρβλ. Πλάτ. Φαίδωνα 62D, κ. ἀλλ. ΙΙΙ. ὁ ἀόρ. ἐλογίσθην καὶ ἐνίοτε ὁ πρκμ. λελόγισμαι κεῖνται ἐπὶ παθ. σημασίας, ὡς ἡ μετοχ. τοῦ ἐνεστ. λογιζόμενον παρ’ Ἡροδ. 3. 95· χρήματα εἰς ἀργύριον λογισθένα, ὑπολογιζόμενα εἰς ἄργυρον, Ξεν. Κύρ. 3. 1, 33· ὁπλῖται ἐλογίσθησαν οὐκ ἐλάττους δισμυρίων ὁ αὐτ. εἰς Ἑλλ. 6. 1, 19· λογισμὸς λογισθεὶς Πλάτ. Τίμ. 34A· ἐξ ἑνὸς λόγου λελογισμένου ὁ αὐτ. εἰς Φαῖδρ. 246C· τὸ λελογισμένον = λογισμός, Εὐρ. Ι. Α. 386, Λουκ. Νιγρ. 1.

French (Bailly abrégé)

f. λογίσομαι, att. λογιοῦμαι, ao. ἐλογισάμην, pf. λελόγισμαι;
Pass. ao. ἐλογίσθην, pf. λελόγισμαι;
A. I. calculer, d’où
1 calculer, compter : ψήφοισι HDT avec des cailloux ; λ. μύρια εἶναι (τὰ ἔτεα) HDT calculer qu’il y a dix mille ans;
2 faire entrer dans un compte, compter au nombre de : τὸν Πᾶνα τῶν ὀκτὼ θεῶν λ. εἶναι HDT compter Pan au nombre des huit dieux;
3 porter en compte : δώδεκα μνᾶς AR douze mines ; τινί τι, mettre qch au compte de qqn, imputer ou attribuer qch à qqn;
II. fig. 1 sans idée de nombre calculer en soi-même, réfléchir : τι, περί τινος, à qch ; ὅτι ou ὡς, calculer ou réfléchir que ; avec une prop. au part. : Σμέρδιν οὐκ ἔτι ἐόντα λ. HDT considérer que Smerdis n’est plus;
2 calculer, s’attendre à : δύο ἢ καὶ πλέους ἡμέρας λ. SOPH compter sur deux jours ou même plus ; avec un inf. : λογιζόμενοι ἥξειν ἅμα ἡλίῳ δύνοντι XÉN comptant arriver au coucher du soleil;
3 conclure par un raisonnement, inférer;
B. Pass. (à l’ao. et au pf., rar. au part. prés.) : χρήματα εἰς ἀργύριον λογισθέντα XÉN somme comptée en argent ; ὁπλῖται ἐλογίσθησαν οὐκ ἐλάττους δισμυρίων XÉN on compte que les hoplites n’étaient pas moins de 20 000 ; τὸ λελογισμένον, le raisonnement.
Étymologie: λόγος.

English (Strong)

middle voice from λόγος; to take an inventory, i.e. estimate (literally or figuratively): conclude, (ac-)count (of), + despise, esteem, impute, lay, number, reason, reckon, suppose, think (on).

English (Thayer)

