δρόμος
English (LSJ)
ὁ, (δραμεῖν)
A course, race, in Il.mostly of horses, ἵπποισι τάθη δρόμος 23.375; also of men, τέτατο δρόμος ib.758; οὐρίῳ δρόμῳ with prosperous course, S.Aj.889 (lyr.); ἅπαντι χρῆσθαι τῷ δρόμῳ at full speed, Luc.Dom.10: of any quick movement, e.g. flight, A.Pers.207: of time, ἡμέρης δρόμος a day's running, i.e. the distance one can go in a day, Hdt.2.5; κατανύσαι τὸν προκείμενον δρόμον Id.8.98; ἵππου δ. ἡμέρας D.19.273: of Things, δρόμος. νεφέλης, ἡλίου τε καὶ σελήνης, E.Ph.163, Pl. Ax.370b (pl.), etc.; οἱ δρόμοι τῶν ἀστέρων Procl.Par.Ptol.136; δρόμῳ = at a run, freq. with Verbs of motion, δρόμῳ διαβάντας τὸν Ἀσωπόν Hdt.9.59; ἰέναι Id.3.77; χρῆσθαι Id.6.112; χωρεῖν Th.4.31; δρόμον ξυνῆψαν E. Ph.1101; βοηθῆσαι δ. Ar.Fr.551: in plural, δρόμοις A.Pr.838, Supp. 819.
2 foot-race, as a contest, IG2.594.11, al.: prov., περὶ τοῦ παντὸς δρόμον θεῖν (δρόμου codd.) = to run for one's life, Hdt.8.74; τὸν περὶ ψυχῆς δρόμον δραμεῖν Ar.V.375; περὶ ψυχῆς ὁ δρόμος Pl.Tht.173a: generally, contest, πλαγᾶν δρόμος, i.e. a pugilistic contest, Pi.I.5(4).60.
3 lap in a race, S.El.726 (interpol. ib.691); ἐν τῷ δευτέρῳ δ. Arist.HA 579a8.
4 in speaking, rapid delivery, Longin.Rh.p.312S.
II place for running, δρόμοι εὐρέες runs for cattle, Od.4.605.
2 racecourse, Hdt.6.126, E.Andr.599.
3 public walk, ἐν εὐσκίοις δ. Ἀκαδήμου Eup.32, cf. IG22.1126.36, etc.; colonnade, Pl.Tht.144c; κατάστεγος δρόμος = cloister, Id.Euthd.273a; δρόμος ξυστός Aristias 5; in Crete, = γυμνάσιον, Suid., cf. SIG463.14 (Itanos, iii B. C.); δύ' ἢ τρεῖς δρόμους περιεληλυθότε having taken two or three turns in the cloister, Pl.Euthd. l. c.; in Egypt, avenue of Sphinxes at entrance of temples, OGI56.52 (Canopus, Ptol. III), Str.17.1.28, etc.; δρόμος τοῦ ἱεροῦ BGU 1130.10 (i B. C.).
4 orchestra in the theatre (Tarent.), Hsch.
5 metaph., ἔξω δρόμου δρόμου φέρεσθαι or ἐκτὸς δρόμου φέρεσθαι = get off the course, i.e. wander from the point, A.Pr.883 (anap.), Pl.Cra.414b; ἐκ δρόμου πεσεῖν A.Ag.1245; οὐδέν ἐστ' ἔξω δρόμου = 'tis not foreign to the purpose, Id.Ch.514.
III δρόμος δημόσιος = Lat. cursus publicus, Procop. Vand.1.16, Arc.30, Lyd.Mag.2.10; δρόμος ὀξύς = Lat. cursus velox, ib.3.61, POxy.900.7 (iv A. D.), etc.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Morfología: [gen. δρόμω Alc.117(b)6, δρόμοιο Opp.C.2.17, Q.S.4.181, AP 14.129 (Metrod.)]
A como n. de acción
I de pers. y anim.
1 carrera
a) ref. caballos esp. de la carrera a galope ἄφαρ δ' ἵπποισι τάθη δ. Il.23.375, ἐπεί κ' ... ἵππους παντοίου δρόμου ἄσῃ cuando a los caballos harte de todo tipo de carreras, Il.18.281, cf. E.Hipp.1227, ἅπαντι ... χρῆται τῷ δρόμῳ Luc.Dom.10, δρόμους ἀπελαύνω τὸν ἵππον llevo el caballo a galope Aristid.Or.49.5, ἄπτερος ... δρόμος carrera sin alas, e.e. inmóvil la del caballo de Troya, Triph.85, cf. 337, de un asno τρέχειν δρόμον ir al trote Luc.Asin.48;
b) ref. otros anim. παλιμπλάγκτοισι ... δρόμοις de Ío, A.Pr.838, esp. de piezas de caza λοίσθιοι δρόμοι dicho de las distintas fases de la huida de una presa, A.A.120, δευτέρῳ καὶ τρίτῳ δρόμῳ ταχὺ ἁλίσκονται de conejos, X.Cyn.9.10, cf. 5.14, Arist.HA 579a8, (στρουθός) φεύγουσα, τοῖς μὲν ποσὶ δρόμῳ ... χρωμένη X.An.1.5.3, cf. LXX Sap.17.18, Arr.Cyn.17.3, δρόμοι ... ἄτακτοι de anim. asustados en desbandada Longus 1.31.4, cf. Hld.10.28.2, del vuelo de aves κίρκον εἰσορῶ δρόμῳ A.Pers.207, cf. Ar.Au.1200, (σκέπτεο) καὶ δ' ἄν που ... γέρανοι ... τανύσαιεν ἕνα δρόμον ... πᾶσαι (observa) también si las grullas volaran todas juntas en la misma dirección Arat.1011;
