καλύπτω

From LSJ
Revision as of 22:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλύπτω Medium diacritics: καλύπτω Low diacritics: καλύπτω Capitals: ΚΑΛΥΠΤΩ
Transliteration A: kalýptō Transliteration B: kalyptō Transliteration C: kalypto Beta Code: kalu/ptw

English (LSJ)

Ep. impf.

   A κάλυπτον Il.24.20: fut. -ψω A.Th. 1045: aor. ἐκάλυψα, Ep.κάλ- Il.23.693:—Med., fut. καλύψομαι (ἐγ-) Ael.NA7.12, (συγ-) Aristid.2.59J.: Ep. aor. καλυψάμην Il.3.141, al.:—Pass., fut. καλυφθήσομαι Paus.8.11.11, Aristid.1.130J., Gal. UP9.3, (δια-) D.11.13: aor. ἐκαλύφθην Od.4.402, E.Supp.531: aor.2 part. καλῠφείς CPR239.5 (iii A.D.): pf. κεκάλυμμαι Il.16.360, X.Cyr. 5.1.4, Aen.Tact.26.3: plpf. κεκάλυπτο Il.21.549.--Rare in Prose, exc. in compds. (Cf. κέλυφος, καλύβη, Lat. oc-culo, celo.)    I cover, freq. c. dat. instr., παρδαλέῃ . . μετάφρενον εὐρὺ κάλυψε Il.10.29; σάωσε δὲ νυκτὶ καλύψας 5.23 (but in 13.425, ἐρεβεννῇ νυκτὶ καλύψαι is to kill); simply, cover, μέλαν δέ ἑ κῦμα κάλυψεν 23.693; ἐπισκύνιον κάτω ἕλκεται ὄσσε καλύπτων 17.136; [πέτρον] περὶ Χεὶρ ἐκάλυψεν his hand covered, grasped a stone, 16.735; of death, τὼ . . τέλος θανάτοιο κάλυψεν 5.553; τὸν δὲ σκότος ὄσσε κάλυψεν 4.461,503, etc.; τὸν δὲ κατ' ὀφθαλμῶν ἐρεβεννὴ νὺξ ἐκάλυψεν 13.580; τὼ δέ οἱ ὄσσε νὺξ ἐκάλυψε μέλαινα 14.439; so τὸν δ' ἄχεος νεφέλη ἐκάλυψε 17.591; ἑ πένθος ὀφθαλμοὺς ἐκάλυψε 11.250: freq. in Lyr. and Trag., ὅταν θανάτοιο κυάνεον νέφος καλύψῃ B.12.64; κ. Χθονὶ γυῖα, i.e. to be buried, Pi.N.8.38; but Χθονί, τάφῳ κ., bury, A.Pr.582 (lyr.), S.Ant.28; γῇ, Χέρσῳ, E.Ph.1633, Hel.1066: abs., καὐτὴ καλύψω A.Th.1045: rare in Prose, μὴ καλύπτειν τὰ δολοσχερέα τοῖς εἱματίοις SIG1218.7 (Ceos, v B.C.); of armour, protect, X. Eq.12.5:—Med., cover or veil oneself, ἀργεννῇσι καλυψαμένη ὀθόνῃσιν Il.3.141; κρηδέμνῳ δ' ἐφύπερθε καλύψατο 14.184; λευκοῖσιν φαρέεσσι καλυψαμένω (fem. dual) Χρόα καλόν Hes.Op.198: abs., καλυψάμενος δ' ἐνὶ νηῒ κείμην Od.10.53:—Pass., ἀσπίδι ταυρείῃ κεκαλυμμένος . . ὤμους Il.16.360; ἐν Χλαίνῃ κεκ. 24.163; Χαλκῷ, ἠέρι, 13.192, 21.549; οἰὸς ἀώτῳ Od.1.443; φρικὶ καλυφθείς, of the sea, 4.402: in Prose, τὸν νεκρὸν κεκαλυμμένον φερέτω σιγᾷ Michel995 C32 (Delph., v/iv B.C.); [βράγχια] καλυπτόμενα καλύμματι Arist.HA505a6; κεκαλυμμένος veiled IG5(2).514.10 (Lycosura).    2 hide, conceal, κεκαλυμμένοι ἵππῳ concealed in it, Od.8.503:—Act., Hippon.52, etc.; ἔξω μέ που καλύψατε S.OT1411, cf. Ev.Luc.23.30; κρυφῇ κ. καρδίᾳ τι S.Ant. 1254; σιγῇ κ. E.Hipp.712: metaph., ἐκάλυψας τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν LXXPs.84(85).2, cf. Ep.Jac.5.20.    3 cover with dishonour, throw a cloud over, σὺ μὴ κάλυπτε τὰς εὐδαίμονας ἔργοις Ἀθήνας ἀνοσίοις S. OC282.    II put over as a covering, πρόσθε δέ οἱ πέπλοιο πτύγμ' ἐκάλυψεν Il.5.315; τόσσην οἱ ἄσιν καθύπερθε καλύψω I will put mud over him, 21.321; ἀμφὶ Μενοιτιάδῃ σάκος εὐρὺ καλύψας 17.132; πρόσθεν δὲ σάκος στέρνοιο κάλυψε 22.313.

