αἰτία: Difference between revisions
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> [[cause]], [[motif]] : [[αἰτία]] ἀνθ' [[ὅτου]] EUR la raison pourquoi, pour laquelle ; [[αἰτία]] θεοῦ ESCHL un dieu en est la cause;<br /><b>II.</b> [[imputation]] :<br /><b>1</b> <i>en mauv. part</i> accusation, grief, blâme : αἰτίαν ἔχειν τινός être accusé de qch ; αἰτίη [[ἔχει]] με HDT je suis accusé de ; αἰτίαν ἔχειν [[ὑπό]] τινος ESCHL <i>ou</i> αἰτίαν ἔχειν [[πρός]] τινος SOPH être accusé par qqn ; αἰτίαν ἔχειν avec l'inf. AR, avec [[ὅτι]] <i>ou</i> [[ὡς]] et l'ind. PLAT être accusé de ; [[ἐν]] αἰτίᾳ εἶναί <i>ou</i> γίγνεσθαί τινος XÉN, αἰτίαν ὑπέχειν, <i>ou</i> φέρεσθαι, <i>ou</i> ἐνέχεσθαι être accusé de, tomber sous le coup d'une accusation, être impliqué dans une accusation ; αἰτίαν λαμβάνειν [[ἀπό]] τινος THC encourir une accusation, un reproche au sujet de qch ; [[ἐν]] αἰτίᾳ τιθέναι <i>ou</i> ἔχειν τινά, αἰτίαν νέμειν <i>ou</i> ἐπιφέρειν τινί, [[ἐν]] αἰτίᾳ βάλλειν τινά SOPH accuser qqn, le mettre en accusation, lui intenter une accusation ; ἀπολύειν τινὰ τῆς αἰτίας ESCHN <i>ou</i> ἀπολύσασθαι LYS, ἀφιέναι τινὰ τῆς αἰτίας LYS décharger qqn d'une accusation ; ἐκτὸς αἰτίας κυρεῖς ESCHL tu es à l'abri du reproche;<br /><b>2</b> <i>en b. part</i> ce qu'on impute à qqn, l'opinion qu'on a de qqn : αἰτίαν ἔχουσι βελτίους γεγονέναι PLAT ils ont la réputation d'être devenus meilleurs;<br / | |btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> [[cause]], [[motif]] : [[αἰτία]] ἀνθ' [[ὅτου]] EUR la raison pourquoi, pour laquelle ; [[αἰτία]] θεοῦ ESCHL un dieu en est la cause;<br /><b>II.</b> [[imputation]] :<br /><b>1</b> <i>en mauv. part</i> accusation, grief, blâme : αἰτίαν ἔχειν τινός être accusé de qch ; αἰτίη [[ἔχει]] με HDT je suis accusé de ; αἰτίαν ἔχειν [[ὑπό]] τινος ESCHL <i>ou</i> αἰτίαν ἔχειν [[πρός]] τινος SOPH être accusé par qqn ; αἰτίαν ἔχειν avec l'inf. AR, avec [[ὅτι]] <i>ou</i> [[ὡς]] et l'ind. PLAT être accusé de ; [[ἐν]] αἰτίᾳ εἶναί <i>ou</i> γίγνεσθαί τινος XÉN, αἰτίαν ὑπέχειν, <i>ou</i> φέρεσθαι, <i>ou</i> ἐνέχεσθαι être accusé de, tomber sous le coup d'une accusation, être impliqué dans une accusation ; αἰτίαν λαμβάνειν [[ἀπό]] τινος THC encourir une accusation, un reproche au sujet de qch ; [[ἐν]] αἰτίᾳ τιθέναι <i>ou</i> ἔχειν τινά, αἰτίαν νέμειν <i>ou</i> ἐπιφέρειν τινί, [[ἐν]] αἰτίᾳ βάλλειν τινά SOPH accuser qqn, le mettre en accusation, lui intenter une accusation ; ἀπολύειν τινὰ τῆς αἰτίας ESCHN <i>ou</i> ἀπολύσασθαι LYS, ἀφιέναι τινὰ τῆς αἰτίας LYS décharger qqn d'une accusation ; ἐκτὸς αἰτίας κυρεῖς ESCHL tu es à l'abri du reproche;<br /><b>2</b> <i>en b. part</i> ce qu'on impute à qqn, l'opinion qu'on a de qqn : αἰτίαν ἔχουσι βελτίους γεγονέναι PLAT ils ont la réputation d'être devenus meilleurs;<br />[[NT]]: faute ; [[crime]].<br />'''Étymologie:''' [[αἴτιος]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 07:40, 15 November 2023
English (LSJ)
ἡ,
A responsibility, mostly in bad sense, guilt, blame, or the imputation thereof, i.e. accusation, first in Pi.O.1.35 and Hdt., v. infr. (Hom. uses αἴτιος):—Phrases: αἰτίαν ἔχειν = bear responsibility for, τινός A.Eu.579, S.Ant.1312; but usually to be accused, τινός of a crime, φόνου Hdt.5.70: c. inf., Ar.V.506; foll. by ὡς…, Pl.Ap.38c; by ὡς c. part., Id.Phdr.249d; ὑπό τινος by some one, A.Eu.99, Pl. R.565b: reversely, αἰτία ἔχει τινά Hdt.5.70,71; αἰ. φεύγειν τινός S.Ph.1404; ἐν αἰτίᾳ εἶναι or ἐν αἰτίᾳ γίγνεσθαι, Hp.Art.67, X.Mem.2.8.6; αἰτίαν ὑπέχειν = lie under a charge, Pl.Ap.33b, X.Cyr.6.3.16; ὑπομεῖναι Aeschin.3.139; φέρεσθαι Th.2.60; λαβεῖν ἀπό τινος ib.18; αἰτίαις ἐνέχεσθαι Pl.Cri.52a; αἰτίαις περιπίπτειν Lys.7.1; εἰς αἰτίαν ἐμπίπτειν Pl.Tht.150a; αἰτίας τυγχάνειν D.Ep.2.2; ἐκτὸς αἰτίας κυρεῖν A. Pr.332; ἐν αἰτίῃ ἔχειν hold one guilty, Hdt.5.106; δι' αἰτίας ἔχειν Th. 2.60, etc.; ἐν αἰτίᾳ βάλλειν S.OT656; τὴν αἰτίαν ἐπιφέρειν τινί = impute the fault to one, Hdt.1.26; αἰτίαν νέμειν τινί S.Aj.28; ἐπάγειν D.18.283; προσβάλλειν τινί Antipho 3.2.4; ἀνατιθέναι, προστιθέναι, Hp.VM21, Ar.Pax640, etc.; ἀπολύειν τινὰ τῆς αἰτίης to acquit of guilt, Hdt.9.88, etc.
