χρηματίζω

From LSJ
Revision as of 13:25, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

τὸ θέλημά σου τὸ ἀγαθὸν καὶ τέλειον, πάτερ → your good and perfect will, Father

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρημᾰτίζω Medium diacritics: χρηματίζω Low diacritics: χρηματίζω Capitals: ΧΡΗΜΑΤΙΖΩ
Transliteration A: chrēmatízō Transliteration B: chrēmatizō Transliteration C: chrimatizo Beta Code: xrhmati/zw

English (LSJ)

fut. A -ίσω Ep.Rom.7.3, Att. χρημᾰτιῶ Lycurg.37: pf. κεχρημάτικα Din.1.103, OGI106.7 (Egypt, ii B. C.): (χρῆμα):—Prose Verb, negotiate, have dealings, especially in money matters (in this sense mostly Med. (v. infr.11)), Th.1.87, 5.61, Plb.5.81.5; χ. τι Th.6.62, Isoc.4.157, Plu. Them.18. 2 of public assemblies, deliberate, περὶ Εὐριπίδου ὅ τι χρὴ παθεῖν Ar.Th.377, cf. Arist.Pol.1298b29, Rh.1359b3, Lexap.D.21.8; τὰ λοιπὰ τῶν δημοσίων Plu.Tim.38; περὶ ὧν ἂν ἅπαξ γνῷ τὸ δικαστήριον, πάλινχρηματίσαι D.24.55; of presiding officers, conduct business, Decr. ap. D.18.75, cf. Aeschin.1.23; of the βουλή, D.18.169; ὅσα δεῖ χρηματίσαι τὴν βουλήν Arist.Ath.43.3. b c. dat., transact business with, τῇ βουλῇ, τῷ δήμῳ, X.Ath.3.1; negotiate with, πόλεσι περὶ φιλίας Th.5.5: abs., ib.61; ἰδίᾳ χ., of intriguing persons, D.19.278; χ. ὑπὲρ δημοσίων καὶ κοινῶν πραγμάτων Ael.VH3.4:—Med.,X.Ath. 3.3. 3 give audience to, πρεσβευταῖς Plb.3.66.6, cf. Jul.Or.1.13a. 4 of an oracle, give a response to those who consult it, LXX Je.33(26).2, al., D.S.15.10, JAJ11.8.4, Plu.2.435c, Porph. Abst.2.48; δι' ὕδατος Iamb.Myst.3.11; of gods, give ear to, χ. τοῖς εὐχομένοις Luc.Pseudol.8:—Pass., receive an answer, receive a warning, in NT of divine warnings or revelations, Ev.Matt.2.12, etc.; ὑπ' ἀγγέλου Act.Ap.10.22; ἦν αὐτῷ κεχρηματισμένον a warning had been given him, Ev.Luc.2.26; χ. ὑπὸ δαιμονίων καὶ φαντασίας εἰδώλων Vett.Val.67.5. 5 issue ordinances, etc., χ. ἀπορρήσεις Ph.2.438; administer justice, ἐν τῷ Προσωπίτῃ OGI l.c.; ταῖς πόλεσι App.Hisp.98. b issue orders for payment, pay, ἀπὸ τῆς . . τραπέζης PGrenf.2.23.4 (ii B. C.); τινι Ostr.Bodl.i248 (ii B. C.); λόγον χ. ἐς τὰ δαμόσια γράμματα furnish an account... Arch. f. Religionswiss. 10.211 (Cos, ii B. C.):—Pass., ἐχρηματίσθη πολλὰ διάφορα he was furnished with large sums, Aristeas 9. 6 take cognizance of, decide upon petitions, [ἐντευξιν] χ. PEnteux.75.9 (iii B. C.), PFay. 12.28 (ii B. C.); ἔντευξις κεχρηματισμένη PPetr.2p.3 (iii B. C.). 7 generally, have dealings with, stand in any relation to a person, οὐδὲν αὐτῷ (sic legendum videtur) πρὸς γένος ἐχρημάτιζεν Ctes.Fr. 29.2: hence even μόλις ταῖς ἀναγκαίαις [ὀρέξεσι] χ. to be influenced, be affected by them, Plu.2.125b. 8 Astrol., operate, of influences, Vett.Val.5.7. II Med., χρηματίζομαι: fut. Att. χρηματιοῦμαι Lys.29.14, etc.: pf. κεχρημάτισμαι Din.1.15:—negotiate or transact business for oneself or to one's own profit, make money, οἰόμενοι χρηματιεῖσθαι μᾶλλον ἢ μαχεῖσθαι Th.7.13; χρηματιούμενος ἀλλ' οὐ πρὸς ὑμᾶς φιλοτιμησόμενος Lys. l.c.; οἱ χρηματισάμενοι Pl.R.330c; ἄλλῳ χ. καὶ οὐχ αὑτῷ Id.Grg.452e; esp. by base arts, ἐξ αὐτῆς τῆς πόλεως Din. l. c., cf. Is.9.25; χ. ἀπό τινος to make money of or from a thing, Pl. Sph.225e; ἀπὸ τῶν κοινῶν Arist.Pol.1286b14; ἀπὸ γεωμετρίας Iamb. Comm.Math.25; ἔκ τινος Lys.25.3; ἐ, φιλοσοφίας Isoc.11.1; also c. acc. cogn., χ. τὸν ἐκ γῆς χρηματισμόν Id.Lg.949e, cf. Grg.467d; χρήματα X.Cyr.3.3.5. 2 generally, transact business, have dealings with... τινι Hdt.3.118, 7.163. 3 c. acc. rei, χ. τὸ νόμισμα traffic in money, like a money-lender or banker, Arist.Pol.1257b34; but c. acc. pers., χ. τινας make money out of any one, i. e. get it from them by extortion, Plb.32.5.13; so χ. παρὰ τῶν νεωτέρων Isoc.10.6. III in later writers, from Plb. downwards, the Act. χρηματίζω takes some special senses: 1 to take and bear a title or name, to be called or be styled so and so, χρηματίζειν βασιλεύς Plb.5.57.2, 30.2.4, cf. Aristeas 298; Πτολεμαῖος . . νέος Διόνυσος χ. D.S.1.44; ἐχρημάτιζε Χαλκηδόνιος, Κρητικός, Str.13.1.55, App.Sic.6; νέα Ἶσις ἐχρημάτιζε Plu.Ant.54; μὴ πατρόθεν, ἀλλ' ἀπὸ μητέρων χ. to call themselves not after their fathers, but after their mothers, Id.2.248d; χ. ἀπὸ τοῦ δήμου Harp. s.v. δημοτευόμενος; χ. τοὺς μαθητὰς Χριστιανούς Act.Ap. 11.26; τιμῆς καὶ πίστεως χ. ἄξιοι to be deemed... App.BC2.111. 2 generally, to be called, μοιχαλίς Ep.Rom.7.3: μήτηρ Ph.1.440; καὶ ὡς χ. 'and so forth' (omitting some of the writer's names), POxy.100.1 (ii A. D.), etc.; also c. dat., ἀεὶ χρηματίζων τῷ προκειμένῳ ὀνοματίῳ ib.2131.8 (iii A. D.). 3 change or be changed, εἴς τι Gp.12.1.9.

