ἰσχυρός
ὅσα μὲν τῆς ἰδίας τρυφῆς εἵνεκα Μειδίας καὶ περιουσίας κτᾶται → all the wealth that Meidias retains for private luxury and superfluous display
English (LSJ)
ἰσχυρά, ἰσχυρόν, (ἰσχύς)
A strong, especially of personal strength, S.Ph.945, E.Fr.290, etc.; of things, ἰ. βέλος Alc.15.4; ῥεύματα Hdt.8.12; ἰ. χθών hard, A.Pers.310; of food, indigestible, Hp.Art.50; of taste, strong, Thphr. HP 7.6.1; of armies, ἰσχυροτέρα φάλαγξ X.Cyr.7.1.30; of places, Th.4.9, X.An.4.6.11, etc.; τῆς χώρης τὸ ἰσχυρότατον Hdt.1.76; τὸ ἑαυτοῦ ἰ., opp. τὰ τοῖς πολεμίοις ἰ., X.Eq.Mag.8.24; τὰ ἰσχυρότατα your strongest points, Th.5.111; τὰ τῆς πόλεως ἰ. that in which the strength of the state lies, Aeschin.3.66; ὁρῶντες οὐδὲν ἰ. ἀπὸ τῶν Λεσβίων no show of strength, Th.3.6; ἰ. τι πρὸς τὸ πρᾶγμ' ἔχειν a strong point, Men.Epit.130; ἰσχυρότατον τεκμήριον SIG685.84 (Crete, ii B.C.).
2 powerful, ἄλοχος Διός A.Supp.302; πόλις E.Supp.447; θεός Ar.Pl.946; ἰ. τὸ πολλόν Hdt.1.136; οἱ ἰ. ἐν ταῖς πόλεσιν X.Ath. 1.14: Comp. ἰσχυρότερος, ἐς πειθώ Democr.51; ὁ ὀπίσω μου ἐρχόμενος ἰσχυρότερός μου ἐστίν Ev.Matt.3.11.
3 forcible, violent, severe, σιτοδείη, ψύχη, Hdt.1.94,4.29; λιμός Ev.Luc.15.14; ἀναγκαίη Hdt.1.74; αἱ λίαν ἰ. τιμωρίαι violent, excessive, Id.4.205; ὅρκος ἰσχυρότατος, ἀνάγκαι ἰσχυρόταται, Antipho 5.11, 6.25; νόσημα Hp.Acut.(Sp.) 4; βήξ Th.2.49; γέλως, ἐπιθυμίαι, etc., Pl.R. 388e, 560b, etc.; νόμος ἰ. severe, Hdt.7.102, Lys.15.9; ἔχθρα Pl.Phdr.233c; γνώμη ἰσχυροτέρη more positive, Hdt.9.41; τρόπῳ ᾧ ἂν δύνωνται ἰσχυροτάτῳ Foed. ap. Th.5.23; κατὰ τὸ ἰσχυρόν by main force, opp. δόλῳ, Hdt.4.201, cf.9.2.
4 of literary style, vigorous, D.H.Comp.22; also of syllables, strong, ib.16; στάσεις λαμβάνειν ἰ. ib.22.
II Adv. ἰσχυρῶς = strongly, with all force, ἐγκεῖσθαι Th.1.69, etc.; φυλάττειν τινάς X.An.6.3.11.
2 very much, exceedingly, with Adjs., Hdt.4.108; ἔθνος μέγα ἰσχυρῶς ib.183; διώρυγες ἰσχυρῶς βαθεῖαι X.An.[1.7.15], etc.; ἰσχυρῶς χλωρόν Hp.Prog.11; κίνησις νωθὴς ἰσχυρῶς Arist.HA503b9; ἰ. φιλοπλάτων Phld.Ind Sto.61: with Verbs, ἰσχυρῶς ἥδεσθαι, ἰσχυρῶς ἀνιᾶσθαι, X.Cyr.8.3.44; ἀπήγγειλεν ὅτι πάντα δοκοίη ἰσχυρῶς τῷ εὐνούχῳ ib.5.3.15: Comp. ἰσχυροτέρως Heraclit.114, Hdt.3.129; ἰσχυρότερον X.Cyr.4.5.12, etc.: Sup., in answers, ἰσχυρότατά γε most certainly, Id.Oec.1.15.
