ἦθος
καὶ τοσαύτῃ περιουσίᾳ χρήσασθαι πονηρίας → in the veriest extravagance of malice
English (LSJ)
εος, τό (cf. ἔθος), A an accustomed place: hence, in plural, haunts or abodes of animals, μετά τ' ἤθεα καὶ νομὸν ἵππων Il.6.511; [σύας] ἔρξαν κατὰ ἤθεα κοιμηθῆναι Od.14.411; of lions, Hdt.7.125; of fish, Opp.H.1.93; of the abodes of men, Hes.Op.167, 525, Hdt.1.15, 157, A.Supp.64 (lyr.), E.Hel.274, Pl.Lg.865e, Arist.Mu.398b33; ἔλεγον ἐξ ἠθέων τὸν ἥλιον ἀνατεῖλαι away from his accustomed place, Hdt. 2.142; of plants, Callistr.Stat.7: metaph., with play on signf. ΙΙ, Pl.Phdr.277a. II custom, usage: in plural, manners, customs, Hes.Op.137, Th.66, Hdt.2.30,35, 4.106, Th.2.61; τρόποι καὶ ἤθη Pl. Lg.896c; ἐθρέψω Ξέρξην ἐν τοῖς αὐτοῖς ἤ. ib.695e; φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί PHib.1.7.94 (E.Fr.1024 = Men.218); τοῖς ἤθεσιν ἁπλοῦς D.S.5.21. 2 disposition, character, ἐπίκλοπον ἦθος Hes.Op. 67,78; ἦ. ἐμφυές Pi.O.11(10).21; ἀκίχητα ἤ., of Zeus, A.Pr.187; τοὐμὸν ἦ. παιδεύειν S.Aj.595; ὦ μιαρὸν ἦ. Id.Ant.746; τὸ τῆς πόλεως ἦ. Isoc.2.31; βελτίων τῆς πόλεως τὸ ἦ. D.20.14; esp. moral character, opp. διάνοια, Arist.EN1139a1; as the result of habit, τὸ πᾶν ἦ. διὰ ἔθος Pl.Lg.792e, cf. Arist.EE1220a39; ἦ. ἀνθρώπῳ δαίμων Heraclit.119; ἦ. πηγὴ βίου Stoic. ap. Stob.2.7.1; τῆς ψυχῆς, τῆς γνώμης, Pl.R.400d, D.61.16: freq. opp. πάθος, Arist.Rh.1356a23 (pl.), etc.; ἠθῶν τε καὶ παθῶν μίμησις D.H.Pomp.3; τὸ ἦ. πρᾶος Pl.Phdr.243c: less freq. in dat., ἀγοραῖος τῷ ἤ. Thphr.Char.6.2, cf. Inscr.Magn.164.3 (i/ii A.D.): pl., traits, characteristics, Pl.R.402d, Arist.EN1144b4 (in sg., τὸ τῆς ἀνδρείας ἦ. Pl.Lg.836d): seldom in plural, of an individual, στερρὸν τὰ ἤθεα Hp.Ep.11; ἱερὸς κατὰ τὰ ἤθη Ath.1.1e. b of outward bearing, ὡς ἱλαρὸν τὸ ἦ. X.Smp.8.3; ὑγρότης ἤθους Lycurg.33; ὑψηλὸς τῷ ἤ. Plu.Dio4: in plural, of facial expression, ὀφθαλμῶν ἤθη Philostr.Gym. 25. c in Rhet., delineation of character, ἦ. ἔχουσιν οἱ λόγοι ἐν ὅσοις δήλη ἡ προαίρεσις Arist.Rh.1395b13; ἦ. ἐμφαίνειν Phld.Rh.1.200S.; esp. opp. πάθος, Longin.9.15, etc.; κατ' ἦ. λέγεσθαι, opp. κατὰ πάθος, D.H.Comp.22, cf. Lys.19: in