οἶδα

English (LSJ)

A pf. morphology, οἶδα I know, used as pres.: plpf. ᾔδεα (v. infr.), I knew, used as impf.:—pf. οἶδα, Aeol. ὄϊδα Alc. 145; 2sg. οἶδας once in Hom., Od.1.337, cf. h.Merc.456, Thgn.491, Hippon.89, Hp.Acut.67, E.Alc.780, Philem.44.3 codd.; οἶσθα elsewhere in Hom., Att., etc.; in Com. also sometimes οἶσθας Cratin.105, Alex.15.11, Men.348.5, cf. Herod.2.55; pl., ἴσμεν, Ep., Aeol., and Dor. ἴδμεν, also Ion., Hdt.1.6, al.; ἴστε, ἴσασι [ῐς- Od.2.211, al., but ῑς- ib.283, al.]; οἴδαμεν Hdt.2.17, οἴδατε AP12.81 (Mel.), οἴδᾱσι Hdt.2.43, X.Oec. 20.14 codd.; dual, οἴδατον Socr.Ep.22.1: imper. ἴσθι, ἴστω, Boeot. ἴττω, late ἰδέτω Phalar.Ep.122 codd.: from 3pl. ἴσασι (ἴσαντι Epich. 53) were formed Dor. 1sg. ἴσᾱμι Epich.254, Pi.P.4.248; 3sg. ἴσατι IG14.644.4 (Bruttii); 1pl. ἴσᾰμεν Pi.N.7.14, ἴσαμες prob. in Dialex. 6.12; Cret. 3pl. subj. ἴθθαντι GDI5024; inf. ϝισάμην Kohler-Ziebarth Stadtrecht von Gortyn 34 No.3.19; part. ἴσας A.D.Adv.175.19, dat. sg. ἴσαντι Pi.P.3.29, Cret. pl. ἴθθαντες GDI5024: subj. εἰδῶ (εἰδέω, ἰδέω, Il.14.235, Od.16.236), Ion. 3pl. εἰδέωσι SIG45.21 (Halic., V B.C.); Ep. also εἴδω Od.1.174, al. (cf. Hdn. Gr.2.131), εἴδομεν Il.1.363, εἴδετε Od.9.17: opt. εἰδείην, 1pl. εἰδεῖμεν Pl.La.190b, R.582a: inf. εἰδέναι, Ep. ἴδμεναι, ἴδμεν, also ἰδέμεν Pi.N.7.25: part. εἰδώς, εἰδυῖα, Ep. also ἰδυῖα, Elean ϝειζώς Schwyzer 409:—plpf. ᾔδεα Il.14.71, Hdt.2.150, contr. ᾔδη S.Ant.18, Ar.Av. 511, Pl.Smp. 199a, ᾔδησθα Od.19.93, Eup. 416, etc. (but ᾔδεισθα freq. in codd., Ar.Ec.551, E.Cyc.108, Pl.Men. 80d, al.), ᾔδεε (ν) Il.17.402, al., ᾔδη 1.70, al. (also later Att., acc. to Aristarch. ap. Choerob.in Theod.2.86), Att. contr. ᾔδει (ν) E.Ion1187, Ar.V.558, etc.; Ep. 2 and 3sg. ἠείδης, ἠείδη (v.l. -εις, - ει), Il.22.280, Od.9.206; Att. also 1sg. ᾔδειν D.37.24, 2sg. ᾔδεις Ar.Th.554, etc.; pl., ᾔδειμεν Aeschin.3.82, Arist.APo.87b40, ᾔδεμεν Men.14D. (to be read in S.OT1232), ᾔδειτε D.55.9, etc. (ᾔδετε prob. in E.Ba. 1345), Ion. ᾐδέατε Hdt.9.58 (συν-), ᾔδεισαν LXX Ge.42.23, Str.15.3.23, ᾔδεσαν Hdt.7.175, Thgn.54, etc.; late Ep. ᾔδειν, ἠείδειν, A.R.2.65,4.1700, also ᾖσμεν, ᾖστε, ᾖσαν, Ar.Fr.149.4 (prob.), S.Fr.340, E. Cyc.231, etc.; Ep. 3pl. ἴσαν Il.18.405, Od.4.772:—fut., in this sense, εἴσομαι Il.1.548, Hp.VM20, Ar.Ach.332, etc.; also εἰδήσω Od.7.327, Hdt.7.234, Isoc.1.44, Aen.Tact.31.5, Arist.Top.108a28, Herod.5.78, Apollon.Perg.Con.1 Praef., etc.; inf. εἰδησέμεν Od.6.257.—The aor. and pf. are usually supplied by γιγνώσκω; aor. 1 inf. εἰδῆσαι is found in Hp.Acut.(Sp.) 22, Epid.6.8.25 (ἐξ-), Arist.EN1156b27, Thphr. Char. Prooem.4; imper. εἴδησον PCair.Zen.36.2 (iii B.C.); 3pl. subj. εἰδήσωσιν Herzog Koische Forschungen No.190 (ii/i B.C.):—know, have knowledge of, be acquainted with, Hom., etc.: c. acc. rei, ὃς ᾔδη τά τ' ἐόντα τά τ' ἐσσόμενα πρό τ' ἐόντα Il.1.70; νοήματα, μήδεα οἶδε, Od.2.122, Il.18.363, etc.: less freq. c. acc. pers., τούτους μὲν δὴ οἶδα Od.4.551, cf. Pl.R. 365e, D.54.34, etc.; πρῶτος ὧν ἡμεῖς ἴδμεν the first we know of, Hdt.1.6, etc.; παλαίτατος ὧν ἀκοῇ ἴσμεν Th.1.4: strengthened by εὖ or σάφα, εὖ τόδ' ἴσθι know well, be assured of this, E.Med.593; σάφ' οἶδ' ἐγώ A.Supp.740, etc.: freq. in Hom. with neut. Adj., to express character or disposition, ἄγρια οἶδε has fierceness in his heart, Il.24.41; ἀθεμίστια ᾔδη had lawlessness in his heart, Od.9.189; αἴσιμα, ἄρτια ᾔδη, 14.433, 19.248; εἴ μοι ἤπια εἰδείη if he were kindly disposed towards me, Il.16.73; φίλα εἰδότες ἀλλήλοισιν Od.3.277; κεχαρισμένα, πεπνυμένα εἰδώς, 8.584, 24.442: c. gen., ὃς σάφα θυμῷ εἰδείη τεράων Il. 12.229; ὃς πάσης εἰδῇ σοφίης 15.412; τόξων ἐῢ εἰδώς cunning with the bow, 2.718; αἰχμῆς ἐῢ εἰ. 15.525; οἰωνῶν σάφα εἰδώς Od.1.202; ἐῢ εἰδὼς τεκτοσυνάων 5.250; μάχης ἐῢ εἰδότε πάσης Il.2.823; κύνε εἰδότε θήρης 10.360; παῖδ' ἔτ' ἐόντ' οὔ πω μάλα εἰδότε θούριδος ἀλκῆς 11.710; εἰδὼς πυγμαχίης 23.665; θεοπροπίων ἐῢ εἰδώς 6.438; χάριν εἰδέναι τινί acknowledge a debt to another, thank him, 14.235, Hdt.3.21, etc.: imper., freq. in protestations, ἴστω νῦν Ζεὺς αὐτός be Zeus my witness, Il.10.329; ἴστω νῦν τόδε Γαῖα 15.36, etc.; Boeot. ἴττω Ἡρακλῆς etc., Ar.Ach.860, etc.: part. εἰδώς, abs., one who knows, one acquainted with the fact, ἰδυίῃ πάντ' ἀγορεύω Il.1.365; μετ' εἰδόσιν ἀγορεύειν 10.250; μακρηγορεῖν ἐν εἰδόσιν Th.2.36, cf. 3.53; μαθεῖν παρὰ τοῦ εἰδότος Pl.R. 337d, etc.; also ἰδυίῃσι πραπίδεσσι with knowing mind, Il.1.608,al.
2 c. inf., know how to do, οἶδ' ἐπὶ δεξιά, οἶδ' ἐπ' ἀριστερὰ νωμῆσαι βῶν 7.238, cf. S.Ph.1010, Ar.V.376; also, to be in a condition, be able, have the power, E.Med.664, D.4.40; of drugs, ὅσα λεπτύνειν οἶδε Alex. Trall.Febr.6; of a festival, οἶδε ἐκπέμπουσα δάκνειν Chor.p.124 B.; learn, ἵν' εἰδῇ μὴ 'πὶ τοῖς ἐμοῖς κακοῖς ὑψηλὸς εἶναι E.Hipp.729.
3 c. part., to know that such and such is the fact, the part. being in nom. when it is a predicate of the Subject of the Verb, ἴσθι μοι δώσων know that thou wilt give, A.Ag.1670; ἴστω ὑπὸ τοῦ ἀδελφεοῦ ἀποθανών Hdt.4.76; οὐ γὰρ οἶδα δεσπότας κεκτημένος E.Hec.397: in acc. when it is predicate of the Object, τοὺς φιλτάτους γὰρ οἶδα νῷν ὄντας πικρούς A.Ch.234; τὸν Μῆδον ἴσμεν ἐκ περάτων γῆς ἐλθόντα Th.1.69: with part. omitted, γῆν αὐτὰ οἶδεν ἀμφότερα (sc. ὄντα) Jul.Or.7.226a.
4 less freq.c.acc. et inf., πλήθους… ἂν σάφ' ἴσθ' ἕκατι βάρβαρον ναυσὶν κρατῆσαι A.Pers.337, cf. S.Ph.1329; εὖ ἴσθι τοῦτον… ἰσχυρῶς ἀνιᾶσθαι X.Cyr.8.3.44; also εὖ τόδ' ἴσθι, μηδάμ' ἡμέρᾳ μιᾷ πλῆθος τοσουτάριθμον ἀνθρώπων θανεῖν A.Pers.431; ἕν γ' ἀκούσασ' ἴσθι, μὴ ψευδῶς μ' ἐρεῖν E.IA1005.
5 c. acc. followed by ὡς, ὅτι, etc., οἶδα κἀμαυτὴν ὅτι ἀλγῶ S.El.332; ἐάν τινα εἰδῶσιν ὅτι ἄδικός ἐστι Pl.Prt. 323b, etc.
6 οὐκ οἶδ' εἰ… I know not whether, to express disbelief or doubt, sometimes with ἄν transposed, οὐκ οἶδ' ἂν εἰ πείσαιμί σε E. Alc.48, cf. D.45.7: with Verb omitted after εἰ, as οὐκ οἶδ' εἴ τις ἄλλος perhaps no other, Isoc.6.1, 12.10.
7 in similar ellipses with other Conjunctions, οὐκ οἶδ' ὅπως I know not how, Pl.R. 40cb; οὐκ οἶδ' ὁπόθεν Id.Cra.396d.
8 οἶδα, ἴσθι are freq. parenthetic, οἶδ' ἐγώ E.Med.948; σάφ' οἶδα ib.94,963; also οἶδ' ὅτι, οἶσθ' ὅτι, ἴσθ' ὅτι, πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι (sc. πάρειμι) I know it well, S.Ant. 276; οἶδ' ὅτι, freq. in D., as 9.1, al.; σάφ' ἴσθ' ὅτι Ar.Pl.889:—οἶσθ' ὅ, οἶσθ' ὡς, with imper., are common in Trag. and Com., οἶσθ' οὖν ὃ δρᾶσον; dothou know'st what, i.e. make haste and do, Ar.Eq.1158, cf. Pax1051, etc.; οἶσθ' ὡς πόησον; S.OT543; also οἶσθ'… ὡς νῦν μὴ σφαλῇς; Id.OC75; οἶσθα νῦν ἅ μοι γενέσθω; E.IT1203: rarely with the fut., οἶσθ' οὖν ὃ δράσεις (nisileg. δρᾶσον); Id.Cyc.131, cf. Med.600 codd.