German (Pape)
[Seite 1273] (ἰσχύς), stark, kräftig, mächtig; ἰσχυρὰ Διὸς ἄλοχος Aesch. Suppl. 298, vgl. Pers. 302; ἀνήρ Soph. Phil. 933; πόλις Eur. Suppl. 447; Ar. Ach. 566; νόμος Her. 7, 102; gewaltig, heftig, groß, σιτοδηΐη 1, 22, ἀναγκαία 74, τιμωρίαι 4, 205, ῥεύματα 8, 12; τὸ ἰσχυρόν, die Stärke, 1, 76. 136; κατὰ τὸ ἰσχυρόν, mit Waffengewalt, 9, 2; μάχη Plat. Charm. 153 b, der ἰσχυρότατοι den ἀσθενέστατοι gegenübersetzt, Rep. IV, 432 a (wie Xen. Cyr. 7, 5, 65); ἰσχυρὸν καὶ δειλόν Phaedr. 273 b; ἰσχ. γέλως Rep. III, 388 e; φιλία Phaedr. 233 c; ἐπιθυμίαι Rep. VIII, 560 b; διαβολή VI, 489 d; ἵμερος Legg. IX, 870 a; χειμών Xen. An. 5, 8, 14; χωρία, durch Natur od. Kunst feste Plätze, Xen. An. 4, 6, 11. 5, 2, 7; πρὸς τοῖς ἰσχυροῖς Hell. 4, 6, 9; ἰσχυρὰν Εὔβοιαν ἐφ' ὑμᾶς ἔργῳ παρασκευάζων Aesch. 3, 89; χθών, hart, Aesch. Pers. 310. – Adv. sehr, gewaltig; ἔθνος μέγα ἰσχυρῶς Her. 4, 183; διώρυχες βαθεῖαι ἰσχ. Xen. An. 1, 7, 15; ἥδεσθαι Cyr. 8, 3, 44; ὀργίζεσθαι An. 1, 5, 11; φυλάττειν 6, 1, 11; ἐπιτίθεσθαι 4, 1, 16; κολάζειν 2, 6, 9. Bei Folgdnn oft.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
1 fort, robuste, vigoureux ; τὸ ἰσχυρόν THC force, vigueur ; en parl. de choses ἰσχυρὸν ῥεῦμα HDT courant fort;
2 ferme, résistant ; τὰ ἰσχυρά XÉN lieu ou place dans une forte situation ; fig. τὰ τῆς πόλεως ἰσχυρά ESCHN ce qui fait la force de la cité ; χθὼν ἰσχυρά ESCHL sol dur;
3 puissant : οἱ ἰσχυροὶ ἐν ταῖς πόλεσιν XÉN ceux qui sont puissants dans les cités ; γνώμη ἰσχυροτέρη HDT avis décisif;
4 violent, excessif : ψῦχος HDT froid intense ; βήξ THC toux violente ; νόμος HDT loi rigide ; τιμωρίαι HDT vengeances excessives ; γέλως PLAT, ἐπιθυμίαι PLAT rire, désirs sans mesure ; κατὰ τὸ ἰσχυρόν HDT de force;
Cp. ἰσχυρότερος, Sp. ἰσχυρότατος.
Étymologie: ἴσχω.
