λάμπω: Difference between revisions
Γυνὴ δ' ὅλως οὐ συμφέρον βουλεύεται → Nulla umquam spectat mulier, utile quod siet → Die Frau sinnt gänzlich nicht auf das, was nützlich ist
m (Text replacement - "l’" to "l'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0013.png Seite 13]] perf. λέλαμπα, λάμπεσκον, Theocr. 24, 19. 25, 141, – 1) [[leuchten]], glänzen (vgl. [[λαμπετάω]]), vom Glanze der Waffen, oft mit dem Blitz verglichen, [[τῆλε]] δὲ χαλκὸς λάμφ' ὥςτε [[στεροπή]], Il. 10, 154. 11, 66, u. der Augen, ὀφθαλμὼ δ' ἄρα οἱ πυρὶ λάμπετον, 13, 474; vom Blitze, [[λάμπων]] πυρὶ [[κεραυνός]] Ar. Nubb. 395; von der Sonne, ἔλαμψε Τ, τάν Anacr. 44, 6; [[ἥλιος]], ἠώς, Eur. Ion 83 I. A. 158; vom Feuer, ἐκ δὲ θυμάτων [[Ἥφαιστος]] οὐκ ἔλαμψεν Soph. Ant. 994, wie οὐδ' ἔτι πῦρ ἐπὶ βώμων λέλαμπεν Eur. Andr. 1025; λέλαμπεν [[Ἴλιος]] Ir. 1295; von Fackeln, πεῦκαι, Mel. 1477. – So auch im med., [[κόρυθος]] λαμπομένης, Il. 16, 71, δαΐδων ὑπὸ λαμπομενάων, 18, 492, χαλκὸς ἐλάμπετο [[εἴκελος]] αὐγῇ, 22, 134; vgl. Hes. Sc. 60; Eur. Med. 1194 u. sp. D.; seltener in Prosa, σκηπτὸς ἔδοξε πεσεῖν εἰς τὴν οἰκίαν καὶ ἐκ τούτου λάμπεσθαι πᾶσαν Xen. An. 3, 1, 11; [[λύχνος]] τῷ πυρὶ λαμπόμενος Luc. Asin. 51, wo man es auch pass. fassen kann, da Eur. das Wort auch trans. braucht, leuchten, erglänzen lassen, ὦ λάμπουσα [[πέτρα]] πυρὸς δικόρυφον [[σέλας]] Phoen. 226, δόλιον ἀστέρα λάμψας I. A. 1131, was spätere Dichter nachahmen, wie Antp. Thess. 13 (VI, 249) λάμψω [[φέγγος]]. – 2) Übertr. vom Ruhm, hervorglänzen, λάμπει [[κλέος]] Pind. Ol. 1, 23, ἀρετά I. 1, 22, wie Eur. ἁ δ' ἀρετὰ καὶ θανοῦσα λάμπει, Andr. 777; ähnlich Soph. κἀμὲ [[ἄστρον]] ἃς λάμψειν ἔτι, El. 66, παιὰν δὲ λάμπει, O. R. 187, wie [[φάμα]], 475, u. öfter von der Stimme (vgl. [[λαμπρός]]). – Von der Schönheit, Plat. Phaedr. 250 d. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0013.png Seite 13]] perf. λέλαμπα, λάμπεσκον, Theocr. 24, 19. 25, 141, – 1) [[leuchten]], glänzen (vgl. [[λαμπετάω]]), vom Glanze der Waffen, oft mit dem Blitz verglichen, [[τῆλε]] δὲ χαλκὸς λάμφ' ὥςτε [[στεροπή]], Il. 10, 154. 11, 66, u. der Augen, ὀφθαλμὼ δ' ἄρα οἱ πυρὶ λάμπετον, 13, 474; vom Blitze, [[λάμπων]] πυρὶ [[κεραυνός]] Ar. Nubb. 395; von der Sonne, ἔλαμψε Τ, τάν Anacr. 44, 6; [[ἥλιος]], ἠώς, Eur. Ion 83 I. A. 158; vom Feuer, ἐκ δὲ θυμάτων [[Ἥφαιστος]] οὐκ ἔλαμψεν Soph. Ant. 994, wie οὐδ' ἔτι πῦρ ἐπὶ βώμων λέλαμπεν Eur. Andr. 1025; λέλαμπεν [[Ἴλιος]] Ir. 1295; von Fackeln, πεῦκαι, Mel. 1477. – So auch im med., [[κόρυθος]] λαμπομένης, Il. 16, 71, δαΐδων ὑπὸ λαμπομενάων, 18, 492, χαλκὸς ἐλάμπετο [[εἴκελος]] αὐγῇ, 22, 134; vgl. Hes. Sc. 60; Eur. Med. 1194 u. sp. D.; seltener in Prosa, σκηπτὸς ἔδοξε πεσεῖν εἰς τὴν οἰκίαν καὶ ἐκ τούτου λάμπεσθαι πᾶσαν Xen. An. 3, 1, 11; [[λύχνος]] τῷ πυρὶ λαμπόμενος Luc. Asin. 51, wo man es auch pass. fassen kann, da Eur. das Wort auch trans. braucht, leuchten, erglänzen lassen, ὦ λάμπουσα [[πέτρα]] πυρὸς δικόρυφον [[σέλας]] Phoen. 226, δόλιον ἀστέρα λάμψας I. A. 1131, was spätere Dichter nachahmen, wie Antp. Thess. 