δέκα
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
οἱ, αἱ, τά, indecl., A ten, Il.2.372, Od.9.160, etc.; οἱ δέκα the Ten, Isoc.18.6; ἡ τῶν δ. τυραννίς Arist.Ath.41.2; also οἱ δέκα = the Attic orators, Philostr.VS2.1.14; τὰ δέκα [ἔτη] ἀφ' ἥβης those who are ten years past 20 (the age of military service), X.HG3.4.23; δέκα ἄνδρες = Lat. decemviri, App.Hann.56: compds. (not in early writers, but usu. in Hellenistic Gr.) δεκᾰ-είς, Tab.Heracl.2.34, Plu. Num.3: δεκαδύο, PSI5.509.10 (iii B.C.), IG22.1013.31 (ii/i B.C.), Plu. Cat.Mi.44, Act.Ap.19.7: δεκατρεῖς, D.47.77,81, BGU644.5 (i A.D.): δεκατέσσαρες, α, Plb.1.36.11, etc.; Delph. δεκατέτορες SIG241A2 (iv B.C.): δεκαπέντε, PRev.Laws12.17 (iii B.C., prob.), D.S.2.13 codd.; Thess. δεκαπέμπε IG9(2).553.13 (Larisa, i B.C.): δεκαέξ, Tab.Heracl.2.40,PSI4.379.6 (iii B.C.), LXXGe.46.18, Str.2.5.42: δεκαεπτά, PSI5.509.13 (iii B.C.), v.l. in D.S.12.36, J.BJ5.11.4, S.E.M.1.114, etc.: δεκαοκτώ, IG 2.1054.47, Cleonid.Harm.2, Ev.Luc.13.11: δεκαεννέα, PSI4.396.12 (iii B.C.), D.S.12.71, Plu.2.932b:—hence δεκα-έννατος, A nineteenth, ἡμέρα Lyd.Ost.18.
German (Pape)
[Seite 541] οἱ, αἱ, τά, indeclin., zehn, Latein. decem, Sansktit dacan, Gothisch taihun, Althochdeutsch zehan, s. Curtius Grundzüge der Griech. Etymol. 1, 104. Verwandt ist wohl δέχομαι (δέκομαι), δεξιός, δάκτυλος, δοχμή; nämlich »zehn« ist die Zahl der Finger; diese aber erhielten ihren Namen wohl im Griech. wie im Deutschen vom »fangen«, aufnehmen, fassen, δέχεσθαι, δέκεσθαι, Wurzel Δεκ-; die rechte Hand ist vorzugsweise diejenige, mit welcher man zugreift, aufnimmt, faßt, daher δεξιός. Δέκα nun also heißt wörtlich übersetzt »die Finger«, d. i. »die Fingerzahl«. Das deutsche »Finger« ist der dem Griech. δέκα zu Grunde liegenden Wurzel Δεκ-lautlich fremd und stammt von einer anderen dem Δεκ- gleichbedeutenden Wurzel; doch erscheint wohl auch im Deutschen die Wurzel Δεκ- außer im Zahlworte »zehn« oder »zehen« noch in der »Zehe«, Gothisch taihô, Althochdeursch zehâ; die »Zehen« sind die zehen Finger, die Faßglieder der Füße. – Das Wort δέκα findet sich von Homer an überall; bei Homer ist es in der Ilias weit häufiger als in der Odyssee; in letzterer findet es sich 4, 129. 9, 160. 24, 340, an allen drei Stellen als genaue Zahlbestimmung. Als Ausdruck für eine unbestimmte Vielheit in der Ilias, 2, 372. 489. 4, 347; als genaue Zahlbestimmung in der Ilias z. B. 2, 618. – Attisch bezeichnet οἱ δέκα eine Behörde, die aus zehn Personen besteht, »die Zehnmänner«, decemviri. – Bei Xen. Hell. 3, 4, 23 sind οἱ τὰ δέκα ἀφ' ἥβης, sc. ἔτη, die, welche schon 10 Jahre seit dem 20. Jahre Kriegsdienste gethan haben.