French (Bailly abrégé)

οἶσθα, οἶδε, ἴσμεν, ἴστε, ἴσασι, ἴστον, ἴστον;
impér. ἴσθι, sbj. εἰδῶ, opt. εἰδείην, inf. εἰδέναι, part. εἰδώς;
pf.2 de *εἴδω : savoir :
1 être informé de, instruit de, etc. : τι, savoir, connaître qch ; περί τινος, être bien renseigné sur qqn ; ᾔδει βασιλέα ὅτι μέσον ἔχοι τοῦ στρατεύματος XÉN il savait que le roi occupait le centre de l'armée ; τὸν Μῆδον ἴσμεν ἐκ περάτων γῆς ἐλθόντα THC nous savons que le Mède est venu du bout du monde ; ὡς μηδὲν εἰδότ' ἴσθι μ' ὧν ἀνιστορεῖς SOPH sache que je ne sais rien de ce que tu racontes ; ἴσθι μοι δώσων ESCHL sache que tu me donneras ; οἶδα κεκτημένος EUR je sais que j'ai gagné, que j'ai, etc. ; dans des loc. nég. οὐκ οἶδ' ὅπως, ὅπη, etc. je ne sais comment, par quel moyen ; οὐκ οἶδ' εἰ, je ne sais si ; οὐκ οἶδ ἢ … ἤ IL je ne sais si … ou si ; abs. au part. μετ' εἰδόσιν ἀγορεύειν IL ou ἐν εἰδόσιν THC parler au milieu de gens qui savent ; ἴστω νῦν Ζεύς IL en ce moment que Zeus sache, càd en ce moment j'atteste Zeus ; οἶδ' ὅτι, εὖ οἶδ' ὅτι, je le sais, litt. je sais, je sais bien que (cela est) ; σάφ' ἴσθ' ὅτι AR sache-le bien ; οἶσθ' ὡς, οἶσθ' ὅ, avec un impér. οἶσθ' ὡς ποίησον ; SOPH sais-tu ce que tu as à faire (litt. fais sais-tu quoi ?) ; οἶσθ' οὖν ὃ δρᾶσον ; EUR sais-tu donc ce que tu as à faire ?;
2 savoir, être habile à ou dans, gén. : εἰδέναι τεράων IL être habile à interpréter les prodiges ; τόξων εὖ εἰδώς IL, οἰωνῶν σάφα εἰδώς OD habile à manier l'arc, à interpréter le vol des oiseaux ; μάχης εὖ εἰδότε πάσης IL ayant tous deux l'expérience de toute sorte de combats ; avec un inf. : savoir, être habile à, etc.
3 être en état de, pouvoir, avec l'inf.;
4 avoir tels ou tels sentiments, avec un acc. pl. neutre : πειτνυμένα, κεχαρισμένα εἰδέναι, etc. HOM être prudent, reconnaissant, etc. ; φίλα εἰδέναι τινί OD avoir des sentiments d'amitié pour qqn : χάριν εἰδέναι τινί IL savoir gré, être reconnaissant à qqn.
Étymologie: v. *εἴδω.

German (Pape)

ich weiß, s. *εἴδω.

Russian (Dvoretsky)

οἶδα: эол. ὄϊδα pf.-praes. к *εἴδω.

Greek (Liddell-Scott)

οἶδα: Αἰολ. ὄϊδα Ἀλκαῖ. 141, ἴδε ἐν λ. *εἴδω Β. - ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 117.

English (Autenrieth)

see εἴδω, II.