13 (VI, 249) λάμψω [[φέγγος]]. – 2) Übertr. vom Ruhm, hervorglänzen, λάμπει [[κλέος]] Pind. Ol. 1, 23, ἀρετά I. 1, 22, wie Eur. ἁ δ' ἀρετὰ καὶ θανοῦσα λάμπει, Andr. 777; ähnlich Soph. κἀμὲ [[ἄστρον]] ἃς λάμψειν ἔτι, El. 66, παιὰν δὲ λάμπει, O. R. 187, wie [[φάμα]], 475, u. öfter von der Stimme (vgl. [[λαμπρός]]). – Von der Schönheit, Plat. Phaedr. 250 d. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> λάμψω, <i>ao.</i> ἔλαμψα, <i>pf.</i> λέλαμπα, <i>au sens du prés.</i><br /><b>1</b> briller, resplendir <i>en parl. d'une pers.</i> : λάμπε δὲ χαλκῷ IL (Hector) brillait de l'éclat de ses armes d'airain ; <i>fig.</i> λάμπει [[δίκα]] ESCHL la justice resplendit;<br /><b>2</b> <i>en parl. de la voix</i> éclater, résonner avec force : παιὰν λάμπει SOPH le péan retentit;<br /><i><b>Moy.</b></i> λάμπομαι briller, resplendir : λαμπομένης [[κόρυθος]] IL casque brillant ; τεύχεσι λαμπόμενος, resplendissant de l'éclat des armes.<br />'''Étymologie:''' R. Λαμπ, briller. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λάμπω''': Ὅμ., κτλ.· Ἰων. παρατ. λάμπεσκεν Ἐμπεδ. 225: μέλλ. -ψω Σοφ. Ἠλ. 66: ἀόρ. ἔλαμψα Ἡρόδ. 6. 82, Τραγ.: πρκμ. λέλαμπα (μὲ σημασ. ἐνεστ.) Εὐρ. Ἀνδρ. 1025, Τρῳ. 1295 (ἀμφότερα λυρ.)· - Μέσ., ἐνεστ. καὶ παρατ., Ὁμ., Ἀττ.: μέλλ. [[λάμψομαι]] Ἰλ. Ρ. 214, (ἐλλ-) Ἡρόδ. 1. 80. - Παθ., μέλλ. ἐλλαμφθήσομαι Πλωτῖν. 30. 3: ἀόρ. ἐλάμφθην Ἰώσηπ.· - ἐκ τῶν μεταγεν. τούτων τύπων τοῦ παθ. [[διακριτέον]] οἱ ὅμοιοι Ἰων. τύποι τοῦ [[λαμβάνω]]. (Ἐκ τῆς √ΛΑΜΠ παράγονται [[ὡσαύτως]] λαμπάς, λαμπή, λαμπρός, λαμπτήρ· πρβλ. τὸ Λατ. lanterna· [[ἴσως]] καὶ Ὄ-λυμπος (Αἰολ.), καὶ τὸ Λατ. limpi-dus). Παρέχω φῶς, ἀκτινοβολῶ, εἶμαι [[λαμπρός]], [[φωτοβόλος]], ἐπὶ τῆς λάμψεως τῶν ὅπλων, [[τῆλε]] δὲ χαλκὸς λάμφ’ ὥς τε στεροπὴ Ἰλ. Κ. 154, Λ. 66· λάμπε δὲ χαλκῷ, ἐπὶ τοῦ Ἕκτορος, Μ. 463· φῶς λάμπεσκεν Ἐμπεδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, ὀφθαλμὼ δ’ ἄρα οἱ πυρὶ λάμπετον Ἰλ. Ν. 474· ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Σόλων 13. 23, Εὐρ. Ἴων 83. κτλ.· ἐπὶ τοῦ [[πυρός]], Σοφ. Ἀντ. 1007· [[ἄλσος]] λάμπεν ὑπαὶ θεοῦ Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 71· - οὕτω καὶ ἐν τῷ μέσῳ ἢ παθ., λαμπομένης [[κόρυθος]] Ἰλ. Π. 71· λάμπετο δουρὸς αἰχμὴ Ζ. 319· δαΐδων ὑπὸ λαμπομενάων Σ. 492, Ὀδ. (μόνον ἐν [[ταύτῃ]] τῇ φράσει) Υ. 48, Ψ. 290· χαλκὸς ἐλάμπετο [[εἴκελος]] αὐγῇ Χ. 134· ἐπὶ προσώπου, λαμπόμενος πυρὶ Ο. 623· τεύχεσι λ. Υ. 46· [[ὄσσε]] λαμπέσθην Ο. 608ι [[πεδίον]]... λάμπετο χαλκῷ Υ. 156, κτλ.· [[οὕτως]] ἐν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 60, Εὐρ., κτλ. 2) ἐπὶ ἤχου, εἶμαι [[εὐκρινής]], ἠχῶ λαμπρῶς καὶ εὐκρινῶς, παιὰν δὲ λάμπει Σοφ. Ο. Τ. 186, πρβλ. 473, καὶ ἴδε λαμπρὸς Ι. 2. 3) μεταφορ., [[ἐκλάμπω]], εἶμαι [[περίφημος]], [[ἐπιφανής]], λάμπει [[κλέος]], [[ἀρετὴ]] Πινδ. Ο. 1. 36, Εὐρ. Ἀνδρ. 776· δίκα δὲ λάμπει μὲν ἐν δυσκάπνοις δώμασιν Αἰσχύλ. Ἀγ. 774· τέκνων... νεάνιδες ἧβαι Εὐρ. Ἴων 476· [[κάλλος]] Πλάτ. Φαῖδρ. 250D. 4) ἐπὶ προσώπων, φαιδρὸς λάμποντι μετώπῳ, μὲ λαμπρὸν [[πρόσωπον]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 550· [[λάμπω]], δοξάζομαι, φημίζομαι, οὐδ’ εἰ Κλέων γ’ ἔλαμψε ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 62· ἐν ἄλλοις... λάμπεσκεν Θεόκρ. 