ὁρίζω
Μηδέποτε πειρῶ δύο φίλων εἶναι κριτής → Ne recipe amicos inter arbitrium duos → Versuche nie, zu schlichten zweier Freunde Streit
English (LSJ)
Ion. οὐρίζω Hdt. (v. infr.):
Afut. ὁριῶ Arist.Cat.5b5, (δι-) Isoc. 4.174 : aor. ὥρισα S.Ant.452, Pl.Lg.864e; Ion. οὔρισα Hdt.3.142 : pf. ὥρικα D.26.24, Arist.Mete.382a19 :—Med., fut. -ιοῦμαι Pl.Tht. 190e, Lg.737d: aor. ὡρισάμην Id.Tht.148a, Epicr.11.18, etc.:—Pass., fut. ὁρισθήσομαι Pl.Tht.158d: aor. ὡρίσθην Id.Chrm.171a: pf. ὥρισμαι Th.1.71, Pl.Smp.182a, etc.; but in med. sense, E.Hec.801, D.31.5 : (ὅρος):—divide or separate from, as a border or boundary, c.acc. et dat., ὁ Νεῖλος ὁ τὴν Ἀσίην οὐρίζων τῇ Λιβύῃ Hdt.2.16 : c. acc. et gen., S.Ph. 636 :—Pass., θύρᾳ βαλανωτῇ ὡρισμένην ἀπὸ τῆς ἀνδρωνίτιδος X.Oec. 9.5; or
b with two accs. joined by καί, separate, [λίμνη] οὐρίζει τήν τε Σκυθικὴν καὶ τὴν Νευρίδα γῆν Hdt.4.51, cf. 56,7.123, Arist.HA501b16, OGI335.112 (Pergam., ii B. C.), Lyc.1289, etc.; ἐὰν . . κύκλος . . ὁρίζῃ τό τε ἀφανὲς καὶ τὸ φανερὸν ἡμισφαίριον Autol.Sph.4 : hence ὁρίζων κύκλος Id.1.1; v. ὁρίζων.
c delimit, χρὴ τὸν νόμον ὁρίζειν πειρᾶσθαι κατὰ μέρη Pl.Lg.944a.
2 bound, τὴν ἀρχὴν ὥριζεν αὐτῷ ἡ Ἐρυθρὰ θάλαττα X.Cyr.8.6.21; τὰ δὲ πρὸς Τριβαλλοὺς . . Τρῆρες ὥριζον Th.2.96; of a line (or surface) as limiting a surface (or solid), Arist.Metaph.1017b17:—Pass., Εὔβοια . . ὅροις ὑγροῖσιν ὡρισμένη E.Ion295 : metaph., ὡρίσθω μέχρι τοῦδε = so far let it go and no further, Th.1.71.
3 pass between or pass through, διδύμους πέτρας E., Med. 433 (lyr.).
4 part, divide, χειμὼν ἄλλοσ' ἄλλον ὥρισεν Id.Hel.128; ὁ. τινὰ ἀπὸ . . banish one from . ., Id.Hec.941 (lyr.) :—Pass., ματρὸς ἐκ χερῶν ὁ. depart from... Id.Ion1459(lyr.), but very dub. in Ar.Ec.202; cf. ἐξορίζω (A) ΙΙ,III.
II mark out by boundaries, mark out, βωμὸν ἱδρύσατο καὶ τέμενος περὶ αὐτὸν οὔρισε Hdt.3.142, cf. 6.108, S.Tr.754, E.Hel.1670, IG12.76.54, 42(1).76.19 (Pass., Epid., ii B.C.), etc.; v. infr. IV. 1 : metaph., ὁ. τι ἔς τι limit one thing according to another, Th.3.82.
2 trace out as a boundary, πόρον (of 10 tracing out the Bosporus), A.Supp.546 (lyr.).
III ordain, determine, lay down, αἶσα τόνδε σοὐρίζει (i.e. σοι ὁρίζει) μόρον Id.Ch.927 (σοι πορίζει M1, σ' ὁ. M2); ἡμῖν ὥρισεν σωτηρίαν E.IT979; ἐς τήνδε παῖδα ψῆφον ὥρισαν φόνου Id.Hec.259; ἡ Δίκη . . ἐν ἀνθρώποισιν ὥρισεν νόμους S.Ant.452; [τὸν χρόνον] ὁ νόμος ὁ. Pl.Lg.864e; ἀριθμὸς ὁ ὁρίζων τὸ πολὺ καὶ τὸ ὀλίγον X.An.7.7.36; τὸ δοῦλον γένος πρὸς τὴν ἐλάσσω μοῖραν ὥρισεν θεός E.Fr.218; ὁρίσατέ μοι μέχρι πόσων ἐτῶν δεῖ νομίζειν νέους X.Mem.1.2.35 : c. inf., ἄνακτες ὥρισαν . . θανεῖν ἐμὴν δέσποιναν οὐ ψήφῳ μιᾷ E.Ion1222, cf. S.Fr.24; ὁ. τινὰ θεόν determine one to be a god, deify, AP12.158.7 (Mel.); ὁ. θάνατον εἶναι τὴν ζημίαν Lycurg.65, cf. Din.1.61 (Med.); θάνατον ὡρικέναι τὴν ζημίαν D.26.24 :—Pass., ὧραι ἑκάστοις εἰσὶν ὡρισμέναι Arist.HA542a19, etc.; ἐπί τισι ὡρισμένοις = on certain definite terms (cf. ῥητός), Id.Pol.1285b22; ἀρχαὶ ἀριθμῷ ὡρισμέναι limited, definite, opp. ἄπειροι, Id.Metaph.1002b18; τόποι ὡ. Id.Cael.273 a14; τὸ ὡρισμένον Id.Mete.369b29.
