συλλαμβάνω
ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself
English (LSJ)
fut. -λήψομαι: pf. -είληφα, Pass. -είλημμαι: aor. συνέλᾰβον, inf. συλλᾰβεῖν:—Med., pres. in Philem.53.4: aor. A συνελαβόμην Hdt.3.49, etc.:—Pass. (v. infr.; in X.An.7.2.14 συλληφθήσεται has been restored for συλλήψεται):—collect, gather together, esp. rally scattered troops, τῆς στρατιῆς τοὺς περιγενομένους Hdt.5.46; τὸ στράτευμα X.Cyr.3.3.1; τὰς δυνάμεις Pl.Grg.456a; σ. θοινάτορας E.Ion 1217. 2 take with one, carry off, S.Tr.1153; ξυλλαβὼν κατέκλινεν αὐτὸν εἰς Ἀσκληπιοῦ Ar.V.122, cf. AP5.52 (tm., Diosc.); συλλαβὼν θεσπίσματα κεῖται παρ' Ἅιδῃ with all his prophecies, S.OT971; ἔρρε, τάσδε συλλαβὼν ἀράς Id.OC1384; ἔκπλει σεαυτὸν συλλαβὼν ἐκ τῆσδε γῆς pack yourself off, Id.Ph.577. 3 put together, close, τὸ στόμα καὶ τοὺς ὀφθαλμούς (of a corpse) Pl.Phd.118a; ξ. αὐτοῦ τὸ στόμα shut his mouth, Ar.Ach.926, cf. Arist.HA623b2; enclose, τῇ ἐπιδέσει συλλαμβάνοντα συνάγειν τοὺς μηρούς Sor.2.86; ξ. καὶ τοὺς τένοντας τοῖσι ἐρίοισι Aret.CA1.6. b combine in pronunciation, λέγε δὴ μόλωμεν ξυνεχὲς ὡδὶ ξυλλαβών say αὐτὸ μόλωμεν as one word, Ar.Eq.21. 4 in speaking, comprehend, comprise, ἑνὶ ἔπεϊ πάντα συλλαβόντα εἰπεῖν Hdt.3.82; πᾶν . . συλλαβὼν εἴρηκας Id.7.16.γ; εἰς ἓν πάντα σ. Pl.Sph.234b, cf. Tht.147d; τὰ ἄλλα εἰς ταὐτό Id.Plt.263d:—Pass., to be comprehended (logically), μετὰ τοῦ γένους αἱ συλλαμβανόμεναι διαφοραί Arist.Metaph.1037b31, cf. 998b28; σὺν τῇ ὕλῃ συνειλημμένος, i.e. concrete, opp. abstract, ib.1039b21, cf. 1035a25, al. II lay hands on, seize, ὁλκάδας Hdt.6.26; κόμην ἀπρὶξ ὄνυξι συλλαβὼν χερί S.Aj.310; τέττιγα τοῦ πτεροῦ Archil. 143 (loosely paraphrased, cf. Hermes 23.279); τὰ ποτήμενα συλλαβῆν Theoc.29.30; ξ. τῶν σχοινίων lay hold of them, help to pull, Ar.Pax 437:—Med., τίς ξυλλάβοιτ' ἂν τοῦ ξύλου; Id.Lys.313, cf. Pax465 (lyr.). b buy up, τὰ τρύβλια Id.Eq.650. 2 seize the person of... apprehend, arrest, IG12.39.7, Hdt.2.121.έ, Ar.Ach.206, Antipho 5.29, And.1.45, PCair.Zen.15v.44, 202.2 (iii B.C.); συνέλαβον αὐτὸν καὶ ἀπήχθη εἰς τὸ δεσμωτήριον ib.484.21 (iii B.C.); σ. ζῶντα, ὅμηρον, E.Rh.513, Or.1189; τινὰ ἐπὶ θανάτῳ Isoc.4.154; συλλαβόντας αὐτὸν ἴσχειν seize and hold him, IG42(1).122.40 (Epid., iv B.C.):— Pass., πρὶν ξυλληφθῆναι before they were arrested, Th.1.20, cf. Hdt. 1.80, al., And.1.101, PCair.Zen.15v.7 (iii B.C.). 3 of the mind, grasp the meaning of, comprehend, τὸ χρηστήριον, τὸ ῥηθέν, τὸν λόγον, τὴν φωνήν, Hdt.1.63,91, 2.49, 4.114; παρκείμενον συλλαβὼν τέρας Pi.O.13.73, cf. Pl.Sph.218c, etc. III receive at the same time, enjoy together, Hdt.1.32. IV of females, conceive, Arist.HA582a19, GA727b8, Sor.1.28, etc.; ἐν γαστρί Hp.Aph.5.46; ξυλλαβοῦσα τὴν γονήν Id.Steril.220; of the womb, σ. τὸ σπέρμα Arist.HA583b29, al., cf. Luc.VH1.22: but συνειληφυῖα τοῦ τεκεῖν near to be delivered, LXX 1 Ki.4.19. V take with or besides, take as an assistant, τὴν δίκην σ. E.Fr.584; ἄτεγκτον σ. καρδίαν Id.HF 833. VI c. dat. pers., take