πεῖρα
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
English (LSJ)
πείρας (Ion. πεῖρα, acc. πεῖραν, gen. πείρης), Dor. πῆρα, Aeol. πέρρα Choerob. in An. Ox. 2.252: ἡ:—
A trial, attempt, π. τοι μαθήσιος ἀρχά Alcm.63; opp. δόξα, Thgn.571; πείρᾳ δ' οὐ προσωμίλησά πω S.Tr. 591; πικρὰν πεῖραν τολμήσειν Id.El.471; πείρᾳ σφαλῆναι Th. 1.70; ἢν μὲν ξυμβῇ ἡ π. Id.3.3; πείρᾳ θην πάντα τελεῖται Theoc. 15.62; πεῖραν ἔχοντες = being proved, Pi. N. 4.76; but πεῖραν ἔχειν τινός to have experience of... X.Cyr.4.1.5; π. τινῶν ἔχειν ὅτι… Id.An. 3.2.16; πεῖραν ἔχει τῆς γνώμης = involves a trial of your resolution, Th. 1.140; πεῖράν τινος λαμβάνειν or πεῖράν τινος λαβεῖν to make trial of or make proof of... E. Fr.691, Isoc. 12.236, Pl. Grg.448a, X. An.6.6.33, etc.; also, gain experience of... ἐν ἑαυτῷ ib. 5.8.15; π. λ. τινός, ὅπως ἔχει Pl. Prt. 342a; π. λ. τινός, εἰ ἄρα τι λέγει Id.Thg. 129d; πεῖράν τινος διδόναι (cf. Lat. specimen sui edere) Darei Epist. in SIG 22.21, Th. 1.138, Isoc. 3.45; π. τῆς δόξης δοῦναι Th. 6.11; π. ἔργῳ δεδωκέναι D.18.107, cf. 195; πεῖραν ἀλλήλων λαμβάνοντες καὶ διδόντες Pl. Prt. 348a; πεῖραν ποιήσασθαι Th. 1.53; πεῖραν ποιεῖσθαι εἰ… Id.2.20; ταῖς π. βασανίζειν Arist. GA747a3; πεῖραν καθεῖναι Ael. VH2.13, cf. NA1.39; πεῖραν δέξασθαι undertake, Plu.Pyrrh. 5.
2 with Preps., ἀπὸ πείρης = by experiment, opp. αὐτόματον, Hdt.7.9. γ; διὰ πείρας ἰέναι Pl. Ax. 369a; διὰ π. ἔργων ἐλήλυθε Onos. Praef. 7; ἀποδοκιμασθῆναι διὰ τῆς π. Arist.Pol. 1341a37; ἐς πεῖραν ἤλθομεν φίλων E. Heracl. 309, etc.; ἰέναι ἐς τὴν π. τοῦ ναυτικοῦ try an action by sea, Th. 7.21; ἀκοῆς κρείσσων ἐς πεῖραν ἔρχεται turns out on trial greater than report, Id.2.41; ἐκ τῆς π. δῆλον Arist. Pr. 938b38; Κύρου ἐν πείρᾳ γενέσθαι to have been acquainted with Cyrus, X. An. 1.9.1; ἐν πείρᾳ τέλος διαφαίνεται Pi. N. 3.70; ἐπὶ πείρᾳ = by way of test or by way of trial, Ar. Av. 583; ἐπὶ πείρᾳ δούς on trial, Men. 118; πεῖραν θανάτου πέρι καὶ ζωᾶς a contest for... Pi.N. 9.28.
II attempt on or against one, πεῖράν τιν' ἐχθρῶν ἁρπάσαι a means of attacking... S.Aj. 2; τοιοῦδε φωτὸς π. εὖ φυλακτέον A. Th. 499; esp. attempt to seduce a woman, Plu. Thes. 26, Cim. 1: abs., attempt, enterprise, A. Pers. 719 (troch.), Th. 3.20; πεῖραν ἀφορμᾶν to go forth upon an enterprise, S.Aj. 290; cf. πειρατής. (Cf. Lat. experior, peritus.)
