ἕδρα
English (LSJ)
Ep. and Ion. ἕδρη, ἡ: (ἕδος):
I sitting place:
1 seat, chair, stool, bench, Il.19.77, Od.3.7; ἀγοραί τε καὶ ἕδραι 8.16, cf. 3.31; seat of honour, περὶ μέν σε τίον . . ἕδρῃ τε κρέασίν τε Il.8.162, 12.311; ἕδραις γεραίρειν τινά X.Cyr.8.1.39; τιμίαν ἕδραν ἔχειν A.Eu.855; throne, ἐκβαλεῖν ἕδρας Κρόνον Id.Pr.203; θακεῖν παγκρατεῖς ἕδρας = to sit on an almighty throne, ib.391, cf. Pers.466.
2 seat, abode, freq. in plural, Pi.O.7.76, P.11.63, etc.; especially of the gods, sanctuary, temple, Id.I.7(6).44, A.Ag.596, etc.; also νέοικος ἕδρα station for ships, Pi.O.5.8; ναύλοχοι ἕδραι S.Aj.460: periphrasis, ἕδραισι Θεράπνας Pi.P.11.63; Παρνησοῦ ἕδραι A.Eu.11, cf. E.Tr.557 (lyr.); βλεφάρων ἕδρα the eye, Id.Rh. 8 (anap.); ὄμματος ἕδρα ib.554 (lyr.).
3 seat or place of anything, ἐξ ἕδρας out of its right place, Id.Ba.928, cf. Plu.Fab.3; καταναγκάσαι ἐς ἕδρην Hp.Mochl.38; ὁ ἥλιος ἐκλιπὼν τὴν ἕδραν Hdt.7.37; τὴν τοῦ ἥπατος ἕδραν, σπλάγχνου, etc., Pl.Ti.67b, 72c, etc.; ἐκ τῆς ἕδρας ὠθεῖν ib.79b; ἔχειν ἕδραν to keep its place, Arist.Mete.356a4; μεταθέσεις ἐξ ἕδρας ἀτόμων Epicur.Fr.61; ἕδραν στρέφειν to wriggle, Thphr. Char.27.14; στοὰν εἰς τὴν ἀρχαίαν ἕδραν ἐπαναγαγεῖν D.C.57.21; base, Plu.Demetr.21: metaph. in Rhet., D.H.Dem.31, etc.; of a plant, Gp.5.9.9.
4 ἡ ἕδρα τοῦ ἵππου the back of the horse, on which the rider sits, X.Eq.5.5, 12.9, Eq. Mag.4.1.
5 in plural, quarters of the sky in which omens appear, A.Ag.118 (lyr.), E.HF596.
6 seat of a physiological process, ἕδρα ἀναθρέψεως Gal.18(2).105.
II sitting, especially of suppliants, ἕδραν ἔχειν προστρόπαιον A.Eu.41, cf. S.OT13, OC112.
2 sitting still, Hp.Aër.20: hence, inactivity, delay, περιημέκτεε τῇ ἕδρῃ Hdt.9.41; ἀχθομένων τῇ ἕ. Th.5.7; οὐχ ἕδρας ἀκμή S.Aj.811; οὐχ ἕδρας ἀγών E.Or.1291; οὐχ ἕδρας ἔργον B.Fr.11; also οἰκίης ἕδρῃ sitting at home, Herod.4.92.
3 position, γονυπετεῖς ἕδραι kneeling, E.Ph.293 (lyr.); βέλεος ἕδρη place occupied by a weapon which fixes itself in the skull, Hp.VC7.
4 sitting, session of a council, etc., εὐθὺς ἐξ ἕδρας when he rose from the sitting, S.Aj.780 (but ἐξ ἕδρας ἀνίσταται ib.788, means from quietude); ἕδραν ποιεῖν to hold a sitting, And.1.111, cf.IG12.110.41.
III seat, breech, fundament, Hdt.2.87, Hp. Aph.5.22, Ar.Th.133, etc.; of birds and animals, rump, Arist.HA 633b8, Simon Eq.9, etc.
IV Geom., face of a regular solid, Theol.Ar.37.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): ép. y jón. ἕδρη Il.8.162, 19.77, Hdt.2.87, Hp.VC 7, Colluth.51; ἔδρη Herod.4.92
A como lugar en donde
I 1asiento
a) concr. μετέειπεν ... Ἀγαμέμνων αὐτόθεν ἐξ ἕδρης Agamenón habló desde su propio asiento, Il.19.77, ἐξ ἕδρας ἀνίστατε S.Ai.788, cf. 780
•asiento corrido, escaño para actos públicos ἐννέα δ' ἕδραι ἔσαν, πεντηκόσιοι δ' ἐν ἑκάστῃ Od.3.7, ἔμπληντο βροτῶν ἀγοραί τε καὶ ἕδραι Od.8.16, cf. 3.31
•como mueble τὰν ἕδραν δ' ἐκύλισεν ὑπὲκ ποδός hizo rodar el escabel de debajo de sus pies para ahorcarse, Theoc.23.52;
b) implicando un rasgo de respeto asiento de honor, solio, trono περὶ μέν σε τίον ... ἕδρῃ Il.8.162, cf. 12.311, Ξέρξης ... ἕδραν γὰρ εἶχε παντὸς εὐαγῆ στρατοῦ, ὑψηλὸν ὄχθον A.Pers.466, τούτους ... ἕδραις καὶ πάσαις τιμαῖς ἐγέραιρεν X.Cyr.8.1.39, cf. Hsch.s.u. ἕδρῃ.
2 sede de un dios o un héroe σὺ (las Erinis) τιμίαν ἕδραν ἔχουσα A.Eu.855, οἳ μὲν θέλοντες ἐκβαλεῖν ἕδρας Κρόνον A.Pr.203, παγκρατεῖς ἕδραι del trono de Zeus, A.Pr.389, σοὶ μὲν ἕ. θείοισι μετ' ἀνδράσι Theoc.Ep.7.3
•de enterramientos σὺ θάσσεις τάσδε τυμβήρεις ἕδρας de la tumba de Proteo, A.Fr.157a (= Ar.Th.899), τάφου τοῦδ' εἰς ἕδρας ἐγὼ πάλιν στείχω E.Hel.528, cf. 797, 1178.
II arq. y mec.
1 base, soporte de una máquina de asalto τετράγωνος Plu.Demetr.21, de un templo ἕδρη μεγάλη ... ἐπὶ τῆς ὁ νηὸς ἐπικέαται Luc.Syr.D.30, cf. Gr.Naz.M.35.1037B, de una ofrenda monumental ἡ ... τοῦ κρατῆρος ἕδρα καὶ βάσις Plu.2.486a, cf. Paus.10.16.2, de un monumento funerar. τὸ ἔργον ἀπὸ ἕδρας ἕως τοῦ ἐπάνω θόλου ... ἀνα[σ] τήσαντες MAMA 8.375.4 (Frigia)
•fig. cimiento, fundamento σὺ γὰρ εἶ, κύριε, ... ἡ ἕδρα τῶν αἰώνων pues tú, Señor, eres el fundamento de los eones, A.Io.109.13.
2 lecho, paramento, superficie inferior o superior de un sillar IG 13.476.9 (V a.C.), θήσει λίθους ... πρὸς ἀλλήλους ἁρμόττοντας καὶ εἰς ἕδραν ἀσκάστους IOropos 292.13, cf. 21 (IV a.C.)
