ἑλίσσω
Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
English (LSJ)
or ἐλίσσω (the latter more freq. in codd. of Hom.), Att. ἑλίττω, Ep. inf. A -έμεν Il.23.309; Ion. εἰλίσσω or εἱλίσσω (εἱλίσσω is found in codd. of Hdt. (v. infr.), but κατελίσσειν Hp.Acut.(Sp.) 37, κατειλίξαι Id.Morb.2.18, al.): fut. ἑλίξω E.Ph.711: aor. εἴλιξα Pl.Ti.73a (εἵλίσσω codd., but κατειλίξας IG22.204.32); part. ἑλίξας Il.23.466, Ion. εἰλίξας Hdt.4.34:—Med., Il.23.320: fut. ἑλίξομαι 17.728: aor. ἑλιξάμην 12.467,17.283:—Pass.,fut. ἑλιγήσομαι LXXIs.34.4: aor.1 εἱλίχθην E.Or.358; part. ἑλιχθείς Il.12.74: pf. εἵλιγμαι Hes.Th.791, ἐλήλιγμαι Paus.10.17.12: plpf. εἵλικτο E.HF927; Ion. 3pl. εἱλίχατο Hdt.7.90. —The Ion. form is found in Trag. (v. infr., codd. usually εἱλίσσω; but τ' εἰ.A.Pr.138 (lyr., cod. Med.), cf.Ar.Ra.1314,1348 (cod. Rav.)), in IG l.c., and codd. of Pl. (as Ti.l.c., ἀν-ειλίττων Phlb.15e); ἐπειλίξας is f.l. in D.23.161. (ϝελίσσω, ἐϝελίσσω, cf. εἴλω, ἐλελίζω ad fin.): — turn round or turn about: Act. in Hom. always of turning a chariot round the doubling-post, οἶσθα γὰρ εὖ περὶ τέρματ' ἐλισσέμεν [ἵππους] Il.23.309,cf.466. 2 generally, roll, ἑλίσσω βίου πόρον roll life's stream along, Pi.I.8(7).15; of the chariot of Day, αἰθὴρ κοινὸν φάος εἱλίσσων A.Pr.1092 (anap.); ἥλιος . . εἱλίσσων φλόγα E.Ph.3; εἰλίσσω κόνιν roll the eddying dust, A.Pr. 1085 (anap.); ἑλίσσω δίνας, of the Euripus, E.IT7, cf.1103 (lyr.); ἑλίσσω κόρας, ἑλίσσω βλέφαρα, Id.HF868 (troch.), Or.1266(lyr.). 3 of any rapid motion, ἅλιον . . ἑ. πλάταν ply it swiftly, S.Aj.358 (lyr.); of the dance, ἑλίσσω πόδα move the swift foot, cj. in E.Or.171 (lyr.), cf.IA215(lyr.); εἱλίσσω θιάσους lead the dancing bands, Id.IT1145 (lyr.); ἑλίσσω χορούς Stratt.66.5: abs., dance, E.Ph.234 (lyr.), cf. Or.1292 (whence ἑλίσσω τινά dance in honour of... Id.HF690 (lyr.), IA1480 (lyr.)); ἑλίσσω βωμόν dance round it, Call. Del.321. 4 roll or wind round, πλόκαμον περὶ ἄτρακτον Hdt.4.34, cf. 2.38; λίνον ἠλακάτᾳ δακτύλοις ἔλισσε E.Or.1432 (lyr.); χεῖρας ἀμφὶ γόνυ ἑλίσσω clasp them round... Id.Ph.1622. 5 metaph., turn in one's mind, revolve, τοιαῦθ' ἑλίσσω S.Ant.231, cf. Pl.Epin.978d; μῆτιν A.R.1.463; ἑλίσσω κακοὺς λόγους speak wily words, E.Or.892. 6 κόλπους ἑλίσσω form winding reaches, of rivers, D.P.630; ἀγκῶνας Id.979. II Med. and Pass., turn oneself round or turn oneself about (but in Il. 12.49 εἱλίσσεθ' ἑταίρους (as read by Nicanor) rallied his comrades), ἑλιχθέντων ὑπ' Ἀχαιῶν when they turned to face the foe, ib.74, cf. 408; so of a wild boar, ἑλιξάμενος having turned to bay, 17.283; of a serpent, coil himself, ἑλισσόμενος περὶ χειῇ 22.95; ἡ δέ τ' ἐλισσομένη πέτεται (sc. καλαῦροψ) the shepherd's staff flies spinning through the air, 23.846; κνίση . . ἑλισσομένη περὶ καπνῷ rolling with the smoke, 1.317; ἑλισσόμενοι περὶ δίνας whirled round in the eddies, 21.11; of a river, δίνῃς ἀργυρέῃς εἱλιγμένος Hes.Th.791, cf. D.S.1.32; of the waves, τὸ ἑλισσόμενον αἰεὶ κυμάτων Pi.N.6.55; of ocean, ἑλίσσεσθαι περὶ πᾶσαν χθόνα A.Pr.138; ὧραι ἑλισσόμεναι the circling hours, Pi. O.4.3. 2 turn hither and thither, go about, ἀν' ὅμιλον Il.12.49; καθ' ὅμιλον ib.467; ἑλίσσετο ἔνθα καὶ ἔνθα = turned himself hither and thither, doubting what to do, Od.20.24. 3 metaph., to be constantly in or be constantly about a thing, περὶ φύσας Il.18.372; ἔν τινι, εἴς τι, Pl.Tht. 194b, Porph. ap. Eus.PE3.4: c. gen., μέλιτός τε καὶ ἔργων εἱλίσσονται (sc. μέλισσαι) Arat.1030. 4 whirl in the dance, E.Ba.569 (lyr.),IA 1055 (lyr.). 5 Med. in act. sense, ἧκε δέ μιν σφαιρηδὸν ἑλιξάμενος he threw it with a whirl like a ball, Il.13.204. 6 τὰς κεφαλὰς εἱλίχατο μίτρῃσι have their heads rolled round with turbans, Hdt.7.90.
