ὅμοιος

From LSJ
Revision as of 08:37, 10 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) :" to "$1 $2, $3, $4, $5 :")

Ἦθος πονηρὸν φεῦγε καὶ κέρδος κακόν → Iniusta fuge compendia et mores malos → Charakterlosigkeit und Unrechtsvorteil flieh

Menander, Monostichoi, 204
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὅμοιος Medium diacritics: ὅμοιος Low diacritics: όμοιος Capitals: ΟΜΟΙΟΣ
Transliteration A: hómoios Transliteration B: homoios Transliteration C: omoios Beta Code: o(/moios

English (LSJ)

or (as in Hom., Ion., and old Att.) ὁμοῖος, α, ον (cf. ἐρῆμος, ἑτοῖμος) : later Ep. also ὁμοίιος (B, q.v.); Aeol. ὔμοιος Theoc.29.20 (Adv.A ὁμοίως IG12(2).69a6); Arc. ὑμοῖος Schwyzer665A15 (Orchom., iv B.C.) : (ὁμός) :—like, resembling, ὡς αἰεὶ τὸν ὁμοῖον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὁμοῖον = as ever, god brings like and like together, 'birds of a feather flock together', Od.17.218; ὁ ὅμοιος τῷ ὁμοίῳ Pl.Grg.510b; ὁ ὅμοιος ὡς τὸν ὅμοιον Arist.EN1155a34; τὸ ὁμοῖον τῷ ὁμοίῳ φίλον = like is the friend of like ib.1165b17, v. infr. 6; ὡς ἐπὶ τῶν ὁμοίων as in similar cases (of persons), BGU79.18 (ii A.D.), etc. : Comp. ὁμοιότερος = more like, Pl.Phd.79b : Sup. ὁμοιότατος = most like, Hdt.2.92, S.Ant.833 (lyr.), etc. 2 the same, ἄμφω γὰρ πέπρωται ὁμοίην γαῖαν ἐρεῦσαι Il.18.329; χρὼς οὐκέθ' ὁ. Od.16.182; hence (sc. ἑαυτῷ), always the same, unchanging, αἰεὶ πόδας καὶ χεῖρας ὁμοῖοι Hes.Op.114; ὅμοιος τὴν γνώμην = the same as ever, Antipho 5.76; γνῶμαι πρὸς τοὺς αὐτοὺς κινδύνους ὁμοῖαι Th.2.89; ἀεὶ ὅ. εἶ, ὦ Ἀπολλόδωρε Pl.Smp.173d; ἓν καὶ ὅμοιον = one and the same, Id.Phdr.271a. 3 equal in force, a match for one, Il.23.632, Hdt.9.96. 4 of things, suiting, according with, πολλά τε καὶ ὅ. ἑαυταῖς Id.R.549e; ὅ. τῇ φύσει Ar.Th.167. 5 ὁμοῖον ἡμῖν ἔσται it will be all the same, all one to us, Hdt.8.80; σὺ δ' αἰνεῖν εἴτε με ψέγειν θέλεις, ὁμοῖον A.Ag.1404, cf. 1239, E.Supp.1069; ἐν τῷ ὁ. καθειστήκει Th.2.49. 6 τὸ ὅμοιον ἀνταποδιδόναι give 'tit for tat', Hdt.1.18; so τὴν ὁμοίην (sc. δίκην, χάριν) ἀποδιδόναι τινί Id.4.119, 6.21,62; τὴν ὁ. φέρεσθαι παρά τινος to have a like return made one, ibid.; ἐπ' ἴσῃ καὶ ὁμοίᾳ, v. ἴσος ΙΙ.2. 7 ἐν ὁμοίῳ ποιεῖσθαί τι hold a thing in like esteem, Id.7.138,8.109. 8 ἐκ τοῦ ὁ. in like fashion, likewise, Th.6.78,87; ἐκ τῶν ὁμοίων = ceteris paribus, Pl.Phdr.243d; on equal terms, in fair fight, A.Ag.1423; so ἐν τῷ ὁ. στρατεύεσθαι καὶ ὅτε . . as when... Th.6.21, etc. II of the same rank or station, Hdt.1.134; γαμεῖν ἐκ τῶν ὁμοίων Cleobul. ap. Stob.3.1.172, POxy.124.2 (iii A.D.), PSI 2.120.33 (iv A.D.?) : hence οἱ ὅμοιοι, in aristocratic states, peers, all citizens who had equal right to hold state-offices, esp. at Sparta, X.HG 3.3.5, Lac.13.1,7, Arist.Pol.1306b30; Περσέων ὁμοίους τοῖσι πρώτοισι δυώδεκα Hdt.3.35. III Geom., of figures, similar, Euc.6 Def.1, 3 Def.11, al.; of angles, similar, i.e. equal, Arist.Cael.296b20,297b19, 311b34, cf. Thalesap.Procl.in Euc.1p.251F. 2 of Numbers, square, the product of two equal factors, Plot.6.2.21; cf. ἀνόμοιος 2. B Construction : 1 abs., freq. in Hom., etc. (v. supr.). 