imperfect ἐλογιζόμην; 1st aorist ἐλογισάμην; a deponent verb with 1st aorist passive ἐλογίσθην and 1future passive λογισθήσομαι; in Biblical Greek also the present is used passively (in secular authors the present participle is once used Song of Solomon , in Herodotus 3,95; (cf. Veitch, under the word; Winer s Grammar, 259 (243); Buttmann, 52 (46))); (λόγος); the Sept. for חָשַׁב; (a favorite word with the apostle Paul, being used (exclusive of quotations) some 27 times in his Epistles, and only four times in the rest of the N. T.);
1. (rationes conferre) to reckon, count, compute, calculate, count over; hence,
a. to take into account, to make account of: τί τίνι, to pass to one's account, to impute (A. V. reckon): τί, τίνι τί, A. V. lay to one's charge); τίνι διακιοσυνην, ἁμαρτίαν, L marginal reading T Tr WH text read οὗ)); τά παραπτώματα, לְ נֶחֱשַׁב, λογίζεται τί (or τίς) εἰς τί (equivalent to εἰς τό or ὥστε εἶναι τί), "a thing is reckoned as or to be something, i. e. as availing for or equivalent to something, as having the like force and weight" (cf. Fritzsche on Romans , vol. i., p. 137; (cf. Winer s Grammar, § 29,3Note a.; 228 (214); Buttmann, § 131,7 Rem.)): εἰς οὐδέν, Theod. ὡς)) ἡ πίστις εἰς δικαιοσύνην, to number among, reckon with: τινα μετά τινων, G T WH omit; Tr brackets the verse) and Sept. ἐν τοῖς ἀνόμοις.
c. to reckon or account, and treat accordingly: τινα ὡς τί, Buttmann, 151 (132); (Winer's Grammar, 602 (560)); (G L omit; Tr brackets the infinitive; cf. Winer's Grammar, 321 (302)).
2. (in animo rationes conferre) to reckon inwardly, count up or weigh the reasons, to deliberate (A. V. reason): πρός ἑαυτούς, one addressing himself to another, R G (πρός ἐμαυτόν, with myself, in my mind, Plato, Apology, p. 21d.).
3. by reckoning up all the reasons to gather or infer; i. e., a. to consider, take account, weigh, meditate on: τί, a thing, with a view to obtaining it, ὅτι, διαλογίζεσθε)); τοῦτο followed by ὅτι, to suppose, deem, judge: absolutely, ὡς λογίζομαι, τί, anything relative to the promotion of the gospel, τί εἰς τινα (as respects one) ὑπέρ (τοῦ) ὁ etc. to think better of one than agrees with what etc. (`account of one above that which' etc.), ὅτι, τοῦτο followed by ὅτι, Winer's Grammar, 321 (302)); τινα ὡς τινα, to hold (A. V. 'count') one as, Winer's Grammar, 602 (560)); with a preparatory οὕτως preceding, to determine, purpose, decide (cf. American 'calculate'), followed by an infinitive (Euripides, Or. 555): ἀναλογίζομαι, διαλογίζομαι, παραλογίζομαι, συλλογίζομαι.)