plural, πραγμάτων καὶ ἠθῶν Phld.Po.5.5; ἐν πάθεσι καὶ ἤθεσιν Demetr.Eloc.28, etc.; so of works of art, ἡ Ζεύξιδος γραφὴ οὐδὲν ἔχει ἦ. Arist.Po.1450a29; πάθος καὶ ἦ. καὶ σχημάτων χρῆσις Ael.VH4.3; πολλὰ ἤθη ἐπιφαίνει Philostr.Her.2.10; also of Music, S.E.M.6.49. d dramatis persona, εἰσάγει ἄνδρα ἢ γυναῖκα ἢ ἄλλο τι ἦ. Arist.Po.1450a11, al. 3 also of animals, ἦ. τὸ πρὸς τοκέων (prob.l.for ἔθος) A.Ag.727, cf.E.Hipp.1219, Pl.R.375e, Arist. HA487a12 (pl.); τὸ ἦ. ἀσθενής, of a bird, ib.615a18; of things, nature, kind, παρὰ δ' ἦ. ἑκάστῳ (to each of the four elements) Emp. 17.28; τοῦ πυρετοῦ Gal.7.353. 4 ἐν ἤθει = tactfully (cf. ἠθικός ΙΙ.2), προσφέρεσθαι τοῖς ἁμαρτάνουσιν Plu.2.73e. cf. Herm. in Phdr.p.195A.; διὰ μέτριον ἦθος, of the expression δοκεῖ μοι, Steph.in Hp.1.59D.
German (Pape)
[Seite 1157] τό (vgl. ἔθος), 1) der gewohnte Aufenthalt, Wohnsitz, Wohnort, wohl nur im plur., eigtl. ion., s. Greg. Cor. p. 494; bei Hom. von Thieren, ἤθεα καὶ νομὸς ἵππων, Il. 6, 511. 15, 268; von Schweinen, κατὰ ἤθεα κοιμηθῆναι Od. 14, 411, also Stall, Kosen; vgl. Arist. de mundo 6 med. τὸ χερσαῖον ζῷον εἰς τὰ ἤθεα καὶ νομοὺς ἐξερπύσει. Von Fischen, Opp. H. 1, 93. Von Menschen, ἕπεται πόλιν τε καὶ ἤθεα λαῶν, Wohnungen der Menschen, Hes. O. 169. 527; auch Pind., Λακεδαιμονίων μιχθέντες ἀνδρῶν ἤθεσι P. 4, 257, nach Lacedämon gekommen; Aesch. Suppl. 62; oft Her., Κιμμέριοι ἐξ ἠθέων ὑπὸ Σκυθέων ἐξαναστάντες 1, 15, ἀπήλαυνε ἐς ἤθεα τὰ Περσῶν 1, 157; 4, 80; auch Eur., πατρίδος θεοί μ' ἀφιδρύσαντο γῆς ἐς βάρβαρ' ἤθη Hel. 281; sp. D., ἤθεα γαίης D. Per. 294, öfter; einzeln in sp. Prosa, wie Arr. καὶ Ταξίλην ἀποπέμπει ὀπίσω εἰς τὰ ἤθεα τὰ αὑτοῦ, An. 5, 20, 6; ἔνθα φίλα τὰ ἤθη αὐτῷ καὶ τριβαὶ κεχαρισμέναι Ael. H. A. 11, 10, öfter; Philostr. braucht so auch den sing. – Bei Plat. Tim. 42 e, ἔμενεν ἐν τῷ ἑαυτοῦ κατὰ τρόπον ἤθει, u. Legg. IX, 965 e, ὁρῶν τὸν ἑαυτοῦ φονέα ἐν τοῖς ἤθεσι τοῖς τῆς ἑαυτοῦ συνηθείας ἀναστρεφόμενον, ist an das Geistige zu denken, so daß diese Stellen den Übergang zu der folgenden Bdtg machen. – 2) Gewohnheit, Herkommen, Sitte, Hes. O. 139, καὶ νόμοι Th. 66; Her. 2, 35, wie Eur. ἐς καινὰ δ' ἤθη