Greek (Liddell-Scott)
δέκᾰ: οἱ, αἱ, τά, ἄκλ., Ἰλ. Β. 372, Ὀδ. Ι. 160, κτλ.· – οἱ δέκα, δηλ. ἄρχοντες, Decemviri, Λυσ. 172. 26, Ἰσοκρ. 372Β· οἱ δέκα [ἔτη] ἀφ’ ἥβης, οἱ ὑπερβάντες κατὰ δέκα ἔτη τὸ 20 τῆς ἡλικίας αὐτῶν (τὸν χρόνον δηλ. τῆς στρατιωτικῆς ὑπηρεσίας), Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 23· τὸ δέκα συντίθεται μετὰ τοῦ ἓν καὶ δύω: ἕνδεκα, δυώδεκα· ἀλλὰ παλαιότεροι καὶ δόκιμοι συγγραφεῖς ἔλεγον: τρεῖς καὶ δέκα, τέσσαρες καὶ δέκα, κτλ.· τὸ σύνθετον δεκα-τρεῖς ἀπαντᾷ παρὰ τῷ Ψευδο-Δημ. 1158. 25., 1162. 21., 1164. 12· δεκα-τέσσαρες, α, Πολυβ. 1. 36, 11, κτλ.· δεκα-πέντε, Διοδ. 2. 13· δεκαεπτά, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 1. 114, κτλ.· γεν. δέκων, ἐν Ἐπιγρ. Ἰων τῆς Χίου, R öhl JGA 381d, 13, ἐν ᾗ κεῖνται καὶ αἱ γεν. δυῶν, τεσσερακόντων, πεντηκόντων, ἐνενηκόντων· παρ’ Ἡσιόδ. Ε. Η. 696 τριηκόντων. (Πρβλ. Σανσκρ. daśan, Λατ. decem, κτλ., ἴδε ἐν Δδ Ι· πρβλ. ὡσαύτως δάκτυλος).
French (Bailly abrégé)
(οἱ, αἱ, τά)
numéral indécl.
dix.
Étymologie: cf. lat. decem.
English (Autenrieth)
ten.
English (Slater)
δέκα
1 ten τρεῖς δὲ καὶ δέκ' ἄνδρας ὀλέσαις (O. 1.79) πέφνε δὲ τρεῖς καὶ δέκ' ἄνδρας, τετράτῳ δ αὐτὸς ἐπεδάθη fr. 135.
Spanish (DGE)
(δέκᾰ) οἱ, αἱ, τά
• Alolema(s): arcad. δέκο Sokolowski 2.32.6 (Arcadia V a.C.)
• Grafía: graf. ζέκα IO 2.3 (VI a.C.), SEG 11.275.3 (Fliunte VI a.C.)
• Morfología: [masc. sg. ὁ δ. Speus.28.23, FXanthos 7.48.3 (I d.C.), Athenag.Leg.6.1; indecl., pero gen. δέκων Schwyzer 688D.13 (Quíos V a.C.)]
I ref. a una cantidad determinada
1 numeral diez, Il.2.618, 9.122, 19.247, Od.9.160, 24.340, Hes.Th.636, Op.612, IO l.c., SEG l.c., τὰ δέκα ἀφ' ἥβης las diez clases más jóvenes en servicio militar e.e., las incluidas en los diez años a partir de haber cumplido la edad militar, X.HG 2.4.32, 3.4.23, δ. ἀρχαί diez principios básicos que constituyen el universo según algunos pitagóricos, Pythag.B.5, δ. λόγοι los diez mandamientos LXX Ex.34.28, De.10.4, δ. Αἰῶνες los diez Eones producidos por Λόγος y Ζωή según la gnosis valentiniana, Iren.Lugd.Haer.1.1.2
•llamados tb. δ. Δυνάμεις Iren.Lugd.Haer.1.3.2, cf. 1.11.1
•unido a otros numerales c. o sin καί expresando los guarismos del once al diecinueve δέκα hέν once, TEracl.2.34 (IV a.C.), δέκα δύο doce Hp.Vict.3.80, cf. Schwyzer l.c., δέκα τέτορες catorce, CID 2.31.2 (IV a.C.), δέκα ἕξ dieciséis LXX Ge.46.18, ἑπτὰ δὲ καὶ δέκα diecisiete, Od.5.278, 7.267, 24.63, δέκα ὀκτώ LXX Id.3.14, ὀκτὼ καὶ δέκα ... γεγονὼς ἔτη Philostr.VS 585, cf. IAbonuteichos 6.15, δέκα ἐννέα IG 42.110A.9 (IV/III a.C.)