German (Pape)

[Seite 1315] umhüllen, umgeben, verhüllen, bedecken; σάωσε δὲ νυκτὶ καλύψας Il. 5, 23; 13, 425 τινὰ Τρώων ἐρεβεννῇ νυκτὶ καλύψαι, tödten; παρδαλέῃ μετάφρενον εὐρὺ κάλυψεν 10, 29; πέτρον χεὶρ ἐκάλυψε, umfaßte den Stein, 16, 735; ἃς ἄρα μιν εἰπόντα τέλος θανάτοιο κάλυψεν ὀφθαλμούς, verhüllte ihm die Augen, 16, 502; κρατερὸν δέ ἑ πένθος ὀφθαλμοὺς ἐκάλυψε, Trauer umhüllte, umdüsterte ihm die Augen, 11, 249; ἄχεος νεφέλη ἐκάλυψε 17, 591 Od. 24, 315; τὸν δὲ σκότος ὄσσε κάλυψεν Il. 4, 461, Dunkel umhüllte ihm die Augen; τὸν δὲ κατ' ὀφθαλμῶν ἐρεβεννὴ νὺξ ἐκάλυψεν 13, 580, vom Tode. Auch τινί τι, über Einen Etwas decken, τόσσην οἱ ἄσιν καθύπερθε καλύψω, so viel Schlamm werde ich über ihn decken, Il. 21, 321, πρόσθε δέ οἱ πέπλοιο πτύγμ' ἐκάλυψεν 5, 315; πρόσθεν δὲ σάκος στέρνοιο κάλυψεν 22, 313; ἀμφὶ Μενοιτιάδῃ σάκος εὐρὺ καλύψας 17, 132, er stellte den Schild als Schirm vor od. um ihn. – Pass., κεκαλυμμένος οἰὸς ἀώτῳ Od. 1, 443; ἐν χλαίνῃ κεκαλυμμένος Il. 24, 163; ἀσπίδι κεκαλ. εὐρέας ὤμους 16, 360. – Med., sich bedecken, κρηδέμνῳ δ' ἐφύπερθε καλύψατο Il. 14, 184; absol., Od. 10, 53. – So auch bei den Folgdn; χθονὶ γυῖα Pind. N. 8, 28; ἔργον κινδύνῳ κεκαλυμμένον Ol. 5, 16; χθονὶ κάλυψον Aesch. Prom. 583; Ταρτάρου κευθμὼν καλύπτει Κρόνον 220; δνόφοι καλύπτουσι δόμους Ch. 51; φάρει καλύψω Soph. Ai. 899; τάφῳ καλύψαι, begraben, Ant. 28; übertr., verhehlen, verheimlichen, μή τι κρυφῇ καλύπτει καρδίᾳ θυμουμένῃ 1239; ἔξω μέ που καλύψατε, d. i. bringt mich hinaus und verberget mich, O. R. 1411; μὴ κάλυπτε τὰς εὐδαίμονας Ἀθήνας O. C. 283, erniedrigen, ins Unglück stürzen; χέρσῳ καλύπτειν τοὺς θανόντας Eur. Hel. 1072; νεκρὸν γῇ Phoen. 1672; σιγῇ, verschweigen, Hipp. 712. – Selten in Prosa, Xen. Equ. 12, 5 u. einzeln bei Sp., wie Plut. Nic. 1. Gebräuchlicher sind die compp.