2 in forensic oratory, invective without proof (opp. ἔλεγχος), D.22.23, cf. 18.15.
3 in good sense, εἰ… εὖ πράξαιμεν, αἰτία θεοῦ the credit is his, A.Th.4; δι' ὅντινα αἰτίαν ἔχουσιν Ἀθηναῖοι βελτίους γεγονέναι are reputed to have become better, Pl.Grg. 503b, cf. Alc.1.119a, Arist.Metaph.984b19; ὧν… πέρι αἰτίαν ἔχεις διαφέρειν in which you are reputed to excel, Pl.Tht.169a; οἳ… ἔχουσι ταύτην τὴν αἰ. who have this reputation, Id.R.435e, cf. And. 2.12; αἰτίαν λαμβάνειν Pl.Lg.624a.
4 expostulation, μὴ ἐπ' ἔχθρᾳ τὸ πλέον ἢ αἰτίᾳ Th.1.69.
II cause, δι' ἣν αἰτίην ἐπολέμησαν Hdt.Prooemia, cf. Democr.83, Pl.Ti.68e, Phd.97a sq., etc.; on the four causes of Arist. v. Ph.194b16, Metaph.983a26:—αἰ. τοῦ γενέσθαι or γεγονέναι Pl.Phd. 97a; τοῦ μεγίστου ἀγαθοῦ τῇ πόλει αἰτία ἡ κοινωνία Id.R.464b:—dat. αἰτίᾳ = for the sake of, κοινοῦ τινος ἀγαθοῦ Th.4.87, cf. D.H.8.29:—αἴτιον (cf. αἴτιος II.2) is used like αἰτία in the sense of cause, not in that of accusation.
III occasion, motive, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε = he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses, Pi.N.7.11; αἰτίαν παρέχειν Luc.Tyr.13.
IV head, category under which a thing comes, D.23.75.
V case in dispute, ἡ αἰ. τοῦ ἀνθρώπου μετὰ τῆς γυναικός Ev.Matt.10.10.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Hdt.9.88
I lo que se dice de uno en cont. desfavorables
1 responsabilidad, culpa, tacha μείων γὰρ αἰτία Pi.O.1.35, αἰτίαν ἔχω ... τοῦ φόνου A.Eu.579, S.Ant.1312, E.El.213, Anaxarch.B 1, τὴν αἰτίαν ἐπιφέρειν τινί Hdt.1.26, ἐκείνῳ πᾶς τις αἰτίαν νέμει S.Ai.28, cf. Antipho 3.2.4, D.18.283, ἀνατιθέναι Hp.VM 21, προστιθέναι Ar.Pax 640, παῦσαι τῆς αἰτίας Gorg.B 11.2, ἀπολύειν τινὰ τῆς αἰτίης Hdt.9.88, ἡγεῖται μὲν τῆς αἰτίας ταύτης ὁ πρωτοστάτης τοῦ δεξιοῦ κέρως el responsable de esta falsa maniobra es el cabeza de fila del ala derecha Th.5.71.
2 acusación, inculpación esp. αἰτίαν ἔχειν ser acusado de c. gen. φόνου Hdt.5.70, c. part. αἰτίαν ἔχω ταῦτα δρᾶν ξυνωμότης ὢν καὶ φρονῶν τυραννικά Ar.V.506, αἰτίαν ἔχει ὡς μανικῶς διακείμενος Pl.Phdr.249d, cf. Ap.38c, ἔχω μεγίστην αἰτίαν κείνων ὕπο afronto la más grave acusación de aquéllos A.Eu.99, cf. Pl.R.565b, Th.2.18, τοιαύτας ἔχοντες προφάσεις καὶ αἰτίας teniendo esas excusas y acusaciones Th.3.13, αἰτίαν ὑπέχειν Pl.Ap.33b, X.Cyr.6.3.16, αἰτίαν φεύγειν τινός S.Ph.1404, τῶν φευγόντων ἐπὶ τῇ αἰτίῃ ταύτῃ IIasos 1.4 (IV a.C.), ἐν αἰτίῃ ἔσεσθαι Hp.Art.67, ἐν αἰτίᾳ εἶναι X.Mem.2.8.6, αἰτίαις ἐνέχεσθαι Pl.Cri.52a, ἐν αἰτίῃ ἔχειν Hdt.5.106, γίγνεσθαι αἰτίαις περιπίπτειν Lys.7.1, εἰς αἰτίαν ἐμπίπτειν Pl.Tht.150a, ἐν αἰτίᾳ βάλλειν S.OT 656, αἰτίας τυγχάνειν D.Ep.2.2, δι' αἰτίας ἔχειν Th.2.60, ἐκτὸς αἰτίας κυρεῖν A.Pr.330, ἀόριστον εἰπὼν αὐτὴν τὴν αἰτίαν enunciando la acusación de manera ambigua D.23.75, ψευδεῖς αἰτίας ἡμῖν [ἐ] πιφέρειν SB 15036.11 (II/III d.C.).
3 reconvención op. κατηγορία: καὶ μηδεὶς ὑμῶν ἐπ' ἔχθρᾳ τὸ πλέον ἢ αἰτίᾳ νομίσῃ τάδε λέγεσθαι· αἰτία μὲν γὰρ φίλων ἀνδρῶν ἐστιν ἁμαρτανόντων que ninguno de vosotros crea que el decir esto es por hostilidad, sino más bien una reconvención. Pues la reconvención (se hace) a los amigos que se equivocan (mientras que la κατηγορία ...) Th.1.69
•op. ἔλεγχος invectiva gratuita, acusación sin pruebas D.22.23, cf. 18.15.
4 tacha, tara Hsch.s.u. ἀναγωγή, αὕτη δὲ ἡ αἰτία καμάτῳ ἐπιγίνεται Hippiatr.52.12
•enfermedad ποίᾳ αἰτίᾳ οὗτος ἐτελεύτησεν; A.Pil.A 1.5.
