αὐλός

From LSJ

τὰ τῆς γενέσεως εὐτελῆ σπάργανα → a mean origin, the cheap swaddling-cloth of his birth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐλός Medium diacritics: αὐλός Low diacritics: αυλός Capitals: ΑΥΛΟΣ
Transliteration A: aulós Transliteration B: aulos Transliteration C: avlos Beta Code: au)lo/s

English (LSJ)

ὁ,
A aulos, pipe, flute, clarinet, Il.10.13, 18.495, h.Merc.452; Λύδιος Pi.O.5.19; Ἔλυμος, i.e. Φρύγιος (q.v.), S.Fr.398; Λίβυς E.Alc.347; αὐλὸς γυναικήιος, αὐλὸς ἀνδρήιος, Hdt.1.17; αὐλοὶ ἀνδρεῖοι, αὐλοὶ παιδικοί, αὐλοὶ παρθένιοι, Ath.4.176f, Poll.4.81; ὁ παρθένιος αὐλὸς τοῦ παιδικοῦ ὀξύτερος Arist. HA581b11; διδύμοις αὐλοῖσιν ἀεῖσαι Theoc.Ep.5.1; ἐμφυσᾶν εἰς αὐλούς D.S.3.59; αὐλὸς Ἐνυαλίου, i.e. a trumpet, AP6.151 (Tymn.); ὑπ' αὐλοῦ to the sound of the flute, Hdt. l. c.; πρὸς τὸν αὐλόν, ὑπὸ τὸν αὐλόν, X.Smp.6.3, etc.: pl., αὐλοὶ πηκτίδος pipes of the πηκτίς, IG4.53 (Aegina).
2 hollow tube, pipe, groove, περόνη τέτυκτο αὐλοῖσιν διδύμοισι the buckle was furnished with two pipes or grooves (into which the tongue fitted), Od.19.227; ἐγκέφαλος παρ' αὐλὸν ἀνέδραμε spurted up beside the vizard (cf. αὐλῶπις), or beside the socket of the spearhead into which the shaft fitted, Il.17.297; but in Od. 22.18 αὐλὸς παχύς means the jet of blood through the tube of the nostril; αὐλὸς ἐκ χαλκείου the smith's bellows, Hp.Art.47,77, cf. Th.4.100; tube of the clepsydra, Arist.Pr.914b14; βλέπειν δι' αὐλοῦ Id.GA780b19.
3 in animals, blowhole of cetacea, Id.HA589b19, PA697a17; funnel of a cuttle-fish, Id.HA524a10; conus arteriosus in fishes, ib.507a10, Resp.478b8; duct, prob. in Id.GC322a28.
4 stadium (cf. δίαυλος), Lyc.40.
5 haulm of grain, Sch. Theoc.10.46.
6 cowbane, Cicuta virosa, Ps.-Plu.Fluv.10.3.
7 εἶδος ἀκολάστου σχήματος, EM170.28.
II razor shell = σωλήν (q.v.), Diph.Siph. ap. Ath.3.90d, Plin.HN32.103.