Russian (Dvoretsky)
ἰσχῡρός:
1 могущественный, грозный (Διὸς ἄλοχος, т. е. Ἣρα Aesch.; ἐν πολέμῳ NT);
2 могущественный, сильный (πόλις Eur.): οἱ ἰσχυροί Xen. власть имущие, господствующие слои;
3 могучий (ἀνήρ Soph.); сильный, мощный (φάλαγξ Xen.; ὗς ἄγριος Arst.);
4 сильный, укрепленный, неприступный (χωρία Xen.);
5 твердый (χθών Aesch.);
6 твердый, незыблемый (νόμος Her.);
7 прочный, крепкий (φιλία Plat.);
8 прочный, надежный (ἀναγκαίη, σύμβασις Her.);
9 решительный, резкий (γνώμη Her.);
10 бурный, стремительный (ῥεύματα Her.);
11 сильный, мучительный (βήξ Thuc.);
12 сильный, страшный (σιτοδηΐη Her.; λιμός NT);
13 сильный, неумеренный (γέλως Plat.);
14 сильный, неукротимый, неодолимый (ἵμερος, ἐπιθυμίαι Plat.);
15 враждебный, злобный (διαβολή Plat.);
16 жаркий, горячий (μάχη Plat.);
17 страстный, пламенный (ἔχθρα Plat.);
18 жестокий, свирепый (τιμωρίαι Her.);
19 суровый, очень холодный (χειμών Xen.);
20 сильный, жестокий (ψῦχος Her.);
21 суровый, резкий, строгий (ἐπιστολαί NT). - см. тж. ἰσχυρά и ἰσχυρόν.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσχυρός: -ά, -όν, (ἰσχὺς) δυνατός, ῥωμαλέος, ἐπὶ σωματικῆς δυνάμεως, ἀντίθετον τῷ ἀσθενής, Σοφ. Φιλ. 945, Εὐρ. Ἀποσπ. 292, κλ.· οὕτω καὶ ἐπὶ πραγμάτων, ἰσχ. βέλος Ἀλκαῖος 15· ῥεῦμα Ἡρόδ. 8. 12· ἐπὶ στρατοῦ, ἰσχυρὰ φάλαγξ Ξεν. Κύρ. 7. 1, 30· ἐπὶ τόπου, ὡς τὸ ὀχυρός, Ἡρόδ. 1. 76, Θουκ. 4. 9, Ξεν. Ἀν. 4. 6, 11, κτλ.· τὸ ἰσχυρόν, δύναμις, ἰσχύς, Θουκ. 3. 6, Ξεν. Ἱππαρχ. 8, 24· τὰ ἰσχυρότατα ἐλπιζόμενα μέλλεται, τὰ ἰσχυρότατα ἐλπιζόμενα στηρίγματα, δηλ. οἱ ἰσχυρότατοι ἐπίκουροι οὓς περιμένετε βραδύνουσι καὶ δὲν ἔρχονται, Θουκ. 5. 111· τὰ τῆς πόλεως ἰσχ., ἐν οἷς κεῖται τῆς πόλεως ἡ ἰσχύς, Αἰσχίν. 63, 9· - τραχύς, σκληρός, ἰσχυράν χθόνα Αἰσχύλ. Πέρσ. 310· καὶ ἐπὶ τροφῆς, δύσπεπτος, Ἱππ. 817C. 2) ἔχων ἰσχύν, κράτος, δύναμιν, κραταιός, ἄλοχος Διὸς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 302· πόλις Εὐρ. Ἱκέτ. 447· θεὸς Ἀριστοφ. Πλ. 946· ἰσχ. τὸ πολλὸν Ἡρόδ. 1. 136· οἱ ἰσχυροὶ ἐν ταῖς πόλεσιν Ξεν. Ἀθ. 1, 14. 3) δυνατός, ὑπερβολικός, βαρύς, μέγας, σιτοδηΐη, ψῦχος Ἡρόδ. 1. 94., 4. 29· ἀναγκαίη ὁ αὐτ. 1. 74· αἱ λίαν ἰσχ. τιμωρίαι ὁ αὐτ. 4. 205· ὅρκος, ἀνάγκαι Ἀντιφῶν 140. 33., 144. 