c) ref. pers. δρόμοι παρὰ τὸ ἔθος en la dieta cotidiana, Hp.Epid.3.1.8, δρόμους ... πολλοὺς ἐξέπλησα E.IT 81, cf. 971, χρήσιμον σῶμα ... πρὸς δρόμον καὶ πρὸς βίαν Arist.Rh.1361b9, cf. D.61.24, θόρυβον οἰμωγὴν δρόμον Men.Asp.56, cf. Ach.Tat.3.1.6, LXX Ec.9.11, ὁρῶ τὸν δρόμον τοῦ πρώτου ὡς δρόμον Αχιμαας LXX 2Re.18.27, cf. Iambl.Fr.61, Hld.7.6.3;
d) frases hechas ἅτε <τὸν> περὶ τοῦ παντὸς ἤδη δρόμον θέοντες jugándose el todo por el todo Hdt.8.74, τὸν περὶ ψυχῆς δρόμον δραμεῖν correr por salvar el pellejo Ar.V.376, cf. Pl.Tht.172e, χωλῶν δρόμος ὠκύτατος καὶ κωφὸς ἀκούσει como imposibles resueltos milagrosamente Orac.Sib.8.206, cf. Amph.Seleuc.145
•frec. dat. δρόμῳ, δρόμοισι = a la carrera μετά με δρόμοισι διόμενοι A.Supp.819
•esp. milit. o en sentido hostil a paso ligero o de carga ἤισαν δρόμῳ ἐς τὸν ἀνδρεῶνα Hdt.3.77, δρόμῳ ἵεντο εἰς τοὺς βαρβάρους Hdt.6.112, cf. 9.59, ἐχώρουν δρόμῳ Th.4.31, δρόμῳ ξυνῆψαν E.Ph.1101, cf. X.Cyr.3.3.62, Aen.Tact.15.4, D.S.14.23, βοηθῆσαι δρόμῳ Ar.Fr.564, cf. Au.205, δρόμῳ op. βάδην X.Cyr.3.3.61, cf. An.1.2.17, Plb.10.20.3
•fig. correría, andanzas en la caza οὐκ αὐτὸν ὅ τε δ. αἵ τ' ἐν ὄρεσσι ῥυσεῦνται ξυναὶ τᾶμος ἑκαβολίαι recogiendo el sign. de σύνδρομος Call.Lau.Pall.111, cf. Opp.C.2.17.
2 agon. carrera, competición de carros, competición de caballos, o competición pedestre ὅτε δὴ πύματον τέλεον δρόμον pero cuando realizaban la última parte de la carrera, Il.23.373, cf. 300, de la carrera mítica de Pélope, Pi.O.1.94, cf. Pi.O.1.13, B.5.183, pedestre τοῖσι δ' ἀπὸ νύσσης τέτατο δ. Il.23.758, Od.8.121, cf. Pi.O.13.30, δρόμος καὶ παλαίστρη Hdt.6.126, cf. Pl.Plt.294e, X.Lac.1.4, ICr.3.4.4.13 (Itano III a.C.), IG 22.1227.11 (II a.C.), D.S.14.11, c. armadura pesada y sin ella ἔν τε γυμνοῖσι σταδίοις σφίσιν ἔν τ' ἀσπιδούποισιν ὁπλίταις δρόμοις Pi.I.1.23, cf. E.IA 211, οἱ ... γυμνοὶ δρόμοι carreras con armadura ligera Thphr.Sud.39, αἷς δ. ... παρ' Εὐρώταο λοετροῖς de jóvenes espartanas, Theoc.18.22, cf. Plu.Lyc.14
•en esp. vuelta de carrera que se da al estadio δώδεκα ... δρόμων τέμενος Pi.P.5.33, cf. S.El.726, Ar.Nu.28.
3 recorrido ἡμέρης δρόμον ἀπέχων ἀπὸ γῆς a una distancia de la tierra de un día Hdt.8.98, ἵππου ... δρόμον ἡμέρας distancia de una jornada a caballo D.19.273, ἐξενεχθῆναι τοῦ συνήθους δρόμου se apartaron del recorrido habitual los caballos de Helios, D.S.5.23 (pero cf. II 4)
•vuelta en un paseo δύ' ἢ τρεῖς δρόμους περιεληλυθότε Pl.Euthd.273a.
4 etapa del correo de posta persa οὐ νὺξ ἔργει ... τὸν προκείμενον ... δρόμον τὴν ταχίστην Hdt.8.8.98
•tard. δημόσιος δρόμος lat. cursus publicus, servicio público de postas, servicio público de correos οἷς μὲν ἐξουσίαν δημοσίου παρέχον δρόμου Eus.VC 3.6.1, cf. Ath.Al.H.Ar.20.1, PBeatty Panop.2.275 (III d.C.), Marc.Diac.V.Porph.54.18, Socr.Sch.HE 3.1.52, ὁ τοῦ δημοσίου δρόμου ἐπιμελούμενος Procop.Vand.1.16.12, cf. Arc.30.1, Lyd.Mag.2.10, simpl. δρόμος Gr.Naz.Ep.126.3
• δρόμος ὀξύς lat. cursus velox, servicio postal urgente, servicio expreso de correos εἰς κονδουκτορίαν τοῦ ὀξέος δρόμου POxy.900.7, cf. 2115.7 (ambos IV d.C.), ἁλιαδίτης ἤτοι γραμματηφόρος τοῦ ὀξέως δρόμου PFlor.39.6 (IV d.C.) en BL 1.138, cf. POxy.3623.9, PSI 1108.8 (ambos IV d.C.).
II ref. otro tipo de desplazamiento, gener. no de pers.
1 en el aire marcha veloz, curso rápido νεφέλας E.Ph.163, τὸν εἰς οὐρανὸν δρόμον ascensión al cielo Ph.2.179.
2 en el agua navegación, travesía οὐρίῳ ... δρόμῳ S.Ai.889, cf. Hdt.2.5, Men.Sam.206, Plb.1.56.7, 4.44.10, Str.3.2.5, 8.3.26, AP 10.2.1 (Antip.Sid.), 14.129.5 (Metrod.)