2 c. dat. of the person or thing which another resembles : so always in Hom., Hes., and usually in Hdt. and Att. (v. supr.) : but sometimes c. gen., τοῖσι τούτων ὁμοίοις χύμασι v.l. in Hp.Art.12 (DielsZtschr.f.vergl. Sprachf.47.200), v.l. in Hdt.3.37 and Pl.R.472d; τουτέων οὐκ ἔστιν ἄλλο ἔθνος ὁμοίας τὰς κεφαλὰς ἔχον οὐδέν (ellipt. as in b. infr.) Hp. Aër.14; ὁ λεκτικὸς πῇ μὲν ὅμοιος Ἡροδότου, πῇ δὲ ἐνδεέστερος D.H. Pomp.4; ὁμοία ἀνδριάντος Dion.Byz.53; ὅμοιον ἱέρακος Cyran.22, cf. 12. b ellipt. phrases, κόμαι Χαρίτεσσιν ὁμοῖαι, for κόμαι ταῖς τῶν Χαρίτων ὁμοῖαι, Il.17.51; οὔ τις ὁμοῖα νοήματα Πηνελοπείῃ ᾔδη, for τοῖς τῆς Πηνελοπείης, Od.2.121 : also in Prose, ἅρματα ὅ. ἐκείνῳ, for τοῖς ἐκείνου, X.Cyr.6.1.50; ὁμοίαν ταῖς δούλαις ἐσθῆτα, for τῇ τῶν δουλῶν, ib.5.1.4; cf. ἴσος 1.1, συγγενής ΙΙΙ.2. 3 c. acc. of that in which a person or thing resembles another, ἀθανάτῃσι φυὴν καὶ εἶδος ὁμοίη Od.6.16, cf. 3.468, Il.5.778; ὀργὴν ὁ. τῷ κάκιστ' αὐδωμένῳ A.Th.678, cf. S.Aj.1153, etc. : also with Preps., ὁμοῖοι ἐν πολέμῳ Il.12.270; ἐς φύσιν οὐδὲν ὁ. Batr.32; ὅ. τινὶ πρός τι X.Cyn.5.29; but οὐδὲν ὁμοῖον ἦν μοι πρὸς τοῦτον I had nothing in common with him, Is. 8.26. 4 c. inf., θείειν ἀνέμοισιν ὁμοῖοι like the winds in running, Il. 10.437; τῷ οὔ πώ τις ὁμοῖος κοσμῆσαι ἵππους like him to marshal or in marshalling horses, 2.553, cf. 14.521; ὅμοιοι ἦσαν θαυμάζειν (s. v.l., θαυμάζοντες codd. dett.) X.An.3.5.13. b ὅμοιον εἰπεῖν approximately, Men.Epit.548. 5 followed by a Relat., ὁμοίη, οἵην με τὸ πρῶτον ἐν ὀφθαλμοῖσι νόησας like as when thou saw'st me first, h.Ven. 178; ὅμοιον... οἷόνπερ τὸ τῶν ποταμῶν X.HG4.2.11, cf. Hier.7.5, Cyr.6.1.37: followed by ὅσπερ, Id.An.5.4.34; by ὥσπερ, ὁ. ἀτμὸς ὥσπερ ἐκ τάφου πρέπει A.Ag.1311, cf. X.Smp.4.37; by ὥστε, E.Or.697; v. infr. c. 6 followed by καί (='as'), γνώμῃσι ἐχρέωντο ὁμοίῃσι καὶ σύ Hdt.7.50, cf. Th.1.120, Pl.Cri.48b, Tht.154a; οὐδέν τι γενόμενος ἐς Ἀχαιοὺς ὅμοιος [ἢ] καὶ Καλλίστρατος . . Paus.7.16.4; v. καί A. III. C Adv., freq. in the neut. sg. and pl. ὅμοιον, ὅμοια (older ὁμοῖον, ὁμοῖα) in like manner with, c. dat., ὁμοῖα τοῖσι μάλιστα 'second to none', Hdt.3.8, cf. Th.7.29; ὁμοῖα τοῖσι πλουσιωτάτοισι Hdt.3.57; ὅμοιον μουσίσδει . . ταῖσιν ἀηδονίσι Theoc.8.37 : followed by a relat. Partic., ὁμοῖον ὥστε . . even as, S.Ant.587 (lyr.); ὁ. ὡς εἰ . . Pl.Lg.628d; ὁμοῖα καὶ βοῦς ἐργάτης S.Fr.563. 2 alike, ὅμοια χέρσον καὶ θάλασσαν ἐκπερῶν A.Eu.240. II regul. Adv. ὁμοίως = in like manner, in like manner with, c. dat., Hdt.1.32, al.; τοῖς μάλισθ' ὁ. D.Ep.2.24 : followed by a relat. Partic., ὁ. ὡς εἰ . . Hdt.1.155; ὁ. ὥσπερ . . X.Cyr.1.4.6; ὁ. καὶ . . Hdt. 7.86, 8.60.β' : abs., ὁμοίως δέ = and in like manner, PEleph.15.1 (iii B. C.), etc. 2 alike, equally, Pi.P.9.78, Hdt.7.100; Δαναοῖσι Τρωσί θ' ὁ. A.Ag.67 (anap.); λέγειν . . σιγᾶν θ' ὁ. Id.Eu.278, etc.; τῷ νῷ θ' ὁ. κἀπὸ τῆς γλώσσης S.OC936; ὁ. μὲν... ὁ. δὲ . . Pl.Prt.319d; ὁ. ἀμφοῖν ἀκροάσασθαι D.18.2; ὁμοίως ἔχειν = to be uniform, Arist.Ph.261b25 : prov., οὐδ' ὅκου χώρης οἱ μῦς ὁμοίως τὸν σίδηρον τρώγουσιν = in the land where mice eat iron like any other food, Herod. 3.76 (but perhaps all alike, cf. Ar.Eq.1296 cod. R, Th.5.15 (s. v.l.), Plu.2.763c, Lat. ubi mures ferrum rodunt, Seneca, Apocolocyntosis 7.1; Comp. ὁμοιότερον AP11.233 (Lucill.): Sup. ὁμοιότατα Ar.Fr. 281.