2 define a thing, Pl.Chrm.171a (Pass.), X.Mem.4.6.4, al. : more freq. in Med. than Act., v. infr. IV. 3.
IV Med., mark out for oneself, τίνα ὅρον ὁρίζῃ what criterion do you assign, Pl.Grg.470b; στήλας ὁρίζεσθαι = set up stones as boundary marks, X.An.7.5.13; ὁρίζεσθαι χθόνα = take possession of, take to oneself, A. Supp.256; γαῖα . . ἣν Πέλοψ ὁρίζεται E.Fr.696; ὁ. ἑαυτῷ μέρος τῆς οὐσίας Lys.17.6 : with inf. added, ἱερὸν ὡρίσαντ' ἔχειν E.IT969; ὁρίζεσθαι βωμούς set up, S.Tr.237 (just like ὁρίζειν ib.754); v. ὕπαστρος.
2 determine for oneself, get or have a thing determined, ἃ ὡρίσω σὺ δίκαια D.19.241, cf. v.l. in Lys.2.19 : c. acc. et inf., αὐτὸν πολεμεῖν ὁρίζομαι = I lay it down that... D.9.19; τί ποτ' ἄρ' ὡρίσαντο καὶ τίνος γένους εἶναι τὸ φυτόν; Epicr.11.18.
3 define a thing, τὴν ἡδονὴν ἀγαθὸν ὁ. Pl.R.505c, cf.Sph.246b; ὁ. τὰς ἀρετὰς ἀπαθείας τινάς Arist.EN1104b24, al.; ἡδονῇ τε καὶ ἀγαθῷ ὁ. τὸ καλόν Pl.Grg.475a; τὸ ζῆν ὁ. δυνάμει αἰσθήσεως Arist.EN1170a16, al.: c. acc. et inf., ὁ. δικαίους εἶναι τοὺς εἰδότας κτλ. X.Mem.4.6.6, cf. Pl.Tht.190e, etc. :—Pass., ὁρίζομαι = to be defined, [ἡ αἰδὼς] ὁρίζεται φόβος τις ἀδοξίας Arist.EN1128b11; οἷς αἱ φιλίαι ὁρίζονται ib.1166a2; τὸ ὁριζόμενον Id.Top.141b24, al.
V intr., border upon, πλὴν ὅσον αὐτῆς πρὸς τὴν Ἀσίην οὐρίζει Hdt.4.42.
VI as Att. law-term, δισχιλίων ὡρισμένος τὴν οἰκίαν = having the house marked with ὅροι (cf. ὅρος II) to secure a claim on it for 2,000 drachmas, D.31.5; so χωρίον ὡρισμένον Poll.9.9.
German (Pape)
[Seite 377] begränzen, abgränzen, durch Gränzen sondern; Ἀσίην τῆς Λιβύης, Her. 2, 16; ὡς ἡμᾶς πολὺ πέλαγος ὁρίζει τῆς Ὀδυσσέως νεώς, Soph. Phil. 632, Schol. διΐστησιν; auch ἐπεί μ' ἀπὸ γᾶς ὥρισεν Ἰλιάδος, Eur. Hec. 941; pass., ὅροις ὑγροῖς ὡρισμένη, Ion 295; ἀπό τινος, Plat. Tim. 53 a; λίθον ὁρίζοντα φιλίαν τε καὶ ἔχθραν ἔνορκον παρὰ θεῶν, Legg. VIII, 843 a; ὁρίζειν τὴν ἀρχήν, begränzen, Xen. Cyr. 8, 6, 21; Τύρης ποταμὸς οὐρίζει τήν τε Σκυθικὴν καὶ τὴν Νευρίδα, d. i. er trennt, Her. 4, 51, wie Xen. An. 4, 3, 1; – die Gränzen destimmen, übh. bestimmen, πατρὸς γὰρ αἶσα τόνδε σοὐρίζει μόρον, Aesch. Ch. 914; πατρώῳ Διῒ βωμοὺς ὁρίζει, Soph. Trach. 751; οἱ τούσδ' ἐν ἀνθρώποισιν ὥρισαν νόμους, Ant. 448; εἰς τήνδε παῖδα ὥρισαν φόνου ψῆφον, Eur. Hec. 259, vgl. Ion 1222; ἥν περ ἡμῖν ὥρισεν σωτηρίαν, I. T. 979; ὃν χρόνον ὁ νόμος ὥρισεν, Plat. Legg. IX, 864 e; ὡρικέναι θάνατον ζημίαν, den Tod als Strafe festgesetzt haben, Dem. 26, 23; pass., τὰ παρ' ἀνθρώποις ὡρισμένα δίκαια, Pol. 2, 8, 12, öfter; ἐγὼ γὰρ αὐτὸ μὲν οἶδα καὶ ὁρίζω τὸ συμβεβηκὸς ἡλίκον ἐστίν, Plut. consol. ad ux. 1. – Med. sich die Gränzen bestimmen, und sich das Um gränzte zueignen, ὁρίζομαι δὲ τήνδε Πεῤῥαίβων χθόνα, Aesch. Suppl. 