Banquet Euaion Louvre G467 n2.jpg
Aulos

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
• Alolema(s): lesb. αὖλος Sapph.44.24
I mús.
1 denominación de varios instrumentos de viento, excepto la σάλπιγξ flauta
a) gener. θαύμαζεν (sc. Ἀγαμέμνων) ... αὐλῶν συρίγγων τ' ἐνοπήν Il.18.495, φόρμιγγα ... καὶ βοὰν αὐλῶν ... συμμεῖξαι Pi.O.3.8, ἐμπνεόμενα ὄργανα ... αὐλοὶ καὶ σύριγγες Poll.4.67
caracterizada por lo melodioso de su música αὖλος δ' ἀδυμέλης Sapph.l.c., ἁδυεπής τε λύρα γλυκύς τ' αὐλός τε βοὴν ἔχον Pi.O.10.94, cf. B.2.12
gener. como tal instrumento αὐλῶν βοαί B.9.68, cf. Critias Eleg.8.4, Archyt.B 1, φωνή Pl.Prt.347d, ὥσπερ οἱ κορυβαντιῶντες τῶν αὐλῶν δοκοῦσιν ἀκούειν Pl.Cri.54d;
b) en constr. ὑπ' αὐλοῦ al son de la flauta κώμαζον ὑπ' αὐλοῦ Hes.Sc.281, ἐστρατεύετο δὲ ὑπὸ συρίγγων ... καὶ αὐλοῦ Hdt.1.17, Plu.2.41c, ὁ ὑποκριτὴς τετράμετρα πρὸς τὸν αὐλὸν κατέλεγεν X.Smp.6.3
esp. para acompañar la danza χοροὶ παρθένων λυρᾶν τε βοαὶ καναχαί τ' αὐλῶν δονέονται Pi.P.10.39, χορευτὴς αὐ. S.Fr.828f;
c) en rel. c. sus orígenes: invento de Atenea παρθένος αὐλῶν τεῦχε πάμφωνον μέλος Pi.P.12.19
invento del frigio Yagnis Marm.Par.10
beocio y argivo, Paus.4.27.7
fenicio ὀνομάζονται δὲ οἱ αὐλοὶ γίγγροι ὑπὸ τῶν Φοινίκων Ath.174f
libio Λίβυς ... αὐ. E.Alc.347, HF 684, Duris 16, cf. Poll.4.74
Τυρρηνός Poll.4.70
ἱπποφορβός· Λιβύες ... χρῶνται δ' αὐτῷ πρὸς τὰς ἵππων νομάς Poll.4.74;
d) por el origen de la melodía: eolio Αἰολίσσιν ἐν πνοαῖσιν αὐλῶν Pi.N.3.79, lidio Λυδίοις ... αὐλοῖς Pi.O.5.19, frigio Φρυγίων αὐλῶν ... καλάμοις E.IA 577, cf. Trag.Adesp.629.5, Aristid.Quint.85.4;
e) modalidades según el material o la forma καλαμίνοι Ar.Fr.150, cf. E.IA 577, usada por los dorios de Italia, Ath.182d
ἐλεφαντίνοι αὐλοὶ παρὰ Φοίνιξιν Ath.182e
λώτινοι en Egipto, Ath.182d
ἡ δὲ ὕλη τῶν αὐλῶν κάλαμος ἢ χαλκὸς ἢ λωτὸς ἢ πύξος, ἢ δάφνης ... κλάδος ἢ κέρας ἢ ὀστοῦν ἐλάφου Poll.4.71, ἐκ νεβροῦ κώλων usada por los tebanos, Ath.182e, Poll.4.75
γυπῶν ὀστοῖς usadas por andrófagos y arimaspos, Poll.4.76;
f) modalidades según características musicales
cinco tipos diferentes atendiendo a las tonalidades παρθένιοι sopranos, παιδικοί contraltos, κιθαριστήριοι tenores, τέλειοι barítonos, ὑπερτέλειοι bajos Aristox.Harm.26.9
παρθένιος αὐ. τοῦ παιδικοῦ ὀξύτερος Arist.HA 581b11
ἀνδρεῖοι graves, γυναικεῖοι agudas Hdt.1.17
por el número de notas πολυχορδότατος Pl.R.399d;
g) de agujeros δίοποι, ἡμίοποι Poll.4.77
gener. c. cuatro agujeros, Poll.4.80 op. a la πολύτρητος inventada por Diodoro de Tebas, Poll.4.80
tipo especial de amplia variedad tonal μάγαδις αὐ. Ath.182d
πολύφθογγος, πολύφωνος, πολυκαμπής, πολυμελπής Poll.4.67, por el acompañamiento κιθαριστήριος Poll.4.77, por el uso ἐμβατήριος Poll.4.82.
2 flauta travesera πλάγιος ... Λιβύων τὸ εὕρημα Poll.4.74.
3 flauta doble de tubos simétricos διδύμοις αὐλοῖσιν ἀεῖσαι Theoc.Ep.5.1, πλάγιος cf. supra
de tubos asimétricos ἄνισοι αὐλοί INikaia 277.6 (I/II d.C.)
de varias piezas κηρο{κο}χυτοί IG 4.53.1 (Egina).
4 tubo de la siringeσύριγξ αὐλοὶ μέν εἰσι πολλοί Ach.Tat.8.6.3.
II todo objeto alargado y hueco
1 tubo del casco para el penacho ἐγκέφαλος παρ' αὐλὸν ἀνέδραμε Il.17.297, de una fíbula περόνη τέτυκτο αὐλοῖσιν διδύμοισι Od.19.227, como pieza de una máquina lanzallamas κεραίαν μεγάλην ... ἐκοίλαναν ... καὶ ξυνήρμοσαν ... ὥσπερ αὐλόν Th.4.100
de un fuelle πρηστῆρος αὐ. Anaximand.B 4
por extensión fuelle αὐ. ἐκ χαλκείου Hp.Art.47
de la clepsidra, Emp.B 100.10, Arist.Pr.914a14, 27
ref. a un tubo a guisa de catalejos ὁ δι' αὐλοῦ βλέπων ... ὄψεται δὲ πορρώτερον Arist.GA 780b19
gener., como comparación, de una protuberancia puntiaguda en huevos de algunos anim. οἷον αὐλός Arist.GA 752b3.
2 conducto para respirar, de cetáceos αὐλὸν δὲ διὰ τὸ πλεύμονα ἔχειν Arist.PA 697a17
para comer τὰ δὲ διὰ τὴν τροφὴν αὐλὸν (ἔχει) τῶν ἐναίμων ζῴων Arist.HA 589b19
de los cefalópodos para lanzar la tinta, Arist.HA 524a10
conus arteriosus del corazón de peces grandes ἐπ' ἄκρας τῆς καρδίας ... αὐ. ἐστι Arist.HA 507a10.
3 canilla, caña de las patas de los caballos, Opp.C.1.189.
4 caña, paja de las espigas, Sch.Theoc.10.46d, usada por los frigios para sorber cerveza, Archil.116.
III fig. por la forma externa
1 n. de un marisco solen coartactus, navaja Diph.Siph. en Ath.90d, Plin.HN 32.103.
2 bot. cicuta virosa Dercyl.Hist.7.
3 como glos. a ἔναυλος angostura, cañón αὐλὸς γὰρ πᾶν τὸ στενὸν καὶ βαθὺ καὶ ἐπίμηκες Sch.Er.Il.16.71.
4 canuto καὶ τῶν βασιλικῶν ἵππων τὸ ἔμπλεγμα Phot.α 3179.
5 otro n. de στάδιον Lyc.40, Phot.l.c.
IV fig. por referencia a lo que puede discurrir por un tubo
1 chorro de sangre αὐλὸς ἀνὰ ῥῖνας παχὺς ἦλθεν αἵματος Od.22.18.
2 corriente de aire αὐ. τοῦ πνεύματος de la pronunciación de las vocales largas, D.H.Comp.14.8.
• Diccionario Micénico: au-ro, a-pa-u-ro.
• Etimología: De la raíz *HeH1l- en grado ø *H°H1l- > *aul-, cf. lit. aũlas, het. ḫallu-, lat. aluus, arm. . Tb. de esta raíz gr. καυλός, lit. kaũlas, c. resultado de H inicial en sandhi.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
I. tout instrument à vent, particul. flûte ; ὑπ' αὐλοῦ HDT, πρὸς αὐλόν XÉN au son de la flûte;
II. p. anal. tout tuyau ou conduit creux et allongé, particul.
1 tube, où l'on fixe le plumet d'un casque, tube d'un soufflet, tube de clepsydre ; t. d'anat. vaisseau reliant le cœur et l'aorte ; évent des cétacés;
2 οἱ αὐλοί bandes allongées, au haut d'un manteau, et portant l'une le crochet d'une agrafe, l'autre la boucle où s'engage le crocher;
3 jet de sang;
4 espace allongé, particul. le stade (cf. δίαυλος);
III. c. αὐλών;
IV. sorte de poisson (v. σωλήν).
Étymologie: pê R. ἈϜ souffler ; cf. ἄω, ἄημι.