English (Slater)

οἶδα (οιλτ;γτ;δ(α), οἶσθα, οἶδε(ν); εἰδείην; ἴσθι, ἴστω, ἴστ(ε); εἰδώς, -ότι, -ότες, ἰδυῖα coni.: also ᾰσᾶμι, ᾰςᾰμεν; ᾰσάντι:
   1 ϝει- (O. 2.86), ϝι- (P. 3.29), ϝοι- (N. 4.43) ) know
   a abs./c. acc. εἰ δὲ τις οἶδεν τὸ μέλλον (O. 2.56) σοφὸς ὁ πολλὰ εἰδὼς φυᾷ (O. 2.86) τὸ διδάξασθαι δέ τοι εἰδότι ῥᾴτερον (O. 8.60) ἴσθι νῦν, Ἀρχεστράτου παῖ, κελαδήσω (O. 11.11) πάντα ἰσάντι νόῳ (P. 3.29) “ἀλλὰ τούτων μὲν κεφάλαια λόγων ἴστε” (P. 4.117) “εἰδότι τοι ἐρέω” (P. 4.142) καί τινα οἶμον ἴσαμᾰ βραχύν (P. 4.248) “κύριον ὃς πάντων τέλος οἶσθα καὶ πάσας κελεύθους” (P. 9.45) ἴσθι, γλυκεῖάν τοι Μενάνδρου σὺν τύχᾳ μόχθων ἀμοιβὰν ἐπαύρεο (N. 5.48) ἔργοις δὲ καλοῖς ἔσοπτρον ἴσαμεν ἑνὶ σὺν τρόπῳ (N. 7.14) ἴστε μὰν Κλεωνύμου δόξαν παλαιὰν ἅρμασιν (I. 3.15) ἴστε μὰν Αἴαντος ἀλκάν (I. 4.35) ἀλλὰ παρθένοι γάρ, ἴσθ' ὅτι, Μοῖσαι, πάντα (i. e. ὅτι ἴστε) Πα.… ε]ἰδότες οἵαν Βρομίου [τελε]τὰν ἵσταντι Δ. 2. . ]τ' ἴσθ ἐνειπ[ Δ. 4. b. 2. ]Ζεὺς οἶδ' Παρθ. 2. 33. οἶδε μὲν βίου τελευτάν, οἶδεν δὲ διόσδοτον ἀρχάν fr. 137. 1—2. ὢ πόποι, ο ἀπατᾶται φροντὶς ἐπαμερίων οὐκ ἰδυῖα (Boeckh: εἰδυῖα codd.) fr. 182.
   b c. part. ἴστω γὰρ ἐν τούτῳ πεδίλῳ δαιμόνιον πόδ' ἔχων Σωστράτου υἱός (O. 6.8) μανθάνων οἶσθα προτέρων (P. 3.80) ἴστω λαχὼν πρὸς δαιμόνων θαυμαστὸν ὄλβον (N. 9.45) ἴστω γὰρ σαφὲς ἀστῶν γενεᾷ μέγιστον κλέος αὔξων (I. 7.27)
   c c. inf., know how to ὡς μὰν σαφὲς οὐκ ἂν εἰδείην λέγειν ποντιᾶν ψάφων ἀριθμόν (O. 13.46) ἐλαφρὸν ὄρχημ' οἶδα ποδῶν μειγνύμεν (ἀοιδᾷ coni. Bergk) *fr. 107b. 1.*
   d c. ὅτι & ind. εὖ οἶδ' ὅτι χρόνος ἕρπων πεπρωμέναν τελέσει (N. 4.43)
   e c. indir. quest. καίπερ ἐφαμερίαν οὐκ εἰδότες οὐδὲ μετὰ νύκτας ἄμμε πότμος ἅντιν' ἔγραψε δραμεῖν ποτὶ στάθμαν (N. 6.6)

English (Abbott-Smith)

οἶδα, (from same root as εἶδον, q.v.), [in LXX chiefly for ידע;] pf. with pres. meaning (plpf. as impf.; on irregular tense-forms, v. App.),
to have seen or perceived, hence, to know, have knowledge of: c. acc. rei, Mt 25:13, Mk 10:19, Jo 10:4, Ro 7:7, al.; c. acc. pers., Mt 26:72, Jo 1:31, Ac 3:16, al.; τ. θεόν, I Th 4:5, Tit 1:16, al.; c. acc. et inf., Lk 4:41, al.; seq. ὅτι, Mt 9:6, Lk 20:21, Jo 3:2, Ro 2:2 11:2, al.; seq. quaest. indir., Mt 26:70, Jo 9:21, Eph 1:18, al.; c. inf., to know how (cl.), Mt 7:11, Lk 11:13, Phl 4:12, I Th 4:4, al.; in unique sense of respect, appreciate: I Th 5:12 (but v. also ICC on I Th 4:4).SYN.: v.s. γινώσκω.