Greek (Liddell-Scott)

καλύπτω: Ἐπικ. παρατ. κάλυπτον Ἰλ. Ω. 20: μέλλ. -ψω: ἀόρ. ἐκάλυψα, Ἐπικ. κάλ-, Ἰλ. Ψ. 693: πρκμ. ἀποκεκάλυφα Ὠριγέν. ― Μέσ., μέλλ. καλύψομαι Αἰολ.: ἀόρ. ἐκαλυψάμην Ὅμηρος. ― Παθ., μέλλ. καλυφθήσομαι Παυσ. κλ.: ἀόρ. ἐκαλύφθην Ὀδ., Εὐρ.: πρκμ. κεκάλυμμαι Ἰλ., Ξεν. Κύρ. 5. 1, 4: ὑπερσ. κεκάλυπτο Ἰλ. Φ. 549. ― Σπάνιον παρὰ πεζολόγοις πλὴν τῶν συνθέτων. (Ἐκ τῆς √ΚΑΛΥΒ ἢ ΚΑΛΥΦ, ἥτις φαίνεται ἐν ταῖς λέξ. καλύβη, κελύφη, -ος· πρβλ. Λατ. cel-are, occul-ere, cla-m, clu-peus· ἡ √ΚΡΥΒ ἢ ΚΡΥΦ, ὁπόθεν τὸ κρύπτω, εἶναι συγγενής. Ι. σκεπάζω διά τινος πράγματος (πρβλ. κρύπτω ἐν τέλ.), παρδαλέῃ.. μετάφρενον εὐρὺ κάλυψεν Ἰλ. Κ. 29· σάωσε δὲ νυκτὶ καλύψας Ἰλ. Ε. 23· (ἀλλ’ ἐν Ἰλ. Ν. 425, τὸ ἐρεβεννῇ νυκτὶ καλύψαι σημαίνει μεταφορ. φονεῦσαι): ― ἀκολούθως ἁπλῶς, σκεπάζω (πρβλ. κατακαλύπτω), μέλαν δέ ἑ κῦμα κάλυψεν Ψ. 693· πᾶν δέ τ’ ἐπισκύνιον κάτω ἕλκεται ὄσσε καλύπτων, «πᾶν δὲ τὸ συνοφρύωμα τοῦ μετώπου κάτω ἕλκει καλύπτων τοὺς ὀφθαλμοὺς» (Θ. Γαζῆς), ἐπὶ λέοντος, Ρ. 136· πέτρον χεὶρ ἐκάλυψεν, ἐσκέπασε, Π. 735· ― συχνὸν ἐπὶ θανάτου, τέλος θανάτοιο κάλυψεν ὀθφαλμοὺς Λ. 250, πρβλ. Ε. 553· τὸν δὲ σκότος ὄσσε κάλυψεν Δ. 461, 503, κτλ.· τὸν δὲ κατ’ ὀφθαλμῶν ἐρεβεννὴ νὺξ ἐκάλυψεν Ν. 580· τὼ δέ οἱ ὄσσε νὺξ ἐκάλυψε μέλαινα Ξ. 439· οὕτω, τὸν δ’ ἄχεος νεφέλη ἐκάλυψε Ρ. 591, Σ. 22· ἓ πένθος ὀφθαλμοὺς ἐκάλυψε Λ. 249· οὕτω παρὰ Πινδ. καὶ Τραγ., καλ. χθονὶ γυῖα, δηλ. θάπτεσθαι, Πινδ. Ν. 8. 65· ὡσαύτως, χθονί, τάφῳ καλύπτειν, θάπτειν τινά, Αἰσχύλ. Πρ. 582, Σοφ. Ἀντ. 28· γῇ χέρσῳ Εὐρ. Φοίν. 1634, Ἑλ. 1006· καὶ ἀπολ., καὐτὴ καλύψω Αἰσχύλ. Θήβ. 1040. ― Μέσ., σκεπάζω, καλύπτω ἐμαυτόν, «σκεπάζομαι», ἀργεννῇσι καλυψαμένη ὀθόνῃσιν Ἰλ. Γ. 141· κρηδέμνῳ δ’ ἐφύπερθε καλύψατο Ἰλ. Ξ. 184· ἀπολ., καλυψάμενος δ’ ἐνὶ νηῒ κείμην Ὀδ. Κ. 53. ― Παθ., ἀσπίδι ταυρείῃ κεκαλυμμένος.. ὤμους Ἰλ. Π. 360· ἐν χλαίνῃ κεκαλ. Ω. 163· χαλκῷ ἠέρι κεκαλ. Ν. 192, Φ. 549· οἰὸς κεκαλυμμένος ἀώτῳ Ὀδ. Α. 443· μελαίνῃ φρικὶ καλυφθείς, «τῇ ἐπιγενομένῃ μελανίᾳ.. ἐκ τῆς ἐπιπολαίου κινήσεως τῶν ὑδάτων» (Σχόλ.), Δ. 402. 2) ὡς τὸ κρύπτω, σκεπάζω, κεκαλυμμένοι ἵππῳ, κεκρυμμένοι ἐντὸς αὐτοῦ, Ὀδ. Θ. 503· ἔξω μέ που καλύψατε Σοφ. Ο. Τ. 1411· μή τι καὶ κατάσχετον κρυφῇ καλύπτει καρδίᾳ θυμουμένῃ ὁ αὐτ. ἐν Ἀντιγ. 1254· σιγῇ καλ. Εὐρ. Ἱππ. 712. 3) ἐπισκιάζω τι διὰ κακοῦ τινος πράγματος, σὺ μὴ κάλυπτε τὰς εὐδαίμονας ἔργοις Ἀθήνας ἀνοσίοις Σοφ. Ο. Κ. 282. ΙΙ. περιβάλλω, Λατ. circumdare, πρόσθε δέ οἱ πέπλοιο φαεινοῦ πτύγμ’ ἐκάλυψεν, «ἔμπροσθεν δὲ περιέβαλεν αὐτὸν τὸ περίπλωμα τοῦ λαμπροῦ πέπλου» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ε. 315· τόσσην οἱ ἄσιν καθύπερθε καλύψω, θὰ συσσωρεύσω ἐπ’ αὐτοῦ τόσον συρφετὸν παντοίας ὕλης, Φ. 321· ἀμφὶ Μενοιτιάδῃ σάκος εὐρὺ καλύψας, ἀμφικαλύψας Μενοιτιάδην σάκει κτλ., Ρ. 132· πρόσθεν δὲ σάκος στέρνοιο καλύψας Χ. 313. (Τὸ υ βραχὺ ἐν τῷ τονισμῷ).