pert with another, assist him, οὐ τοῖς ἀθύμοις ἡ τύχη ξ. S.Fr.927, cf. E.Med.813, Hdt.6.125, etc.; τὰ δυνατὰ τῇ πόλει ξ. Ar.Ec.861; σ. τισί τι take part with or assist them in a thing, Id.Lys.540 (lyr.), X.Cyr.7.5.49, etc.; σ. τινί τινος E.Med.946, Ar.V.734 (lyr.); σ. τινί τινι D.18.20: with a Prep., συνέλαβε γὰρ ἄλλα . . ἐς τὸ πείθεσθαι contributed towards persuading, Hdt.7.6, cf. X.Mem.2.6.28: abs., assist, A.Ch.812 (lyr.), S.Tr.1019 (lyr.), Ar.Eq. 229, Th.1.118; δεῖ δὲ ξυλλαμβάνοντα τοὺς θεοὺς ἐπικαλέεσθαι while invoking the gods one must help oneself, Hp.Insomn.87. 2 Med., c.gen.rei, take part in, συνελάβοντο τοῦ στρατεύματος Hdt.3.49; ὅστις νόσου κάμνοντι συλλάβοιτο S.Ph.282; ξυνελάβοντο τοῦ τοιούτου οὐχ ἥκιστα, ὥστε . .especially contributed to this, Th.4.47: c. dat., καιρῷ χειμῶνος συλλαβέσθαι κυβερνητικήν intervene in a storm together with circumstance, Pl.Lg.709c: sometimes in tmesi, ξύμ μοι λάβεσθε τοῦ μύθου Id.Phdr.237a, cf. AP9.559 (Crin.).
German (Pape)
[Seite 975] (s. λαμβάνω), zusammennehmen, zusammenfassen; ἑνὶ ἔπεϊ πάντα συλλαβὼν εἶπεν, Her. 3, 82; πᾶν συλλαβὼν εἴρηκας, 7, 16, 3; κόμην ἀπρὶξ ὄνυξι συλλαβὼν χερί, Soph. Ai. 303; – τὸ στόμα καὶ τοὺς ὀφθαλμούς, einem Todten Mund und Augen zudrücken, Plat. Phaed. 118 c; – umfassen, zusammenbringen, z. B. zersprengte Krieger wieder sammeln, Her. 5, 46; εἰς ἓν πάντα συλλαβών, Plat. Soph. 234 b; ἁπάσας τὰς δυνάμεις συλλαβοῦσα ὑφ' αὑτῇ ἔχει, Gorg. 456 a; – ergreifen, fassen; συλλαβὼν τέρας, Pind. Ol. 13, 73; συλλαβὼν ἔμπρησον, Soph. Phil. 788; συλλάβετέ γ' αὐτόν, 991; auch ἔκπλει σεαυτὸν συλλαβὼν ἐκ τῆσδε γῆς, 573; οὐχὶ συλλήψεσθ' ἄγραν; Eur. Or. 1346; gefangen nehmen, μέλλων συλληφθήσεσθαι, Thuc. 1, 134; Xen. Cyr. 8, 8, 6 An. 1, 1, 3 u. öfter; τὸν πολιτικὸν οὐδαμοῦ συνελάβομεν, ἀλλ' ἡμᾶς ἔλαθεν ἐκφυγών, Plat. Polit. 275 d, vgl. Lach. 194 b; – empfangen, schwanger werden, Sp., wie Plut. de vit. aer. al. 4. – Übertr. = mit den Sinnen auffassen u. mit dem Verstande begreifen, vernehmen, verstehen, τὸ ῥηθέν, τὴν φωνήν, τὸν λόγον, τὴν Ἑλλάδα γλῶσσαν, τὸ θεοπρόπιον, Her. 1, 91. 2, 49. 56. 3, 64. 4, 114; Plat. Soph. 218 c u. öfter, u. Folgde; – mit Einem eine Sache anfassen, τινί, Her. 6, 125, vgl. 7, 6; τινί τινος, Ar. Ran. 441; mit Hand anlegen, be i ste hen, helfen, συλλάβοι δ' ἐνδίκως παῖς ὁ Μαίας, Aesch. Ch. 799; οὐδ' ὅστις νόσου κάμνοντι συλλάβοιτο, Soph. Phil. 282, wo Buttmann nicht νόσον zu ändern brauchte; vgl. σύλλαβε μόχθων Eur. H. A. 160; συλλήψομαι τοῦδέ σοι κἀγὼ πόνου, Med. 946; συλλαμβάνειν τινί, Her. 6, 125, vgl. 7, 6; τινὶ τοῦ πράγματος, Ar. Vesp. 734 u. öfter; ἡ τύχη συλλαμβάνει ἡμῖν, Isocr. 1, 3; Xen. Cyr. 2, 5, 49 Mem. 2, 6, 37; εἴς τι, zu Etwas behülflich sein, Cyr. 1, 6, 25; Plat. Legg. X, 905 c; gewöhnlicher ist in dieser Bdtg das med., Her. 3, 49; ξυνελάβοντο τοῦ τοιούτου οὐχ ἥκιστα οἱ στρατηγοί, Thuc. 4, 47, u. öfter; Xen. Ages. 2, 30; οἷς ἂν συλλάβηται τῆς συνουσίας ἡ τοῦ δαιμονίου δύναμις, Plat. Theag. 129 e.