German (Pape)
[Seite 545] ἡ, ion. πείρη, der angestellte Versuch, die gemachte Probe; ἐν δὲ πείρᾳ τέλος διαφαίνεται, ὧν τις ἐξοχώτερος γένηται, bei der Probe zeigt sich, Pind. N. 3, 70, vgl. πεῖραν μὲν ἀγάνορα ἐγχέων ταύταν θανάτου πέρι καὶ ζωᾶς ἀναβάλλομαι, d. i. den Kampf, 9, 28; πεῖραν ἔχοντες, versucht, erprobt, 4, 76, wie Xen. An. 3, 2, 16 dem ἄπειροι ὄντες ein πεῖραν ἤδη ἔχετε αὐτῶν gegenübersteht; τοιοῦδε φωτὸς πεῖραν εὖ φυλακτέον, Aesch. Spt. 481; Unternehmen, Pers. 705, wie Soph. El. 463 Ai. 283 u. öfter; πείρᾳ δ' οὐ προσωμίλησά πω, ich habe noch keinen Versuch gemacht, Trach. 588; εἰς πεῖραν ἔλθωμεν φίλων, wir wollen die Freunde erproben, Eur. Heracl. 310; ἐν πείρᾳ τινὸς γίγνεσθαι, mit Einem Bekanntschaft, Umgang haben; ἀπὸ πείρης πάντα ἀνθρώποισι φιλέει γίνεσθαι, Her. 7, 9, durch Versuch, auf dem Wege des Versuchs; πεῖραν διδοὺς ξυνετὸς φαίνεται, eine Probe, einen Beweis geben, Thuc. 1, 138; Versuch, Unternehmen, 3, 20 u. öfter; καὶ ἢν μὴ ξυμβῇ ἡ πεῖρα, 3, 3, wie bei Belagerungen, πολλὰς πείρας προσάγοντες, Dem. 59, 103; vgl. noch πεῖραν ἐποιεῖτο περὶ τὰς Ἀχαρνὰς καθήμενος εἰ ἐπεξίασιν, Thuc. 2, 20; bes. πεῖραν λαμβάνειν τινός, ὡς ἔχει, Plat. Prot. 342 a, πεῖραν ἀλλήλων λαμβάνοντες καὶ διδόντες, 348 a u. öfter; ᾗ ἔδωκας σαυτοῦ πεῖραν ἀρετῆς, Lach. 189 b; ἐν ἐμαυτῷ πεῖραν λαβών, Xen. An. 5, 8, 15; οἱ νόμοι πεῖραν δεδώκασιν, ὡς συμφέροντές εἰσιν, Dem. 24, 24, vgl. 40, 2; Folgde, wie Pol. 1, 75, 7 u. oft; Luc. Nigr. 18 Abdic. 5; τῇ πείρᾳ ὤνησαν τοὺσἝλληνας, Plut. Them. 8; Gegensatz von ἀπειρία, de Pyth. or. 11. – Bei Spp. auch ein Versuch auf Jemandes Vermögen, Räuberei, bes. Seeräuberei, vgl. Ar. Av. 582 u. VLL.
French (Bailly abrégé)
πείρας (ἡ) :
I. épreuve :
1 expérience, tentative, essai : ἀπὸ πείρης HDT par des épreuves faites, càd avec effort, avec peine ; σφάλλεσθαι πείρᾳ τινός THC manquer qch à l'essai, càd être déçu dans une espérance, πεῖράν τινος λαμβάνειν ISOCR acquérir l'expérience de qch, faire un essai avec qch ; πεῖραν λαμβάνειν ἐν ἑαυτῷ XÉN faire une expérience sur soi-même ; πεῖραν διδόναι soutenir l'épreuve de, être mis à l'épreuve ; πεῖράν τινος ποιεῖσθαι THC faire l'épreuve de qch ; δέχεσθαι πεῖραν PLUT accepter une épreuve, accepter une tentation;
2 expérience acquise : πεῖραν ἔχειν = avoir l'expérience de ; εἰς πεῖράν τινος ἔρχεσθαι THC arriver par l'expérience à la connaissance d'une personne ou d'une chose, apprendre à connaître qqn ou qch;
II. particul.
1 essai de nuire à qqn par la ruse, ruse, tromperie;
2 essai de séduire une femme;
3 en gén. proposition, projet, entreprise : πεῖραν ἀφορμᾶν SOPH partir pour une entreprise.
Étymologie: R. Περ, aller à travers, traverser, > περάω ; cf. lat. per dans experior, peritus, etc.