•gener. lecho superior τὰς ἕδρας καὶ τὰς ἐφέδρας θήσει ἀστραφεῖς καὶ ἁρμοττούσας ὅλας IG 22.1671.47 (Eleusis IV a.C.), τιθέναι δὲ τοὺς λίθους ἕδραν ποιοῦντα IOropos 290.62 (IV a.C.), ξύσας ὀρθὸν πρὸς διαβήτην πρὸς τοῦ κειμένου θεμελίο[υ] τὴν ἕδραν SEG 31.801A.20 (Lesbos IV a.C.)
•tb. lecho inferior, sobrelecho καθιεῖ εἰς ἕδραν ὁμοίως πανταχῇ IG 22.1678a.5 (IV a.C.), cf. ID 104-4.aA.5 (IV a.C.), 505.17 (III a.C.).
III geom.
1 cara de un cuerpo geométrico Theol.Ar.37, αἱ ἕδραι τοῦ πολυέδρου Papp.354.
2 cara inferior de un cilindro, base por op. a ἐφέδρα ‘cara superior’, Hero Metr.2.2, 2.3.
IV anat. en sent. amplio y medic.
1 lugar específico, sede de un ente físico o un proceso fisiológico τὸ πλησίον ἐκ τῆς ἕδρας ὠθεῖ Pl.Ti.79b, ἕδρα ... καὶ ἀρχὴ ἀναθρέψεως Gal.18(2).105, αἱ ἕδραι τοῦ πάθους Ph.1.169.
2 sitio, lugar propio de los órganos del cuerpo ἡ τοῦ ἥπατος ἕδρα Pl.Ti.67b, ἕδρα σπλάγχνου Pl.Ti.72c, βλεφάρων ... ἕδρα E.Rh.8, ὄμματος ἕδρα ojo E.Rh.554, δεῖ ... καταναγκάσαι δὲ τὰ ὑπερέχοντα ἐς ἕδρην las partes que sobresalen hay que colocarlas en su sitio de un hueso dislocado, Hp.Mochl.38
•de un músculo inserción, origen ἐν τῇ τῆς ἕδρας ἀνατομῇ Gal.2.314, cf. 4.463.
3 señal, marca en el lugar del cráneo en el que se produjo un golpe ἕδρης ἐγγενομένης ἐν τῷ ὀστέῳ βέλεος Hp.VC 7.
V lugar en sent. amplio
1 morada, sede, habitación πατέρ' Ἄκρων' ἐκάρυξε καὶ τὰν νέοικον ἕδραν Pi.O.5.8, κέκληνται δέ σφιν ἕδραι moradas así llamadas por ellos (por sus nombres), Pi.O.7.76, εἰς τήνδε γαῖαν ἦλθε Παρνασσοῦ θ' ἕδρας (Apolo) llegó a esta tierra y a su morada del Parnaso A.Eu.11, Τίρυνθι συμβέβηκεν ὥστ' ἔχειν ἕδραν S.Tr.1151, Περγάμων ἕδρας E.Tr.557, τἄλλα δ' οἰκίης ἔδρῃ δαισόμεθα Herod.l.c., οὐρανὸν ... Διὸς ἕδρην Colluth.l.c., de las gaviotas τούτους ἅπαντες οἱ λοποὶ λάροι νομῆς τε καὶ ἕδρας χαρίζονται D.P.Au.2.5.
2 de los dioses templo, santuario χαλκόπεδον θεῶν ἕδραν Pi.I.7.44, ἐν θεῶν ἕδραις A.A.596, ἕδραισι Θεράπνας en los santuarios (de los Dióscuros) de Terapna Pi.P.11.63.
3 gener. lugar, sitio παμπρέπτοις ἐν ἕδραισιν del cielo donde aparecen los presagios, A.A.118, ὄρνιν δ' ἰδών τιν' οὐκ ἐν αἰσίοις ἕδραις E.HF 596, ὁ ἥλιος ἐκλιπὼν τὴν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἕδρην Hdt.7.37, ἀέλιον ... ἕδραν ἀλλάξαντα E.El.740, ἐξ ἕδρας σοι πλόκαμος ἐξέστηχ' ὅδε E.Ba.928, οὐκ ἔχειν γὰρ ἕδραν del agua del Tártaro según Platón, Arist.Mete.356a4, ῥεύματα ποταμῶν ἐξ ἕδρας μετέστη Plu.Fab.3, αὐτὴν (στόαν) ... ἐς τὴν ἀρχαίαν ἕδραν ... ἐπανήγαγε D.C.57.21.6, ἡ τοῦ πυρὸς ἕδρα Ph.2.513, ναύλοχοι ἕδραι fondeaderos S.Ai.460.
4 ret. posición en la frase o el discurso ποίας ἐγκλίσεις ἐκφερόμενα (τὰ ῥήματα) ... κρατίστην ἕδραν λήψεται en qué modo deberían ir los verbos para que ocupen la posición más importante D.H.Comp.6.7, ἐν ἕδραις ἀσφαλέσι καὶ πλατείαις αὐτὰ πάντα (ὀνόματα) βεβηκέναι D.H.Dem.38.1, cf. Comp.23.1, 20, εἰς ἕδραν ἀσφαλῆ τελευτῶσι ref. a las cláusulas rítmicas, D.H.Dem.40.9, cf. Demetr.Eloc.183.
B anat.
1 ref. pers. nalgas, posaderas, culo ἕδρῃ ... τὸ θερμὸν φίλιον Hp.Aph.5.22, ὑπὸ τὴν ἕδραν αὐτὴν ὑπῆλθε γάργαλος Ar.Th.133, de un luchador τὴν ἕδραν στρέφειν Thphr.Char.27.14, cf. Vett.Val.3.10, 106.12
•ano κατὰ δὲ τὴν ἕδρην ἐσηθήσαντες καὶ ἐπιλαβόντες τὸ κλύσμα Hdt.2.87, τὸ οὖρον διὰ τῆς ἕδρας ... ἀποκρινόμενον Praxag.Cous 80, cf. Xenoph.Med.2, Cael.Aur.TP 4.3.45.
2 de animales de monta, ref. la parte sobre la que se sienta el jinete lomo ἕδρα τοῦ ἵππου X.Eq.5.5, 12.9, cf. Eq.Mag.4.1, ἐχέτω ... τὴν ἕδραν ὡς μικροτάτην Simo Eq.9.
3 de otros animales:
a) rabadilla de las tórtolas ποιοῦνται δὲ καὶ περὶ τὴν ἕδραν κίνησιν Arist.HA 633b8, αἱ δ' αἴθυιαι ... τοὺς δ' ἐσθιομένους ἰχθύας εὐθὺ διὰ τῆς ἕδρας ἐκκρίνουσιν D.P.Au.2.6;
b) posaderas, ancas ἔχει τούς ὄρχεις ... τὰ δὲ (los vivíparos) πρὸς τῇ ἕδρᾳ, καθάπερ οἱ ὕες Arist.GA 716b30.
4 bot. raíz de una planta κεδρίᾳ ἐλαχίστῃ τὰ ἄκρα τῆς ἕδρας τοῦ φυτοῦ χρίειν Gp.5.9.9.