Greek Monolingual

(ΑΜ οἶδα, Α αιολ. τ. ὄϊδα)
1. γνωρίζω, ξέρω (α. «ὅς ᾔδη τά τ' ἐόντα τά τ' ἐσσόμενα πρό τ' ἐόντα», Ομ. Ιλ.
β. «ἴστω ὑπὸ τοῦ ἀδελφοῦ ἀποθανών», Ηρόδ.)
2. φρ. α) «ἕν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα» — ένα πράγμα γνωρίζω, ότι τίποτε δεν γνωρίζω
β) «οὐκ οἴδασι τί ποιοῦσι» — δεν ξέρουν τί κάνουν
γ) «οὐκ οἶδα τὸν ἄνθρωπον» — δεν τον γνωρίζω καθόλου, δεν μπορώ να πω κάτι γι' αυτόν
νεοελλ.
φρ. α) «τίς οίδε;» — ποιος ξέρει, είναι άγνωστο
β) «Κύριος οίδε» — ο Θεός μόνο γνωρίζει
μσν.-αρχ.
αναγνωρίζω κάτι ως αποδεκτό, αποδέχομαι
αρχ.
1. συχνά στον Όμ. με επίθ. πληθ. ουδ. γένους, όπως πεπνυμένα, κεχαρισμένα, φίλα, ἄρτια, ἤπια, κεδνά, ἀθεμίστια, για δήλωση χαρακτήρα ή διάθεσης («εἴ μοι ἤπια εἰδείη», Ομ. Ιλ.)
2. μπορώ, έχω την δύναμη, είμαι ικανός να πράξω κάτικάλλιον οὐδεὶς οἶδε προσφωνεῖν φίλους», Ευρ.)
3. μαθαίνω («ἵν' εἰδη μὴ πὶ τοῖς ἐμοῖς κακοῖς ὑψηλὸς εἶναι, Ευρ.)
4. παρατηρώ
5. (το αρσ. της μτχ.) εἰδώς
γνώστης, ειδήμων («τόξων εὖ εἰδώς», Ομ. Ιλ.)
6. φρ. α) «χάριν οἶδά τινι» — χρωστώ ευγνωμοσύνη σε κάποιον, είμαι ευγνώμων
β) (καθ' έλξη με γεν. πληθ. της αναφ. αντων. ὄς, στις φρ.) «ὧν ἴσμεν» ή «ὧν ἴδμεν» — καθ' όσον γνωρίζουμε, από όσα γνωρίζουμε («πρῶτος ὧν ἡμεῖς ἴδμεν», Ηρόδ.)
γ) (προστ.) «ἴστω»
(σε επίκληση) ας γνωρίζει, ας είναι μάρτυρας
δ) «οὐκ οἶδ' εἰ» — δεν γνωρίζω κατά πόσον
ε) «οὐκ οἶδ' εἴ τις ἄλλος» — ίσως κανένας άλλος
στ) «οἶδ' ὅτι» και «ἴσθ' οτι» και «εὖ οἶδα ὅτι»
(ελλειπτικώς) (ως επίρρ.) το ξέρω αυτό, βεβαίως, ασφαλώς, βεβαιότατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρακμ. με σημ. ενεστ. του ρήματος εἴδω / εἴδομαι «βλέπω, παρατηρώ». Ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα woid- της ΙΕ ρίζας weid- με σημ. «βλέπω» (πρβλ. εἴδον < έ-Fıδ-, αορ. β' του ὁρῶ από τη μηδενισμένη βαθμίδα της ρίζας), αλλά και «γνωρίζω, ξέρω». Η δεύτερη σημ. της ρίζας προέκυψε ακριβώς από τον παρακμ. οἶδα «έχω δει», άρα «γνωρίζω, ξέρω». Στην απαθή βαθμίδα της ρίζας ανάγονται ο ενεστ. εἴδω και η λ. εἶδος, ενώ στη μηδενισμένη βαθμίδα, εκτός από τον αόρ. εἶδον, τα παράγωγα του οἶδα: ἵστωρ(> ιστορία), ἴδρις, το ρ. ἰνδάλλομαι και το ουσ. νῆις. To (F)oĩδa αντιστοιχεί ακριβώς με το αρχ. ινδ. veda, το β' εν. οἶσθα με αρχ. ινδ. vettha, ενώ το α' πληθ. ἴδμεν με αρχ. ινδ. vidma. To ρ. επίσης συνδέεται με γοτθ. wait (πρβλ. αγγλ. wise «σοφός»), αρχ. σλαβ. vede και λατ. vidi, ενεργ. παρακμ. του video. Στη Λατινική, εξάλλου, μαρτυρείται τ. ενεστ. video «βλέπω», που ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα τή ρίζας, τ. που δεν μαρτυρείται στην Ελληνική. Η κλίση του οἶδα στην αττική διάλεκτο εμφανίζει μεγάλη μεταπτωτική ποικιλία ανά αριθμό και έγκλιση. Το β' εν. της ορστ. οἶσθα < Foiδ-θα < woid-tha (πρβλ. ἦσθα, β' εν. του εἰμί) και το γ' εν. οἶδε σχηματίστηκαν από την ετεροιωμένη βαθμίδα, ενώ ο πληθ. της ορστ., ἴσμεν, ἴστε, ἴσασι, από τη μηδενισμένη βαθμίδα (ιδ-). To β' πληθ. ἴστε προέρχεται φωνητικά από Fιδ-τε, ενώ το α' πληθ. ἴσμεν και το γ' πληθ. ἴσασι έχουν -σ- κατ' αναλογία προς το β' πληθ. Ο αναμενόμενος πάντως τ. α' πληθ. ἴδμεν μαρτυρείται στον Όμηρο και στον Ηρόδοτο. Η ανώμαλη αυτή κλίση απλοποιήθηκε στις άλλες διαλέκτους. Η ιωνική διάλεκτος γενίκευσε το θέμα με τον φωνηεντισμό -ο- (οἶδας, οἴδαμεν, οἴδατε, οἴδασι), τ. που χρησιμοποίησε αργότερα και η Κοινή. Στην προστ. όλοι οι τ. ἴσθι, ἴστω, ἴστε, ἴστων ερμηνεύονται φωνητικά με βάση τη μηδενισμένη βαθμίδα (F)ıδ-. Η υποτακτ. του οἶδα έχει σχηματιστεί από την απαθή βαθμίδα (F)ειδ- με συνηρημένη μορφή (εἰδῶ, εἰδῇς, εἰδῇ κ.λπ.) και ανάγεται πιθ. σε θ. ειδ- (πρβλ. μέλλ. εἰδήσω) με βράχυνση του -η-. Από θ. (F)ειό- με παρέκταση -ε- (πιθ. < θ. ειδη-) έχει σχηματιστεί και η ευκτ. εἰδείην, εἰδείης κ.λπ. Στο απρμφ. η επική γλώσσα γνωρίζει μόνον τ. με μηδενισμένη βαθμίδα: ἴδμεναι και ἴδμεν
ο ιων. αττ. τ. εἰδέναι φαίνεται ότι είναι νεωτερισμός. Η μτχ. εἰδώς, εἰδυῖα, εἰδώς ανάγεται στην απαθή βαθμίδα της ρίζας, ενώ η ομηρική γλώσσα παρουσιάζει τ. θηλυκού (F)ιδυῖα από τη μηδενισμένη βαθμίδα. Πρόβλημα παρουσιάζει, τέλος, η κλίση του υπερσ. με σημ. παρατ. ᾔδη, ᾔδησθα, ᾔδη, ᾔδεμεν, ᾔδετε, ᾔδεσαν και στη νέα αττ. ᾔδειν, ᾔδεις, ᾔδει κ.λπ. Αρχαιότερος τ. θεωρείται το γ' εν. πρόσωπο ᾔδη, που ανάγεται στο θ. είδη- του μέλλ. είδήσω, ενώ ο πληθ. ᾔδε- δίνει την εντύπωση ότι οφείλεται σε μετάπτωση ᾐδη
/ ᾐδε-, αλλά η καταγωγή του συστήματος παραμένει ανεξήγητη: αποτελεί δημιουργία της ελληνικής γλώσσας και είναι παρακινδυνευμένο να αναζητηθεί ινδοευρωπαϊκή προέλευση. Σημασιολογικά το ρ. οἶδα καλύπτει τη σημ. του ἐπίσταμαι, αλλά διαφέρει στο ότι το ρ. οἶδα εκφράζει γνώση γενική και θεωρητική, ενώ το ρ. ἐπίσταμαι γνώση που στηρίζεται αποκλειστικά σε πρακτικά δεδομένα, σε παρατήρηση και εφαρμογή. Θα λέγαμε ότι το οἶδα εκφράζει σημασιολογικά και τα δύο μαζί γνωστικά ρήματα, το ἐπίσταμαι και το γιγνώσκω. Στη Νεοελληνική με τη σημ. του οἶδα χρησιμοποιούνται τα ρ. γνωρίζω και ξέρω].

Greek Monotonic

οἶδα: Αιολ. ὄϊδα, παρακ. με σημασία ενεστ. του *εἴδω Β.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: I know (Il.).
Other forms: pl. ἴδμεν (Att. ἴσμεν after ἴστε or spontan.; Schwyzer 208)
Origin: IE [Indo-European] [1125] *u̯id- see, note, observe
Etymology: Old perfect, identical with Skt. véda, pl. vidmá, Germ., e.g. Goth. wait, pl. witum (ich) weiss, (wir) wissen, IE *u̯óida, pl. *u̯idmé. Besides with middle inflection OCS vědě I know, formally = Lat. vīdī. From the perf. through innovation Arm. pres. git-em I know. Other agreements, e.g. ipv. ἴσθι = Skt. viddhí, ptc. εἰδώς = Goth. weitwoÞs witness, ἰδυῖα = Skt. vidúṣī. On the individual forms Schwyzer 778, 790 n. 6, 800, Leumann Celtica 3, 241ff. = Kl. Schr. 251ff., Chantraine Gramm. hom. 1 (s. Index) etc. etc. -- As aorist is used ἰδεῖν note, observe (s. v.); cf. also νῆϊς.