Russian (Dvoretsky)
πεῖρα: ион. πείρη ἡ πειράω
1 испытание, проба: πεῖράν τινος λαμβάνειν Plat., Xen. etc. подвергнуть что-л. испытанию; πεῖραν ἀλλήλων λαμβάνοντες καὶ διδόντες Plat. взаимно испытывая друг друга; ἀποδοκιμασθῆναι διὰ τῆς πείρας Arst. быть отвергнутым в результате пробы; ἐπὶ πείρᾳ Arph. в виде опыта, т. е. чтобы убедить(ся); ὅποτε πεῖραν ἤδη ἔχετε αὐτῶν Xen. так как вы знаете, каковы они (досл. уже испытали их); εἰς πεῖραν ἐλθεῖν τινος Eur. испытать кого-л., убедиться в ком-л.; ἐν πείρᾳ τινὸς γίγνεσθαι Xen. быть близко знакомым с кем-л.;
2 попытка, предприятие, начинание: ἰέναι ἐς πεῖράν τινος Thuc. сделать попытку предпринять что-л.; πείρᾳ τινὸς σφάλλεσθαι Thuc. потерпеть неудачу в своей попытке чего-л.; αὐτόματον γὰρ οὐδὲν, ἀλλ᾽ ἀπὸ πείρης πάντα φιλέει γίνεσθαι Her. само собой ничто (не приходит), но все достигается попыткой, т. е. требует риска.
Greek (Liddell-Scott)
πεῖρα: ἡ, οὕτω καὶ παρ’ Ἴωσιν, ἀλλὰ πείρη, Ἡρ., (ἴδε πειράω Α)· - ὡς καὶ νῦν, πεῖρα, δοκιμή, Ἀλκμὰν 47, Θέογν. 563· πείρᾳ δ’ οὐ προσωμίλησά πω Σοφ. Τρ. 591· πικρὰν πεῖραν τολμᾶν ὁ αὐτ. ἐν Ἰλ. 471· πείρᾳ σφάλλεσθαι Θουκ. 1. 70· ἡ π. ξυμβαίνει ὁ αὐτ. 3. 3· πείρᾳ θὴν πάντα τελεῖται Θεόκρ. 15. 61· - ἔνθα πεῖραν ἔχοντες οἴκαδε .. οὐ νέοντ’ ἄνευ στεφάνων, «ἔνθα ἔχοντες πεῖραν τῶν ἀγώνων οὐδέποτε ἄνευ στεφάνων εἰς τὰς ἑαυτῶν οἰκίας ἦλθον, Πινδ. Ν. 4. 123· ἀλλά, πεῖραν ἔχειν τινός, δοκιμάζειν τι, γιγνώσκειν τι ἐκ πείρας, Ξεν. Κύρ. 4. 1, 5· π. τινος ἔχειν ὅτι . ὁ αὐτ. ἐν Ἀναβ. 3. 2, 16· καί, π. ἔχει τῆς γνώμης Θουκ. 1. 140· - πεῖράν τινος λαμβάνειν Εὐρ. ἐν Πλουτ. Φαβ. 17, Ἰσοκρ. 282Α, Πλάτ. Γοργ. 448Α, Ξεν. Ἀν. 6. 6, 33, κτλ.· π. λαμβάνειν ἐν ἑαυτῷ αὐτόθι 5. 8, 15· π. λαμβάνειν τινός, ὅπως ἔχει Πλάτ. Πρωτ. 342Α· π. λαμβάνειν τινός, εἰ ἄρα τι λέγει ὁ αὐτ. ἐν Θεάγ. 129D· - πεῖράν τινος, διδόναι, ὡς ἐν τῷ Λατ. specimen sui edere, Θουκ. 1. 138., 6. 11, πρβλ. Δημ. 262. 14., 293. 20· π. ἀλλήλων λαμβάνοντες καὶ διδόντες Πλάτ. Πρωτ. 348Α· - πεῖράν τινος ποιεῖσθαι Θουκ. 1. 53· π. ποιεῖσθαι εἰ ... ὁ αὐτ. 2. 20· ταῖς πείραις βασανίζειν Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 7, 17· πεῖραν καθεῖναι Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 2. 13. 2) μετὰ προθ., ἀπὸ πείρης, ἐκ πείρας, διὰ πειράματος, ἀντίθετον τῷ αὐτόματον, Ἡρόδ. 7. 9· - διὰ πείρας ἰέναι Πλάτ. Ἀξίοχ. 369Α· διὰ τῆς π. ἀποδοκιμασθῆναι Ἀριστ. Πολ. 8. 6, 12· - εἰς πεῖράν τινος ἔρχεσθαι Εὐρ. Ἡρακλ. 309, κτλ.· ἰέναι ἐς π. τοῦ ναυτικοῦ, ποιῆσαι ἀπόπειραν· ἐν θαλάσσῃ, ναυμαχίαν, Θουκ. 7. 71· ἀκοῆς κρείσσων ἐς π. ἔρχεται, δοκιμαζομένη ἀποδείκνυται κρείσσων τῆς φήμης αὐτῆς, ὁ αὐτ. 2. 