French (Bailly abrégé)

ion. et anc. att. ὁμοῖος;
α, ον :
I. semblable ; d'où
1 de même nature : αἰεὶ τὸν ὁμοῖον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὁμοῖον OD toujours la divinité pousse le semblable vers le semblable (cf. fr. qui se ressemble s'assemble) ; τὸ ὁμοῖον ἀνταποδιδόναι, ou τὴν ὁμοίην (s.e. δίκην ou χάριν) διδόναι, ou ἀποδιδόναι HDT rendre la pareille ; ὁμοῖον ἡμῖν ἔσται HDT ce sera pour nous la même chose, cela aura le même résultat pour nous ; ἐν τῷ ὁμοίῳ THC, ἐκ τοῦ ὁμοίου THC de la même façon, de même ; ἐν τῷ ὁμοίῳ στρατεύεσθαι THC combattre à armes égales, càd dans des conditions semblables ; ὁμοίϊος épq. πόλεμος IL combat dans lequel les deux parties sont également fortes;
2 syn. deαὐτός, le même, la même;
3 qui concerne tous également, càd général, commun : γῆρας ὁμοίϊον IL la vieillesse commune à tous les hommes, que tous ont également à attendre ; ὁμοίϊος θάνατος OD la mort qui attend tout le monde également;
4 qui s'accorde avec, qui s'adapte à, qui convient à, conforme à : ἧ πάνθ’ ὁμοῖα πᾶς ἀνὴρ αὑτῷ πονεῖ SOPH chacun fait ce qui lui plaît, ce qui est conforme à son caractère ou à sa situation;
5 égal à, de même force, de même valeur que, τινι ; particul. égal en droits : οἱ ὅμοιοι XÉN les égaux, càd les citoyens qui avaient le droit de participer à tous les emplois et à l'administration de l'État (cf. fr. les pairs);
6 qui a les mêmes sentiments ou la même façon de penser que, qui s'accorde avec, τινι;
7 qui reste toujours le même, qui ne change pas, immuable;
En ces divers sens, ὅμοιος se construit;
1 • avec le dat. : κόμαι Χαρίτεσσιν ὁμοῖαι IL des cheveux semblables à ceux des Grâces, litt. comme les Grâces;
2 • avec l'acc. : δέμας ἀθανάτοισιν ὅμοιος OD semblable par la stature aux immortels;
3 • avec οἷος ou οἷόσπερ : ταῦτα ὅμοιος εἶ οἶόσπερ καὶ τἄλλα XÉN tu es sur ce point absolument comme sur les autres;
4 • suivi de καί : γνώμῃσι ἐχρέοντο ὁμοίῃσι καὶ σύ HDT ils avaient la même opinion que toi;
III. neutre adv. • ὅμοιον, plur. neutre • ὁμοῖα, de même que, avec le dat. ou avec καί;
Cp. ὁμοιότερος, Sp. ὁμοιότατος.
Étymologie: ὁμός, cf. lat. similis.

German (Pape)

Att. = ὁμοῖος.

Russian (Dvoretsky)

ὅμοιος: ион. и староатт. ὁμοῖος, эп. ὁμοίϊος, эол. ὔμοιος 3, редко
1 похожий, сходный, подобный: θείειν ἀνέμοισιν ὁμοῖοι Hom. (кони), на бегу подобные ветрам; ὁ ὅ. τῷ ὁμοίῳ φίλος погов. Plat. свой своему (поневоле) брат; κόμαι Χαρίτεσσιν (= ταῖς τῶν Χαρίτων κόμαις) ὁμοῖαι Hom. кудри как у Харит; δέμας ἀθανάτοισιν ὁ. Hom. осанкой подобный бессмертным; ὅμοιοι ἦσαν θαυμάζειν Xen. они как будто удивлялись;
2 равный, одинаковый, один и тот же, такой же: ὁμοῖον ἡμῖν ἔσται Her. для нас (это) будет безразлично; τὸ ὁμοῖον ἀνταποδιδόναι Her. оказать услугу за услугу; τὴν ὁμοίην (sc. χάριν или δίκην) (ἀπο)διδόναι Her. отплатить тем же; ταῦτα ὅ. εἶ οἷόσπερ καὶ τἄλλα Xen. в этом ты такой же, как и во всем прочем; ἐκ τοῦ ὁμοίου, ἐκ τῶν ὁμοίων и ἐν τῷ ὁμοίῳ Thuc. etc. таким же образом, так же точно, в равном положении или безразлично; ἕν καὶ ὅμοιον Plat. одно и то же; ὅ. καὶ ἴσος Her. совершенно равный; см. тж. ὅμοιοι;
3 взаимный (νεῖκος Hom.);
4 являющийся уделом всех, всеобщий (πόλεμος, θάνατος, γῆρας Hom.);
5 все тот же, неизменный (ἀεὶ ὅ. εἶ Plat.);
6 подходящий, соответствующий, пригодный: ἦ πάνθ᾽ ὅμοια πᾶς ἀνὴρ αὑτῷ πονεῖ Soph. всякий делает все то, что ему нравится; τοῖσι ἔπεοι τὰ ἔργα παρέχεσθαι ὁμοῖα Her. (вавилоняне увидели, что) дела (Зопира) соответствуют (его) словам - см. тж. ὅμοιον.

