σπείρω
English (LSJ)
Aeol. σπέρρω Sch.D.T.p.117 H., EM300.19: Ion. impf.
A σπείρεσκον Hdt.4.42: fut. σπερῶ E.El.79, Pl.Phdr. 276d; Aeol. σπέρσω Sch.E.Hec.202: aor. ἔσπειρα A.Th.754 (lyr.), Hdt.7.107, Pl. Ti.41c: pf. ἔσπαρκα Polyaen.2.1.1, etc.:—Med., aor. inf. σπείρασθαι A.R.3.1028; aor. 2 σπαρέσθαι dub. l. in Polyaen.8.26:—Pass., fut. σπᾰρήσομαι LXX Na.1.14, (δια-) D.S.17.69: aor. ἐσπάρην [ᾰ] S.OT1498, Th.2.27: pf. ἔσπαρμαι E.HF 1098, Ar.Ra. 1206, Pl.Lg.693a, etc.:—sow,
I sow seed, c. acc., (κέγχρους) Hes.Sc.399; σῖτον Hdt.4.17; στάχυν E.Cyc.121; of Cadmus, σ. γηγενῆ στάχυν Id.Ba.264 (so in Med., σπείρασθαι ὀδόντας A.R.3.1028): abs., sow, Hes.Op.391; opp. θερίζω, Ar.Av.710, etc.: metaph., θερ. καὶ σ. ταῖς γλώσσαις, of corrupt orators, ib. 1697 (lyr.); καρπὸν ὧν ἔσπειρε θερίζειν Pl.Phdr. 260d; αἰσχρῶς μὲν ἔσπειρας κακῶς δὲ ἐθέρισας Gorg.16: prov., εἰς πέτρας τε καὶ λίθους σπείρειν Pl.Lg.838e; σπείρω κατὰ πετρῶν, i.e. εἰς πέλαγος (cf. σπέρμα 1.1), Luc.Am. 20.
2 engender, beget offspring (cf. 11.2), S.Aj.1293, Tr.33, E.Ion49, etc.; οἱ σπείραντες the parents, IG3.1339, cf. 14.1794 (Rome); ἄθυτα παλλακῶν σπέρματα σ. Pl.Lg.841d:—Pass., spring or be born, ὅθενπερ αὐτὸς ἐσπάρη S.OT1498, cf. E.Ion554 (troch.), Pl.R. 460b; πρὸ τοῦ Ζήνωνα.. σπαρῆναι before Z. was begotten, Phld.Rh.2.110 S.
3 scatter like seed, strew, χρυσὸν καὶ ἄργυρον Hdt.7.107; σ. φλόγα Trag.Adesp.85; of liquids, scatter or sprinkle, ἐκ τευχέων σ. δρόσον E.Andr.167; spread abroad, extend, σ. ἀγλαΐαν νάς ῳ Pi.N.1.13; spread rumour, σ. ματαίαν βάξιν S.El.642; μὴ σπεῖρε πολλοῖς τὸν παρόντα δαίμονα do not speak of it indiscriminately, Id.Fr.653:—Pass., to be scattered or be dispersed, ἐσπαρμένος κατὰ.. πόλιν, of the ashes of Solon scattered over Salamis, Cratin.228; τόξα δ' ἔσπαρται πέδῳ E.HF1098; of persons, ἐσπάρησαν καθ' Ἑλλάδα Th.2.27; ἐσπαρμένοι εἰς ἁρπαγήν X.HG3.4.22; κατὰ χώραν ib.6.2.17; ἔσπαρται λόγος E.Fr.846 ap.Ar.Ra.1206.
II sow a field, νειόν Hes.Op.463; γῆν, τέμενος, πεδιάδα, Hdt.4.42, 9.116, 122; ἄρουραν A.Fr.158; ἡ σπειρομένη Αἴγυπτος the arable part of Egypt, Hdt.2.77; τυχεῖν μὲν ἤδη 'σπαρμένα Ar.Pax 1140; ἀροῦται καὶ σπείρεται τὸ Θηβαίων ἄστυ Din.1.24: prov., πόντον σπείρειν, of lost labour, Thgn.106, 107: metaph., καινοτάταις σ. διανοίαις Ar.V.1044; σ. εἰς ἀρετῆς ἔκφυσιν Pl.Lg.777e; τοὺς ἐν γράμμασι κήπους Id.Phdr. 276d.
2 of procreation, ματρὸς.. σ. ἄρουραν A.Th.754; σ. τέκνων ἄλοκα E.Ph.18; σ. λέχη Id.Ion64; ἣν ἔσπειρε, i.e. his wife, Lib.Or. 37.9; v. supr. 1.2.