German (Pape)

[Seite 1373] Geschäfte machen, bes. Handels- oder Geldgeschäfte machen, Handel treiben; auf öffentliche Geschäfte übertr., Staatsangelegenheiten verhandeln, abmachen; τινί, mit Einem; dah. ein öffentliches Amt oder Geschäfte eines Staatsmannes verwalten, allen verschiedenen Beziehungen; τἄλλα χρηματίσας Thuc. 6, 62; πρὸς τὸν δῆμον οὐ προσῆγον βουλομένους χρηματίσαι 5, 61, u. öfter; Pol. 5, 81, 5; περί τινος, ὅ τι χρὴ παθεῖν, über die Strafe verhandeln, Ar. Th. 377; Arist. rhet. 1, 4; oft bei den Rednern, πρὶν ἄλλο τι χρηματίσαι Isocr. 4, 157; Dem. Mid. 8 im Gesetz; οἱ πρόεδροι χρηματίζουσι ib. 9, u. öfter, u. Sp., wie Plut. Rom. 26; τοῖς πρεσβευταῖς Pol. 3, 66, 6, u. öfter, wie ταῖς πρεσβείαις D. Cass. 61, 3, Audienz geben; vgl. noch Thuc. 5, 61. Uebh. mit Einem in Geschäften oder sonst in Verbindung stehen, dah. χρηματίζειν τινὶ πρὸς γένος, mit Einem in Verwandtschaftsverhältnissen stehen, Ctes. Pers. 2. – Med. χρηματίζομαι, für sich, zu seinem Vortheil Geschäfte machen, τινί, mit Einem in eigenen Angelegenheiten verhandeln, Her. 3, 118. 7, 163; bes. vom Handel, u. übh. auf Erwerb ausgehen, χρηματίζοιντο ἂν ᾗττον ἀναιδῶς ἐν τῇ πόλει Plat. Rep. VIII, 556 b; ἥτις πόλις ἂν μήτε χρηματίζηται πλὴν τὸν ἐκ γῆς χρηματισμόν Legg. XII, 949 e, vgl. Gorg. 467 d; ἀπὸ τῶν ἰδιωτικῶν ἐρίδων Soph. 225 e, u. öfter; ἐκ τῆς πόλεως κεχρηματισμένος Din. 1, 15; übh. erwerben, sich bereichern, Xen. Mem. 2, 6,3 Cyr. 3, 3,5 u. öfter; οἰόμενοι χρηματιεῖσθαι μᾶλλον ἢ μαχεῖσθαι Thuc. 7, 13; – τινά, von Einem Etwas erpressen, Einen durch Plünderung um das Seinige bringen, Pol. 32, 21, 15. – Bei Sp., von Pol. an, hat χρηματίζω auch die Bdtg einen Amtstitel, einen Namen annehmen, führen, χρηματίζει βασιλεύς, er nimmt den Königstitel an, läßt sich König nennen, Pol. 5, 57, 2. 30, 2,4; νέα Ἶσις ἐχρημάτισε, sie ließ sich eine neue Isis nennen, Plut. Anton. 54; μὴ πατρόθεν, ἀλλ' ἀπὸ μητρῶν χρηματίζειν, sich nicht nach den Vätern, sondern nach den Müttern nennen, de mul. virtt. Δύκιαι p. 276; vgl. Menag. D. L. 1, 48.

Greek (Liddell-Scott)