II gener. en cont. favorables responsabilidad de algo bueno reputación, fama εἰ μὲν γὰρ εὖ πράξαιμεν αἰτία θεοῦ A.Th.4, αἰτίαν ἔχουσι Ἀθηναῖοι βελτίους γεγονέναι los atenienses tienen fama de haberse hecho mejores Pl.Grg.503b, cf. Arist.Metaph.984b19, αἰτίαν ἔχεις Pl.Tht.169a, cf. 435c, Lg.624a, And.2.12, καὶ τῶν ἀμεινόνων τήν τε αἰτίαν ἐς πάντας μᾶλλον ἢ ἐς αὐτὸν ἀνῆγε D.C.9.2, ὅτι ἔχει ἡ ψυχὴ τῆς αἰσθήσεως τὴν πλείστην αἰτίαν Epicur.Ep.[2] 63.11 (cf. III 1 d).
III en cont. neutr. y no personales
1 a)causa, razón, motivo αἰτίη ἁμαρτίης Democr.B 83, ἀδικίας Gorg.B 11a.36, τοῦ μεγίστου ἀγαθοῦ Pl.R.464b, προθήσομαι τὰς αἰτίας δι' ἅς ... Gorg.B 11.5, δι' ἣν αἰτίην ἐπολέμησαν Hdt.proem., τὰς αἰτίας προύγραψα Th.1.23, cf. 1.55 (pero v. Th.3.13, en I 2), 66, Pl.Ti.68e
•por causa de en dat. αἰτίᾳ κοινοῦ τινος ἀγαθοῦ Th.4.87, cf. D.H.8.29
•en gen. ἐτίας (sic) ... τούτων MAMA 3.50.10 (Cilicia II d.C.);
b) causa, razón, motivo, porqué εἰδέναι τὰς αἰτίας ἑκάστου Pl.Phd.95e, πάντα τὰ γιγνόμενα διά τινα αἰτίαν γίγνεσθαι Pl.Phlb.26e, πρὶν ἂν λάβωμεν τὸ διὰ τί περὶ ἕκαστον (τοῦτο δ' ἐστὶ τὸ λαβεῖν τὴν πρώτην αἰτίαν) Arist.Ph.194b20, cf. Plb.2.38.5;
c) entre los estoicos identificado con λόγος: αἰτία ἐστι λόγος αἰτίου la causa es la razón del causante Chrysipp.Stoic.2.118.5, cf. 2.287.30, 2.264.22, M.Ant.9.1.2;
d) en sentido cien. causa, razón, motivo, explicación ἐς βραχὺ ἄγοντες τὴν ἀρχὴν τῆς αἰτίης τοῖσιν ἀνθρώποισι τῶν νούσων τε καὶ τοῦ θανάτου Hp.VM 1, esp. entre los epicúreos καὶ τὴν ὑπὲρ κυριωτάτων αἰτίαν ἐξακριβῶσαι φυσιολογίας ἔργον εἶναι δεῖ νομίζειν conviene tener en cuenta que es tarea de la ciencia indagar exactamente la explicación de los (fenómenos) fundamentales Epicur.Ep.[2] 78.1, cf. [2] 79.5, αἰτίαι τρόπων καὶ δύσεων καὶ ἀνατολῶν καὶ ἐκλείψεων Epicur.Ep.[2] 79.8, considerado como un conjunto de causas para cada fenómeno τὸ δὲ μίαν αἰτίαν τούτων ἀποδιδόναι ... μανικόν Epicur.Ep.[3] 113.8, cf. 116.9, [4] 132.4, cf. Phld.Ir.18.40, 30.30, astrol. en PRyl.63.2.
2 en Arist.Metaph. causa identificada con las ἀρχαί o principios στοιχεῖα μὲν τρία, αἰτίαι δὲ καὶ ἀρχαὶ τέτταρες Arist.Metaph.1070b27, ἐπεὶ τὰς ἀρχὰς καὶ τὰς ἀκροτάτας αἰτίας ζητοῦμεν Arist.Metaph.1003a27, ὧν μίαν μὲν αἰτίαν φαμὲν εἶναι τὴν οὐσίαν καὶ τὸ τί ἦν εἶναι (causa formal) ... ἑτέραν δὲ τὴν ὕλην καὶ τὸ ὑποκείμενον (causa material), τρίτην δὲ ὅθεν ἡ ἀρχὴ τῆς κινήσεως (causa eficiente), τετάρτην δὲ τὴν ἀντικειμένην αἰτίαν ταύτῃ, τὸ οὗ ἕνεκα καὶ ἀγαθόν (causa final), Arist.Metaph.983a2732.
3 causalidad, principio de causalidad ἕως ἄν τις αὐτὸς δήσῃ αἰτίας λογισμῷ hasta que uno las une con el razonamiento causal Pl.Men.98a, τοὺς δὲ τῷ λογισμῷ ἑλομένους (φθόγγους) κατὰ τὴν πλείστην αἰτίαν οὕτως ἑρμηνεῦσαι Epicur.Ep.[2] 76.7.
4 motivo, tema αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε Pi.N.7.11, αἰτίαν παρέχειν Luc.Tyr.13
•motivo legal, PStras.22.4 (III d.C.).
5 caso, relación (latinismo por causa) ἡ αἰ. τοῦ ἀνθρώπου μετὰ τῆς γυναικός (si) este (va a ser) el caso del hombre con la mujer (más vale no casarse) Eu.Matt.19.10.