German (Pape)
[Seite 798] att. ἑλίττω, ion. u. ep. εἱλίσσω, auch bei Tragg. nach Versbedürfniß, εἱλιχθεῖσα Eur. Or. 352, u. in sp. Prosa, wie Luc. As. 37, Lob. Phryn. 30; vgl. εἱλέω, ἕλιξ, über die Schreibung ἐλίσσω Spitzner zu Il. 12, 408; aor. εἵλιξα, εἰλίξασαι Parmenid. Sext. Emp. adv. Math. 7, 111; perf. εἵλιγμαι, Sp. auch ἐλήλιγμαι, wie Paus. 10, 17, 12; εἱλίχατο Her. 7, 90; – 1) Act., herumdrehen, herumlenken; περὶ τέρμα, sc. ἵππους, Il. 23, 309. 466; ἑλιχθείς, wieder herumgedreht, gegen den Feind gewandt; übh. schwingen, schnell bewegen, στρόμβοι κόνιν, aufwirbeln, Aesch. Prom. 1086; ἅλιον πλάταν, das Ruder schwingen, Soph. Ai. 351; übertr., λογισμούς Ant. 231; vgl. Plat. Epinom. 978 c; κόρας, βλέφαρα, Eur. Herc. Fur. 868 Or. 1266, vgl. 1292; χεῖρας ἀμφί τι, umschlingen, Tr. 758 Phoen. 1622, vgl. ὠκεανὸς πόντον ἀγκάλαις ἑλίσσων Or. 1376; ὅπλοις ἑλίσσειν, mit Bewaffneten umringen, Phoen. 711; τὰς κεφαλὰς εἱλίχατο μίτρῃσι, sie hatten sich die Köpfe mit Binden umwickelt, Her. 7, 90; – πόδα, schnell bewegen, Eur. Or. 171; ohne diesen Zusatz, I. A. 215; βωμόν, um den Altar laufen, Callim. Del. 321; tanzen, den Reigen schlingen, Eur. Phoen. 235; ἁβρὰ ποδῶν βήμαθ' ἑλισσόμεναι Ep. ad. 521 (IX, 189); τινά, durch Reigen feiern, Eur. Herc. Fur. 689 I. A. 1480. Übertr., αἰθὴρ κοινὸν φάος ἑλίσσων Aesch. Prom. 1094; Eur. ἵπποισιν εἱλίσσων φλόγα, Phoen. 3; αἴγλας παγὰν περὶ γαῖαν ἅπασαν Dionys. 2. – Vom Geiste; τοιαῦθ' ἑλίσσων Soph. Ant. 231, animo volvere; Plat. Epin. 978 c; μῆτιν Ap. Rh. – Bei Callim. Del. 13 = med. – 2) Med., sich winden, drehen, mit rascher Thätigkeit; Il. öfter, ἑλιξάμενος διὰ βήσσας, sich hindurchwinden, 17, 283; ἔνθα καὶ ἔνθα Od. 20, 24; περί τι, ὠκεανοῦ τοῦ περὶ πᾶσάν θ' εἱλισσομένου χθόν' ἀκοιμήτῳ ῥεύματι Aesch. Prom. 138; sich schlängeln, ringeln, vom Flusse, Hes. Th. 791, wie D. Sic. 1, 32; von der Schlange, Il. 22, 95; ἑλισσομένη καλαῦροψ, der durch die Luft geschleuderte, wirbelnde Hirtenstab, 23, 846. Aber κεφαλὴν σφαιρηδὸν ἑλίξασθαι, wie einen Ball schleudern, also wie das act.; κῦμα ἑλισσόμενον Pind. N. 6, 57; im Reigen sich umschwingen, tanzen, Eur. u. A., s. oben; – ἐν αὐτοῖς τούτοις στρέφεται καὶ ἑλίττεται ἡ δόξα Plat. Theaet. 194 b, wie versari.