41· - ἐκ τῆς π. δῆλον Ἀριστ. Προβλ. 25. 8, 6· - ἐν πείρᾳ τινὸς γίγνεσθαι, λαβεῖν πεῖραν αὐτοῦ, Ξεν. Ἀν. 1. 9, 1· ἐν π. τέλος διαφαίνεται Πινδ. Ν. 3. 122· - ἐπὶ πείρᾳ, διὰ πείρας ἢ δοκιμῆς, Ἀριστοφ. Ὄρν. 583· - ἐπὶ πείρᾳ δίδωμι, δίδω τι χάριν δοκιμῆς, Μένανδρ. ἐν «Διδύμοις» 2· - π. θανάτου πέρι καὶ ζωᾶς, ἀγὼν περί …, Πινδ. Ν. 9. 67. ΙΙ. ἐπιχείρησις, ἀπόπειρα ἐναντίον τινός, πεῖράν τιν’ ἐχθρῶν ἁρπάσαι, μέσον πρὸς ἐπίθεσιν κατά …, Σοφ. Αἴ. 2· ἀλλά, τοιοῦδε φωτὸς π., δύναται νὰ σημαίνῃ ἐπίθεσιν παρ’ αὐτοῦ ἢ ἐναντίον αὐτοῦ, Αἰσχύλ. Θήβ. 499· - μάλιστα δέ, ἀπόπειρα πρὸς ἐξαπάτησιν γυναικός, πρβλ. πειράω Α. ΙΙΙ. 1· - ἀπολ., ἀπόπειρα, ἐπιχείρησις, ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 719, Θουκ. 3. 20· πεῖραν ἀφορμῶ, ἐξέρχομαι εἰς ἐπιχείρησίν τινα, ὡς τὸ στρατείαν ἐξέρχομαι, Σοφ. Αἴ. 290 - ἐκ ταύτης τῆς σημασίας παράγεται ἡ μεταγεν. λέξις πειρατής.
English (Slater)
πεῖρα (-ᾳ, -αν.) trial, test ἐν δὲ πείρᾳ τέλος διαφαίνεται ὧν τις ἐξοχώτερος γένηται (N. 3.70) Νεμέᾳ ἔνθα πεῖραν ἔχοντες οἴκαδε κλυτοκάρπων οὐ νέοντ' ἄνευ στεφάνων (N. 4.76) πεῖραν μὲν ἀγάνορα Φοινικοστόλων ἐγχέων ταύταν θανάτου πέρι καὶ ζωᾶς ἀναβάλλομαι ὡς πόρσιστα (N. 9.28)
English (Strong)
from the base of πέραν (through the idea of piercing); a test, i.e. attempt, experience: assaying, trial.
English (Thayer)
πειρας, ἡ (πειράω), from Aeschylus down, a trial, experiment, attempt: πεῖραν λαμβάνειν τίνος, equivalent to to attempt a thing, to make trial of a thing or a person (a phrase common in secular authors; cf. Xenophon, mem. 1,4, 18; Cyril 3,3, 38; see other examples in Sturz, Lex. Xenoph. iii., p. 488; Plato, Protag., p. 342a.; Gorgias, p. 448a.; Josephus, Antiquities 8,6, 5; Aelian v. h. 12,22; often in Polybius, cf. Schweighäuser, Lex. Polybius, p. 460; the Sept. Hebrews, the passage cited; Field, Otium Norv. pars iii., p. 146)), θαλάσσης, to try whether the sea can be crossed dry-shod like the land, to have trial of a thing, i. e. to experience, learn to know by experience, μαστίγων, Polybius; τῆς προνοίας, Josephus, Antiquities 2,5, 1).
Greek Monolingual
η / πεῖρα, ιων. τ. πείρη, αιολ. τ. πέρρα, ΝΜΑ
η πράξη και το αποτέλεσμα του πειρώμαι, η δοκιμή, η δοκιμασία, η γνώση που αποκτήθηκε έπειτα από δοκιμή στην πράξη, η εμπειρία («πεῖρά τοι μαθήσιος ἀρχά», Αλκμ.)
νεοελλ.
1. καθετί που πέφτει στην αντίληψη του ανθρώπου και γίνεται γνώση η οποία συντελεί στην αύξηση της ικανότητας του γενικά ή ειδικά σε έναν κλάδο της επιστήμης, συσσωρευμένη γνώση
2. (φιλοσ.) η αισθητηριακή, εμπειρική αντανάκλαση του εξωτερικού κόσμου στη συνείδηση
αρχ.