• Etimología: v. αἰτέω, αἴνυμαι.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
I. cause, motif : αἰτία ἀνθ' ὅτου EUR la raison pourquoi, pour laquelle ; αἰτία θεοῦ ESCHL un dieu en est la cause;
II. imputation :
1 en mauv. part accusation, grief, blâme : αἰτίαν ἔχειν τινός être accusé de qch ; αἰτίη ἔχει με HDT je suis accusé de ; αἰτίαν ἔχειν ὑπό τινος ESCHL ou αἰτίαν ἔχειν πρός τινος SOPH être accusé par qqn ; αἰτίαν ἔχειν avec l'inf. AR, avec ὅτι ou ὡς et l'ind. PLAT être accusé de ; ἐν αἰτίᾳ εἶναί ou γίγνεσθαί τινος XÉN, αἰτίαν ὑπέχειν, ou φέρεσθαι, ou ἐνέχεσθαι être accusé de, tomber sous le coup d'une accusation, être impliqué dans une accusation ; αἰτίαν λαμβάνειν ἀπό τινος THC encourir une accusation, un reproche au sujet de qch ; ἐν αἰτίᾳ τιθέναι ou ἔχειν τινά, αἰτίαν νέμειν ou ἐπιφέρειν τινί, ἐν αἰτίᾳ βάλλειν τινά SOPH accuser qqn, le mettre en accusation, lui intenter une accusation ; ἀπολύειν τινὰ τῆς αἰτίας ESCHN ou ἀπολύσασθαι LYS, ἀφιέναι τινὰ τῆς αἰτίας LYS décharger qqn d'une accusation ; ἐκτὸς αἰτίας κυρεῖς ESCHL tu es à l'abri du reproche;
2 en b. part ce qu'on impute à qqn, l'opinion qu'on a de qqn : αἰτίαν ἔχουσι βελτίους γεγονέναι PLAT ils ont la réputation d'être devenus meilleurs;
NT: faute ; crime.
Étymologie: αἴτιος.
German (Pape)
ἡ,
1 Grund, Ursache, Veranlassung, Stoff zum Gedicht, Pind. N. 7.11; vgl. O. 1.35; τίν' αἰτίαν ἔχων, aus welchem Grunde, Eur. Hec. 1179; neben λογισμός Plat. Tim. 33a, und öfter; ἑκάστῳ ἀποδοῦναι αἰτίαν, für jegliches einen Grund anführen, Phaed. 98b; mit folgd. διότι, Legg. VIII.831b (vgl. Thuc. 1.23); ἡ περὶ τῶν ὄντων αἰτία Phaed. 97d. Bes. bei den Philosophen, αἰτίαι πρῶται, αἱ αἰτίαι ἐξ ἀνάγκης, die nach festen Gesetzen wirkenden Naturkräfte, Arist. Metaph. 1.3.4. neben πρόφασις Dem. 11.1; αἰτίᾳ τοιαύτῃ ἐτεθνήκει Thuc. 7.86; κοινοῦ ἀγαθοῦ αἰτίᾳ, wegen des öffentlichen Besten, 4.87; Plut. – Häufiger
2 Beschuldigung, Vorwurf; ἐκτὸς αἰτίας εἶναι, außer Schuld sein, Aesch. Prom. 330; καθαρὸς τῆς αἰτίας, frei von Schuld, Plut.; αἰτίαν ἔχειν, angellagt sein, Her. 5.70, 73; Soph. Ant. 1296; αἰτίαν ἔχει πονηρὸς εἶναι Phryn. com. Prisc. 18.26; häufig in Prosa, auch ὑπό τινος Thuc. 6.46; Aesch. Eum. 99; Plat. Lach. 186b; ὑπέχειν Xen. Cyr. 6.3.16; bei Aesch. Eum. 549 Schuld haben woran, im guten Sinne; auch überhaupt = κατηγορεῖσθαι, dici; ἐτύγχανε δὲ αἰτίαν ἔχουσα λιθιᾶν, man sagte, daß sie, Ath. XIII.584c; ὥσπερ αἱ παροψίδες τὴν αἰτίαν ἔχουσ' ἀπὸ τῶν ἡδυσμάτων, benannt, beurteilt werden nach, Pherecr. Ath. IX.368a; αἰτία ἔχει αὐτόν Her. 5.70, 71; αἰτίαν φεύγειν, sich einer Beschuldigung entziehen, Aesch. Suppl. 226; Soph. Phil. 1390; Eur. Hipp. 961; αἰτίαν νέμειν τινί, die Schuld Jemand zuschreiben, Soph. Aj. 28; ἐν αἰτίᾳ βάλλειν O.R. 657; ohne ἐν, Trach. 936; εἴς τινα βάλλειν Eur. Troad. 305; προστιθέναι τινί Ion 1525; εἰς αὑτὸν φέρειν, auf sich nehmen, El. 1266; ἀναδέχεσθαι Plat. Hipp. min. 365d; περιάπτει τῇ τύχῃ τὴν αἰτίαν, Meineke Comp. Man. et Phil. p. 357; ἐν αἰτίᾳ τιθέναι τινά, Jemand beschuldigen, Her. 8.99; ἐν αἰτίᾳ ἔχειν τινά 5.106; Thuc. 1.35; mit folgendem ὡς, 2.59; ἐν αἰτίᾳ εἶναι Xen. Cyr. 5.3.50 und öfter; αἰτίαις ἐνέχεσθαι Plat. Crit. 52a; αἰτίαν ἐπιφέρειν τινί Thuc. 5.75; εἰς αἰτίαν ἐμπίπτειν, sich Beschuldigungen zuziehen, Plat. Theaet. 150a; αἰτίαν παρέχειν τινί, Gelegenheit zur Beschuldigung geben, Plut. Caes. 59; αἰτίαν λαμβάνειν, beschuldigt werden, Thuc. 6.60; ἀπό τινος 2.18; oft Plut.; αἰτίαν τοῦ ἀδικεῖν φέρομαι Thuc. 2.60; ἀπολύειν τὸν δῆμον τῶν αἰτιῶν, von Beschuldigungen befreien, Aesch. 3.254; αἰτίαν ἀπολύσασθαι, sich wegen einer Beschuldigung rechtfertigen, Lys. 13.75; ἀφιέναι τινὰ τῆς αἰτίας, ihn freisprechen, 7.8. Selten wird αἰτία im guten Sinne gebraucht, s. Heindorf zu Plat. Gorg. 503b.