Greek (Liddell-Scott)
ἑλίσσω: Ἐπ. ἀπαρ. -έμεν Ἰλ. Ψ. 309· Ἰων. εἱλίσσω Ἡρόδ.: μέλλ. ἑλίξω Εὐρ. Φοίν. 711· ἀόρ. εἵλιξα Πλάτ. Τίμ. 73Α· μετοχ. ἑλίξας Ἰλ. Ψ. 466, Ἰων. εἱλίξας Ἡρόδ. 4. 34. - Μέσ., Ὅμ.: μέλλ. ἑλίξομαι Ἰλ. Ρ. 728: ἀόρ. ἑλιξάμην Μ. 467, Ρ. 283. - Παθ.: μέλλ. ἑλιγήσομαι Ἑβδ. (Ἡσαΐας ΛΔ΄, 4): ἀόρ. εἱλίχθην Εὐρ., μετοχ. ἑλιχθεὶς Ἰλ. Μ. 74: πρκμ. εἵλιγμαι, ἐλήλιγμαι Παυσ. 1. 17, 12, Ἰων. γ΄ πληθ. εἱλίχατο Ἡρόδ. 7. 90: ὑπερσ. εἵλικτο Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 927. - Ὁ Ἰων. τύπος εἶναι ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Τραγ. (χάριν τοῦ μέτρου) καὶ εὕρηται ἅπαξ ἢ δὶς ἐν χειρογράφ. τοῦ Πλάτ. (ἐν Φιλήβ. 15Ε, πρβλ. ἀνείλιξις), ἀλλ’ οὐδαμοῦ ἀπαντᾶ παρ’ Ὁμ. (Περὶ τῆς ἐτυμολ. ἴδε ἐν λ. εἵλω). Στρέφω πέριξ, εἰλῶ, κάμπτω· τὸ ἐνεργ. παρ’ Ὁμ. ἀείποτε περὶ τῆς στροφῆς τοῦ ἅρματος περὶ τοὺς καμπτῆρας, οἶσθα γὰρ εὖ περὶ τέρμαθ’ ἑλισσέμεν ἵππους Ἰλ. Ψ. 309, κτλ. 2) καθόλου, κυλίω, περιστρέφω, περιάγω, ἑλ. βίου πόρον, κυλίω ἐμπρὸς τὸ ῥεῦμα τῆς ζωῆς, Πίνδ. Ι. 7 (8), 29· οὕτως ἐπὶ τοῦ λαμπροῦ αἰθέρος, ὦ πάντων αἰθὴρ κοινὸν φάος εἱλίσσων Αἰσχύλ. Πρ. 1092· ἥλιος … εἱλίσσων φλόγα Εὐρ. Φοίν. 3· ἑλ. κόνιν Αἰσχύλ. Πρ. 1085· ἑλ. δίνας, ἐπὶ τοῦ Εὐρίπου, Εὐρ. Ι. Τ. 7, πρβλ. 1103· ἑλ. κόρας βλέφαρα ὁ αὐτ. Ἡρ. Μαιν. 868, Ὀρ. 1266. 3) ἐπὶ πάσης ὁρμητικῆς κινήσεως, ἰδίως κυκλοτεροῦς, ἅλιον … ἑλίσσων πλάταν Σοφ. Αἴ. 357· ἐπὶ ὀρχήσεως, ἑλ. πόδα Εὐρ. Ὀρ. 171, πρβλ. Ἰ. Α. 215· ἑλ. θιάσους, ὁδηγεῖν τοὺς χορευτικοὺς ὁμίλους, ὁ αὐτ. Ἰ. Τ. 1145· ἑλ. χοροὺς Στράττις ἐν Ἀδήλ. 1· καὶ ἀπολ., χορεύω, Εὐρ. Φοίν. 235, πρβλ. Ὀρ. 1292 (ὁπόθεν, ἑλ. τινά, ὀρχεῖσθαι εἰς τιμήν τινος, ὁ αὐτ. Ἡρ. Μαιν. 690, Ἰ. Α. 1480)· ἑλ. βωμόν, ὀρχεῖσθαι πέριξ αὐτοῦ, Καλλ. εἰς Δῆλ. 321. 4) περιελίσσω, πλόκαμον περὶ ἄτρακτον Ἡρόδ. 4. 34, πρβλ. 2. 38· λίνον ἠλακάτᾳ ἑλ. Εὐρ. Ὀρ. 1432· χεῖρας ἀμφὶ γόνυ ἑλ., περισφίγγειν, ὁ αὐτ. Φοιν. 1622. 5) μεταφ., περιστρέφω ἐν τῇ διανοίᾳ μου, διανοοῦμαι, τοιαῦθ’ ἑλ. Σοφ. Ἀντ. 231· ἑλ. λόγους, λέγειν πανούργους λόγους, Εὐρ. Ὀρ. 892. 6) περικάμπτω, τρισσοὺς γὰρ ἑλίσσων (ὁ Ὠκεανὸς) κόλπους... ἐρεύγεται Διον. Περιηγ. 630, πρβλ. 979. ΙΙ. παθ. καὶ μέσ., ὑποστρέφομαι, ἑλιχθέντων ὑπ’ Ἀχαιῶν, ὑποστραφέντων ὑπὸ τῶν Ἀχαιῶν, Ἰλ. Μ. 74, πρβλ. 408· οὕτως ἐπὶ κάπρου, ἑλιξάμενος, ὑποστραφείς, συστραφεὶς πρὸς ἄμυναν, Ρ. 283, πρβλ. 728 καὶ ἴδε ἐν λ. δοκεύω· ἐπὶ ὄφεως, συσπειρῶμαι, ἑλισσόμενος περὶ χειῇ. «συστρεφόμενος, εἰλούμενος περὶ σχισμῇ» (Σχόλ.), Χ. 95· ἡ δέ θ’ ἑλισσομένη πέτεται (δηλ. ἡ καλαῦροψ), ἡ δὲ βουκολικὴ ῥάβδος διέρχεται τὸν ἀέρα συστρεφομένη, Ψ. 846· κνίσῃ... ἑλισσομένη περὶ καπνῷ, συστρεφομένη μετὰ τοῦ καπνοῦ, Α. 317· ἑλισσόμενοι περὶ δίνας, περιστρεφόμενοι κατὰ τὰς δίνας, Φ. 11· οὕτως ἐπὶ ποταμῶν περιδινουμένων, περιστρεφομένων, Ἡσ. Θ. 791· ἐπὶ τῶν κυμάτων, τὸ ἑλισσόμενος ἀεὶ κυμάτων Πίνδ. Ν. 94· ἐπὶ τοῦ Ὠκεανοῦ, ἑλίσσεσθαι περὶ χθόνα Αἰσχύλ. Πρ. 138· ὧραι ἑλισσόμεναι, αἱ περιστρεφόμεναι ὧραι, Πινδ. Ο. 4. 5. 2) στρέφομαι ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, περιφέρομαι, ἀν’ ὅμιλον Ἰλ. Μ. 49· καθ’ ὅμιλον αὐτόθι 467, πρβλ. Ρ. 728· ἑλίσσετο ἔνθα καὶ ἔνθα, περιεστρέφετο ἐδῶ καὶ ἐκεῖ ἀγνοῶν τί νὰ πράξῃ, Ὀδ. Υ. 24· ὡσαύτως, ὡς τὸ Λατ. versari, εἶμαι συνεχῶς ἠσχολημένος εἴς τι πρᾶγμα, περὶ φύσας Ἰλ. Σ. 372, πρβλ. Πλάτ. Θεαίτ. 