French (Bailly abrégé)
f. συλλήψομαι, ao.2 συνέλαβον, pf. συνείληφα;
1 rassembler, réunir : τὸ ἕτερον στράτευμα XÉN rassembler le reste de l'armée ; particul. embrasser dans le discours : σ. πᾶν HDT, ἑνὶ ἔπεϊ πάντα σ. HDT résumer tout d'un mot;
2 comprimer, fermer : τὸ στόμα καὶ τοὺς ὀφθαλμούς PLAT la bouche et les yeux à un mort;
3 prendre avec soi, emporter, emmener : τινα qqn ; σ. ἑαυτὸν ἐκ γῆς SOPH partir à la hâte du pays ; avec idée de violence κόμην σ. χερί SOPH s'arracher les cheveux ; avec le gén. : σ. τέττιγα τοῦ πτεροῦ LUC tenir, saisir une cigale par l'aile ; σ. τινα saisir, arrêter qqn;
4 fig. embrasser par la pensée, comprendre : τὸν λόγον HDT le discours ; τὴν Ἑλλάδα γλῶσσαν HDT savoir la langue grecque;
5 concevoir, devenir enceinte ou pleine en parl. de pers. ou d'animaux;
6 prendre avec qqn, càd mettre la main avec qqn, aider, assister, secourir : σ. τινι venir en aide à qqn ; σ. τὸ δέον XÉN aider dans ce qui est nécessaire ; σ. τινί τι ou τινί τινος assister qqn en qch, aider qqn pour qch ; εἴς τι aider à qch, contribuer à qch;
Moy. συλλαμβάνομαι aider, assister : τινος (τινι) EUR qqn en qch ; σ. νόσου κάμνοντι SOPH soulager un homme qui souffre (litt. prendre avec celui qui souffre une part de son mal) ; ξυνελάβοντο τοῦ τοιούτου οὐχ ἥκιστα ὥστε THC ils ne contribuèrent pas peu à cela que….
Étymologie: σύν, λαμβάνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συλ-λαμβάνω, Att. ξυλλαμβάνω, ook in tmesis bijeenbrengen, verzamelen, verenigen, m. n. van troepen:; τὸ στράτευμα het leger Xen. Cyr. 3.3.1; ook alg..; τὰ πάντα … ταῦτα συλλαβεῖν ἄνθρωπον ἐόντα ἀδύνατόν ἐστι het is onmogelijk om dat alles als mens in jezelf te verenigen Hdt. 1.32.8; overdr..; σ. καρδίαν het hart verzamelen, d.w.z. moed verzamelen Eur. HF 833; in het spreken bij elkaar nemen:; ἑνί … ἔπεϊ πάντα συλλαβὼν εἰπεῖν om alles met één woord samen te vatten Hdt. 3.82.5; σ. εἰς ἕν onder één noemer brengen Plat.; om één woord te maken uit een aantal lettergrepen; Aristoph. Eq. 21; van ogen en monden, de oogleden of lippen bij elkaar nemen: sluiten, dichtdoen. vastgrijpen, vastpakken:; κόμην χερί het haar met de hand Soph. Ai. 310; met acc. en gen. ( spreekw. ); τέττιγα τοῦ πτεροῦ συνείληφας je hebt een cicade bij de vleugel te pakken (d.w.z. je hebt beet!) Luc. 51.1; de handen leggen op, zich meester maken van; van personen oppakken, arresteren, gevangennemen:; ὅμηρον als gijzelaar Eur. Or. 1189; ἐπὶ θανάτῳ om hem ter dood te brengen Isocr. 4.154; overdr. begrijpen:. τὸ ῥηθέν het gezegde Hdt. 1.91.4. pakken (om mee te nemen), meenemen:. ἔρρε, τάσδε συλλαβὼν ἀράς wegwezen, en neem deze vervloekingen mee Soph. OC 1384. helpen, bijstaan, ook med.; met dat. iem. of iets; met dat. en acc. iem. met of in iets = met dat. en gen. = met dat. en εἰς + acc.:; ξύμ μοι λάβεσθε τοῦ μύθου help me met de vertelling Plat. Phaedr. 237a; met alleen gen..; σ. τοῦ ξύλου helpen met het brandhout Aristoph. Lys. 313; τῶν σχοινίων met de kabels Aristoph. Pax 437; deelnemen, alleen med.; met gen. aan iets:. τοῦ στρατεύματος aan de expeditie Hdt. 3.49.1. van vrouwen (een kind) ontvangen, zwanger worden, ook med.: ἐν γαστρί in de buik.