•c. multiplicativo τρίς δέκα treinta Call.Dian.33.
2 ref. a grupos de personas οἱ Δ. esp. ref. a grupos institucionales:
a) la comisión de diez πρόβουλοι elegida en Atenas durante la revolución oligárquica del 411 a.C. εἶπον γνώμην δ. ἄνδρας ἑλέσθαι ξυγγραφέας αὐτοκράτορας Th.8.67, aunque ya elegidos tras la derrota de Sicilia según Decr. en Arist.Ath.29.5;
b) el gobierno oligárquico que en Atenas sucedió al de los Treinta en el 403 a.C, Isoc.18.6, αἱροῦνται δὲ δ. τῶν πολιτῶν αὐτοκράτορας ἐπὶ τὴν τοῦ πολέμου κατάλυσιν Arist.Ath.38.1, ἡ τῶν δ. τυραννίς Arist.Ath.41.2 (cf. δεκαδοῦχος);
c) el gobierno de diez magistrados o decadarcas que los espartanos instauraron en diversas ciudades tras la Guerra del Peloponeso τυραννοῦνται καὶ ὑπὸ δ. ἀνδρῶν, οὓς Λύσανδρος κατέστησεν ἐν ἑκάστῃ πόλει X.HG 3.5.13;
d) en Roma los decenviros ref. a los decemuiri stlitibus iudicandis δ. [ἀν] δρῶν ἐπὶ τῆς τῶν [δι] αφορῶν κρίσεως IEphesos 701.5 (I d.C.), τῶν δέκα ἀνδρῶν τῶν τὰ φονικὰ δικασάντων IG 4.588.2, 5(1).533.6 (ambas II d.C.), cf. IG 5(1).1390.32, 167 (Andania I a.C.), FXanthos 7.48.3 (I d.C.), IGR 3.134 (Paflagonia II d.C.), 3.249 (Laodicea), D.C.54.26.6, tb. sg. δ. ἀνήρ FXanthos 7.48.3 (I d.C.)
•los decemuiri legibus scribendis τὰ ... γραφέντα ὑπὸ τῶν δ. ἀνδρῶν D.H.10.55, ἐν ... τῇ Ῥώμῃ δέκα ἄνδρες κατεστάθησαν νομογράφοι D.S.12.23, cf. 24
•los decemuiri agris diuidundis δέον αὐτοὺς ἄνδρας ... ἀποδεῖξαι δ. τοὺς ὁριοῦντας τὴν γῆν siendo preciso que designaran a los decenviros encargados de fijar los límites de la tierra D.H.8.81, cf. 9.37
•los decemuiri sacris faciundis οἱ χρησμοὶ ... ὑπ' ἀνδρῶν δ. φυλαττόμενοι D.H.4.62, οἱ ... τὰ Σιβύλλεια ἐπισκεπτόμενοι δ. ἄνδρες App.Hann.56, οἱ δέκα ἱερεῖς D.C.74.1;
e) ref. una comisión de diez legados o decénviros encargada de tratar los asuntos de los territorios conquistados ἡ σύγκλητος ἄνδρας δ. καταστήσασα Plb.18.42.5, cf. ILampsakos 4.69 (II a.C.), App.Hisp.99;
f) οἱ δ. los Diez oradores áticos, Philostr.VS 585.
II ref. a una cantidad indeterminada en hipérb., diez como número arbitrario o convencional εἴ μοι δέκα μὲν γλῶσσαι, δέκα δὲ στόματ' εἶεν Il.2.489, cf. 372, 4.347, Emp.B 129.6, ἵνα ... ἕξετε θλῖψιν ἡμερῶν δ. para que tengáis tribulación durante diez días, Apoc.2.10.