German (Pape)
[Seite 919] = ἑλίσσω, nur bei Gramm., um σπεῖρα abzuleiten. fut. σπερῶ, aor. ἔσπειρα, perf. pass. ἔσπαρμαι, aor. pass. ἐσπάρην, – säen, Saamen ausstreuen, Hes. O. 393 Sc. 399; – übertr., von Menschen; μὴ πρὸς ἁγνὰν σπείρας ἄρουραν, Aesch. Spt. 736; μὴ σπεῖρε τέκνων ἄλοκα, Eur. Phoen. 18; – σῖτον, Her. 3, 100. 4, 17; Δήμητρος στάχυν, Eur. Cycl. 121; Bacch. 264; ὃν καρπὸν ἔσπειρε, Plat. Phaedr. 260 d; σπαρέντων ποτὲ ὀδόντων, Legg. II, 663 e; – auch besäen, νειόν, Hes. O. 465; πεδιάδα, Her. 9, 122; ὃς τὴν ἀρίστην Χεῤῥονησίαν πλάκα σπείρει, Eur. Hec. 9, vgl. Heracl. 840; und übertr., τινὰ καινοτάταις διανοίαις, Ar. Vesp. 1044; dah. sprichwörtlich von fruchtlosen Bemühungen πόντον σπείρειν, das Meer besäen, Theogn. 106; auch εἰς ὕδωρ u. ἐν ὕδατι σπείρειν. – Überh. zeugen, erzeugen; παῖδας, οὓς κεῖνός ποτε σπείρων μόνον προσεῖδε, Soph. Trach. 33; Ἀτρέα, ὃς αὖ σ' ἔσπειρε, Ai. 1272; ὅθεν περ αὐτὸς ἐσπάρη, O. R. 1498; βρότειον σπεῖραι γένος, Eur. Hipp. 618, ἵνα ὡς πλεῖστοι τῶν παίδων ἐκ τῶν τοιούτων σπείρωνται, Plat. Rep. V, 460 b. – Ausstreuen, verbreiten; μὴ σπείρῃ ματαίαν βάξιν εἰς πᾶσαν πόλιν, Soph. El. 632; ὡς ὁ πλεῖστος ἔσπαρται λόγος, Ar. Ran. 1204; τὸν χρυσὸν καὶ τὸν ἄργυρον ἐς τὸν Στρυμόνα, Her. 7, 107; – im pass., zerstreu't werden, sich zerstreuen; ἐσπάρησαν κατὰ τὴν ἄλλην Ἑλλάδα, Thuc. 2, 27; ἐς ἁρπαγήν, sich zerstreuen, Xen. Hell. 3, 4, 22; Folgde; auch von flüssigen Dingen, sprengen, spritzen; φλόγα, sprühen, Arist. poet. 13.
French (Bailly abrégé)
f. σπερῶ, ao. ἔσπειρα, pf. ἔσπαρκα;
Pass. ao. ἐσπάρην, pf. ἔσπαρμαι;
I. semer : σῖτον, καρπόν HDT du blé, des graines de fruit ; p. suite :
1 ensemencer : γῆν HDT une terre ; σπ. ἄρουραν ESCHL ensemencer le champ d'où naîtront les enfants;
2 engendrer, produire;
II. répandre comme de la semence, disséminer, éparpiller : χρυσόν HDT de l'or ; δρόσον EUR répandre de l'eau en aspergeant ; Pass. être répandu : κατὰ τὴν Ἑλλάδα THC à travers la Grèce ; εἰς ἁρπαγήν XÉN pour piller ; fig. répandre des paroles.
Étymologie: R. Σπαρ, répandre ; cf. lat. spargo.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σπείρω, imperf. iter. σπείρεσκον Hdt. 4.42.3; aor. ἔσπειρα; aor. pass. ἐσπάρην; perf. ἔσπαρκα, med. - pass. ἔσπαρμαι; fut. σπερῶ. met acc. v. h. inw. obj. zaaien:; σῖτον graan Hdt. 4.17.1; spreekw. abs..; εἰς πέτρας τε καὶ λίθους σ. zaaien op rotsen en stenen Plat. Lg. 838e; soms tegenover θερίζειν oogsten, zowel lett. als overdr..; εἰ ἡμεῖς ὑμῖν τὰ πνευματικὰ ἐσπείραμεν, μέγα εἰ ἡμεῖς ὑμῶν τὰ σαρκικὰ θερίσομεν; als wij geestelijke zaken onder u hebben gezaaid, is het dan te veel gevraagd dat we materiële zaken van u oogsten? NT 1 Cor. 9.11; uitstrooien, verspreiden:; τὸν χρυσὸν ἅπαντα καὶ τὸν ἄργυρον ἔσπειρε ἐς τὸν Στρυμόνα al het goud en zilver strooide hij uit in de Strymon Hdt. 7.107.2; overdr..; σ. ματαίαν βάξιν een loos gerucht verspreiden Soph. El. 642; pass. ook zich verspreiden:. ἐσπάρησαν κατὰ τὴν ἄλλην Ἑλλάδα (zij) verspreidden zich over de rest van Griekenland Thuc. 2.27.2; ἐσπαρμένοι εἰς ἁρπαγήν verspreid om te plunderen Xen. Hell. 3.4.22. uitbr. verwekken:. Ἀτρέα … ὃς αὖ σ’ ἔσπειρε Atreus, die jou op zijn beurt verwekt heeft Soph. Ai. 1293. met acc. v. h. uitw. obj. bezaaien:; τὴν γῆν het land Hdt. 4.42.3; pass..; ἡ σπειρομένη Αἴγυπτος het gedeelte van Egypte dat bezaaid wordt Hdt. 2.77.1; overdr.. σ. τοὺς ἐν γράμμασι κήπους de tuinen der letteren bezaaien Plat. Phaedr. 276d. overdr. bevruchten. ματρὸς σπείρας ἄρουραν na de akker van zijn moeder te hebben bezaaid (d.w.z. na haar zwanger te hebben gemaakt) Aeschl. Sept. 754.