German (Pape)

(ἄω, αὔω), ὁ,
1 jedes Blaseinstrument, bes. die Flöte, teils von Rohr und Holz, teils von Knochen und Metall, von unserer Flöte sowohl durch das eingesetzte Mundstück (γλωσσίς), als durch den stärkeren, tieferen Ton verschieden; Il. 10.13, 18.495; H.h. Merc. 451. Es gab bei den verschiedenen griechischen Stämmen verschiedene Flöten; Her. unterscheidet γυναικεῖος καὶ ἀνδρεῖος, 1.17; Pind. spricht von βοή und καναχὴ αὐλῶν, Ol. 3.8, P. 10.39; καλλιβόας Soph. Ir. 658; βαρύβρομος Eur. Hel. 1367; ἐριβρεμέτης Archi. 4 (VI.195); Ἐνυαλίου, die Trompete, Tymn. 1 (VI.157). Man sagte πρὸς αὐλὸν ὀρχεῖσθαι, λέγειν, Xen., wie ὑπ' αὐλοῦ, Her., ὑπὸ τὸν αὐλόν, Xen., s. die Präpos.
2 jede Röhre, röhrenartiger Körper, nach Ath. V.189c πᾶν τὸ διατεταμένον εἰς εὐθύτητα σχῆμα. ὥσπερ τὸ στάδιον, wie Lycophr. 40; ἐγκέφαλος παρ' αὐλὸν ἀνέδραμεν Il. 17.297, das Gehirn spritzte neben der Röhre des Speers heraus. Andere erkl. röhrenweis, d.i. stromweis, wie Od. 22.18 αὐλὸς παχύς ein dicker Blutstrom ist; Poll. 5.20 αὐλός, τῆς λόγχης τὸ περὶ τὸ ξύλον; Eusth. ἡ ὀπὴ τῆς αἰχμῆς, ᾗ τὸ ξύλον ἐμβάλλεται; Od. 19.227 περόνη τέτυκτο αὐλοῖσιν διδύμοισι, mit doppelten Röhren, die Löcher, in welche die Haken eingreifen. Bei Arist. H.A. die Röhren, wodurch der Wallfisch das Wasser ausstößt; ποδῶν, Röhrknochen, Opp. Cyn. 1.189.
3 ein Fisch.