Russian (Dvoretsky)
αἰτία: ион. αἰτίη ἡ
1 причина: δι᾽ ἣν αἰτίην; Her. по какой причине?; τοιαύτη ἢ ὅτι ἐγγύτατα τούτων αἰτιᾳ Thuc. по этой или почти по этой причине; κοινοῦ ἀγαθοῦ αἰτίᾳ Thuc. ради общего блага; τίν᾽ αἰτίαν ἔχων; Eur. побуждаемый какой причиной …?, по какой причине …?; αἱ ἐξ ἀρχῆς αἰτίαι Arst. первоначальные причины;
2 основание, повод: αἰτίαν τινὸς ἐμβάλλειν Pind. или παρέχειν Luc. давать повод к чему-л.; ἡ αἰ. τίς ἀνθ᾽ ὅτου; Eur. на каком основании?; αἰτίαν ἔχειν διαφέρειν περί τινος Plat. иметь основание выделяться, т. е. заслуженно считаться знатоком в чем-л.;
3 обвинение: ἐν αἰτίᾳ εἶναι или γίγνεσθαί τινος Xen. и αἰτίαν ἔχειν τινός Her., Aesch., Eur. быть обвиняемым в чем-л.; αἰτίαν ἔχειν ὑπό и πρός τινος Aesch., Soph., Thuc., Plat. быть обвиняемым кем-л.; τῆς αἰτίας τινὰ ἀπολύειν Aeschin. или ἀφιέναι Lys. снять с кого-л. обвинение; αἰ. ἔχει τινά Her. обвинение падает на кого-л.
Greek (Liddell-Scott)
αἰτία: ἡ, (αἰτέω) = κατηγορία, ψόγος, μομφή, Λατ. crimen, ἑπομ. τὸ σφάλμα, ἡ ἐνοχή, ἡ περιεχομένη ἐν τοιαύτῃ κατηγορίᾳ, πρῶτον παρὰ Πινδ. Ο. 1. 55, καὶ Ἡροδ. (ἀλλ’ ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται, αἴτιος, ἀναίτιος, καὶ αἰτιάομαι ἐπὶ τοιαύτης ἐννοίας): ― Φράσεις: αἰτίαν ἔχειν, Λατ. crimen habere, κατηγοροῦμαι, τινός, περί τινος πράγματος, Ἡρόδ. 5. 70, Αἰσχύλ. Εὐμ. 579· ὡσαύτως μετ’ ἀπαρεμφ. Ἀριστοφ. Σφῆκ. 506., ἑπομένου τοῦ ὡς…, Πλάτ. Ἀπολ. 38C., μετὰ μετοχῆς, ὁ αὐτ. Φαῖδρ. 249Ε· ὑπό τινος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 99, Πλάτ. Πολ. 565Β· ― ἀντιστρόφως, αἰτία ἔχει με, Ἡρόδ. 5. 70, 71· ὡσαύτως αἰτίαν ἔχειν τινός, ἐκ μέρους προσώπου τινός, Σοφ. Ἀντ. 1312· αἰτ. φεύγειν τινός, ὁ αὐτ. 1404· ἐν αἰτίᾳ εἶναι ἢ γίγνεσθαι, Ἱππ. Ἄρθρ. 830, Ξεν. Κύρ. 5. 3, 18· αἰτίαν ὑπέχειν, εὑρίσκομαι, διατελῶ ὑπὸ κατηγορίαν, Πλάτ. Ἀπολ. 33Β, Ξεν. Κύρ. 6. 3, 16· ὑπομένειν, Αἰσχίν. 73. 24· φέρεσθαι, Θουκ. 2. 60· λαβεῖν ἀπό τινος, αὐτόθι 18· οὕτως: αἰτίαις ἐνέχεσθαι, Πλάτ. Κρίτων 52Α· αἰτίαις περιπίπτειν, Λυσ. 108. 21· εἰς αἰτίαν ἐμπίπτειν, Πλάτ. Θεαίτ. 150Α· αἰτίας τυγχάνειν, Δημ. 1467, 17· ἐκτὸς αἰτίας κυρεῖν, Αἰσχύλ. Πρ. 330: ― ἀντιτίθενται τούτοις, ἐν αἰτίᾳ ἔχειν, θεωρῶ τινα ἔνοχον, κατηγορῶ, Ἡρόδ. 5. 106· δι’ αἰτίας ἔχειν, Θουκ. 1. 35, κτλ.· ἐν αἰτίᾳ βάλλειν, Σοφ. Ο. Τ. 655· τὴν αἰτίαν ἐπιφέρειν τινί, ἀποδίδω τὸ σφάλμα εἴς τινα, Ἡρόδ. 1. 26· αἰτίαν νέμειν τινί, Σοφ. Αἴ. 28· ἐπάγειν, Δημ. 320. 9· προσβάλλειν τινί, Ἀντιφῶν 121. 32· ἀνατιθέναι, προστιθέναι, κτλ. Ἀττ. ἀπολύειν τινὰ τῆς αἰτίας, ἀθῳῶ, Ρήτορ. ― 2) ἐπὶ καλῆς σημασίας: εἰ… εὖ πράξαιμεν, αἰτία θεοῦ, ὀφείλεται εἰς τὸν θεόν, «αὐτῷ ἡ δόξα», Αἰσχύλ. Θήβ. 4· δι’ ὅντινα αἰτίαν ἔχουσιν Ἀθηναῖοι βελτίους γεγονέναι, ἔχουσι τὴν ὑπόληψιν ὅτι, φημίζονται ὅτι ἔχουσι γείνῃ καλλίτεροι, Πλάτ. Γοργ. 503Β, πρβλ. Ἀλκ. Ι. 119Α· ὧν… πέρι αἰτίαν ἔχεις διαφέρειν, εἰς τὰ ὁποῖα ἔχεις τὴν φήμην ὅτι ὑπερέχεις, ὁ αὐτ. Θεαίτ. 169Α· οἵ… ἔχουσι ταύτην τὴν αἰτίαν, οἵτινες ἔχουσι τοῦτο τὸ χαρακτηριστικόν, ὁ αὐτ. Πολ. 435Ε, πρβλ. Νόμ. ἐν ἀρχ., Ἀριστ. Μεταφ. 1. 3. 17: ― πρβλ. αἰτιάομαι, κατηγορέομαι. 3) μέμψις, νουθέτημα, παραίνεσις, μὴ ἐπ’ ἔχθρᾳ τὸ πλέον ἢ αἰτίᾳ, Θουκ. 1. 69. ΙΙ. παρὰ Πλάτ. καὶ τοῖς φιλοσοφ. συγγραφεῦσιν, αἰτία, Λατ. causa, Τίμ. 68Ε. Φαίδων 92Α, κἑξ. κτλ., περὶ τῶν τεσσάρων τοῦ Ἀριστοτέλ. αἰτιῶν ἴδε Φυσ. 2. 3, Μεταφ. 1, 3: ― αἰτία τοῦ γενέσθαι ἢ γεγονέναι, Πλάτ. Φαίδ. 97Α· τοῦ μεγίστου ἀγαθοῦ τῇ πόλει αἰτία ἡ κοινωνία, ὁ αὐτ. Πολ. 464Β: ― δοτ. αἰτίᾳ, ὡς τὸ Λατ. causa, ἐξ αἰτίας, ἕνεκα, χάριν, κοινοῦ τινος ἀγαθοῦ, Θουκ. 4. 87, πρβλ. Δίωνα Κ. 8. 29. Τὰ πρῶτα ἴχνη ταύτης τῆς σημασίας εὕρηνται ἐν τῷ προοιμίῳ τοῦ Ἡροδότου, δι’ ἣν αἰτίην ἐπολέμησαν: ― αἴτιον (οὐδ. τοῦ αἴτιος), εἶναι ἐν χρήσει ἀκριβῶς ὅπως τὸ αἰτία, ὅταν σημαίνῃ ἁπλῶς αἰτίαν, καὶ οὐχὶ κατηγορίαν. ΙΙΙ. περίστασις, εὐκαιρία· αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε, ἔδωκεν εἰς αὐτὰς ὑπόθεσιν πρὸς ᾆσμα, Πινδ. Ν. 7. 16· αἰτίαν παρέχει, Λουκ. Τυραννόκ. 13. ΙV. τὸ κεφάλαιον κατηγορίας τινός, (λογ.) ὑφ’ ὃ πρᾶγμά τι ὑπάγεται, Δημ. 645. 11. (Ἡ λέξις δὲν δύναται νὰ μὴ ἔχῃ τὴν αὐτὴν ῥίζαν μετά τοῦ αἰτέω, ἂν καὶ ἡ σχέσις τῶν ἐννοιῶν εἶναι ἀσαφής).