C indic. situación
I 1posición sedente, sentada de suplicantes ὁρῶ ... ἄνδρα ... ἕδρας ἔχοντα προστρόπαιον veo a un hombre sentado como suplicante A.Eu.41, τίνας ποθ' ἕδρας τάσδε μοι θοάζετε; S.OT 2, κατοικτίρων ἕδραν S.OT 13, παλαιοὶ σῆς ἕδρας ἐπίσκοποι S.OC 112, γονυπετεῖς ἕδρας προσπίτνω σ' de rodillas me prosterno ante tí E.Ph.293, como castigo, Pl.Lg.855c.
2 sesión de la asamblea Φαντοκλέ[α] δὲ προσαγαγε͂ν ... πρὸς τε̄̀ν βολε̄̀ν ἐν τε͂ι πρότɛ̄ι hέδραι IG 13.46.43, cf. 102.41 (ambas V a.C.), ἕδραν ποιεῖν ἐν τῷ Ἐλευσινίῳ And.Myst.111, ἕδραι βουλῆς Hsch.
II 1inacción, inactividad Μαρδόνιος περιημέκτεε τῇ ἕδρῃ Hdt.9.41, de los escitas antes de aprender a montar a caballo, Hp.Aër.20, τῶν γὰρ στρατιωτῶν ἀχθομένων μὲν τῇ ἕδρᾳ Th.5.7, οὐχ ἕδρας ἔργον B.Fr.15.1, οὐχ ἕδρας ἀκμή no es el momento de permanecer inactivo S.Ai.811, οὐχ ἕδρας ἀγών E.Or.1291.
2 retraso, demora ἕδρας καὶ ἐπιρίας χάριν PSI 287.19 (IV d.C.) en BL 1.394.
• Etimología: Deriv. en *-reHi̯2 de la r. *sed-, cf. ἕζομαι.
German (Pape)
[Seite 716] ἡ, = ἕδος, in Prosa das gebräuchlichere Wort; 1) Alles worauf man sitzt, Stuhl, Sessel, Bank, Il. 19, 77 Od. 3, 7 u. sonst; auch der Plag, wo man sitzt, τίειν τινὰ ἕδρᾳ, Einen durch einen Ehrenplatz auszeichnen, Il. 8, 161. 12, 311; τιμίαν ἕδραν ἔχειν Aesch. Eum. 817; τιμαῖς, δώροις, ἀρχαῖς, ἕδραις γεραίρειν τινα, Xen. Cyr. 8, 1, 39; ἕδρης εἴκειν τινί Phocyl. 208; der Thron, ἐκβαλεῖν ἕδρης Κρόνον Aesch. Prom. 201; ἕδραν ἔχειν, seinen Sitz haben, sitzen, ἐπ' ὀμφαλῷ Eum. 41; ἐκ τῆσδ' ἕδρας ἔξελθε Soph. O. C. 36; ἐξ ἕδρας ἀνιστάναι, von seinem Sitz aufstehen heißen, Ai. 775; ἐκ τῆς ἕδρας ὠθεῖν Plat. Tim. 79 b; übh. = Ort, ἡ τοῦ ἥπατος ἕδρα, der Sitz der Leher, 67 b. Bei den Aerzten der Sitz einer Krankheit. – Bes. in den Tempeln der Götter; χαλκόπεδος θεῶν ἕδρα Pind. I. 6, 44; ἐν θεῶν ἕδραις Aesch. Ag. 582 Suppl. 408, die 469 geradezu βωμοί heißen. – 2) Alles, worauf Etwas sitzt, ruht, Grundlage, Basis, Plut. Demetr. 21 u. a. Sp.; ἕδραν στρέφειν τινί, Einem die Grundlage entziehen, ihm ein Bein unterschlagen, Theophr. Char. 27. – 3) das Gefäß, der Hintere, Her. 2, 87; Hippocr. u. A. Auch der Nachtstuhl u. der Stuhlgang, Medic. – 4) das Sitzen, die Sitzung; Od. 3, 31. 8, 16; ἕδρας θοάζειν Soph. O. R. 2; ἕδραν ποιεῖν, Sitzung halten, Andoc. 1, 111; Dio Cass. oft von Senatssitzungen. – 5) das Zaudern, Verweilen, Her. 9, 41 Thuc. 5, 7; οὐχ ἕδρας ἔργον οὐδ' ἀμβολᾶς Bacchyl. bei Ath. XIV, 631 c; οὐχ ἕδρας ἀκμή Soph. Ai. 798; vgl. Eur. Or. 1241.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
I. tout objet pour s'asseoir, siège, stalle, banc ; particul.
1 siège ou place d'honneur;
2 trône;
II. p. ext. 1 siège ou place qu'on occupe ; siège ou place (d'un organe) ; en gén. place d'une chose (emplacement ou lit d'un fleuve);
2 p. ext. endroit où l'on réside, résidence, demeure ; ἕδρας σκοτίους EUR les sombres demeures (les enfers) ; Παρνησοῦ ἕδραι, p. Παρνησός ESCHL le séjour du Parnasse;
3 résidence d'un dieu, temple ; autel;
4 lieu de station pour les navires;
III. partie du corps sur laquelle on s'assied, siège, fondement ; p. anal. base (d'une machine, d'une coupe, d'une plante, etc.);
IV. action de s'asseoir ; p. suite
1 situation sédentaire ; inaction ; οὐχ ἕδρας ἀκμή SOPH il n'y a pas un instant à perdre;
2 session d'une assemblée, séance ; assemblée siégeant.
Étymologie: R. Σεδ, être assis ; v. *ἕζω.
Russian (Dvoretsky)
ἕδρα: эп.-ион. ἕδρη ἡ
1 седалище, сиденье, кресло, стул или скамья (ἐξ ἕδρης ἀναστάς Hom.);
2 почетное место (ἕδραις καὶ πάσαις τιμαῖς γεραίρειν τινά Xen.);
3 престол (ἐκβαλεῖν ἕδρας Κρόνον Aesch.);
4 (у лошади), седловина (τοῦ ἵππου Xen.);
5 место, область (τοῦ ἥπατος Plat.; ἕδραι τῶν ὀφθαλμῶν Arst.); в описаниях: βλεφάρων или ὄμματος ἕδρα Eur. = ὀφθαλμός; Παρνησοῦ ἕδραι Aesch. = Παρνησός;
6 местопребывание, жилище, обитель (Τίρυνθι ἔχειν ἕδραν Soph.; Πανὸς ἕδρα Eur.): ἕδραι σκότιοι Eur. царство теней;
7 святилище, алтарь (ἕδραι θεῶν Aesch.);
8 пристанище, убежище: ναύλοχοι ἕδραι Soph. стоянка кораблей, пристань;
9 русло (ῥεύματα ποταμῶν ἐξ ἕδρας μεταστῆσαι Plut.);
10 оправа, обод (ἴτυος Eur.);
11 основание, низ (ἑλέπολις, ἧς ἕ. ἦν τετράγωνος Plut.);
12 задняя часть тела (κατὰ τὴν ἕδρην ἐσηθέειν τό ἀπο κέδρου ἄλειφαρ Her.; ἡ κέρκος ἐστὶ φυλακὴ τῆς ἕδρας Arst.);
13 собрание, совещание, совет (ἀνδρῶν ἄγυρίς τε καὶ ἕδρα Hom.): εὐθὺς ἐξ ἕδρας Soph. тотчас же после собрания;
14 сидение без дела, бездействие: περιημέκτεε τῇ ἕδρῃ Her. он тяготился бездействием; οὐχ ἕδρας ἀκμή Soph. не время медлить; οὐκ ἔργον ἕδρας Eur. нельзя сидеть сложа руки.