χρημᾰτίζω: μέλλ. -ίσω, Ἐπιστ. πρὸς Ῥωμ. ζ΄, 3, Ἀττ. -ιῶ Λυκοῦργ. 152 31· παρακ κεχρημάτικα Δείναρχ. 103· 21. (χρῆμα). Ρῆμα τοῦ πεζοῦ λόγου, διεξάγω ὑποθέσεις μάλιστα ἐμπορικὰς ἢ χρηματικὰς (εἰ καὶ ἡ ἰδιαιτέρα αὕτη σημασία κυρίως ὑπάρχει ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ), Θουκ. 1. 87., 5. 61, Πολύβ. 5. 81, 5, χρ. τι Θουκ. 6. 62, Ἰσοκ. 73D, Πλουτ. Θεμιστ. 18. 2) χρ. περί τινος, συζητῶ, συσκέπτομαι, ἀκούω καὶ δίδω γνώμην περί τινος, χρηματίζειν πρῶτα περὶ Εὐριπίδου, ὅ τι χρὴ παθεῖν ἐκεῖνον Ἀριστοφ. Θεσμ. 377, πρβλ. Πολυδ. Δ΄, 15. 12, ψήφισμα παρὰ Δημ. 517. 3, Ἀριστ. Ρητ. 1. 4, 4· ὑπὲρ τινος ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 394· - ἀπολ., σκέπτομαι, συζητῶ, συσκέπτομαι, πρὶν ἂν ἅπαξ γνῷ τὸ δικαστήριον, πάλιν χρηματίσαι Δημ. 717. 26, πρβλ. Αἰσχίν. 4. 10· ἰδίᾳ χρηματίζοντες, κατ’ ἰδίαν διαπραγματευόμενοι, Δημ. 430. 24· ἐπὶ τῶν πρυτάνεων καὶ τῶν στρατηγῶν, Ψήφισμα αὐτόθι 250. 10, πρβλ. 285. 1, Πλουτ. Τιμολ. 38· ἐπὶ κριτοῦ, κρίνω, ἐκφέρω κρίσιν, Ἀππ. Ἰβηρ. 98. 3) παρέχω ἀκρόασιν, ἀποκρίνομαι μετὰ σκέψιν, μετὰ δοτ. προσ., Ξεν. Ἀθην. Πολ. 3, 1, Πολύβ. 3. 66, 6, κτλ.· τινὶ περί τινος Θουκ. 5. 5· ὑπέρ τινος Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 4. 4) ἐπὶ μαντείου, ἀπαντῶ, ἀποκρίνομαι, δίδω χρησμὸν εἰς τοὺς ἐρωτῶντας, Πλούτ. 2. 435C· χρ. τοῖς εὐχομένοις Λουκ. Ψευδολ. 8.-Παθ., λαμβάνω ἀπόκρισιν παρὰ τοῦ μαντείου, λαμβάνω συμβουλὴν ἢ νουθεσίαν παρὰ τοῦ Θεοῦ, ἐν τῇ Κ. Δ. ἐπὶ θείων ὁδηγιῶν ἢ ἀποκαλύψεων, καὶ χρηματισθέντες κατ’ ὄναρ μὴ ἀνακάμψαι πρὸς Ἡρώδην, δι’ ἄλλης ὁδοῦ ἀνεχώρησαν εἰς τὴν χώραν αὐτῶν Εὐαγγ. κατὰ Ματθ. β΄, 12 κτλ.· ἐχρηματίσθη ὑπὸ ἀγγέλου Πράξ. Ἀποστ. ι΄, 22· οὕτως, ἦν αὐτῷ κεχρηματισμένον Εὐαγγ. κ. Λουκ. β΄ 26· πρβλ. χράω (Γ) Α ΙΙΙ. 3. 5) καθόλου, ἔχω σχέσεις οἱασδήποτε πρός τινα, χρ. τινὶ πρὸς γένος, ἔχω σχέσιν συγγενείας πρός τινα, Κτησ. Περσ. 2· ἐντεῦθεν καὶ μόλις ταῖς ἀνάγκαις χρηματίζοντες, ἐλαυνόμενοι ὑπ’ αὐτῶν, Πλούτ. 2. 125Β. ΙΙ. Μέσ. χρηματίζομαι· μέλλ. Ἀττ. -ιοῦμαι· πρκμ. κεχρημάτισμαι Δείναρχος 92· 8·-διεξάγω διαπραγματεύσεις ἢ ἐμπορικὰς ὑποθέσεις δι’ ἐμαυτὸν ἢ πρὸς ἰδίαν μου ὠφέλειαν, κτῶμαι χρήματα, οἰόμενοι χρηματιεῖσθαι μᾶλλον ἢ μαχεῖσθαι Θουκ. 7. 13· χρηματιούμενος ἀλλ’ οὐ πρὸς ὑμᾶς φιλοτιμησόμενος Λυσίας 182. 