253, das Land der Perrhäber liegt in meinen Gränzen; für sich bestimmen, festsetzen, μῆχαρ, 389; ἔνθ' ὁρίζεται βωμούς, Soph. Tr. 236, wie das act.; ἱερὸν ὡρίσαντ' ἔχειν, Eur. I. T. 969; στήλας ὁρισάμενοι, Xen. An. 7, 5, 13, Säulen sich als Gränzen bestimmen; εἰπέ, τίνα ὅρον ὁρίζει, welche Gränze setzest du fest? Plat. Gorg. 470 b; ἡδονῇ καὶ ἀγαθῷ ὁριζόμενος τὸ καλόν, 475 a, u. so öfter, die Gränzen eines Begriffes bestimmen, ihn definiren, βούλει οὖν ὁρισώμεθα ὁποῖα ταῦτ' ἔστιν; Phaed. 104 c; mit folgdm accus. c. inf., εἴ τις ὁριεῖται δόξαν εἶναι ψευδῆ τὸ ἑτεροδοξεῖν, Theaet. 190 d; vgl. Aesch. 1, 137; οἱ πλεῖστοι ὁρίζονται τοὺς εὐεργέτας αὐτῶν ἄνδρας ἀγαθοὺς εἶναι, Xen. Hell. 7, 3, 12, sie bestimmen sie als, erklären sie für gute Männer; νόμῳ ὁρίζομαι τὸ δίκαιον, Lys. 2, 19; ὁρίζονται τὰς ἀρετὰς ἀπαθείας τινὰς καὶ ἠρεμίας, Arist. eth. 2, 3, öfter; – δισχιλίαν ὡρισμένος τὴν οἰκίαν, Dem. 31, 5, bezieht sich auf die an verschuldete Häuser mit Angabe der Schuldforderung gehefteten ὅροι, Tafeln, wie Poll. 9, 9 ὡρισμένον χωρίον τὸ ὑπόχρεων erklärt.
French (Bailly abrégé)
impf. ὥριζον, f. ὁρίσω, att. ὁριῶ, ao. ὥρισα, pf. ὥρικα;
Pass. f. ὁρισθήσομαι, ao. ὡρίσθην, pf. ὥρισμαι, pqp. ὡρίσμην;
I. tr. limiter, borner, càd :
1 fixer les bornes ou la limite : χώρην HDT d'un territoire ; ἀρχήν XÉN d'un gouvernement ; Διὶ βωμοὺς τεμενίαν τε φυλλάδα SOPH tracer l'enceinte d'un autel et d'un bois consacrés à Zeus;
2 séparer par une frontière deux territoires limitrophes, fixer la ligne frontière : Νεῖλος οὐρίζει (ion.) τὴν Ἀσίην τῆς Λιβύης HDT le Nil sépare l'Asie de la Libye;
3 en gén. séparer, diviser : ὁρ. πόρον κυματίαν ESCHL traverser les flots d'un détroit;
4 p. ext. délimiter, fixer : νόμον SOPH une loi ; μόρον ESCHL le sort, la destinée ; avec un relat. : ὁρ. μέχρι πόσων ἐτῶν δεῖ XÉN fixer jusqu'à quel nombre d'années il faut, etc.
5 délimiter, définir : ὀρθῶς ἂν εὐσεβὴς ὡρισμένος εἴη XÉN (celui-là) pourrait être justement défini un homme pieux;
II. intr. confiner à : ὄσον οὐρίζει πρὸς τὴν Ἀσίην HDT toute la partie (de la Libye) qui confine à l'Asie;
Moy. ὁρίζομαι;
1 poser comme limite pour soi-même : στήλας XÉN des bornes;
2 limiter pour soi-même ; s'approprier : χθόνα ESCHL un territoire;
3 marquer soi-même une limite pour autrui ; attribuer : Διὶ βωμοὺς τέλη τ' ἔγκαρπα SOPH attribuer à Zeus un autel dont on trace l'enceinte, avec le don des fruits qu'on y récoltera;
4 p. ext. fixer, établir pour soi-même : ἑαυτῷ ζημίαν τὸν θάνατον DIN se fixer à soi-même la mort comme peine, se condamner soi-même à mort;
5 délimiter, définir : τὴν ἡδόνην ὁρ. ἀγαθόν PLAT définir le plaisir un bien.