15· νόσημα Ἱππ. 396. 34· βήξ Θουκ. 2. 49· γέλως, ἐπιθυμίαι κτλ., Πλάτ. Πολιτ. 388Ε, 560Β, κτλ.· νόμος ἰσχ., αὐστηρός, Ἡρόδ. 7. 102, Λυκοῦργ. 130· ἔχθρα Πλάτ. Φαῖδρ. 233C· γνώμη ἰσχυροτέρη, δυνατωτέρα, θετικωτέρα, Ἡρόδ. 9. 41· τρόπῳ ᾧ ἂν δύνησθε ἰσχυροτάτῳ Θουκ. 5. 23· κατὰ ἰσχυρόν, διὰ τῆς ἰσχύος, ἀντίθετον τῷ δόλῳ, Ἡρόδ. 4. 201., 9. 2. ΙΙ. Ἐπίρρ. -ρῶς, μετὰ πάσης τῆς δυνάμεως, ἐγκεῖσθαι Θουκ. 1. 69, κτλ. 2) λίαν, ὑπερβολικῶς, μετ’ ἐπιθέτων, Ἡρόδ. 4. 108· ἔθνος ἰσχυρῶς μέγα αὐτόθι 183· διῶριξ ἰσχυρῶς βαθεῖα Ξεν. Ἀν. 1. 7, 15, κτλ.· μετὰ ῥημάτων, ἰσχυρῶς ἥδεσθαι, ἀνιᾶσθαι, φοβεῖσθαι ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 8. 3, 44, κτλ. - Συγκρ. -οτέρως ἢ -ότερον, Ἡρόδ. 3. 129, Ξεν. Κύρ. 4. 5, 12, κτλ. - Ὑπερθ., ἐν ἀποκρίσεσιν, ἰσχυρότατά γε, βεβαιότατα, Λατ. maxime vero, ὁ αὐτ. ἐν Οἰκ. 1. 15.
Spanish
English (Strong)
from ἰσχύς; forcible (literally or figuratively): boisterous, mighty(-ier), powerful, strong(-er, man), valiant.
English (Thayer)
ἰσχυρά, ἰσχυρόν (ἰσχύω) (from Aeschylus down), the Sept. mostly for אֵל, גִּבּור, חָזָק, עָצוּם, and Chaldean תַּקִּיף; strong, mighty;
a. of living beings: strong either in body or in mind, ἐν πολέμῳ, mighty i. e. valiant, ἀσθενής); comparitive, mighty, — of God, τά ἰσχυρά equivalent to τούς ἰσχυρούς (on the neuter cf. Winer's Grammar, § 27,5), οἱ ἰσχυροί τῆς γῆς, πλούσιοι, οἱ δυνατοί).
b. of inanimate things: strong equivalent to violent, ἄνεμος, T WH omit ἰσχυρόν); forcibly uttered, φωνή, μεγάλη) (κραυγή, βρονταί, λιμός, great, ἐπιστολαί (stern (forcible)), strong equivalent to firm, sure, παράκλησις, πόλις, well fortified, τεῖχος, Xenophon, Cyril 7,5, 7; πύργος, δύναμις, at the end.)
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ ἰσχυρός, -ά, -όν)
1. αυτός που διαθέτει σωματική ισχύ, ο ρωμαλέος
2. δυνατός, δύσκολος να αντιμετωπιστεί (α. «ισχυρές μονάδες στρατού» — β, «ἰσχυρὰ φάλαγξ», Ξεν.)
3. (για τόπο) οχυρός (α. «ισχυρή τοποθεσία» β. «φρούριον ἰσχυρόν»)
4. κραταιός, παντοδύναμος (α. «"Αγιος ὁ Θεός, ἅγιος ἰσχυρός...» β. «ἰσχυρὰ ἄλοχος Διός», Αισχύλ
γ. «ἰσχυρὰ θεός», Αριστοφ.)
5. αυτός που έχει μεγάλη ένταση, σφοδρός (α. «ισχυροί βόρειοι άνεμοι» β. «ἰσχυρὸν ψῡχος», Ηρόδ.)