Greek (Liddell-Scott)
ἕδρα: Ἐπ. καὶ Ἰων. ἕδρη, ἡ, (ἕδος): Ι. μέρος ἔνθα κάθηταί τις: 1) θρόνος, κάθισμα, Ἰλ. Τ. 77, Ὀδ. Γ. 7· ἀγοραί τε καὶ ἕδραι (ἀλλ’ ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει ἐνταῦθα «ἐκκλησίαι καὶ συνέδρια») Ὀδ. Θ. 16, πρβλ. Γ. 31· κάθισμα τιμῆς, πρωτοκαθεδρία, περὶ μέν σε τίον... ἕδρῃ τε κρέασίν τε Ἰλ. Θ. 162., Μ. 311· οὕτως, ἕδραις γεραίρειν τινὰ Ξεν. Κύρ. 8. 1, 59· τιμίαν ἕδραν ἔχειν Αἰσχύλ. Εὐμ. 854· ἀρχή, ἐξουσία, θρόνος, ἐκβαλεῖν ἕδρας Κρόνον ὁ αὐτ. Πρ. 201· θακεῖν παγκρατεῖς ἕδρας, καθῆσθαι ἐπὶ παντοδυνάμου θρόνου, αὐτόθι 389, πρβλ. Πέρσ. 466. 2) οἰκητήριον, συχνὸν κατὰ πληθ., Πινδ. Ο. 7. 140, Π. 11. 95, κτλ.· μάλιστα ὡς οἰκητήριον θεῶν, ἱερόν, ναός, Πίνδ. Ι. 7. (6). 61, Αἰσχύλ. Ἀγ. 596, κτλ.· πρβλ. ἕδος· - νέοικον ἕδραν, νεωστὶ συνοικισθεῖσαν πόλιν, λέγει δὲ τὴν Καμαρῖναν ἢ Καμάριναν πόλιν τῆς Σικελίας, Πίνδ. Ο. 5. 19· ναύλοχοι ἕδραι, τὸ μέρος ἔνθα ναυλοχοῦσι νῆες, Σοφ. Αἴ. 460· περιφρ., Παρνησοῦ ἕδραι ἀντὶ Παρνησός, Αἰσχύλ. Εὐμ. 11, πρβλ. Εὐρ. Τρῳ 557· βλεφάρων ἕδρα, ὁ ὀφθαλμός, Εὐρ. Ρῆσ. 8· ὄμματος ἕδρα 554. 3) τὸ μέρος ἢ ὁ τόπος πράγματός τινος, ἐξ ἕδρας, ἕξω τῆς θέσεώς του, Εὐρ. Βάκχ. 928· τὴν τοῦ ἥπατος ἕδραν, τοῦ σπλάγχνου, κτλ., Πλάτ. Τίμ. 67Β, 72C, κτλ.· ἐκ τῆς ἕδρας ὠθεῖν αὐτόθι 79Β· ἔχειν ἕδραν, τηρεῖν τὴν θέσιν αὑτοῦ, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 2, 20· ἕδραν στρέφειν, λυγίζεσθαι ὥσπερ οἱ παλαισταί, Θεοφρ. Χαρ. 27· ἴδε ἑδροστρόφος: - πυθμήν, θεμέλιον, βάσις, Πλούτ. Δημήτρ. 21. 4) ἡ ἕδρα τοῦ ἵππου, ἡ ῥάχις, δηλ. τὸ μέρος ἐφ’ οὗ κάθηται ὁ ἱππεύς, Ξεν. Ἱππ. 5. 5., 12. 9, Ἱππαρχ. 4, 1· πρβλ. ἑδραῖος 1. 2. 5) ἕδραι, τὰ μέρη τοῦ ὁρίζοντος, ἐν οἷς ἀναφαίνονται οἰωνοί, Αἰσχύλ. Ἀγ. 117 (ἔνθα ἴδε, Ἕρμανν.), Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 596· πρβλ. Ἡρόδ. 7. 37, ὁ ἥλιος ἐκλιπὼν τὴν... ἕδρην. 6) τὸ μέρος τοῦ σώματος ἔνθα ἑδράζεται πάθος τι, Ἰατρ. ΙΙ. τὸ καθῆσθαι, τὸ νὰ κάθηταί τις, ἕδραν ἔχειν, καθῆσθαι, Αἰσχύλ. Εὐμ. 41· ἐπὶ ἱκετῶν, Σοφ. Ο. Τ. 13 (πρβλ. θοάζω), Ο. Κ. 112. 2) ἕδραν ἔχειν = καθῆσθαι, Ἱππ. π. Ἀέρ. 292· ἐντεῦθεν, ἀπραξία, ἀδράνεια, βραδύτης, χρονοτριβή, ὡς τὸ ἕδος ΙΙ, περιημέκτεε τῇ ἕδρῃ Ἡρόδ. 9. 41· ἀχθομένων τῇ ἕδρᾳ Θουκ. 5. 7· οὐχ ἕδρας ἀκμὴ Σοφ. Αἴ. 811· οὐχ ἕδρας ἔργον οὐδ’ ἀμβολᾶς Βακχυλ. Ἀποσπ. 15 23· οὐκ ἔργον ἕδρας Εὐρ. Ὀρ. 1291. 3) ἐπὶ στάσεως, γονυπετεῖς ἕδραι, γονάτισμα, Εὐρ. Φοίν. 293· βέλειος ἕδρη, τὸ μέρος ἔνθα τὸ βέλος ἐμπήγνυται εἰς τὸ ὀστοῦν ἀποτελοῦν ὁμαλὴν ὀπὴν ἄνευ ῥηγμάτων, Ἱππ. π. τῶν ἐν Κεφ. Τρωμ. 900. 4) ἡ συνεδρία συμβουλίου τινὸς ἢ σωματείου, κτλ., εὐθὺς ἐξ ἕδρας, εὐθὺς ἐγερθεὶς ἐκ τῆς συνεδρίας, Σοφ. Αἴ. 780, πρβλ. 749, (ἀλλὰ τί μ’ αὖ... ἐξ ἕδρας ἀνίστατε; πρὸς τί πάλιν... ταράσσετε τὴν ἡσυχίαν μου; αὐτόθι 788)· ἕδραν ποιεῖν, ποιεῖν συνεδρίαν, Ἀνδοκ. 15. 9. ΙΙΙ. τὰ ὀπίσθια, ἡ πυγή, Ἡρόδ. 2. 87, Ἱππ. Ἀφ. 1253, κτλ.· - ἐπὶ πτηνῶν, ὁ πρωκτός, τὸ ὀρροπύγιον, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 49Β, ἐν τέλ.