1. αγώνας, μόχθος για κάτι («πεῖρα θανάτου πέρι και ζωᾱς», Πίνδ.)
2. προσπάθεια, επιχείρηση, τρόπος, μέσο για κάτι («δέδορκά σε πεῖρα τιν' ἐχθρῶν ἁρπάσαι θηρώμενον», Σοφ.)
3. απόπειρα για εξαπάτηση γυναίκας («τὴν μὲν πεῖραν ἰσχυρῶς ἀποτρίψασθαι», Πλούτ.)
4. φρ. α) «πεῖραν έχω» — δοκιμάζομαι, είμαι δοκιμασμένος
β) «πεῖραν ἔχω τινός» — γνωρίζω κάτι έπειτα από δοκιμή, από δοκιμασία
γ) «πεῖράν τινος λαμβάνω»
i) δοκιμάζω κάτι
ii) αποκτώ γνώση ενός πράγματος με δοκιμή
δ) «πεῖραν δίδωμί τινος» — παρέχω δοκιμή, δοκιμάζομαι σε κάτι
ε) «πεῖραν ποιοῦμαι» ή «πείραν καθίημι» ή «πεῖραν δέχομαι», δοκιμάζω
στ) «ταῖς πείραις βασανίζω» — ελέγχω με δοκιμή, με δοκιμασία
ζ) «ἀπό πείρης» — με δοκιμή, με πείραμα
η) «διὰ πείρας ἔρχομαι» — περνώ από δοκιμασία, δοκιμάζομαι
θ) «ἀποδοκιμάζομαι διὰ τῆς πείρας» — απορρίπτομαι έπειτα από δοκιμή
ι) «ἐν πείρα τινος γίγνομαι» — γνωρίζω από δοκιμή, από δοκιμασία, κάτι ή κάποιον
ια) «ἀκοῆς κρείσσων ἐς πεῖραν ἔρχεται»
[η πολιτεία] δοκιμαζόμενη αποδεικνύεται ανώτερη από τη φήμη της (Αριστοτ.)
ιβ) «ἐπὶ πείρᾳ» — με δοκιμή, κατόπιν δοκιμής
ιγ) «πεῖραν ἀφορμῶ» — εξέρχομαι για κάποια επιχείρηση (Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πεῖρα (< per-ya, με επίθημα ja, πρβλ. μοίρα) ανάγεται σε IE per- «προσπαθώ, δοκιμάζω, ρισκάρω, κίνδυνος» με ποικίλες σημ. και συνδέεται με τα λατ.: periculum «κίνδυνος», ex-perior «λαμβάνω πείρα» (πρβλ. αγγλ. experience). Αρχική σημ. της λ. θα μπορούσε να θεωρηθεί το βάδισμα προς τα εμπρός, η προώθηση, η διείσδυση, η διάτρηση (πρβλ. πείρω, πέρνημι), από όπου και οι σημ. τών παράγωγων ρημάτων περῶμαι «επιτίθεμαι, πειρατεύω» με στρατιωτική σημ. και πειράζω «παρασύρω, δελεάζω, θίγω, ανασκαλεύω» και, εις βάρος γυναίκας, «ενοχλώ, προσπαθώ να αποπλανήσω»].
Greek Monotonic
πεῖρα: ἡ,
I. 1. δοκιμασία, προσπάθεια, πείραμα, δοκιμή, σε Θέογν., Σοφ. κ.λπ.· πεῖραν ἔχειν, αποδεικνύομαι, σε Πίνδ.· αλλά, πεῖραν ἔχειν τινός, έχω εμπειρία σε κάποιο πράγμα, σε Ξεν.· πεῖραν ἔχειτῆς γνώμης, συνεπάγεται μια δοκιμασία για την απόφαση, σε Θουκ.· πεῖράν τινος λαμβάνειν, κάνω δοκιμή ή απόδειξη σε..., σε Ξεν. κ.λπ.· πεῖράν τινος διδόναι, Λατ. specimen sui edere, σε Θουκ.
2. με πρόθ., ἀπὸ πείρης, με πείραμα, σε Ηρόδ.· εἰς πεῖράν τινος ἔρχεσθαι, ἰέναι, σε Ευρ., Θουκ.· ἐν πείρᾳ τινὸς γίγνεσθαι, είμαι ενήμερος ή σχετικός με κάποιον, σε Ξεν.· ἐπὶ πείρᾳ, στο δρόμο της δοκιμασίας ή της κρίσης, σε Αριστοφ.