III fil. y mat. el número diez, el diez como abstracción αἴ τις ἀπὸ τῶν δέκα ἓν ἀφέλοι Dialex.5.14
•considerado número perfecto en la fil. pitagórica ἔστι ... τὰ δέκα τέλειος Speus.28.15, ὁ ... δέκα ἔχει ἴσους (τοὺς πρώτους καὶ ἀσυνθέτους καὶ τοὺς δευτέρους καὶ συνθέτους) el diez tiene igual cantidad (tanto de números primos y simples como de secundarios y compuestos) Speus.28.23, μέγιστος ... ἀριθμὸς ὁ δέκα κατὰ τοὺς Πυθαγορικούς Athenag.l.c.
•en autores crist., como número que representa la perfección de Dios ὅρα ... τὸν δ. τέλειον ὄντα καὶ οἰκεῖον θεοῦ Origenes Fr.62 in Ier.39.17, cf. Io.10.1 (p.171).
• Etimología: De *dekm̥, cf. ai. dáśa, lat. decem, etc.
English (Strong)
a primary number; ten: (eight-)een, ten.
English (Thayer)
οἱ, αἱ, τά (from Homer down), ten: θλῖψις ἡμερῶν δέκα, i. e. to last a short time: Terence, heaut. 5,1, 36 decem dierum vix mi est familia.
Greek Monolingual
οι, τα (AM δέκα, οἱ αἱ, τά)
άθροισμα τόσων μονάδων όσα είναι τα δάχτυλα και τών δύο χεριών του ανθρώπου
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. χαρτί της τράπουλας με δέκα σημεία (δέκα σπαθί, μπαστούνι, κούπα ή καρό)
2. φρ. α) «δέκα πληγές του Φαραώ» — οι δέκα θεομηνίες που ενέσκηψαν στην Αίγυπτο για να αναγκάσουν τον Φαραώ να επιτρέψει την έξοδο τών Εβραίων από τη χώρα
β) «δέκα εντολές» — οι εντολές του Μωσαϊκού νόμου
γ) «δέκα, δέκα» — ανά δέκα («να μετρήσεις τα αντίτυπα δέκα, δέκα»)
αρχ.
1. ως ουσ. οἱ δέκα (άνδρες)
Αθηναίοι άρχοντες επί Πεισιστράτου
2. οἱ δέκα
οι Αττικοί ρήτορες
3. «οἱ δέκα ἀφ' ἥβης» — αυτοί που έχουν συμπληρώσει δέκα χρόνια από την εκπλήρωση της στρατιωτικής τους θητείας, όσοι είναι τριάντα ετών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δέκα ανάγεται σε IE dekm πρβλ. λατ. decem, αρχ. ινδ. dάśa).
ΠΑΡ. δεκάκις, δέκατος
αρχ.
δεκαχή
αρχ.-μσν.
δεκανός
νεοελλ.
δεκάρι, δεκαριά.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) δεκάβαθμος, δεκαγράμματος, δεκάγωνος, δεκαδάκτυλος, δεκάδραχμος, δεκαεννέα, δεκαέξι, δεκαεπτά, δεκαετής, δεκάκλινος, δεκάλιτρος, δεκάλογος, δεκάμετρος, δεκάμηνος, δεκαοκτώ, δεκαπέντε, δεκαπλάσιος, δεκάπλευρος, δεκαπλός, δεκάποδος, δεκάπους, δεκάρχης, δεκάσημος, δεκάστιχος, δεκάστυλος, δεκασύλλαβος, δεκατέσσερεις, δεκατρείς, δεκάχορδος, δεκάχρονος
αρχ.
δεκαβάμων, δεκάβοιος, δεκαγονία, δεκαδάρχης, δεκάδαρχος, δεκάδελτος, δεκαδούχος, δεκάδωρος, δεκαείς, δεκαέτηρος, δεκακότυλος, δεκακυμία, δεκαμναίος, δεκάμνους, δεκαμοιρία, δεκάμορφος, δεκαναΐα, δέκανδρος, δεκάπαλαι, δεκάπλοκος, δεκάπολις, δεκάπτυχος, δεκάρουρος, δεκάρταδος, δεκάσπορος, δεκαστάδιον, δεκαστάτηρος, δεκάστεγος, δεκάσχημος, δεκάφνιος, δεκάφυλος, δεκάχαλκον, δεκάχιλοι, δεκάχορδος, δεκάχρονος, δεκέμβολος, δεκέτηρος, δεκέτης, δεκήρης, δεκώβολον, δεκώρυγος
αρχ.-μσν.
