πρόσωπο

From LSJ
Revision as of 19:20, 6 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " πᾱν " to " πᾶν ")

οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians

Source

Greek Monolingual

το / πρόσωπον ΝΜΑ, πληθ. πρόσωπα και προσώπατα ΝΑ
1. το εμπρόσθιο μέρος του κεφαλιού του ανθρώπου και σπαν. τών ζώων, η μορφή, το μούτρο (α. «έλαμπε το πρόσωπό του από χαρά» β. «τὸ πρόσωπόν σου νίψαι», ΚΔ)
2. το πρόσθιο μέρος κάθε πράγματος, η πρόσοψη (α. «το πρόσωπο του σπιτιού» β. «κατὰ πρόσωπον της νεώς», Αχιλλ. Τάτ.)
3. η επιφάνεια, ιδίως της γης («πᾱν ἔθνος ἀνθρώπων κατοικεῖν ἐπὶ πᾶν τὸ πρόσωπον τῆς γῆς», ΚΔ)
4. ήρωας λογοτεχνικού, ιδίως θεατρικού, έργου και ο ρόλος του
5. ο άνθρωπος ως άτομο άσχετα με το φύλο και σε αντιδιαστολή προς το ζώο και το πράγμα (α. «γνωρίζει πρόσωπα και πράγματα» β. «εἰ προσδέξεταί σε, εἰ λήψεται πρόσωπόν σου», ΠΔ)
6. η αφηρημένη ιδιότητα να είναι κανείς υποκείμενο γενικά έννομων σχέσεων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων (α. «νομικό πρόσωπο» — καθετί που μπορεί να έχει δικαιώματα και υποχρεώσεις
β. «φυσικό πρόσωπο» — ο άνθρωπος)
7. γραμμ. γραμματική κατηγορία που δηλώνει τη θέση του ομιλητή και του ακροατή κατά την επικοινωνιακή πράξη: α' πρόσωπο που δηλώνει τον ομιλητή, β' πρόσωπο, που δηλώνει τον ακροατή, γ' πρόσωπο, το πρόσωπο ή το πράγμα για το οποίο γίνεται λόγος
8. θεολ. οι τρεις αιώνιοι τρόποι της ύπαρξης του θεού καθ' εαυτόν και της αποκάλυψής του στον κόσμο
9. παροιμ. φρ. «ἐν ἱδρῶτι τοῦ προσώπου σου φαγῇ τὸν ἄρτον σου» — με τον προσωπικό σου μόχθο να κερδίζεις τα προς το ζην (ΠΔ)
νεοελλ.
1. ο ρόλος που διαδραματίζει κάποιος σε μία περίσταση
2. φρ. α) «χάθηκε από το πρόσωπο της γης» — εξαφανίστηκε
β) «κατά πρόσωπο» — απευθείας, ενώπιον κάποιου
γ) «δεν έχω πρόσωπο να βγω στον κόσμο» — ντρέπομαι, δεν τολμώ από ντροπή
δ) «δεν είδε Θεού πρόσωπο» — όλα του έρχονται ανάποδα, τίποτε δεν κατόρθωσε να πετύχει
ε) «με τί πρόσωπο θα τον αντικρύσω» λέγεται σε περιπτώσεις μεγάλης ντροπής
3. παροιμ. α) «το πρόσωπο είναι σπαθί» — εάν κάποιος ζητήσει κάτι αυτοπροσώπως υπάρχουν μεγάλες πιθανότητες να το πετύχει
β) «κάλλιο κόκκινο πρόσωπο παρά μαύρη καρδιά» — είναι προτιμότερο να στενοχωρηθεί κανείς αρνούμενος χάρη που του ζητήθηκε, παρά να μετανοήσει αργότερα
αρχ.
1. η φυσιογνωμία κάποιου
2. αστρολ. δεκανός ο οποίος θεωρείται ως κατοικία κάποιου πλανήτη
3. το προσωπείο, η προσωπίδα («ὅς ἐν πομπαῑς ἄνευ τοῦ προσώπου κωμάζει», Δημοσθ.)
4. προτομή ή προσωπογραφία κάποιου
5. τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα («ποιήσασθαι μετάβασιν ἐπὶ τὸ τῆς Ἑλλάδος ὄνομα καὶ πρόσωπον», Πολ.)
6. φρ. α) «πρόσωπον πόλεως» — το χαρακτηριστικό της πόλης
β) «oἱ ἄρτοι τοῦ προσώπου» — οι άρτοι της προθέσεως