6. (για νόμους, θεσμούς, διατάξεις) έγκυρος, καθιερωμένος (α. «ισχυρός νόμος» β. «ὅρκος ισχυρός»)
7. (για συναισθήματα) έντονος, διακαής (α. «ισχυρή επιθυμία να...» β. «ἰσχυραὶ ἐπιθυμίαι», Πλάτ.)
8. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι ισχυροί
αυτοί που κατέχουν μεγάλη πολιτική και οικονομική δύναμη
νεοελλ.
1. εκείνος ο οποίος έχει μεγάλη δύναμη επιβολής (α. «ισχυρός χαρακτήρας» β. «ισχυρός πολιτικός άνδρας»)
2. αυτός που στηρίζεται σε σοβαρά δεδομένα, αυτός που δεν αντικρούεται εύκολα («ισχυρά επιχειρήματα»)
3. φρ. «το δίκαιο του ισχυροτέρου» — η επιβολή της ατομικής θέλησης κάποιου με τη βία, χωρίς να τηρούνται κανόνες ή, έστω, προσχήματα δικαίου
μσν.
1. σκληρός
2. σημαντικός
αρχ.
1. (για έδαφος) σκληρός, τραχύς
2. (για τροφή) δύσπεπτος
3. (για νόμο) αυστηρός
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσχυρόν
η ισχύς, η δύναμη.
επίρρ...
ισχυρώς και ισχυρά (ΑΜ ἱσχυρῶς, Μ και ισχυρά)
δυνατά, με δύναμη
μσν.
1. με επιμέλεια
2. με ασφάλεια
μσν.-αρχ.
πάρα πολύ, υπερβολικά (α. «ἔθνος ἰσχυρῶς μέγα», Ηρόδ.
β. «διῶρυξ ἰσχυρῶς βαθεῖα», Ξεν.)
αρχ.
φρ. «ἰσχυρότατά γε» — βεβαιότατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχύς + κατάλ. -ρος (πρβλ. οιζυρός).
ΠΑΡ. ισχυρίζομαι, ισχυρό
αρχ.
ισχυρικός, ισχυρίσκος, ισχυρότης.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) ισχυρογνώμων
αρχ.
ισχυρόδετος, ισχυροθώραξ, ισχυροκάρδιος, ισχυρόμαχος, ισχυροπαθώ, ισχυροπαίκτης, ισχυροπλήκτης, ισχυροποιός, ισχυροπότης, ισχυρόπους, ισχυροπράγμων, ισχυρόρριζος, ισχυρόστομος, ισχυροσώματος, ισχυρόφρων, ισχυρόφωνος, ισχυρόχρως, ισχυρόψυχος. (Β' συνθετικό) ανίσχυρος, πανίσχυρος
αρχ.
αντίσχυρος, υπερίσχυρος].
Greek Monotonic
ἰσχῡρός: -ά, -όν (ἰσχύς)·
I. 1. δυνατός, ακμαίος, ρωμαλέος, σε Ηρόδ., Σοφ.· τὸ ἰσχυρόν, δύναμη, ισχύς, σε Θουκ.· τὰ ἰσχυρότατα, τα πιο ισχυρά στηρίγματα, στον ίδ.· τραχύς, σκληρός, χθών, σε Αισχύλ.
2. επίμονος, δυνατός, υπερβολικός, σε Ηρόδ., Θουκ.
II. επίρρ. -ρῶς, δυνατά, με πλήρη ισχύ, σε Θουκ.· υπερβολικά, σε Ηρόδ., Ξεν.
Middle Liddell
ἰσχῡρός, ή, όν ἰσχύς
I. strong, mighty, Hdt., Soph.; τὸ ἰσχυρόν strength, vigour, Thuc.; τὰ ἰσχυρότατα your strongest points, Thuc.:— hard, χθών Aesch.
2. obstinate, stiff, stubborn, inveterate, excessive, severe, Hdt., Thuc.