καὶ νόμους ἀφιγμένην, Med. 238; die Art der Menschen zu handeln u. zu reden, Charakter, Sinnesart, Gesinnung, ἐπίκλοπον Hes. O. 67; ἦθος ἐμφυές Pind. Ol. 10, 21; συγγενές 13, 13; φίλα γὰρ κέκευθεν ἤθη Aesch. Pers. 640; ἀκίχητα ἤθεα καὶ κέαρ ἀπαράμυθον Prom. 184; ὦ μιαρὸν ἦθος Soph. Ant. 742; παιδεύειν ἦθος Ai. 592; Eur. Suppl. 869; τὰ τῶν νέων ἤθη, πολιτείας, Plat. Rep. VIII, 549 a Legg. XI, 929 c; ἐν νόμων ἤθεσι u. ä. oft; im sing. Charakter, Gemüth, φρόνιμον καὶ ἡσύχιον Rep. X, 604 e; γενναῖον VI, 496 b; ἀνδρεῖον Polit. 308 a; τὸ τῆς ψυχῆς ἦθος Rep. III, 400 d, öfter; ἐν τοιούτοις ἤθεσι παιδευθέντες Isocr. 4, 82. Häufig πρᾷος τὸ ἦθος, mild an Sinnesart, Plat. Phaedr. 243 c; φιλόπολις τὸ ἦθος Thuc. bei Poll. 9, 26; βελτίων τὸ ἦθος Dem. 20, 14; ἀσθενὴς τὸ ἦθος Arist. H. A. 9, 12; Sp., wie Luc. Salt. 72; selten in solchen Verbindungen τῷ ἤθει, wie Theophr. char. 6; auch im plur., κόσμιοι τὰ ἤθη, Ath. VI, 260 d, κράτιστος τὰ ἤθη D. L. 6, 64; ἁπλοῖ τοῖς ἤθεσι, D. Sic. 5, 21, was Phryn. 364 tadelt, vgl. Lob. zu der Stelle; Sp. so auch mit praepos., βδελυροὶ εἰς τὰ ἤθη, Luc. Pseudol. 1, 16; ὑψηλὸς ἐν ἤθει, Plut. Dion. 4; ἱερὸς τὴν τέχνην καὶ κατὰ τὰ ἤθη, Ath. I, 1 e. – Vgl. ἔθος; Plat. vrbdt τρόπων ἤθεσι καὶ ἔθεσι, Legg. XII, 968 d; τρόποι καὶ ἤθη X, 896 c. – Auch vom äußern Wesen, ἱλαρὸν τὸ ἦθος Xen. Conv. 8, 3. – Jeder Ausdruck der Sinnesart, Mienen u. Gesichtszüge, insofern sich ein Charakter darin ausdrückt, bes. die ruhigen Seelenzustände, im Gegensatz von πάθος. S. die compp.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
I. au plur. séjour habituel, demeure, résidence (écurie, étable, repaire, pâturage, etc.) ; abs. région où le soleil se lève;
II. caractère habituel :
1 coutume, usage;
2 manière d’être ou habitudes d'une personne, caractère : ἦθος τῆς ψυχῆς, τῆς γνώμης PLAT disposition de l'âme, de l'esprit ; τῆς πόλεως ISOCR caractère de la cité ; t. de rhét. impression morale (produite par un orateur) ; p. ext. τὰ ἤθη la personne elle-même;
3 p. ext. mœurs : ἤθη καὶ ἔθη, τρόποι καὶ ἤθη PLAT le caractère et les mœurs.
Étymologie: p. *Ϝήθος, ion. c. ἔθος, de la R. ΣϜεθ.