English (Slater)
ἕδρα (ἕδραν; -αι, -αις(ι).)
a dwelling place of gods or men. ὃν πατέρ' Ἄκρων ἐκάρυξε καὶ τὰν νέοικον ἕδραν Kamarina (O. 5.8) ἀπάτερθε δ' ἔχον ἀστέων μοίρας, κέκληνται δέ σφιν ἕδραι (Kamiros, Ialysos, Lindos) (O. 7.76) αἵτε ναίετε καλλίπωλον ἕδραν Χαρίτες Orchomenos (O. 14.2) Κρόνου παῖδας βασιλῆας ἴδον χρυσέαις ἐν ἕδραις (perhaps seats ) (P. 3.94) τὸ μὲν παρ' ἆμαρ ἕδραισι Θεράπνας, τὸ δ οἰκέοντας ἔνδον Ὀλύμπου (P. 11.63) βραχὺς ἐξικέσθαι χαλκόπεδον θεῶν ἕδραν (I. 7.44) ]ς ἕδραι θε[ Πα. 13c. 7.
b sitting, assembly εἶδεν δ (sc. Πηλεύς) εὔκυκλον ἕδραν, τὰν οὐρανοῦ βασιλῆες πόντου τ' ἐφεζόμενοι δῶρα καὶ κράτος ἐξέφαναν (N. 4.66)
Greek Monolingual
η (AM ἕδρα
Α και ἕδρη)
1. τόπος διαμονής, οίκημα
2. ο τόπος όπου λειτουργούν μόνιμα οι ανώτερες αρχές ή υπάρχει το κεντρικό κατάστημα («έδρα κοινότητας»)
3. ιατρ. το μέρος όπου τοποθετείται πάθος ή φυσιολογική ενέργεια («έδρα τών αντανακλαστικών κινήσεων»)
4. τα οπίσθια, η πυγή, ο πρωκτός
νεοελλ.
1. κάθισμα πάνω σε βάθρο συνήθως με γραφείο
(«έδρα καθηγητή, δασκάλου»)
2. θέση, αξίωμα καθηγητή ανώτερης σχολής ή ακαδημίας («έδρα αρχαιολογίας»)
μσν.
(για φυτά) ρίζα
αρχ.
1. τόπος όπου κάθεται κανείς, κάθισμα, καρέκλα
2. σειρά καθισμάτων
3. τιμητικό κάθισμα, πρωτοκαθεδρία
4. κάθισμα, θρόνος
5. εξουσία, αρχή
6. ναός, ιερό
7. μέρος, τόπος οποιουδήποτε πράγματος
8. βάση, θεμέλιο
9. το μέρος του ουρανού όπου φαίνονται οιωνοί
10. η στάση ικεσίας σε βωμό ή ιερό
11. κάθισμα με ησυχία, καθισιό
12. αδράνεια, χρονοτριβή, βραδύτητα
13. στάση, θέση
14. συνεδρίαση, σύνοδος συμβουλίου ή σωματείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έδ-ρα ανάγεται σε ΙΕ ρίζα sed- «καθίζω, θέτω, κάθομαι» (πρβλ. έζομαι < έδ-yομαι) και φέρει επίθημα -ρᾱ (πρβλ. χώρα). Η λ. έδρα, χωρίς να συνδέεται με αντίστοιχους τύπους σε άλλες ΙΕ γλώσσες, είναι πολύ εύχρηστη, και με τη μορφή -εδρος απαντά ως β' συνθετικό (πρβλ. δίεδρος, πολύεδρος)].
Greek Monotonic
ἕδρα: Επικ. και Ιων. ἕδρη, ἡ, (ἕδος),
I. μέρος που κάθεται κάποιος·
1. έδρα, θρόνος, κάθισμα, σε Όμηρ.· τιμητική θέση, σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν.
2. οικητήριο θεών, ιερό, ναός, σε Πίνδ., Τραγ.
3. το μέρος ή ο τόπος κάθε πράγματος, σε Ηρόδ.· ἐξ ἕδρας, έξω από τη σωστή του θέση, σε Ευρ.· θεμέλιο, βάση, σε Πλούτ.
4. ἡ ἕδρα τοῦ ἵππου, η πλάτη του αλόγου, πάνω στη οποία κάθεται ο αναβάτης, αυτός που το ιππεύει, σε Ξεν.
5. ἕδραι, τα σημεία του ορίζοντα στα οποία εμφανίζονται οι οιωνοί, σε Αισχύλ., Ευρ.
II. 1. η κίνηση καθίσματος κάποιου, σε Αισχύλ., Σοφ.· λέγεται για στάση, γονυπετεῖς ἕδραι, γονάτισμα, σε Ευρ.
2. απραξία, αδράνεια, χρονοτριβή, καθυστέρηση, σε Ηρόδ., Θουκ.· οὐχ ἕδρας ἀκμή, δεν είναι εποχή για να αδρανήσει κάποιος, σε Σοφ.
3. συνεδρίαση κάποιου συμβουλίου, στον ίδ.
III. οπίσθια, πρωκτός, γλουτοί, σε Ηρόδ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: seat, abode (of the gods), tempel (Il.).
Compounds: Many comp.: καθέδρα seat, sitting, chair (Hp.); also ἐφέδρα, Ion. ἐπέδρη siege (ἐφ-έζομαι), ἐνέδρα ambush, postponement (ἐν-έζομαι, ἐν-ιζάνω), s. Risch IF 59, 45f.; but ἐξ-έδρα seat outside the house (E., hell.). - Bahuvrihi with adv. 1. member ἔφ-εδρος who sits byside, reserve (Pi.); thus πάρ-εδρος assistance (παρ-έζομαι), ἔν-εδρος inhabitant, σύν-εδρος id.; ἔξ-εδρος far from his habitat (S.); - πολύ-εδρος with many seats (Plu.).
Derivatives: From ἕδρα: ἑδραῖος with fixed habitat, fest, quiet (Ion.-Att.) with ἑδραιότης and ἑδραιόω, ἑδραίωμα, -ωσις; ἑδρικός belonging to the anus (Medic.), ἑδρίτης fugitive (Suid., EM; πρωτοκαθεδρίτης president [Herm.]. Denomin. verbs. ἑδρ-ιάομαι sit down (Hom.), -ιάω id. (Theok.); s. Schwyzer 732, Chantr. Gramm. hom. 1, 359; ἑδράζω set, fix (hell. and late) with ἑδρασμός, ἑδραστικός, ἀν-έδραστος; ἕδρασμα = ἕδρα (E.), after στέγασμα (s. Chantr. Form. 177). - But ἐφ-, ἐν-, παρ-, συν-εδρεύω from ἔφ-εδρος. - In Hesychius: ἑδρήεσσα βεβαία (after τελήεσσα; s. Schwyzer 527), ἑδρίας ἀεὶ πνέων (after wind names in -ίας); ἕδρια συνέδρια, ἑδρίς ἑδραῖος.
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: After words in -ανον arose ἕδρανον = ἕδρα (Hes.); ἑδρανῶς = στερεῶς (Eust.). Place indication in -ρα as in χώρα (Schwyzer 481) to ἕζομαι. No exact parallel. On OWNo. setr n. s. ἕδος.
Middle Liddell
ἕδος
I. a sitting-place:
1. a seat, chair, stool, bench, Hom.: a seat of honour, Il., Xen.
2. a seat, of the gods, a sanctuary, temple, Pind., Trag.
3. the seat or place of anything, Hdt.; ἐξ ἕδρας out of its right place, Eur.:— a foundation, base, Plut.