Russian (Dvoretsky)
σπείρω: (fut. σπερῶ, aor. ἔσπειρα, ион. impf. iter. σπείρεσκον; pass.: aor. 2 ἐσπάρην с ᾰ, pf. ἔσπαρμαι)
1 сеять или сажать (στάχυν Eur.; σῖτον Her.): καρπόν, ὧν ἔσπειρε, θερίζειν погов. Plat. собирать плоды того, что сеял; σ. εἰς πέτρας τε καὶ λίθους Plat., тж. σ. κατὰ πέτρων погов. Luc. сеять на камне (о бесплодных усилиях);
2 засевать, обсеменять (ἄρουραν Hes.; γῆν Her.): ἡ σπειρομένη Αἴγυπτος Her. пригодная для земледелия часть Египта;
3 оплодотворять (τέκνων ἄλοκα Eur.);
4 производить на свет, (по)рождать (παῖδας Soph.);
5 рассеивать, разбрасывать, рассыпать (τὸν χρυσὸν ἀπὸ τοῦ τείχεος Her.; ἔγχη ἔσπαρται πέδῳ Eur.): ἐσπάρησαν κατὰ τὴν ἄλλην Ἑλλάδα Thuc. (часть эгинцев) рассеялась по остальной Греции;
6 наливать, поливать (δρόσον ἐκ τευχέων Eur.);
7 распространять (βάξιν ἐς πᾶσαν πόλιν Soph.): ὡς ὁ πλεῖστος ἔσπαρται λόγος Arph. согласно наиболее распространенной версии;
8 расточать: σ. ἄθυτα σπέρματα Plat. расточать неосвященное (законом) семя, т. е. приживать внебрачных детей.
English (Slater)
σπείρω sow met. σπεῖρέ νυν ἀγλαίαν τινὰ νάσῳ (Beck e Σ: ἔγειρέ νυν codd.) (N. 1.13)
English (Strong)
probably strengthened from σπάω (through the idea of extending); to scatter, i.e. sow (literally or figuratively): sow(- er), receive seed.
English (Thayer)
(imperfect 2nd person singular ἐσπειρες, Tr); 1st aorist ἔσπειρα; passive, present σπείρομαι; perfect passive participle ἐσπαρμενος; 2nd aorist ἐσπάρην; (derived from the quick, jerky, motion of the hand; cf. our spurn (of the foot); Curtius, § 389); from Hesiod down; the Sept. for זָרַע; to sow, scatter seed;
a. properly: absolutely, σπέρμα ζιζάνια, κόκκον (cf. Buttmann, § 131,5): L T Tr WH have ἐπέσπειρεν), 27,37,39; εἰς τάς ἀκάνθας, ἐν τῷ ἀγρῷ, ἐπί τῆς γῆς. ἐπί with an accusative of place, παρά τήν ὁδόν, τί, θερίζω, b.). in comparisons: σπρίειν εἰς τήν σάρκα, εἰς τό πνεῦμα (σάρξ and πνεῦμα are likened to fields to be sown), to do those things which satisfy the nature and promptings of the σάρξ or of the πνεῦμα, τόν λόγον, to scatter the seeds of instruction, i. e. to impart instruction, ὁ λόγος, ὁ ἐσπαρμενος ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν, the ideas and precepts that have been implanted like seed in their hearts, i. e. received in their hearts, Tr text WH εἰς αὐτούς into their hearts T L marginal reading ἐν αὐτοῖς); οὗτος ἐστιν ὁ παρά τήν ὁδόν σπαρείς, this one experiences the fate of the seed sown by the wayside, τό σῶμα, the body, which after death is committed like seed to the earth, καρπόν δικαιοσύνης, i. e. that seed which produces καρπόν δικαιοσύνης (see καρπός, 2b.), σπείρειν τίνι τί, to give, manifest, something to one, from whom we may subsequently receive something else akin to a harvest (θερίζομεν), διασπείρω, ἐπισπείρω.)
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και σπέρνω Ν, και αιολ. τ. σπέρρω Α
1. ρίχνω σπόρο στο έδαφος για να βλαστήσει (α. «τίποτε ξεχωριστό λουλούδι δε θα σπείρω», Παλαμ.
β. «ἔσπειρεν ἐπὶ τὴν γῆν τὴν αγαθήν», ΚΔ
γ. «σῑτον δὲ καὶ σπείρουσι καὶ σιτέονται», Ηρόδ.)
2. γονιμοποιώ, τεκνοποιώ (α. «ανάθεμα τον πατέρα που σ' έσπειρε» β. «τὸν σπείραντα δὲ οὐκ οἶδε Φοῖβον, οὐδὲ μητέρ' ἧς ἔφυ», Ευρ.)
3. διασκορπίζω, διασπείρω (α. «έσπειρε τα πράγματά του εδώ κι εκεί» β. «τὸν χρυσὸν ἅπαντα τὸν ἐκ τοῦ ἄστεος καὶ τὸν ἄργυρον ἔσπειρε ἀπὸ τοῦ τείχεος ἐς τὸν Στρυμόνα», Ηρόδ.)
4. διαδίδω (α. «έσπειρε ανατρεπτικές ιδέες» β. «μὴ σὺν φθόνῳ τε καὶ πολυγλώσσῳ βοῇ σπείρῃ ματαίαν βάξιν», Σοφ.)
5. φρ. «σπέρνω στη θάλασσα (ή στον άμμο)» και «πόντον σπείρω» — κοπιάζω άδικα, ματαιοπονώ
νεοελλ.