Middle Liddell

1. to know, εὖ οἶδα I know well; εὖ ἴσθι be assured: often c. acc. rei, νοήματα οἶδε, μήδεα οἶδε he is versed in counsels, Hom.; with neut. Adjs., πεπνυμένα, φίλα, ἀθεμίστια εἰδώς Hom.; also c. gen., τόξων εὖ εἰδώς cunning in the use of the bow; οἰωνῶν σάφα εἰδώς Od.: —χάριν εἰδέναι τινί to acknowledge a debt to another, thank him, Il., etc.:—the Imperat. in protestations, ἴστω Ζεὺς αὐτός be Zeus my witness, Il.; doric ἴττω Ζεύς, ἴττω Ar.: —εἰδώς absol. one who knows, εἰδυίηι πάντ' ἀγορεύω Il.; ἰδυίηισι πραπίδεσσι with knowing mind, Il.
2. c. inf. to know how to do, Il., Attic
3. with the part. to know that so and so is the case, ἴσθι μοι δώσων know that thou wilt give, Aesch.; τὸν Μῆδον ἴσμεν ἐλθόντα Thuc.
4. οὐκ οἶδα εἰ, I know not whether, expresses disbelief, like Lat. nescio an non, οὐκ οἶδ' ἂν εἰ πείσαιμι Eur.
5. οἶδα or ἴσθι are often parenthetic, οἶδ' ἐγώ Eur.; οἶδ' ὅτι, οἶσθ' ὅτι, ἴσθ' ὅτι, πάρειμι Soph.; so, εὖ οἶδ' ὅτι Dem.: —in Trag. also, οἶσθ' ὃ δρᾶσον; equivalent to δρᾶσον —οἶσθ' ὅ; do— know'st thou what? i. e. make haste and do; οἶσθ' ὡς ποίησον, etc.

Frisk Etymology German

οἶδα: {oĩda}
Forms: pl. ἴδμεν (att. ἴσμεν nach ἴστε oder spontan; Schwyzer 208)
Grammar: v.
Meaning: ich weiß (seit Il.).
Etymology: Altes Perfekt, mit aind. véda, pl. vidmá, germ., z.B. got. wait, pl. witum ‘(ich) weiss, (wir) wissen’ identisch, idg. *u̯óida, pl. *u̯idmé. Dazu mit medialer Flexion aksl. vědě ich weiß, formal = lat. vīdī. Vom Perf. durch Neubildung arm. Präs. git-em ich weiß. Andere Übereinstimmungen. z.B. Ipv. ἴσθι = aind. viddhí, Ptz. εἰδώς = got. weitwoþs Zeuge, ἰδυῖα = aind. vidúṣī. Zu den einzelnen Formen Schwyzer 778, 790 A. 6, 800, Leumann Celtica 3, 241ff. = Kl. Schr. 251ff., Chantraine Gramm. hom. 1 (s. Index) usw. usw. — Als Aorist fungiert ἰδεῖν erblicken (s. d.); vgl. noch νῆϊς.
Page 2,357