35· ἄλλῳ χρ. καὶ οὐχ αὐτῷ Πλάτ. Γοργ. 452Ε· μάλιστα διὰ κακῶν ἢ φαύλων τεχνασμάτων, Δείναρχ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἰσαῖος 77. 18· χρ. ἀπό τινος, κερδαίνω χρήματα ἀπό τινος πράγματος, διά τινος μέσου, Πλάτ. Σοφιστ. 225Ε, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 15, 12· ἕκ τινος Λυσίας 171. 17, Ἰσοκρ. 221· χρ. περὶ τὰ χρήματα Πλάτ. Πολ. 330C· ὡσαύτως μετὰ συστοίχου αἰτ., χρ. τὸν ἐκ γῆς χρηματισμὸν ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 949Ε, πρβλ. 467D· χρήματα Ξεν. Κύρου Παιδ. 3. 3, 51. 2) καθόλου, διεξάγω ὑποθέσεις, συσκέπτομαι μετά τινος, τινι Ἡρόδ. 3. 118., 7, 163. 3) μετ’ αἰτ. πράγμ. χρηματίζεσθαι τὸ νόμισμα, κάμνω χρηματιστικὰς ἐργασίας ὡς δανειστὴς ἢ τοκιστὴς χρημάτων, ἢ ὡς τραπεζίτης, Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 9, 14· ἀλλὰ μετ’ αἰτ. προσώπου, χρ. τινα, κερδίζω χρήματα ἀπό τινος, λαμβάνω αὐτὰ δι’ ἐκβιασμοῦ, Πολύβ. 32. 21, 13· οὕτω δέ, χρ. παρά τινος, Ἰσοκρ. 209Β· πρβλ. πράσσω v. 2, πλεονεκτέω ΙΙ. ΙΙΙ. παρὰ μεταγεν. συγγραφεῦσιν ἀπὸ τοῦ Πολυβίου καὶ ἐξῆς τὸ ἐνεργ. χρηματίζω λαμβάνει ἰδιαιτέρας τινὰς σημασίας. 1) λαμβάνω καὶ φέρω ὄνομα ἢ τιμητικὴν προσηγρίαν, καλοῦμαι ... οἷον, διάδημα περιθέσθαι καὶ βασιλέα χρηματίζειν Πολύβ. 5. 57, 2, 5., 30. 2, 4, πρβλ. Διόδ. 1. 44· ἐχρημάτιζε Χαλκηδόνιος Στράβ. 609· νέα Ἶσις ἐχρημάτισε Πλουτ. Ἀντών. 54· μὴ πατρόθεν, ἀλλ’ ἀπὸ μητρῶν χρηματίζειν, λαμβάνειν τὸ ὄνομα οὐχὶ ἐκ τῶν πατέρων ἀλλ’ ἐκ τῶν μητέρων, ὁ αὐτ. 2. 248D, πρβλ. Menag. εἰς Διογ. Λαέρτ. 1. 48· χρηματίσαι τε πρώτως ἐν Ἀντιοχείᾳ τοὺς μαθητὰς Χριστιανοὺς Πράξ. τῶν Ἀπ. ια΄, 26, ἔνθα ἴδε ἑρμηνευτάς, χρηματίζοντες τιμῆς ἄξιοι, θεωρούμενοι.., Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 111. 2) καθόλου, καλοῦμαι, ὀνομάζομαι, μοιχαλὶς Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ., ζ΄, 3· πρβλ. συγχρηματίζω. β) μεταβ., καλῶ, οὕτως χρ. τινὰ Μαλαλ. 268. 3. 3) μεταβάλλω ἢ μεταβάλλομαι, εἴς τι Γεωπ. 12. 1, 9. 4) ὑπολογίζω ἢ ὑπολογίζομαι, λογαριάζω ἢ λογαριάζομαι, περί τινων ἐποχῶν, αἱ ἴνδικτοι χρηματίζειν ἧρξαντο ἀπὸ πρώτης ... τοῦ μηνὸς Χρον. Πασχ. 187C, πρβλ. 328D, κ. ἀλλ. 5) χρηματίζω ἀντὶ γεφύρας, χρησιμεύω ὡς γέφυρα, Ἄννα Κομν. 2. 101, πρβλ. 342. - Ἴδε Π. Φωτιάδου Συμβολὰς εἰς τὸ Ἀττικὸν Δίκαιον ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. ΙΓ΄, σ. 22.