παροιμ. φρ. α) «όπως έσπειρες, θα θερίσεις» — ανάλογη με τις πράξεις σου θα είναι η ανταμοιβή σου
β) «σπέρνει ανέμους και θα θερίσει θύελλες» — οι επικίνδυνες ή απρόσεχτες ενέργειες έχουν πολύ κακά αποτελέσματα
γ) «σπέρνω ζιζάνια» — ενσπείρω διχόνοιες, βάζω φιτίλια
δ) «όπου δεν σέ σπέρνουν να μη φυτρώνεις» — να μην επεμβαίνεις σε ξένες υποθέσεις, να μην επεμβαίνεις εκεί όπου δεν έχεις καμιά αρμοδιότητα
ε) «γειά σου Γιάννη! κουκιά σπέρνω» — λέγεται για εκείνους που απαντούν άλλα αντ' άλλων, όπως το παθαίνουν συχνά οι βαρύκοοι
αρχ.
1. (το αρσ. πληθ. μτχ. αορ. ως ουσ.) οἱ σπείροντες
οι γονείς
2. (το θηλ. μτχ. παθ. ενεστ.) ἡ σπειρομένη
το καλλιεργήσιμο τμήμα μιας περιοχής
3. φρ. «αἰσχρώς μὲν ἔσπειρας κακῶς δ' ἐθέρισας» — τα αποτελέσματα τών κακών ενεργειών σου ήταν ανάλογα με τις προθέσεις σου, τιμωρήθηκες όπως σού άξιζε.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. σπείρω (< σπερ-jω) ανάγεται στην απαθή βαθμίδα της ΙΕ ρίζας (s)p(h)er- με αρχική σημ. «χύνω, διασκορπίζω» και στη συνέχεια «σπείρω» και συνδέεται με αρμ. sp'iŕ «σκορπισμένος», sp'ŕem «διασπείρω», καθώς και με τ. τών νεώτερων γλωσσών (πρβλ. αγγλ. spray, spread, γερμ. spritzen, spreizen). Η άποψη ότι η ρίζα αυτή συνδέεται με τη ρίζα του ρ. σπαίρω δεν θεωρείται πιθανή. Αξιοσημείωτο είναι, επίσης, ότι στην Ελληνική δεν χρησιμοποιήθηκε η ΙΕ ρίζα sē- (πρβλ. λατ. semen «σπέρμα», sero «σπείρω», γαλλ. semer, γερμ. saen κ.λπ.), η οποία είχε κυρίως τη σημ. «σπέρνω» και η οποία είχε ευρεία διάδοση στις υπόλοιπες ΙΕ γλώσσες. Τα παρ. του ρ. σπείρω εμφανίζουν τρεις μορφές θ.: σπερ-της απαθούς βαθμίδας (πρβλ. σπέρμα), σπορ-της ετεροιωμένης (πρβλ. σπόρ-ος, σπορ-ά, σπορ-άς) και σπαρ- της συνεσταλμένης (πρβλ. σπαρτός). Τέλος, ο νεοελλ. τ. σπέρνω προήλθε από τον αόρ. έσπειρα κατά το σχήμα έφθισα: φθίνω.
ΠΑΡ. σπαρτός, σπέρμα, σπορά, σπόρος
αρχ.
σπαρνός, σποράς, σπορευτός, σπορητός
αρχ.-μσν.
σπορεύς
νεοελλ.
σπάρμα, σπάρσιμο.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αποσπείρω / αποσπέρνω, διασπείρω, εγκατασπείρω, ενσπείρω, επανασπείρω
αρχ.
ενδιασπείρω, επισπείρω, κατασπείρω, παρασπείρω, περισπείρω, προδιασπείρω, προκατασπείρω, προϋποσπείρω, συγκατασπείρω, υποσπείρω].
Greek Monotonic
σπείρω: Ιων. παρατ. σπείρεσκον, μέλ. σπερῶ, αόρ. αʹ ἔσπειρα, παρακ. ἔσπαρκα — Παθ., αόρ. βʹ ἐσπάρην [ᾰ], παρακ. ἔσπαρμαι· σπέρνω·
I. 1. σπέρνω σπόρο, σε Ησίοδ., Αττ.
2. σπέρνω παιδιά, γεννώ, τα φέρνω στη ζωή, σε Σοφ. — Παθ., γεννιέμαι, στον ίδ., σε Ευρ.
3. διασκορπίζω όπως τον σπόρο, διασπείρω, σκορπίζω, διαδίδω, εξαπλώνω· χρυσὸν καὶ ἄργυρον, σε Ηρόδ.· δρόσον, σε Ευρ.· εξαπλώνω, επεκτείνω, όπως το spargere vocesτου Βιργ., σε Σοφ. — Παθ., διασκορπίζομαι, διασπείρομαι, σε Ευρ., Θουκ.
II. 1. σπέρνω έναν αγρό, σε Ησίοδ., Ηρόδ. κ.λπ.· Παθ., ἡ σπειρομένη Αἴγυπτος, το αρόσιμο τμήμα της Αιγύπτου, σε Ηρόδ.
2. παροιμ., πόντον σπείρειν, λέγεται για τη ματαιοπονία, σε Θέογν.