194Β· ἐπὶ μελισσῶν, ἑλίσσεσθαι μέλιτος, ἀσχολεῖσθαι περὶ τὸ μέλι, Ἄρατ. 1030. 3) περιδινοῦμαι ὀρχούμενος, Εὐρ. Βάκχ. 570, Ι. Α. 1055. 4) Μέσ. μετ’ ἐνεργ. σημασ., ἧκε δέ μιν σφαιρηδὸν ἑλιξάμενος δι’ ὁμίλου, «ἔρριψε δὲ αὐτὴν διὰ τοῦ στρατοῦ δίκην σφαίρας συστρέψας τὴν χεῖρα» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ν. 204. 5) τὰς κεφαλὰς εἱλίχατο μίτρῃσι, ἔχουσι τὰς κεφαλάς τῶν περιτετυλιγμένας μὲ μίτρας (σαρίκια), Ἡρόδ. 7. 90. Πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 475.
French (Bailly abrégé)
impf. εἵλισσον, f. ἑλίξω, ao. εἵλιξα, pf. inus.
Pass. f. inus., ao. εἱλίχθην, pf. εἵλιγμαι, pqp. εἱλίγμην;
I. faire tourner : περὶ τέρμα (s.e. ἵππους) IL faire tourner les chevaux autour de la borne (du stade) ; abs. parcourir la carrière en allant et revenant ; κόνιν ESCHL soulever des tourbillons de poussière ; πλάταν SOPH faire tourner la rame, ramer ; φάος ESCHL promener sa lumière autour du monde en parl. du soleil ; θιάσους EUR conduire des danses en rond ; ἑλ. τινα, honorer un dieu par des danses circulaires;
II. rouler, d’où
1 enrouler : πλόκαμον περὶ ἄτρακτον HDT une tresse (de fil) autour du fuseau ; Pass. τὰς κεφαλὰς εἱλίχατο μίτρῃσι HDT ils avaient des turbans enroulés autour de la tête;
2 dérouler ; fig. τι, rouler qch (une pensée, etc.) dans son esprit;
Moy. ἑλίσσομαι (f. ἑλίξομαι, ao. εἱλιξάμην);
I. intr. 1 se rouler, s’enrouler;
2 se retourner, circuler, aller et venir : ἀν’ ὅμιλον IL ou καθ’ ὅμιλον IL dans l’assemblée ; ἔνθα καὶ ἔνθα OD tourner ici et là, ne savoir que faire;
3 fig. s’occuper de (cf. lat. versari in) : περί τι, de qch;
II. tr. faire tourner, faire tournoyer : τινα σφαιρηδόν IL qqn comme une balle.
Étymologie: ἕλιξ.
English (Autenrieth)
(ϝελ.), inf. ἑλισσέμεν, aor. part. ἑλίξᾶς, mid. ipf. εἱλίσσετο, ἑλίσσετο, aor. part. ἑλιξάμενος, pass. ἑλιχθέντων: curl, wind, turn, mid. intrans., causative, ‘making it roll,’ Il. 13.204; of a serpent ‘coiling’ himself, ἐλισσόμενος περὶ χειῇ, Il. 22.95; savor of a sacri fice curling upwards, ἑλισσομένη περὶ καπνῷ, Il. 11.317; of turning the goal in a race, Il. 23.309; then of persons going around, turning to and fro, facing about and ‘rallying,’ Il. 21.11, Il. 23.320, Il. 12.74.
English (Slater)
ἑλίσσω, εἱλίσσω (ἑλίσσων: med. & pass. ἑλισσόμενον, -ομέναν, -όμεναι; εἱλισσόμεναι coni.)
a act., met., unroll δόλιος γὰρ αἰὼν ἐπ' ἀνδράσι κρέμαται, ἑλίσσων βίου πόρον (κυλίων καὶ προιών. Σ.) (I. 8.15)
b med. & pass.
I roll, tumble ψᾶφον ἑλισσομέναν ὁπᾷ κῦμα κατακλύσσει ῥέον (O. 10.9) τὸ δὲ πὰρ ποδὶ ναὸς ἑλισσόμενον αἰεὶ κυμάτων λέγεται παντὶ μάλιστα δονεῖν θυμόν (N. 6.55)
II circle τεαὶ γὰρ ὧραι ὑπὸ ποικιλοφόρμιγγος ἀοιδᾶς ἑλισσόμεναι (O. 4.2)
c be excercised νέων δὲ μέριμναι σὺν πόνοις εἱλισσόμεναι δόξαν εὐρίσκοντι (Boeckh: ελισσ- codd. Clem. Alex.) fr. 227. 1.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): át. -ττω; εἱλ- A.Pr.1084, Hdt.4.34, E.Ph.3, Or.358; ἐλ- Hp.Epid.6.5.7, Paus.10.17.12; εἰλ- Ar.Ra.1314, Ath.Al.V.Anton.92.2
• Morfología: [pres. inf. ἑλισσέμεν Il.23.309; fut. pas. ἑλιγήσομαι LXX Is.34.4; aum. εἱλι- Pl.Ti.73a, red. εἱλι- Hes.Th.791, Hdt.7.90, E.HF 927, ἐληλι- Paus.10.17.12]
• Morfología: [repetición expresiva εἰειειειειειλίσσετε Ar.Ra.1314]
I intr. en v. act. y med.