French (Bailly abrégé)

f. χρηματίσω, att. χρηματιῶ, ao. ἐχρημάτισα, pf. κεχρημάτικα;
Pass. ao. ἐχρηματίσθην, pf. κεχρημάτισμαι;
A. s’occuper d’affaires, particul. :
I. s’occuper d’affaires d’argent;
II. s’occuper d’affaires publiques, traiter, négocier : χρ. ἰδίᾳ DÉM traiter d’une affaire en particulier ; particul. :
1 négocier publiquement comme personnage officiel, comme souverain : τινί, avec qqn;
2 en parl. du président d’une assemblée soumettre aux délibérations d’une assemblée, porter devant une assemblée, acc. : χρ. περί τινος ou ὑπέρ τινος, ouvrir ou provoquer une délibération sur qch;
3 en parl. d’une assemblée délibérer, tenir conseil;
4 traiter d’intérêts publics, d’affaires de l’État avec qqn ; particul. en parl. de négociations diplomatiques avoir des conférences, négocier : τινί, πρός τινα, avec qqn περί τινος, au sujet de qch;
5 donner audience ; fig. χρ. ταῖς εὐχαῖς LUC écouter les prières ; Pass. τὰ χρηματιζόμενα PLUT l’objet d’une négociation ; en parl. d’un oracle donner une réponse : τινι, à qqn;
B. postér. prendre un titre, une qualification ; agir ou se comporter en qualité de : νέα Ἴσις ἐχρημάτισε PLUT elle se fit appeler la nouvelle Isis, ou se comporta comme une nouvelle Isis ; μὴ πατρόθεν, ἀλλ’ ἀπὸ μητρῶν χρηματίζειν PLUT tirer son nom de ses aïeux maternels, non de ses aïeux paternels;
Moy. χρηματίζομαι (f. χρηματιοῦμαι, pf. κεχρημάτισμαι);
1 entrer en pourparlers dans son intérêt, négocier pour sa part : τινι, avec qqn;
2 faire des affaires, particul. faire du commerce, trafiquer ; faire ses affaires, gagner de l’argent, s’enrichir : ἔκ τινος, ἀπό τινος PLAT se faire une source de profits de, tirer profit de.
Étymologie: χρῆμα.