Russian (Dvoretsky)

αὐλός:
1 свирель, флейта Hom., HH: ὑπ᾽ αὐλοῦ Her., ὑπὸ τὸν αὐλόν и πρὸς (τὸν) αὐλόν Xen., Plut. под звуки свирели; δίδυμοι αὐλοί Theocr. двуствольная цевница;
2 трубка, втулка, полый стержень Hom., Xen.;
3 анат. трубка, сосуд, каналец Arst.;
4 струя (αἵματος Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

αὐλός: ὁ, (πιθ. ἐκ τοῦ ἄημι φυσῶ): - πᾶν πνευστὸν ὄργανον, συνήθως ἑρμηνευόμενον διὰ τῆς λέξεως φλογέρα, διέφερεν ὅμως αὐτῆς διότι εἶχε γλωσσίδα· ἦτο λοιπὸν εἶδος «κλαρινέτου», Αἰσχίν. 86 29· οἱ αὐλοὶ κατεσκευάζοντο ἐκ καλάμου ἢ ξύλου ἢ ὀστοῦ ἢ ἐλέφαντος ἢ μετάλλου: ἡ πρώτη περὶ αὐτῶν μνεία γίνεται ἐν Ἰλ. Κ. 13 αὐλῶν συρίγγων τ’ ἐνοπὴν ὅμαδόν τ’ ἀνθρώπων, πρβλ. Σ. 495· Λύδιος Πινδ. Ο. 5. 45· Ἔλυμος ὅ ἐ. Φρύγιος (ὅ ἴδε), Σοφ. Ἀποσπ. 398· Λίβυς Εὐρ. Ἄλκ. 347: ἐν Ἡροδ. 1. 17. αὐλοὶ ἀνδρήιοι, διακρίνονται ἀπὸ τῶν γυναικηΐων ἐκ τοῦ βάθους τοῦ τόνου ὡς τὸ Λατ. libia dextra ἀπὸ τὸ sinistra· ἐν μεταγ. χρόνοις ὑπῆρχον τρία εἴδη αὐλῶν - ἀνδρεῖοι, παιδικοί, παρθένιοι, Ἀθήν. 176F, Πολυδ. Δ΄, 81· ὁ παρθένιος αὐλὸς τοῦ παιδικοῦ ὀξύτερος Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 7. 1, 7· ἴδε παιδικὸς Ι. 1. Ἐνίοτε ὁ αὐτὸς αὐλητὴς ἔπαιζε δύο αὐλοὺς συγχρόνως, Λῇς ποτὶ τᾶν Νυμφᾶν διδύμοις αὐλοῖσιν ἀεῖσαι ἀδὺ τί μοι; Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 5, ὡς συχνάκις ἀπεικονίζεται ἐπὶ Ἑλληνικῶν ἀγγείων, ἴδε Λεξ. Ἀρχ. ἐν λέξει αὐλός: - ἐμφυσᾶν εἰς αὐλοὺς Διόδ. 3. 59: - αὐλὸς Ἐνυαλίου, τουτέστι σάλπιγξ Ἀνθ. Π. 6. 151· ὑπ’ αὐλοῦ, πρὸς τὸν ἦχον αὐλοῦ, Ἡρόδ. ἔνθ. ἀνωτ.· ὡσαύτως, πρὸς αὐλόν, ὑπὸ τὸν αὐλὸν Ξεν. Συμπ. 6. 3, κτλ.· - πλ., αὐλοὶ πηκτίδος, οἱ κάλαμοι τῆς πηκτίδος, δηλ. τῆς ποιμενικῆς σύριγγος, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 271. 2) πᾶν ἔγκοιλον, ὀπή, ἢ «θηλειὰ» εἰς ἣν ἐφηρμόζετο ἡ περόνη τῆς χλαίνης, Ὀδ. Τ. 227· ἐγκέφαλος παρ’ αὐλὸν ἀνέδραμεν ἐξ ὠτειλῆς αἱματόεις, «ὁ ἐγκέφαλος δὲ ανεπήδησε καὶ ἐξέρρευσεν ἐκ τοῦ τραύματος παρὰ τὴν ἀνάτασιν τοῦ κράνους ἢ παρὰ τὸν αὐλόν, ἤγουν τοῦ μέρους τοῦ δόρατος, εἰς ὃ τὸ ξύλον ἐμβάλλεται, κεκραμένος τῷ αἵματι», (μετάφρ. Θ. Γαζῆ) Ἰλ. Ρ. 297 (πρβλ. Ξεν. Κυν. 10, 3, Πολυδ. Ε΄, 20, καὶ ἴδε ἐν λ. δίαυλος, δολίχαυλος)· καὶ ἐν Ὀδ. Χ. 18 τὸ αὐλὸς παχύς, φαίνεται σημαῖνον τὴν ἐκροὴν τοῦ αἵματος διὰ τῶν μυκτήρων, «αὐλὸς νῦν κατὰ τοὺς παλαιοὺς κρουνός, ἐξακόντισμα αἵματος, οξεῖα ἀναφορὰ» Σχόλ. - Ἐν Ἱππ. π. Ἀρθρ. 814, 837, αὐλὸς ἐκ χαλκείου, ὁ φυσητὴρ τοῦ χαλκέως, πρβλ. Θουκ. 4. 100· ὁ σωλὴν τῆς κλεψύδρας, Ἀριστ. Προβλ. 16. 8, 7· βλέπειν δι’ αὐλοῦ ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 5. 1, 35· πρβλ. σῦριγξ. 3) ἐπὶ τῶν κητωδῶν ἰχθύων σημαίνει τὴν ὀπὴν δι’ ἧς ἐκφυσῶσι τὸ ὕδωρ, ἔχει δὲ ὁ μὲν δελφὶς τὸν αὐλὸν διὰ τοῦ νώτου, ἡ δὲ φάλαινα ἐν τῷ μετώπῳ ὁ αὐτ. Ἱστ. Ζ. 1. 5, 1. π. Ζ. Μορ. 4. 13, 25· ὁ ἐντερικὸς σωλὴν τῶν μαλακίων, ὁ αὐτ. Ἱστ. Ζ. 4. 1, 11· τὸ αγγεῖον τὸ συνδέον τὴν καρδίαν μετὰ τῆς ἀορτῆς, ὁ αὐτ. π. Ἀναπν. 16. 4, κτλ. 4) τὸ στάδιον (πρβλ. δίαυλος), Λυκόφρ. 40. ΙΙ. εἶδος ὀστρακοδέρματος ὅ καλεῖται καὶ σωλήν, κοινῶς «σουλῆνα», ἴδε σωλὴν 4.