1 girar, dar la vuelta en la carrera de carros περὶ τέρμαθ' ἑλισσέμεν dar la vuelta a las metas, Il.23.309, cf. 320, 466, ἅμιλλαν δ' ἐπόνει ... ἑλίσσων περὶ νίκας (Aquiles) competía haciendo una carrera de ida y vuelta E.IA 215
•en v. med. mismo sent. girar(se), dar vueltas, rodar ἧκε δέ μιν σφαιρηδὸν ἑλιξάμενος δι' ὁμίλου la lanzó (la cabeza cortada) como una pelota girándose (para tomar impulso) Il.13.204, ἡ δέ θ' ἑλισσομένη πέτεται (καλαῦροψ) y (el cayado) vuela dando vueltas en el aire, Il.23.846, ἔννεον ἔνθα καὶ ἔνθα, ἑλισσόμενοι περὶ δίνας (los caídos en el río) nadaban de un lado para otro, girando arrastrados por los remolinos, Il.21.11, ἀτὰρ αὐτὸς ἑλίσσετο ἔνθα καὶ ἔνθα Od.20.24, cf. 28, μετὰ τοῖσιν ἑλισσομένη en su ir y venir entre ellos e.e., entre los elementos, Emp.B 17.25, de ríos δίνῃς ἀργυρέῃς εἱλιγμένος que gira en remolinos de plata ref. a Océano, Hes.Th.791, cf. A.Pr.138, D.S.1.32, de un guijarro ψᾶφος ἑλισσομένα Pi.O.10.9, del pneuma, Aret.SA 2.6.1.
2 fig. ref. al tiempo transcurrir, sucederse ὣς δὲ καὶ ἀνθρώπων γενεὴ ... ἑλίσσει Musae.B 5, ὧραι ... ἑλισσόμεναι Pi.O.4.2, εἱλισσόμενος ... αἰών el tiempo en su ciclo E.HF 671.
3 girar en el baile, de donde danzar Δηλιάδες ... εἱλίσσουσαι καλλίχοροι E.HF 690, cf. Ba.569, c. ac. int. εἱλισσόμεναι κύκλια ... γάμους ἐχόρευσαν describiendo círculos danzaban bailes de bodas E.IA 1055 βηταρμὸν ἐνόπλιον εἱλίσσοντο A.R.1.1135
•danzar en honor de c. ac. εἱλίσσων ἀθανάτους ... χορός coro que danza en honor de los inmortales E.Ph.234, ἑλίσσετ' ἀμφὶ ναὸν ... τὰν ἄνασσαν Ἄρτεμιν E.IA 1480.
II intr. sólo en v. med.-pas.
1 c. suj. animado volverse, darse la vuelta, revolverse de un jabalí ἑλιξάμενος Il.17.283, cf. 728, de pers. esp. en cont. bélico κέκλετο δ' ... ἑλιξάμενος Λυκίοισιν volviéndose arengó a los licios, Il.12.408, cf. 467, ἑλιχθέντων ὑπ' Ἀχαιῶν ante el contraataque de los aqueos, Il.12.74.
2 c. suj. de cosas formar remolinos, enrollarse en torno a, enroscarse κνίση δ' οὐρανὸν ἷκεν ἑλισσομένη περὶ καπνῷ Il.1.317, cf. Nonn.D.3.283, de serpientes σμερδαλέον δὲ δέδορκεν ἑλισσόμενος Il.22.95, τὼ δ' ... σπείραισιν ἑλισσέσθην περὶ παῖδα Theoc.24.30, ὁ κιττὸς περὶ πεύκην ἑλιχθείς Ach.Tat.1.15.3, κέρατα ... παρὰ τὰ ὦτα ἔχουσιν ἐληλιγμένα Paus.10.17.12
•ceñirse, abrazar τὸ δὲ πὰρ ποδὶ ναὸς ἑλισσόμενον αἰεί la (ola) que siempre se ciñe al timón de la nave Pi.N.6.55
•medic., anat. enrollarse, envolver οἱ ὑμένες ... ὁκόταν ἀμφὶ τὸ παιδίον ἑλίσσωνται Hp.Nat.Puer.30, cf. 12, del intestino ἔντερον ... ἐκ τούτου πάλιν στενώτερον καὶ εἱλιγμένον a partir de aquí el intestino se estrecha y hace pliegues Arist.PA 675b9.
3 fig., c. suj. de animados ocuparse, aplicarse, afanarse τὸν δ' εὗρ' ... ἑλισσόμενον περὶ φύσας Il.18.372, νέων δὲ μέριμναι σὺν πόνοις εἱλισσόμεναι δόξαν εὐρίσκοντι los pensamientos de los jóvenes al ejercitarse con esfuerzos logran la gloria Pi.Fr.227.1, c. gen. ἔργων εἱλίσσονται Arat.1030.