Russian (Dvoretsky)
ἦθος: εος τό
1 местопребывание, обиталище, жилье (ἤθεα Περσέων Her.; βάρβαρα ἤθη Eur.): ἤθη τῶν λεόντων Her. логова львов; ἤθεα ἵππων Hom. стойла для лошадей; ἦ. συῶν Hom. свиной хлев; ἦ. τοῦ ἡλίου Her. место восхода солнца; εἰς τὰ σφέτερα ἤθη καὶ νομούς Arst. восвояси;
2 (= ἔθος) навык, обыкновение, обычай, привычка (ἤθεά τε καὶ νόμοι Her.);
3 (тж. ἦ. τῆς ψυχῆς Plat.) душевный склад, нрав, натура, характер (μιαρόν Soph.): ἀσθενὴς τὸ ἦ. (acc.) Arst. вялый, ленивый; ἦ. τινος παιδεύειν Aesch. изменить чей-л. нрав; πρᾷος τὸ ἦ. Plat. кроткого нрава; τὸ τῆς πόλεως ἦ. Isocr. характер (особенности) государства; τὰ ἤθη Plat., τοῖς ἤθεσι Diod., ἐς τὰ ἤθη Luc. нравом, по характеру; ἤθεσι χαὶ ἔθεσι Plat. по душевному складу и по привычкам; τρόποι καὶ ἤθη Plat. обычаи и нравы;
4 нрав, норов (ἱππικὰ ἤθη Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἦθος: -εος, τὸ, (ἐκτεταμένος τύπος τοῦ ἔθος, ἴδε Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 1, 1)· - συνήθης διαμονή, ἐνδιαίτημα· ἐντεῦθεν ἐν τῷ πληθ. τὰ μέρη, ἔνθα συχνάζουσιν ἢ κατοικοῦσι ζῷα, μετά τ’ ἤθεα καὶ νόμον ἵππων Ἰλ. Ζ. 511· σύας ἔρξαν κατὰ ἤθεα κοιμηθῆναι Ὀδ. Ξ. 411· ἐπὶ λεόντων, Ἡρόδ. 7. 125· ἐπὶ ἰχθύων, Ὀππ. Ἁλ. 1. 93· ἐπὶ τῶν ἀνθρωπίνων οἰκήσεων, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 166, 523, Ἡρόδ. 1. 15, 157, κτλ.· - σπάν. παρ’ Ἀττ. ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 64, Εὐρ. Ἑλ. 274, Ἀριστ. Κόσμ. 6, 16· - ἔλεγον ἐξ ἠθέων τὸν ἥλιον ἀνατεῖλαι, μακρὰν τοῦ συνήθους μέρους αὐτοῦ, Ἡρόδ. 2. 142· ἐπὶ δένδρων, Καλλίστρ. 154. ΙΙ. ὡς τὸ ἔθος, συνήθεια, ἔθιμον, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 136, Ἡρόδ. 2. 80, 35, κ. ἀλλ. 2) οἱ τρόποι καὶ τὰ ἔθιμα τῶν ἀνθρώπων, ἡ διάθεσις αὐτῶν, ὁ χαρακτήρ, Λατ. ingenium, mores, πρῶτον παρ’ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 67, 78· ἦθος ἐμφυὲς Πίνδ. Ο. 11 (10). 20· ἀκίχητα ἤθεα, ἐπὶ τοῦ Διός, Αἰσχύλ. Πρ. 184· τοὐμὸν ἦθος παιδεύειν Σοφ. Αἴ. 595· ὦ μιαρὸν ἦθος, ἐπὶ προσώπου, ὁ αὐτ. Ἀντ. 745· τὸ τῆς πόλεως ἦθος Ἰσοκρ. 21Α· τῆς ψυχῆς, τῆς γνώμης Πλάτ. Πολιτ. 400D, Δημ. 1406. 