δεκαδύω, δεκαόργυιος, δεκάπληγος, δεκατάλαντος
μσν.
δεκακέφαλοι, δεκάπλεθρος, δεκανομώ
νεοελλ.
δεκάγραμμος, δεκαγώνιο, δεκάδιπλος, δεκάεδρος, δεκάζυγο, δεκαήμερος, δέκαθλο, δεκάκερος, δεκάκωπος, δεκάλοδος, δεκαμελής, δεκαμερής, δεκάμερο, δεκασέλιδος, δεκασχιδής, δεκάτομος, δεκάφυλλος, δεκαφώτιστος, δεκάωρος. (Β' συνθετικό) δώδεκα, ένδεκα
αρχ.
αυτόδεκα, δυοκαίδεκα, δυώδεκα, εκκαίδεκα, εννεακαίδεκα, εξκαίδεκα, επτακαίδεκα, οκτωκαίδεκα, πεντεκαίδεκα, συνδώδεκα, συνεκκαίδεκα, τεσσαρεσκαίδεκα, τεσσερεσκαίδεκα, τρεισκαίδεκακα, τρισκαίδεκα.
Greek Monotonic
δέκᾰ: οἱ, αἱ, τά, άκλιτο, δέκα, Λατ. decem, σε Όμηρ. κ.λπ.· οἱ δέκα, οι Δέκα (άρχοντες), σε Ρήτ.· οἱ δέκα (ἔτη) ἀφ' ἥβης, αυτοί οι οποίοι έχουν περάσει κατά δέκα χρόνια την ηλικία των 20 (δηλ. την ηλικία της στρατιωτικής θητείας), σε Ξεν. (μερικοί το συνδέουν με το δάκ-τυλος, από τον αριθμό των δαχτύλων).
Russian (Dvoretsky)
δέκα: οἱ, αἱ, τά indecl. десять: εἰς τὰ δ. καταριθμεῖν Arst. считать по десятичной системе; οἱ τὰ δ. (sc. ἔτη) ἀφ᾽ ἥβης Xen. на 10 лет переросшие призывной возраст, т. е. тридцатилетние; οἱ δ. Thuc., Lys., Isocr. (= οἱ δεκαδοῦχοι) коллегия десяти (преимущ. правительство в составе десяти человек, захватившее, при содействии Лисандра, власть в Афинах; в Риме - децемвиры Diod.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δέκα, indecl., tien; subst. τὰ δέκα ἀφ’ ἥβης de tien klassen vanaf dienstleeftijd (d.w.z. leeftijdsgroepen soldaten voor elke leeftijd tussen de 20 en 30 jaar);. οἱ δ. de Tien (tirannen, in Athene) Xen. Hell. 2.4.24.
Frisk Etymological English
Grammatical information: numeral
Meaning: ten (Il.)
Compounds: ἕν-, δώ-, also δυώ-, δυό-.