Greek (Liddell-Scott)

ὅμοιος: ἢ (ὡς παρ’ Ὁμ. Ἴωσι καὶ τῇ Ἀρχαίᾳ Ἀττ.) ὁμοῖος, α, ον, (πρβλ., ἐρῆμος, ἑτοῖμος)· παρ’ Ἀττ. συχν. ος, ον· παρ’ Ἐπικ. ὑπάρχει καὶ τύπος, ὁμοίϊος, ὃ ἴδε· οὐδὲν θηλυκ. εἶναι ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ.· Αἰολ. ὕμοιος Θεόκρ. 29. 20· (ὁμός)· - ὡς καὶ νῦν, ὅμοιος, Λατ. similis, Ὅμ., κτλ.· παροιμ., ὡς αἰεὶ τὸν ὁμοῖον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὁμοῖον, «ὅμοιος εἰς τὸν ὅμοιον», Ὀδ. Ρ. 218· οὕτω, ὁ ὅμοιος τῷ ὁμοίῳ Πλάτ. Γοργ. 510Β· ὁ ὁμ. ὡς τὸν ὅμ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 1. 6· τὸ ὅμ. τῷ ὁμ. φίλον αὐτόθι 9. 3, 3· ἴδε κατωτ. 7. - συκρ. ὁμοιότερος, Πλάτ. Φαίδων 79Β· ὑπερθ. ὁμοιότατος, Ἡρόδ. 2. 92, Σοφ. Ἀντ. 833, Πλάτ., κτλ. 2) ὡσαύτως ἐπὶ ἐντελοῦς συμφωνίας ἢ ὁμοιότητος, = ὁ αὐτός, Ἱλ. Σ. 329, Ὀδ. ΙΙ. 182· ὅμοιος τὴν γνώμην, ἀμετάβλητος, ὁ αὐτός, «ὁ ἴδιος», Ἀντιφῶν 138, 19· ἔν καὶ ὅμ., ἓν καὶ τὸ αὐτό, Πλάτ. Φαῖδρ. 271Α. 3) οὗ μετέχουσιν ἀμφότεροι ἐπ’ ἴσης, δηλ. κοινός, νεῖκος ὁμ., ἀμοιβαία διαμάχη, Ἰλ. Δ. 444· ὁμ. πόλεμος, καθ’ ὃν ἕκαστος λαμβάνει μέρος, συχν. παρ’ Ὁμ.· γῆρας ὁμ., οὗ μετέχουσι πάντες ἐξ ἴσου, κοινὸν πᾶσι. Ἰλ. Δ. 315· θάνατος Ὀδ. Γ. 236· μοῖρα Ἰλ. Σ. 120· πότμος Πινδ. Ν. 10. 107· πρβλ. κοινός, Λατ. communis. 4) ἰσοδύναμος, ἰσόπαλος, ἱκανὸς ἀνίπαλος, Λατ. par, Ἰλ. Ψ. 632, Ἡρόδ. 9. 96. 5) ὅμοιος τὸν νοῦν ἢ τὴν θέλησιν, συμφωνῶν μετά τινος, τινι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 180· - ἐντεῦθεν ἐξυπακουομ. τοῦ ἑαυτῷ) ἀείποτε ὁ αὐτός, ἀμετάβλητος, αἰεὶ πόδας καὶ χεῖρας ὁμοῖοι αὐτόθι 114· ὅμοιός εἰμι πρὸς τοὺς αὐτοὺς κινδύνους Θουκ. 2. 89· ἀεὶ ὅμοιος εἶ, ὦ Ἀπολλόδωρε Πλάτ. Συμπ. 173D· - ὡσαύτως ἐπὶ πραγμάτων, ἁρμόζων, σύμφωνος πρός τι, ἦ πάνθ’ ὁμοῖα πᾶς ἀνὴρ αὐτῷ πονεῖ Σοφ. Αἴ. 1366, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 549Ε· ὅμοια τῇ φύσει Ἀριστοφ. Θεσμ. 167. 6) ὁμοῖον ἡμῖν ἒσται, θὰ εἶναι τὸ αὐτό, ἀδιάφορον εἰς ἡμᾶς, Λατ. perinde erit, Ἡρόδ. 8. 80 σὺ δ’ αἰνεῖν εἴτέ με ψέγειν θέλεις, ὁμοῖον Αἰσχύλ. Ἀγ. 1403, πρβλ. 1239, Εὐρ. Ἱκέτ. 1069· οὕτως, ἐν τῷ ὁμ. καθειστήκει Θουκ. 2. 49. 7) τὸ ὁμοῖον ἀνταποδιδόναι, τὰ ἴσα, Λατ. par pari referre, Ἡρόδ. 1. 18· οὕτω, τὴν ὁμοίην (ἐξυπακ. δίκην, χάριν) διδόναι ἢ ἀπεδιδόναι τινὶ ὁ αὐτ. 4. 119., 6. 21· ἀλλά, τὴν ὁμοίην φέρεσθαι παρά τινος, λαμβάνειν τὸ αὐτὸ παρά τινος εἰς ἀνταπόδοσιν, ὁ αὐτ. 6. 62· ἐπ’ ἴσῃ καὶ ὁμοίᾳ, ἴδε ἴσος ΙΙ. 2. 8) ἐν ὁμοίῳ ποιεῖσθαί τι, θεωρεῖν τι ἐξ ἴσου ἔντιμον, Ἡρόδ. 7. 138., 8. 109. 9) ἐκ τοῦ ὁμοίου, ὡς τὸ ὁμοίως, Θουκ. 6. 78, 87· οὕτως, ἐκ τῶν ὁμοίων Πλάτ. Φαῖδρ. 2431)· ἀλλά, ἐκ τῶν ὁμοίων, ὡσαύτως, μὲ ὅμοια πλεονεκτήματα, ἐν ἴσῳ ἀγῶνι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1423· οὕτως, ἐν τῷ ὁμ. στρατεύεσθαι Θουκ. 6. 21, κτλ. ΙΙ. τῆς αὐτῆς τάξεως ἢ θέσεως, Ἡρόδ. 1. 134· ἐντεῦθεν, οἱ ὅμοιοι, ἐν ἀριστοκρατουμέναις πόλεσιν, οἱ εὐγενεῖς, πάντες οἱ πολῖται ὅσοι εἶχον ἴσον δικαίωμα νὰ κατέχωσιν δημόσια ὑπουργήματα (ὡς ὁ λαὸς ἅπας ἐν ταῖς δημοκρατουμέναις), μάλιστα ἐν Σπάρτῃ, Ξεν. Ἑλλ. 3. 3, 5, Λακ. 13, 1 καὶ 7, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 7, 3., 5. 8, 5· πρβλ. ὁμότιμος. Β. Σύνταξις: 1) ἡ λέξις κεῖται πολάκις ἀπολ., ὡς παρ’ Ὁμήρῳ, κλ. 2) τὸ πρόσωπονπρᾶγμα πρὸς ὃ ἕτερον εἶναι ὅμοιον τίθεται κατὰ δοτ., ὡς τὸ Λατ. similis, οὕτω δὲ ἀείποτε παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ., καὶ συνηθέστατα παρ’ Ἡρόδ. καὶ Ἀττ.· ἀλλ’ ἐνίοτε ὡς τὸ Λατ. similis, κατὰ γεν., ἥτις δύναται νὰ δικαιολογηθῇ ὡς ἐκ τῆς συγκριτικῆς ἢ παραθετικῆς σημασίας τοῦ ὅμοιος, Ἡρόδ. 3. 37, Πινδ. Π. 2. 