Russian (Dvoretsky)
συλλαμβάνω: (βᾰ) (fut. συλλήψομαι, aor. 2 συνέλαβον, pf. συνείληφα)
1 собирать, соединять, объединять (τοὺς περιγενομένους τῆς στρατιῆς Her.; ἁπάσας τὰς δυνάμεις Plat.): ἑνὶ ἔπεϊ πάντα συλλαβόντα εἰπεῖν Her. чтобы охватить все (это) в одном слове, т. е. одним словом, короче говоря; ξ. εἰς ταὐτό Plat. объединять в одну группу, сводить воедино;
2 закрывать (τὸ στόμα τε καὶ ὀφθαλμούς Plat.): σ. τὸ στόμα τινός Arst. зажимать рот кому-л.;
3 забирать (с собою), уводить (τινά Soph., Eur., Arph., NT): ξ. ἑαυτὸν ἐκ τῆς γῆς Soph. поспешно уходить из страны;
4 захватывать: σ. τινὰ ζῶντα Eur. захватывать кого-л. живьем; σ. τινὰ ὅμηρον Eur. брать кого-л. в качестве заложника; κόμην συλλαβεῖν χερί Soph. схватиться руками за волосы; συλλαβεῖν τέττιγα τοῦ πτεροῦ Luc. поймать цикаду за крылышко;
5 задерживать, подвергать аресту (τινά Soph.): σ. ἐπὶ θανάτῳ Isocr., Luc. арестовать для предания смерти;
6 охватывать: πάντα σ. τὸν λόγον Her. охватывать вопрос полностью; ξ. τῷ λόγῳ τι Plat. выражать что-л. словами;
7 усваивать (τὴν Ἑλλάδα γλῶσσαν Her.): ἄτεγκτον συλλαβοῦσα καρδίαν Eur. обладательница неумолимого сердца, жестокосердая;
8 постигать, понимать (τι Plat.): σ. τὸ χρηστήριον Her. понять смысл прорицания;
9 принимать в себя (τὸ σπέρμα Arst.): συλλαβεῖν τὸ ἔμβρυον Luc. понести, забеременеть;
10 становиться беременной (τὸ θῆλυ συλλαμβάνει Arst.; συνέλαβεν ἡ γυνὴ αὐτοῦ NT);
11 тж. med. помогать, оказывать поддержку (τοῖς ἀθύμοις Soph.; τῇ πόλει Arph.; τινί NT): σ. τινί τινος Eur., Xen., τινί τι Her., Xen. и τινὶ εἴς τι Xen. помогать кому-л. в чем-л.; σ. τινί τινι Dem. помогать кому-л. чем-л.; σ. εἴς τι Xen. содействовать или способствовать чему-л.; νόσου κάμνοντι συλλαβέσθαι Soph. помочь больному в его страданиях; οὐχ ἥκιστα συλλαβεῖν τινος Thuc. немало способствовать чему-л.; συλλαβέσθαι τοῦ στρατεύματος Her. принять участие в походе; ξύμ μοι λάβεσθε τοῦ μύθου Plat. помогите мне в (моем) повествовании.
English (Slater)
συλλαμβάνω take up παρκείμενον δὲ συλλᾰβὼν τέρας sc. Bellerophon (O. 13.73)
English (Strong)
from σύν and λαμβάνω; to clasp, i.e. seize (arrest, capture); specially, to conceive (literally or figuratively); by implication, to aid: catch, conceive, help, take.