II. απόπειρα εναντίον κάποιου, με γεν., σε Σοφ.
III. γενικά, προσπάθεια, εγχείρημα, σε Αισχύλ., Σοφ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: test, research, experience (Alcm., Thgn., Pi., IA.).
Compounds: As 2. member a.o. in ἔμπειρος (s.v.); with ā-stem (cf. Schwyzer 451) in ἱπποπείρης m. horse specialist (Anacr. 75, 6), μονοπεῖραι (λύκοι) hunting alone (Arist., Men.), the last referring to πειράομαι (Fraenkel Nom. ag. 2, 101 f.); ἀπείρων unexperienced (S.) for usually ἄπειρος after ἀπείρων from πεῖραρ (s. v.) ? Backformations like ἀνάπειρα, ἀπόπειρα, διάπειρα (Pi., IA.) from ἀναπειράομαι etc. On ταλαπείριος s. v.
Derivatives: Three denominatives: 1. πειράομαι, more rare πειράω, often w. prefix like ἀναπειράομαι, διαπειράομαι, ἀποπειράομαι, ἐκπειράομαι, to tempt, to put to the test, to try (Il.). From it πειρατής m. pirate (hell.) with πειρατικός belonging to pirates (Str., Ph.), πειρατεύω to act like a pirate (LXX); πειρατήριον, Ion. -ητ- n. (juridical) trial (Hp., E.). gang of pirates, pirates nest' (LXX, Str.), πειρητήριος exploring, trying (Hp.); πείρασις f. temptation, assault (Th., D. C.; can also belong to 2.). -- 2. πειράζω, Aor. -άσαι, -ασθῆναι (Od., Arist., hell.), Cret. fut. πειράξω, κατα-πειράσω Lys., also w. κατα-, ἐκ-, ἀπο- a.o., to tempt, to put to the test, to assault. From there πειρασμός m. temptation (LXX, NT), -αστής m. tempter (Ammon. Gramm.), -αστικός belonging to, fit for tempting, trying (Arist.), ἀ-πείρασ-τος unexperienced, untempted (hell.); to πείρασις s. on πειράομαι. -- 3. πειρητίζω (only presentst.) to tempt, to explore, to assault (Il.; on the fomation Schwyzer 706).
Origin: IE [Indo-European] [818] *per- try
Etymology: Formed like στεῖρα, σπεῖρα, μοῖρα etc., so < *πέρ-ι̯α (Aeol. πέρρα after Choerob. An. Ox. 2, 252), ι̯α-deriv. from a basis of unknown function (Schwyzer 474, Chantraine Form. 98 f.). Backformation from πειράομαι (Sommer Nominalkomp. 118 as alternative) is certainly possible, but the formation of the verb then remains unclear. -- Certain cognates presents only Latin in peritus = experience, periculum = attempt, danger, proces, experior, -īrī try, put to the test, of which the ī- element seems to be connected with the Greek suffix. Arm. porj attempt, if with Meillet BSL 36, 110 to be connected, must represent an aspirated (expressive) anlaut. Further uncertain or improbable connections with Celt. and Germ. in WP. 2, 28f., Pok. 818, W.-Hofmann s. periculum. Connection with the great group of πείρω, περάω (s. vv.) is very probable.
Middle Liddell
πεῖρα, ἡ,
I. a trial, attempt, essay, experiment, Theogn., Soph., etc.; —πεῖραν ἔχειν to be proved, Pind.; but, πεῖραν ἔχειν τινός to have experience of a thing, Xen.; π. ἔχει τῆς γνώμης involves a trial of your resolution, Thuc.; —πεῖράν τινος λαμβάνειν to make trial or proof of…, Xen., etc.: —πεῖράν τινος διδόναι, Lat. specimen sui edere, Thuc.
2. with Preps., ἀπὸ πείρης by experiment, Hdt.: —εἰς πεῖράν τινος ἔρχεσθαι, ἰέναι Eur., Thuc.: —ἐν πείρᾳ τινὸς γίγνεσθαι to be acquainted with, associate with one, Xen.: —ἐπὶ πείρᾳ by way of test or trial, Ar.
II. an attempt on or against one, c. gen., Soph.
III. generally, an attempt, enterprise, Aesch., Soph.
Frisk Etymology German
πεῖρα: {peĩra}
Grammar: f.
Meaning: Versuch, Untersuchung, Erfahrung (Alkm., Thgn., Pi., ion. att.).