5· διὰ τὸ ἦθος καὶ τὴν ἀγωγὴν πρᾶος, βελτίων, ἀσθενής τὸ ἦθος, ἤπιος, κτλ. κατὰ τὸν χαρακτῆρα, Πλάτ. Φαίδρ. 243Β, Δημ. 460. 28, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 9. 12, 1· σπανιώτερον κατὰ δοτ., ἀγοραῖος τῷ ἤθει Θεόφρ. Χαρ. 6· - ὡσαύτως ἐπὶ ἐξωτερικῆς ὄψεως, ὡς ἱλαρὸν τὸ ἦθος Ξεν. Συμπ. 8, 3· ὑψηλὸς τῷ ἤθει Πλάτ. Δίωνι 4. β) ἐν τῇ Ρητορ., ὁ χαρακτὴρ καὶ ἡ διάθεσις τοῦ ἀγορεύοντος ἐντυπούμενα διὰ τοῦ λόγου αὐτοῦ εἰς τοὺς ἀκροατάς, ἠθικὴ ἐντύπωσις, Ἀριστ. Ρητ. 1. 2, 3., 2. 21, 16· κατ’ ἦθος λέγεσθαι, ἀντίθ. κατὰ πάθος, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 22, πρβλ. Quintil. 6. 2, 8 κἑξ.· οὕτως ἐπὶ τῆς ἠθικῆς ἐντυπώσεως, ἣν ἐμποιεῖ ἄγαλμα, Φιλόστρ. 683· οὕτω, poëma moratum, Cic. Div. 1. § 66, πρβλ. Hor. A. P. 319. - Ἐπὶ τῆς σημασ. ΙΙ. 2, τὸ ἦθος κεῖται σχεδὸν ἀείποτε καθ’ ἑνικ., πλὴν ὁπόταν λέγηται ἐπὶ πολλῶν προσώπων, ἀλλ’ ἴδε τοὺς συγγραφεῖς τοὺς ἀναφερομένους παρὰ τῷ Λοβ. Φρυν. 364· 3) ἐν τῷ πληθ. καθόλου, ἐπὶ τρόπων, ὡς τὸ Λατ. mores, Ἡσ. Θ. 66, Ἡρόδ. 4. 106, Θουκ. 2. 61· ἤθεσι καὶ ἔθεσι, ὁμοῦ, Πλάτ. Νόμοι 968D· τρόποι καὶ ἤθη αὐτόθι 896Ε· ἡ περὶ τὰ ἤθη πραγματεία Ἀριστ. Ρητ. 1. 2, 7, κτλ. 4) ὡσαύτως ἐπὶ ζῴων, ἦθος τὸ πρόσθε τοκήων (οὕτως ὁ Coningt. ἀντὶ ἔθος) Αἰσχύλ. Ἀγ. 727, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 1219, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 1. 1, 12, κτλ.· - ἐπὶ πραγμάτων, φύσις, εἶδος, τοῦ πυρετοῦ Γαλην.
English (Autenrieth)
(ϝῆθος), pl. ἤθεα: accustomed places, haunts, Il. 6.511; of ‘pens,’ Od. 14.411.
English (Slater)
ἦθος (ϝηθ-, (O. 11.20) )
a nature, character τὸ γὰρ ἐμφυὲς οὔτ' αἴθων ἀλώπηξ οὔτ ἐρίβομοι λέοντες διαλλάξαιντο ἦθος (O. 11.20) ἄμαχον δὲ κρύψαι τὸ συγγενὲς ἦθος (O. 13.13) εἴη μή ποτέ μοι τοιοῦτον ἦθος (N. 8.35)
b haunt, home Λακεδαιμονίων μιχθέντες ἀνδρῶν ἤθεσι (Boeckh: ἤθεσιν codd.: contra Puech, “partager la vie”) (P. 4.258)
English (Strong)
a strengthened form of ἔθος; usage, i.e. (plural) moral habits: manners.
English (Thayer)
ᾔθεος (ἐθους), τό (akin to ἔθος, probably from ἘΩ, whence ἧμαι, έ῾ζω (cf. Vanicek, p. 379));
1. a customary abode, dwelling-place, haunt, customary state (Homer, Hesiod, Herodotus, others).