Greek (Liddell-Scott)
σπείρω: Αἰολ. σπέρρω˙ Α. Β. 663, Ἐτυμολ. Μέγ. 300. 19˙ Ἰων. παρατ. σπείρεσκον Ἡρόδ. 4. 42˙ μέλλ. σπερῶ Εὐρ. Ἠλ. 79, Πλάτ.˙ Αἰλ. σπέρσω Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἑκ. 202˙ - ἀόρ. ἔσπειρα Εὐρ., Πλάτ.˙ - πρκμ. ἔσπαρκα Πολύαιν. 2. 1, 1, κτλ. - Μέσ., ἀόρ. σπείρασθαι Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1028˙ ἀόρ. β΄ σπαρέσθαι ἢ σπερέσθαι Πολύαιν. 8. 26. - Παθ., μέλλ. σπᾰρήσομαι Ἑβδ., (δια-) Διόδ. 17. 69˙ ἀόρ. ἐσπάρην [ᾰ] Σοφ. Ο. Τ. 1498, Θουκ. 2. 27˙ (οἱ τύποι σπαρθήσομαι, ἐσπάρθην διορθοῦνται ἤδη ἐν Ζαχ. 14. 2, Ξεν. Ἀνάβ. 4. 8, 17)˙ - πρκμ. ἔσπαρμαι Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1098, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1206, Πλάτ., κλπ. (Ἐκ τῆς √ΣΠΑΡ ἢ ΣΠΕΡ˙ πρβλ. σπαρῆναι, ἔσπαρμαι, σπαρτός, σπέρμα). «Σπέρνω»: Ι. σπείρω σπόρον, ῥίπτω σπόρον, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 389, Ἀριστοφ. Ὄρν. 710, κτλ.˙ μετ’ αἰτιατ., κέγχρος Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 399˙ σῖτον Ἡρόδ. 4. 17˙ στάχυν Εὐρ. Κύκλ. 121˙ πρβλ. Κάδμος, σπ. γηγενῆ στάχυν ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 204˙ καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, σπείρασθαι ὀδόντας Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1028˙ - ἀπολ., ἀντίθετον τῷ θερίζω, Ἀριστοφ. Ὄρν. 710, κτλ.˙ - μεταφορ., θερ. καὶ σπ. ταῖς γλώσσαις, ἐπὶ τῶν δῶρα δεχόμενων ῥητόρων, αὐτόθι 1697˙ καρπὸν ὧν ἔσπειρε θερίζειν Πλάτ. Φαῖδρ. 260D· αἰσχρῶς μὲν ἔσπειρας κακῶς δὲ ἐθέρισας Ἀριστ. Ρητορ. 3. 3, 4˙ - παροιμ., σπ. ἐς πέτρας τε καὶ λίθους Πλάτ. Νόμ. 838Ε˙ σπ. κατὰ πετρῶν, κατὰ θάλασσαν, κτλ., Λουκ. Ἔρωτ. 20, κτλ. 2) σπείρω τέκνα, Σοφ. Αἴ. 1293, Τρ. 33, κτλ.˙ οἱ σπείραντες, οἱ γονεῖς, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 145. 5, πρβλ. 713. 3˙ σπ. ἄθυτα, παλλακῶν σπέρματα Πλάτ. Νόμ. 841D. - Παθ., φύομαι ἢ γεννῶμαι, ὅθενπερ αὐτὸς ἐσπάρη Σοφ. Ο. Τ. 1498, πρβλ. Εὐρ. Ἴωνα 554, Πλάτ. Πολ. 460Β˙ ἴδε κατωτ. ΙΙ. 2. 3) διασκορπίζω ὡς σπόρον, διασπείρω, σκορπίζω, χρυσὸν καὶ ἄργυρον Ἡρόδ. 7. 107˙ σπ. φλόγα Τραγικ. παρ’ Ἀριστ. ἐν Ποιητ. 21, 14˙ ἐπὶ ὑγρῶν, διασκορπίζω, ῥαντίζω, περιρραίνω, ἐκ τευχέων σπ. δρόσον Εὐρ. Ἀνδρ. 167˙ - ἐξαπλώνω ἔξω, ἐκτείνω, σπ. ἀγλαΐαν νόσῳ Πινδ. Ν. 1. 16˙ ἐπὶ φήμης, σπ. ματαίαν βάξιν, ὡς ὁ Οὐεργίλ. spargere voces, Σοφ. Ἠλ. 642˙ μὴ σπεῖρε πολλοῖς τὸν παρόντα δαίμονα, μὴ ὁμίλει μετ’ ἀδιακρισίας περί ..., ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 585. - Παθ., διασκορπίζομαι, ἐσπαρμένος ... κατὰ πόλιν, περὶ τῆς τέφρας τοῦ Σόλωνος τῆς διασκορπισθείσης ἀνὰ τὴν Σαλαμῖνα, Κρατῖν. ἐν «Χειρ.» 5˙ ἔγχη τόξα τ’ ἔσπαρται πέδῳ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1098˙ ἐπὶ προσώπων, ἐσπάρησαν καθ’ Ἑλλάδα Θουκ. 2. 27˙ ἐσπαρμένοι εἰς ἁρπαγὴν Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 22˙ κατὰ χώραν αὐτόθι 6. 2, 17˙ ὡσαύτως, ἔσπαρται λόγος Ἀριστοφ. Βάτρ. 1206. ΙΙ. σπείρω ἀγρόν τινα, νειὸν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 461˙ γῆν, πεδιάδα, τέμενος Ἡρόδ. 4. 42., 9. 116, 122˙ ἄρουραν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 155˙ ἡ σπειρομένη Αἴγυπτος, τὸ ἀρόσιμον μέρος τῆς Αἰγύπτου, Ἡρόδ. 2. 77˙ τυχεῖν μὲν ἤδη ‘σπαρμένα Ἀριστοφ. Εἰρ. 1140˙ ἀροῦται καὶ σπείρεται τὸ Θηβαίων ἄστυ Δείναρχ. 93. 14˙ - παροιμ., πόντον σπείρειν, ἐπὶ ματαίου κόπου, Θέογν. 106, 107˙ - μεταφορ., σπ. κοινοτάταις διανοίαις Ἀριστοφ. Σφ. 1044˙ σπ. εἰς ἀρετῆς ἔκφυσιν Πλάτ. Νόμ. 777Ε. 2) ἐπὶ τοῦ ἀνδρός, ματρὸς ... σπ. ἄρουραν Αἰσχύλ. Θήβ. 754˙ σπ. τέκνων ἄλοκα Εὐρ. Φοίν. 18˙ σπ. λέχη ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 64˙ ἴδε ἀνωτ. Ι. 2.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: to sow, to seed, also (esp. w. prefix) to spread, to scatter, to distribute.