Étymologie: ὅρος.
Russian (Dvoretsky)
ὁρίζω: ион. οὐρίζω (fut. ὁρίσω - атт. ὁριῶ) тж. med.
1 устанавливать границу, определять границами (χώρην ἐπί τινι Her.): τὴν ἀρχὴν ὁ. Xen. устанавливать границы владений; ὁ. βωμούς Soph. отводить место для жертвенников; ὁρίζεοθαι τὴνδε χθόνα Aesch. включать в свои владения этот край; στήλας ὁρίζεσθαι Xen. устанавливать у себя пограничные столбы;
2 служить границей, отделять (τὴν Ἀρμενίαν καὶ τὴν τῶν Καρδούχων χώραν Xen.; τὴν Ἀσίαν τῆς Λιβύης Her.): τὰ ἀνομοιότατα αὐτὰ ἀφ᾽ αὑτῶν ὁ. Plat. отделять друг от друга наименее сходные элементы;
3 удалять, изгонять, pass. изгоняться Arph.: ὁρίζεσθαι ματρὸς ἐκ χεροῖν Eur. быть вырванным из рук матери;
4 граничить, соприкасаться (πρὸς τὴν Ἀσίην Her.);
5 рассекать, пересекать, переплывать (πόρον κυματίαν Aesch.);
6 устанавливать, назначать, предписывать (νόμον Soph.; μόρον τινί Aesch.; med. ὅρον Plat.; θάνατον τὴν ζημίαν Dem.; καιροὺς καὶ ὁροθεσίας NT): ὁ. τὸν χρόνον Plat. устанавливать срок; ὁ. τινὶ ἀπελθεῖν Soph. предложить кому-л. удалиться; ὁ. τινὰ θεόν Anth. обожествлять кого-л.;
7 давать определение, определять: ὁ. τι ἡλίκον ἐστίν Plut. определять размеры чего-л.; νόμῳ ὁρίζεσθαι τὸ δίκαιον Lys. определять справедливое в соответствии с законом; τὴν ἡδονὴν ὁρίζεσθαι ἀγαθόν Plat. определять наслаждение как благо, т. е. считать наслаждение благом;
8 med. (об ипотечной задолженности) оценивать, заявлять: ὁ. δισχιλίων τὴν οἰκίαν Dem. заявить, что дом обременен долгом в две тысячи (драхм).
Greek (Liddell-Scott)
ὁρίζω: Ἰων. οὐρ. - Ἡρόδ.: μέλλ. ὁριῶ Ἀριστ. Κατηγ. 6, 11, (δι-) Ἰσοκρ. 77Β, Ἀττ.· ἀόρ ὥρισα Εὐρ., Πλάτ.· Ἰων. οὕρισα Ἡρόδ. 3. 142· πρκμ. ὥρικα Δημ. 807. 28, Ἀριστ.· - Μέσ., μέλλ. -ιοῦμαι Πλάτ. Θεαίτ. 190Ε, Νόμ. 737D: ἀόρ. ὡρισάμην Πλάτ., κτλ - Παθ., μέλλ. ὁρισθήσομαι ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 158D: ἀόρ. ὡρίσθην ὁ αὐτ. ἐν Χαρμ. 171Α· - πρκμ. ὥρισμαι Εὐρ., Θουκ., κτλ.· ἀλλ’ ἐπὶ μέσ. σημασ., Εὐρ. Ἑκάβ. 801, Δημ. 877. 10· πρβλ. ἀφ-, διορίζω· (ὅρος). Χωρίζω ἀπό τινος, ὡς ὅριον, μετ’ αἰτ. καὶ γενικ., ὁ Νεῖλος τὴν Ἀσίην οὐρίζει τῆς Λιβύης Ἡρόδ. 2. 16, πρβλ. Σοφ. Φ. 636· - παθ., ὡρισμένην ἀπὸ τῆς ἀνδρωνίτιδος Ξεν. Οἰκ. 9, 5· ἢ β) μετὰ δύο αἰτιατ., συνδεομένων διὰ τοῦ καί, χωρίζω, Τύρης ποταμός οὐρίζει τήν τε Σκυθικὴν καὶ τὴν Νευρίδα γῆν Ἡρόδ. 4. 51, πρβλ. 56, 7. 123, Πλάτ. Νόμ. 944Α, κτλ. 2) ἀποτελῶ τὸ ὅριον, τὴν ἀρχὴν ὥριζεν αὐτῷ ἡ Ἐρυθρά θάλαττα Ξεν. Κύρ. 8. 6, 21· τὰ δὲ πρὸς Τριβαλλοὺς ... Τρῆρες ὥριζον Θουκ. 2. 96· - Παθ., Εὔβοι’ .. ὅροις ὑγροῖσιν ὡρισμένη Εὐρ. Ἴων 295· μεταφορ., ὡρίσθω μέχρι τοῦδε, ἕως ἐδῶ καὶ μὴ περαιτέρω, Θουκ. 1. 71. 3) διέρχομαι, περῶ διὰ μέσου, διδύμους ὁρίσασα πόντου πέτρας Εὐρ. Μήδ. 433· λίμνην μέσην ῥείθροις ὁρίζει Λυκόφρ. 1289. 