French (Bailly abrégé)

f. καλύψω, ao. ἐκάλυψα, pf. inus.
Pass. ao. ἐκαλύφθην, pf. κεκάλυμμαι;
1 couvrir, envelopper, cacher : τί τινι, couvrir une chose d’une autre, cacher une chose sous une autre ; en parl. de la mort τινα, envelopper qqn ; τὸν δε σκότος ὄσσε κάλυψεν IL les ténèbres couvrirent ses yeux ; τινα τάφῳ κ. SOPH couvrir d’un tombeau un mort ; κ. νυκτί IL couvrir d’un nuage obscur ; πέτρον χεὶρ ἐκάλυψεν IL sa main tenait une pierre ; Pass. ἀσπίδι κεκαλυμμένος ὤμους IL ayant les épaules couvertes d’un bouclier ; ἐν χλαίνῃ κεκαλυμμένος IL enveloppé d’un manteau ; fig. κ. τι καρδίᾳ SOPH cacher qch dans son cœur ; σιγῇ EUR envelopper un secret dans le silence;
2 étendre pour couvrir : τι πρόσθεν τινός IL, αμφί τινι, qch devant qqn, autour de qqn;
Moy. καλύπτομαι s’envelopper, se couvrir : τινι, de qch.
Étymologie: R. Κρυφ-, couvrir, cacher, d’où par développement κ-α-λυφ-, κ-α-λυβ- ; cf. κρύπτω.