•nadadura πλαγκτὸν δρόμον Opp.H.5.146.
3 medic. flujo, torrente ἀνάγκη ῥεύσεσθαι δρόμους αἵματος ἀπὸ πάσης τῆς ἀφαιρέσιος Hp.Haem.4.
4 astr. curso, revolución ἡλιακὸς ... δρόμος Pythag.B 37c, δρόμους ἡλίου τε καὶ σελήνης Pl.Ax.370b, cf. Cra.397d, Arist.Fr.11, Plb.34.2.6, AP 5.172.3 (Mel.), Gem.1.34, I.AI 1.31, Ocell.19, Diog.Oen.13.1.7, Vett.Val.37.13, Ach.Tat.Intr.Arat.10, Orph.H.7.13, Orac.Sib.3.221, Procl.Hyp.6.24, del curso diurno ἑπτὰ ἠελίοιο δρόμοις en siete días, SEG 44.1500, ἑξήκοντα δρόμοισι SEG 44.580.7 (Bizancio V d.C.)
• movimiento, rotación del universo κόσμου τὸν ἐναρμόνιον δρόμον ἕλκων Orph.H.8.9.
III fig.
1 curso, decurso, desarrollo de la vida κούφω δ' ὐπίης δρόμω cedes en tu ligera carrera quizá en sent. erót., Alc.l.c., ὡς ... ἐπλήρου Ἰωάννης τὸν δρόμον Act.Ap.13.25, cf. 2Ep.Ti.4.7, Luc.Tim.50, D.Chr.3.126, Q.S.4.181, Nonn.D.19.230, δ. εἷς ἐστι τοῦ βίου Cod.Iust.1.3.55.3
•de otras cosas πλαγᾶν δρόμον sucesión de golpes Pi.I.5.60, δρόμον ἐπὶ φόνιον ἀνόσιον a una impía carrera de muertes E.HF 1212, ἥ τοι πάρεδρον θεῶν δρόμον κεκτημένη Δίκη δέδορκεν ὀξύ Trag.Adesp.655.19, φεῦγε καὶ Ἀονίη τὸν ἕνα δρόμον siguiendo la misma corriente, también la rehuyó Aonia Call.Del.75, οὐ γὰρ ὁ καιρὸς ... παρέβα τὸν ἑὸν δρόμον Theoc.21.27, ὁ τῶν χρόνων ... δρόμος Iust.Nou.47 proem.
2 en la esfera del lenguaje expresión rápida, fluidez del discurso τὸν αὐθάδη μετὰ ἀφηνιασμοῦ δρόμον γλώττης ἐπέσχεν Ph.1.196, δ. ... οὐ πρέπων ἐν τῷ τοιούτῳ μέρει Longin.Rh.197, cf. Eun.VS 473.
3 apresuramiento, prisa δρόμος τῶν λαῶν πρὸς τὴν ... αὐτοῦ θέαν ἐπειγομένων Ath.Al.Apol.Sec.7.4, fig. τόσσος δρόμος εἰς Ἀφροδίτην tanto le urge el celo ref. una osa, Opp.C.3.158.
B concr.
I sent. local
1 agon. explanada para carreras, pista ἵπποι ... πλανόωνται ἀνὰ δρόμον Il.23.321, ἐν ... Ἰθάκῃ οὔτ' ἂρ δρόμοι εὐρέες Od.4.605, para la realización de ejercicios militares ἐπειδὰν ... καταστῶμεν ἐπὶ τὸν δρόμον ἔνθα περιπατοῦμεν X.Cyr.2.3.22
•estadio para carreras pedestres, a caballo o en carro καὶ δρόμον καὶ παλαίστρην ποιησάμενος Hdt.6.126, cf. E.Andr.599, ἀμφὶ τέρματα δρόμου Anacr.78.4, cf. ISic.MG 4.81 (Metaponto VI a.C.), Hp.Epid.5.38, S.El.713, CID 1.10.36 (IV a.C.), δρόμους καλλισταδίους E.IT 437, ἐν τῷ ἔξω δρόμῳ ἠλείφοντο Pl.Tht.144c, cf. IG 13.991 (Eleusis VI a.C.), CID 3.1 (V/IV a.C.), X.HG 7.4.29, Call.SHell.289.2, Str.10.4.21, δρόμος ξυστός Aristias 5, ἐν τούτῳ ... οἱ ... δρόμοι τῷ γυμνασίῳ ... εἰσιν Paus.5.15.8, δρόμοι καὶ ἀγοραὶ καὶ κρῆναι Hld.2.26.4, fig. ἀμειβόμενοι δολιχὸν δρόμον Ἀμφιτρίτης Opp.H.1.619
•en Esparta la Pista lugar donde se realizaban competiciones de carreras, Theoc.18.39, Liu.34.27.4, Paus.3.14.6, en Atenas, ref. una parte del camino que iba del ágora a la acrópolis, el llamado de las Panateneas, usada para diferentes juegos deportivos IG 13.507, 508 (ambas VI a.C.), cf. Him.47.12
•en Creta gimnasio Sud.
•fig. en frases hechas ἔξω δρόμου, ἐκ δρόμου, ἐκτὸς δρόμου = fuera de lugar, descolocado πυθέσθαι ... οὐδέν ἐστ' ἔξω δρόμου πόθεν ... A.Ch.514, ἔξω δρόμου φέρομαι λύσσης πνεύματι un soplo de rabia me saca de la pista, e.d. me hace perder el hilo de mis palabras A.Pr.883, cf. Pl.Cra.414b, ἐκ δρόμου πεσὼν τρέχω he caído y corro fuera de la pista, e.d., he perdido el hilo, no comprendo A.A.1245.