γ) «πρόσωπον Κυρίου» ή «πρόσωπον Θεού» ή «πρόσωπον οὐρανοῦ» — ο Θεός
δ) «κατά πρόσωπον» — απέναντι
ε) ποιῶ τινος τὸ πρόσωπον» — εκπροσωπώ, αντιπροσωπεύω κάποιον
στ) «πίπτω ἐπὶ πρόσωπον» — πέφτω στα γόνατα
ζ) «τοσόνδ' ἔχεις τόλμης πρόσωπον» — τόσο θρασύς και αναιδής είσαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για συνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. πρός ὦπα (< ὤψ, ὠπός «όψη, οφθαλμός», πρβλ. μέτωπον, εἰσῶπα, ἐνῶπα) με σημ. «το μέρος του κεφαλιού που βρίσκεται μπροστά, στην πλευρά τών ματιών» (πρβλ. γοτθ. and-augi, αγγλοσαξ. and - wlita, γερμ. Αntlitz «όψη, πρόσωπο» < γοτθ. wlitz «όψη»). Η λ. πρόσ-ωπον (πρβλ. προσ-όψομαι, μελλ. του προσ-ορώ συνδέεται με το αρχ. ινδ. pratīka- «όψη» (< prati = προτί, τ. του προς + μηδενισμένη βαθμίδα της ρίζας okw- «βλέπω», βλ. λ. ὄπωπα). Η ονομ. και δοτ. πληθ. προσώπατα και προσώπασι έχουν σχηματιστεί προς διευθέτηση μετρικών αναγκών, κατά τα οὔατα / οὔασι (βλ. λ. οὖς). Η λ. πρόσωπο(ν) με αρχική σημ. «το μπροστινό μέρος του κεφαλιού του ανθρώπου, η μορφή, η όψη» χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει και τον άνθρωπο γενικά ως άτομο, ως υποκείμενο, ως χαρακτήρα, σε αντιδιαστολή προς το ζώο και το πράγμα (πρβλ. προσωπικότητα).
ΠΑΡ. προσωπείο(ν), προσωπίς (-ίδα)
αρχ.
προσωπεύομαι, προσωπιάς, προσωπίδιον, προσώπιον, προσωποῦττα
μσν.-νεοελλ. προσωπικός
νεοελλ.
προσωπάκι.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) προσωπολήπτης
αρχ.
προσωποποιός
μσν.
προσωποειδής, προσωπολεξία
νεοελλ.
προσωπαλγία, προσωπάρχης, προσωπογραφία, προσωποδέρνω, προσωποκρατώ, προσωπολάτρης, προσωπολογία, προσωπομετρία, προσωποπαγής. (Β' συνθετικό) αμφιπρόσωπος, αντιπρόσωπος, απρόσωπος, αυτοπρόσωπος, γυναικοπρόσωπος, διπρόσωπος, ερυθροπρόσωπος, ετεροπρόσωπος, ευπρόσωπος, κακοπρόσωπος, μακροπρόσωπος, μικροπρόσωπος, μονοπρόσωπος, πλατυπρόσωπος, πολυπρόσωπος, στενοπρόσωπος, στρογγυλοπρόσωπος, τερατοπρόσωπος, τριπρόσωπος, χαλκοπρόσωπος
αρχ.
αιγοπρόσωπος, αιλουροπρόσωπος, αισχροπρόσωπος, ανδροπρόσωπος, βουπρόσωπος, δυσπρόσωπος, εμπρόσωπος, επιπρόσωπος, ηδυπρόσωπος, θηλυπρόσωπος, ιδιοπρόσωπος, ιπποπρόσωπος, καλλιπρόσωπος, καλοπρόσωπος, καραβοπρόσωπος, κριοπρόσωπος, κυνοπρόσωπος, λεοντοπρόσωπος, μουσοπρόσωπος, ξενοπρόσωπος, ομοιοπρόσωπος, ονοπρόσωπος, ορνιθοπρόσωπος, ουλοπρόσωπος, οφιοπρόσωπος, παμπρόσωπος, σκληροπρόσωπος, ταυροπρόσωπος, τραγοπρόσωπος, χρυσοπρόσωπος
νεοελλ.
αβροπρόσωπος, αγγελοπρόσωπος, αγριοπρόσωπος, αδροπρόσωπος, ασκημοπρόσωπος, ασπροπρόσωπος, αχνοπρόσωπος, διπλοπρόσωπος, εκπρόσωπος, κοκκινοπρόσωπος, κρινοπρόσωπος, λευκοπρόσωπος, μαλακοπρόσωπος, μαυροπρόσωπος, μεγαλοπρόσωπος, ξανθοπρόσωπος, ολιγοπρόσωπος, ομορφοπρόσωπος, ταυτοπρόσωπος, τριτοπρόσωπος, φεγγαροπρόσωπος, φιλοπρόσωπος, χαριτοπρόσωπος, ωραιοπρόσωπος, ωχροπρόσωπος].