English (Autenrieth)

fut. -ψω, aor. (ἐ)κάλυψα, pass. perf. part. κεκαλυμμένος, plup. κεκάλυπτο, aor. part. καλυφθείς, mid. aor. καλύψατο: cover, veil, hide, mid., oneself or some part of oneself; τινί, ‘withsomething, but sometimes w. acc. of the thing used to cover with, τόσσην οἱ ἄσιν καθύπερθε καλύψω, Φ 321, Il. 5.315; fig., of darkness, sorrow, war, death, Il. 17.243, Il. 11.250, Od. 24.315; mid., Od. 8.92, Od. 10.179.

English (Slater)

κᾰλύπτω (aor. dub. καλύψαιμ, καλύψαι: pf. pass. κεκαλυμμένον.)
   1 cover, up conceal πόνος δαπάνα τε μάρναται πρὸς ἔργον κινδύνῳ κεκαλυμμένον (O. 5.16) “εἴ τις ἔχθρα πέλει ὁμογόνοις αἰδῶ καλύψαι” (P. 4.146) τὸ δὲ νέαις ἀλόχοις ἔχθιστον ἀμπλάκιον καλύψαι τ' ἀμάχανον ἀλλοτρίαισι γλώσσαις (P. 11.26) χρυσὸν εὔχονται, πεδίον δ' ἕτεροι ἀπέραντον, ἐγὼ δ ἀστοῖς ἁδὼν καὶ χθονὶ γυῖα καλύψαι (Wackernagel: καλύψαιμ codd.: τεθνάναι Σ paraphr.) (N. 8.38) ἔστι δέ τις λόγος ἀνθρώπων, τετελεσμένον ἐσλὸν μὴ χαμαὶ σιγᾷ καλύψαι (N. 9.7) κελαινεφέι δὲ σκότει καλύψαι σέλας καθαρὸν ἁμέρας fr. 108b. 4.

English (Strong)

akin to κλέπτω and κρύπτω; to cover up (literally or figuratively): cover, hide.

English (Thayer)

future καλύψω; 1st aorist ἐκάλυψα; passive, present infinitive καλύπτεσθαι; perfect participle κεκαλυμμενος; (allied with κρύπτω; Vanicek, p. 1091; Curtius, Das Verbum, i. 242;) the Sept. for כִּסָּה; often in Homer, Tragg. and other poets, more rarely in prose; to cover, cover up; properly: τινα, τί τίνι, a thing with anything, to hide, veil, i. e. to hinder the knowledge of a thing: perfect passive, πλῆθος ἁμαρτιῶν, not to regard or impute them, i. e. to pardon them, ἀνακαλύπτω, ἀποκαλύπτω, ἐπικαλύπτω, κατακαλύπτω, παρακαλύπτω, περικαλύπτω, συγκαλύπτω.)

