βραχύς

From LSJ
Revision as of 06:10, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

δύο ἀρνήσεις μίαν συγκατάθεσιν ποιοῦσι → two negatives make an affirmative

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρᾰχύς Medium diacritics: βραχύς Low diacritics: βραχύς Capitals: ΒΡΑΧΥΣ
Transliteration A: brachýs Transliteration B: brachys Transliteration C: vrachys Beta Code: braxu/s

English (LSJ)

εῖα (Ion. έα Hdt.5.49), ύ, dat. pl.

   A βραχέοις JHS33.317 (Thess.): Comp. βραχύτερος, βραχίων (cf. βράσσων): Sup. βραχύτατος, βράχιστος:—short,    1 of Space and Time, β. οἶμος, ὁδός, Pi.P.4.248, Pl.Lg.718e, etc.; [αἰών] prob. in B.3.74; βίος Hdt. 7.46; καιρός Call.Epigr.9; χρόνος A.Pr.939, Pers.713, etc.; μῦθος, λόγος, Id.Pr.505, v.l. in Pers.713; ἐν βραχεῖ (Ion. βραχέϊ) in a short time, Hdt.5.24, Pl.Smp.217a codd.; διὰ βραχέος Th.2.83; μακρὰν συνήθειαν βραχεῖ λῦσαι χρόνῳ Men.726; βραχὺ τῃδὶ μεταστῶμεν for a moment, Id.Georg.32; of distance, β. ἀπόδοσις short return in ballplay, Antiph.234.6; ἐπὶ βραχὺ ἐξικνεῖσθαι X.An.3.3.17; πρὸ βραχέος lamb.VP25.112: Comp., ἡ φάλαγξ -υτέρα ἐγένετο ἀναδιπλουμένη X. Cyr.7.5.5; τάξιν -υτέραν ἢ πρόσθεν, βαθυτέραν δὲ ποιήσαντες Plb.1.33.10; βραχύτερα τοξεύειν X.An.3.3.7. Adv. βραχέως, [πολέμους] ἐπ' ἀλλήλους ἐπιφέρειν scantily, seldom, Th.1.141.    2 of Size, short, small, μορφάν β. Pi.I.4(3).53; βραχὺς ἐξικέσθαι θεῶν ἕδραν too puny to reach... ib.7(6).44; β. τεῦχος S.El.1113, cf. 757; β. τεῖχος a low wall, Th.7.29; βραχύ μοι στόμα πάντ' ἀναγήσασθαι my mouth is too small to... Pi.N.10.19; κατὰ β. προϊών little by little, Th.1.64, cf. Pl. Sph.241c; παρὰ βραχύ scarcely, hardly, φυγεῖν Alciphr.3.5; βραχύ τι λωφᾶν ἀπὸ νόσου καὶ πολέμου Th.6.12; ἁλὸς βραχύ a small quantity of salt, Bilabel Ὀψαρτ.p.11.    3 of Number, few, ἐν βραχεῖ in few words, Pi.P.1.82, S.El.673; ἐν βραχίστοις Pi.I.6(5).59; ἐν βραχυτέροις Pl.Grg.449c; so διὰ βραχέων in few words, Id.Prt.336a; ὡς ἂν δύνωμαι διὰ βραχυτάτων D.27.3, Lys.16.9, cf. Pl.Grg.449c; ὡς ἐν βραχυτάτοις Antipho 1.18. Adv. βραχέως, ἀπολογεῖσθαι briefly, in few words, X.HG1.7.5.    4 of Value or Importance, of persons, humble, insignificant, S.OC880; τὸν μὲν ἀφ' ὑψηλῶν βραχὺν ᾤκισε E. Heracl.613; β. τὴν διάνοιαν J.AJ12.4.1; of things, petty, trifling, ἀρχὴ β. ἐλπίδος S.OT121; χάρις Id.Tr.1217; πρόφασις E.IA1180; β. τις ἀσάφεια a slight obscurity, Gal.18(1).304; λυπεῖν τινὰ βραχύ, opp. μέγ' εὑρεῖν κέρδος, S.El.1304; οὐ περὶ βραχέων βουλεύεσθαι Th. 1.78, cf. 140; β. καὶ οὐδενὸς ἄξιον Id.8.76; β. κέρδους ἕνεκα Lys.7.17; οὐσία Is.10.25: neut. as Adv., βραχὺ φροντίζειν τινός think lightly of, D.17.4.    5 short, of vowels or syllables, Arist.Cat.4b34, Rh. 1409a18, Po.1458a15, Heph.1.1, D.T.631, etc.; ἡ β. προσῳδία the sign, S.E.M.1.113. (Cf. Avest. m[schwa]r[schwa]zu- 'short', Goth. gamaurgjan 'shorten', Lat. brevis.)