4) διαχωρίζω καὶ ἀπομακρύνω, χειμὼν ἄλλοσ’ ἄλλον ὥρισεν Αὐρ. Ἑλ. 128· ὁρ. τινὰ ἀπὸ …, ἐξορίζειν …, ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 941. - Παθ., ματρὸς ἐκ χειρῶν ὁρίζει, ἀπέρχεσαι …, ὁ αὐτ. ἐν Ἴων: 1459, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 202· πρβλ. ἐξορίζω ΙΙ. ΙΙ. χωρίζω δι’ ὁρίων, βωμὸν ἱδρύσατο καὶ τέμενος περὶ αὐτὸν οὔρισε Ἡρόδ. 3. 142, ἀφιερῶ Σοφ. Τρ. 754, οὕτως οὗ δ’ ὥρισέν σε πρῶτα Μαιάδος τόκος, ἐκεῖ δὲ ὅπου σὲ ἐκόμισε πρῶτα ὁ υἱός τῆς Μαίας, Εὐρ. Ἑλ. 1670· ἴδε κατωτ. IV. 1· - μεταφορ., ὁρ. τις ἔς τι, περιορίζω τι συμφώνως πρὸς ἕτερον, Θουκ. 3. 82. ΙΙΙ. ὁρίζω, διορίζω, τάττω, αἶσα σοὐρίζει (δηλ. σοι ὁρίζει) μόρον Αἰσχύλ. Χο. 927· ἡμῖν ὥρισεν σωτηρίαν Εὐρ. Ι. Τ. 979· ψῆφον ὁρ. φόνου εἴς τινα ὁ αὐτ. ἐν Ἑκάβ. 259· ἡ Δίκη ... ἐν ἀνθρώποις ὥρισεν νόμους Σοφ. Ἀντ. 452· [τὸν χρόνον] ὁ νόμος ὁρ. Πλάτ. Νόμ. 864Ε· ὁ ἀριθμός ἐστιν ὁ ὁρίζων τὸ πολὺ καὶ τὸ ὀλίγον Ξεν. Ἀν. 7. 7, 36· τὸ δοῦλον γένος πρὸς τὴν ἐλλάσω μοῖραν ὥρισεν θεός Εὐρ. Ἀποσπ. 217· ὁρίσατέ μοι μέχρι πόσων ἐτῶν δεῖ νομίζειν νέους Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 35· - οὕτω, μετ’ ἀπαρ., ἀπελθεῖν ὥρισ’ εἰς ἀκτὴν ἐμοί, μὲ διώρισε, μὲ διέταξε να ἀναχωρήσω, Σοφ. Ἀποσπ. 29· ὥρισαν θανεῖν Εὐρ. Ἴων. 1222· - οὕτως, ὁρ. τινὰ θεόν, διορίζω τινὰ θεόν, θεοποιῶ, Ἀνθ. Π. 12. 158· ὁρ. θάνατον εἶναι τὴν ζημίαν Λυκοῦργ. 156. 13, πρβλ. Δείναρχ. 98. 6· θάνατον ὥρισε τὴν ζημίαν Δημ. 807, ἐν τέλ.· Παθ., ὧραι ἑκάστης εἰσὶν ὡρισμέναι Ἀριστ. π. Ζ. Ἱστ. 5. 8, 5, κτλ.· ἐπί τισιν ὡρισμένοις, ἐπὶ ῥητοῖς ὅροις (πρβλ. ῥητός), ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 3. 14, 14· ἀρχαὶ ἀριθμῷ ὡρισμέναι, περιωρισμέναι, ἀντίθετον τῷ ἄπειροι, ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 2. 6, 2· τόποι ὡρ. ὁ αὐτ. π. Οὐρ. 1. 6, 1· τὸ ὡρισμένον αὐτόθι, κτλ. 2) δίδω τὸν ὁρισμὸν λέξεως, Πλάτ. Χαρμ. 171Α, Ξεν. Ἀπομν. 4. 6, 4, κ. ἀλλ.· συνηθέστερον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ἴδε κατωτ. IV. 3. IV. Μέσ., ὁρίζω δι’ ἐμαυτόν, ὅρον ὁρίζεσθαι, ὁρίζω ὅριον, Πλάτων, Γοργ. 470Β· ὁρ. χθόνα, καταλαμβάνω χώραν, λαμβάνω ὑπὸ τὴν κατοχήν μου, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 256· γαῖα ... ἣν Πέλοψ ὁρίζεται Εὐρ. Ἀποσπ. 697· μέρος τῆς οὐσίας ἑαυτῷ ὁρ. Λυσ. 148. 37. μετ’ ἀπαρ., ἱρὸν ὡρίσαντ’ ἔχειν Εὐρ. Ι. Τ. 969· - ὁρίζεσθαι στήλας, ἱδρύειν ἱστάναι, Ξεν. Ἀν. 7. 5, 13· οὕτως, ὁρίζεσθαι βωμοὺς Σοφ. Τρ. 237 (ἀκριβῶς ὡς τὸ ὁρίζειν, αὐτόθι 754)· - ἴδε ἐν. λ. ὕπαστρος. 2) ὁρίζω δι’ ἐμαυτόν, νόμῳ ὁρ. τὸ δίκαιον Λυσ. 192. 21, πρβλ. Δημ. 416. 18· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., αὐτὸν πολεμεῖν ὁρίζομαι, ὁρίζω, βεβαιῶ ὅτι …, ὁ αὐτ. 115. 20· τί ποτ’ ἄρ’ ὡρίσαντο καὶ τίνος γένους εἶναι τὸ φυτόν; Ἐπικρ. ἐν Ἀδήλ. 1. 18 3) δίδω τὸν ὁρισμὸν λέξεως, τὴν ἡδονὴν ὁρ. ἀγαθὸν Πλάτ. Πολ. 505C, πρβλ. Σοφιστ. 