24. 19, πρβλ. 25. 141. ΙΙ. μεταβ., [[φωτίζω]], [[κάμνω]] νὰ λάμπῃ, Εὐρ. Ἠλ. 1131, πρβλ. Ἴωνα 83, Φοιν. 226, Ἀνθ. Π. 249, κτλ. ― Ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] ποιητ., ἂν καὶ ὁ ἐνεστ. καὶ παρατ. ἀπαντῶσι παρὰ Ξεν. ἐν Ἀν. 3. 1, 11, Ἀπομν. 4. 7, 7, Πλάτ. Φαίδρ. 250D, Ἀριστ. καὶ τοῖς μετεγενεστ. πεζογράφοις, ὁ δὲ ἀόρ. παρ’ Ἡροδ. 6. 82, Πλουτ., κτλ. | |lstext='''λάμπω''': Ὅμ., κτλ.· Ἰων. παρατ. λάμπεσκεν Ἐμπεδ. 225: μέλλ. -ψω Σοφ. Ἠλ. 66: ἀόρ. ἔλαμψα Ἡρόδ. 6. 82, Τραγ.: πρκμ. λέλαμπα (μὲ σημασ. ἐνεστ.) Εὐρ. Ἀνδρ. 1025, Τρῳ. 1295 (ἀμφότερα λυρ.)· - Μέσ., ἐνεστ. καὶ παρατ., Ὁμ., Ἀττ.: μέλλ. [[λάμψομαι]] Ἰλ. Ρ. 214, (ἐλλ-) Ἡρόδ. 1. 80. - Παθ., μέλλ. ἐλλαμφθήσομαι Πλωτῖν. 30. 3: ἀόρ. ἐλάμφθην Ἰώσηπ.· - ἐκ τῶν μεταγεν. τούτων τύπων τοῦ παθ. [[διακριτέον]] οἱ ὅμοιοι Ἰων. τύποι τοῦ [[λαμβάνω]]. (Ἐκ τῆς √ΛΑΜΠ παράγονται [[ὡσαύτως]] λαμπάς, λαμπή, λαμπρός, λαμπτήρ· πρβλ. τὸ Λατ. lanterna· [[ἴσως]] καὶ Ὄ-λυμπος (Αἰολ.), καὶ τὸ Λατ. limpi-dus). Παρέχω φῶς, ἀκτινοβολῶ, εἶμαι [[λαμπρός]], [[φωτοβόλος]], ἐπὶ τῆς λάμψεως τῶν ὅπλων, [[τῆλε]] δὲ χαλκὸς λάμφ’ ὥς τε στεροπὴ Ἰλ. Κ. 154, Λ. 66· λάμπε δὲ χαλκῷ, ἐπὶ τοῦ Ἕκτορος, Μ. 463· φῶς λάμπεσκεν Ἐμπεδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, ὀφθαλμὼ δ’ ἄρα οἱ πυρὶ λάμπετον Ἰλ. Ν. 474· ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Σόλων 13. 23, Εὐρ. Ἴων 83. κτλ.· ἐπὶ τοῦ [[πυρός]], Σοφ. Ἀντ. 1007· [[ἄλσος]] λάμπεν ὑπαὶ θεοῦ Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 71· - οὕτω καὶ ἐν τῷ μέσῳ ἢ παθ., λαμπομένης [[κόρυθος]] Ἰλ. Π. 71· λάμπετο δουρὸς αἰχμὴ Ζ. 319· δαΐδων ὑπὸ λαμπομενάων Σ. 492, Ὀδ. (μόνον ἐν [[ταύτῃ]] τῇ φράσει) Υ. 48, Ψ. 290· χαλκὸς ἐλάμπετο [[εἴκελος]] αὐγῇ Χ. 134· ἐπὶ προσώπου, λαμπόμενος πυρὶ Ο. 623· τεύχεσι λ. Υ. 46· [[ὄσσε]] λαμπέσθην Ο. 608ι [[πεδίον]]... λάμπετο χαλκῷ Υ. 156, κτλ.· [[οὕτως]] ἐν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 60, Εὐρ., κτλ. 2) ἐπὶ ἤχου, εἶμαι [[εὐκρινής]], ἠχῶ λαμπρῶς καὶ εὐκρινῶς, παιὰν δὲ λάμπει Σοφ. Ο. Τ. 186, πρβλ. 473, καὶ ἴδε λαμπρὸς Ι. 2. 3) μεταφορ., [[ἐκλάμπω]], εἶμαι [[περίφημος]], [[ἐπιφανής]], λάμπει [[κλέος]], [[ἀρετὴ]] Πινδ. Ο. 1. 36, Εὐρ. Ἀνδρ. 776· δίκα δὲ λάμπει μὲν ἐν δυσκάπνοις δώμασιν Αἰσχύλ. Ἀγ. 774· τέκνων... νεάνιδες ἧβαι Εὐρ. Ἴων 476· [[κάλλος]] Πλάτ. Φαῖδρ. 250D. 4) ἐπὶ προσώπων, φαιδρὸς λάμποντι μετώπῳ, μὲ λαμπρὸν [[πρόσωπον]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 550· [[λάμπω]], δοξάζομαι, φημίζομαι, οὐδ’ εἰ Κλέων γ’ ἔλαμψε ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 62· ἐν ἄλλοις... λάμπεσκεν Θεόκρ. 24. 19, πρβλ. 25. 141. ΙΙ. μεταβ., [[φωτίζω]], [[κάμνω]] νὰ λάμπῃ, Εὐρ. Ἠλ. 1131, πρβλ. Ἴωνα 83, Φοιν. 226, Ἀνθ. Π. 249, κτλ. ― Ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] ποιητ., ἂν καὶ ὁ ἐνεστ. καὶ παρατ. ἀπαντῶσι παρὰ Ξεν. ἐν Ἀν. 3. 1, 11, Ἀπομν. 4. 7, 7, Πλάτ. Φαίδρ. 250D, Ἀριστ. καὶ τοῖς μετεγενεστ. πεζογράφοις, ὁ δὲ ἀόρ. παρ’ Ἡροδ. 6. 82, Πλουτ., κτλ. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 22:39, 1 October 2022
English (LSJ)
Il.13.474, etc.; Ion.Iterat.