German (Pape)

[Seite 462] εῖα (βραχέα Her. 5, 49), ύ, kur z, Ggstz von μακρός z. B. Plat. Phaedr. 267 b; a) von räumlicher Ausdehnung, kurz, klein, βραχὺς μορφάν Pind. I. 3, 71; οἶμος, ὁδός, P. 4, 248. 9, 68; Plat. Phaedr. 272 a; βραχύτερα τοξεύειν Xen. An. 3, 3, 7; βραχὺ πετέσθαι 1, 3, 5; αἰχμή Her. 5, 49; φάλαγγα βραχυτέραν ποιεῖν Xen. Cyr. 7, 5, 5; ebenso τάξις Pol. 1, 33. – b) von der Zeit, ἔν τινι βραχεῖ χρόνῳ Plat. Legg. III, 698 d; ἐν βραχεῖ, in kurzem, sogleich, Her. 5, 24; Plat. Conv. 217 a. Bes. von der Rede, kurz, λόγος, σκέψις u. ä., Plat.; ἐν βραχεῖ, kurz, mit wenig Worten, Pind. P. 1, 82; ἐν βραχίστοις I. 5, 56; ἐν βραχεῖ λέγειν Soph. El. 637; vgl. O. C. 1581; Eur. Suppl. 556; oft Prosa, ἐν βραχυτέροις λέγειν Plat. Prot. 334 e; ἐν βραχυτάτῳ δηλοῦν Xen. Cyr. 1, 2, 15. Ebenso διὰ βραχέων δηλοῦν Plat. Gorg. 449 a; λέγειν Pol. 1, 15; Luc. Tox. 56; διὰ βραχυτέρων, -τάτων, Plat. Euth. 14 b Gorg. 449 e; κατὰ βραχὺ ἀποκρίνασθαι Plat. Prot. 329 b; κατὰ βραχύ »allmälig« Thuc. 4, 96; Pol. 3, 88. – c) auf die Zahl gehend, βραχέα μέρη, wenig Theile, Plat. Epin. 981 e; Tim. 47 c πλὴν βραχέων; βραχεῖς τινες ἱππεῖς Pol. 4, 19; gering, unbedeutend, οὐσία Is. 10, 26; Dem. 28, 17; κέρδος Plat. Legg. XI, 921 c; Dem. 14, 32; ἔργον Xen. Cyr. 8, 2, 5; βραχὺ καὶ οὐδενὸς ἄξιον Thuc. 8, 76; λόγοι βραχεῖς Soph. O. C. 294, vom Schol. εὐ τελεῖς erkl.; ἀφ' ὑψηλῶν βραχὺν ᾤκισε Eur. Heracl. 614; πρόφασις I. A. 1180; ἀφορμή Pol. 1, 69; βραχύ, wenig, λωφᾶν Thuc. 6, 12; φροντίζειν Dem. 17, 4. – Compar. βραχύτερος, βραχύτατος; βραχίων VLL.; βράχιστος p.; Beispiele oben. – Die von Aristarch bekämpften Glossographen zogen zu βραχύς als compar. auch die Form βράσσων Iliad. 10, 226 ἀλλά τέ οἱ βράσσων τε νόος λεπτὴ δέ τε μῆτις, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι οἱ γλωσσογράφοι βράσσων ἀντὶ τοῦ ἐλάσσων. οὐδαμοῦ κέχρηται τούτῳ Ὅμηρος. ἀποδοτέον οὖν βρασσόμενος, ταρασσόμενος διὰ τὸ δέος, οὐχ ἑστηκὼς διὰ τὴν ἀγωνίαν. ἅπαξ δὲ ἐνταῦθα κέχρηται τῇ λέξει. Den Anfang des Scholiums schreibt Friedländer so: ἡ διπλῆ ὅτι οἱ γλωσσογράφοι βράσσων ἀντὶ τοῦ ἐλάσσων, ἀπὸ τοῦ βραχύς. ἀλλ' οὐδαμοῦ κέχρηται τούτῳ Ὅμηρος. Vgl. unter βραδύς, βράζω und βράσσων.