Chinese

原文音譯:e‡dw 誒多
詞類次數:動詞(663)
原文字根:覺察 相當於: (דָּעָה‎ / יָדַע‎) (רָאָה‎ / רָאֶה‎ / רְאוּת‎)
字義溯源:看見*,覺察,注意,視察,觀看,明白,認得,知道,記清,確實,敬重,確認,仰望,曉得,得見,見面,見到,認識,見,看。看見就是覺察到,理解了;意即:知道了。所以這字也被譯為:知道
同源字:1) (ᾅδης)未看見過的 2) (ἀφοράω)完全看見 3) (εἶδος)觀察 4) (οἶδα)看見 5) (ἐπεῖδον / ἐφοράω)視為 6) (προοράω)先見 7) (συνείδησις)一同覺察 8) (συνείδω / σύνοιδα / συνοράω)看透 9) (παροράω / ὑπερείδω / ὑπεροράω)忽略,不監察參讀 (ἀναλογίζομαι)同義字
出現次數:總共(662);太(84);可(65);路(93);約(122);徒(69);羅(18);林前(28);林後(16);加(7);弗(5);腓(10);西(4);帖前(16);帖後(3);提前(6);提後(6);多(2);門(1);來(6);雅(5);彼前(4);彼後(3);約壹(17);約叄(2);猶(2);啓(68)
譯字彙編
1) 看見(100)數量太多,不能盡錄;
2) 知道(91) 太7:11; 太9:4; 太12:25; 太24:36; 太24:43; 可5:33; 可6:20; 可12:15; 可13:32; 路6:8; 路8:47; 路11:13; 路11:44; 路12:30; 路12:39; 路12:56; 路20:7; 約2:9; 約2:9; 約5:13; 約6:6; 約6:61; 約7:28; 約8:14; 約9:21; 約9:24; 約9:30; 約11:42; 約11:49; 約12:35; 約13:1; 約13:3; 約13:7; 約13:18; 約14:5; 約15:15; 約18:2; 約18:4; 約19:28; 約19:35; 約20:14; 約21:4; 約21:12; 約21:15; 約21:16; 約21:17; 徒5:7; 徒10:37; 徒12:9; 徒19:32; 徒20:22; 徒20:29; 徒26:4; 羅5:3; 羅6:9; 林前2:2; 林前2:11; 林前7:16; 林前7:16; 林前11:3; 林前15:58; 林後1:7; 林後11:11; 林後11:31; 林後12:2; 林後12:3; 加2:16; 弗1:18; 弗6:9; 弗6:21; 腓1:16; 腓1:25; 腓4:12; 腓4:15; 西4:1; 西4:6; 帖前3:3; 提前3:5; 提後1:12; 提後2:23; 多3:11; 門1:21; 彼前1:18; 彼前5:9; 彼後1:14; 彼後2:9; 約壹2:11; 約壹3:14; 啓3:17; 啓12:12; 啓19:12;
3) 見(37) 太2:16; 太8:14; 太22:11; 可2:5; 可5:22; 可9:8; 可9:20; 可12:34; 可14:67; 路2:26; 路8:20; 路9:9; 路17:15; 路19:37; 路23:8; 約3:3; 約6:24; 約12:21; 約19:26; 徒2:27; 徒2:31; 徒6:15; 徒8:39; 徒12:3; 徒13:35; 徒13:36; 徒13:37; 徒14:9; 羅1:11; 林前16:7; 帖前2:17; 帖前3:6; 帖前3:10; 提後1:4; 來11:5; 約叄1:14; 啓12:13;
4) 我⋯看見(30) 約20:25; 啓5:2; 啓5:6; 啓5:11; 啓6:12; 啓7:2; 啓8:2; 啓8:13; 啓9:1; 啓9:17; 啓10:1; 啓10:5; 啓13:1; 啓13:11; 啓14:6; 啓15:1; 啓15:2; 啓15:5; 啓16:13; 啓17:3; 啓17:6; 啓19:11; 啓19:17; 啓19:19; 啓20:1; 啓20:4; 啓20:11; 啓20:12; 啓21:1; 啓21:2;
5) 我知道(21) 太28:5; 可1:24; 路4:34; 約4:25; 約8:14; 約8:37; 約11:22; 約11:24; 徒26:27; 羅7:18; 羅14:14; 林後9:2; 腓1:19; 腓4:12; 啓2:2; 啓2:9; 啓2:13; 啓2:19; 啓3:1; 啓3:8; 啓3:15;
6) 我們知道(19) 太22:16; 可12:14; 約3:2; 約3:11; 約4:22; 約4:42; 約7:27; 約9:20; 約9:31; 羅2:2; 羅8:22; 林前8:4; 林後4:14; 帖前1:4; 提前1:8; 來10:30; 約壹3:2; 約壹5:18; 約壹5:19;
7) 你們知道(18) 太9:6; 太20:25; 太26:2; 可2:10; 可10:42; 路5:24; 路12:56; 約14:4; 林前12:2; 林前16:15; 加4:13; 西3:24; 帖前1:5; 雅1:19; 約壹2:21; 約壹3:5; 約壹5:13; 約叄1:12;
8) 曉得(16) 太13:14; 可12:28; 路11:17; 約3:8; 徒2:30; 徒7:18; 徒20:25; 徒24:22; 徒28:26; 羅8:27; 林後5:6; 弗6:8; 西2:1; 帖前2:1; 帖前5:2; 雅3:1;
9) 你們⋯知道(15) 太20:22; 太24:42; 太25:13; 可10:38; 可13:35; 路9:55; 約4:22; 約7:28; 約13:17; 林前9:13; 帖前3:4; 帖後2:6; 帖後3:7; 約壹2:21; 約壹2:29;
10) 看(12) 太12:38; 太13:17; 太27:49; 可5:14; 可15:36; 路2:15; 路10:24; 路14:18; 路19:4; 路23:8; 約1:46; 約12:9;
11) 看見了(12) 太4:16; 太9:2; 太21:20; 路2:17; 路8:34; 路9:54; 路10:32; 路10:33; 約1:50; 約8:56; 約20:20; 徒9:35;
12) 我⋯知道(12) 太26:70; 可14:68; 約5:32; 約9:12; 約9:25; 約12:50; 約20:13; 徒12:11; 羅7:7; 林後12:2; 林後12:2; 林後12:3;
13) 我們⋯知道(11) 太21:27; 可11:33; 約9:21; 約9:29; 約14:5; 約20:2; 約21:24; 徒7:40; 林後5:1; 約壹5:15; 約壹5:20;
14) 他看見(11) 太4:21; 太5:1; 太9:36; 太20:3; 可1:16; 可1:19; 可6:48; 路5:20; 路17:14; 約20:8; 徒7:24;
15) 我看見(9) 徒26:13; 加2:14; 啓1:17; 啓5:1; 啓6:1; 啓6:9; 啓7:1; 啓17:6; 啓18:1;
16) 知(9) 路2:49; 林前3:16; 林前5:6; 林前6:2; 林前6:3; 林前6:15; 林前6:16; 林前6:19; 雅4:4;
17) 認識(8) 約7:28; 約7:29; 約8:55; 約8:55; 帖前4:5; 帖後1:8; 多1:16; 來8:11;
18) 你們看見(7) 太24:15; 太24:33; 可13:14; 可13:29; 路12:54; 路21:20; 路21:31;
19) 要看(7) 太11:9; 太11:9; 太26:58; 路7:25; 路7:26; 路8:35; 徒15:6;
20) 他們看見(6) 太2:10; 太5:16; 可9:14; 路2:48; 約19:33; 來11:23;
21) 我們曉得(6) 路20:21; 約16:30; 羅3:19; 羅7:14; 羅8:28; 林前8:1;
22) 你⋯看見的(5) 徒26:16; 啓17:8; 啓17:12; 啓17:15; 啓17:16;
23) 我⋯觀看(5) 啓6:2; 啓6:5; 啓6:8; 啓14:1; 啓14:14;
24) 你們⋯曉得(4) 可13:33; 羅6:16; 羅11:2; 帖前4:2;
25) 見了(4) 太8:34; 約6:26; 徒7:34; 徒28:15;
26) 他⋯知道(4) 可4:27; 可9:6; 路9:33; 約13:11;
27) 知道的(4) 約4:32; 約9:29; 徒2:22; 啓7:14;
28) 我們看見(4) 可9:38; 可15:32; 路9:49; 約6:30;
29) 我⋯認識(4) 太25:12; 太26:72; 太26:74; 路13:25;
30) 他⋯看見(4) 可5:6; 徒9:27; 徒10:17; 徒11:13;
31) 我們見(4) 太25:37; 太25:38; 太25:39; 太25:44;
32) 看看(3) 可6:38; 路19:3; 路24:39;
33) 你們看(3) 路21:29; 路24:39; 加6:11;
34) 明白(3) 約7:15; 林前13:2; 林前14:16;
35) 你們⋯明白(3) 太22:29; 可4:13; 可12:24;
36) 他們⋯知道(3) 可14:40; 徒16:3; 猶1:10;
37) 看見的(3) 可5:16; 腓4:9; 提前6:16;
38) 你們曉得(3) 羅13:11; 帖前2:11; 約壹3:15;
39) 我⋯曉得(3) 路13:27; 路22:60; 徒23:5;
40) 認(2) 路22:34; 林後5:16;
41) 你⋯知道(2) 約4:10; 約19:10;
42) 認得(2) 約6:42; 約10:5;
43) 你們⋯看(2) 太28:6; 約4:29;
44) 我⋯認得(2) 可14:71; 路22:57;
45) 認識了(2) 約8:19; 約8:19;
46) 就知道(2) 約6:64; 約壹5:15;
47) 曾認識(2) 約1:31; 約1:33;
48) 他看見了(2) 約12:41; 徒7:55;
49) 認識的(2) 約1:26; 徒3:16;
50) 你看(2) 可15:4; 約11:36;
51) 必看見(2) 太16:28; 路9:27;
52) 你們⋯知(2) 林前6:9; 林前9:24;
53) 就看見(2) 可1:10; 啓1:12;
54) 你們知道的(2) 帖前2:2; 帖前2:5;
55) 你既知道(2) 太25:26; 路19:22;
56) 我觀看(2) 啓4:1; 啓7:9;
57) 我認得(2) 林後12:2; 林後12:3;
58) 看著(2) 可8:33; 徒9:40;
59) 你已知道(2) 提後1:15; 提後3:14;
60) 他見了(2) 路8:28; 徒16:10;
61) 你⋯看見(2) 啓1:20; 啓17:18;
62) 我看(2) 可12:15; 徒7:34;
63) 我曉得(2) 徒3:17; 羅15:29;
64) 所看見的(2) 可9:9; 路2:20;
65) 能認識(1) 啓2:17;
66) 你所看見的(1) 啓1:19;
67) 可能見(1) 啓18:7;
68) 他們⋯來看見(1) 太13:15;
69) 你們看哪(1) 約壹3:1;
70) 你們⋯看見了(1) 太21:32;
71) 你們⋯見(1) 太23:39;
72) 他們⋯看見的(1) 太2:9;
73) 他所看見的(1) 啓1:2;
74) 我們⋯看見(1) 太2:2;
75) 他們⋯看見(1) 約12:40;
76) 你們⋯曾看見(1) 腓1:30;
77) 你們⋯見到(1) 腓2:28;
78) 你們從前⋯認識(1) 加4:8;
79) 我都⋯看見(1) 加1:19;
80) 我⋯明白(1) 林前14:11;
81) 要⋯曉得(1) 帖前4:4;
82) 你⋯明白(1) 提後3:15;
83) 我⋯見(1) 啓21:22;
84) 我⋯見的(1) 啓13:2;
85) 你們曾⋯知道(1) 猶1:5;
86) 你們⋯見過(1) 彼前1:8;
87) 我記⋯清(1) 林前1:16;
88) 我們⋯曉得(1) 羅8:26;
89) 他們⋯曉得(1) 路23:34;
90) 你們⋯再見(1) 路13:35;
91) 我們⋯看見了(1) 路5:26;
92) 他們⋯看見了(1) 可6:50;
93) 你們⋯認識(1) 約8:19;
94) 已知道(1) 約壹2:20;
95) 他⋯看見了(1) 徒10:3;
96) 他們⋯明白(1) 約20:9;
97) 我們⋯明白(1) 約16:18;
98) 他們⋯認識(1) 約15:21;
99) 我們⋯見過(1) 可2:12;
100) 要觀看(1) 徒13:41;
101) 你是曉得的(1) 可10:19;
102) 將看見(1) 路2:26;
103) 要看見(1) 可9:1;
104) 他們曾看見(1) 可7:2;
105) 要見(1) 可5:32;
106) 已經看見(1) 路2:30;
107) 他們知道(1) 路4:41;
108) 看出(1) 路9:47;
109) 你是曉得的:(1) 路18:20;
110) 他們曉得(1) 路8:53;
111) 所看見(1) 路7:22;
112) 他見(1) 路5:2;
113) 曉得:(1) 可4:12;
114) 牠們認識(1) 可1:34;
115) 是知道的(1) 太6:32;
116) 是要看(1) 太11:8;
117) 已經知道了(1) 太6:8;
118) 他就看見(1) 太3:16;
119) 便看見(1) 太2:11;
120) 他見有(1) 太14:14;
121) 你知道麼(1) 太15:12;
122) 他們見了(1) 太28:17;
123) 你們所能的(1) 太27:65;
124) 他原知道(1) 太27:18;
125) 可見(1) 太17:8;
126) 你看見(1) 約1:33;
127) 我就看見了(1) 約1:48;
128) 我們既知道(1) 林後5:11;
129) 你們確實(1) 弗5:5;
130) 我們能知道(1) 林前2:12;
131) 曾看見(1) 林前2:9;
132) 你要看見(1) 羅11:22;
133) 見到(1) 腓1:27;
134) 敬重(1) 帖前5:12;
135) 觀看(1) 來3:9;
136) 人知道(1) 雅4:17;
137) 曾看見過(1) 提前6:16;
138) 你可以知道(1) 提前3:15;
139) 是已知道的:(1) 提前1:9;
140) 見面(1) 徒28:20;
141) 得見(1) 徒22:14;
142) 我是知道(1) 約9:25;
143) 牠們認得(1) 約10:4;
144) 仰望(1) 約8:56;
145) 我認識(1) 約8:55;
146) 可知道(1) 約7:52;
147) 看罷(1) 約11:34;
148) 你知道(1) 約16:30;
149) 去看看(1) 徒19:21;
150) 既會見了(1) 徒16:40;
151) 確認(1) 約20:27;
152) 都知道(1) 約18:21;
153) 你們已曉得(1) 彼後1:12