88, Πλάτ. Πολ. 472D. - Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες συχνάκις μεταχειρίζονται ἐλλειπτ. φράσεις: κόμαι Χαρίτεσσιν ὁμοῖα ἀντί, κόμαι ταῖς Χαρίτων ὁμοῖαι, Ἰλ. Ρ. 51· οὔτις ὁμοῖα φρονήματα Πηνελοπείῃ ᾔδη, ἀντὶ, τοῖς Πηνελοπείης, Ὀδ. Β. 121· οὐχὶ σπανίως παρὰ τοῖς πεζογράφοις, οἷον, ἅρματα ὅμοια ἐκείνῳ, ἀντὶ, τοῖς ἐκείνου, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 50· ὁμοίαν τοῖς δούλοις ἐσθῆτα, ἀντὶ, τῇ τῶν δούλων, αὐτόθι 5. 1, 4· πρβλ. ἴσος Ι, συγγενὴς ΙΙ. 2. 3) ἐκεῖνο δὲ καθ’ ὃ πρόσωπόν τι ἢ πρᾶγμα εἶναι ὅμοιον ἑτέρῳ τίθεται κατ’ αἰτ., ἀθανάτῃσι φυὴν καί εἶδος ὁμοίη Ὀδ. Ζ. 16., πρβλ. Γ. 468, Ἰλ. Ε. 778· οὕτως, ὀργὴν ὁμ. τῷ κάκιστ’ αὐδωμένῳ Αἰσχύλ. Θήβ. 678, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 1153, κτλ.· ὡσαύτως, ὁμοῖος ἐν πολέμῳ Ἰλ. . 270· ἐς φύσιν οὐδὲν ὁμ. Βατραχομυομ. 32· μεθ’ Ὁμ., ὅμ. τινι πρός τι Ξεν. Κυν. 5, 26· ἀλλά, οὐδὲν ἦν μοι ὅμοιον πρὸς τοῦτον, οὐδὲν εἶχον κοινὸν πρὸς τοῦτον, Ἰσαῖ. 71. 37. 4) μετ’ ἀπαρ., θείειν ἀνέμοισιν ὁμοῖοι, εἰς τὸ τρέχειν ὅμοιοι πρὸς τοὺς ἀνέμους, Ἰλ. Κ. 437· τῷ οὔπω τις ὁμοῖος κοσμῆσαι ἵππους, οὐδεὶς εἶναι ὅμοιος πρὸς αὐτὸν εἰς τὸ νὰ κοσμήσῃ ἵππους, Β. 553, πρβλ. Ξ. 521· οὕτω παρὰ Ξεν. ἐν Ἀν. 3. 5, 13, ὁ Δινδ. ἐκ καλοῦ τινος Ἀντιγράφου διώρθωσεν: ὅμοιοι ἦσαν θαυμάζειν (ἀντὶ θαυμάζοντες), ἔνθα ὁ Πόρσ.: οἷοι ἦσαν θαυμάζειν. 5) ἑπομένης ἀναφορικῆς ἢ ὁμοιωματικῆς προτάσεως, ὁμοίη, οἵην με τὸ πρῶτον ἐν ὀφθαλμοῖσι νόησας, ὁποία ἤμην ὅτε κατὰ πρῶτον μὲ εἶδες, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 180· ὅμοιον.., οἷόνπερ τὸ τῶν ποταμῶν Ξεν. Ἑλλ. 4. 2, 11, πρβλ. Κύρ. 6. 1, 37· οὕτως ἑπομένου ὅσπερ, ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 5. 4, 34· ἑπομένου ὥσπερ, ὁμοῖος ἀτμὸς ὥσπερ ἐκ τάφου πρέπει Αἰσχύλ. Ἀγ. 1131, πρβλ. Ξεν. Συμπ. 4, 37· ἑπομένου ὥστε, Εὐριπ. Ὀρ. 697· ἴδε κατωτ. Γ. 6) ἑπομένου τοῦ καί, οἷον ἐν τῇ Λατ. perinde ac.., aequw ac, γνώμῃσι ἐχρέοντο ὁμοίῃσι καὶ σὺ Valck. εἰς Ἡρόδ. 7. 50, 2, πρβλ. Θουκ. 1. 120, Πλάτ. Κρίτων 48Β. Heind. εἰς Θεαίτ. 154Α· ὡσαύτως ἑπομένου ἢ καί, Παυσ. 7. 16, 4· ἴδε ἐν λέξ. καὶ Α. ΙΙΙ. Γ. Ἐπίρρ., συχνάκις ἐν τοῖς τύποις τῶν οὐδετέρων ὅμοιον καὶ ὅμοια, Ἰων. καὶ Ἀρχ. Ἀττ. ὁμοῖον, ὁμοῖα, καθ’ ὅμοιον τρόπον μέ..., μετὰ δοτ., ὁμοῖα τοῖς μάλιστα, ὡς οἱ πρωτεύοντες, Ἡρόδ. 3. 8· ὁμοῖα τοῖς πρώτοισι αὐτόθι 35, πρβλ. 57· ὁμοῖον μουσίσδει.. ταῖσιν ἀηδονίσι Θεόκρ. 8. 37· ἑπομένου ὁμοιωματικοῦ μορίου ἀναφορικοῦ, ὁμοῖον ὥστε ..., ὁμοίως ὡς ὅτε..., Σοφ. Ἀντ. 587, Εὐρ. Ὀρ. 697· ὅμ. ὡς εἰ... Πλάτ. Νόμ. 628D· ὁμοῖα καὶ βοῦς ἐργάτης Σοφ. Ἀποσπ. 149. 2) ὁμοίως, παρομοίως, ἐπ’ ἴσης, ὁμοῖα χέρσον καὶ θάλασσαν ἐκπερῶν Αἰσχύλ. Εὐμ. 240. ΙΙ. ὁμαλ. ἐπίρρ. ὁμοίως, καθ’ ὅμοιον τρόπον πρός τινα, μετὰ δοτ., Ἡρόδ. 1. 32, ἀλλὰ καὶ Ἀττ.· τοῖς μάλισθ’ ὁμοίως Δημ. 1473. 12· ἑπομένου ἀναφορικοῦ μορίου, ὁμοίως ὡς εἰ.. Ἡρόδ. 1. 155· ὁμ. ὥσπερ… Ξεν. Κύρ. 1. 4, 6· ὁμ. καὶ ... Ἡρόδ. 7. 86., 8. 60, 2· ὁμ. τε καὶ.. Σοφ. Ο. Κ. 936, πρβλ. Ἕρμανν. εἰς Ο. Τ. 562. 2) ἐπ’ ἴσης, ὡσαύτως, ἐξ ἴσου, Ἡρόδ. 7. 100, Πινδ. Π. 9. 135· Δαναοῖσι Τρωσί θ’ ὁμ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 67· λέγειν... σιγᾶν θ’ ὁμ. ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 278, κτλ.· ὁμ. μέν..., ὁμ. δέ.. Πλάτ. Πρωτ. 319D· ὁμ..., ἀμφοῖν ἀκροᾶσθαι Δημ. 226. 8 ὁμ. ἔχω, εἶμαι ὅμοιος, Ἀριστ. Φυσ. 8. 7, 19. - Συγκρ. ὁμοιότερον μνημονευόμενον ἐκ τῆς Ἀνθ., ὑπερθετ. -ότατα, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 274. - Ἴδε Κόντου Φιλ. Ποκίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 167.