English (Thayer)
(sometimes συνλαμβάνω (see below)): future 2nd person singular συλλήψῃ (L T Tr WH συλλήμψῃ (see Mu)), συνείληφεν, Tr text WH), participle feminine συνειληφυῖα (R G L T); 2nd aorist συνέλαβον; 1st aorist passive συνεληφθην (L T Tr WH συνελήμφθην; see Mu); middle, present imperative 2nd person singular συλλαμβάνου (T Tr WH συνλαμβανου, cf. σύν, II. at the end; Tdf Proleg., p. 76) συνελαβομην; from Aeschylus and Herodotus down; the Sept. for תָּפַשׂ and לָכַד;
1. Active,
a. to seize, take: τινα, one as a prisoner, Winer's Grammar, 275 (259)); ἀργαν ἰχθύων, to conceive, of a woman (often so in the Sept. for הָרָה): absolutely, Aristotle, h. a. 7,1, p. 582{a}, 19; genitive an. 1,19, p. 727^b, 8f; (Phil. de vitand. acre alien. 4. 4; cf. Winer's Grammar, 593 (552); Buttmann, § 130,5)); with ἐν γαστρί added, τινα, a son (ἐν τῇ κοιλία added, to seize for oneself; in a hostile sense, to make (one a permanent) prisoner: τινα, to take hold together with one, to assist, help: to succor, Sophocles Philippians 282; Plato, Theag., p. 129{e}; Diodorus 11,40; in this sense in Greek writings more commonly in the active).
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και διαλ. τ. συλλαβαίνω Ν λαμβάνω
1. (σχετικά με πρόσ. ή ζώο) πιάνω κάποιον ή κάτι καλά και δεν τον αφήνω να φύγει, κατακρατώ βίαια κάποιον (α. «η αστυνομία συνέλαβε όλους τους υπόπτους» β. «συνέλαβον αὐτὸν καὶ ἀπήχθη εἰς τὸ δεσμωτήριον», πάπ.)
2. αντιλαμβάνομαι, εννοώ, καταλαβαίνω
3. (για γυναίκα) μένω έγκυος
νεοελλ.
1. μού έρχεται στον νου, σχηματίζω στη σκέψη («εγώ συνέλαβα την ιδέα να πάμε εκδρομή»)
2. φρ. «συλλαμβάνει ο φακός» — γίνεται φωτογράφιση
αρχ.
1. μαζεύω κάτι και το φέρνω στο ίδιο σημείο με κάτι άλλο, συνάγω, συναθροίζω και, ιδίως, συγκεντρώνω διεσπαρμένα στρατεύματα («ἀπῄει συλλαβὼν τὸ στράτευμα ὅσον τε ἦλθεν ἔχων»
Ξεν.)
2. παίρνω κάποιον ή κάτι μαζί μου («ξυλλαβὼν κατέκλινεν αὐτὸν εἰς Ἀσκληπιοῦ», Αριστοφ.)
3. κλείνω, σφαλίζω («ξυνέλαβε τὸ στόμα καὶ τοὺς ὀφθαλμούς», Πλάτ.)
4. εγκλείω, εσωκλείω («τῇ ἐπιδέσει συλλαμβάνονται συνάγειν τοὺς μηρούς», Σωρ.)
5. (στην ομιλία) περιλαμβάνω («ἑνὶ ἔπεϊ πάντα συλλαβόντα εἰπεῖν», Ηρόδ.)
6. συνδυάζω κατά την εκφώνηση, κατά την προφορά
7. πιάνω με το χέρι, αρπάζω («κόμην ἀπρίξ ὄνυξι συλλαβὼν χερί», Σοφ.)
8. κρατώ κάτι
9. δέχομαι κάτι ταυτόχρονα με κάτι άλλο («τὰ πάντα μὲν νυν ταῦτα συλλαβεῖν ἄνθρωπον», Ηρόδ.)
10. παίρνω κάποιον ως βοηθό
11. παρίσταμαι και εγώ στην εκτέλεση ενός έργου βοηθώντας κάποιον άλλο
12. διευκολύνω την πραγματοποίηση ενός έργου
13. αγοράζω κάτι εξ ολοκλήρου ή κατά το μεγαλύτερο μέρος
14. μέσ. συλλαμβάνομαι
συμμετέχω σε κάτι.
Greek Monotonic
συλλαμβάνω: μέλ. -λήψομαι, παρακ. συνείληφα — Παθ. -είλημμαι, αόρ. αʹ συνέλᾰβον, απαρ. συλλᾰβεῖν — Παθ., μέλ. -ληφθήσομαι·
I. 1. συλλέγω, συνάγω, μαζεύω, συμμαζεύω, ιδίως συναθροίζω διεσπαρμένα στρατεύματα, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.