Greek (Liddell-Scott)

βρᾰχύς: -εῖα (Ἰων. έα, Ἡρόδ. 5. 49), ύ: συγκρ. βραχύτερος, βραχίων (πρβλ. βράσσων): ὑπερθ. βραχύτατος, βράχιστος. (Πρὸς τὴν √ ΒΡΑΧ πρβλ. Λατ. brevis (οὕτως, ἐλαχύς, levis).) Σύντομος, «κοντός», 1) ἐπὶ τόπου καὶ χρόνου, βρ. οἶμος, ὁδὸς Πίνδ. Π. 4. 441, Πλάτ. Νόμ. 718E, κτλ.· βίος Ἡρόδ. 7. 46· χρόνος Αἰσχύλ. Πρ. 939, κτλ.· μῦθος, λόγος, αὐτόθι 505, Πέρσ. 713, κτλ.· ἐν βραχεῖ συνθεὶς λέγω, ἐν ὀλίγοις, συντόμως, Σοφ. Ἠλ. 673· ἀλλ. ὡσαύτως, ἐν βραχεῖ (Ἰων. βραχέϊ) ἐντὸς βραχέος χρονικοῦ διαστήματος, ἐν ὀλίγῳ χρόνῳ, Ἡρόδ. 5. 24, κ. ἀλλ.· διά βραχέος Θουκ. 2. 83· βραχεῖ χρόνῳ Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 193· βραχύ, εἰς μικρὰν ἀπόστασιν, Ξεν. Ἀν. 3. 3, 7, κτλ.· ἐπὶ βραχὺ αὐτόθι 3. 3, 17· πρὸ βραχέος Ἰάμβλ. βίῳ Πυθ. 112· -ἐπίρρ., βραχέως [πολέμους] ἐπ’ ἀλλήλους ἐπιφέρειν, σπανίως, ὀλίγον, κατ’ ἀραιὰ διαστήματα, Θουκ. 1. 141. 2) ἐπὶ μεγέθους, ἤτοι ὄγκου, κοντός, μικρός, ὀλίγος, βραχὺς μορφὰν Πίνδ. Ι. 4. 89 (3. 71), πρβλ. 7. (6). 61· βρ. τεῦχος Σοφ. Ἠλ. 1113, πρβλ. 757· βρ. τεῖχος, χαμηλόν, Θουκ. 7. 29· βραχύ μοι στόμα, εἶναι παραπολὺ μικρὸν διὰ νὰ ..., Πίνδ. Ν. 10. 35· κατὰ βρ., κατ’ ὀλίγον, «ἀπὸ ’λίγο, ’λίγο», Θουκ. 1. 64, Πλάτ. Σοφ. 241C· παρὰ βραχύ, παρ’ ὀλίγον, σχεδόν, φυγεῖν Ἀλκίφρων 3. 5· βραχύ τι λωφᾶν ἀπό ..., Θουκ. 6. 12: πρβλ. βράχεα, τά. 3) ἐπὶ ποσοῦ, ὀλίγος, διὰ βραχέων, μὲ ὀλίγας λέξεις, Πλάτ. Πρωτ. 336A· ὡς ἂν δύνωμαι διὰ βραχυτάτων Δημ. 814. 4, πρβλ. Λυσ. 146. 27, κτλ.· ἐν βραχυτάτοις Ἀντιφῶν 113. 21· -οὕτως ἐπίρρ., βραχέως ἀπολογεῖσθαι, συντόμως, δι’ ὀλίγων, Ξεν. Ἑλλ. 1. 7, 5. 4) ἐπὶ ἀξίας ἢ σπουδαίοτητος, ἐπὶ προσώπ., ταπεινός, ἄσημος, Σοφ. Ο. Κ. 880· τὸν μὲν ἀφ’ ὑψηλῶν βραχὺν ᾤκισε Εὐρ. Ἡρακλ. 613· βρ. τὴν διάνοιαν Ἰωσηπ. Ἀρχ. Ι. 12. 4, 1· ‒ ἐπὶ πραγμάτων, μικρός, ἀσήμαντος, μηδαμινός, βρ. ἐλπίς, χάρις Σοφ. Ο. Τ. 21, Τρ. 1217· πρόφασις Εὐρ. Ι. Α. 1180· λυπεῖν βραχύ, ἀντίθετον τῷ μέγ’ εὑρεῖν κέρδος Σοφ. Ἠλ. 1304· οὐ περὶ βραχέων βουλεύεσθαι Θουκ. 1. 78· βραχὺ καὶ οὐδενὸς ἄξιον ὁ αὐτ. 8. 76· βρ. κέρδος Λυσ. 109. 41· οὐσία Ἰσαῖ. 82. 23, κτλ.: ‒ οὐδ. ὡς ἐπίρρ., βραχὺ φροντίζω τινός, σκέπτομαι ἐπιπολαίως περί τινος, ἀμελῶ, ἀδιαφορῶ, Δημ. 212. 25. 5) ἐπὶ ποσότητος συλλαβῶν, Ἀριστ. Κατηγ. 6, 3, Ρητ. 3. 8, 6.