Greek Monolingual

(AM καλύπτω)
1. βάζω κάλυμμα πάνω σε κάτι ή γύρω από κάτι, σκεπάζω κάτι (α. «το καλοκαίρι πρέπει να καλύπτει κάποιος το κεφάλι του με καπέλο» β. «οὐδεὶς δὲ λύχνον ἅψας καλύπτει αὐτὸν σκεύει», ΚΔ)
2. περιβάλλω, σκεπάζω (α. «σύννεφα κάλυψαν τον ουρανό» β. «μέλαν δὲ ἑ κῡμα κάλυψεν», Ομ. Ιλ.)
3. (για νεκρό) θάβω, ενταφιάζω («χθονὶ κάλυψον», Αισχύλ.)
4. προφυλάσσω κάποιον ή κάτι μπαίνοντας μπροστά του ή παρεμβάλλοντας κάτι, προστατεύω («η οπισθοφυλακή κάλυψε την υποχώρηση του σώματος»)
5. μτφ. αντισταθμίζω, εξουδετερώνω («ἡ ἀγάπη καλύψει πλῆθος ἁμαρτιῶν», ΚΔ)
νεοελλ.
1. συγκαλύπτω, αποσιωπώ, κρύβω κάτι ώστε να μη γίνει γνωστό («θέλουν τώρα να καλύψουν όλα τα σκάνδαλα»)
2. εξασφαλίζω, προστατεύω, προφυλάσσω (α. «τους ενοικιαστές τους καλύπτει ο νόμος» β. «έχουμε καλυμμένα τα νώτα μας»)
3. (οικον.) ισοσταθμίζω, έχω αντίκρυσμα (α. «τα κέρδη της επιχειρήσεως δεν καλύπτουν τις δαπάνες της» β. «οι επιταγές σου έπρεπε να καλυφθούν έως το τέλος της προηγούμενης εβδομάδας»)
4. δικαιολογώ κάποιον («κατά την απουσία μου, ο συνάδελφος μέ κάλυψε στον διευθυντή»)
5. ικανοποιώ, ανταποκρίνομαι (α. «μέ κάλυψε ο προηγούμενος ομιλητής» β. «ο μισθός μου δεν καλύπτει τις ανάγκες μου»)
6. πληρώ, συμπληρώνω (α. «δεν έχω καλύψει ακόμα την ύλη μου» β. «ο κάθε υπάλληλος πρέπει να καλύπτει οκτώ ώρες εργασίας την ημέρα»)
7. διατρέχω, διανύω («ο δρομέας κάλυψε την απόσταση τών εκατό μέτρων σε 10"«)
8. (για δημοσιογράφο) κάνω έρευνα για συλλογή πληροφοριών σχετικά με κάποιο επίκαιρο θέμα
9. φρ. «καλύπτω το θέμα μου» — αναπτύσσω επαρκώς το θέμα μου
μσν.
1. μτφ. πνίγω
2. μτφ. (με λέξη που δηλώνει συναίσθημα) κυριεύω, καταλαμβάνω κάποιον
αρχ.
1. συνθλίβω με το βάρος μου, πλακώνω («τοῑς βουνοῑς καλύψατε ἡμᾱς», ΚΔ)
2. αποκρύπτω, φυλάγω κάτι («μή τι καὶ κατάσχετον κρυφῆ καλύπτει καρδίᾳ», Σοφ.)
3. καλύπτω με ατιμία, επισκιάζω κάτι με κάποιο κακό πράγμα, αμαυρώνω («σὺ μὴ κάλυπτε τὰς εὐδαίμονας ἔργοις Ἀθήνας ἀνοσίοις», Σοφ.)
4. βάζω κάτι σαν κάλυμμα μπροστά σε κάτι άλλοπρόσθε δὲ οἱ πέπλοιο... πτύγμα κάλυψεν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ-ύ-πτω- το θ. του ρ. (καλ-)
ανάγεται στην ΙΕ ρίζα kel- «καλύπτω, κρύβω», το -υ- αποτελεί παρέκταση πιθ. αρχαία, ενώ η κατάλ. -πτω είναι μάλλον προϊόν αναλογίας προς το κρύπτω. Το ρ. καλύπτω συνδέεται ετυμολογικά με αρχ. ιρλδ. celim, λατ. celo, -ere (απαντά στο ρ. occulo, -ere «κρύβω»), αρχ. άνω γερμ. helan «κρύβω»), γοτθ. huljan με την ίδια σημ. Ορισμένα παρ. του ρ. εμφανίζουν επίθημα με διαρκές ηχηρό χειλικό σύμφωνο (πρβλ. καλύ-βη), ενώ άλλα με διαρκές άηχο (πρβλ. καλυ-φή). Από το ρ. καλύπτω σχηματίστηκε το κύριο όν. Καλυψώ, το οποίο θεωρήθηκε χαϊδευτικό και του οποίου το θ. καλυψ-, σύμφωνα με μία άποψη, προέρχεται από το θ. ενός αμάρτ. εφετικού ρ. καλυψ-είω.
ΠΑΡ. καλύβα(-η), κάλυμμα, καλυπτήρας(-ήρ), καλυπτός, καλύπτρα, κάλυψη(-ις)
αρχ.
καλύπτης, καλυφή.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) ανακαλύπτω, αποκαλύπτω, επικαλύπτω, κατακαλύπτω, περικαλύπτω, προκαλύπτω, συγκαλύπτω
αρχ.
αμφικαλύπτω, διακαλύπτω, εγκαλύπτω, εκκαλύπτω, καταμφικαλύπτω, παρακαλύπτω, προσανακαλύπτω, προσεκκαλύπτω, συγκατακαλύπτω, συναποκαλύπτω, υπεκκαλύπτω, υποκαλύπτω
νεοελλ.
υπερκαλύπτω].