Mantoulidis Etymological

(=γνωρίζω). Θέματα: α) ἰσχυρό: ϝειδ- (τοῦ ἄχρηστου ρήμ. εἴδω=βλέπω) καί μέ μετάπτωση ϝοιδ-. β) ἀσθενές ϝιδ- (ὁ ἐνεστ. ἴσμεν).
Παράγωγα: ἵστωρ (=σοφός), ἱστορέω -ῶ, ἱστόρημα, ἱστορία, ἱστορικός, φιλίστωρ (=φιλομαθής), φιλιστορία, πολυΐστωρ (=πολυμαθής), ἰστέος, ἰστέον, ἴδρις (=πεπειραμένος), εἰδότως, εἰδήμων, συνείδησις. Δές καί στό εἴδω γιά ἄλλα παράγωγα.

Lexicon Thucydideum

nosse, scire, to know,
cum regim. directo, vel enunciato vel subaud. with direct government, either expressed clause or understood 1.4.1, 1.13.4, 1.18.1. 1.72.2, 1.110.4, 2.6.3, Ibid. in the same place 2.43.1. 2.54.4, 3.9.1, 3.24.3, 3.29.2, 3.110.1. 3.113.2, 4.68.6, [multi codd. many manuscripts οὐδὲ] 4.111.2, 4.113.1. 5.26.5, 5.29.2, 5.40.2, 5.46.1, 5.104.1, 5.105.5. 6.16.5, 6.27.2, 6.32.3. 6.33.1, 6.39.2, 6.55.1, 6.60.4, [duo codd. two manuscripts οἴσονται]. 6.90.1, 6.91.1, 6.92.5, 6.93.1, 7.11.1, 7.14.4, 7.44.1, 7.44.17.49.4, 7.87.5. 8.9.3, 8.26.2, 8.44.2. 8.88.1, 8.98.3,
cum with ὅτι, ὡς, εἰ,1.20.2, 1.52.1, 1.120.2. 1.144.3, 2.64.1. 3.12.2, 3.22.3. 3.113.6, 4.20.4. 4.74.2, 4.110.2, [nonnulli codd. several manuscripts ἥξει]. 5.21.3, 5.39.3. 6.23.2, 6.44.4, 6.62.1, 6.77.2, 7.48.3, 7.66.1. 7.68.2, 8.47.1. 8.48.5, 8.48.7,
cum relativ. with relative 1.82.6, 3.22.5, 6.6.3, 6.42.2, 6.48.1, [nonnulli codd. several manuscripts ἰδόντας] 7.64.1, 8.27.2, [Vat. Vatican manuscript ἐξέσται] 8.68.3, 8.87.2, [Mosqu. Moscow manuscript εἶναι],
cum particip. with participle 1.76.1, 1.122.2, 1.127.1, 1.140.1, 2.40.4, 2.44.2, 3.10.1, 3.67.1, 4.78.4, 4.127.2, 5.13.2, 5.69.2, 5.105.2, 6.11.4, 6.23.3, 6.27.2, 6.64.1, 6.75.2, 6.83.3, 7.21.4, 7.70.8, 8.74.1, [Mosqu. Moscow manuscript εἴδεσάν] 8.85.2, 8.92.2, [Vat. Vatican manuscript δεΐη]
absolute, absolutely scire, compertum habere, to know, ascertain, 1.5.2, 1.68.3, 1.69.3, 1.134.1, 2.36.4, 2.87.2, 3.40.1, 3.53.3, 4.17.3, 4.59.2, 4.67.2, 4.89.1, [nonnulli codd. several manuscripts προσειδότας] 6.39.2, 6.77.1, post verbum, quod pendet ab after the verb, which depends on ὅτι, positum, having been placed 6.34.7, 6.34.9, 6.38.1, 6.68.3, [Mosqu. Moscow manuscript εὖ δ᾽ ὅτι] gratiam habere, to show favor, oblige, 6.12.1.