4. ἡ ἕδρα τοῦ ἵππου the back of the horse, on which the rider sits, Xen.
5. ἕδραι are the quarters of the sky in which omens appear, Aesch., Eur.
II. a sitting, Aesch., Soph.: of a position, γονυπετεῖς ἕδραι kneeling, Eur.
2. a sitting still, inactivity, delay, Hdt., Thuc.; οὐχ ἕδρας ἀκμή 'tis not the season for sitting still, Soph.
3. the sitting of a council, Soph.
III. the seat, breech, fundament, Hdt.
Frisk Etymology German
ἕδρα: {hédrā}
Grammar: f.
Meaning: ‘Sitz, Sessel, Wohnsitz (der Götter), Tempel, Sitzung, Grund und Boden’ (seit Il.).
Composita: Zahlreiche Komposita und Ableitungen: καθέδρα Sitz, das Sitzen, Stuhl (Hp., X., Arist. usw.) von καθέζομαι im Anschluß an ἕδρα; ebenso ἐφέδρα, ion. ἐπέδρη Belagerung (ἐφέζομαι), ἐνέδρα Hinterhalt, Nachstellung (ἐνέζομαι, ἐνιζάνω), vgl. Risch IF 59, 45f.; aber ἐξέδρα "Außen-sitzung", Sitz außerhalb des Hauses, Halle (E., hell. usw.). — Bahuvrihi mit adverbiellem Vorderglied ἔφεδρος eig. "mit dem Sitz daneben", Nebensitzer, Reserve (Pi., ion. att.), aufἐφέζομαι bezogen; ebenso πάρεδρος Beisitzer, Beistand (παρέζομαι), ἔνεδρος Insasse (ἐνέζομαι), σύνεδρος Beisitzer (συνέζομαι, -ιζάνω); aber ἔξεδρος von seinem Wohnsitz fern (S., E., Ar., Arist.) Hypostase aus ἐξ ἕδρας; — Bahuvrihi mit adjektivischem Vorderglied πολύεδρος mit vielen Sitzen (Plu.).
Derivative: Ableitungen von ἕδρα: ἑδραῖος mit festem Wohnsitz, fest, ruhig (ion. att.) mit ἑδραιότης und ἑδραιόω, wozu ἑδραίωμα, -ωσις (alle spät); ἑδρικός zum Gesäß, zum Anus gehörig (Mediz.), ἑδρίτης Schutzflehender (Suid., EM; πρωτοκαθεδρίτης Vorsitzender [Herm.] zu πρωτοκαθεδρία [Ev. Matt. 23, 6]; vgl. Redard Les noms grecs en -της 24). Denominative Verba. 1. ἑδριάομαι sich niedersetzen (Hom., Hes.), -ιάω setzen (Theok., A. R.); zur Bildung Schwyzer 732, Chantraine Gramm. hom. 1, 359; vom Metrum begünstigt; 2. ἑδράζω setzen, feststellen (hell. und spät) mit ἑδρασμός, ἑδραστικός, ἀνέδραστος (spät); ἕδρασμα = ἕδρα (E. Fr., Ph. u. a.), viell. nur Erweiterung nach στέγασμα u. a. (vgl. Chantraine Formation 177). — Aber ἐφ-, ἐν-, παρ-, συνεδρεύω von ἔφεδρος usw. — Mehrere Hesychglossen: ἑδρήεσσα· βεβαία (poet. Bildung nach τελήεσσα u. a.; vgl. Schwyzer 527), ἑδρίας· ἀεὶ πνέων (nach den Windnamen auf -ίας); ἕδρια· συνέδρια (auch als Erklärung von ἑδώλια), ἑδρίς· ἑδραῖος.
Etymology: Durch Erweiterung von ἕδρα nach den Nomina auf -ανον (bzw. durch Kreuzung von ἕδρα und *ἕδανον?) entstand ἕδρανον = ἕδρα (poet. seit Hes.); dazu ἑδρανῶς = στερεῶς (Eust.). Ortsbezeichnung auf -ρα wie χώρα u. a. (Schwyzer 481) zu ἕζομαι (s. d.). Genaue außergriech. Entsprechung fehlt; über awno. setr n. s. ἕδος.
Page 1,443-444
English (Woodhouse)
abode, house, place, position, seat, dwelling place, seat of worship, sitting idle, sitting still, something to sit on, suppliant attitude, way of sitting
Mantoulidis Etymological
(=κάθισμα, βάσις). Ἀπό τό ἕζομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Lexicon Thucydideum
Translations
seat
Afrikaans: sitplek; Akkadian: 𒄖𒍝; Arabic: مَقْعَد, مَقْعَدَة, وِثَاب; Hijazi Arabic: مَقْعَد; Armenian: նստատեղ, նստոց; Asturian: asientu; Belarusian: сядзенне, месца; Bengali: আসন; Bulgarian: седалище, седалка, място; Burmese: ထိုင်ခုံ; Buryat: һандали; Catalan: seient; Cebuano: linkoranan; Chechen: барч; Chinese Mandarin: 座位, 位子, 座席; Czech: místo, sedadlo; Dutch: zitplaats; Esperanto: seĝo; Estonian: iste; Finnish: istumapaikka, paikka; French: place; Galician: asento, sentadoiro; German: Sitz, Sitzplatz, Sitzgelegenheit; Gothic: 𐍃𐌹𐍄𐌻𐍃; Greek: κάθισμα; Ancient Greek: ἕδρα, ἕδρη, δίφρος, θᾶκος, θῶκος, θόωκος, καθέδρα, ἑδναία, ἕδραμα, δίφραξ, δίφρακον; Hawaiian: noho; Hindi: आसन, आसनी; Hungarian: ülőhely, hely; Icelandic: sæti; Ilocano: tugaw; Interlingua: sedia; Isnag: tuxaw; Italian: posto, seduta, sedile, scranno; Japanese: 席, シート, 腰掛け, 座席; Khmer: កៅអី; Korean: 자리, 좌석(座席), 시트; Kurdish Northern Kurdish: rûniştek, kursî; Lao: ບ່ອນນັ່ງ; Latin: sedes, sedile; Lithuanian: vieta; Macedonian: седиште, место, седиште; Malay: tempat duduk; Manchu: ᡨᡝᡴᡠ; Mongolian: суудал; Navajo: bikááʼ dah asdáhí; Norman: siège; Norwegian Bokmål: sete; Old English: setl; Ottoman Turkish: مجلس, كرسی; Persian: جا; Polish: siedzenie, miejsce, miejsce siedzące, siedzisko; Portuguese: lugar, assento; Quechua: tiyana; Romanian: scaun; Russian: сиденье, место; Samoan: nofoa; Sanskrit: सदस्; Scottish Gaelic: suidheachan; Serbo-Croatian Cyrillic: се̏дӣште, сје̏дӣште; Roman: sȅdīšte, sjȅdīšte; Slovak: miesto, sedadlo; Slovene: sedež; Somali: fadhi; Spanish: asiento; Swedish: sittplats, plats; Telugu: ఆసనము; Thai: ที่นั่ง; Ukrainian: сиді́ння, мі́сце; Urdu: سیٹ, نشست; Vietnamese: ghế; Waray-Waray: lingkuran, lingkudan; Welsh: eisteddfa, eisteddfâu