Spanish

profetizar, vaticinar, recibir un oráculo

English (Strong)

from χρῆμα; to utter an oracle (compare the original sense of χράομαι), i.e. divinely intimate; by implication, (compare the secular sense of χρεία) to constitute a firm for business, i.e. (generally) bear as a title: be called, be admonished (warned) of God, reveal, speak.

English (Thayer)

future χρηματίσω (Buttmann, 37 (33)); in Greek writings everywhere the Attic χρηματιω, so too ἐχρηματισμα; perfect passive, κεχρηματισμαι; 1st aorist passive, ἐχρηματίσθην; (χρῆμα business); in prose writings from Herodotus down;
1. "to transact business, especially to manage public affairs; to advise or consult with one about public affairs; to make answer to those who ask advice, present inquiries or requests," etc.; used of Judges, magistrates, rulers, kings. Hence, in some later Greek writings,
2. to give a response to those consulting an oracle (Diodorus 3,6; 15,10; Plutarch, mor., p. 435c. (i. e. de defect. oracc. 46); several times in Lucian); hence, used of God in Josephus, Antiquities 5,1, 14; 10,1, 3; 11,8, 4; universally, (dropping all reference to a previous consultation), to give a divine command or admonition, to teach from heaven (A. V. revealed etc.), χρηματίζειν λόγους πρός τινα, to be divinely commanded, admonished, instructed (R. V. warned of God), Josephus, Antiquities 3,8, 8; (11,8, 4); cf. Buttmann, § 134,4; (Winer's Grammar, § 39,1a.)); to be the mouthpiece of divine Revelation, to promulge the commands of God, (τίνι, R. V. warned).
3. to assume or take to oneself a name from one's public business (Polybius, Diodorus, Plutarch, others); universally, to receive a name or title, be called: Josephus, Antiquities (8,6, 2); 13,11, 3; b. j. 2,18, 7; (c. Apion. 2,3, 1; Philo, quod deus immut. § 25 at the end; leg. ad Gaium § 43); Ἀντίοχον τόν Ἐπιφανῆ χρηματίζοντα, Diodorus in Müller's fragment vol. ii, p. 17, no. 21:4; Ἰάκωβον τόν χρηματισαντα ἀδελφόν τοῦ κυρίου, Acta Philippi at the beginning, p. 75; Tdf. edition; Ἰακώβου ... ὅν καί ἀδελφόν τοῦ Χριστοῦ χρηματίσαι οἱ Θειοι λόγοι περιέχουσιν, Eus. h. e. 7,19; (cf. Sophocles' Lexicon, under the word, 2)).