2 como elemento urbano paseo público, camino ἐν εὐσκίοις δρόμοισιν Ἑκαδήμου θεοῦ Eup.36, cf. Pl.Euthd.273a, X.HG 2.4.27, δρόμοι ... παρὰ τῷ ποταμῷ πεποίηνται Paus.8.26.1, ἄλσος, ἠσκημένον ὑπ' αὐτοῦ δρόμοις καθαροῖς Plu.Cim.13, cf. Demetr.50, λιθόστρωτος δρόμος = avenida pavimentada, POxy.2138.15 (III d.C.), δρόμοις ... ἰσογωνίοις κυκλούμενον Gr.Naz.M.35.1037B, πλατὺς δρόμος = carretera ancha para la circulación de carros, op. ὀξὺς δρόμος ‘vía rápida’, reservada a caballos, Lyd.Mag.3.61
•fig. camino, ruta δίειμι τὸν ἀίδιον καὶ θεῖον δρόμον Pl.Ax.370e, ἐπὶ τὸν τῆς πίστεως βέβαιον δρόμον en el camino seguro de la fe 1Ep.Clem.6.2, πρόκειται δ. τῇ ἱερωτάτῃ ἡμῶν θρησκείᾳ Const.Ep. en Eus.VC 3.18.3, τὸν τῆς εὐσεβείας εὐλαβῶς δράμετε δρόμον Cyr.H.Catech.1.1, cf. Ign.Pol.1.2, Gr.Nyss.Eun.3.5.61.
3 arq., en el templo egipcio dromo, avenida de entrada, Call.Fr.715, OGI 56.52 (Tanis III a.C.), ID 1416A.1.33, 1417B.1.33 (ambas II a.C.), Str.17.1.28, BGU 1130.10 (I d.C.), δρόμος Ἴσιδος καὶ Τεφερῶτος θεῶν μεγίστων PPher.94 (II d.C.), cf. IFayoum 92 (III d.C.)
•tb. en otros templos, D.S.5.44.
4 en Tarento orquestra del teatro, Hsch.
II metrol. dromo en Egipto medida para áridos que toma su n. de la avenida de los templos donde estaba situado el patrón oficial, equiv. a 42 quénices μέτρῳ ἑξαχοινίκῳ δρόμου τοῦ ... Σουχιείου PTeb.105.40, cf. 61b.386 (II a.C.), a 40 quénices ἀρτάβας δεκαπέντε μέτρῳ δρόμῳ τετραχοινίκῳ PLond.308.13 (II d.C.), cf. PSoterichos 17.9 (I d.C.), PMil.Vogl.303.46 (II d.C.).
• Etimología: Subst. en grado o de la r. que da lugar a διδράσκω q.u.
German (Pape)
[Seite 668] ὁ, der Lauf (δραμεῖν); Homer: von Menschen, Wettlauf, im singular., Odyss. 8, 121 Iliad. 23, 758. 768; von Pse rden, im singular., Wettlauf Iliad. 23, 300. 361. 373. 375. 526, in der Schlacht Iliad. 18, 281; Pl atz zum Laufen, Rennbahn, für Pferde, im singular. Iliad. 23, 321 ἵπποι δὲ πλανόωνται ἀνὰ δρόμον, im plural. Odyss. 4, 605 ἐν δ' Ἰθάκῃ οὔτ' ἂρ δρόμοι εὐρέες οὔτε τι λειμών. – Folgende: 1) der Lauf, das Rennen; Tragg., auch im plur., Aesch. Prom. 838, wie Hippocr.; vom Laufe der Gestirne, Plat. Ax. 370 b; δρόμῳ χωρεῖν, ἰέναι, ἔρχεσθαι, θεῖν u. ä., Thuc. 3, 4 Plat. Crat. 397 d u. A., schnell gehen, laufen; bes. beim Heere, = im Sturmschritt, Xen. An. 1, 8, 18, wo Krüger mehr Beispiele beibringt; ἅπαντι χρῆσθαι τῷ δρόμῳ, aus allen Kräften laufen, Luc. dom. 10; Her. sagt περὶ τοῦ παντὸς δρόμον θεῖν, einen entscheidenden Kampf bestehen, 8, 74; vgl. τὸν περὶ ψυχῆς δρόμον δραμεῖν, den Wettlauf ums Leben, Ar. Vesp. 376; Plat. Theaet. 175 a. – 2) der freie Platz zum Laufen, die Rennbahn, Soph. El. 703. 738 u. Folgde. – Bei Plat. auch ein Ort zum Spazierengehen, τῶν ἐν τοῖς δρόμοις περιπάτων Phaedr. 227 b; der auch bedeckt ist, περιεπατείτην ἐν τῷ καταστέγῳ δρόμῳ Euthyd. 273 a; vgl. ἐν τῷ ἔξω δρόμῳ (Halle?) ἠλείφοντο Theaet. 144 c. Dah. Ἀκαδήμου, die Akademie, Eupol. bei D. L. 3, 7. Von einer Vorhalle eines Tempels Strab. XVII p. 805; u. nach Hesych. auch die Orchestra, od. der Theil derselben, auf welchem der Chor eintritt. – Übertr.; ἔξω δρόμου φέρεσθαι Aesch. Prom. 885, wie ἐκ δρόμου πεσὼν τρἐχω, von der Laufbahn abschweifen, vom Ziel abkommen; vgl. Ch. 1018; οὐδέν ἐστ' ἔξω δρόμου, es ist nicht ungehörig, unzweckmäßig, 507; so ἐκτὸς δρόμου φέρεσθαι Plat. Crat. 414 b.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
I. action de courir :
1 course : δρόμῳ χρῆσθαι HDT, χωρεῖν THC aller ou s'avancer en courant ; ἅπαντι χρῆσθαι τῷ δρόμῳ LUC courir de toutes ses forces;
2 lutte à la course, soit à pied, soit en char ; fig. δρόμον θεῖν HDT disputer le prix de la course ; en gén. lutter (pour qch);
II. emplacement pour courir ; particul. emplacement pour la course à pied ou en char, stade, carrière : ἔξω δρόμου φέρεσθαι ESCHL, ἐκ δρόμου πίπτειν ESCHL être emporté hors de la carrière, càd s'écarter du but ; fig. οὐδέν ἐστ' ἔξω δρόμου ESCHL litt. cela n'est en rien en dehors de la carrière à parcourir, càd hors de propos.