4 fig., c. suj. abstr. vacilar, oscilar ἐν αὐτοῖς τούτοις στρέφεται καὶ ἑλίττεται ἡ δόξα Pl.Tht.194b, ἡ γὰρ ὄψις ἀποτεινομένη μακρὰν ἑλίσσεται Arist.Cael.290a17.
III tr.
1 hacer girar, hacer marchar en círculo, revolver
a) ref. al curso del tiempo o de los astros αἰθὴρ κοινὸν φάος εἱλίσσων cielo que hace girar la luz común del día, A.Pr.1092, Ἥλιε, θοαῖς ἵπποισιν εἱλίσσων φλόγα E.Ph.3, (Ζεύς) περιόδους ἑλίττων πολλάς Plot.4.4.9, cf. Pl.Epin.978d, SHell.989.5, χρόνος μήνης ἑλίσσων κύκλον Lyc.306, αἰθέριον δρόμον εἱλίσσων PMag.5.404, 7.671
•en v. med. mismo sent. περὶ γαῖαν ἑλίσσεται ἀλλότριον φῶς (la luna) hace girar su ajena luz en torno a la tierra Emp.B 45;
b) ref. otras cosas ἄξονας ἐν σύριγξιν ἀμοιβαδὸν εἰλίξασαι (πύλαι) las puertas al hacer girar alternativamente las jambas en sus quicios (se abrieron), Parm.B 1.19, ἅλιον ... ἑλίσσων πλάταν S.Ai.358, στρόμβοι δὲ κόνιν εἱλίσσουσι A.Pr.1084, διαστρόφους ἑλίσσει ... κόρας E.HF 868, cf. Ba.1123, Or.1266, εἱλίσσουσα ... ἡλίκων θιάσους E.IT 1145, δίνας ἃς ... Εὔριπος πυκναῖς αὔραις ἑλίσσων E.IT 7, cf. 1103;
c) fig. dar vueltas en la cabeza, revolver mentalmente τοιαῦθ' ἑλίσσων dando vueltas a tales pensamientos S.Ant.231, τίνα τήνδε μετὰ φρεσὶ μῆτιν ἑλίσσεις; A.R.1.463.
2 enroscar, enrollar en o en torno a c. circunst. de lugar αἱ μὲν ... πλόκαμον ... περὶ ἄτρακτον εἱλίξασαι Hdt.4.34, (βύβλον) περὶ τὰ κέρεα Hdt.2.38, εἴριον περὶ τὸν δάκτυλον Hp.Epid.6.5.7, εἵλιξάν τε πέριξ τὴν τῶν ἐντέρων γένεσιν Pl.Ti.73a
•enrollar, envolver ἀμφ' ἄκανθαν εἱλίξας δέμας enrollando su cuerpo dentro de las espinas, e.e., protegiendo su cuerpo rodeándolo de las espinas del erizo, Io Trag.38, βάλανον ... εἰρίῳ ἐλίξας Hp.Nat.Mul.32, cf. 96, εἰλίξαντες ... αὐτοῦ τὸ σῶμα de un cadáver, Ath.Al.V.Anton.92.2, τὸ φύλλον ἐλίξας ἔμβαλε εἰς τὸ ῥόδινον PMag.4.790, cf. 3002, 7.413, en v. pas. βόστρυχός τις ὣς εἱλιγμένος como un bucle enrollado de la forma de la letra gamma, E.Fr.382.7, τὰ δὲ ἄκρα ἑλισσέσθω σχοίνοις de un ariete, Apollod.Poliorc.159.5
•fig. de palabras envolver, c. idea de disimulo encubrir, c. dos ac. hacer parecer καλοὺς κακοὺς λόγους ἑλίσσων haciendo parecer hermosas unas palabras malignas E.Or.892, cf. Fr.674
•esp. ref. la hoja y el rollo de papiro o «volumen» como soporte de la escritura τοῦ τοξεύματος περὶ τὰς γλυφίδας ... τὸ βιβλίον Aen.Tact.31.26, βίβλον ἑλίσσων enrollando el volumen, e.d. leyéndolo por la forma de lectura de un papiro, Posidipp.Epigr.37.16, cf. Call.Fr.468, AP 9.161 (Marc.Arg.), AP 12.208 (Strat.), ἀμοιβάδα βίβλον ἑλίσσων Nonn.Par.Eu.Io.7.191, en v. pas. ἑλιγήσεται ὁ οὐρανὸς ὡς βιβλίον LXX Is.34.4.
3 ceñir, rodear, dar la vuelta en torno a c. ac. y a veces c. dat. instrum. o compl. prep.:
a) c. ac. de lo rodeado Καδμείων πόλιν ὅπλοις ἑλίξειν E.Ph.711, βωμὸν ... ἑλίξαι dar la vuelta en torno al altar Call.Del.321, en v. pas. ἐν κύκλῳ δ' ἤδη κανοῦν εἵλικτο βωμοῦ E.HF 927;
b) c. ac. de lo que ciñe o rodea ἑλίξας ... ἀμφὶ σὸν χεῖρας γόνυ ciñendo los brazos en torno a tu rodilla, e.e., rodeando tus rodillas con mis brazos E.Ph.1622, cf. IT 1271, περὶ γυῖα μακροὺς εἵλιξαν ἱμάντας Theoc.22.81, en v. pas. c. ac. de rel. τὰς μὲν κεφαλὰς εἱλίχατο μίτρῃσι οἱ βασιλέες Hdt.7.90, cf. E.IT 444
•tb. en v. med. παλάμας ... ἑλιξάμενοι διὰ νώτου en la lucha, Nonn.D.10.340
•fig., en v. pas. εἱλιχθεῖσα ἀθλίοις κακοῖς ... ἑστία un hogar asediado por crueles desgracias E.Or.358.