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και σε επιγρ. χρησματίζω Α χρῆμα, χρήματος]
μέσ. χρηματίζομαι
κερδίζω χρήματα με αθέμιτα μέσα
νεοελλ.
ασκώ μια ιδιωτική ή δημόσια υπηρεσία, διατελώ («έχει χρηματίσει δήμαρχος»)
μσν.
1. καλώ, ονομάζω
2. (μτβ. και αμτβ.) α) υπολογίζω ή υπολογίζομαι («αἱ ἴνδικτοι χρηματίζειν... ἤρξαντο ἀπὸ πρώτης... τοῦ μηνός», Πασχ. Χρον.)
β) μεταβάλλω ή μεταβάλλομαι
3. αποκτώ προνόμιο
4. φρ. «χρηματίζω ἀντί τινος» — χρησιμεύω αντί για κάτι (Άνν. Κομν.)
μσν.-αρχ.
προσαγορεύομαι τιμητικά («διάδημα περιθέσθαι καὶ βασιλέα χρηματίζειν», Πολ.)
αρχ.
1. ασχολούμαι με εμπορικές υποθέσεις
2. (ενεργ. και μέσ.) διαπραγματεύομαι
3. ακούω και εκφέρω γνώμη, διεκπεραιώνω υποθέσεις («χρηματίζειν πρῶτα περὶ Εὐριπίδου, ὅ,τι χρὴ παθεῖν ἐκεῖνον», Αριστοτ.)
4. (για κριτή) εκφέρω κρίση
5. αποκρίνομαι, απαντώ μετά από σκέψη
6. (για θεό) i) εισακούω
ii) αποκαλύπτω το θέλημά μου
7. (για μαντείο) δίνω χρησμό
8. (γενικά) διατηρώ σχέσεις με κάποιον, σχετίζομαι
9. επηρεάζομαι από κάποιον
10. αστρολ. (για επίδραση τών άστρων) ασκούμαι
11. κινούμαι, οδηγούμαι από κάτι («καὶ μόλις ταῖς ἀνάγκαις χρηματίζοντες», Πλούτ.)
12. πληρώνω
13. καλούμαι, ονομάζομαι
14. μέσ. α) διεξάγω εμπορικές υποθέσεις ή διαπραγματεύσεις για προσωπικό μου όφελος
β) (με αιτ. προσ.) αποσπώ χρήματα από κάποιον με εξαναγκασμό
γ) ενεργώ χρηματιστικές εργασίες ως δανειστής ή ως τοκιστής χρημάτων ή ως τραπεζίτης
15. φρ. «χρηματίζομαι ἀπό [ή ἔκ] τινος» — κερδίζω χρήματα από κάτι.

Greek Monotonic

χρημᾰτίζω: μέλ. -ίσω, Αττ. -ιῶ, παρακ. κεχρημάτικα (χρῆμα
I. 1. εμπορεύομαι, συναλλάσσομαι, έχω δοσοληψίες, ιδίως, λέγεται για χρηματικούς λόγους (παρόλο που αυτή η σημασία απαντάται στη Μέσ.), σε Θουκ., Ισοκρ.
2. συζητώ, διαλογίζομαι, σε Δημ., Αισχίν.
3. δίνω ακρόαση σε, απαντώ έπειτα από σκέψη, τινί, σε Ξεν.· τινὶ περί τινος, σε Θουκ.
4. λέγεται για χρησμό, δίνω απάντηση (χρησμό) σε αυτούς που ρωτούν, σε Πλούτ. — Παθ., παίρνω απάντηση ή προειδοποίηση, σε Καινή Διαθήκη· ἦν αὐτῷ κεχρηματισμένον, του είχε δοθεί προειδοποίηση, στον ίδ.
II. 1. Μέσ., χρηματίζομαι, μέλ. Αττ. -ιοῦμαι, παρακ. κεχρημάτισμαι· εμπορεύομαι ή διεξάγω διαπραγματεύσεις για τον εαυτό μου, αποκτώ χρήματα, σε Θουκ., Πλάτ.· χρηματίζω χρήματα, σε Ξεν.
2. γενικά, διεκπεραιώνω υποθέσεις, έχω δοσοληψίες, έχω σύσκεψη με, τινι, σε Ηρόδ.
3. με αιτ. πράγμ., χρηματίζεσθαι τὸ νόμισμα, κάνω χρηματικές εργασίες, σε Αριστ.
III. σε μεταγεν. συγγραφείς, Ενεργ., λαμβάνω και φέρω τιμητικό όνομα ή τίτλο, αποκαλούμαι ή θεωρούμαι, χρηματίζει βασιλεύς, σε Πολύβ.· Ἶσις ἐχρημάτισε, σε Πλούτ. χρηματίσαι Χριστιανούς, σε Καινή Διαθήκη· γενικά, ονομάζομαι, στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