English (Slater)
αἰτία
a blame μείων γὰρ αἰτία (O. 1.35)
b cause; theme, subject εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε (N. 7.11)
English (Abbott-Smith)
αἰτία, -ας, ἡ, [in LXX: Ge 4:13 (עָוֹן), Pr 28:17 (עָשַׁק), and freq. in Wi, II, III Mac;]
1.cause, reason, occasion, case: Mt 19:3, Lk 8:47, Ac 10:21 22:24 28:20, II Ti 1:6,12, Tit 1:13, He 2:11; εἰ οὕτως ἐστιν ἡ αἰ. (cf. Lat. si ita res se habet, and v. MM. VGT, s.v.), Mt 19:10.
2.In forensic sense,
(a)accusation: Ac 25:18,27;
(b)cause for punishment, crime: Mt 27:37, Mk 15:26, Jo 18:38 19:4,6, Ac 13:28 23:28 28:18. †SYN.: ἔλεγχος, a charge, whether moral or judicial, which has been proven, αἰ. is an accusation simply, false or true.
English (Strong)
from the same as αἰτέω; a cause (as if asked for), i.e. (logical) reason (motive, matter), (legal) crime (alleged or proved): accusation, case, cause, crime, fault, (wh-)ere(-fore).
English (Thayer)
(ας, ἡ;
1. cause, reason: κατά πᾶσαν αἰτίαν for every cause, δἰ ἥν αἰτίαν for which cause, wherefore, crime of which one is accused: αἰτία θανάτου (A. V. cause of death) crime deserving the punishment of death, charge of crime, accusation: εἰ οὕτως ἐστιν ἡ αἰτία τοῦ ἀνθρώπου μετά τήν γυναικός find a simple explanation in a Latinism (causa equivalent to res: si ita res se habet, etc.) if the case of the man with his wife is so.
Greek Monolingual
η (Α αἰτία)
1. ο βαθύτερος, ο ουσιαστικός λόγος για τον οποίο συμβαίνει κάτι, αναγκαία προϋπόθεση, αίτιο
2. κίνητρο, ελατήριο, αφορμή, ευκαιρία (και αρχ. συνεκδοχικά, θέμα, υπόθεση άσματος)
3. φρ. «εξ αιτίας», ένεκα, για τον λόγο (ότι)...
νεοελλ.
1. πρόφαση, δικαιολογία
2. ευθύνη, κατηγορία («μη μού ρίχνεις την αιτία»)
3. αιτία, προδιάθεση για αρρώστια και συνεκδ. αρρώστια, πάθηση
4. (για πρόσωπα) αίτιος, πρόξενος, δημιουργός
5. (νομ.) κάθε τυχαίο γεγονός που προξενεί νομικό αποτέλεσμα
αρχ.
1. κατηγορία, ψόγος, μομφή
2. το σφάλμα, η ευθύνη, η ενοχή που περιέχονται σε μια κατηγορία, έγκλημα
3. (για δικανικούς λόγους) ύβρις, λοιδορία χωρίς αποδεικτικά στοιχεία (σε αντίθεση προς τον έλεγχο)
4. (με καλή σημασία) φήμη, τιμή, «καλό όνομα»
5. αγαθή ενέργεια ή το αποτέλεσμά της
6. επίπληξη, νουθεσία, σύσταση
7. το κεφάλαιο, το τμήμα μιας κατηγορίας στο οποίο υπάγεται κάτι
8. φρ. «αἰτίαν ἔχω ή φεύγω τινός», κατηγορούμαι για κάτι
«αἰτίαν ἔχω ὑπό τινος» (και «λαμβάνω ἀπό τινος»), κατηγορούμαι από κάποιον «αἰτίαν ὑπέχω», βρίσκομαι υπό κατηγορίαν «ἐν αἰτίᾳ ἔχω ή βάλλω τινὰ (ή δι' αἰτίας ἔχω τινά») κατηγορώ, κηρύσσω ένοχο κάποιον «τὴν αἰτίαν ἐπιφέρω τινί» ρίχνω το σφάλμα, την ευθύνη σε κάποιον «ἀπολύω τῆς αἰτίας», απαλλάσσω από την κατηγορία' «αἰτίᾳ», για «χάρη», «προς χάριν» κάποιου
«αἰτίαι κοιναί», καταγγελία για δημόσια αδικήματα
«αἰτίαι ἴδιαι», καταγγελία για αδικήματα ιδιωτικής φύσεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αἰτία προέρχεται είτε από ουσιαστικοποίηση του θηλυκού του έπιθ. αἴτιος είτε απευθείας από τη λ. αἶτος «μέρος, κομμάτι, μερίδιο» (< αἴνυμαι «αδράχνω, πιάνω, παίρνω»), απ' όπου και τα αἷσα, αἴτιος και αἰτῶ βλ. λ. Οποιαδήποτε κι αν είναι η ετυμολ. προέλευσή της, αρχικά η λ. αἰτία (όπως και το αἴτιος) θα σήμαινε «τη λήψη μέρους, μεριδίου από κάτι», άρα «τη συμμετοχή, την ευθύνη για κάτι». Από την τελευταία αυτή σημ., που μαρτυρείται στον Πίνδαρο, τους Τραγικούς και άλλους αρχαίους συγγραφείς, η λ. χρησιμοποιήθηκε ως δικανικός όρος σημαίνοντας «την κατηγορία», ως φιλοσοφικός με τη σημ. «αίτιο, η προκαλούσα αιτία» (που είναι και η σημ. που τελικά υπερίσχυσε και αποτελεί τη σημερινή σημ. της λέξεως) και, τέλος, ως ιατρικός όρος σημαίνοντας «την ασθένεια».