246Α· ὁρ. τὰς ἀρετὰς ἀπαθείας τινὰς Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 2. 3, 5, κ. ἀλλ.· ἡδονῇ τε καὶ ἀγαθῷ ὁρ. τὸ καλὸν Πλάτ. Γοργ. 475Α· τὸ ζῆν ὁρ. δυνάμει αἰσθήσεως Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 9, 7, κ. ἀλλ. - μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., ὁρ. δικαίους εἶναι τοὺς εἰδότας Ξεν. Ἀπομν. 4. 6, 6, πρβλ. Πλάτ. Θεαίτ. 190Ε, κτλ.· Παθ, ὁρίζομαι, [ἡ αἰδὼς] ὁρίζεται φόβος τις ἀδοξίας Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 4. 9, 1· οἷς αἱ φιλίαι ὁρίζονται αὐτόθι 9. 4, 1· τὸ ὁριζόμενον ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 6. 4, 7, κ. ἀλλ., V. ἀμετάβ., συνορεύω, γειτνιάζω, πλὴν ὅσον αὐτῆς πρὸς τὴν Ἀσίην οὐρίζει Ἡρόδ. 4. 42. VI. ὡς Ἀττ. δικανικὸς ὅρος, δισχιλίων ὡρισμένος τὴν οἰκίαν, σημειώσας τὴν οἰκίαν δι’ ὅρων (πρβλ. ὅρος ΙΙ), δηλ. ὑποθηκεύσας αὐτὴν διὰ ποσὸν 2000 δραχμῶν, Δημ. 877. 11· οὕτω, ὡρισμένον χωρίον Πολυδ. Ι, 9.
English (Strong)
from ὅριον; to mark out or bound ("horizon"), i.e. (figuratively) to appoint, decree, specify: declare, determine, limit, ordain.
English (Thayer)
1st aorist ὡρισα; passive, perfect participle ὡρισμένος; 1st aorist participle ὁρισθεις; (from ὅρος a boundary, limit); from (Aeschylus and) Herodotus down; to define; i. e.
1. to mark out the boundaries or limits (of any place or thing): Herodotus, Xenophon, Thucydides, others; to determine, appoint: with an accusative of the thing, ἡμέραν, καιρούς, ὡρισμένος, 'determinate,' settled, τό ὡρισμένον, that which hath been determined, according to appointment, decree, ᾧ by attraction for ὅν (Winer's Grammar, § 24,1; Buttmann, § 143,8)); passive with a predicate nominative, A. V. declared) such among men by this transcendent and crowning event); ὁρίζω, to ordain, determine, appoint, Sophocles from 19d. (i. e. Aegeus (539), viii., p. 8, Brunck edition)). (Compare: ἀφορίζω, ἀποδιορίζω, πρωρίζω.)
Greek Monolingual
(ΑΜ ὁρίζω, Α ιων. τ. οὐρίζω) [όρος (Ι)]
1. θέτω τα γεωγραφικά όρια ή χρησιμεύω ως όριο, δηλ. προσδιορίζω τη θέση τόπου, χώρας ή λαού (α. «τα Πυρηναία ορίζουν την Ισπανία προς βορράν» β. «τὴν αρχὴν ὥριζεν αὐτῷ ή Ἐρυθρά Θάλαττα», Ξεν.)
2. διατυπώνω τον ορισμό έννοιας
3. διατάζω, προστάζω
4. καθορίζω, προσδιορίζω («ἡ Δίκη... ἐν ἀνθρώποισιν ὥρισεν νόμους», Σοφ.)
νεοελλ.
1. έχω κάτω από τον έλεγχό μου ή έχω κάτω από την εξουσία μου, διοικώ ή εξουσιάζω κάποιον ή κάτι («και ποιος τά ορίζει τα χωριά και ποιος τά κουμαντάρει», δημ. τραγούδι)
2. τοποθετώ κάποιον σε θέση ή αξίωμα, διορίζω («ο δάσκαλος όρισε τους επιμελητές της τάξης γι' αυτήν την εβδομάδα»)
3. (η προστ.) ορίστε
α) (ως δεικτ. μόριο) να, πάρε («ορίστε το βιβλίο που μού ζήτησες»)
β) (ως επιφών. για έκφραση δυσαρέσκειας) ιδού («ορίστε κατάσταση!»)