Other forms: Aor. σπεῖραι, fut. σπερῶ, aor. pass. σπαρ-ῆναι, fut. -ήσομαι, perf. midd. ἔσπαρμαι (IA), act. ἔσπαρκα (late.).
Dialectal forms: Myc. pemo, pema.
Compounds: often w. prefix, e.g. δια-, κατα-.
Derivatives: A. With full grade: 1. σπέρμα n. seed, sowing, stem, sprout (ε 490); as 1. member also with transition in the o-stems, e.g. σπερμο-λόγος "picking up corn", rook (Ar., Arist. etc.; Schmid Phil. 95, 82), chatterbox (D. etc., MLat. spermologus; Silvestre Arch. Lat. Med. Aevi 30, 155 ff.). From it σπερ-μάτιον n. dimin. (Thphr. a. o.), -ματίας (σικυός) m. seed bearer (Cratin.), -ματίτης, -ματῖτις bearing, bringing forth seed (late; Redard 102), -ματικός to hold, to bring forth seed (Arist. etc.), -ματώδης seed-like (late); -μαίνω to sow, to bring forth (Hes., Call., Plu. a. o.), -ματίζω to sow, to bear seed, -ματίζομαι to be sown, pregnant with -ματισμός m. (LXX, Thphr.), -ματόομαι to come to seed (Thphr.) with -μάτωσις (Phan. Hist.). -- 2. σπέραδος n. = σπέρμα (Nic.; like χέραδος). -- B. With o-ablaut: 1. σπόρος m. seed, sowing (Att.) with -ιμος fit for sowing, τὰ -α sowing fields (X.. Thphr., LXX a. o.; Arbenz 46 a. 48). 2. σπορά f. sowing, seed, procreation, descent (Trag., Pl., Thphr. a. o.) with -αῖος sown (Babr.); often to the prefixcompp., e.g. διασπορά f. dispersal, exile (LXX, Ph., Plu. a. o.). 3. From σπόρος or σπορά: ὁμό-σπορος of the same seed, kindred (poet. h. Cer.); σπορ-εύς (κατα-. δια-) m. sower, begetter (X., pap. a.o.; Bosshardt 53). 4. σπορητός m. sowing, seed (A., X., Thphr.; after ἀλοητός, ἄμητος a. o.; not with Bosshardt l. c. from *σπορέω). 5. σποράς, -άδος dispersed (IA.), αἱ Σποράδες group of islands, with -άδην dispersed (Att. etc.), -αδικός id. (Arist.), -άσαι aor. to disperse (inscr.). 6. ἐπισπορ-ίη f. after-seed, second seed (Hes.; ἐπίσπορος A.), περισπόρ-ια n. pl. suburbs (LXX). -- C. With zero grade: 1. σπαρ-τός sown (A. a. o.); οἱ Σπαρτοί m.. pl. "the sown ones", of the dragonseed of Kadmos (Pi. a.o.); 2. σπαρνός (s. v.).
Origin: IE [Indo-European] [993] *sper- strew, sow, sprinkle
Etymology: As agricultural term for sowing σπείρω belongs exclusively to Greek. In the west, including Balto-Slavic, appear for it representatives of sē-: sh₁- (Lat. sēmen etc.); s. Ernout-Meillet and W.-Hofmann s. 1. serō (cf. also above on ἵημι). Also in the supposedly older meaning strew the other languages provide nothing, that can be identified with σπείρω. Nearest cognate Armenian has in sp'iṙ strews with sp`rem spread out and in p`arat spread out, separated with p`aratem spread out, remove words which, not to speak of the "rolling" r and the vowel (IE ē or i) in sp`iṙ, in anlaut (IE (s)ph-?) differ from σπείρω. Arm. sparnam threaten (Meillet BSL 31, 52) differs semantically strongly. The last word leads to the s. σπαίρω adduced Skt. sphuráti, Lat. spernō etc. Thus we retain two IE groups sp(h)er- with the general meaning strew, sprinkle, spatter resp. draw out, kick with the foot, sprawl, (Gm.) hurry, which, cannot well be distinguished and as popular-expressive expressions may have formed the starting point for σπείρω". Cf. the lit. on σπαίρω. -- Hitt. išpar-iya-zi (beside išpar-i) he folds out, stretches out, wit σπείρω formally comparable, gives some doubts (Benveniste BSL 33, 139).
Middle Liddell
to sow:
I. to sow seed, Hes., Attic
2. to sow children, to engender, beget them, Soph.:—Pass. to be born, Soph., Eur.
3. to scatter like seed, strew, throw about, χρυσὸν καὶ ἄργυρον Hdt.; δρόσον Eur.:—to spread abroad, as Virgil spargere voces, Soph.:—Pass. to be scattered, dispersed, Eur., Thuc.
II. to sow a field, Hes., Hdt., etc.: Pass., ἡ σπειρομένη Αἴγυπτος the arable part of Egypt, Hdt.
2. proverb., πόντον σπείρειν, of lost labour, Theogn.