Greek Monolingual

και λογιέμαι (AM λογίζομαι, Μ και λογίζω) λόγος
συλλογίζομαι, αναλογίζομαι, υπολογίζω, σκέπτομαι (α. «λογίζεσαι τί πρόκειται να γίνει τώρα;» β. «πρὸς δὲ τοὺς θρασέως ὁτιοῡν οἰομένους ὑπομεῑναι δεῑν... τὸν πόλεμον, ἐκεῑνα βούλομαι λογίσασθαι», Δημοσθ.)
νεοελλ.
1. θεωρώ τον εαυτό μου, υπολογίζομαιπρέπει να λογίζομαι τυχερός μετά απ' όλα αυτά»)
2. (μτχ. παρακμ.) λελογισμένος, -η, -ο
λογικός, μη υπερβολικός («λελογισμένη κατανάλωση»)
νεοελλ.-μσν.
θεωρούμαι, μέ νομίζει κάποιος, υπολογίζομαι, συγκαταλέγομαι, περιλαμβάνομαι (α. «δεν λογίζεται για άνθρωπος» β. «λογισθεὶς ἐν τοῑς νεκροῑς ἐκ παραπτώματός μου», Γλυκά)
μσν.
1. χαρακτηρίζομαι, αναγνωρίζομαι
2. υπολογίζω κάτι, δίνω σημασία σε κάτι, θεωρώ κάτι σημαντικό («τίποτε οὐ λογίζεται < διὰ> πόθον ἢ δι' ἀγάπην, ἐγκρεμνοὺς οὐ λογίζεται, τοὺς ποταμούς οὐδόλως», Διγ.)
3. φρ. «ἀντὶ οὐδενὸς λογίζομαι» ή «εἰς οὐδὲν λογίζομαι» — θεωρώ κάτι άνευ σημασίας
μσν.-αρχ.
1. κρίνω μετά από υπολογισμό, εκτιμώ («προσετιμήσατε τὰς βλάβας, ἅς... ἐλογίζεθ' ἑαυτῷ γεγενῆσθαι», Δημοσθ.)
2. θεωρώ, νομίζω, υποθέτω («Λύσανδρος λογισάμενος ὅτι οἷόν τε εἴη ταχὺ ἐκπολιορκῆσαι τοὺς ἐν τῷ Πειραιεῑ», Ξεν.)
3. (μέσ. και ενεργ.) λογαριάζω να κάνω κάτι, σκοπεύω ή προσδοκώ, περιμένω ότι θα γίνει κάτι (α. «ἐκαλολόγιζέ τους σκοπῶντα καὶ λογίζοντα του νὰ τοὺς ἔχει δούλους», Χρον. Moρ.
β. «ἐκ ταύτης δέ ἐπισιτιεῑσθαι ἐλογίζοντο οἱ Ἕλληνες», Ηρόδ.)
4. συλλογίζομαι ότι, συμπεραίνω μετά από συλλογισμό
5. υπολογίζομαι («ὁπλῑται ἐλογίσθησαν οὐκ ἐλάττους δισμυρίων», Ξεν.)
αρχ.
1. μετρώ, υπολογίζω, κάνω λογαριασμούς ή αριθμητικές πράξεις (α. «Ἴωνας ἀποδείκνυμι οὐκ ἐπισταμένους λογίζεσθαι», Ηρόδ.
β. «πρῶτον μέν λόγισαι φαύλως, μὴ ψήφοις, ἀλλ' ἀπὸ χειρός», Αριστοφ.)
2. θεωρώ κάτι ως μερίδιο κάποιου, βάζω κάτι στον λογαριασμό του (α. «τἀνηλωμένα ἐπέδωκα καὶ οὐκ ἐλογιζόμην», Δημοσθ.
β. «μὴ λογιζόμενος αὐτοῑς τὰ παραπτώματα αὐτών», ΚΔ)
3. ελέγχω τους λογαριασμούς κάποιου («τοῑς ὑπευθύνοις λογιζόμενοι», Αριστοτ.)
4. βασίζομαι ή υπολογίζω σε κάτι
5. (το ουδ. της μτχ. ενεστ. και παρακμ. ως ουσ.) τὸ λογιζόμενον και τὸ λελογισμένον
ο λογισμός γενικώς, αλλά και ο αριθμητικός υπολογισμός, ο λογαριασμός, η μέτρηση.

Greek Monotonic

λογίζομαι: αποθ., μέλ. Αττ. λογιοῦμαι, αόρ. ἐλογισάμην, παρακ. λελόγισμαι· αόρ. ἐλογίσθην και κάποιες φορές παρακ. λελόγισμαι με Παθ. σημασία· (λόγος
I. 1. λογαριάζω, υπολογίζω (κυρίως λέγεται για αριθμητικούς υπολογισμούς), σε Ηρόδ.· λογίζομαι ἀπὸ χειρός, υπολογίζω κατά προσέγγιση, εκ του προχείρου, σε Αριστοφ.· με αιτ. πράγμ., λογίζομαι τοὺς τόκους, υπολογίζω τον τόκο, στον ίδ.· τρεῖς μνᾶς ἀναλώσας λογίσασθαι δώδεκα, να δαπανήσεις τρεις μνες και να αποδώσεις δώδεκα, στον ίδ.
2. με αιτ. και απαρ., λογαριάζω, υπολογίζω ότι..., σε Ηρόδ., Δημ.
3. λογίζομαί τί τινι, βάζω στον λογαριασμό κάποιου, χρεώνω κάποιον, Λατ. imputare, σε Δημ., Κ.Δ.
4. λογίζομαι ἀπό..., αφαιρώ από..., σε Δημ.
II. 1. χωρίς αναφορά σε αριθμούς, λαμβάνω υπόψη, υπολογίζω, θεωρώ, σε Ηρόδ., Αττ.· λογίζομαι περίτινος, κάνω λογαριασμούς, κάνω υπολογισμούς για..., σε Ηρόδ., Ξεν.
2. με αιτ. και απαρ., λογαριάζω, θεωρώ, νομίζω ότι..., σε Ηρόδ., Αττ.· παραλειπομένου του απαρ., υπολογίζω ή λογαριάζω κάτι με αυτό τον τρόπο, τὸν καθ' ἡμέραν βίον λογίζου σόν, σε Ευρ.· μίαν ἄμφω τούτω τὼ ἡμέρα λογίζομαι, λογαριάζω τις δύο μέρες σαν μία, σε Ξεν.
3. με απαρ. μέλ., λογαριάζω ότι θα κάνω κάτι, υπολογίζω ή περιμένω ότι..., σε Ηρόδ., Ξεν.· με αιτ. μόνο, βασίζομαι σε..., στηρίζομαι σε..., υπολογίζω σε..., λογαριάζω σε..., σε Σοφ.
4. συμπεραίνω συλλογιζόμενος, συμπεραίνω ότι..., σε Πλάτ., Ξεν.
III. αόρ. ἐλογίσθην και ενίοτε παρακ. λελόγισμαι χρησιμ. με Παθ. σημασία, λογαριάζομαι ή υπολογίζομαι, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