English (Autenrieth)

flute, a wind-instrument more like the clarinet than the modern transverse flute, Il. 18.495, Il. 10.13; then any tube, channel, as the ‘socket’ in which the point of a lance was fitted, Il. 17.297; ‘holes’ or ‘eyes,’ receiving the tongue of a buckle, Od. 19.227; of a ‘jet’ of blood, Od. 22.18.

English (Slater)

αὐλός (αὐλός -όν; -ῶν, -οῖς) sing. & pl.,
1 pipe, flute φόρμιγγά τε ποικιλόγαρυν καὶ βοὰν αὐλῶν ἐπέων τε θέσιν Αἰνησιδάμου παιδὶ συμμεῖξαι (O. 3.8) ἱκέτας σέθεν ἔρχομαι Λυδίοις ἀπύων ἐν αὐλοῖς (O. 5.19) ἁδυμελεῖ θαμὰ μὲν φόρμιγγι παμφώνοισί τ' ἐν ἔντεσιν αὐλῶν (O. 7.12) ἁδυεπής τε λύρα γλυκύς τ' αὐλός (O. 10.94) παντᾶᾳ δὲ χοροὶ παρθένων λυρᾶν τε βοαὶ καναχαί τ' αὐλῶν δονέονται (P. 10.39) παρθένος αὐλῶν τεῦχε πάμφωνον μέλος i. e. Athene (P. 12.19) πόμ' ἀοίδιμον Αἰολίσσιν ἐν πνοαῖσιν αὐλῶν (N. 3.79) ἀλλ' ἀνὰ μὲν βρομίαν φόρμιγγ, ἀνὰ δ αὐλὸν ἐπ αὐτὰν ὄρσομεν ἱππίων ἀέθλων κορυφάν (N. 9.8) κλέονται δ' ἔν τε φορμίγγεσσιν ἐν αὐλῶν τε παμφώνοις ὁμοκλαῖς μυρίον χρόνον (I. 5.27) χαλκ]έοπ' αὐλῶν ὀμφάν[ (Pae. 3.94) ]γλυκὺν κατ αὐλὸν αιθερ[ (Pae. 7.11) ἀχεῖ τ ὀμφαὶ μελέων σὺν αὐλοῖς fr. 75. 18. ]ἀοιδ[ὰν κ]αὶ ἁρμονίαν αὐλ[οῖς ἐ]πεφράς[[[ατο]] (supp. Schr.) fr. 140b. 3. δελφῖνος · τὸν μὲν αὐλῶν ἐκίνησ' ἐρατὸν μέλος fr. 140b. 17.