French (Bailly abrégé)

εῖα, ύ;
court;
1 en parl. de l’espace βραχεία ὁδός, court chemin, court trajet ; βραχεία φάλαγξ XÉN ligne de bataille peu profonde ; adv. • βραχύ ou • ἐπὶ βραχύ, à courte distance ; βραχὺ τεῖχος THC mur peu élevé;
2 en parl. de la durée βραχὺς βίος HDT vie courte ; βραχὺς χρόνος ESCHL temps court ; ἐν βραχεί PLAT, διὰ βραχέος THC en peu de temps ; κατὰ βραχύ, peu à peu ; βραχὺς λόγος ESCHL discours bref ; ἐν βραχυτάτῳ XÉN en très peu de mots, très brièvement ; t. de pros. bref;
3 en parl. du nombre, de la quantité βραχέα φράσαι SOPH ne dire que peu de mots ; διὰ βραχέων PLAT en peu de mots, brièvement;
4 en parl. de la qualité petit, médiocre, humble : βραχὺ κέρδος LYS gain chétif ; ἔργον βραχύ XÉN œuvre sans importance ; λόγοι βραχεῖς SOPH paroles insignifiantes ; βραχεία πρόφασις EUR prétexte vain ; βραχὺ καὶ οὐδενὸς ἄξιον THC chose vaine et sans valeur;
Cp. βραχύτερος, poét. βράσσων (de *βράχ-jων) ; Sp. βραχύτατος ou βράχιστος.
Étymologie: cf. lat. brevis de *bregvis.

English (Slater)

βρᾰχύς (superl. βράχιστος)
   1 brief, short
   a of time κενεὰ πνεύσαις ἔπορε μόχθῳ βραχύ τι τερπνόν (O. 10.93) πολλῶν πείρατα συντανύσαις ἐν βραχεῖ (P. 1.82) καί τινα οἶμον ἴσαμι βραχύν (P. 4.248) ὁ γὰρ καιρὸς πρὸς ἀνθρώπων βραχὺ μέτρον ἔχει (P. 4.286) ὠκεῖα δ' ἐπειγομένων ἤδη θεῶν πρᾶξις ὁδοί τε βραχεῖαι pr. (P. 9.68) πάντα δ' ἐξειπεῖν ἀφαιρεῖται βραχὺ μέτρον ἔχων ὕμνος (I. 1.62) τὸν Ἀργείων τρόπον εἰρήσεταί που κἀν βραχίστοις (sc. λόγοις) (I. 6.59)
   b of stature, short μορφὰν βραχύς, ψυχὰν δ' ἄκαμπτος, προσπαλαίσων ἦλθ ἀνὴρ Herakles (I. 4.53)
   c c. inf., inadequate, too small βραχύ μοι στόμα πάντ' ἀναγήσασθ (N. 10.19) τὰ μακρὰ δ' εἴ τις παπταίνει, βραχὺς ἐξικέσθαι χαλκόπεδον θεῶν ἕδραν (I. 7.44)

Spanish (DGE)