Greek Monotonic

κᾰλύπτω: (εκτετ. από τη √ΚΑΛΥΒ, βλ. καλύβη)· Επικ. παρατ. κάλυπτον, μέλ. -ψω, αόρ. βʹ ἐκάλυψα, Επικ. καλ-. — Μέσ., αόρ. αʹ ἐκαλυψάμην — Παθ., μέλ. καλυφθήσομαι, αόρ. αʹ ἐκαλύφθην, παρακ. κεκάλυμμαι· γʹ ενικ. υπερσ. κεκάλυπτο·
I. 1. καλύπτω με κάτι, παρδαλέῃ μετάφρενον κάλυψεν, σε Ομήρ. Ιλ.· νυκτὶ καλύψας, στο ίδ.· απλώς, σκεπάζω, μέλαν δέ ἑ κῦμα κάλυψεν, στο ίδ.· πέτραν χεὶρ ἐκάλυψεν, το χέρι του κάλυψε, έσφιξε την πέτρα, στο ίδ.· λέγεται για το θάνατο, τέλος θανάτοιο κάλυψεν ὀφθαλμοὺς, στο ίδ. κ.λπ.· λέγεται για θρήνο, τὸν δ' ἄχεος νεφέλη ἐκάλυψε, στο ίδ.· κ. χθονὶ γυῖα, δηλ. ενταφιάζομαι, σε Πίνδ.· επίσης, χθονί, τάφῳ κ., θάβω κάποιον άλλο, σε Αισχύλ. — Μέσ., σκεπάζομαι ή καλύπτομαι, σε Όμηρ.· — Παθ., ἀσπίδι κεκαλυμμένος ὤμους, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐν χλαίνῃ κεκαλ., στο ίδ. κ.λπ.
2. όπως το κρύπτω, σκεπάζω ή κρύβω, αποκρύπτω, συγκαλύπτω· κ. καρδίᾳ τι, σε Σοφ. — Παθ., κεκαλυμμένοι ἵππῳ, κρυμμένοι μέσα σε άλογο, σε Ομήρ. Οδ.
3. καλύπτω, σκεπάζω με ατιμία, συσκοτίζω μια υπόθεση, σὺ μὴ κάλυπτε Ἀθήνας, σε Σοφ.
II. περιβάλλω, Λατ. circumdare, οἱ πέπλοιο πτύγμ' ἐκάλυψεν, σε Ομήρ. Ιλ.· οἱ ἄσιν καθύπερθε καλύψω, θα συσσωρεύσω λάσπη πάνω του, στο ίδ.· ἀμφὶ Μενοιτιάδῃ σάκος εὐρὺ καλύψας, στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

καλύπτω: 1) покрывать, закрывать, закутывать (πρόσωπα, μετάφρενον παρδαλέῃ, ἀργεννῇσι καλυψαμένη ὀθόνῃσιν Hom.; καλύμματί τι Arst.; καλύπτεσθαι ὑπὸ τῶν κυμάτων NT): ἀσπίδι κεκαλυμμένος ὤμους Hom. прикрывая плечи щитом; τινὰ ἐρεβεννῇ νυκτὶ καλύψαι Hom. покрыть ночным мраком, т. е. убить кого-л.; κ. τάφῳ Soph., κ. γῇ Eur. и κ. χθονί Pind. покрывать землей, т. е. хоронить;
2) скрывать, прятать (τι καρδίᾳ Soph.): κεκαλυμμένοι ἵππῳ Hom. (ахейцы) спрятавшиеся в (деревянном) коне; κ. σιγῇ τι Eur. умолчать о чем-л., сохранить что-л. в тайне;
3) держать, ставить (для защиты) (πρόσθεν σάκος στέρνοιο κ. Hom.): κ. τινὶ πέπλοιο πτύγμα Hom. защитить кого-л. своей одеждой;
4) класть, накладывать (в виде покрова); τινὶ ἄσιν κ. Hom. покрыть кого-л. тиной.