II. adv. -ρῶς, strongly, with all force, Thuc.:— exceedingly, Hdt., Xen.
Chinese
原文音譯:„scurÒj 衣士虛羅士
詞類次數:形容詞(27)
原文字根:強而有力 相當於: (בָּצַר) (גָּבֹול / גָּדֹול / הַגְּדֹולִים) (חָזָק) (כָּבֵד) (עַז / עָז)
字義溯源:有力的,大力的,大大的,強固的,剛強的,力壯的,有大能的,有能力的,嚴厲,能夠,勇敢,強力的,猛烈的,壯士,巨;源自(ἰσχύς)=力量);而 (ἰσχύς)出自(ἶρις)X*=力)。約翰福音沒有用這編號,前三福音書都提到施洗約翰說,那在我以後來的,能力比我更大(或:比我更有能力)( 太3:11; 可1:7; 路3:16)。參讀 (δύναμαι)同義字參讀 (ἰσχύω)同源字
出現次數:總共(28);太(4);可(3);路(4);林前(4);林後(1);來(3);約壹(1);啓(8)
譯字彙編:
1) 壯士(5) 太12:29; 可3:27; 可3:27; 路11:21; 啓6:15;
2) 剛強的(2) 林前1:27; 約壹2:14;
3) 更有能力(2) 太3:11; 林前10:22;
4) 大力的(2) 啓5:2; 啓10:1;
5) 壯士的(2) 太12:29; 啓19:18;
6) 是有大能的(1) 啓18:8;
7) 力壯的(1) 啓18:21;
8) 堅固(1) 啓18:10;
9) 比⋯更有能力(1) 可1:7;
10) 比⋯更剛強(1) 林前1:25;
11) 一個⋯更壯的(1) 路11:22;
12) 巨(1) 啓19:6;
13) 大聲(1) 來5:7;
14) 更有能力的(1) 路3:16;
15) 甚大(1) 太14:30;
16) 大(1) 路15:14;
17) 強壯(1) 林前4:10;
18) 大大的(1) 來6:18;
19) 嚴厲(1) 林後10:10;
20) 勇敢(1) 來11:34
English (Woodhouse)
decisive, fierce, firm, intense, peremptory, persistent, resolute, severe, strong, unyielding, vigorous, violent, hotly contested, obstinale, of a battle, physically strong, stubbornly contested
Mantoulidis Etymological
(=δυνατός). Ἀπό τό ἰσχύς, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Léxico de magia
-όν poderoso de divinidades δεῦρό μοι, βασιλεῦ, <καλῶ σε>, θεὸν θεῶν, ἰσχυρὸν, ἀπέραντον ven a mí, rey, a ti te invoco, dios de dioses, poderoso, ilimitado P I 164 ὁ μέγιστος καὶ ἰ. θεός el más grande y poderoso dios P II 126 P X 11 P X 20 ἰσχυρὲ Ἀκέφαλε, ἀπάλλαξον τὸν δεῖνα ἀπὸ τοῦ συνέχοντος αὐτὸν δαίμονος poderoso Acéfalo, libera a fulano del demon que lo posee P V 129 P V 147 ἰσχυρὲ Τυφῶν, μεγαλοδύναμε, τὰς σὰς δυνάμεις ἀποτέλει poderoso Tifón, que tienes gran poder, realiza completamente tus actos de fuerza P XII 374 ἐπικαλοῦμαί <σε> τὸν ἐν τῷ οὐρανῷ μέγιστον θεόν, κύριον ἰσχυρόν, μεγασθενῆ Ἰάω te invoco a ti, el dios más grande en el cielo, señor poderoso, Iao