2. custom, usage (cf. German Sitzen, Sitte); plural τά ἤθη morals, character (Latin mores) Menander; cf. Menander fragment, Meineke edition, p. 75. (4 Maccabees 1:29; 2:7,21.)
Greek Monolingual
το (AM ἦθος)
1. το σύνολο τών ψυχικών ιδιοτήτων ενός ατόμου, ο χαρακτήρας του, η ψυχική του καλλιέργεια, το ηθικό επίπεδο στο οποίο βρίσκεται, ο ψυχικός του κόσμος
2. στον πληθ. τα ήθη
ο τρόπος της ζωής ατόμων ή λαών, τα έθιμα τους που απορρέουν και διαμορφώνονται βάσει της ψυχικής τους ιδιοσυγκρασίας, ο κοινωνικός τρόπος ζωής (α. «τα ήθη των αρχαίων» β. «τα ήθη τών μελισσών» γ. «βελτίων ἐστί [ο Λεπτίνης] τῆς πόλεως τὸ ἦθος», Δημοσθ.)
3. οι άγραφοι θεσμοί που καθιερώνονται σε κάθε κοινωνία και αναλογούν στις εκάστοτε αντιλήψεις για το τί είναι ορθό και πρέπον (α. «η δημοσίευση άσεμνων εικόνων αποτελεί προσβολή κατά τών ηθών» β. «φθείρουσιν ἤθη χρηστά ὁμιλίαι κακαί», Μέν.)
4. διάθεση, ψυχική ιδιότητα ή κατάσταση (α. «τὸ ἦθος πρᾷος», Πλάτ.)
β. «με ήθος γλυκύτατον... του απεκρίθη»)
5. α) εξωτερική εμφάνιση, παρουσιαστικό, φυσιογνωμία («νεράιδας ίδιας ήθη», Πανώρ.)
β) χαρακτηριστικά
γ) η εξωτερική όψη, η έκφραση του ατόμου σε ορισμένη στιγμή (α. «ἱλαρὸν δὲ τὸ ἦθος», Ξεν.
β. «το ήθος της (είχε) αγάπην», Διγεν. Ακρ.)
6. στάση, συμπεριφορά («μην αλλάζεις ήθος»)
νεοελλ.
1. ψυχική δύναμη
2. συνήθεια
3. στον πληθ. τα ήθη
τα καμώματα, τα νάζια
αρχ.
1. (για ζώα
μετά τον Όμ. και για ανθρώπους) τόπος διαμονής, τόπος μόνιμης εγκατάστασης, κατάλυμα, ενδιαίτημα, κατοικία, στέκι
2. (ειδ. για τον ήλιο) ο τόπος από όπου ξεκινά τακτικά, η συνηθισμένη αφετηρία του («ἔλεγον ἐξ ἠθέων τὸν ἥλιον ἀνατεῖλαι» — έλεγαν ότι ο ήλιος ανέτειλε έξω, μακριά από την κανονική του αφετηρία, Ηρόδ.)
3. ο ηθικός χαρακτήρας κάθε ατόμου
4. ο χαρακτήρας του ανθρώπου ως αποτέλεσμα έξεως («ἦθος ανθρώπῳ δαίμων», Ηράκλ.)
5. (ρητ.) η εξωτερίκευση του χαρακτήρα και της ψυχικής διάθεσης ή η μίμηση του χαρακτήρα κάποιου ατόμου με μορφασμούς του προσώπου
6. (για έργα τέχνης) έκφραση, ηθική εντύπωση («ἡ δὲ Ζεύξιδος γραφή οὐδέν ἔχει ἦθος», Αριστοτ.)