ΠΑΡ. αἰτιώδης, αἰτιῶμαι
αρχ.
αἰτίωμα
νεοελλ.
αιτιάρης.
ΣΥΝΘ. αιτιολογώ
μσν.
αἰτιώνυμος
νεοελλ.
αιτιαρχία, αιτιοκρατία].
Greek Monotonic
αἰτία: ἡ (αἰτέω),
I. 1. ψόγος, μομφή, κατηγορία, Λατ. crimen· επομένως, ενοχή ή σφάλμα που περιέχεται σε μία τέτοια κατηγορία, σε Πίνδ., Ηρόδ.· — Φράσεις: αἰτίαν ἔχειν, κατηγορούμαι· τινός, για κάτι, στον ίδ. κ.λπ.· αντιστρόφως, αἰτίαἔχει με, στον ίδ.· ἐν αἰτίᾳ εἶναι ή γίγνεσθαι, σε Ξεν. κ.λπ.· αἰτίαν ὑπέχειν, βρίσκομαι υπό κατηγορία, κατηγορούμαι, σε Πλάτ.· αἰτίαν φέρεσθαι, σε Θουκ.· αἰτίαις ἐνέχεσθαι, σε Πλάτ.· αντίθ. προς τα παραπάνω είναι τα ἐν αἰτίᾳ ἔχειν ή δι' αἰτίας, θεωρώ κάποιον ένοχο, κατηγορώ, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· ἐν αἰτίᾳ βάλλειν, σε Σοφ.· αἰτίαν νέμειν τινί, στον ίδ. κ.λπ.
2. με θετική σημασία, εἰ εὖ πράξαιμεν, αἰτία θεοῦ, (η ευδαιμονία μας) οφείλεται σε αυτόν, η δόξα είναι δική του, σε Αισχύλ.· οἱ ἔχουσι ταύτην τὴν αἰτίαν, αυτοί που έχουν την υπόληψη ότι..., που φημίζονται για..., σε Πλάτ.
3. επίπληξη, νουθεσία, παραίνεση· μὴ ἐπ' ἔχθρᾳ τὸ πλέον ἢ αἰτίᾳ, σε Θουκ.
II. αναγκαστικό ή τελικό αίτιο, αιτία, Λατ. causa, σε Πλάτ. κ.λπ.· η δοτ. αἰτίᾳ ως επίρρ., όπως το Λατ. causa, εξαιτίας, χάρη σε, ένεκα· κοινοῦ ἀγαθοῦ, σε Θουκ.
III. περίσταση, ευκαιρία· αἰτίαν παρέχειν, σε Λουκ.
IV. (στη Λογική), η κύρια κατηγορία στην οποία υπάγεται ένα πράγμα, σε Δημ.
Middle Liddell
αἰτέω
I. a charge, accusation, Lat. crimen, and then the guilt or fault implied in such accusation, Pind., Hdt.:—Phrases: αἰτίαν ἔχειν to be accused, τινός of a thing, Pind., etc.;—reversely, αἰτία ἔχει με Pind.; ἐν αἰτίαι εἶναι or γίγνεσθαι Xen., etc.; αἰτίαν ὑπέχειν to lie under a charge, Plat.; αἰτίαν φέρεσθαι Thuc.; αἰτίαις ἐνέχεσθαι Plat.:—opp. to these are ἐν αἰτίαι ἔχειν or δι' αἰτίας to hold one guilty, accuse, Hdt., Thuc., etc.; ἐν αἰτίαι βάλλειν Soph.; αἰτίαν νέμειν τινί Soph., etc.
2. in good sense, εἰ εὖ πράξαιμεν, αἰτία θεοῦ the credit is his, Aesch.; οἳ ἔχουσι ταύτην τὴν αἰτίαν who have this as their characteristic, Plat.
3. expostulation, μὴ ἐπ' ἔχθραι τὸ πλέον ἢ αἰτίαι Thuc.
II. a cause, Lat. causa, Plat., etc.; dat. αἰτίαι, like Lat. causa, for the sake of, κοινοῦ ἀγαθοῦ Thuc.
III. an occasion, opportunity, αἰτίαν παρέχειν Luc.
IV. the head under which a thing comes, Dem.
Chinese
原文音譯:a„t⋯a 埃提阿
詞類次數:名詞(20)
原文字根:請求
字義溯源:原因,緣故,控告,刑事責任,罪狀,罪;源自 (αἰτέω)*=問。這字一般都譯為:緣故( 太19:3; 路8:47);也譯為:(控)告( 徒25:18),罪狀( 太27:37),或簡單的譯為:罪( 約18:38)
出現次數:總共(20);太(3);可(1);路(1);約(3);徒(8);提後(2);多(1);來(1)
譯字彙編:
1) 緣故(9) 太19:3; 路8:47; 徒10:21; 徒22:24; 徒28:20; 提後1:6; 提後1:12; 多1:13; 來2:11;
2) 罪(5) 約18:38; 約19:4; 約19:6; 徒13:28; 徒28:18;
3) 罪狀(2) 可15:26; 徒25:27;
4) 控告(1) 徒25:18;
5) 緣由(1) 徒23:28;
6) 關係(1) 太19:10;
7) 罪狀:(1) 太27:37
English (Woodhouse)
accusation, blame, cause, guilt
Mantoulidis Etymological
(=κατηγορία). Συγγενική μέ τό αἴνυμι (=λαμβάνω). Ἤ ἔχει τήν ἴδια ρίζα μέ τό αἰτῶ. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό αἰτῶ.