Frisk Etymology German
σπείρω: {speírō}
Forms: Aor. σπεῖραι, Fut. σπερῶ, Aor. Pass. σπαρῆναι, Fut. -ήσομαι, Perf. Med. ἔσπαρμαι (ion. att.), Akt. ἔσπαρκα (sp.),
Grammar: v.
Meaning: säen, besäen, auch (bes. m. Präfix) ausstreuen, aussprengen, verbreiten.
Composita: oft m. Präfix, z.B. δια-, κατα-,
Derivative: Viele Ableitungen. A. Mit Hochstufe: 1. σπέρμα n. Same, Saat, Stamm, Sproß (seit ε 490; myk. pe-mo, pe-ma?); als Vorderglied auch mit Übergang in die o-Stämme, z.B. σπερμολόγος "Samenkörner auflesend", Saatkrähe (Ar., Arist. usw.; Schmid Phil. 95, 82), Schwätzer (D. usw., mlat. spermologus; Silvestre Arch. Lat. Med. Aevi 30, 155 ff.). Davon σπερμάτιον n. Demin. (Thphr. u. a.), -ματίας (σικυός) m. Samenträger (Kratin.), -ματίτης, -ματῖτις ‘samentragend, -erzeugend' (sp.; Redard 102), -ματικός Samen enthaltend, erzeugend (Arist. usw.), -ματώδης samenartig (sp.); -μαίνω besäen, erzeugen (Hes., Kall., Plu. u. a.), -ματίζω säen, Samen tragen, -ματίζομαι besät, schwanger werden mit -ματισμός m. (LXX, Thphr.), -ματόομαι in Samen schießen (Thphr.) mit -μάτωσις (Phan. Hist.). — 2. σπέραδος n. = σπέρμα (Nik.; wie χέραδος). — B. Mit o-Abtönung: 1. σπόρος m. Saat, Same (att.) mit -ιμος zum Besäen geeignet, τὰ -α Saatfelder (X.. Thphr., LXX u. a.; Arbenz 46 u. 48). 2. σπορά f. das Säen, Saat, Zeugung, Abstammung (Trag., Pl., Thphr. u. a.) mit -αῖος besät (Babr.); oft zu den Präfixkompp., z.B. διασπορά f. Zerstreuung, Exil (LXX, Ph., Plu. u. a.). 3. Von σπόρος od. σπορά: ὁμόσπορος aus derselben Saat, blutsverwandt (poet. seit h. Cer.); σπορεύς (κατα-. δια-) m. Säer, Erzeuger (X., Pap. u.a.; Bosshardt 53). 4. σπορητός m. das Säen, Saat (A., X., Thphr.; nach ἀλοητός, ἄμητος u. a.; nicht mit Bosshardt a. O. von *σπορέω). 5. σποράς, άδος zerstreut (ion. att.), αἱ Σποράδες Inselgruppe, mit -άδην zerstreut (att. usw.), -αδικός ib. (Arist.), -άσαι Aor. zerstreuen (Inschr.). 6. ἐπισπορίη f. Nachsaat, zweite Saat (Hes.; ἐπίσποροσ A.), περισπόρια n. pl. Vororte (LXX). — C. Mit Schwundstufe: 1. σπαρτός gesät (A. u. a.); οἱ Σπαρτοί m.. pl. "die Gesäten", von der Drachensaat des Kadmos (Pi. u.a.); 2. σπαρνός (s. bes.).
Etymology: Als landwirtschaftlicher Ausdruck des Säens gehört σπείρω ausschließlich dem Griechischen an. Im Westen, einschließlich des Balto-Slavischen, erscheinen dafür Vertreter von sē-: sə-(lat. sēmen usw.); s. Ernout-Meillet und W.-Hofmann s. 1. serō (vgl. auch oben zu ἵημι). Auch in der vermutlich älteren Bed. streuen bieten die übrigen Sprachen nichts, was mit σπείρω direkt gleichzusetzen wäre. Das nächstverwandte Armenische hat in sp’iṙ zerstreut, verstreut mit sp‘ṙem zerstreuen und in p‘arat zerstreut, gesondert mit p‘aratem zerstreuen, entfernen Wörter, die vom "rollenden" ṙ und dem Vokal (idg. ē oder i) in sp‘iṙ zu schweigen, im Anlaut (idg. (s)ph-?) von σπείρω abweichen. Arm. spaṙnam bedrohen (Meillet BSL 31, 52) weicht semantisch erheblich ab. Letzteres leitet zu den s. σπαίρω angeführten aind. sphuráti, lat. spernō usw. über. So bleibt man bei zwei idg. Sippen sp(h)er- der allg. Bed. streuen, sprengen, spritzen bzw. zucken, mit dem Fuße ausschlagen, zappeln, schnellen stehen, die, obwohl jede für sich gewisse Besonderheiten aufweisend, sich nicht rein scheiden lassen und als volkstümlichexpressive Ausdrücke den Ausgangspunkt für das in die Hochsprache emporsteigende σπείρω haben bilden können. Vgl. die Lit. zu σπαίρω. — Heth. išpar-iya-zi (neben išpar-i) er breitet hin, streckt hin, mit σπείρω formal vergleichbar, erregt wegen der Bed. gewisse Bedenken (Benveniste BSL 33, 139).