temple
Afrikaans: tempel; Aghwan: 𐕊𐔰𐕜𐔰𐕙; Albanian: faltore, tempull; Apache Western Apache: kįh biyiʼ daʼchʼokąąhí; Arabic: مَعْبَد, هَيْكَل; Egyptian Arabic: معبد; Armenian: տաճար, մեհյան, բագին; Asturian: templu; Azerbaijani: məbəd, ibadətxana; Baba Malay: tempeh; Bashkir: ғибәҙәтхана; Basque: tenplu; Belarusian: храм; Bengali: মন্দির, মঠ; Bhojpuri: 𑂧𑂢𑂹𑂠𑂱𑂪; Bulgarian: храм; Burmese: ဘုရား, ဝတ်ကျောင်း, နားထင်; Catalan: temple; Chinese Cantonese: 廟/庙; Mandarin: 寺廟/寺庙, 寺, 庙, 寺院; Cornish: eglos teg; Czech: chrám; Danish: tempel; Dutch: tempel; Dzongkha: ལྷ་ཁང; Esperanto: templo; Faroese: tempul; Finnish: temppeli; French: temple; Galician: templo; Georgian: ტაძარი; German: Tempel; Gothic: 𐌰𐌻𐌷𐍃, 𐌲𐌿𐌳𐌷𐌿𐍃; Greek: ναός; Ancient Greek: ἅγιον, ἕδρα, ἕδρη, ἵδρυμα, ἱερόν, ἱρόν, ναός, οἴκημα, ὄροφος, σκανά, σκηνή, σκήνωμα, τέμενος; Gujarati: મંદિર; Hawaiian: heiau; Hebrew: מִקְדָּשׁ; Hindi: मन्दिर, मठ; Hungarian: szentély, templom; Icelandic: musteri, hof; Ido: templo; Indonesian: kuil, pura, wihara, kelenteng temple); Interlingua: templo; Irish: teampall; Italian: tempio; Japanese: 神殿, Buddhist temple: 堂塔, 寺, 寺院, 神社, 寺院; Kannada: ದೇವಸ್ಥಾನ; Kazakh: ғыйбадатһана, храм, ғибадатхана; Khmer: វត្ត, ទេវាល័យ, ប្រាសាទ; Korean: 절, 사찰(寺刹), 사원; Kurdish Central Kurdish: پەرستگا; Kyrgyz: ибадаткана, храм; Lao: ວັດ; Latin: templum, aedis, delubrum, fanum; Latvian: templis; Lithuanian: šventykla; Lü: ᦞᧆ; Macedonian: храм; Magahi: 𑂧𑂢𑂹𑂠𑂱𑂪; Malay: kuil; Malayalam: അമ്പലം, ദേവാലയം; Maltese: tempju, maqdes; Maori: temepara; Marathi: देऊळ; Mongolian: сүм, ᠰᠦᠮ; ᠡ, сүм дуган, дуган; Norman: templ'ye; Norwegian Bokmål: tempel; Nynorsk: tempel; Occitan: temple; Old English: ealh, tempel; Oriya: ମନ୍ଦିର; Parthian: 𐭁𐭂𐭍𐭉; Persian: پرستشکده, معبد, ناوس, فرخار, فغستان, عبادتخانه; Plautdietsch: Tempel; Polish: świątynia; Portuguese: templo; Romani: khangeri; Romanian: templu; Russian: храм, место богослужения; Sanskrit: देवालय, मठ; Serbo-Croatian Cyrillic: храм, богомоља; Roman: hram, bogomolja; Slovak: chrám; Slovene: tempelj; Spanish: templo; Swahili: hekalu; Swedish: tempel; Tagalog: templo; Tajik: ибодатхона, маъбад, фархор; Tamil: கோயில், தேவளம், தேவாலயம்; Telugu: కోవెల, ఆలయము, గుడి, దేవళము; Thai: วัด; Tibetan: ལྷ་ཁང; Turkish: tapınak, toplak, ibadethane, mabet; Turkmen: ybadathana; Ukrainian: храм; Umbrian: 𐌖𐌄𐌓𐌚𐌀𐌋𐌄; Urdu: مندر, معبد, مٹھ; Uyghur: يباداتھانا, تاۈينيديغان چاي; Uzbek: ibodatxona, butxona; Vietnamese: đền, thiền viện; Welsh: teml; Yiddish: טעמפּל, שול; Yoruba: tẹmpili, ile Ọlọrun; Zhuang: caeh
anus
Afrikaans: anus; Albanian: anus; Arabic: اِسْت, شَرْج; Egyptian Arabic: شرج, فتحة الشرج, خرم الطيز; Armenian: հետանցք, սրբան; Asturian: anu; Azerbaijani: məqəd, göt; Bashkir: арт юл, күтән тишеге, күт; Basque: uzki; Belarusian: анус, задні праход; Bengali: মলদ্বার, পুটকি; Bulgarian: анус; Burmese: စအို, ဖင်, စအိုဝ; Catalan: anus; Cherokee: ᎤᎦᏎᏂ; Chinese Cantonese: 肛門/肛门, 屎窟窿, 屎眼; Mandarin: 肛門/肛门, 糞門/粪门; Coptic: ⲡⲟⲩⲛⲓ, ⲙⲁⲛⲉⲣⲙⲏ; Czech: řiť, řitní otvor; Danish: endetarmsåbning, anus; Dhivehi: ފުރަގަސް ފަރާތު ދޮރު; Dutch: anus, aars; Esperanto: anuso, postaĵotruo; Estonian: pärak; Faroese: gat, arshol; Finnish: peräaukko, anus; French: anus, trou du cul, trou de cul; Galician: ano, cenzo, cu, ollo do cu; Georgian: ყითა ნაწლავი, ანუსი, უკანა ტანი, პროჭი; German: Anus, After; Greek: πρωκτός; Ancient Greek: πρωκτός, ἕδρα, ἕδρη; Greenlandic: iteq; Gujarati: ગુદા, હંગણી, ગાંડ, મળદ્વાર; Hausa: dubùr̃ā; Hawaiian: puka kahiko; Haitian Creole: dèyè; Hebrew: פִּי הַטַּבַּעַת; Hindi: गुदा, गांड, मलद्वार; Hungarian: végbélnyílás; Icelandic: endaþarmsop, bakrauf; Ido: anuso; Indonesian: dubur, anus, abaimana; Interlingua: ano; Inuktitut: ᐃᑎᖅ; Irish: anas; Italian: ano; Ivatan: dachan; Japanese: 肛門; Kannada: ಗುದ; Kapampangan: pitaklan; Kaurna: murntu; Kazakh: анус; Khmer: ទ្វារធំ, ទ្វារលាមក; Korean: 항문(肛門), 똥구멍, 후장; Kurdish Central Kurdish: کۆم; Northern Kurdish: kom; Kurtjar: dhooerd; Kyrgyz: анус; Lao: ທະວານໜັກ, ດາກ, ຕູດ, ກົ້ນຂີ້, ຮູກົ້ນ, ຮູຂີ້, ໃສ້ສຸດ; Latin: anus, podex; Latvian: tūplis, anālā atvere; Lithuanian: išangė; Macedonian: анус; Malagasy: fory; Malay: dubur; Malayalam: ഗുദം, മലദ്വാരം; Maltese: toqba tas-sorm, tirma; Manchu: ᡨᡝᡵᡠ, ᡶᠠᠵᡠᡴᡡ; Maori: whero, toretore, tero, parahua; Marathi: गुदद्वार; Mongolian: хошного, гургалдай; Navajo: ajilchiiʼ; Ngarrindjeri: pininggi; Norman: bas