Derivatives: Inherited (s. below) δέκατος (Arc. Lesb. δέκοτος cf. Arc. δυώδεκο) tenth; f. δεκάτη (sc. μερίς) the tenth (Ion.-Att.) with δεκατεύω exact tithe (Ion.-Att.), with δεκάτευμα (Call.), δεκάτευσις (D. H.), δεκατεία (Plu.), δεκατευτής (Harp.) and δεκατευτήριον customhouse (X.); rare δεκατόω id. (Ep. Hebr.); δεκατός sentenced to a fine of one tenth of ones property (Cyren.), haplol. for δεκα[τω]τός or δεκα[τευ]τός; - δεκάτη (sc. ἡμέρα) the tenth day of the month or after the birth of a child, when the name-giving occurred (Ion.-Att.) with δεκαταῖος (Pl.) and δεκατισταί (Bithynia; s. Chantr. Form. 318f.). - δεκάς, -άδος f. decade, groop of ten, esp. soldiers, δεκαδεύς member of a decade (X.) also president of a college of ten men (Trozen), δεκαδικός (Herm. Alex. in Phdr.), δεκαδιστής, -ίστρια (Delos) = δεκατιστής; Thphr. Char. 27, 11 (s. Fraenkel Nom. ag. 2, 71). - δεκανός decurio, surveyor with δεκανία, δεκανικός (pap., cf. Mayser pap. 12 : 3, 88), Macedonian (v. Wilamowitz Glaube 2, 401 n. 2). - Isolated denomin. δεκάζω bribe (the judges) (Att.) s.v. with δεκασμός (D. H.)s. Oldfather P.-W. 13, 2398f. - Uncertain OAtt. δεκᾶν (IG 12, 919).
Origin: IE [Indo-European] [191] *deḱm̥ ten.
Etymology: Gr. δέκα, Lat. decem, Skt. dáśa a.o. from IE *déḱm. Beside it a collektive t-formation (Sommer Zum Zahlwort 21 n. 1; also on δεκάκις, -ιν) in Skt. daśát, Lith. dẽšimt, OCS desętь, Alb. djetë ten, also in the ordinals δέκατος, Lith. dešim̃tas, OCS desętъ, Goth. taihunda etc., IE *déḱm̥tos (but s. Meillet BSL 29, 29f.). Lat. decimus, Skt. daśamá- however from *dḱm̥mos. - Collective δεκάς is a Greek innovation: on the suffix (= Hitt. -ant\/d-) Sommer Münch. Stud. z. Sprachwiss. 4, 1ff. - Lit. in W.-Hofmann s. decem; also Brandenstein Die erste idg. Wanderung (Wien 1936) 22. S. also εἴκοσι and ἑκατόν.
Middle Liddell
[Some connect it with δάκτυλος, from the number of the fingers.]
ten, Lat. decem, Hom., etc.: —οἱ δέκα the Ten, Oratt.: οἱ δέκα [ἔτη] ἀφ' ἥβης those who are ten years past 20 (the age of military service), Xen.
Frisk Etymology German
δέκα: {déka}
Meaning: zehn.
Composita : Kopulativ-Kompp. ἕν-, δώ-, auch δυώ-, δυό-.
Derivative: Davon als altererbte Bildung (vgl. unten) δέκατος (ark. lesb. δέκοτος wie ark. δυώδεκο) der zehnte; f. δεκάτη (sc. μερίς) der Zehnte (ion. att.) mit δεκατεύω den Zehnten eintreiben (ion. att.), wovon δεκάτευμα (Kall.), δεκάτευσις (D. H.), δεκατεία (Plu.), δεκατευτής (Harp.) und δεκατευτήριον ‘Zehnt-, Zollstätte’ (X.); vereinzelt δεκατόω ib. (Ep. Hebr.); dazu δεκατός zur Buße des Zehnten seines Vermögens verurteilt (kyren.), eher haplologisch für δεκα[τω]τός bzw. δεκα[τευ]τός als direkt von δέκα, s. Kretschmer Glotta 18, 212; — δεκάτη (sc. ἡμέρα) ‘der zehnte Tag des Monats bzw. nach der Geburt eines Kindes, wo die feierliche Namengebung stattfand’ (ion. att.) mit δεκαταῖος (Pl., Arist. u. a.; zur Bildung Schwyzer 596) und δεκατισταί (Bithynien; nach den Nomina auf -ισταί, vgl. Chantraine Formation 318f.). — δεκάς, -άδος f. ‘Dekade, Zehnergruppe, bes. von Soldaten’, überh. ‘Gruppe (von Soldaten)’ (seit Β 126) mit δεκαδεύς Angehöriger einer Dekade (X.) auch Vorsitzender eines Zehnmännerkollegiums (Trozen), δεκαδικός (Herm. Alex. in Phdr. u. a.), δεκαδιστής, -ίστρια (Delos) = δεκατιστής; als Konj. Thphr. Char. 27, 11 (Näheres bei Fraenkel Nom. ag. 2, 71). — δεκανός decurio, Aufseher mit δεκανία, δεκανικός (Pap. usw., vgl. Mayser Pap. 12 : 3, 88), nach v. Wilamowitz Glaube 2, 401 A. 2 makedonisch, dazu Schwyzer 71, 490, Instinsky, Reall. f. Antike u. Christentum 3, 603ff., jedenfalls nicht aus lat. decānus [nach primānus usw.], das erst spät belegt ist). — Semantisch isoliert steht das denominative δεκάζω ‘(Richter) bestechen’ (att.) mit δεκασμός (D. H., Plu.), volkstümlicher Ausdruck, eig. ‘in die δεκάς (scil. Λύκου), d. h. die Zahl der bestechlichen Richter eintragen’; Näheres bei Oldfather P.-W. 13, 2398f. — Sehr unsicher altatt. δεκᾶν (IG 12, 919).