Translations
disease
Afrikaans: siekte; Albanian: sëmundje; Amharic: በሽታ; Arabic: مَرَض, دَاء, سُقْم; Armenian: հիվանդություն, ախտ; Assamese: বেমাৰ, ৰোগ; Asturian: enfermedá; Azerbaijani: xəstəlik; Bashkir: ауырыу; Basque: eritasun; Belarusian: хвароба, захворванне, нездароўе, хворасць, нядужасць, немач; Bengali: অসুখ, রোগ, বিমার; Bikol Central: hilang; Breton: kleñved; Bulgarian: болест, заболяване; Burmese: ရောဂါ; Catalan: malaltia; Cebuano: sakit; Cherokee: ᎥᏳᎩ; Chichonyi-Chidzihana-Chikauma: ukongo; Chinese Cantonese: 疾病, 病; Dungan: бин, бемар; Hakka: 病; Mandarin: 疾病, 病, 病症, 症; Min Dong: 病; Min Nan: 病; Wu: 疾病; Czech: nemoc, choroba; Danish: sygdom; Dutch: ziekte; Estonian: haigus, tõbi; Faroese: sjúka; Finnish: tauti, sairaus; French: maladie, mal; Galician: enfermidade, doenza; Georgian: ავადმყოფობა, დაავადება, სენი; German: Krankheit, Infektionskrankheit, Seuche; Gothic: 𐍃𐌰𐌿𐌷𐍄𐍃, 𐍃𐌹𐌿𐌺𐌴𐌹; Greek: ασθένεια, αρρώστια, νόσος, νόσημα, πάθηση; Ancient Greek: ἀδυναστία, αἰτία, ἀκληρία, ἀλυσθένεια, ἀνωμαλία, ἀρρώστημα, ἀρρωστία, ἀσθένεια, ἀσθένημα, διάθεσις, δυσκρασία, νόσος, νοῦσος; Hawaiian: maʻi; Hebrew: מַחֲלָה; Hiligaynon: balatian; Hindi: रोग, व्याधि, बीमारी, मरज़; Hungarian: betegség, kór; Icelandic: sjúkdómur, sýki, mein; Ido: maladeso, morbo; Indonesian: penyakit; Irish: galar, aicíd; Isan: โรค; Italian: malattia, malanno, disturbo, morbo; Japanese: 病気, 疾病; Javanese: ꦥꦚꦏꦶꦠ꧀; Kannada: ರೋಗ; Kazakh: ауру, кесел; Khmer: ជំងឺ, រោគ; Konkani: रोग; Korean: 질병(疾病); Kurdish Central Kurdish: نەخۆشی; Northern Kurdish: nesaxî, nexweşî; Kyrgyz: оору; Lao: ພະຍາດ, ໂລກ; Latgalian: vaideiba, naveseleiba, lyga; Latin: morbus, aegror, infirmitas, languor; Latvian: slimība, liga; Lithuanian: liga, susirgimas; Macedonian: болест, заболување; Malay: penyakit; Malayalam: രോഗം, സുഖക്കേട്; Maltese: marda; Manchu: ᠨᡳᠮᡝᡴᡠ; Maori: tahumaero; Mongolian Cyrillic: өвчин; Mongolian: ᠡᠪᠡᠳᠴᠢᠨ; Navajo: ąąh dah hazʼą́, ąąh dah hoyoołʼaałii, tsʼííh niidóóh; Nepali: रोग, बिमारी; Ngazidja Comorian: uwaɗe; Norwegian Bokmål: sykdom, sjukdom; Nynorsk: sjukdom; Occitan: malautiá; Old Church Slavonic Cyrillic: немощь; Old English: coþu, ādl, ælfsogoþa; Oriya: ରୋଗ; Ossetian: рын; Pali: roga; Pashto: ناروغي; Persian: بیماری, ناخوشی, مرض; Pitjantjatjara: pika; Plautdietsch: Krankheit; Polish: choroba; Portuguese: doença; Punjabi: ਰੋਗ, ਬਿਮਾਰੀ; Romanian: boală, maladie; Russian: болезнь, заболевание, недуг, хворь, немочь, нездоровье, недомогание; Sanskrit: रोग, गद, व्याधि; Santali: ᱨᱳᱜ; Scottish Gaelic: trioblaid, galar, tinneas, euslaint; Serbo-Croatian Cyrillic: бо̏ле̄ст, оболење; Roman: bȍlēst, obolenje; Shan: တၢင်းပဵၼ်, ယေႃးၵႃႇ; Sinhalese: රෝග; Slovak: nemoc, choroba; Slovene: bolezen; Somali: cudur; Spanish: enfermedad, dolencia; Swahili: ugonjwa, maradhi; Swedish: sjukdom; Tagalog: sakit, balatian; Tajik: беморӣ, мараз, нохуши; Tamil: நோய், வியாதி; Tatar: авыру; Telugu: వ్యాధి, రోగము, జబ్బు; Thai: โรค; Tibetan: ན་ཚ, སྙུང་གཞི; Tocharian B: teki; Turkish: hastalık, sayrılık; Turkmen: hassalyk, syrkawlyk, kesel; Ugaritic: 𐎎𐎗𐎕; Ukrainian: хвороба, захворювання, нездоров'я, недуга, неміч, немощі; Urdu: بیماری, مَرَض, روگ; Uyghur: كېسەللىك, كېسەل; Uzbek: xastalik, kasallik, kasal; Vietnamese: bệnh, căn bệnh; Volapük: maläd, näfätamaläd; Welsh: clefyd, afiechyd; White Hmong: mob; Yiddish: זאָך, קראַנקייט, חולאת, מחלה; Zhuang: bingh