7. (για μουσική) το ύφος, ο ιδιαίτερος αισθητικός χαρακτήρας κλίμακας ή οργάνου
8. πρόσωπο του δράματος
9. (για πράγματα) φύση, είδος
10. ηθικό δίδαγμα
11. στον πληθ. τὰ ἤθη και ἤθεα
α) κατάλυμα ζώων, στάβλος, αχούρι
β) χοιροστάσιο
γ) (για λιοντάρια) σπηλιά, κρησφύγετο
δ) (για πτηνά και ψάρια) φωλιά
ε) (για δέντρα) ο τόπος όπου αυτά ευδοκιμούν
στ) (για την ψυχή ή για την ανθρώπινη υπόσταση) το ιδιαίτερο γνώρισμα, η ενυπάρχουσα ιδιότητα («ἔν τε τῇ ψυχῇ καλὰ ἤθη ἐνόντα», Πλάτ.)
12. φρ. α) (και για ζώα) «ἐμφυὲς ἦθος» — η διάθεση ή η ενέργεια που προέρχονται από το ένστικτο
β) «τὸ τῆς ψυχῆς ἦθος» — η ψυχική διάθεση, η ροπή
γ) «ὀφθαλμῶν ἤθη» — η έκφραση του βλέμματος
δ) «ἐν ἤθει»
i) με κοσμιότητα, με ευπρέπεια
ii) με έμφαση
iii) συμβολικά, μεταφορικά
iv) επιδεικτικά, με ρητορικό τρόπο
ε) «μετὰ ἤθους»
i) συμβολικά
ii) με έμφαση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα swēdh, από την οποία προέρχονται στις διάφορες ΙΕ γλώσσες πάμπολλες λέξεις με διάφορες σημασίες, όπως «συνήθης τόπος διαμονής», «συνήθεια», «είδος» κ.ά. Η ρίζα ηθ- εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα της (-ωθ-) στον παρακμ. είωθα και τη συνεσταλμένη της στο έθος (εθ-). Η λ. ήθος απαντά ως β' συνθετικό με τη μορφή -ήθης. Η διαφοροποίηση της σημασίας τών ήθος «χαρακτήρας» και έθος «συνήθεια» έγινε από τους αρχαίους ήδη χρόνους.
ΠΑΡ. ηθικός
αρχ.
ηθαίος, ηθάς, ηθείος.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) ηθογράφος, ηθοποιός
αρχ.
ηθολόγος
(Β' συνθετικό) αήθης, ασυνήθης, ευήθης, κακοήθης, καλοήθης, συνήθης
αρχ.
ακακοήθης, γυναικοήθης, επισυνήθης, κακήθης, λατινοήθης, μωροκακοήθης, ομήθης, ομοήθης, πολυήθης, συνομήθης, υπερευήθης, υποκακοήθης, φιλοσυνήθης, χειροήθης, χοροήθης, χρηστοήθης.
Greek Monotonic
ἦθος: -εος, τό, εκτεταμένος τύπος του ἔθος,
I. συνήθης διαμονή, ενδιαίτημα· στον πληθ., τα μέρη ή τα καταλύματα στα οποία διαμένουν ζώα, σε Όμηρ., Ηρόδ.
II. 1. συνήθεια, έθιμο, σε Ησίοδ., Ηρόδ.
2. λέγεται για τον άνθρωπο, χαρακτήρας, διάθεση, Λατ. ingenium, mores, σε Ησίοδ., Αττ.· ὦ μιαρὸν ἦθος, προσφώνηση απευθυνόμενη σε πρόσωπο, σε Σοφ.
3. στον πληθ. γενικά, χρησιμοποιείται για τους τρόπους, όπως το Λατ. mores, σε Ησίοδ., Ηρόδ., Θουκ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: custom, usage (Hes., Pi.), ἤθεα pl. accustomed place, haunts (Il.).
Compounds: As 1. member with analog. comp.-vowel e. g. in ἠθο-ποιός forming customs (Arist.), as 2. member e. g. in κακο-ήθης with bad customs (IA).