(βρᾰχύς) -εῖα, -ύ

• Alolema(s): jón. fem. -έη Hp.Acut.65; -έα Hdt.5.49; lesb. βρόχυς Sapph.31.7

• Morfología: [plu. dat. βραχέοις JHS 33.1913.317 (Tesalia II a.C. ); compar. βράσσων Il.10.226, βρόσσων Hsch.; eol. adv. βροχέως Hsch.]
I ref. al espacio
1 a la longitud corto ἐπ' αὐχένα βραχεῖα corta de cuello, cuellicorta Semon.8.75, οἶμος Pi.P.4.248, ὁδός Hp.l.c., Pl.Lg.718e, οὐρητήρ Hp.Aër.9, de vendas βραχυτέρους ... ποιεῖν Hp.Fract.6, ξύλον πηχυαῖον ἢ ὀλίγῳ βραχύτερον Hp.Fract.7
en giros c. prep. ἐκ βραχέος desde cerca Hp.Aër.9, πρὸ βραχέος Iambl.VP 112, ἐπὶ βραχύ a poca distancia X.An.3.3.17, κατὰ βραχύ poco a poco e.d. en etapas cortas Th.1.64, 4.96, 7.79, fig. repetido y ref. a un proceso τοῦτον τὸν τρόπον κατὰ βραχὺ βραχὺ [ἐ] μαυτὸν διώρισα ἐκ μέ[σο] υ τοῦ νόμου ἐκείνου de esa manera poco a poco me aparté de en medio de aquellas creencias Manes 30.4, cf. 2.2, 88.19
neutr. como adv. βραχὺ διαστήσαντες separados por un corto trecho, Act.Ap.27.28, compar. βραχύτερα ... ἐτόξευον disparaban a más corta distancia X.An.3.3.7.
2 a la altura bajo τείχους ... βραχέος ᾠκοδομημένου Th.7.29
de pers. Κλεόδημος AP 11.40 (Antist.), c. ac. de rel. (ἀνήρ) μορφὰν β. (un varón) exiguo de estatura Pi.I.3(4).71, cf. PPetr.1.17.2.7 (III a.C.), c. inf. β. ἐξικέσθαι ... θεῶν ἕδραν bajo para alcanzar la morada de los dioses Pi.I.7.44
fig. poco profundo ἡ φάλαγξ βραχυτέρα ἐγίγνετο ἀναδιπλουμένη X.Cyr.7.5.5, τάξιν βραχυτέραν μὲν ἢ πρόσθεν βαθυτέραν δὲ ποιήσαντες Plb.1.33.10.
3 al volumen, dimensiones pequeño τεῦχος S.El.1113, τόξα καὶ αἰχμὴ βραχέα Hdt.5.49, τρεῖς ἕκαστος λίθους βραχεῖς ἐπὶ τοῦ στόματος φέρει D.P.Au.1.30, νεώς Philostr.VS 543.
II ref. al tiempo
1 a la duración breve αἰών B.3.74, βίος Hdt.7.46, Hp.Aph.1.1, χρόνος A.Pr.939, Pl.Lg.698d, D.19.6, Men.Fr.544, καιρὸς β. ocasión, momento breve Call.Epigr.7.3, ἐν βραχεῖ μέρει ἡμέρης Hp.Flat.4, cf. Th.1.141
ἐν βραχεῖ en poco tiempo Hdt.5.24, Pl.Smp.217a (cód.), D.Prooem.53.3, ἐπὶ βραχύ brevemente Aristox.Harm.12.13, βραχύ τι en poco tiempo LXX Ps.8.6, μετὰ βραχύ poco después, Eu.Luc.22.58
neutr. como adv. por un instante ὠς σ' ἴδω βρόχε' ὤς με φώνησ' οὐδὲν ἔτ' εἴκει Sapph.l.c., cf. en sg., Men.Georg.32, Orác. en SEG 39.1377bis.10 (Hierápolis II d.C.).
2 prosod. breve ref. a la cantidad de vocales o sílabas καταμετρεῖται γὰρ συλλαβῇ μακρᾷ καὶ βραχείᾳ Arist.Cat.4b34, βραχεῖά ἐστι συλλαβὴ ἡ ἔχουσα βραχὺ φωνῆεν Heph.1.1, βραχεῖα συλλαβή D.T.633.9, βραχεῖα προσῳδία D.T.674.1, cf. S.E.M.1.113, χρόνοι D.T.674.15, cf. A.D.Synt.309
métr. βραχείας ἄρσεως Aristid.Quint.36.3
mús. τοὺς μὲν βραχεῖς (πόδας) ἐν ταῖς πυρρίχαις χρησίμους ὁρῶμεν Aristid.Quint.82.20, κενὸς β. silencio correspondiente a un tiempo breve, Anon.Bellerm.102.
III ref. al número o cantidad
1 un poco βραχεῖς τινες ἱππεῖς unos pocos jinetes Plb.4.19.10
poco numeroso δεκαδάρχας ... τινὸς βραχέως στρατεύματος καὶ πόλεως Vett.Val.75.21, neutr. sg. ἁλὸς βραχύ un poco de sal, Coquin.Fr.Pap.11, en expresiones adverb. περιελθέτω σταδίους εἴκοσι τὸ βραχύτατον camine veinte estadios como mínimo Hp.Int.12, c. prep. κατὰ βραχὺ σωφροσύνης μετέχουσιν Pl.Ti.27c, ἔχει γλυκύτητα ἐπὶ βραχύ tiene un poco de dulzura Thphr.CP 6.11.12
παρὰ βραχύ por poco φυγεῖν Alciphr.3.2.3.
2 ref. a la palabra breve, corto ἀποκρίσεις Pl.Prt.334d
frec. en plu. unas pocas palabras βραχέ' ... φράσαι S.OC 570, βραχέα ἀποκρίνεσθαι Pl.Prt.334d, βραχέα εἰπόντες Aristid.Quint.130.25, ἀπεκρίνατο διὰ βραχέων Pl.Prt.336a, διὰ βραχέων λεκτέον Luc.Tox.57, cf. Ep.Hebr.13.22, Vett.Val.326.22, ἐν βραχίστοις en poquísimas palabras Pi.I.6.59, ὡς ἂν δύνωμαι διὰ βραχυτάτων con la mayor brevedad que pueda D.27.3, cf. Lys.16.9, Pl.Grg.449c, d, ὡς ἐν βραχυτάτοις en la menor cantidad de palabras posible Antipho 1.18, ἐν βραχυτέροις en menos palabras Pl.Grg.449c, Prt.334e, tb. en sg. (φθέγξαι) ἐν βραχεῖ (proclamar) en pocas palabras Pi.P.1.82, cf. S.El.673, Luc.Somn.2, ἐν βραχυτάτῳ ἂν δηλωθείῃ διὰ τὰ προειρημένα X.Cyr.1.2.15.
IV fig. ref. a la calidad
1 de pers. mediocre, humilde subst. χὠ β. νικᾷ μέγαν S.OC 880
op. ὑψηλός humillado E.Heracl.613, c. ac. de rel. β. ... τὴν διάνοιαν mezquino I.AI 12.158
de la inteligencia de corto alcance βράσσων τε νόος Il.l.c.
2 de abstr. insignificante ἀρχὴ βραχεῖα ... ἐλπίδος S.OT 121, χάρις S.Tr.1217, πρόφασις E.IA 1180, κέρδος Lys.7.17, οὐσία Is.10.25, ἀσάφεια Gal.18(1).304, λόγοισι ... οὐκ ὠνόμασται βραχέσι ha sido dicho con palabras no carentes de importancia S.OC 294, βουλεύεσθε ... οὐ περὶ βραχέων Th.1.78, βραχὺ ... καὶ οὐδενὸς ἄξιον Th.8.76.
3 neutr. sg. como ac. int. σε λυπήσασα ... βραχύ causándote un pequeño daño S.El.1304, χαρίσαι βραχύ τί μοι hazme un pequeño favor Ar.Th.938, νεωστὶ ἀπὸ νόσου μεγάλης ... βραχύ τι λελωφέκαμεν hace poco que tenemos un pequeño respiro después de una gran epidemia Th.6.12, βραχὺ φροντίσας ὑμῶν preocupándose poco de vosotros D.17.4.
V adv. -έως
1 apenas φθέγγεται Hp.Int.7.
2 en poco tiempo ἐπεσήμαινε βραχέως Hp.Epid.4.39.
3 de corta duración διὰ τὸ βραχέως αὐτοὶ ἐπ' ἀλλήλους ... ἐπιφέρειν Th.1.141.
4 c. verb. de lengua en pocas palabras βραχέως ἕκαστος ἀπελογήσατο X.HG 1.7.5, cf. Hsch.s.u. βροχέως.