4 en el telar torcer, retorcer, tejer c. dat. instrum. ἁ δὲ λίνον ... ἠλακάτᾳ δακτύλοις ἕλισσεν E.Or.1432, λίνου μεστὸν ἄτρακτον εἰειειλίσσουσα χεροῖν Ar.Ra.1348, paród. cóm. ref. las arañas εἰειειειειειλίσσετε δακτύλοις ... ἱστότονα πηνίσματα con los dedos tejéeeeeeis la trama sujeta al telar Ar.Ra.1314, fig. αἰὼν ... ἑλίσσων βίου πόρον existencia que teje el curso de la vida Pi.I.8.15.
5 hacer una vuelta o giro en forma de, formar círculos ref. corrientes de agua Ὠκεανὸς ... ἑλίσσων κόλπους D.P.630, ἀγκῶνας ἑλίξας formando recodos D.P.979, de anim. χοροὺς ἑλίσσουσαι formando corros las orugas, Stratt.71.5
•fig. de la voz o la música hacer quiebros, gorjear, trinar ἑλίττειν τὸ μέλος un ruiseñor, Ael.NA 5.38.
English (Strong)
a form of εἱλίσσω; to coil or wrap: fold up.
English (Thayer)
future ἑλιξω ( st ἑλίσσω); (present passive ἑλίσσομαι; from Homer down); to roll up, fold together: T Tr marginal reading ἀλλάξεις), and L T Tr WH; see εἱλίσσω.
Greek Monolingual
και ελίττω (AM ἑλίσσω και ἑλίττω
Α και ἐλίσσω και εἰλίσσω και εἱλίσσω)
1. περιστρέφω, περιτυλίσσω
2. ελίσσομαι
α) ακολουθώ κίνηση με ελιγμούς
β) περιστρέφομαι, συσπειρώνομαι, κουλουριάζομαι
νεοελλ.
ελίσσομαι
1. είμαι ευέλικτος στις κινήσεις και στις ενέργειές μου, δεν συμπεριφέρομαι με απόλυτη σταθερότητα ή ακαμψία
2. (για στρατ. μονάδα) ακολουθώ κίνηση με ελιγμούς
αρχ.
1. στρέφω γύρω από κάτι, κάμπτω
2. κυλώ, περιστρέφω
3. οδηγώ με ελιγμούς
4. χορεύω
5. σκέφτομαι
6. στρέφομαι προς τα πίσω
7. (για ποτάμι) περιστρέφομαι
8. περιφέρομαι
9. ασχολούμαι συνεχώς με κάτι
10. στριφογυρίζω στον χορό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ελίσσω, ιων. ειλίσσω < ειλέω, αποτελεί μετονοματικό τύπο της λέξεως ἕλιξ.
ΠΑΡ. ελίγδην, έλιγμα, ελιγμός, ελικτός
αρχ.
ελικτήρ
αρχ.-μσν.
έλιξις.
ΣΥΝΘ. αρχ. αμφιελίσσω, απελίσσω, διεξελίσσω, ενελίσσω, επιπεριελίσσω, εφελίσσω, καθελίσσω, προκατελίσσω, προπεριελίσσω, προσεξελίσσω, υπελίσσω, υπερελίσσω
νεοελλ.
περιελίσσω, ανελίσσω, εξελίσσω].
Greek Monotonic
ἑλίσσω: Επικ. απαρ. -έμεν· Ιων. εἱλίσσω· μέλ. ἑλίξω, αόρ. αʹ εἵλιξα — Παθ., αόρ. αʹ εἱλίχθην, παρακ. εἵλιγμαι, Ιων. γʹ πληθ. εἱλίχατο· γʹ ενικ. υπερσ. εἵλικτο (εἵλω)·
I. 1. περιστρέφω, στρέφω το άρμα γύρω από τη γωνία, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως λέγεται και για το άρμα της Ημέρας, σε Αισχύλ., Ευρ.· ἑλ. κόνιν, απλώνω κυματιστά τη στροβιλιζόμενη σκόνη, σε Αισχύλ.· ἑλ. δίνας, λέγεται για τον Εύριπο, σε Ευρ.· ἑλ. βλέφαρα, στον ίδ.
2. χρησιμοποιείται για κάθε γρήγορη, ορμητική κίνηση, ιδίως κυκλωτικής μορφής, ἑλ.πλάταν, χειρίζομαι το κουπί με σβελτάδα, σε Σοφ.· ἑλ. πόδα, περπατώ γρήγορα, γοργοπερπατώ, σε Ευρ.· απόλ., χορεύω, στον ίδ.
3. τυλίγω, περιτυλίγω, κλώθω, όπως το μαλλί γύρω από τη ρόκα, σε Ηρόδ., Ευρ.
4. μεταφ., στριφογυρίζω στο μυαλό μου, περιστρέφω, σε Σοφ.· ἑλ. λόγους, μεταχειρίζομαι πανούργα, πονηρά λόγια, σε Ευρ.
II. Παθ. και Μέσ., περιστρέφομαι, περιδινίζομαι, στρέφομαι, γυρίζω προς τον κόλπο, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για φίδι, συσπειρώνομαι, κουλουριάζομαι, στον ίδ.· λέγεται για βλήμα, περιστρέφομαι, στρίβω στον αέρα, στο ίδ.