English (Strong)

from the same as ἀήρ; a flute (as blown): pipe.

English (Thayer)

αὐλοῦ, ὁ (ἄω, αὔω) (from Homer down), a pipe: 1 Corinthians 14:7. (Cf. Stainer, Music of the Bible, chapter v.)

Greek Monolingual

ο (AM αὐλός)
1. πνευστό όργανο από καλάμι συνήθως με δονητή και τρύπες στα αρμόδια σημεία, φλογέρα
2. κάθε κοίλωμα ή κοιλότητα
3. ο κρουνός του αίματος που εξακοντίζεται μετά από τραυματισμό («κόπηκε μια φλέβα και πήγαινε το αίμα του αυλός», «αὐλὸς παχύς», Όμ.)
4. ο σωλήνας στο φυσερό του μεταλλουργού
μσν.- νεοελλ.
το ανδρικό μόριο
νεοελλ.
1. ο μίσχος των λαχάνων
2. η οπή του βαρελιού στην οποία προσαρμόζεται ο διακόπτης, η κάνουλα
3. φρ. «έγινε αυλός» — έγινε στουπί, μέθυσε
αρχ.
1. ο σωλήνας της κλεψύδρας
2. ο φυσητήρας της φάλαινας και άλλων κητών
3. το αιμοφόρο αγγείο που συνδέει την καρδιά με την αορτή
4. είδος οστρακόδερμου σωλήνα
5. φρ. «ὑπ' αὐλοῦ», «πρὸς αὐλόν», «ὑπ' αὐλόν» — με τη συνοδεία αυλού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αυλός είναι μορφολογικά ταυτόσημη με τ. άλλων ινδοευρ. γλωσσών, αν και διαφέρει σημασιολογικά. Συνδέεται με λιθ. aūlas «περικνήμιο μπότας», νορβ. aul «μίσχος του φυτού αγγελική» και πιθ. λατ. alvus «κοιλιά», με μετάθεση, που ανάγονται σε ινδοευρ. au-l- «σωλήνας, επιμήκης κοιλότητα». Εξάλλου τίποτε δεν αποδεικνύει μία ετυμολογική σχέση μεταξύ των λ. αυλός και καυλόςβλαστός, κοτσάνι», παρά τη μορφολογική και ίσως σημασιολογική τους ομοιότητα και παρά την ύπαρξη αντιστοίχου ζεύγους λ. στη Λιθουανική, που συνδέονται ανά δύο με τις ελληνικές (πρβλ. αυλός-aūlas και καυλός kaulas).
ΠΑΡ. αυλητής αρχ. αύλημα, αύλησις, αυλητήρ, αυλίσκος, αυλώ, αυλών, αυλωτός.
ΣΥΝΘ. (α' συνθετ.) αρχ. αυλοδόκη, αυλοποιός, αυλοτρύπης, αυλωδός, αυλωπίας, αυλώπις
μσν.
αυλοθήκη
(β' συνθετ.) δίαυλος πλαγίαυλος, αρχ. άναυλος, δολίχαυλος, δύσαυλος, έναυλος, έξαυλος, κακόαυλος, καλάμαυλος, κάταυλος, μίμαυλος, μόναυλος, όμαυλος, πάραυλος, ραπάταυλος, σύναυλος, ύδραυλος, φίλαυλος
νεοελλ.
βαρύαυλος, οξύαυλος, πύραυλος].