A λάμπεσκεν Emp.84.6, Theoc. (v. infr.): fut. -ψω S.El.66, AP6.249 (Antip.): aor. ἔλαμψα Hdt.6.82 (v.l.), S.OT473 (lyr.), Ar.V.62, Pl.Ep.335d: pf. λέλαμπα (in pres. sense) E.Andr.1025, Tr.1295 (both lyr.):—Med., h.Hom.31.13, etc.: impf. ἐλαμπόμην, Ep. λαμπ-, Il.6.319, E.Med.1194: fut. λάμψομαι (ἐλλ-) Hdt.1.80:—Pass., fut. λαμφθήσομαι (ἐλλ-) Plot.2.9.3: aor. ἐλάμφθην J.BJ4.10.1 (περι-): from these late forms of Pass. must be distinguished the similar Ion. forms of λαμβάνω:—give light, shine, of the gleam of arms, τῆλε δὲ χαλκὸς λάμφ' ὥς τε στεροπή Il.10.154, cf. 11.66; λάμπε δὲ χαλκῷ, of Hector, 12.463; φῶς λάμπεσκεν Emp. l.c.; ἀπ' ὀφθαλμῶν δὲ κακὸν πῦρ… λάμπεσκε Theoc.24.19; of the eyes, ὀφθαλμὼ δ' ἄρα οἱ πυρὶ λάμπετον Il.13.474; of the sun, Sol.13.23, etc.; of fire, S.Ant.1007; ἄλσος λάμπεν ὑπὸ δεινοῖο θεοῦ Hes.Sc.71:—Med., κόρυθος -ομένης Il.16.71; λάμπετο δουρὸς αἰχμή 6.319; δαΐδων ὕπο -ομενάων 18.492, Od. (only in this phrase) 19.48, 23.290; χαλκὸς ἐλάμπετο Il.22.134; of a person, -όμενος πυρί 15.623; τεύχεσι λ. 20.46, Hes.Sc.60; ὄσσε -έσθην Il.15.608; πεδίον… λάμπετο χαλκῷ 20.156, etc. 2 of sound, ring loud and clear, παιὰν δὲ λάμπει S.OT186 (lyr.), cf. 473 (lyr.); cf. λαμπρός 1.4. 3 metaph., shine forth, be famous or be conspicuous, λάμπει κλέος Pi.O.1.23; ἀρετά Id.I. 1.22, E.Andr.776 (lyr.); δίκα δὲ λάμπει μὲν ἐν δυσκάπνοις δώμασιν A. Ag.773 (lyr.); τέκνων οἷς ἂν λάμπωσιν νεάνιδες ἧβαι E.Ion476 (lyr.); κάλλος Pl.Phdr.250d. b Astrol., of a planet, occupy a favourable position, Ptol.Tetr.51. 4 of persons, φαιδρὸς λάμποντι μετώπῳ = with beaming face, Ar.Eq.550 (anap.); shine, gain glory, οὐδ' εἰ Κλέων γ' ἔλαμψε Id.V.l.c.; ἐν ἄλλοις βουσὶν ἰὼν λάμπεσκεν Theoc.25.141. II trans., cause to shine, illumine, δόλιον ἀκταῖς ἀστέρα λάμψας E.Hel. 1131 (lyr.), cf. Ion83 (anap.), Ph.226, APl.c., Trag.Adesp.33, etc. —Found chiefly in poetry and Com., though the pres. and impf. occur in X.An.3.1.11 (Med.), Mem.4.7.7, Pl.Phdr.250d, Arist.de An.419a4, and late Prose, and the aor. in Hdt.6.82 (v.l.), Arist.Mu. 395a15, Plu.Tim.3, etc
German (Pape)
[Seite 13] perf. λέλαμπα, λάμπεσκον, Theocr. 24, 19. 25, 141, – 1) leuchten, glänzen (vgl. λαμπετάω), vom Glanze der Waffen, oft mit dem Blitz verglichen, τῆλε δὲ χαλκὸς λάμφ' ὥςτε στεροπή, Il. 10, 154. 11, 66, u. der Augen, ὀφθαλμὼ δ' ἄρα οἱ πυρὶ λάμπετον, 13, 474; vom Blitze, λάμπων πυρὶ κεραυνός Ar. Nubb. 395; von der Sonne, ἔλαμψε Τ, τάν Anacr. 44, 6; ἥλιος, ἠώς, Eur. Ion 83 I. A. 158; vom Feuer, ἐκ δὲ θυμάτων Ἥφαιστος οὐκ ἔλαμψεν Soph. Ant. 994, wie οὐδ' ἔτι πῦρ ἐπὶ βώμων λέλαμπεν Eur. Andr. 1025; λέλαμπεν Ἴλιος Ir. 1295; von Fackeln, πεῦκαι, Mel. 1477. – So auch im med., κόρυθος λαμπομένης, Il. 16, 71, δαΐδων ὑπὸ λαμπομενάων, 18, 492, χαλκὸς ἐλάμπετο εἴκελος αὐγῇ, 22, 134; vgl. Hes. Sc. 60; Eur. Med. 1194 u. sp. D.; seltener in Prosa, σκηπτὸς ἔδοξε πεσεῖν εἰς τὴν οἰκίαν καὶ ἐκ τούτου λάμπεσθαι πᾶσαν Xen. An. 3, 1, 11; λύχνος τῷ πυρὶ λαμπόμενος Luc. Asin. 51, wo man es auch pass. fassen kann, da Eur. das Wort auch trans. braucht, leuchten, erglänzen lassen, ὦ λάμπουσα πέτρα πυρὸς δικόρυφον σέλας Phoen. 226, δόλιον ἀστέρα λάμψας I. A. 1131, was spätere Dichter nachahmen, wie Antp. Thess. 13 (VI, 249) λάμψω φέγγος. – 2) Übertr. vom Ruhm, hervorglänzen, λάμπει κλέος Pind. Ol. 1, 23, ἀρετά I. 1, 22, wie Eur. ἁ δ' ἀρετὰ καὶ θανοῦσα λάμπει, Andr. 777; ähnlich Soph. κἀμὲ ἄστρον ἃς λάμψειν ἔτι, El. 66, παιὰν δὲ λάμπει, O. R. 187, wie φάμα, 475, u. öfter von der Stimme (vgl. λαμπρός). – Von der Schönheit, Plat. Phaedr. 250 d.