Page 2,762-763
Chinese
原文音譯:spe⋯rw 士胚羅
詞類次數:動詞(53)
原文字根:播種 相當於: (זָרַע)
字義溯源:撒種,撒,種,撒播*,散布,傳播,栽種,種上,所撒的,撒種之人,撒在⋯當中;或源自(σπάω)=抽出*,拉緊)。這字五十餘次的使用中,一半是說到撒種的比喻,所撒的種子乃是神的話( 可4:14)。其他的使用多重在隱喻方面,如( 約4:36,37)將撒種和收割連在一起;( 林前15:42,43,44)將撒種與復活連在一起
同源字:1) (διασπείρω)到處散播 2) (διασπορά)散布 3) (ἐπισπάομαι)在撒種 4) (ἐπισπείρω / σπείρω)撒種 5) (σπέρμα)播下的種子 6) (σπερμολόγος)喫種子的鳥 7) (σπορά)撒的種子 8) (σπόριμος)撒過種的田地 9) (σπόρος)撒播種子
出現次數:總共(52);太(17);可(12);路(6);約(2);林前(8);林後(3);加(3);雅(1)
譯字彙編:
1) 撒(15) 太13:4; 太13:19; 太13:19; 太13:20; 太13:22; 太13:23; 太13:24; 太13:39; 可4:4; 可4:15; 可4:15; 可4:18; 可4:20; 路8:5; 路8:5;
2) 撒種的(10) 太13:3; 太13:18; 可4:3; 約4:36; 約4:37; 林後9:6; 林後9:6; 林後9:10; 加6:8; 加6:8;
3) 種(5) 太6:26; 太13:31; 可4:31; 路19:21; 路19:22;
4) 所種的(4) 林前15:42; 林前15:43; 林前15:43; 林前15:44;
5) 種的(3) 太25:24; 林前15:36; 加6:7;
6) 撒種(2) 太13:3; 可4:3;
7) 撒⋯的(1) 太13:37;
8) 我⋯種的(1) 太25:26;
9) 你們⋯種的(1) 林前15:37;
10) 你⋯撒(1) 太13:27;
11) 撒在⋯當中(1) 林前9:11;
12) 牠們⋯種(1) 路12:24;
13) 一個撒種的(1) 路8:5;
14) 所撒的(1) 可4:14;
15) 撒種之人(1) 可4:14;
16) 被撒(1) 可4:16;
17) 種上(1) 可4:32;
18) 你們種的(1) 林前15:37;
19) 所栽種的(1) 雅3:18
Mantoulidis Etymological
(=σπέρνω). Σχετίζεται μέ τό σπαίρω = ἀσπαίρω (=τινάζομαι). Θέματα:
1 σπερ+j+ω = σπέρρω → σπέρω → σπείρω.
2 σπαρ μέ μετάπτωση καί
3 σπορ.
Παράγωγα: σπαρτός (=σπαρμένος), ἄσπαρτος, σπαρτέον, σπέρμα, σπερμαίνω (=γονιμοποιῶ), σπερματίζω, σπερματικός, σπερμάτιον, σπερματισμός, σπερματώδης, σπορά, σποράδην, σποραδικός, σποράς -άδος (=διασκορπισμένος), σπορεύς, σπορευτής, σπορευτός, σπορητός (=σπαρμένο σιτάρι), σπόριμος, σπόρος καί τό σύνθ. σπερμολόγος.
Lexicon Thucydideum
Translations
Albanian: mbjell; Arabic: زَرَعَ, بَذَرَ; Egyptian Arabic: زرع; Armenian: ցանել; Aromanian: seamin; Asturian: semar, sementar; Azerbaijani: səpmək, əkmək; Bashkir: сәсеү; Belarusian: сеяць; Breton: hadañ; Bulgarian: сея; Catalan: sembrar; Chinese Mandarin: 播種, 播种; Czech: sít; Dutch: zaaien; Esperanto: semi; Estonian: külvama; Finnish: kylvää; French: semer; Friulian: semenâ; Galician: sementar; Georgian: თესვა; German: säen; Gothic: 𐍃𐌰𐌹𐌰𐌽; Greek: σπέρνω; Ancient Greek: σπείρω; Hebrew: זָרַע; Hungarian: vet; Ido: semar; Ilocano: takong; Indonesian: tabur; Irish: síol a chur, síolaigh; Italian: seminare; Japanese: 種をまく; Korean: 심다, 뿌리다; Lao: ຫວ່ານ; Latgalian: sēt, pasēt; Latin: sero, consero; Latvian: sēt; Lithuanian: sėti; Livonian: killõ; Luxembourgish: séien; Macedonian: сее; Maguindanao: pamula; Malay: semai; Maori: rui; Norman: s'maïr, s'mer, s'menchi; Norwegian: så; Occitan: semenar; Old Church Slavonic: сѣти; Old English: sāwan; Oromo: facaasuu; Polish: siać; Portuguese: semear; Quechua: tarpuy; Romanian: semăna; Romansch: semnar, samnar, samner; Russian: сеять; Sardinian: semenai, semenare, seminai; Scots: sawe; Scottish Gaelic: sìol; Serbo-Croatian Cyrillic: се̏јати; Roman: sȅjati; Shan: ဝၢၼ်ႇ; Sicilian: chiantimari, siminari; Slovak: siať; Slovene: sejati; Sorbian Lower Sorbian: seś; Spanish: sembrar; Swedish: så; Telugu: విత్తు; Thai: หว่าน; Tocharian B: kät-; Turkish: ekmek; Ukrainian: сі́яти; Vietnamese: gieo; Welsh: hadu; West Frisian: siedzje; Yakut: ыс; Yiddish: זייען; Zazaki: karen; Zhuang: vanq