d'sé; Norwegian Bokmål: anus, endetarmsåpning, rumpehull; Nynorsk: endetarmsåpning, rævhol; Nukunu: murntu; Ojibwe: nijiid; Okinawan: 尻ぬ目; Old English: earsþȳrel, setl, utgang, earsgang; Old High German: arsloh; Pashto: مقعد, سمباخ, سوغۍ, کونه; Persian: مقعد, کون; Pitjantjatjara: kuna aḻa; Polish: odbyt; Portuguese: ânus; Quechua: uquti; Romanian: anus; Russian: анус, анальное отверстие, задний проход, заднепроходное отверстие, жопа, очко; Sami Inari: pottâräigi; Northern: bahtaráigi; Skolt: põttčâʹlmm; Sanskrit: गुद, पायु, भसद्, लुब्धक, सीध्र; Scottish Gaelic: tòn, màs; Serbo-Croatian Cyrillic: чмар, анус; Roman: čmar, anus; Sicilian: anu; Slovak: riť, ritný otvor; Slovene: zádnjik inan; Spanish: ano; Swahili: mkundu; Swedish: analöppning, ändtarmsöppning, anus, rövhål, tvåan, dajmkryss, brunöga, prutten, skitan, fisring; Tagalog: butas ng puwit, anus, butas-puwit; Tajik: анус; Tamil: சூத்து, எச்சவாய், குதம், சூறு, பீடம், பீறு, பூறு, பொச்சு, கண்ணாணி, அபானம்; Taos: cȅdéna; Telugu: గుదము; Thai: ทวารหนัก, ตูด; Tigrinya: መሃንቱስ; Turkish: anüs, makat, göt, şerç, göt deliği; Turkmen: anus; Ukrainian: анус, відхі́дник, задній прохі́д; Urdu: گدا, مقعد, گانڈ; Uyghur: مەقئەت, ئارقا تەرەت يولى, پۈرۈك, سوڭ, كۆت; Uzbek: anal teshigi, anus; Vietnamese: hậu môn, lỗ đít; Volapük: kül; Welsh: anws; Wiradhuri: buubuul, bubul; Yiddish: אַנוס; Yoruba: ihò-ìdí, fùrọ̀; Yup'ik: eteq; Zazaki: qen, qul
delay
Arabic: تَأْخِير, تَأَخَّر; Egyptian Arabic: مهلة; Armenian: ուշացում; Assamese: পলম, দেৰি; Azerbaijani: ləngimə, yubanma, gecikmə, təxir; Belarusian: затрымка, прыпынак, прамаруджанне, спазненне; Bulgarian: отлагане, забавяне, закъснение; Catalan: retard, demora, endarreriment; Chinese Mandarin: 遲延/迟延, 延遲/延迟; Czech: zpoždění; Dutch: vertraging; Esperanto: prokrasto; Finnish: viivästys, viive, viipymä, viivästymä, jahkailu, viivyttely, vitkastelu, aikailu, kuhnailu, lykkäys, vitkuttelu; French: délai, retard; Galician: demora, mora, retraso; German: Verzögerung, Verspätung; Greek: καθυστέρηση; Ancient Greek: διατριβή, τριβή, μονή, ἕδρα, μελλήματα, μέλλησις, ἐπιμονή, ἐπίσχεσις, μελλώ; Hebrew: איחור / אִחוּר; Hindi: देर, विलंब; Hungarian: késedelem, késés; Icelandic: töf; Indonesian: keterlambatan; Irish: faillí; Italian: ritardo; Japanese: 遅れ, 遅延; Korean: 지연(遲延), 지체(遲滯); Kurdish Central Kurdish: دواخستن, پاشخستن; Latin: mora; Macedonian: одложување; Maltese: dewmien; Maori: akutōtanga, roa; Norwegian Bokmål: forsinkelse; Persian: دِرَنگ, دیرکَرد; Polish: opóźnienie; Portuguese: atraso, demora, mora, espera; Romanian: întârziere; Russian: задержка, промедление, опоздание; Scottish Gaelic: dàil; Slovak: sklz, zdržanie, meškanie; Slovene: zamuda, odlašanje; Somali: daahi; Spanish: retraso, demora; Swedish: försening, fördröjning, uppskov; Telugu: ఆలస్యము; Thai: ดีเลย์; Tigrinya: ደንጐየ, ድንጓየ, ደንጎየ; Turkish: gecikme, rötar; Ukrainian: затримка, затримка, задержка, гаянка, зволікання, спі́знення; Urdu: دیر; Yiddish: אָפּלייג; Zazaki: rotar, peymende
dwelling
Arabic: مَنْزِل, سَكَن; Moroccan Arabic: سكنة; Azerbaijani: mənzil, ev; Basque: bizileku, bizitoki; Belarusian: жыллё; Bengali: মকান, মঞ্জিল; Bulgarian: жилище; Catalan: habitatge, vivenda; Central Sierra Miwok: ˀu·ču-; Chinese Mandarin: 住宅, 住所; Czech: obydlí; Danish: bolig, bopæl; Dutch: woning, woonst; Esperanto: loĝejo; Finnish: asunto, asumus; French: domicile, habitation; Galician: eido, vivenda, moranza, moradía, soxorno, lar; German: Wohnsitz, Wohnung, Behausung, Wohnstätte; Gothic: 𐌱𐌰𐌿𐌰𐌹𐌽𐍃; Ancient Greek: ἀναστροφή, δίαιτα, δῶ, δῶμα, ἕδος, ἕδρα, ἕδρανον, ἐμβιωτήριον, ἐνδιαιτητήριον, ἐνοίκιον, ἑστία, ἤθη, θεράπνη, κατοικία, οἴκημα, οἴκησις, οἰκητήριον, οἰκία, οἶκος, σκήνωμα, σταθμός, στέγα, στέγη; Hebrew: דירה, דיור, מגורים, שכן; Hungarian: lakás, lakóhely, otthon, lak; Ido: lojeyo; Italian: abitazione, residenza, dimora; Japanese: 居留, 住居, 住宅; Korean: 주거, 주택, 거류; Latin: domicilium; Low German: Wahnung, Wahnen, Wahnsitt; Macedonian: живеалиште; Manchu: ᠪᠣᠣ; Maori: tuohunga; Middle English: dwellynge, herberwe; Norman: d'meuthe; Old Norse: bo, bú; Old Turkic: 𐰋; Orok: дуку; Pashto: کور, خونه; Plautdietsch: Wonunk; Polish: mieszkanie; Portuguese: domicílio, moradia; Romanian: locuință, domiciliu; Russian: жилище, жильё; Scottish Gaelic: còmhnaidh; Slovak: obydlie; Slovene: bivališče, domovanje; Spanish: domicilio, morada, residencia, casa; Swedish: bostad, boning; Thai: ชุมรุม, ทำเนียบ, เวสน์; Turkish: ev, konut; Ugaritic: 𐎎𐎌𐎋𐎐𐎚; Ukrainian: житло, помешкання; Vietnamese: chổ ở; Walloon: dimorance, lodjisse