• Etimología: De *mr̥ghu- cf. gót. *maurgus en ga-maurgjan, aaa. murg(i) ‘corto’, av. mərəzu- ‘corto’, ai. muhus de *mr̥hu-.

English (Abbott-Smith)

βραχύς, -εῖα, -ύ, [in LXX chiefly for מְעַט;]
short;
(a)of time; short, little: βραχύ, Ac 5:34; μετὰ β., Lk 22:58; β. τι, a short time, He 2:7, 9 RV, mg.;
(b)of distance: Ac 27:28;
(c)of quantity or value, little, few: Jo 6:7, He 2:7, 9 RV, txt.; pl., διὰ βραχέων, in few words, He 13:22.†

English (Strong)

of uncertain affinity; short (of time, place, quantity, or number): few words, little (space, while).

English (Thayer)

βραχεια, βραχύ, short, small, little (from Pindar, Herodotus, Thucydides down);
a. of place; neuter βραχύ adverbially, a short distance, a little: Thucydides 1,63).
b. of time; βραχύ τί a short time, for a little while: Sept. in L T Tr WH omit τί); μετά βραχύ shortly after, βραχύ τί (Tr text WH omits; L Tr marginal reading brackets τί) some little part, a little: βραχύ τί τοῦ μέλιτος, ἔλαιον βραχύ, Josephus, Antiquities 9,4, 2; βραχυτατος λιβανωτός, Philo de vict. off. § 4); διά βραχέων in few namely, words, briefly, Plato, Demosthenes, others (cf. Bleek on Hebrews , the passage cited)) Josephus, b. j. 4,5, 4; ἐν βραχυτάτω δηλουν to show very briefly, Xenophon, Cyril 1,2, 15).