Etymology : Gr. δέκα, lat. decem, aind. dáśa und übrige damit identische Wörter für zehn gehen auf idg. *déḱm̥ zurück. Daneben stand eine kollektive t-Erweiterung (s. zuletzt Sommer Zum Zahlwort 21 A. 1; auch über δεκάκις, -ιν) in aind. daśát, lit. dẽšimt, aksl. desętь, alb. djetë zehn, die auch den Ordinalia δέκατος, lit. dešim̃tas, aksl. desętъ, got. taihunda usw., idg. *déḱm̥tos, zugrunde liegen kann (anders Meillet BSL 29, 29f.; vgl. noch Porzig Gliederung 198). Lat. decimus, aind. daśamá- usw. dagegen aus *dḱm̥mos. — Das kollektive δεκάς ist dagegen griechische Neubildung: zum Suffix (= heth. -ant/d-) Sommer Münch. Stud. z. Sprachwiss. 4, 1ff. — Reiche Lit. bei W.-Hofmann s. decem, auch mit glottogonischen Etymologien; dazu noch Brandenstein Die erste idg. Wanderung (Wien 1936) 22. S. auch εἴκοσι und ἑκατόν.
Page 1,359-360
Chinese
原文音譯:dška 得卡
詞類次數:形容詞(27)
原文字根:十 相當於: (עֶשֶׂר / עֲשָׂרָה)
字義溯源:十*,十個,十座。十,可以用來形容人事物時地:
1)指人( 太25:1; 可10:41)
2)指財物( 路15:8; 19:24 ,25)
3)指地方( 路19:17)
4)指角( 啓12:3; 13:1; 17:3)
5)指時間( 啓2:10)與 (τάλαντον)或 (χιλιάς)合譯,意為:十千,一萬
同源字:1) (ἀποδεκατεύω / ἀποδεκατόω)獻上十分之 2) (δέκα / δεκαέξ / δεκαοκτώ)十 3) (δεκαδύο)十和二 4) (δεκαπέντε)十和五 5) (Δεκάπολις)低加波利,十座城 6) (δεκατέσσαρες)十和四 7) (δέκατος)十分之一 8) (δέκατος)第十的 9) (δεκατόω)付十分之一 10) (δώδεκα)二和十 11) (δωδέκατος)第十二 12) (δωδεκάφυλον)整體 13) (ἕνδεκα)十一 14) (ἑνδέκατος)第十一 15) (πεντεκαιδέκατος)五和第十 16) (τεσσαρεσκαιδέκατος)第十四
出現次數:總共(27);太(3);可(1);路(13);徒(1);啓(9)
譯字彙編:
1) 十(14) 太25:28; 路13:4; 路13:11; 路13:16; 路14:31; 徒25:6; 啓2:10; 啓12:3; 啓13:1; 啓17:3; 啓17:7; 啓17:12; 啓17:12; 啓17:16;
2) 十個(10) 太20:24; 太25:1; 路15:8; 路17:12; 路19:13; 路19:13; 路19:16; 路19:24; 路19:25; 啓13:1;
3) 十個人(2) 可10:41; 路17:17;
4) 十座(1) 路19:17