2. απλώς, παίρνω μαζί μου, παίρνω μακριά, απάγω, σε Σοφ., Αριστοφ.· αγοράζω ταχέως, σε Αριστοφ.
3. συνάπτω, συγκλείω, κλείνω το στόμα ενός πτώματος, σε Πλάτ.· συλλαμβάνω αὐτοῦ τὸ στόμα, του κλείνω το στόμα, σε Αριστοφ.
4. στην ομιλία, περιλαμβάνω, περιέχω, εμπερικλείω, σε Ηρόδ., Πλάτ.
II. 1. απλώνω χέρι σε κάτι, αρπάζω, γραπώνω, πιάνω, με αιτ., σε Ηρόδ., Σοφ.· με γεν., συλλαμβάνω τῶν σχοινίων, κρατώ τα σχοινιά, τα λουριά, έχω τον έλεγχό τους, σε Αριστοφ.· απόλ. μτχ., ξυλλαβών, γρήγορα, βιαστικά, με βιασύνη, στον ίδ.· επίσης στη Μέσ. με γεν., ξυλλαβέσθαι τοῦξύλου, στον ίδ.
2. συλλαμβάάνω, πιάνω, θέτω υπό κράτηση, σε Ηρόδ., Αττ. — Παθ., πρὶν ξυλληφθῆναι, προτού συλληφθούν, σε Θουκ.
3. λέγεται για το νου, εννοώ, καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, σε Ηρόδ., Πίνδ.
III. δέχομαι, λαμβάνω συγχρόνως, απολαμβάνω από κοινού, σε Ηρόδ.
IV. λέγεται για γυναίκες ή θηλυκά ζώα, συλλαμβάνω, μένω έγκυος, κυοφορώ, εγκυμονώ, σε Λουκ.
V. 1. με δοτ. προσ., λαμβάνω μέρος από κοινού με άλλον, βοηθώ, συνεργώ, σε Ηρόδ., Αττ.
2. με δοτ. προσ. και γεν. πράγμ., συμμετέχω με κάποιον σε κάτι, σε Ευρ., Αριστοφ.· ομοίως στη Μέσ., συνελάβετο τοῦ στρατεύματος, σε Ηρόδ.· νόσου συλλαβέσθαι, σε Σοφ.· συνεισφέρω σε κάτι, σε Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
συλλαμβάνω: μέλλ. -λήψομαι· πρκμ. -είλημμαι· ἀόρ. συνέλᾰβον· ἀπαρ. συλλᾰβεῖν· ― ὁ μέσος ἐνεστ. ἀπαντᾷ παρὰ Φιλήμ. ἐν «Παγκρατιαστῇ» 1· ὁ μέσος ἀόρ. συχνάκις· (παρὰ Ξεν. ἐν Ἀναβ. 7. 2, 1 συλληφθήσεται ἐκ διορθώσεως ἀντὶ συλλήψεται). Λαμβάνω καὶ φέρω ὁμοῦ, φέρω ἐπὶ τὸ αὐτό, συνάγω, συναθροίζω, ἰδίως συναθροίζω διεσπαρμένα στρατεύματα, τῆς στρατιῆς τοὺς περιγενομένους Ἡρόδ. 5. 46· τὸ στράτευμα Ξεν. Κύρ. 3. 3, 1· τὰς δυνάμεις Πλάτ. Γοργ. 456Α· οὕτω, ξ. θοινάτορας Εὐρ. Ἴων 1217. 2) ἁπλῶς, λαμβάνω μετ’ ἐμαυτοῦ, ἀπάγω, Σοφ. Τρ. 1153, κτλ.· ξυλλαβὼν κατέκλινεν εἰς Ἀσκληπιοῦ Ἀριστοφ. Σφ. 122, πρβλ. Ἀνθ. Π. 5. 53· ξυλλαβὼν θεσπίσματα κεῖται παρ’ Ἅιδῃ, μετὰ πάντων τῶν θεσπισμάτων, Σοφ. Ο. Τ. 971· ἔρρε, τάσδε συλλαβὼν ἀρὰς ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 1384· ἔκπλει σεαυτὸν συλλαβὼν ἐκ τῆσδε γῆς, πάρε τὸν ἑαυτόν σου καὶ φύγε, ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 577. 2) συνάπτω, ἑνώνω, κλείω, τὸ στόμα καὶ ὀφθαλμοὺς (ἐπὶ νεκροῦ) Πλάτ. Φαίδων ἐν τέλ.· σ. αὐτοῦ τὸ στόμα, κλείω τὸ στόμα του, Ἀριστοφ. Ἀχ. 926, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 39, 7. 4) ἐν ὁμιλίᾳ, περιλαμβάνω, περικλείω, ἐνὶ ἔπεϊ πάντα συλλαβὼν εἰπεῖν Ἡρόδ. 3. 82· πᾶν... συλλαβὼν εἴρηκας ὁ αὐτ. 7. 16, 3· ξ. εἰς ἓν πάντα Πλάτ. Σοφ. 234Β, πρβλ. Θεαίτ. 