2. στρέφομαι εδώ κι εκεί, περιφέρομαι, στριφογυρίζω, στο ίδ.· επίσης όπως το Λατ. versari, είμαι συνεχώς απασχολημένος με κάτι, στο ίδ.
3. περιδινίζομαι, στριφογυρίζω κατά την όρχηση, σε Ευρ.
4. Μέσ. με Ενεργ. σημασία, στροβιλίζω, περιστρέφω, όπως η σφεντόνα ή θηλειά, σε Ομήρ. Ιλ.
5. τὰς κεφαλὰς εἰλίχατο μίτρῃσι, έχουν τα κεφάλια τους τυλιγμένα με σαρίκια, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἑλίσσω: и εἱλίσσω, атт. ἑλίττω и εἱλίττω (impf. εἵλισσον, fut. ἑλίξω, aor. εἵλιξα; pass.: aor. εἱλίχθην, pf. εἵλιγμαι, ppf. εἱλίγμην)
1) кружить, крутить (στρόμβοι κόνιν εἱλίσσουσι Aesch.);
2) вращать, поворачивать: ἑ. βλέφαρα Eur. оглядываться вокруг, озираться; ἑλίξασθαι ἔν τινι Hom. повернуться лицом к кому-л.; ἑλιξάμενος καθ᾽ ὅμιλον Hom. повернувшись к толпе; ἑλίσσεσθαι ἔνθα καὶ ἔνθα Hom. поворачиваться с боку на бок; ἑ. (v. l. ἐρέσσειν) πλάταν Soph. грести, плыть; ἐν τούτοις ἑλίττεται ἡ δόξα ἀληθής Plat. это и является областью правильного мнения;
3) катить (αἰθὴρ κοινὸν φάος εἱλίσσων Aesch.; Ἣλιος ἵπποισιν εἱλίσσων φλόγα Eur.): ἑλίξασθαί τι σφαιρηδόν Hom. бросить что-л. словно мяч;
4) наматывать (πλόκαμον περὶ ἄτρακτον Her.; λίνον ἡλακάτᾳ Eur.): τὰς κεφαλὰς εἱλίχατο μίτρῃσι Her. головы они обвязывали митрами;
5) обвивать, охватывать, окружать (ὅπλοις Ἀργείων στρατόν Eur.): ἑλίξαι χεῖρας ἀμφὶ γόνυ τινός Eur. обнять руками чьи-л. колени; ὁ περὶ πᾶσαν εἱλισσόμενος χθόνα Ὠκεανός Aesch. обтекающий всю землю Океан;
6) обдумывать (μῆτίν τινα Soph. - v. l. ἐρέσσειν): τοιαῦθ᾽ ἑλίσσων Soph. размышляя таким образом;
7) объезжать, огибать (περὶ τέρματα Hom.);
8) (тж. ἑ. πόδα и ἑ. θιάσους Eur.) кружиться в пляске, водить хоровод (εἱλίσσων χορός Eur.): Λατοῦς γόνον ἑ. καλλίχορον Eur. пышными плясками славить детей Лето; εἱλισσόμεναι κύκλια κόραι Eur. ведущие хоровод девы;
9) скручивать, свивать, свертывать (τὸ περιβόλαιον NT); med. извиваться, быть извилистым (ποταμὸς εἱλιγμένος Hes.; πόροι ἑλισσόμενοι Arst.; ὁ Νεῖλος ἐλίττεται πρὸς τὴν μεσημβρίαν Diod.);
10) сплетать, вплетать: καλῶς κακοὺς λόγους ἑ. Eur. искусно перемежать свои речи клеветой;
11) med. хлопотать, быть занятым, трудиться (ἑλισσόμενος περὶ φύσας Ἣφαιστος Hom.).
Middle Liddell
εἴλω
I. to turn round, to turn a chariot round the doubling-post, Il.; so of the chariot of Day, Aesch., Eur.; ἑλ. κόνιν to roll the eddying dust, Aesch.; ἑλ. δίνας of the Euripus, Eur.; ἑλ. βλέφαρα Eur.
2. of any rapid motion, especially of a circular kind, ἑλ. πλάταν to ply the oar swiftly, Soph.; ἑλ. πόδα to move the swift foot, Eur.: absol. to dance, Eur.
3. to roll or wind round, as the wool round the distaff, Hdt., Eur.
4. metaph. to turn in one's mind, revolve, Soph.; ἑλ. λόγους to speak wily words, Eur.
II. Pass. and Mid. to turn oneself round, turn quick round, turn to bay, Il.; of a serpent, to coil himself, Il.; of a missile, to spin through the air, Il.
2. to turn hither and thither, go about, Il.:—also, like Lat. versari, to be busy about a thing, Il.
3. to whirl in the dance, Eur.
4. Mid. in Act. sense, with a whirl, like a sling, Il.
5. τὰς κεφαλὰς εἰλίχατο μίτρηισι have their heads rolled round with turbans, Hdt.
Chinese
原文音譯:˜l⋯ssw 赫利所
詞類次數:動詞(1)
原文字根:旋轉 相當於: (גָּלַל) (חָלַף) (שָׁלַח)
字義溯源:盤繞,包裹,捲起來;源自(ἑλίσσω)*=盤繞,包裹)。同義字: (πτύσσω)捲起
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編:
1) 你要⋯捲起來(1) 來1:12
原文音譯:eƒl⋯ssw 赫利所
詞類次數:動詞(1)
原文字根:旋轉
字義溯源:盤繞*,包裹,捲起來
出現次數:總共(1);啓(1)
譯字彙編:
1) 被捲起來(1) 啓6:14