Étymologie: R. Δραμ, courir.
Russian (Dvoretsky)
δρόμος: ὁ
1 тж. pl. бег: δρόμῳ и δρόμοις Aesch., Thuc., Aeschin., Plut. бегом, (о конях) вскачь; ἵππους δρόμου ἆσαι Hom. утомить коней скачкой; ἅπαντι χρῆσθαι τῷ δρόμῳ Luc. бежать изо всех сил;
2 воен. форсированный марш (οὔτε ἡμέρας οὔτε νύκτας ἀνιέναι τὸν δρόμον Plut.);
3 (быстрое), движение, бег, (νεφέλης Eur.; δρόμοι ἡλίου τε καὶ σελήνης Plat.);
4 состязание в беге, пробег, бега (ἀπὸ νύσσης τέτατο δ. Hom.; δρόμον προκηρύσσειν Soph.): δρόμον θεῖν Her. или δραμεῖν Arph. состязаться в беге;
5 дорожка или площадь для состязаний в беге, ристалище (ἵπποι πλανόωνται ἀνὰ δοόμον Hom.; ἐμεστώθη δ. κτύπου ἁρμάτων Soph.): ἔξω или ἐκτὸς δρόμου φέρεσθαι Aesch., Plat. и ἐκ δρόμου πίπτειν Aesch. отклониться от дороги или от цели; οὐδέν ἐστ᾽ ἔξω δρόμου Aesch. нелишне, вполне уместно;
6 состязание, борьба (περὶ ψυχῆς Arph., Plat.): περὶ τοῦ παντὸς δρόμον θεῖν Her. вступить в решительный бой;
7 (при ходьбе) круг, конец: δύ᾽ ἢ τρεῖς δρόμους περιεληλυθώς Plat. сделав два или три конца;
8 место для прогулок, аллея (δ. κατάστεγος Plat.; ἐν δρόμοισιν Ἀκαδήμου Diog. L.);
9 путь, расстояние (ἡμέρης δρόμον ἀπέχειν ἀπὸ γῆς Her.).
Greek (Liddell-Scott)
δρόμος: ὁ, (δραμεῖν, δέδρομα)· ― ἀγὼν δρόμου, τρέξιμον· ἐν Ἰλ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ ἵππων, ἵπποισι τάθη δρόμος, καὶ ἐπὶ ἀνδρῶν, τέτατο δρόμος, ἴδε ἐν λ. τείνω Ι. 2· οὐρίῳ δρόμῳ, κατ’ εὐθὺν δρόμον, Σοφ. Αἴ. 889· ἅπαντι χρῆσθαι τῷ δρόμῳ, μετὰ πάσης ταχύτητος, Λουκ. Δημ. 10·- ἐντεῦθεν ἐπὶ πάσης ταχείας κινήσεως, π. χ. ἐπὶ πτήσεως, Αἰσχύλ. Πέρσ. 205·- ὡσαύτως ἐπὶ χρόνου, ἡμέρης δρ., τὸ τρέξιμον τῆς ἡμέρας, ἤτοι τὸ διάστημα, ὅπερ δύναταί τις νὰ διαδράμῃ ἐπὶ μίαν ἡμέραν, Ἡρόδ. 2. 5, πρβλ. 8. 98· ἵππου δρ. ἡμέρας Δημ. 428, ἐν τέλ.·- ἐπὶ πραγμάτων, δρ. νεφέλης, ἡλίου Εὐρ. Φοιν. 166, Πλάτ. Ἀξ. 370Β, κτλ.·- δρόμῳ, δρομαίως, «τρεχᾶτα»·- συχνάκις μετὰ ῥημάτων κινήσεως, δρόμῳ ἄγειν Ἡρόδ. 9. 59· ἰέναι 4. 77· χρῆσθαι 6. 112· χωρεῖν Θουκ. 4. 31. ἐπὶ ἐφόδου τοῦ πεζικοῦ, ἴδε ἐν λ. θέω· δρόμῳ ξυνῆψαν Εὐρ. Φοιν. 1101· βοηθῆσαι δρόμῳ Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 467· ὡσαύτως κατὰ πληθ., δρόμοις Αἰσχύλ. Πρ. 838, Ἱκέτ. 819. 2) ἡ ἐν τῷ τρέχειν ἅμιλλα, Συλλ. Ἐπιγρ. 108. 11, κ. ἀλλ.·- παροιμ., περὶ τοῦ παντὸς δρόμον θεῖν, ἀγωνίζεσθαι περὶ τῶν ὅλων, Ἡρόδ. 8. 74· τὸν περὶ ψυχῆς δρόμον δραμεῖν Ἀριστοφ. Σφηξ. 375· περὶ ψυχῆς ὁ δρ. Πλάτ. Θεαιτ. 173Α· ἴδε ἐν λ. θέω Ι. 2, τρέχω ΙΙ. 2·- καθόλου, ἀγών, ἅμιλλα, πλαγᾶν δρόμος, δηλ. ἀγὼν πυγμῆς, Πίνδ. Ι. 5. (4). 76. 3) τὸ μῆκος τοῦ σταδίου, στάδιον, Σοφ. Ἠλ. 713 καὶ 748· ἀλλ’ αὐτόθι 691, φαίνεται ὅτι κεῖται καθόλου ἐπὶ τοῦ πεντάθλου, πρβλ. τρέχω· ἐν τῷ δευτέρῳ δρ. Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 6. 29, 7. ΙΙ. τόπος κατάλληλος πρὸς τρέξιμον, δρόμοι εὐρέες, τόποι, πεδία δι’ ἀγέλας βοῶν, Ὀδ. Δ. 605· ἴδε Gladstone Hom. Stud. 3. 418. 2) ἀγὼν δρόμου, Ἡρόδ. 6. 126· δημόσιος περίπατος, Λατ. ambulatio, Εὐρ. Ἀνδρ. 599, Εὔπολ. Ἀστρατ. 3, Πλάτ. Θεαιτ. 144C· ὁ κατάστεγος δρ., Λατ. ambulatio tecta, διάδρομος ὑπόστεγος, Πλάτ. Εὐθυδ. 273Α· δρ. ξυστὸς Ἀριστίας παρὰ Πολυδ. Θ΄, 43 δύ’ ἢ τρεῖς δρόμους περιεληλυθότε, ἀφ’ οὗ περιεπάτησαν δύο ἢ τρεῖς γύρους εἰς τὸν διάδρομον, Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.·- παροιμ., ἔξω δρόμου ἢ ἐκτὸς δρόμου φέρεσθαι, Λατ. extra oleas vagari, πλανῶμαι ἐκτὸς τοῦ δρόμου, δηλ. ἐκτὸς τοῦ προκειμένου ζητήματος, Αἰσχύλ. Πρ. 884, Πλάτ. Κρατ. 414Β· ἐκ δρόμου πεσεῖν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1245· οὐδὲν ἔστ’ ἔξω δρόμου, δὲν εἶναι ἐκτὸς τοῦ προκειμένου, ὁ αὐτ. Χο. 514.