que tienes gran fuerza P XIII 1020 P XIII 1047 κλῦθί μοι, ὁ κτίζων καὶ ἐρημῶν καὶ γενάμενος ἰ. θεός escúchame tú, el que crea y destruye y se ha revelado como un dios poderoso P XXXVI 106 ἅγιος ἰ., ὃν ἐνδοξάζει ὁ χορὸς τῶν ἀσωμάτων ἀγγέλλων santo poderoso, a quien glorifica el coro de los ángeles incorpóreos O 3 7 ὅτι σύ δυνατός καὶ ἰ. porque tú eres fuerte y poderoso C 7 29 de démones y espíritus ὁρκίζω σε, τὸν ἐν τῷ τόπῳ τούτῳ μὲν ἄγγελον κραταιὸν καὶ ἰ. τοῦ ζώου τούτου te conjuro a ti, el ángel poderoso y fuerte de este animal en este lugar (ref. a un gato deificado) P III 72 ὅτι ἐπιτάσσει σοι ὁ μέγας ... καὶ ἰσχυρὸς ... τοῦ μεγάλου θεοῦ δαίμων porque te lo ordena el grande y poderoso demon del gran dios P XII 172 del nombre del dios ἐπικαλοῦμαί σε, ... ὁ τὸ ἰσχυρὸν ὄνομα ἔχων τὸ καθηγιασμένον ὑπὸ πάντων ἀγγέλων te invoco a ti, el que posee el nombre poderoso adorado por los ángeles P I 206 P IV 1190 τῷ ἰσχυρῷ ὀνόματι τῶν ἑκατὸν γραμμάτων con el poderoso nombre de cien letras P IV 251 ἔστιν δὲ τοῦτο πολ<λ>οῦ, ὄνομα ἰ<σ>χυρόν este nombre es de mucho valor, un nombre poderoso P XIII 504 de la fuerza del dios ἀνάγκασον αὐτοὺς ποιῆσαι τῇ σ<ῇ> ἀεὶ ἰσχυρᾷ καὶ κρατ<αι>ᾷ δυνάμει πάντα τὰ ὑπ' ἐμοῦ γραφόμενα oblígales con tu fuerza siempre poderosa y dominadora a hacer todo lo que yo he escrito P XII 52 de signos mágicos ἁγία στήλη καὶ ἰσχυροὶ χαρακτῆρες, ἀποδιώξατε τὸ ῥιγοπύρετον sagrada inscripción y poderosos signos, alejad la fiebre SM 23 12 de hechizos καταδήσατε αὐτὴν δεσμοῖς ἀλύτοις, ἰσχυροῖς, ἀδαμαντίνοις πρὸς φιλίαν ἐμοῦ atadla con cadenas indisolubles, poderosas, de acero, a mi amor SM 45 44
Lexicon Thucydideum
validus, firmus, vehemens, strong, firm, violent, 1.58.2, 2.49.2, 2.49.3. 2.4.1. 2.6.1. 3.6.1, 3.85.2, 3.105.1, 4.9.3. 4.24.4, 4.27.2. 7.72.1, 8.9.3. 8.46.5. 8.89.4.
COMP. 8.87.4,
SUP. 1.23.3, 3.89.5, 5.23.1, 5.23.2. 5.47.3. 5.47.4. 5.111.2.