French (Bailly abrégé)
f. λάμψω, ao. ἔλαμψα, pf. λέλαμπα, au sens du prés.
1 briller, resplendir en parl. d'une pers. : λάμπε δὲ χαλκῷ IL (Hector) brillait de l'éclat de ses armes d'airain ; fig. λάμπει δίκα ESCHL la justice resplendit;
2 en parl. de la voix éclater, résonner avec force : παιὰν λάμπει SOPH le péan retentit;
Moy. λάμπομαι briller, resplendir : λαμπομένης κόρυθος IL casque brillant ; τεύχεσι λαμπόμενος, resplendissant de l'éclat des armes.
Étymologie: R. Λαμπ, briller.
Greek (Liddell-Scott)
λάμπω: Ὅμ., κτλ.· Ἰων. παρατ. λάμπεσκεν Ἐμπεδ. 225: μέλλ. -ψω Σοφ. Ἠλ. 66: ἀόρ. ἔλαμψα Ἡρόδ. 6. 82, Τραγ.: πρκμ. λέλαμπα (μὲ σημασ. ἐνεστ.) Εὐρ. Ἀνδρ. 1025, Τρῳ. 1295 (ἀμφότερα λυρ.)· - Μέσ., ἐνεστ. καὶ παρατ., Ὁμ., Ἀττ.: μέλλ. λάμψομαι Ἰλ. Ρ. 214, (ἐλλ-) Ἡρόδ. 1. 80. - Παθ., μέλλ. ἐλλαμφθήσομαι Πλωτῖν. 30. 3: ἀόρ. ἐλάμφθην Ἰώσηπ.· - ἐκ τῶν μεταγεν. τούτων τύπων τοῦ παθ. διακριτέον οἱ ὅμοιοι Ἰων. τύποι τοῦ λαμβάνω. (Ἐκ τῆς √ΛΑΜΠ παράγονται ὡσαύτως λαμπάς, λαμπή, λαμπρός, λαμπτήρ· πρβλ. τὸ Λατ. lanterna· ἴσως καὶ Ὄ-λυμπος (Αἰολ.), καὶ τὸ Λατ. limpi-dus). Παρέχω φῶς, ἀκτινοβολῶ, εἶμαι λαμπρός, φωτοβόλος, ἐπὶ τῆς λάμψεως τῶν ὅπλων, τῆλε δὲ χαλκὸς λάμφ’ ὥς τε στεροπὴ Ἰλ. Κ. 154, Λ. 66· λάμπε δὲ χαλκῷ, ἐπὶ τοῦ Ἕκτορος, Μ. 463· φῶς λάμπεσκεν Ἐμπεδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, ὀφθαλμὼ δ’ ἄρα οἱ πυρὶ λάμπετον Ἰλ. Ν. 474· ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Σόλων 13. 23, Εὐρ. Ἴων 83. κτλ.· ἐπὶ τοῦ πυρός, Σοφ. Ἀντ. 1007· ἄλσος λάμπεν ὑπαὶ θεοῦ Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 71· - οὕτω καὶ ἐν τῷ μέσῳ ἢ παθ., λαμπομένης κόρυθος Ἰλ. Π. 71· λάμπετο δουρὸς αἰχμὴ Ζ. 319· δαΐδων ὑπὸ λαμπομενάων Σ. 492, Ὀδ. (μόνον ἐν ταύτῃ τῇ φράσει) Υ. 48, Ψ. 290· χαλκὸς ἐλάμπετο εἴκελος αὐγῇ Χ. 134· ἐπὶ προσώπου, λαμπόμενος πυρὶ Ο. 623· τεύχεσι λ. Υ. 46· ὄσσε λαμπέσθην Ο. 608ι πεδίον... λάμπετο χαλκῷ Υ. 156, κτλ.· οὕτως ἐν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 60, Εὐρ., κτλ. 2) ἐπὶ ἤχου, εἶμαι εὐκρινής, ἠχῶ λαμπρῶς καὶ εὐκρινῶς, παιὰν δὲ λάμπει Σοφ. Ο. Τ. 186, πρβλ. 473, καὶ ἴδε λαμπρὸς Ι. 2. 3) μεταφορ., ἐκλάμπω, εἶμαι περίφημος, ἐπιφανής, λάμπει κλέος, ἀρετὴ Πινδ. Ο. 1. 36, Εὐρ. Ἀνδρ. 776· δίκα δὲ λάμπει μὲν ἐν δυσκάπνοις δώμασιν Αἰσχύλ. Ἀγ. 774· τέκνων... νεάνιδες ἧβαι Εὐρ. Ἴων 476· κάλλος Πλάτ. Φαῖδρ. 250D. 4) ἐπὶ προσώπων, φαιδρὸς λάμποντι μετώπῳ, μὲ λαμπρὸν πρόσωπον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 550· λάμπω, δοξάζομαι, φημίζομαι, οὐδ’ εἰ Κλέων γ’ ἔλαμψε ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 62· ἐν ἄλλοις... λάμπεσκεν Θεόκρ. 24. 19, πρβλ. 25. 141. ΙΙ. μεταβ., φωτίζω, κάμνω νὰ λάμπῃ, Εὐρ. Ἠλ. 1131, πρβλ. Ἴωνα 83, Φοιν. 226, Ἀνθ. Π. 249, κτλ. ― Ἡ λέξις εἶναι ποιητ., ἂν καὶ ὁ ἐνεστ. καὶ παρατ. ἀπαντῶσι παρὰ Ξεν. ἐν Ἀν. 3. 1, 11, Ἀπομν. 4. 7, 7, Πλάτ. Φαίδρ. 250D, Ἀριστ. καὶ τοῖς μετεγενεστ. πεζογράφοις, ὁ δὲ ἀόρ. παρ’ Ἡροδ. 6. 82, Πλουτ., κτλ.