γ) (ως ερωτ. μόριο) πώς, τί («ορίστε; πώς το είπατε;»)
δ) (ως απάντηση σε ονομαστική κλήση) στις προσταγές σας, στις διαταγές σας
4. (η μτχ. πληθ. του αρσ., θηλ. και ουδ. του παθ. παρακμ. ως επίθ.) ορισμένοι, -ες, -α
μερικοί, κάποιοι («υπάρχουν ορισμένα προβλήματα που πρέπει να λυθούν»)
5. (το θηλ. της μτχ. του ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) η ορίζουσα
μαθημ. μαθηματική παράσταση που χρησιμοποιείται ιδίως για τη λύση συστημάτων γραμμικών εξισώσεων
6. φρ. α) «καλώς όρισες» και «καλώς ορίσατε» — καλώς ήλθες, καλώς ήλθατε
β) «καλώς να ορίσει» — είναι ευπρόσδεκτος
γ) «ορίστε από 'δω» ή «ορίστε μέσα» — περάστε από 'δω, περάστε μέσα
δ) «ορίστε μας!»
(ως έκφραση δυσαρέσκειας ή ως κατάληξη επίπληξης, απαγόρευσης ή εντολής) ακούς εκεί, πρόσεχε, δεν θέλω αντίρρηση
ε) «όρισα τον σκύλο μου κι ο σκύλος την ουρά του» — λέγεται για όσους δεν εκτελούν μια εντολή ή ένα χρέος που τους ανατέθηκε και τά αναθέτουν σε άλλους
στ) «ορίστε, περάστε, καθίστε» — παρακαλώ περάστε, καθίστε
μσν.-αρχ.
χειροτονώ
αρχ.
1. διαχωρίζω, αποχωρίζω
2. στέλνω μακριά, απομακρύνω («χειμὼν ἄλλοσ' ἄλλον ὥρισεν», Ευρ.)
3. διέρχομαι μέσα από κάτι, διαπερνώ κάτι
4. συνορεύω, γειτνιάζω («πλὴν ὅσον αὐτῆς πρὸς τὴν Ἀσίαν οὐρίζει», Ηρόδ.)
5. καθορίζω την ποινή («καὶ θάνατον μὲν ὡρικέναι τὴν ζημίαν», Δημοσθ.)
6. μέσ. ὁρίζομαι
α) λαμβάνω υπό την κατοχή μου, καταλαμβάνω
β) έχω υπό τη διαχείρισή μου, καρπώνομαι κάτι («μέρος τῆς οὐσίας ἑαυτῷ ὁρίζεσθαι», Λυσ.)
γ) (ως δικανικός όρος) υποθηκεύω
δ) ιδρύω, στήνω («ἔνθ' ὁρίζεται βωμούς... Διΐ», Σοφ.)
7. φρ. α) «ὁρίζω τινὰ ἀπό» — αναγκάζω κάποιον να απομακρυνθεί, εξορίζω
β) «ὁρίζω θεόν» — θεοποιώ
γ) «ὁρίζω τι εἴς τι»
(με μτφ. σημ.) περιορίζω κάτι σύμφωνα με κάτι άλλο
8. (η μτχ. αρσ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ ὁρίζων
βλ. ορίζοντας.
Greek Monotonic
ὁρίζω: (ὅρος), Ιων. οὐρ-, Αττ. μέλ. ὁριῶ· αόρ. αʹ ὥρισα, Ιων. οὔρισα, παρακ. ὥρικα — Μέσ., μέλ. ὁριοῦμαι, αόρ. αʹ ὡρισάμην — Παθ., μέλ. ὁρισθήσομαι, αόρ. αʹ ὡρίσθην, παρακ. ὥρισμαι (που χρησιμ. επίσης με Μέσ. σημασία)·
I. 1. διαμερίζω ή χωρίζω από κάτι, ως όριο, με αιτ. και γεν., ὁ Νεῖλος τὴν Ἀσίαν οὐρίζει τῆς Λιβύης, σε Ηρόδ.· με δύο αιτ. που συνάπτονται με το καί, χωρίζω, είναι σύνορο μεταξύ, Τύρης ποταμὸς οὐρίζει τήν τε Σκυθικὴν καὶ τὴν Νευρίδα γῆν, στον ίδ.
2. αποτελώ το όριο, σε Θουκ., Ξεν. — Παθ., χωρίζομαι από, σε Ευρ.· μεταφ., ὡρίσθω μέχρι τοῦδε, ως εδώ και μη παρέκει, σε Θουκ.
3. περνώ ανάμεσα ή διέρχομαι, διδύμους πέτρας, σε Ευρ.