English (Autenrieth)
English (Slater)
δρόμος (-ου, -ῳ, -ον; -οις(ι).)
a race δέμας ἀκέντητον ἐν δρόμοισι παρέχων (sc. Φερένικος, Hieron's racehorse) (O. 1.21) τὸ δὲ κλέος τηλόθεν δέδορκε τᾶν Ὀλυμπιάδων ἐν δρόμοις Πέλοπος, ἵνα ταχυτὰς ποδῶν ἐρίζεται ἀκμαί τ' ἰσχύος θρασύπονοι (O. 1.94) χαλκέοισι δ' ἐν ἔντεσι νικῶν δρόμον sc. Erginos (O. 4.22) πενταέθλῳ ἅμα σταδίου νικῶν δρόμον sc. Xenophon (O. 13.30) Ἀλεξίδαμος ἐπεὶ φύγε λαιψηρὸν δρόμον (P. 9.121) ἔν τε γυμνοῖσι σταδίοις σφίσιν ἔν τ' ἀσπιδοδούποισιν ὁπλίταις δρόμοις (I. 1.23)
b racecourse δωδεκάγναμπτον περὶ τέρμᾰ δρόμου ἵππων (O. 3.33) Πυθιάδος δ' ἐν δρόμῳ (P. 1.32) χαλκὸν ὅν τε Κλείτωρ καὶ Λύκαιον πὰρ Διὸς θῆκε δ' ρόμῳ (N. 10.48) ἐν γναμπτοῖς δρόμοις (I. 1.57)
c turn of the race, round περὶ δωδέκατον δρόμον ἐλαυνόντεσσιν (O. 6.75) ποδαρκέων δώδεκ' ἂν δρόμων τέμενος (Thiersch: δ(υ)ωδεκαδρομον, -δρόμων codd.: v. ποδαρκέω) (P. 5.33)
d course met. — αἰνέω καὶ Πυθέαν ἐν γυιοδάμαις Φυλακίδᾳ πλαγᾶν δρόμον εὐθυπορῆσαι (τὴν τῶν πληγῶν ὁρμήν τε καὶ σπουδὴν πληγῶν δρόμον φησίν, ἵνα λέγῃ τὸ παγκράτιον. Σ) (I. 5.60) ὀρθῷ δρόμῳ fr 1a. 5.
English (Strong)
from the alternate of τρέχω; a race, i.e. (figuratively) career: course.
English (Thayer)
δρόμου, ὁ (from ΔΡΑΜΩ (which see); cf. νόμος, τρόμος, and the like), a course (Homer and following); in the N. T. figuratively, the course of life or of office: πληροῦσθαι τόν δρόμον, τελειουν, τέλειν, 2 Timothy 4:7.
Greek Monolingual
ο (AM δρόμος)
1. (για έμψυχα) τρέξιμο, τρεχάλα
2. (για ουράνια σώματα ή σύννεφα) κίνηση, περιφορά, τροχιά
3. η ταχύτητα με την οποία διανύεται ένα διάστημα («ο δρόμος του πλοίου μετριέται με δρομόμετρο»)
4. η απόσταση που μπορεί κανείς να διατρέξει σε μια χρονική μονάδα (ημέρα, ώρα) («το χωριό από την πόλη απέχει δύο μέρες δρόμο»)
5. γυμναστικό αγώνισμα ταχύτητας και αντοχής («μαραθώνιος δρόμος»)
6. διαδρομή ή γύρος του σταδίου («το άλογο έφερε πέντε δρόμους νερό»)
7. άνοιγμα που χρησιμεύει για τη συγκοινωνία ανάμεσα σε δύο σημεία («ο δρόμος προς το χωριό είναι χαλασμένος»)
νεοελλ.