147D· τὰ ἄλλα εἰς ταὐτὸ ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 263D. ― Παθ., περιλαμβάνομαι (λογικῶς), μετὰ τοῦ γένους αἱ συλλαμβανόμεναι διαφοραὶ Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 12, 5, πρβλ. 2. 3, 8· συνειλῆφθαι τῇ ὕλῃ, εἶμαι συγκεκριμένος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀφῃρημένον, αὐτόθι 6. 10, 9, πρβλ. 6. 15, 1, κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐπιθέτω χεῖρα, λαμβάνω, πιάνω, ἁρπάζω, ἐπιλαμβάνομαι, Ἡρόδ. 6. 26· κόμην ἀπρὶξ ὄνυξι συλλαβὼν χερὶ Σοφοκλ. Αἴ. 310· συλ. τέττιγα τοῦ πτεροῦ, συλλαμβάνω καὶ κρατῶ ἐκ τῆς πτέρυγος, Ἀρχίλ. παρὰ Λουκ. Ψευδολ. 1· σ. τῶν σχοινίων, ἐπιλαμβάνομαι αὐτῶν, κρατῶ τὰ σχοινία, βοηθῶ σύρων αὐτά, Ἀριστοφ. Εἰρ. 437· ὅθεν ἐν τῇ μετοχ. ξυλλαβὼν ποιῶ τι, κάμνω τι ταχέως, ἐν σπουδῇ, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 21· ὡσαύτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ξυλλαβέσθαι τοῦ ξύλου ὁ αὐτ. ἐν Λυσιστρ. 313, ἐν Εἰρ. 465· ― ἀγοράζω ἀμέσως, τὰ τρύβλια ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 650. 2) ὡς καὶ νῦν, συλλαμβάνω τινά, Ἡρόδ. 1. 80., 2. 114, κ. ἀλλ., Ἀριστοφ. Ἀχ. 206, Ἀντιφῶν 133. 3, Ἀνδοκ., κλπ.· σ. ζῶντα, ὅμηρον Εὐρ. Ρῆσ. 513, Ὀρ. 1189· τινὰ ἐπὶ θανάτῳ Ἰσοκρ. 73Α. ― Παθ., πρὶν ξυλληφθῆναι Θουκ. 1. 20. 3) ἐπὶ τῆς διανοίας, συναρπάζω τὴν σημασίαν τινός, ἀντιλαμβάνομαι ὀξέως, ἐννοῶ, καταλαμβάνω, τὸ χρηστήριον, τὸ ῥηθέν, τὸν λόγον, τὴν φωνὴν Ἡρόδ. 1. 63, 91., 2. 49., 4. 114· παρκείμενον συλλαβὼν τέρας Πινδ. Ο. 13. 103, πρβλ. Πλάτ. Σοφιστ. 218C. ΙΙΙ. δέχομαι, λαμβάνω συγχρόνως, ὁμοῦ ἀπολαύω, Ἡρόδ. 1. 32. IV. συλλαμβάνω ἐν γαστρί, ἐγγαστρώνομαι, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 1, 16, π. Ζ. Γεν. 1. 19, 19, κ. ἀλλ.· ἐν γαστρὶ Ἱππ. Ἀφ. 125· σ. ἔμβρυον Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 22· ― ἐπὶ τῆς μήτρας, σ. τὸ σπέρμα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 4, 1, κ. ἀλλ. V. λαμβάνω ὁμοῦ ἢ προσέτι, λαμβάνω ὡς βοηθόν, τὴν δίκην σ. Εὐρ. Ἀποσπ. 588· ἄτεγκτον ξ. καρδίαν ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 883. VI. μετὰ δοτ. προσ., λαμβάνω μέρος μετά τινος ἄλλου, βοηθῶ τινα, οὐ τοῖς ἀθύμοις ἡ τύχη ξ. Σοφ. Ἀποσπ. 666, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 813, Ἡρόδ. 6. 125, κτλ.· τὰ δυνατὰ τῇ πόλει ξ. Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 861· σ. τινί τι, λαμβάνω μέρος μετά τινος, βοηθῶ τινα εἴς τι, ὁ αὐτ. ἐν Λυσιστρ. 540, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 49, κλπ.· οὕτω, σ. τινί τινος Εὐρ. Μήδ. 9. 6, Ἀριστοφ. Σφ. 734· σ. τινί τινι Δημ. 231. 25· ὡσαύτως μετὰ προθ., συνέλαβε γὰρ ἄλλα... ἐς τὸ πείθεσθαι, συνετέλεσεν εἰς κατάπεισιν, Ἡρόδ. 7. 6, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 28· ― ἀπολ., συντελῶ, βοηθῶ, Αἰσχύλ. Χο. 812, Σοφ. Τρ. 1019, Ἀριστοφ. Ἱππ. 229, Θουκ. 1. 118, κλπ. VII. ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, μετὰ γεν. πράγμ., λαμβάνω μέρος εἴς τι, συνελάβετο τοῦ στρατεύματος Ἡρόδ. 3. 49· ὅστις νόσου κάμνοντι συλλάβοιτο Σοφ. Φιλ. 282· ξυνελάβοντο τοῦ τοιούτου, οὐχ ἥκιστα ὥστε..., ἰδιαιτέρως συντέλεσαν εἰς τοῦτο, Θουκ. 4. 47· ― σπανίως μετ’ αἰτ., σ. κυβερνητικὴν Πλάτ. Νόμ. 709C· ― ἐνίοτε ἐν τμήσει ἔτι καὶ ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, ξύμ μοι λάβεσθε τοῦ μύθου ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρῳ 237Α, πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 559. ― Πρβλ. συνεπιλαμβάνομαι. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 157-158.
Middle Liddell
fut. -λήψομαι perf. συνείληφα pass. -είλημμαι aor1 συνέλᾰβον inf. συλλᾰβεῖν Pass., fut. -ληφθήσομαι
I. to collect, gather together, esp. to rally scattered troops, Hdt., Xen., etc.
2. simply, to take with one, take up and carry off, Soph., Ar.: to buy up, Ar.
3. to put together, close the mouth of a corpse, Plat.; ς. αὐτοῦ τὸ στόμα to shut his mouth, Ar.
4. in speaking, to comprehend, comprise, Hdt., Plat.
II. to lay hold of, seize, grasp, c. acc., Hdt., Soph.; c. gen., ς. τῶν σχοινίων to lay hold of them, Ar.; absol. in part., ξυλλαβών quickly, in a hurry, Ar.:—also in Mid., c. gen., ξυλλαβέσθαι τοῦ ξύλου Ar.
2. to apprehend, arrest, Hdt., attic:— Pass., πρὶν ξυλληφθῆναι before they were arrested, Thuc.
3. of the mind, to comprehend, understand, Hdt., Pind.
III. to receive at the same time, enjoy together, Hdt.
IV. of females, to conceive, Luc.
V. c. dat. pers. to take part with, assist, Hdt., attic:—absol. to assist, Aesch., etc.
2. c. dat. pers. et c. gen. rei, to take part with one in a thing, Eur., Ar.:—so in Mid., συνελάβετο τοῦ στρατεύματος Hdt.; νόσου συλλαβέσθαι Soph.: to contribute towards a thing, Thuc.
Chinese
原文音譯:sullamb£nw 需而-藍巴挪
詞類次數:動詞(16)
原文字根:共同-取得 相當於: (לָכַד) (יָקַח / לָקַח / קָח) (תָּפַשׂ)
字義溯源:捉拿,拿住,拿,懷孕,成胎,懷胎,懷了,幫助,同占,打(魚);由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(λαμβάνω)*=拿,取)組成。這字十六次使用中,主要有三方面意義:
1)拿取,捉拿 2)懷孕,成胎 3)幫助參讀 (ἀγρεύω) (ἀντιλαμβάνω) (διαπορεύομαι)同義字
出現次數:總共(16);太(1);可(1);路(7);約(1);徒(4);腓(1);雅(1)
譯字彙編:
1) 拿住(3) 約18:12; 徒23:27; 徒26:21;
2) 拿(2) 太26:55; 可14:48;
3) 幫助(2) 路5:7; 腓4:3;
4) 捉拿了(1) 徒12:3;
5) 既懷了胎(1) 雅1:15;
6) 他們⋯拿(1) 路22:54;
7) 捉拿(1) 徒1:16;
8) 懷了孕(1) 路1:24;
9) 成胎(1) 路2:21;
10) 你要懷(1) 路1:31;
11) 打的(1) 路5:9;
12) 懷了(1) 路1:36