Translations

know

Abkhaz: адырра; Afar: eexege; Afrikaans: weet; Akan: nim; Albanian: di; Amharic: ማወቅ, ማዎቅ; Amharic: ማወቅ; Arabic: ⁧عَلِمَ⁩, ⁧عَرَفَ⁩; Egyptian Arabic: ⁧عرف⁩; Hijazi Arabic: ⁧عرف⁩, ⁧دِرِي⁩; Aramaic: ⁧יְדַע⁩; Armenian: գիտենալ, իմանալ; Aromanian: shciu; Asturian: saber; Azerbaijani: bilmək; Bakhtiari: ⁧دونستن⁩; Bashkir: белеү; Basque: jakin, jakina izan; Bavarian: wissn; Belarusian: ведаць, знаць; Bengali: জানা, চেনা; Bislama: save; Bouyei: rox; Breton: gouzout; Buginese: ito; Bulgarian: зная; Burmese: သိရှိ, သိ; Catalan: saber; Cebuano: kahibalo; Chinese Cantonese: 知; Dungan: җыдо; Hakka: 知; Mandarin: 知道, 曉得/晓得; Min Dong: 捌; Min Nan: 知影, 會曉/会晓, 明白; Wu: 曉得/晓得; Chinook Jargon: kəmtəks; Chuvash: пĕл; Classical Tibetan: ཤེས་; Cornish: godhvos; Czech: vědět; Dalmatian: sapar; Danish: vide; Dolgan: бил; Dongxiang: mejie; Dutch: weten; Dzongkha: ཤེས; Eastern Bontoc: ammo, inila; Emilian: savêr; Esperanto: scii; Estonian: teadma; Even: хадай; Evenki: сами; Fang: -yem; Faroese: vita; Finnish: tietää; French: savoir; Friulian: savê; Galician: saber; Georgian: ცოდნა; German: wissen; Alemannic German: wüsse; Gothic: 𐍅𐌹𐍄𐌰𐌽; Greek: ξέρω, γνωρίζω; Ancient Greek: γιγνώσκειν, γιγνώσκω, γινώσκω, γνωρίζω, δάω, εἰδέναι, εἴδω, ἐξειδέναι, ἐξεπίστασθαι, ἐπίσταμαι, ἐπίστασθαι, κατειδέναι, οἶδα; Guaraní: kuaa; Gujarati: જાણવું; Haitian Creole: konnen; Hausa: sanī̀; Hawaiian: ʻike; Hebrew: ⁧יָדַע⁩; Hindi: जानना; Hungarian: tud; Icelandic: vita; Ido: savar; Ilocano: ammo; Indonesian: tahu; Irish: a fhios a bheith agat, is eol do, eolas a bheith ag; Istriot: savì; Italian: sapere; Japanese: 知る, 確信している, ご存知である, 存じ上げる; Javanese: weruh; Kabyle: ẓer; Karakhanid: ⁧بِلْماكْ⁩; Kazakh: білу; Khakas: пілерге; Khmer: ចេរ; Kikuyu: ũĩ; Kilivila: -nukwali-; Korean: 알다; Krio: sabi; Kurdish Central Kurdish: ⁧زانین⁩; Northern Kurdish: zanîn; Kyrgyz: билүү; Lao: ຮູ້, ຊາບ; Latin: scio; Latvian: zināt; Lingala: yeba; Lithuanian: žinoti; Lombard: savè; Low German: weten; Luxembourgish: wëssen; Lü: ᦣᦴᧉ; Macedonian: знае; Makasar: ito; Malay: tahu; Malayalam: അറിയുക; Maltese: għaf; Manchu: ᠰᠠᠮᠪᡳ; Marathi: जाणणे; Mbyá Guaraní: kuaa; Minangkabau: tahu; Mirandese: saber; Mongolian: мэдэх; Mpade: sɨn; Nahuatl: mati; Nanai: саори, отоли-; Nepali: चिन्नु; Norman: saver; North Frisian: waase, witj; Northern Kankanay: gekken; Northern Thai: ᩁᩪ᩶; Norwegian: vite; Occitan: saber, saupre; Odia: ଜାଣିବା; Old Church Slavonic Cyrillic: знати, вѣдѣти; Old East Slavic: знати, вѣдѣти; Old English: witan; Old French: savoir, saveir; Old Javanese: wruh; Old Saxon: witan; Old Turkic: ⁧𐰋𐰃𐰠⁩; Oromo: baruu; Ossetian: зонын; Ottoman Turkish: ⁧بیلمك⁩; Pashto: ⁧پوهېدل⁩, ⁧پيېدل⁩; Persian: ⁧دانستن⁩, ⁧دونستن⁩; Piedmontese: savej; Polish: wiedzieć; Portuguese: saber; Quechua: riqsiy; Ratahan: mataton; Romanian: ști; Romansch: savair, saveir, saver; Russian: знать, ведать; Saho: eerhege; Samogitian: žėnuotė; Sanskrit: जानाति; Sardinian: ischire, ischiri; Scottish Gaelic: bi fhios aig; Serbo-Croatian Cyrillic: знати; Roman: znati; Sherpa: ཤེའ; Sicilian: sapiri; Sindhi: ⁧ڄاڻڻ⁩; Sinhalese: දන්නවා; Slovak: vedieť; Slovene: vedeti; Somali: ogaasho; Sorbian Lower Sorbian: wěźeś; Upper Sorbian: wědźeć; Southern Altai: билер; Southern Kalinga: akammu; Spanish: saber; Sranan Tongo: sabi; Sundanese: uninga; Swahili: kujua; Swedish: veta; Tagalog: alam; Tajik: донистан; Tarantino: sapè; Tatar: белергә; Ternate: waro; Tetum: hatene; Thai: รู้, ทราบ; Tibetan: ཤེས, མཁྱེན; Tocharian B: kärs-; Tofa: билир, биир; Tok Pisin: save; Turkish: bilmek; Turkmen: bilmek; Tuvan: билир; Ugaritic: 𐎊𐎄𐎓; Ukrainian: знати, ві́дати; Urdu: ⁧جاننا⁩; Uyghur: ⁧بىلمەك⁩; Uzbek: bilmoq; Venetian: saver; Vietnamese: biết; Volapük: nolön; Welsh: medru, gwybod; West Frisian: wite, witte; Western Bukidnon Manobo: savut; Yakut: бил; Yiddish: ⁧וויסן⁩; Zazaki: zanıtene, zanen, zan, zanayen; Zealandic: wete; Zhuang: rox; Add translation; el; :; More; masc.masc..; fem.fem..; neuterneuter.; Script code:; Grek; (e.g. Cyrl for Cyrillic, Latn for Latin); ±be acquainted or familiar with; Select preferred languages; Albanian: njoh; Amharic: ማወቅ; Arabic: ⁧عَرَفَ⁩; Egyptian Arabic: ⁧عرف⁩; Hijazi Arabic: ⁧عِرِف⁩, ⁧دِري⁩; Armenian: իմանալ, ճանաչել, գիտենալ; Aromanian: cunoscu; Asturian: conocer, coñocer; Basque: ezagutu; Belarusian: знаць; Bulgarian: познавам, зная; Burmese: သိ; Buryat: таниха; Catalan: conèixer; Cebuano: katultol, kaila; Cherokee: ᎤᏅᏔ; Chinese Mandarin: 認識/认识; Min Nan: 捌; Cornish: aswonn; Czech: znát; Danish: kende; Dutch: kennen; Esperanto: koni; Estonian: tundma, teadma; Faroese: kenna; Finnish: tuntea; French: connaître, connaitre; Friulian: cognossi; Galician: coñecer; Georgian: ცნობა; German: kennen; Alemannic German: wüsse; Gothic: 𐌺𐌿𐌽𐌽𐌰𐌽; Greek: γνωρίζω; Ancient Greek: οἶδα; Guaraní: kuaa; Haitian Creole: konnen; Hebrew: ⁧הִכִּיר⁩; Higaonon: kilala; Hungarian: ismer; Icelandic: þekkja; Ido: konocar; Indonesian: kenal; Irish: aithin, aithne a bheith ag; Istriot: cugnussi; Italian: conoscere; Japanese: ...を知っている, ...に精通している; Kabyle: ẓer; Kalmyk: таньх; Kikuyu: ũĩ; Korean: ...와 친한 사이다, 알다; Kurdish Central Kurdish: ⁧ناسین⁩; Northern Kurdish: nasîn; Lakota: slolyÁ; Lao: ຮູ້ຈັກ; Latin: cognoscere, agnosco, regnosco, nosco, noscito; Latvian: pazīt; Livonian: tundõ; Lombard: cugnuss; Macedonian: знае; Malay: kenal; Malayalam: അറിയുക; Mbyá Guaraní: kuaa; Mirandese: coincer; Mòcheno: kennen; Mongolian: таних; Navajo: bił bééhózin; Ngazidja Comorian: udjua; Norman: connaître; Northern Norwegian: kjenne; Occitan: conéisser; Ojibwe: gikenim; Old Church Slavonic Cyrillic: знати; Old East Slavic: знати; Old English: cunnan; Old Saxon: kennian; Oromo: beekuu; Papiamentu: conoci; Persian: ⁧شناختن⁩; Piedmontese: conosse; Pipil: -ishmati, -ixmati; Polabian: znot; Polish: znać; Portuguese: conhecer; Romanian: cunoaște; Russian: знать; Scottish Gaelic: bi eòlach air; Serbo-Croatian Cyrillic: зна̏ти, познавати; Roman: znȁti, poznávati; Slovak: poznať; Slovene: znati; Sorbian Lower Sorbian: znaś; Upper Sorbian: znać; Spanish: conocer; Swedish: känna, känna till, veta om; Tagalog: kilala, makilala, kilalanin; Tarantino: canòsce; Thai: รู้จัก; Tocharian A: kñā-; Tok Pisin: save; Turkish: tanımak; Ukrainian: знати; Venetian: cognossare, cognósar, conoser, conosar, conóser, conósar, conosare, conossar, conossare; Vietnamese: làm quen; Volapük: sevön; Walloon: kinoxhe; Welsh: nabod, adnabod; West Frisian: kenne; Yiddish: ⁧קענען⁩; Yuki: nąnák; Yup'ik: nallunrituq; Zazaki: zanayen, sılasnen; Zealandic: kenne