English (Strong)

from the base of ὁμοῦ; similar (in appearance or character): like, + manner.

English (Thayer)

(on the accent cf. (Chandler §§ 384,385); Winer's Grammar, 52 (51); Alexander Buttmann (1873) Ausf. Spr. § 11Anm. 9), ὁμοία, ὅμοιον, also of two term. (once in the N. T., Rst G L T Tr WH; cf. Winer's Grammar, § 11,1; (Buttmann, 26 (23))) (from ὁμός (akin to ἅμα (which see), Latin similis, English same, etc.)) (from Homer down), like, similar, resembling:
a. like i. e. resembling: τίνι, in form or look, Tr text WH marginal reading ὁμοιοις), T WH with the accusative (for dative)); ὁράσει, in appearance, L WH Tr text (see below) in may be compared to a thing, so in parables: like i. e. corresponding or equivalent to, the same as: ὅμοιον τούτοις τρόπον, T WH omit; Tr marginal reading brackets ὅμοιον); in mind and character, τίνος (cf. Winer's Grammar, 195 (183) (cf. § 28,2); Buttmann, § 132,24), R G T Tr marginal reading (see above).

Greek Monotonic

ὅμοιος: ή (Ιων. και αρχ. Αττ.) ὁμοῖος, -α, -ον ή -ος, -ον· Επικ. επίσης ὁμοίϊος (βλ. αυτ.), Αιολ. ὔμοιος· (ὁμός), Αρκαδ. ὑμοῖος.·
Α. I. 1. παρόμοιος, παρεμφερής, Λατ. similis, σε Όμηρ. κ.λπ.· παροιμ., τὸν ὁμοῖον ἄγει θεὸς ὣς τὸν ὁμοῖον, όμοιος στον όμοιο, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, ὁ ὅμοιος τῷ ὁμοίῳ, σε Πλάτ.· συγκρ. ὁμοιότερος, αυτός που έχει μεγαλύτερη ομοιότητα, στο ίδ.· υπερθ. -ότατος, ο πλέον παρεμφερής, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.
2. = ὁ αὐτός, ο ίδιος, σε Όμηρ.· ἓν καὶ ὅμοιον, ένα και το αυτό, σε Πλάτ.· ὁμοῖον ἡμῖν ἔσται, για μας θα είναι ακριβώς το ίδιο, Λατ. perinde erit, σε Ηρόδ.· σὺ δ' αἰνεῖν εἴτε με ψέγειν θέλεις, ὁμοῖον, σε Αισχύλ.
3. αυτός που τον μοιράζονται εξίσου όλοι, κοινός, ὁμ. πόλεμος, πόλεμος στον οποίο καθένας (δηλ. όλοι) λαμβάνει μέρος, σε Όμηρ.· γῆρας, θάνατος, μοῖρα, κοινά για όλους, στον ίδ.·
4. ίσος σε ισχύ, ισοδύναμος, ισάξιος αντίπαλος, Λατ. par, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.
5. παρόμοιος στον τρόπο σκέψης, ομόγνωμος με, σύμφωνος με, τινι, σε Ησίοδ.· απ' όπου (ενν. ἑαυτῷ), πάντοτε ο ίδιος, αμετάβλητος, ὅμοιος πρὸς τοὺς αὐτοὺς κινδύνους, σε Θουκ.
6. τὸ ὁμοῖον ἀνταποδιδόναι, εκδικούμαι με τον ίδιο τρόπο, με τον οποίον αδικήθηκα, Λατ. par pari referre, σε Ηρόδ.· επίσης, τὴν ὁμοίην (ενν. χάριν) διδόναι ή ἀποδιδόναι τινί, στον ίδ.· τὴν ὁμοίην φέρεσθαι παρά τινος, λαμβάνω το ίδιο ως ανταπόδοση από κάποιον, στον ίδ.· ἐπ' ἴσῃ καὶ ὁμοίᾳ (βλ. ἴσος II. 2)·
7. ἐν ὁμοίῳ ποιεῖσθαί τι, αξιολογώ, θεωρώ κάτι εξίσου έντιμο, σε Ηρόδ.
8. ἐκ τοῦ ὁμοίου, με τον ίδιο τρόπο, όπως το ὁμοίως, σε Θουκ.· ἐκ τῶν ὁμοίων, με ισοδύναμα προσόντα, σε δίκαιη μάχη, σε Αισχύλ.
II. λέγεται για την ίδια θέση ή τάξη, σε Ηρόδ.· οἱ ὅμοιοι, αριστοκράτες, ευγενείς, σε Ξεν., Αριστ. Β. Σύνταξη:
1. απόλ., σε Όμηρ. κ.λπ.