Greek Monotonic

αὐλός: ὁ (ἄημι, φυσῶ),
1. αυλός ή καλύτερα φλογέρα (γιατί παίζεται με επιστόμιο, γλωσσίς, σε Αισχίν.), σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· αὐλοὶ ἀνδρήιοι και γυναικήιοι, Λατ. tibiae dextrae και sinistrae, μπάσοι και υψίφωνοι, σε Ηρόδ.· μερικές φορές ένα πρόσωπο έπαιζε δύο αυλούς (αὐλοί) συγχρόνως, σε Θεόκρ.· αὐλὸς Ἐνυαλίου, δηλ. σάλπιγγα, σε Ανθ.· ὑπ' αὐλοῦ, προς τον ήχο του αυλού, σε Ηρόδ.· ομοίως, πρὸςαὐλόν, ὑπὸ τὸν αὐλόν, σε Ξεν.
2. οτιδήποτε μοιάζει με αυτό, όπως η υποδοχή, η οπή για την περόνη, η εγκοπή στην οποία εφάρμοζε η γλώσσα της πόρπης, σε Όμηρ.· φυσητήρας, στόμιο σωλήνα, σε Θουκ.· αὐλὸς παχύς, στην Ομήρ. Οδ. φαίνεται να σημαίνει την εκροή αίματος μέσα από το σωλήνα των ρουθουνιών.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: hollow tube, pipe, flute (Il.). Also cow-ban, Cicuta virosa.
Derivatives: αὐλών m. f. defile, glen (Hdt.); on -ών s. Schwyzer 488, Chantr. Form.164; - αὐλωτός with pipes (A.). - Denom. verb αὐλέω blow (a flute) (Alcm.), αὐλητής (Ion.-Att.) - αὖλιξ (cod. αὐλίξ) φλέψ H., cf. χόλιξ, Baunack Philol. 70, 361, for water. - On the meaning of αὐλῶπις, epithet of the helmet (Il.), s. Trümpy Fachausdrücke 44. - αὐλωπίας a fish, kind of tunny?, = ἀνθίας? (Thompson, Fishes 20).
Origin: IE [Indo-European] [88] *h₂eu-l- pipe
Etymology: Several cognates: Lith. aũlas m. leg of a boot, NNorw. aul hollow stalk of Angelica, perhaps also Lat. alvus cavity (with metathesis). Further OCS. ulica f. small lane, Gasse. Uncertain Arm. , uɫi road. If ONo. huann-jōli the hollow stalk of Angelica has eu it cannot belong here (if IE).. - Cf. Güntert Reimwortbildungen 154 (on αὑλός: Lith. aũlas, καυλός: Lit. káulas ). S. also ἔναυλος.

Middle Liddell

ἄημι to blow]
1. a flute or rather clarionet (for it was played by a mouthpiece, γλωσσίς, Aeschin.), Il., etc.; αὐλοὶ ἀνδρήϊοι and γυναικήϊοι, Lat. tibiae dextrae and sinistrae, bass and treble, Hdt.; sometimes one person played two αὐλοί at once, Theocr.; αὐλὸς Ἐνυαλίου, i. e. a trumpet, Anth.:— ὑπ' αὐλοῦ to the sound of the flute, Hdt.; so, πρὸς αὐλόν, ὑπὸ τὸν αὐλόν Xen.
2. any tube or pipe, as the socket of a spear-head, the groove into which the tongue of a buckle fitted, Hom.; the pipe of bellows, Thuc.:— αὐλὸς παχύς, in Od., seems to mean a jet of blood through the tube of the nostril.