χρημᾰτίζω: тж. med.
1) заниматься (общественными) делами, вести дела (ἡ σκηνὴ ἐν ᾗ χ. εἰώθει Polyb.): τοῦ χ. ἢ κρίνειν καιρὸς ὡρισμένος Diod. время, назначенное как для общественных, так и судебных дел;
2) обсуждать общественные дела, совещаться (περί τινος Thuc., Dem.): πρὸς τὸν δῆμον χρηματίσαι Thuc. провести совещание в народном собрании; τὰ χρηματιζόμενα Plut. обсуждаемые вопросы;
3) вершить суд, выносить решение, сообщать ответ (τινί Luc.): τινὰ εἰσδέχεσθαι καὶ χ. Plut. дать кому-л. аудиенцию; τὸ μαντεῖον χρηματίζει Plut. оракул дает ответ; χρηματίσαι ταῖς εὐχαῖς Luc. выслушать просьбы; ταῖς ἀνάγκαις χ. Plut. уступать непреодолимым обстоятельствам;
4) вести переговоры: ἰδίᾳ χ. Dem. вести частные переговоры; χ. τινί Xen., Polyb., Plut. вести переговоры с кем-л.;
5) заниматься денежными операциями, наживать деньги: χρηματιούμενος ἐξέπλευσε Lys. он уехал для наживы; χρηματίζεσθαί τινι Plut. наживать деньги в пользу кого-л.; χρηματίζεσθαι ἀπό τινος Plat., Plut. или ἔκ τινος Xen., Isocr. извлекать прибыли из чего-л.; χρηματίζεσθαι τὸ νόμισμα Arst. заниматься меняльным делом;
6) вымогать деньги, обирать (τινά Polyb.);
7) провозглашать или именовать себя: χρηματίζει βασιλεύς Polyb. он именует себя царем; ἐβασίλευε Πτολεμαῖοςνέος Διόνυσος χρηματίζων Diod. царствовал (тогда) Птолемей, провозгласивший себя новым Дионисом; πατρόθεν χ. Plut. носить имя по отцу.

Middle Liddell

χρημᾰτίζω, χρῆμα
I. to negotiate, transact business, have dealings, especially in money matters (though this sense is mostly confined to the Mid.), Thuc., Isocr.
2. to consult, deliberate, Dem., Aeschin.
3. to give audience to, to answer after deliberation, τινί Xen.; τινὶ περί τινος Thuc.
4. of an oracle, to give a response to those who consult it, Plut.:—Pass. to receive an answer or warning, NTest.; ἦν αὐτῷ κεχρηματισμένον a warning had been given him, NTest.
II. Mid. χρηματίζομαι, fut. attic -ιοῦμαι: perf. κεχρημάτισμαι:— to negotiate or transact business for oneself, to make money, Thuc., Plat.; χρ. χρήματα Xen.
2. generally, to transact business, have dealings, hold conference with, τινι Hdt.
3. c. acc. rei, χρηματίζεσθαι τὸ νόμισμα to traffic in money, Arist.
III. in later writers, the Act. means to take and bear a title or name, to be called or styled so and so, χρηματίζει βασιλεύς Polyb.; Ἰ=σις ἐχρημάτισε Plut.; χρηματίσαι Χριστιανούς NTest.; generally, to be called, NTest.

Chinese

原文音譯:crhmat⋯zw 赫雷馬提索
詞類次數:動詞(9)
原文字根:使用(化) 相當於: (שָׁאַג‎)
字義溯源:發表神諭,蒙神曉諭,蒙神指示,稱為,叫,叫作,指示,啓示,警戒,指示;源自(χρῆμα)*=需用)。參讀 (ἐπιλέγω)同義字
出現次數:總共(9);太(2);路(1);徒(2);羅(1);來(3)
譯字彙編
1) 警戒(1) 來12:25;
2) 他們⋯被指示(1) 太2:12;
3) 他⋯指示(1) 徒10:22;
4) 蒙神指示(1) 來11:7;
5) 蒙神曉諭(1) 來8:5;
6) 啓示(1) 路2:26;
7) 稱為(1) 徒11:26;
8) 她便叫作(1) 羅7:3;
9) 被指示(1) 太2:22