2. το πρόσωπο ή το πράγμα με το οποίο είναι κάποιος ή κάτι όμοιο(ς) με δοτ., όπως το Λατ. similis, σε Όμηρ. κ.λπ.· επίσης με γεν.· ελλειπτ. φράσεις, κόμαι Χαρίτεσσιν ὁμοῖαι αντί κόμαι ταῖς τῶν Χαρίτων ὁμοῖαι, σε Ομήρ. Ιλ.
3. αυτό με το οποίο είναι όμοιο ένα πρόσωπο ή πράγμα, σε αιτ. ἀθανάτῃσι φυὴν καὶ εἶδος ὁμοίη, σε Ομήρ. Οδ.
4. με απαρ., θείειν ἀνέμοισιν ὁμοῖοι, τρέχουν σαν τους ανέμους, σε Ομήρ. Ιλ.
5. ακολουθ. από καί, όπως το Λατ. perinde ac, σε Ηρόδ. κ.λπ. Γ. Επίρρ., συχνά στα ουδ. ὅμοιον και ὅμοια, Ιων. και αρχ. Αττ. ὁμοῖον, ὁμοῖα, κατά τον ίδιο τρόπο με, ὁμοῖα τοῖς μάλιστα, σε Ηρόδ.· ὁμοῖα τοῖς πρώτοισι, στον ίδ.
2. παρομοίως, σε Αισχύλ.
II. 1. ομαλ. επίρρ. ὁμοίως, κατά τον ίδιο τρόπο με, με δοτ., σε Ηρόδ., Αττ.· ὁμ. καί..., σε Ηρόδ.
2. εξίσου ισοδύναμα, στον ίδ., Αισχύλ.

Frisk Etymological English

ὁμοῖος See also: s. ὁμός.

Middle Liddell

ὅμοιος, ορ [ionic and old attic ὁμοῖος, η, ον]
I. like, resembling, Lat. similis, Hom., etc.; proverb., τὸν ὁμοῖον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὁμοῖον "birds of a feather flock together, " Od.; so, ὁ ὅμοιος τῷ ὁμοίῳ Plat.:—comp. ὁμοιότερος more like, Plat.; Sup. -ότατος most like, Hdt., Soph., etc.
2. = ὁ αὐτός, the same, Hom.; ἓν καὶ ὅμ. one and the same, Plat.; ὁμοῖον ἡμῖν ἔσται it will be all one to us, Lat. perinde erit, Hdt.; σὺ δ' αἰνεῖν εἴτε με ψέγειν θέλεις, ὁμοῖον Aesch.
3. shared alike by both, common, ὁμ. πόλεμος war in which each takes part, Hom.; γῆρας, θάνατος, μοῖρα common to all, Hom.
4. equal in force, a match for one, Lat. par, Il., Hdt.
5. like in mind, at one with, agreeing with, τινι Hes.:—hence (sub. ἑαυτῷ) always the same, Hes.; ὅμοιος πρὸς τοὺς αὐτοὺς κινδύνους Thuc.
6. τὸ ὁμοῖον ἀνταποδιδόναι to give "tit for tat," Lat. par pari referre, Hdt.; so, τὴν ὁμοίην (sc. χάριν) διδόναι or ἀποδιδόναι τινί Hdt.; τὴν ὁμοίην φέρεσθαι παρά τινος to have a like return made one, Hdt.; ἐπ' ἴσῃ καὶ ὁμοίᾳ (v. ἴσος II.2).
7. ἐν ὁμοίῳ ποιεῖσθαί τι to hold a thing in like esteem, Hdt.
8. ἐκ τοῦ ὁμοίου, alike, much like ὁμοίως, Thuc.; ἐκ τῶν ὁμοίων with equal advantages, in fair fight, Aesch.
II. of the same rank or station, Hdt.: οἱ ὅμοιοι, the peers, Xen., Arist.
B. Construction:
1. absol., as often in Hom., etc.
2. the person or thing to which one is like in dat., as with Lat. similis, Hom., etc.; also in gen.: —ellipt., κόμαι Χαρίτεσσιν ὁμοῖαι, for -κόμαι ταῖς τῶν Χαρίτων ὁμοῖαι, Il.
3. that in which a person or thing is like another is in acc., ἀθανάτῃσι φυὴν καὶ εἶδος ὁμοίη Od.
4. with inf., θείειν ἀνέμοισιν ὁμοῖοι like the winds to run, Il.
5. foll. by καί, like Lat. perinde ac, Hdt., etc.
C. adv., often in the neuters, ὅμοιον and ὅμοια, ionic and old attic ὁμοῖον, ὁμοῖα, in like manner with, ὁμοῖα τοῖς μάλιστα "second to none, " Hdt.; ὁμοῖα τοῖς πρώτοισι Hdt.
2. alike, Aesch.
II. regul. adv. ὁμοίως, in like manner with, c. dat., Hdt., attic; ὁμ. καὶ . . Hdt.
2. alike, equally, Hdt., Aesch.