Composita: Als Hinterglied u.a. in ἔμπειρος (s.d.); mit ā-Stamm (vgl. Schwyzer 451) in ἱπποπείρης m. Pferdekenner (Anakr. 75, 6), μονοπεῖραι (λύκοι) allein jagend (Arist., Men.), letzteres mit Beziehung auf πειράομαι (Fraenkel Nom. ag. 2, 101 f.); ἀπείρων unerfahren (S.) für gew. ἄπειρος nach ἀπείρων von πεῖραρ (s. d.) ? Rückbildungen wie ἀνά-, ἀπό-, διάπειρα (Pi., ion. att.) von ἀναπειράομαι usw. Zu ταλαπείριος s. bes.
Derivative: Davon drei Denominativa: 1. πειράομαι, seltener -άω, oft m. Präfix wie ἀνα-, δια-, ἀπο-, ἐκ-, versuchen, auf die Probe stellen, erproben (seit Il.). Davon πειρατής m. Seeräuber (hell. u. sp.) mit -τικός zum Seeräuber hörend' (Str., Ph. usw.), -τεύω als Seeräuber auftreten (LXX usw.); πειρατήριον, ion. -ητ- n. Gerichtsverhandlung (Hp., E. u.a.). ‘Seeräuberbande, -nest’ (LXX, Str. u.a.), πειρητήριος ausforschend, probierend (Hp.); πείρασις f. Versuchung, Angriff (Th., D. C.; kann auch zu 2. gehören). — 2. πειράζω, Aor. πειράσαι, πειρασθῆναι (Od., Arist., hell. u. sp.), Kret. Fut. πειράξω, καταπειράσω Lys., auch m. κατα-, ἐκ-, ἀπο- u.a., versuchen, auf die Probe stellen, angreifen. Davon πειρασμός m. Versuchung (LXX, NT u.a.), πειραστής m. Versicher (Ammon. Gramm.), -αστικός zum Versuchen, Probieren gehörig, geeignet (Arist. usw.), ἀπείραστος unerfahren, unversucht (hell. u. sp.); zu πείρασις s. zu πειράομαι. — 3. πειρητίζω (nur Präsensst.) versuchen, ausforschen, angreifen (ep. seit Il.; zur Bildung Schwyzer 706).
Etymology: Wie στεῖρα, σπεῖρα, μοῖρα usw. gebildet, somit aus *πέρια (äol. πέρρα nach Choerob. An. Ox. 2, 252), ι̯α- Ableitung eines Grundwortes unbekannter Funktion (Schwyzer 474, Chantraine Form. 98 f.). Rückbildung aus πειράομαι (Sommer Nominalkomp. 118 als Alternative) ist gewiss möglich, aber die Bildung des Verbs bleibt dann unverständlich. —Sichere Verwandte bietet nur das Latein in peritus erfahren, periculum, Versuch, Gefahr, Prozeß, experior, -īrī versuchen, erproben, deren ī-Element mit dem griech. Suffix zusammenzuhängen scheint. Arm. p’orj Versuch, wenn mit Meillet BSL 36, 110 hier einzureihen, muß einen aspirierten (expressiven) Anlaut repräsentieren. Weitere unsichere oder unwahrscheinliche Anknüpfungen aus dem Kelt. und Germ. bei WP. 2, 28f., Pok. 818, W.-Hofmann s. perī-culum. Beziehung zur großen Sippe in πείρω, περάω (s. dd.) ist sehr wahrscheinlich.
Page 2,489-490
Chinese
原文音譯:pe‹ra 胚拉
詞類次數:名詞(2)
原文字根:細察
字義溯源:察驗,考驗,嘗試,試著,經歷,磨練;源自(πέραν)=那邊);而 (πέραν)又出自(πειράω)X*=穿過)
出現次數:總共(2);來(2)
譯字彙編:
1) 磨鍊(1) 來11:36;
2) 試著(1) 來11:29
English (Woodhouse)
attempt, endeavour, test, trial
Mantoulidis Etymological
(=δοκιμή, ἀπόπειρα). Ἀπό τό περάω. Θέμα περ+jα = πέρρα = πέρα = πεῖρα. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα περάω.
Lexicon Thucydideum
experimentum, periculum, conatus, attempt, trial, endeavor, 1.70.7, 2.43.1, 3.3.3, 3.20.1,
similiter similarly 3.22.1. 4.76.5, 4.81.2, 7.42.4, 8.100.3,
PLUR. 7.25.8,
experiri, to try, experience, 1.53.1. 2.20.3, 4.80.3.
specimen dare, to give proof, 1.138.2, 6.11.4,
perspectum habere, to have proof, 1.140.5, 4.92.6,
in periculum venire, to come into danger, 2.41.3,
periculum facere, to make trial, 7.21.4.