Derivatives: ἠθεῖος reliable, beloved (Hom., Hes.), also ἠθαῖος (Pi., Antim.), after γενναῖος a. o. (wrong J. Schmidt Pluralbild. 387, Sandsjoe -αῖος 102f.); ἠθάς, -άδος m. f. usual, reliable (Hp., S.) with ἠθάδιος id. (Opp.); ἠθικός concerning the character (Arist.; s. Verdenius Mnemos. 3 : 12, 241ff.); ἠθαλέος usual (Opp., Epigr.; Debrunner IF 23, 26).
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [883] *sueh₁dʰ- custom, use
Etymology: Cf. Johanna Schmidt, Ethos. Beitr. zum antiken Wertempfinden (Borna 1941); and Verdenius l. c. Differs from ἔθος only in lengthened grade, ō-grade in εἴωθα (s. v.). D.Petit, RPh. 73 (1999)87, who refers to Schindler, Flexion u. Wortbildung 259-267. - On traces of the digamma Chantraine Gramm. hom. 1, 150.
Middle Liddell
ἦθος, εος, [lengthd. form of ἔθος,]
I. an accustomed place: in plural the haunts or abodes of animals, Hom., Hdt.
II. custom, usage, Hes., Hdt.
2. of man, his disposition, character, Lat. ingenium, mores, Hes., attic; ὦ μιαρὸν ἦθος, addressed to a person, Soph.
3. in plural, generally, of manners, like Lat. mores, Hes., Hdt., Thuc. rare collat. form of ἠθέω.
Frisk Etymology German
ἦθος: {ē̃thos}
Grammar: n.
Meaning: Gewohnheit, Sitte, Charakter, Sinnesart (Hes., Pi., ion. att.), ἤθεα pl. ‘(gewohnter) Aufenthalt, Wohnsitz’ (vorw. ep. ion. poet. seit Il.).
Composita : Als Vorderglied mit analog. Komp.-vokal z. B. in ἠθοποιός sittenbildend (Arist. usw.), als Hinterglied z. B. in κακοήθης mit böser Gesinnung (ion. att.)
Derivative: Ableitungen: ἠθεῖος vertraut, geliebt (Hom., Hes.), auch ἠθαῖος (Pi., Antim.), nach γενναῖος u. a. (verfehlt J. Schmidt Pluralbild. 387, Sandsjoe -αῖος 102f.); ἠθάς, -άδος m. f. gewohnt, vertraut (Hp., S., E., Ar. u. a.) mit ἠθάδιος ib. (Opp.); ἠθικός den Charakter betreffend, sittlich (Arist. usw.; vgl. Verdenius Mnemos. 3 : 12, 241ff.); ἠθαλέος gewohnt (Opp., Epigr.; Debrunner IF 23, 26).
Etymology : Zu ἦθος im allg. s. Johanna Schmidt, Ethos. Beitr. zum antiken Wertempfinden (Borna 1941); auch Verdenius a. a. O. Von dem sinnverwandten ἔθος unterscheidet sich ἦθος nur in bezug auf die Dehnstufe, die mit ō-Abtönung auch in εἴωθα (s. d.) erscheint. Die Vokallänge in μῆκος, ἦδος, κῆδος u. a. ist anders zu beurteilen. Über Spuren des Digamma Chantraine Gramm. hom. 1, 150.
Page 1,625
Chinese
原文音譯:Ãqoj 誒拖士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:習常
字義溯源:習常,習性,行,舉止;源自(ἔθος)=習慣),而 (ἔθος)出自(ἔθω / εἴωθα)*=通常)
出現次數:總共(1);林前(1)
譯字彙編:
1) 行(1) 林前15:33
English (Woodhouse)
behaviour, character, disposition, manners, mood, temperament, personal habits
Mantoulidis Etymological
(=τόπος διαμονῆς, ἔθιμο, χαρακτήρας). Ἀπό τήν ἴδια ρίζα μέ τό ἔθος, ἐκτεταμένος τύπος.
Παράγωγα: ἠθάς (=ἔμπειρος), ἠθεῖος (=σεβαστός), ἠθικός, ἠθογράφος, εὐήθης, κακοήθης, συνήθης, συνήθεια.