1. (γενικά) πορεία
2. δίοδος, διέξοδος («ανοίγω δρόμο»)
3. φρ. α) «ο ύστερος δρόμος» — κηδεία
β) «παίρνω τους δρόμους» — περιπλανιέμαι στους δρόμους
γ) «δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει»
(σε παραμύθια) περπατά συνέχεια
δ) «παίρνω δρόμο» — φεύγω τρέχοντας, το βάζω στα πόδια
ε) «πήρε δρόμο η γλώσσα του» — μιλά ασταμάτητα
στ) «το παιδί πήρε τον δρόμο του» — έστρωσε, τακτοποιήθηκε
ζ) «ανοίγω δρόμο» — επιχειρώ κάτι πρώτος και με ακολουθούν κι άλλοι
η) «του 'δωσα δρόμο», τον έδιωξα
θ) «κόβω δρόμο» — διανύω αρκετό διάστημα, τρέχω γρήγορα, συντομεύω την απόσταση
ι) «γυρίζει στους δρόμους» — αλητεύει
ια) «πήρε τον κακό δρόμο» — ζει ζωή διεφθαρμένη
ιβ) «άφησε τα παιδιά του στον δρόμο» — τά εγκατέλειψε ανυπεράσπιστα
ιγ) «τραβώ τον δρόμο μου» — προχωρώ σταθερά στον σκοπό μου
ιδ) «δρόμο!» — φύγε αμέσως
ιε) «γυναίκα του δρόμου» — ελευθερίων ηθών
ιστ) «παιδί του δρόμου» — αλήτης
ιζ) «δίνω δρόμο σε κάτι» — επιταχύνω
ιη) «δρόμος της Παναγιάς» — ο Γαλαξίας
ιθ) «δρόμος μετ' εμποδίων» — είδος αγωνίσματος (και μτφ.) επιδίωξη που συναντά εμπόδια
κ) «αν έχασες τον δρόμο σου ή ρώτα ή κάνε πίσω» — αν αποτύχεις σε κάτι ή ζήτα τη συμβουλή κάποιου ή παράτησε το
αρχ.
1. (γενικά για λόγο) γρήγορη απαγγελία
2. φρ. «δρόμῳ διαβάντες τὸν Ἀσωπόν» — βιαστικά
3. δημόσιος περίπατος, τόπος όπου περιπατούν, στοά
6. (στην Αίγυπτο) λιθόστρωτη αυλή στολισμένη με Σφίγγες μπροστά από την είσοδο του ναού
7. η ορχήστρα του διονυσιακού θεάτρου στους Ταραντίνους
8. φρ. «ἔξω, ἐκτὸς δρόμου φέρεσθαι» — παρεκτρέπομαι, πλανιέμαι έξω από τον δρόμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Για την ετυμολ. της λ. βλ. λ. διδράσκω. Η λ. δρόμος εμφανίζει μεγάλη παραγωγική δύναμη και απαντά ως α' συνθετικό με τη μορφή δρομο- (πρβλ. δρομοκόπος, δρομολόγιο) και ως β' συνθετικό με τη μορφή -δρομος (πρβλ. διάδρομος, ιππόδρομος, περίδρομος)].
Greek Monotonic
δρόμος: ὁ (δραμεῖν),·
I. 1. αγώνας δρόμου, τρέξιμο, «κούρσα», σε Όμηρ. (βλ. τείνω)· οὐρίῳ δρόμῳ, σε ευθύ δρόμο, στην ευθεία, σε Σοφ.· λέγεται για κάθε γρήγορη κίνηση, π.χ. για πτήση, σε Αισχύλ.· λέγεται για χρόνο, ἡμέρης δρ., τρέξιμο μιας μέρας, δηλ. η απόσταση που μπορεί να διανύσει κάποιος μέσα σε μία μέρα, σε Ηρόδ.· δρόμῳ, τρέχοντας, στον ίδ., σε Αττ.
2. αγώνας με τα πόδια· παροιμ., περὶ τοῦ παντὸς δρόμον θεῖν, αγωνίζομαι για όλα, σε Ηρόδ.· τὸν περὶ ψυχῆς δρόμον δραμεῖν, σε Αριστοφ.
3. το μήκος του σταδίου, διαδρομή ή στάδιο, άθλημα, αγώνας δρόμου, σε Σοφ.
II. 1. τόπος κατάλληλος για τρέξιμο, τόπος για βόσκηση κοπαδιών, σε Ομήρ. Οδ.
2. αγώνας δρόμου, σε Ηρόδ.· δημόσιος περίπατος, Λατ. ambulatio, σε Ευρ., Πλάτ.· παροιμ., ἔξω δρόμου ή ἐκτὸς δρόμου φέρεσθαι, Λατ. extra oleas vagari, παρεκκλίνω από την πορεία, δηλ. παρεκκλίνω από το ζήτημα, από το θέμα, σε Αισχύλ., Πλάτ.· ἐκ δρόμου πεσεῖν, σε Αισχύλ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: run, race, course (Il.; Porzig Satzinhalte 273) = γυμνάσιον (Crete; cf. on δρομεύς below).
Derivatives: δρομεύς runner (Att.), ἔφηβος (Cret.); δρομάς f. (m., n.) running (S, vgl. Schwyzer 507, Chantr. Form. 354), also for the camel (D. S.), as Lat. LW [loanword] dromas with dromedārius, from where δρομεδάριος, δρομαδάριος dromedar (pap.); - δρομαῖος running (S.), δρομικός for running, quick (Pl.) with δρομικότης (Simp.); - Δρόμιος surname of Hermes (Crete), Δρομήϊος month name (Crete); - late and rare δρομίας name of a fish and a crab (Eratosth.; s. Strömberg Fischnamen 51f., Thompson Fishes s. δρόμων); δρομαλός adj. of the λαγωός (H.), δρόμων light ship (Prokop.), = ὁ μικρὸς καρκίνος H. (cf. on δρομίας), δρόμαξ (κάμηλος, Gp.); - δρόμιον running match (Tab. Defix. Aud., Rom IV-Vp). - δρομή = δρόμος (Hdn. Gr.).
Origin: IE [Indo-European] [201] *drem- run
Etymology: To δραμεῖν, s. v.
Middle Liddell
n δραμεῖν
I. a course, running, race, Hom. (v. τείνὠ; οὐρίῳ δρόμῳ in straight course, Soph.:—of any quick movement, e. g. flight, Aesch.:—of time, ἡμέρης δρ. a day's running, i. e. the distance one can go in a day, Hdt.:— δρόμῳ at a run, Hdt., Attic
2. the footrace:—proverb., περὶ τοῦ παντὸς δρόμον θεῖν to run for one's all, Hdt.; τὸν περὶ ψυχῆς δρόμον δραμεῖν Ar.
3. the length of the stadium, a course or heat in a race, Soph.