Frisk Etymology German

ὅμοιος: ὁμοῖος
{hómoios}
See also: s. ὁμός.
Page 2,389

Chinese

原文音譯:Ómoioj 何妹哦士
詞類次數:形容詞(47)
原文字根:有如 相當於: (כְּמֹו‎) (מִין‎)
字義溯源:好像,像,就像,相似,相倣,能比,好比,彷彿,類似,如同;源自(ὁμοῦ)=相同);而 (ὁμοῦ)出自(ὁμολογουμένως)X*=同一的)
同源字:1) (ἀφομοιόω)使成相似 2) (ὁμοιάζω)相像 3) (ὁμοιοπαθής)性情相同的 4) (ὅμοιος)好像 5) (ὁμοιότης)同樣 6) (ὁμοιόω)好比 7) (ὁμοίωμα)樣式 8) (ὁμοίως)照樣地 9) (ὁμοίωσις)形像 10) (παρομοιάζω)相似 11) (παρόμοιος)相似的
出現次數:總共(45);太(9);路(9);約(2);徒(1);加(1);約壹(1);猶(1);啓(21)
譯字彙編
1) 像(16) 路6:47; 路6:48; 路6:49; 路7:31; 路7:32; 路13:18; 約9:9; 約壹3:2; 啓2:18; 啓4:7; 啓4:7; 啓4:7; 啓9:7; 啓9:10; 啓9:19; 啓13:2;
2) 好像(15) 太11:16; 太13:31; 太13:33; 太13:44; 太13:45; 太13:47; 太20:1; 路12:36; 路13:19; 啓1:13; 啓1:15; 啓4:3; 啓4:3; 啓11:1; 啓14:14;
3) 如同(4) 啓4:6; 啓13:11; 啓21:11; 啓21:18;
4) 類似(2) 加5:21; 猶1:7;
5) 能比(2) 啓13:4; 啓18:18;
6) 好像⋯一樣(1) 啓9:7;
7) 像⋯一樣(1) 約8:55;
8) 彷彿(1) 徒17:29;
9) 就像(1) 太13:52;
10) 相倣(1) 太22:39;
11) 好比(1) 路13:21

English (Woodhouse)

equal, similar

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό ὁμός, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Translations

Albanian: i ngjashëm; Arabic: مُمَاثِل‎; Armenian: նման; Asturian: paecíu, semeyante; Azerbaijani: oxşar, bənzər; Belarusian: падобны; Bengali: অনুরূপ; Bulgarian: подобен, сходен; Burmese: ဆန်; Catalan: similar, semblant; Chinese Cantonese: 差唔多; Mandarin: 類似, 类似, 差不多, 相似; Cornish: haval; Czech: podobný; Danish: lignende; Dutch: gelijkend, soortgelijk; Esperanto: simila; Evenki: урэлды; Faroese: líkur, líknandi, átøkur, álíkur; Finnish: samanlainen; French: similaire, semblable; Friulian: someant, pareli, simil; Galician: semellante; Georgian: მსგავსი; German: ähnlich, vergleichbar; Gothic: 𐌲𐌰𐌻𐌴𐌹𐌺𐍃; Greek: παρόμοιος, όμοιος; Ancient Greek: ὅμοιος; Hebrew: דומה‎; Hindi: समान, अनुरूप; Hungarian: hasonló; Ido: simila; Indonesian: serupa, mirip; Italian: simile, somigliante, rassomigliante; Japanese: 似ている; Kazakh: сияқты, ұқсас; Khmer: ដូច; Korean: 비슷하다, 같다; Kyrgyz: окшош; Lao: ຄ້າຍ; Latin: similis; Latvian: līdzīgs; Lithuanian: panašus; Luxembourgish: ähnlech; Macedonian: сличен; Malay: serupa; Malayalam: സമാന; Maori: oropapa; Norwegian Bokmål: lignende, liknende; Nynorsk: liknande; Occitan: semblant, semblari; Old Church Slavonic Cyrillic: подобьнъ; Old East Slavic: подобьнъ; Old English: gelīc; Persian: مشابه‎, مانند‎, شبیه‎; Plautdietsch: dämänlich; Polish: podobny; Portuguese: parecido, semelhante, similar; Romanian: similar, asemănător; Romansch: sumegliant, semegliont, samagliànt, sumigliaint, sumgiaint, sumgliaint; Russian: подобный, похожий, схожий, сходный; Scottish Gaelic: coltach; Serbo-Croatian Cyrillic: сли̏чан; Roman: slȉčan; Slovak: podobný; Slovene: podóben; Spanish: similar, semejante, parecido, parejo, equiparable; Swedish: lik, liknande; Tagalog: hawig, kahawig; Tajik: монанд, шабеҳ, мушобеҳ; Tatar: охшаш, охшаган; Thai: คล้าย; Turkish: benzer; Turkmen: meňzeş; Ukrainian: поді́бний, схожий; Urdu: سمان‎; Uyghur: ئوخشاش‎; Uzbek: oʻxshash, oʻxshagan; Venetian: somejante, somegiante; Vietnamese: giống