Frisk Etymology German

αὐλός: {aulós}
Grammar: m.
Meaning: Röhre, röhrenartiger Körper, Flöte (seit Il.).
Derivative: Ableitungen: Deminutivum αὐλίσκος Röhrchen, kleine Flöte (Thgn., Hp., S., Arist. usw.), αὐλίδιον (Alex. Trall.). — αὐλών m. f. höhlenartige Gegend, Schlucht, Tal, Graben (ion. att.); zum lokalbezeichnenden (augmentativen?) ών-Suffix s. Schwyzer 488, Chantraine Formation 164, Humbert Mélanges Boisacq 2, 1ff., Petersen ClassPhil. 32, 121ff.; davon Demin. αὐλωνίσκος m. (Thphr.), αὐλωνιάδες (νύμφαι, Opp.; vgl. αὐλιάδες zu αὐλή), Αὐλωνεύς Beinanne des Dionysos (Attika), αὐλωνίζω H. — αὐλωτός mit Röhre versehen (A.). — Denominatives Verb αὐλέω ‘(die Flöte) blasen’ (ion. att.), wovon wiederum mehrere Nomina: αὔλησις Flötenspiel (Pl., Arist.; vgl. Holt Les noms d'action en -σις 127 A. 4), αὔλημα Flötenstück (Pl., Ar.); αὐλητής (ion. att.) und αὐλητήρ (ion.) Flötenspieler mit den Femininbildungen αὐλητρίς (ion. att.), Demin. αὐλητρίδιον (Theopomp. Hist. u. a.), und αὐλήτρια (D. L.); von αὐλητής das Adj. αὐλητικός ‘den Flötenspieler, bzw. das Flötenspiel, die Flöte betreffend' (Pl., Arist. usw.; auch auf αὐλέω, αὐλός bezüglich). — Dazu die Nomina loci αὐλητήριον ON (H.) und αὐλητηρία· αὐλῶν θήκη H. — Eine Bildung für sich ist αὖλιξ (cod. αὐλίξ)· φλέψ H.; zur Bildung vgl. besonders χόλιξ, aber auch αὐλίξαι im Sinn von δραμεῖν H., nach Baunack Philol. 70, 361 vom Ablaufen des Wassers; daneben αὐλίξαι· στασιάσαι H. von αὐλή. — Zur Bedeutung des unklaren αὐλῶπις, Beiw. des Helms (Il.), vgl. Krischen Philol. 97, 184ff., Trümpy Fachausdrücke 44.
Etymology: αὐλός hat mehrere nahe Verwandte in anderen idg. Sprachen. Formal damit identisch sind lit. aũlas m. Stiefelschaft, nnorw. aul der hohle Stengel der Angelica, wahrscheinlich auch lat. alvus Höhlung (mit Metathese; näheres bei W.-Hofmann s. v.); hierher ferner mit geringen Abweichungen in der Bildung z. B. lit. aulỹs, aksl. ulьjь m. Bienenstock (eig. hohler Baumstamm); apr. aulis Schienbein, aulinis Stiefelschaft; aksl. ulica f. Gasse. Ob dagegen arm. , uɫi Weg mit Pedersen KZ 39, 459 hierher gehört, ist sehr fraglich, da der Anlaut mehrdeutig ist. Falls hierher, ist ein Ablaut ū̆ anzusetzen. Beiseite bleibt jedenfalls yɫi schwanger, s. Meillet Esquisse2 48 mit Lit. und einer anderen (unsicheren) Deutung. Alter Ablaut (ēu- ?) muß ebenfalls vorliegen in awno. huann-jōli der hohle Stengel der Angelica. — Pok. 88f., WP. 1, 25f. mit weiterer Lit.; vgl. noch Güntert Reimwortbildungen 154 (αὐλός: lit. aũlas, καυλός: lit. káulas vorgr. Reimwörter). S. auch ἔναυλος.
Page 1,186-187

Chinese

原文音譯:aÙlÒj 凹羅士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:哨笛
字義溯源:笛,簫;源自(ἀήρ)=空氣);而 (ἀήρ)出自(Ἄζωτος)X*=吹,呼吸)
出現次數:總共(1);林前(1)
譯字彙編
1) 簫(1) 林前14:7

English (Woodhouse)

flute, musical instrument, pipe, hollow tube

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Wikipedia EN

An aulos (Ancient Greek: αὐλός, plural αὐλοί, auloi) or tibia (Latin) was an ancient Greek wind instrument, depicted often in art and also attested by archaeology.

Though aulos is often translated as "flute" or "double flute", it was usually a double-reeded instrument, and its sound—described as "penetrating, insisting and exciting"—was more akin to that of the bagpipes, with a chanter and (modulated) drone.

An aulete (αὐλητής, aulētēs) was the musician who performed on an aulos. The ancient Roman equivalent was the tibicen (plural tibicines), from the Latin tibia, "pipe, aulos." The neologism aulode is sometimes used by analogy with rhapsode and citharode (citharede) to refer to an aulos player, who may also be called an aulist; however, aulode more commonly refers to a singer who sang the accompaniment to a piece played on the aulos.

Léxico de magia

ὁ 1 flauta prob. con valor apotropaico οὐ μὴ σὲ λύσῃ ... οὐκ ἦχος κυμβάλου, οὐ βόμβος αὐλοῦ, ἀλλ' οὐδὲν ἐξ οὐρανοῦ φυλακτήριον no te librará ni eco de timbal, ni sonido de flauta ni tampoco un amuleto del cielo P XXXVI 159 2 tubo ἡ δὲ πορεία τῶν ὁρωμένων θεῶν διὰ τοῦ δίσκου, πατρός μου, θεοῦ, φανήσεται, ὁμοίως δὲ καὶ ὁ καλούμενος αὐλός el paso de los dioses visibles se manifestará a través del disco del dios, mi padre, e igualmente el llamado «tubo» P IV 549 P IV 551

Lexicon Thucydideum

fistula, pipe, canal, 4.100.2.