English (Autenrieth)
ipf. ἔλαμπ(ε), λάμφ: shine, gleam, be radiant or brilliant.
English (Slater)
λάμπω (λάμπει; λάμποντι: ἔλαμψαν.) shine τοῖσι λάμπει μὲν μένος ἀελίου τὰν ἐνθάδε νύκτα κάτω Θρ. . 1. ἱππεύει πυρσῷ κατάκομος λάμποντι (sc. Ἥλιος) ?fr. 356. met., λάμπει δέ οἱ κλέος ἐν Πέλοπος ἀποικίᾳ (O. 1.23) λάμπει δὲ σαφὴς ἀρετὰ (I. 1.22) ἀλλ' ἀνεγειρομένα χρῶτα λάμπει, Ἀοσφόρος θαητὸς ὣς ἄστροις ἐν ἄλλοις (sc. φάμα παλαιά) (I. 4.23) ἔλαμψαν δ' ἀελίου δέμας ὅπως ἀγλαὸν ἐς φάος ἰόντες δίδυμοι παῖδες (Π̆{S}: ἔλαμψε Π.) Πα. 12. 1. λάμπει δὲ χρόνῳ ἔργα μετ' αἰθέῤ ἀερθέντα fr. 227. 2.
English (Strong)
a primary verb; to beam, i.e. radiate brilliancy (literally or figuratively): give light, shine.
English (Thayer)
future λαμψω (L text T Tr WH); 1st aorist ἐλαμψα; (from Homer down); to shine: ἐκλάμπω, περιλάμπω.)
Greek Monolingual
(AM λάμπω)
1. εκπέμπω λάμψη, ακτινοβολώ, φέγγω (α. «ο ήλιος λάμπει αυτή την ώρα» β. «όλα τα κουζινικά έλαμψαν μετά το γυάλισμα» γ. «τῆλε δὲ χαλκὸς λάμφ' ὥς τε στεροπή», Ομ. Ιλ.
δ. «λύχνος τῷ πυρὶ λαμπόμενος», Λουκιαν.)
2. (για το πρόσωπο, για την όψη) έχω ζωηρή ή ωραία έκφραση (α. «έλαμψαν τα μάτια του από τη χαρά» β. «φαιδρὸς λάμποντι μετώπῳ», Αριστοφ.)
3. διαπρέπω σε κάτι διακρίνομαι, δοξάζομαι, φημίζομαι
νεοελλ.
1. αστράφτω από καθαριότητα
2. φρ. α) ειρων. «έλαμψε διά της απουσίας του» — έγινε αισθητή η απουσία του
β. «έλαμψε η αλήθεια» — αποδείχθηκε η αλήθεια, αποκαλύφθηκε η πραγματικότητα
μσν.
1. φανερώνομαι, αποκαλύπτομαι
2. θερμαίνω
3. φρ. «λάμπει καιρός» — παρουσιάζεται κάποια ευκαιρία
(μσν. -αρχ.) κάνω κάτι να λάμπει, φωτίζω
αρχ.
(για ήχο) είμαι ευκρινής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λάμπω καθώς και τα παράγωγά του εμφανίζουν στο θέμα τους έρρινο στοιχείο (-ν / μ-): λάμπω, θ. λαμπ < ΙE laip- «λάμπω, καίω» — οι λ. άλλων ινδοευρωπαϊκών γλωσσών που ανάγονται στην ίδια ρίζα και με τις οποίες συνδέεται η λεξιλογική οικογένεια του λάμπω δεν εμφανίζουν έρρινο στοιχείο (πρβλ. χεττιτικό lap-zi «καίω, λάμπω», lap-nu-zi «κάνω κάτι να καεί», λιθουαν. lope «φως», λεττον. lāpa «δαυλός, λαμπάδα»). Θέμα λαμπ-εμφανίζουν αρκετά ανθρωπωνύμια (πρβλ. Λάμπυρις, Λάμπων, Λάμπιτος).
ΠΑΡ. λαμπάδα(-άς), λαμπερός, λαμπηδόνα, λαμπρός, λάμψη
αρχ.
λαμπέτης, λάμπη
μσν.
λαμπή, λάμπημα
νεοελλ.
λάμπος, λάμψιμο.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. λαμπακτίς
νεοελλ.
λαμποκόπι, λαμποκοπώ. (Β' συνθετικό) αναλάμπω, διαλάμπω, διεκλάμπω, εκλάμπω, επιλάμπω, καταλάμπω, υπολάμπω
αρχ.
αντιλάμπω, απολάμπω, εισλάμπω, ελλάμπω, παραλάμπω, περιλάμπω, προεκλάμπω, προκαταλάμπω, προλάμπω, προσλάμπω, συναναλάμπω, συναπολάμπω, συνεκλάμπω, συνεπιλάμπω, υπερεκλάμπω, υπερλάμπω
νεοελλ.
τρεμολάμπω, χρυσολάμπω].
Greek Monotonic
λάμπω: μέλ. -ψω, αόρ. ἔλαμψα, παρακ. λέλαμπα (με σημασία ενεστ.) — Μέσ., μέλ. λάμψομαι·
I. 1. παρέχω φως, ακτινοβολώ, είμαι λαμπρός, είμαι φωτεινός, λέγεται για τη λάμψη των όπλων, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για τα μάτια, στο ίδ.· λέγεται για τη φωτιά, σε Σοφ. — Μέσ. ή Παθ., λαμπομένης κόρυθος, σε Ομήρ. Ιλ., κ.λπ.