II. a place for running, a run for cattle, Od.
2. a race-course, Hdt.: a public walk, Lat. ambulatio, Eur., Plat.:—proverb., ἔξω δρόμου or ἐκτὸς δρόμου φέρεσθαι, Lat. extra oleas vagari, to get off the course, i. e. wander from the point, Aesch., Plat.; ἐκ δρόμου πεσεῖν Aesch.
Frisk Etymology German
δρόμος: {drómos}
Grammar: m.
Meaning: Lauf, Wettlauf, Laufbahn, Rennbahn (seit Il.; zur Bed. Porzig Satzinhalte 273) = γυμνάσιον (Kreta; vgl. zu δρομεύς unten).
Derivative: Zahlreiche Ableitungen: δρομεύς Wettläufer (att.), ἔφηβος (kret.; vgl. Boßhardt Die Nomina auf -ευς 38, Leumann Hom. Wörter 284f.); δρομάς f. (m., n.) laufend (S. Ph. 678 [lyr.], E. in lyr., vgl. Schwyzer 507, Chantraine Formation 354), auch als Ben. eines Kamels (D. S., Str. usw.), als lat. LW dromas mit dromedārius, woraus δρομεδάριος, δρομαδάριος Dromedar (Pap.; vgl. W.-Hofmann s. v.); — δρομαῖος laufend, schnell (S., E., Ar., X. usw.), δρομικός ‘zum (Wett)laufen geeignet, schnell' (Pl., D. usw.) mit δρομικότης (Simp.); — Δρόμιος Bein. des Hermes (Kreta), Δρομήϊος Monatsname (Kreta); — außerdem die vereinzelt und spät belegten δρομίας N. eines Fisches und eines Krebstieres (Eratosth., Ael.; wegen der Wanderungen bzw. der Schnelligkeit, Strömberg Fischnamen 51f., Thompson Fishes s. δρόμων); δρομαλός Beiw. des λαγωός (H.), δρόμων leichter Kahn (Prokop., Lyd.), = ὁ μικρὸς καρκίνος H. (vgl. zu δρομίας), δρόμαξ (κάμηλος, Gp.); — δρόμιον Wettlauf (Tab. Defix. Aud., Rom IV-Vp). — δρομή = δρόμος (Hdn. Gr.).
Etymology: Zu δραμεῖν, s. d.
Page 1,419
Chinese
原文音譯:drÒmoj 得羅摩士
詞類次數:名詞(3)
原文字根:跑
字義溯源:賽跑,路程,程途,經歷;源自(τρέχω)*=跑)
同源字:1) (πρόδρομος)在前跑的,作先鋒的 2) (συνδρομή)一同跑
出現次數:總共(3);徒(2);提後(1)
譯字彙編:
1) 路程(2) 徒20:24; 提後4:7;
2) 程途(1) 徒13:25
English (Woodhouse)
heat, lap, orbit, run, running, rush, heat in a race, in a race, place for walking, speed in motion
Mantoulidis Etymological
(=τρέξιμο). Ἀπό τό δραμεῖν τοῦ τρέχω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Translations
race
Afrikaans: ras; Albanian: garë; Arabic: سِبَاق; Hijazi Arabic: سِباق; Armenian: մրցավազք; Asturian: carrera; Basque: arineketa, lasterketa; Bulgarian: надбягване; Catalan: cursa; Chinese Mandarin: 競賽, 竞赛, 比賽, 比赛; Czech: závod; Danish: løb; Dutch: wedloop, race; Esperanto: vetkuro; Finnish: kilpailu, kilpa, kisa; French: course; Galician: carreira; Georgian: რბოლა; German: Rennen, Wettrennen; Greek: αγώνας; Ancient Greek: δρόμος; Hausa: gudùù; Hebrew: מֵרוֹץ; Hindi: दौड़; Hungarian: verseny; Irish: rás; Italian: corsa, gara; Japanese: 競走, レース; Khmer: ប្រណាំង, ការរត់ប្រណាំង; Korean: 경주(競走); Latin: cursus, curriculum; Macedonian: трка; Malay: perlumbaan; Maori: purei hoiho, tauwhāinga; Mongolian: уралдаан; Nahuatl: mimalacatl; Polish: wyścig, gonitwa; Portuguese: corrida; Romanian: cursă; Russian: гонка, гонки; Scottish Gaelic: rèis; Serbo-Croatian Cyrillic: тр̏ка, гонка; Roman: tȑka, gonka; Slovene: dirka; Spanish: carrera; Swahili: resi; Swedish: kapplöpning; Tagalog: karera; Taos: kwìawíne; Thai: การแข่งขัน; Tibetan: འགྲན་སྡུར; Tok Pisin: resis; Turkish: yarış, müsabaka; Ukrainian: гонка, перегони, забі́г; Vietnamese: cuộc đua; Welsh: ras; Xhosa: uhlanga
revolution
Arabic Moroccan Arabic: دورة; Armenian: պտույտ; Asturian: revolución; Bulgarian: въртене; Catalan: revolució; Chinese Mandarin: 旋轉/旋转; Dutch: omwenteling; Finnish: kierros, pyörähdys; French: tour, révolution; Galician: revolución; German: Umdrehung; Greek: περιστροφή; Ancient Greek: περιστροφή; Hindi: परिक्रमण, भ्रमण, परिभ्रमण; Hungarian: fordulat, forgás; Indonesian: revolusi; Japanese: 回転; Kurdish Central Kurdish: خول; Latin: revolutio; Luxembourgish: Ëmdréiung; Malay: pusingan; Manx: cassey, çhyndaa; Maori: hurihanga, whananga; Norwegian Bokmål: rotasjon, omdreining; Nynorsk: omdreiing; Persian: گشتن, بازگشتن; Polish: obrót; Portuguese: revolução, rotação, giro; Russian: вращение, оборот; Spanish: revolución; Swahili: geuza; Swedish: rotation; Turkish: döngü; Walloon: toû; Welsh: amdro, amdroeon