Greek Monolingual

-εία, -ύ (AM βραχύς, -εῑα, -ύ)
1. αυτός που έχει μικρό μήκος ή ύψος, κοντός
2. (για χρόνο) σύντομος
3. «βραχεία συλλαβή» ή «βραχύ φωνήεν» — συλλαβή ή φωνήεν των οποίων η προφορά διαρκεί συντομότερο χρόνο από άλλες συλλαβές ή φωνήεντα
αρχ.
1. (για απόσταση) σύντομος, κοντινός
2. (για αριθμό) μικρός
3. (για πρόσωπα) ασήμαντος, τιποτένιος
4. (για πράγματα) ευτελής, μηδαμινός
5. (το ουδ. ως επίρρ. χρον.) βραχύ, το και «ἐν βραχεῑ», «πρός βραχύ» — για λίγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ινδοευρωπαϊκής προελεύσεως < mrghu- «βραχύς», συγγενής με αρκετούς τύπους της Ινδοϊρανικής και Γερμανικής, που ανάγονται στην ίδια ρίζα
πρβλ. αρχ. ινδ. muhuh, muhu «ξαφνικά» (< mrhu-) αβεστ. mƏrƏzu- «βραχύς», που απαντά ως α' συνθετικό στο mƏrƏzujēti-, mƏrƏzu-j (ĩ) va-, αρχ. άνω γερμ. (murg (i) «βραχύς», γοτθ. maurgus < ga-maurgjan «βραχύνω» κ.ά. Τέλος το λατ. brevis «βραχύς» (< mreghu-i-), με διαφορετική μεταπτωτική βαθμίδα, συσχετίζεται από μερικούς με την ίδια ομάδα λέξεων.
ΠΑΡ. βραχύνω, βραχύτητα (-της).
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) βλ. βραχυ-. (Β' συνθετικό) βίβραχυς, πεντάβραχυς, τρίβραχυς αρχ. αμφίβραχυς, απαλοβραχύς, εξάβραχυς, ημίβραχυς, μεσόβραχυς, ολόβραχυς, πρόβραχυς, τετράβραχυς, υπόβραχυς].

Greek Monotonic

βραχύς: -εῖα, (Ιων. -έα), -ύ, συγκρ. βραχύτερος, βραχίων, υπερθ. βραχύτατος, βράχιστος· σύντομος, Λατ. brevis.
1. λέγεται για τον χώρο και τον χρόνο, σε Ηρόδ., Αττ.· ἐν βραχεῖ (Ιων. βραχέϊ), σε μικρό χρονικό διάστημα, συνοπτικά, σε Ηρόδ. κ.λπ.· διὰ βραχέος, σε Θουκ.· επίρρ., βραχέως, ανεπαρκώς, λίγο, σπανίως, σε αραιά διαστήματα, στον ίδ.
2. χρησιμοποιείται για το μέγεθος, κοντός, μικρός, λίγος, σε Πίνδ., Σοφ.· βραχὺ τεῖχος, το κοντό, χαμηλό τείχος, σε Θουκ.· κατὰ βραχύ, λίγο-λίγο, σταδιακά, στον ίδ.
3. λέγεται και για ποσότητα, λίγος· διὰ βραχέων, με λίγες λέξεις, σε Πλάτ.· διὰ βραχυτάτων, σε Δημ.· επίρρ., βραχέως, σύντομα, περιληπτικά, σε Ξεν.
4. επίσης χρησιμοποιείται και για ποιότητα, ταπεινός, ασήμαντος, σε Σοφ.· λέγεται και για πράγματα, μικρός, μηδαμινός, ασήμαντος, στον ίδ. κ.λπ.· ουδ. ως επίρρ., βραχὺ φροντίζειν τινός, σκέφτομαι επιπόλαια, αψήφιστα, ασυλλόγιστα για κάτι, αδιαφορώ, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