Translations
strong
Abkhaz: аӷәӷәа; Afrikaans: sterk; Akkadian: 𒆗; Albanian: i fortë; Amharic: ፈርጠም; Arabic: قَوِيّ; Aragonese: fuerte; Armenian: ուժեղ; Aromanian: vãrtos, cadãr, putut, ndrumin, silnãos, silnãvos; Assamese: বলী; Asturian: fuerte; Azerbaijani: güclü; Banjarese: iskaya; Bashkir: көслө, көстө; Belarusian: сі́льны, моцны; Bengali: শক্তিশালী; Bikol Central: makusog; Bulgarian: силен; Burmese: ကျန်း, ပြင်း, ဗလဝ; Catalan: fort; Chamicuro: tinowa; Chechen: нуьцкъала, чӏогӏа; Chinese Mandarin: 強, 强; Chuukese: pochokun; Crimean Tatar: küçlü; Czech: silný; Dalmatian: fuart; Danish: stærk; Dutch: sterk, krachtig; Esperanto: forta; Estonian: tugev; Even: эҥси; Evenki: эңэси; Extremaduran: huerti; Finnish: vahva, voimakas, väkevä; French: fort; Friulian: fuart; Galician: forte; Georgian: ძლიერი; German: stark, kräftig; Gothic: 𐍃𐍅𐌹𐌽𐌸𐍃; Greek: δυνατός, ισχυρός, ρωμαλέος, σθεναρός; Ancient Greek: ἄλκιμος, βριαρός, βριερός, δυνατός, ἐγκρατής, ἰσχυρός, ἴφιος, καρτερός, κραταιός, μεγαλοσθενής, μέγας, μεγασθενής, ὄβριμος, ῥωμαλέος, σθεναρός; Greenlandic: sakkortuvoq; Hebrew: חָזָק; Hindi: बलवान, ताक़तवर, शक्तिशाली; Hungarian: erős; Icelandic: sterkur; Indonesian: kuat; Irish: láidir, bríomhar, neartmhar, calma, urrúnta, tréan; Italian: forte, aitante; Japanese: 強い; Javanese: kuat, rosa; Kazakh: күшті; Khmer: ខ្លាំង; Kikai: 強さい; Korean: 강하다, 세다; Kunigami: 強ーせん; Kurdish Central Kurdish: بەقوەت; Kyrgyz: күчтүү; Laboya: maddo, kadiwoka, kulha, tuhula; Lao: ກຳລັງ, ກັດ, ແຂງແຮງ, ແຮງ; Latgalian: styprys, dykts; Latin: robustus, firmus, valens, validus, potens; Latvian: stiprs, varens, spēcīgs; Lithuanian: stiprus; Livonian: viš; Lombard: fort; Luxembourgish: staark; Macedonian: силен; Maguindanao: mabager; Malay: kuat; Maltese: qawwi; Manx: lajer; Maori: kaha, tāngutungutu, kōmārohi; Maranao: mabeger; Mbyá Guaraní: mbaraete; Mirandese: fuorte; Miyako: 強; Mongolian: бөх; Nanai: манга; Nepali: बलियो; Norman: fort; Northern Amami-Oshima: 強ーさり; Norwegian Bokmål: sterk; Occitan: fòrt; Okinawan: 強ーさん; Oki-No-Erabu: 強ーさん; Oromo: jabaa; Persian: قوی, زورمند; Plautdietsch: stoakj; Polish: silny, krzepki, mocny; Portuguese: forte; Quechua: sinchi; Romanian: puternic; Romansch: ferm; Russian: сильный, мощный; Sanskrit: प्रबल, बलवान, सबल; Vedic: तूय, तवस्; Sardinian: folte, forte, forti; Scottish Gaelic: làidir, cumhachdach, lùthmhor, neartmhor, treun; Serbo-Croatian Cyrillic: си̑лан, ја̏к, снажан; Roman: sȋlan, jȁk, snážan; Sidamo: jawaata; Slovak: silný; Slovene: močan, silen; Southern Amami-Oshima: 強ーさむっ; Spanish: fuerte; Sumerian: 𒆗; Swahili: imara; Swedish: kraftfull, stark; Tagalog: malakas; Tajik: қавӣ; Tatar: көчле, куәтле; Tausug: makusug; Telugu: బలమైన; Thai: แข็งแรง; Tibetan: ཤུགས་ཆེན་པོ; Toku-No-Shima: 強ーさい; Turkish: güçlü, kuvvetli; Turkmen: güýçli; Tuvan: шыдалдыг, шыырак, дыңзыг, күштүг, мөчэк; Ukrainian: сильний, мі́цний; Urdu: بلوان, طاقتور; Uyghur: كۈچلۈك; Uzbek: kuchli; Vietnamese: mạnh; West Frisian: sterk; Western Bukidnon Manobo: meviɣer; White Yaeyama: 強ーさん; Yakut: бөҕө, күүстээх; Yiddish: שטאַרק; Yonaguni: 強ん; Yoron: 強ーさん; Yámana: manakata; Zhuang: ak, rengz