2. λέγεται για τον ήχο, είμαι ευκρινής, ηχώ καθαρά, ξεκάθαρα, σε Σοφ.
3. μεταφ., εκλάμπω, είμαι περίφημος ή επιφανής, σε Αισχύλ., Ευρ., κ.λπ.
4. λέγεται για πρόσωπα, φαιδρὸς λάμποντι μετώπῳ, με λαμπρό πρόσωπο, σε Αριστοφ.· λάμπω, δοξάζομαι, φημίζομαι, στον ίδ.
II. μτβ., φωτίζω, κάνω κάτι να λάμπει, σε Ευρ., Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
λάμπω:
1) светить (λαμψάτω τὸ φῶς NT);
2) блистать, сверкать (χαλκῷ, ὡς στεροπή Hom.): ὀφθαλμὼ οἱ πυρὶ λάμπετον Hom. глаза у него сверкают огнем;
3) ясно звучать, громко раздаваться (παιὰν λάμπει Soph.);
4) перен. сиять, блистать (λάμποντι μετώπῳ Arph.; δίκα λάμπει ἐν δυσκάπνοις δώμασιν Aesch.);
5) выделяться (ἐν ἄλλοις Theocr.);
6) возжигать (φέγγος Anth.);
7) (о сиянии), испускать (πυρὸς σέλας Eur.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: lighten, glow, act. also `enlighten (Il.)
Other forms: aor. λάμψαι, fut. λάμψω (IA.), perf. 3. sg. λέλαμπε with pres.-meaning (E.; Wackernagel Synt. 1, 167, Schwyzer 772), aor. pass. λαμφθῆναι (J.),
Compounds: often with prefix, e. g. ἀπο-, ἐκ-, ἐν-, ἐπι-, ὑπο-.
Derivatives: 1. λαμπάς, -άδος f. torch, torch-race (IA.), also poet. adj. torch-lit ' (S.); with λαμπάδιον small torch (Att.); λαμπαδ-ίας m. name of a comet and of the constellation Aldebaran (Chrysipp.; Scherer Gestirnnamen 121 f.), -ίτης torch-runner (Pergamon IIIa; Redard 242); λαμπάδ-ιος from a torch (pap.), -ιεῖος id. (Delos IIIa; Schwyzer 468, Chantraine Form. 93), -ικός id. (sch.); λαμπαδεῖον toch-holder (Eleusis IVa; like λυχνεῖον). Denomin.: a. λαμπαδίζω participate in a torch-run or a torch-procession with λαμπαδισταί pl. participants in a toch-run (Delphi II a; Fraenkel Nom. ag. 2, 71 f.); b. λαμπαδεύομαι, -εύω id., treat as a λαμπάς (D. S., Ph.) with λαμπαδεία `torch-procession (Priene III-IIa). - 2. λαμπτήρ, -ῆρος m. lighter, torch, lantern (Od.), with λαμπτήρια n. pl. name of a feast (pap.). 3. λάμψις f. `lighting (LXX, Ph.), especially in compp. as διάλαμψις (Arist.) etc. On λαμψάνη `cabbage, Brassica arvensiss.v. 4. λαμπηδών, -όνος f. `lustre, glance (Epicur., D. S.). 5. λαμπυρίς f. `glow-worm (Arist.) with λαμπυρίζω `light as a glow-worm, also enlighten (Thphr., pap.), dissimilated from *λαμπ-υλίς? (Leumann Glotta 32, 223 n. 2; but s. below). - 6. λαμπρός `lighting, gleaming with λαμπρότης, λαμπρύνω enlighten, midd. show (IA.), with λαμπρυν-τής (late); as 1. member w. dissim. in Λάμπουρος name of a dog (Theoc.), -ουρις f. fox (A. Fr. 433, Lyc.). -- 7. ὑπο-, περι-λαμπ-ής `blow resp. roundabout lighting (Hes. Sc., Ph., Plu.). -- 8. Lengthened verbal forms: ptc. λαμπετάων (-όων) lighting (Λ 104); explanation uncertain, s. Schwyzer 705, Leumann Hom. Wörter181 f., Chantraine Gramm. hom. 1, 358; λαμπάζω = λάμπω (Man.). - 9. Several PN: Λάμπος, Λαμπετίδης, Λαμπετίη, Λάμπιτος, -τώ, Λαμπαδ-ίων, -ίσκος, Λαμπ(τ)ρεύς; s. Bechtel Histor. PN 621, Fraenkel Nom. ag. 1, 236, Schwyzer 337.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: The forms, both the verbal and the nominal, go back on a λάμπω (Schwyzer 692) . - Withou nasalwe find in Hitt. lap-zi glow, lap-nu-zi bring in glow, kindle (MudgeLang. 7, 252, Benveniste BSL 33, 140). Further, with long vowel, IE. *lāp- or *lōp-, some Baltic words for torch, flame: Lith. lópė, Latv. lāpa, OPruss. lopis; with short a-vowel, but deviating in auslaut, Celt., OIr. lassaim flame, Welsh llachar glow, which can go back on *laps-. - Further combinations in Bq and WP. 2, 383; also Fraenkel Wb. s. lópė. Cf. also λοφνίς. It is doubtful whether this material proves IE origin. On λαμψάνη s. v., id. λοφνίς. Are λαμπ-ηδών, λαμπ-υρίς Greek? A nasal present is also difficult (*lh₂mp-?).
Middle Liddell
I. to give light, shine, beam, be bright, brilliant, radiant, of the gleam of arms, Il.; of the eyes, Il.; of fire, Soph.:—Mid. or Pass., λαμπομένης κόρυθος Il., etc.
2. of sound, to be clear, ring loud and clear, Soph.
3. metaph. to shine forth, to be famous or conspicuous, Aesch., Eur., etc.
4. of persons, φαιδρὸς λάμποντι μετώπωι with beaming face, Ar.: to shine, gain glory, Ar.