βρᾰχύς: εῖα, ион. έα, ύ (compar. βραχύτερος, βραχίων и βράσσων; superl. βραχύτατος и βράχιστος)
1) короткий, недлинный (ὁδός Pind., Plat., Plut.; αἰχμή Her.);
2) невысокий, низкий (τεῖχος Thuc.): β. μορφάν Pind. малорослый;
3) узкий, неглубокий (φάλαγξ Xen.; τάξις Polyb.);
4) короткий, недолгий (βίος Her.; χρόνος Aesch., Plat.; ἡμέρα Arst.): ἐν βραχεῖ Plat. (ἐν βραχεϊ Her.) вскоре, Pind., Xen. вкратце; διὰ βραχέος Thuc. в короткое время или спустя короткое время; διὰ βραχέων Plat. в немногих словах: κατὰ βραχύ Plat. вкратце, Thuc., Polyb. понемногу, мало-помалу;
5) грам. краткий (φωνῆεν Arst.);
6) мелкий, небольшой, незначительный (οὐσία Isae.; κέρδος Lys., Plat.; ἔργον Xen.; πλῆθος Arst.; ἀφορμή Polyb.);
7) немногочисленный, скудный (μέρη Plat.; ἱππεῖς Polyb.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: short (Hdt., Pi.)
Other forms: Comp. βραχύτερος, -τατος, βράχιστος. ἅπ. λεγ. βράσσων τε νόος (Κ 226), (after θάσσων?), s. Seiler, Steigerungsformen 43. Aeol. βροχύς
Derivatives: βραχύτης, -τητος (Pl.); τὸ βράχος only Procop.). Denom. βραχύνω shorten (Hp.). On βράχεα n. pl. shallows s. βράγος.
Origin: IE [Indo-European] [750] *mr̥ǵhú- short
Etymology: Agrees with Skt. múhuḥ, múhu adv. suddenly, muhūrtá- n. short time, moment, MInd. form for *mr̥hú-, Av. mǝrǝzu- short in mǝrǝzu-ǰīti-, mǝrǝzu-ǰ(ī)va- short life resp. shortlived (cf. ὁ βίος βραχύς Hp.), Sogd. murzak id.; OHG murg(i) kurz, OE myrge kurzweilig, Goth. *maúrgus in ga-maúrgjan shorten; also Lat. brevis < *mreǵhu̯-i-.

Middle Liddell


short, Lat. brevis:
1. of Space and Time, Hdt., attic; ἐν βραχεῖ (ionic βραχέϊ) in a short time, briefly, Hdt., etc.; διὰ βραχέος Thuc.:—adv. βραχέως, scantily, seldom, Hdt.
2. of Size, short, small, little, Pind., Soph.; βρ. τεῖχος a low wall, Thuc.; κατὰ βραχύ little by little, Thuc.
3. of Quantity, few, διὰ βραχέων in few words, Plat.; διὰ βραχυτάτων Dem.:—adv., βραχέως, briefly, in few words, Xen.
4. of quality, humble, insignificant, Soph.:—of things, small, petty, trifling, Xen., etc.:—neut. as adv., βραχὺ φροντίζειν τινός to think lightly of, Dem.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βραχύς -εῖα -ύ kort
1. van ruimte, tijd, afstand, lengte of omvang kort, klein:; ὁδός... μάλα βραχεῖα οὖσα een weg die heel kort is Plat. Lg. 718e; ἐκ βραχέος van korte afstand Hp. Aër. 9; ἐπὶ βραχὺ ἐξικνοῦνται (hun slingeraars) hebben een kort bereik Xen. An. 3.3.17; κατὰ βραχὺ προϊών beetje bij beetje oprukkend Thuc. 1.64.2; adv..; βραχύτερα τῶν Περσῶν ἐτόξευον zij konden minder ver schieten dan de Perzen Xen. An. 3.3.7; β. χρόνος korte tijd Aeschl. PV 939; διὰ βραχέος in korte tijd Thuc. 2.83.5; ἐν βραχεῖ in korte tijd Hdt. 5.24.3; μετὰ βραχύ korte tijd later NT Luc. 22.58; ἐν βραχεῖ τεύχει in een krappe urn Soph. El. 1113; ook van korte klinkers of lettergrepen; spec. van woorden kort, weinig :. βραχέα φράσαι weinig zeggen Soph. OC 570; διὰ βραχέων in weinig woorden Plat. Prot. 336a; ὡς ἂν δύνωμαι διὰ βραχυτάτων zo beknopt als ik kan Dem. 27.3; ἐν βραχεῖ in het kort Soph. El. 673; ἐν βραχυτάτῳ zeer in het kort Xen. Cyr. 1.2.15.
2. van kwaliteit of belang klein, gering, onbeduidend :. χάρισαι βραχύ τι een klein plezier doen Aristoph. Th. 938; χὠ βραχὺς νικᾷ μέγαν zelfs een gering man behaalt een grote overwinning Soph OC 880; βουλεύεσθε... οὐ περὶ βραχέων jullie beraadslagen over niet onbeduidende zaken Thuc. 1.78.1; β. πρόφασις een gering excuus Eur. IA 1180; βραχέος... κέρδους ἕνεκα omwille van een beperkt gewin Lys. 7.17.