4. χωρίζω και απομακρύνω, περιορίζω, στον ίδ. — Παθ., αναχωρώ, στον ίδ.
II. χωρίζω θέτοντας σύνορα, διαχωρίζω, σε Ηρόδ., Σοφ.· ομοίως, ὁρίζω θεόν, επισημαίνω τον τόπο όπου βρίσκεται το ιερό του, σε Ευρ.
III. 1. περιορίζω, διορίζω, προσδιορίζω, αναθέτω, σε Τραγ., Ξεν.· ομοίως, με απαρ., αναθέτω, διατάζω, σε Ευρ.· ομοίως, θάνατον ὥρισε τὴν ζημίαν, αποφάσισε η ποινή να είναι θάνατος, σε Δημ. — Παθ., μτχ. παρακ. ὡρισμένος, αποφασισμένος, οριστικός, σε Αριστ.
2. δίνω ορισμό λέξης, κυρίως σε Μεσαιωνικά κείμενα, σε Ξεν. κ.λπ.
IV. 1. Μέσ., θέτω όρια για λογαριασμό μου, κατακτώ, σε Αισχύλ., Ευρ.· ὁρίζεσθαι βωμούς, στήλας, τους καθορίζω, τους καθιδρύω, σε Σοφ., Ξεν.
2. αποφασίζω, καθορίζω για τον εαυτό μου, λαμβάνω κάτι ως οριστικό, σε Δημ.
3. προσδιορίζω τη σημασία μιας λέξης, σε Πλάτ.· με αιτ. και απαρ., σε Ξεν. κ.λπ.
V. αμτβ., συνορεύω, σε Ηρόδ.
VI.ως Αττ. νομικός όρος, δισχιλίων ὡρισμένος τὴν οἰκίαν, το σπίτι έχει προσημειωθεί με ό,τι ονομάζουμε ὅρους (πρβλ. ὅρος II), δηλ. έχει υποθηκευθεί για το ποσό των 2.000 δραχμών, σε Δημ.
Middle Liddell
also used in mid. sense ὅρος
I. to divide or separate from, as a boundary, c. acc. et gen., ὁ Νεῖλος τὴν Ἀσίην οὐρίζει τῆς Λιβύης Hdt.:—with two accs. joined by καί, to separate, be a boundary between, Τύρης ποταμὸς οὐρίζει τήν τε Σκυθικὴν καὶ τὴν Νευρίδα γῆν Hdt.
2. to bound, Thuc., Xen.:—Pass. to be bounded, Eur.; metaph., ὡρίσθω μέχρι τοῦδε so far let it go and no further, Thuc.
3. to pass between or through, διδύμους πέτρας Eur.
4. to part and drive away, banish, Eur.:—Pass. to depart from Eur.
II. to mark out by boundaries, mark out, Hdt., Soph.; so, ὁρ. θεόν to mark out his sanctuary, Eur.
III. to limit, determine, appoint, lay down, Trag., Xen.:—so, c. inf. to appoint, order, Eur.:—so, θάνατον ὥρισε τὴν ζημίαν determined the penalty to be death, Dem.:—Pass., perf. part. ὡρισμένος determinate, definite, Arist.
2. to define a word, mostly in Mid., Xen., etc.
IV. Mid. to mark out for oneself, take possession of, Aesch., Eur.: —ὁρίζεσθαι βωμούς, στήλας to set them up, Soph., Xen.
2. to determine for oneself, to get a thing determined, Dem.
3. to define a word, Plat.;— c. acc. et inf., Xen., etc.
V. intr. to border upon, Hdt.
VI. as Attic law-term, δισχιλίων ὡρισμένος τὴν οἰκίαν having the house marked with ὅροι (cf. ὅρος II), i. e. mortgaged to the amount of 2000 drachms, Dem.
Chinese
原文音譯:Ðr⋯zw 何里索
詞類次數:動詞(8)
原文字根:看見(化) 相當於: (גְּבוּל)
字義溯源:標出,定意,定準,指定,預定,立定,立,定,規定,宣告,顯明;源自(ὅριον)=界限);而 (ὅριον)出自(ὄρος)X*=範圍)。參讀 (ἀναδείκνυμι)同義字參讀 (καθιστάνω / καθίστημι)同義字
出現次數:總共(8);路(1);徒(5);羅(1);來(1)
譯字彙編:
1) 所立的(1) 徒17:31;
2) 顯明是(1) 羅1:4;
3) 指定(1) 來4:7;
4) 定準(1) 徒17:26;
5) 定意(1) 徒11:29;
6) 定的(1) 徒2:23;
7) 所立定的(1) 徒10:42;
8) 所預定的(1) 路22:22
Mantoulidis Etymological
(=χωρίζω, βάζω σύνορα, διορίζω). Ἀπό τό ὅρος (=σύνορο), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Lexicon Thucydideum
terminare, to mark boundaries, delimit, 1.46.4, 2.96.4,
Transl. translate definire, to define, mark off, 3.82.8,
PASS. terminari, to be bounded, be delimited, 2.96.3, 7.57.11,
Transl. translate 1.71.4.