II. trans. to make to shine, light up, Eur., Anth.
Frisk Etymology German
λάμπω: (seit Il.),
{lámpō}
Forms: Aor. λάμψαι, Fut. λάμψω (ion. att.), Perf. 3. sg. λέλαμπε mit Präs.-bed. (E. in lyr.; Wackernagel Synt. 1, 167, Schwyzer 772), Aor. Pass. λαμφθῆναι (J.),
Grammar: v.
Meaning: leuchten, glänzen, Akt. auch leuchten lassen.
Composita: oft mit Präfix, z. B. ἀπο-, ἐκ-, ἐν-, ἐπι-, ὑπο-,
Derivative: Ableitungen. 1. λαμπάς, -άδος f. Fackel, Fackellauf (ion. att.), auch poet. Adj. von Fackeln erleuchtet (S. in lyr.); davon viele Ableger. λαμπάδιον kleine Fackel (att.); λαμπαδίας m. N. eines Kometen und des Sternbildes Aldebaran (Chrysipp. u. a.; Scherer Gestirnnamen 121 f.) -ίτης Fackelläufer (Pergamon IIIa; Redard 242); λαμπάδιος zum Fackel gehörig (Pap. u. a.), -ιεῖος ib. (Delos IIIa; Schwyzer 468, Chantraine Form. 93), -ικός ib. (Sch.); λαμπαδεῖον Fackelhalter (Eleusis IVa; wie λυχνεῖον). Denominativa: a. λαμπαδίζω ‘an einem Fackellauf od. einer Fackelprozession teilnehmen’ mit λαμπαδισταί pl. Teilnehmer an einem Fackellauf (Delphi II a u. a..; Fraenkel Nom. ag. 2, 71 f.); b. λαμπαδεύομαι, -εύω ‘ds., wie eine λαμπάς behandeln’ (D. S., Ph. u. a.) mit λαμπαδεία Fackelprozession (Priene III-IIa). — 2. λαμπτήρ, -ῆρος m. Leuchter, Fackel, Laterne (vorw. poet. seit Od.), mit λαμπτήρια n. pl. N. eines Festes (Pap.). 3. λάμψις f. das Leuchten (LXX, Ph.), vorw. zu den Kompp. wie διάλαμψις (Arist.) usw.; λαμψάνη (Dsk., Gal.; Pap. auch λαψ-, λεψ-) Art Kohl, Brassica arvensis; nach Strömberg Pflanzennamen 24 wegen der glänzenden Farbe. 4. λαμπηδών, -όνος f. Lüster, Glanz (Epikur., D. S. usw.). 5. λαμπυρίς f. Glühwürmchen (Arist.) mit λαμπυρίζω wie ein Glühwürmchen leuchten, auch erleuchten (Thphr., Pap. u. a.), wohl aus *λαμπυλίς dissimiliert (Leumann Glotta 32, 223 A. 2). — 6. λαμπρός leuchtend, glänzend mit λαμπρό- της, λαμπρύνω erleuchten, Med. prunken (ion. att.), wozu λαμπρυντής u.a. (sp.); als Vorderglied m. Dissim. in Λάμπουρος N. eines Hundes (Theok.), -ουρις f. Fuchs (A. Fr. 433, Lyk.). — 7. ὑπο-, περιλαμπής ‘unten bzw. ringsum leuchtend' (Hes. Sc., Ph., Pln. u. a.). — 8. Erweiterte Verbalformen: Ptz. λαμπετάων (-όων) leuchtend (ep. seit Λ 104); Erklärung umstritten, s. Schwyzer 705, Leumann Hom. Wörter 181 f., Chantraine Gramm. hom. 1, 358; λαμπάζω = λάμπω (Man.). — 9. Zahlreiche PN: Λάμπος, Λαμπετίδης, Λαμπετίη, Λάμπιτος, -τώ, Λαμπαδίων, -ίσκος, Λαμπ(τ)ρεύς; s. Bechtel Histor. PN 621, Fraenkel Nom. ag. 1, 236, Schwyzer 337.
Etymology: Die obigen Formen, sowohl die verbalen wie die nominalen, gehen alle auf das Nasalpräsens λάμπω (Schwyzer 692 m. Lit.) zurück. — Eine nasallose Entsprechung liegt in heth. lap-zi glühen, lap-nu-zi in Glut versetzen, anfachen vor (Mudge Lang. 7, 252, Benveniste BSL 33, 140). Hinzu kommen, mit langem Vokal, idg. lāp- od. lōp-, einige balt. Wörter für Fackel, Flamme: lit. lópė, lett. lāpa, apreuß. lopis; mit kurzem ă-Vokal, aber im Auslaut abweichend, kelt., air. lassaim flammen, kymr. llachar glänzen, die sich auf laps- zurückführen lassen. — Weitere Kombinationen bei Bq und WP. 2, 383 m. Lit.; dazu noch Fraenkel Wb. s. lópė. Vgl. auch λοφνίς.
Page 2,79-80
Chinese
原文音譯:l£mpw 藍坡
詞類次數:動詞(7)
原文字根:發光 相當於: (נָגַהּ)
字義溯源:放光*,照亮,明亮,照,照耀,直照,照出來。參讀 (ἐπιφαύσκω / ἐπιψαύω)同義字
同源字:1) (ἐκλάμπω)發亮 2) (λαμπάς / ὑπολαμπάς)燈 3) (λαμπρός)明亮的 4) (λαμπρότης)光亮 5) (λαμπρῶς)光輝地 6) (περιλάμπω)周圍照射
出現次數:總共(7);太(3);路(1);徒(1);林後(2)
譯字彙編:
1) 已經照(1) 林後4:6;
2) 也當⋯照在(1) 太5:16;
3) 照出來(1) 林後4:6;
4) 照耀(1) 徒12:7;
5) 明亮(1) 太17:2;
6) 直照(1) 路17:24;
7) 照亮(1) 太5:15