Translations
trial
Arabic: تَجْرِبَة, مُحَاوَلَة; Armenian: փորձ, փորձարկում; Azerbaijani: sınaq; Belarusian: выпрабаванне, вопыт, проба, дослед, эксперымент; Bulgarian: изпитание, опит, проба, изпробване; Catalan: prova, assaig; Chinese Mandarin: 考驗, 考验, 試驗, 试验; Czech: zkouška; Danish: test; Dutch: proef, test; Finnish: koetus, koe, koestus, testi, testaus, testaaminen; French: essai; German: Versuch, Prüfung, Probe; Gothic: 𐌺𐌿𐍃𐍄𐌿𐍃; Greek: δοκιμή; Ancient Greek: πείρη, πέρρα, πῆρα, πεῖρα; Hebrew: ניסיון \ נִסָּיוֹן; Hungarian: próba, teszt, kísérlet; Indonesian: percobaan, uji coba; Irish: tástáil; Italian: prova, test, cimento, rischio; Japanese: 試験, 試し; Khmer: បរីក្សា; Korean: 시험(試驗); Latin: periculum, experimentum; Macedonian: опит, обид, проба; Malay: percubaan; Malayalam: പരീക്ഷണം; Ottoman Turkish: فتنه; Plautdietsch: Proow; Polish: próba, test; Portuguese: ensaio, prova, experiência; Russian: испытание, опыт, проба, эксперимент; Sanskrit: परीक्षा; Scottish Gaelic: dearbhadh; Serbo-Croatian Cyrillic: по̀кус, проба; Roman: pòkus, próba; Slovak: skúška; Slovene: poskus; Spanish: ensayo, prueba, experimento, probatura, cotejo; Swedish: test; Turkish: deney; Ukrainian: випробування, дослід, експеримент, спроба; Urdu: جانْچ, آزْمَائِشْ; Vietnamese: thử nghiệm
experience
Albanian: përvojë; Arabic: خِبْرَة, تَجْرِبَة; Armenian: փորձառություն; Azerbaijani: təcrübə; Belarusian: вопыт, дослед; Bulgarian: опит; Catalan: experiència; Chinese Mandarin: 經驗, 经验; Czech: zkušenost, zážitek; Danish: oplevelse, erfaring; Dutch: ervaring, belevenis, beleving, ondervinding; Esperanto: sperto; Estonian: kogemus; Finnish: kokemus; French: expérience; Galician: experiencia; Georgian: გამოცდილება; German: Erlebnis, Erfahrung; Greek: εμπειρία; Ancient Greek: δαημοσύνη, ἐμπειρία, ἐμπειρίη, ἕξις, ἐπιστήμη, πείρη, πέρρα, πῆρα, πεῖρα, πειρασμός, πειρατήριον, πρᾶξις; Gujarati: અનુભવ; Hebrew: ניסיון \ נִסָּיוֹן; Hindi: अनुभव, तजरुबा, तजुर्बा; Hungarian: élmény; Icelandic: reynsla; Indonesian: pengalaman; Irish: taithí, eispéireas; Italian: esperienza; Japanese: 経験, 体験; Kazakh: тәжірибе; Korean: 경험(經驗); Kyrgyz: тажрыйба; Lao: ປະສົບການ; Latin: peritia; Latvian: pieredze; Lithuanian: patirtis, patyrimas; Macedonian: искуство; Malay: pengalaman; Malayalam: അനുഭവം; Maori: wheako; Mongolian: туршлага; Norwegian: erfaring; Old English: āfandung; Pashto: تجربه; Persian: تجربه; Polish: doświadczenie; Portuguese: experiência; Romanian: experienta, experiență; Russian: опыт; Serbo-Croatian Cyrillic: искуство; Roman: iskústvo; Slovak: skúsenosť; Slovene: izkušnja; Spanish: experiencia, vivencia; Swedish: upplevelse; Tagalog: karanasan; Tajik: таҷруба; Thai: ประสบการณ์; Turkish: deneyim, tecrübe, eksperyans; Turkmen: tejribe; Ukrainian: досвід; Urdu: تجربہ; Uyghur: تەجرىبە; Uzbek: tajriba; Vietnamese: kinh nghiệm; Zazaki: tecrube