λογίζομαι: (fut. λογίσομαι - атт. λογιοῦμαι)
1) считать, пересчитывать (Ἓλληνας Her.): λ. ψήφοισι Her. считать с помощью камешков; λ. ἀπὸ χειρός Arph. считать по пальцам;
2) высчитывать, исчислять (τοὺς τόκους Arph.): χρήματα εἰς ἀργύριον λογισθέντα Xen. ценности в пересчете на серебро;
3) насчитывать: πεντακισχίλια καὶ μύρια (ἔτεα) λ. εἶναι Her. считать, что прошло 15000 лет;
4) относить к числу, причислять (τὸν Πᾶνα τῶν ὀκτώ θεῶν λ. εἶναι Her.; μετὰ ἀνόμων λογισθῆναι NT);
5) засчитывать, относить на или ставить в счет (δώδεκα μνᾶς τινι Arph.; ὀκτὼ δραχμὰς τοῖς παισίν Lys.);
6) перечислять: καθ᾽ ἕκαστον πολὺ ἂν εἴη λ. Lys. было бы долго перечислять (все) в отдельности;
7) думать, размышлять (πρὸς ἑαυτόν NT): καὶ ταῦτα λογίζου Soph. теперь подумай об этом;
8) считать, полагать, быть уверенным: Σμέρδιν μηκέτι ἐόντα λογίζεσθε Her. знайте, что Смердиса больше нет; εἰς οὐδὲν λογισθῆναι NT не иметь никакого значения;
9) рассчитывать, надеяться (ἥξειν ἄμα ἡλίῳ δύνοντι Xen.);
10) делать вывод, (умо)заключать: ἐκ τούτων τῶν λόγων τοιόνδε τι λογίζομαι συμβαίνειν Plat. из этих речей выходит, по-моему, вот что; τὸ λελογισμένον Luc. рассуждение.

Middle Liddell

λόγος
I. to count, reckon, calculate, compute, Hdt.; λ. ἀπὸ χειρός to calculate off hand, Ar.:—c. acc. rei, λ. τοὺς τόκους to calculate the interest, Ar.; τρεῖς μνᾶς ἀναλώσας λογίσασθαι δώδεκα to spend 3 minae and set down 12, Ar.
2. c. acc. et inf. to reckon or calculate that, Hdt., Dem.
3. λ. τί τινι to set down to one's account, charge to one, Lat. imputare, Dem., NTest.
4. λογ. ἀπό . . to deduct from . . , Dem.
II. without reference to numbers, to take into account, calculate, consider, Hdt., attic; λ. περί τινος to form calculations about . . , Hdt., Xen.
2. c. acc. et inf. to count, deem, consider that . . , Hdt., attic; with the inf. omitted, to reckon or account so and so, τὸν καθ' ἡμέραν βίον λογίζου σόν Eur.; μίαν ἄμφω τὰς ἡμέρας λ. to count both days as one, Xen.
3. c. inf. fut. to count or reckon upon doing, to calculate or expect that . . , Hdt., Xen.;—c. acc. only, to count upon, Soph.
4. to conclude by reasoning, infer that a thing is, Plat., Xen.
III. the aor1 ἐλογίσθην and sometimes perf. λελόγισμαι are used in pass. sense, to be counted or calculated, Xen.