θέω

From LSJ
Revision as of 15:09, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θέω Medium diacritics: θέω Low diacritics: θέω Capitals: ΘΕΩ
Transliteration A: théō Transliteration B: theō Transliteration C: theo Beta Code: qe/w

English (LSJ)

(A), Ep. also θείω, Il.6.507, 10.437 (in Att. the syllables εο, εου, εω are not contr.); Ep. subj.
A θέῃσι 22.23; 3sg. impf. ἔθει Od.12.407 and later, ἔθεε Il.1.483, Hdt.1.43 (and in later Prose, D.S.16.94); Ep. θέε Il.20.275, Hes.Sc.224; Ion. impf. θέεσκον Il.20.229: fut. θεύσομαι 23.623, Ar.Eq.485,Av.205, (ὑπο-) Pi.P.2.84, (ἀντι-) Hdt. 5.22, (μετα-) X.Cyn.6.22; θεύσω Lyc.1119: aor. 1 ἔθευσα (δι-) Vett.Val.345.35, part. θεύσας IGRom.4.1740 (Cyme):—the other tenses are supplied by τρέχω and δρέμω: (θεϝ-, Skt. dhávate):—run, ποσί, πόδεσσι, Od.8.247, Il.23.623; βῆ δὲ θέειν 17.698; θέῃσι τιταινόμενος πεδίοιο 22.23; ποῖθεῖς; Ar.V.854; θᾶττον θανάτου θεῖ [ἡ πονηρία] Pl.Ap.39b; ὁ βραδέως θέων Id.Hp.Mi.373d; of horses, Id.Cra. 423a; ἐν Ὀλυμπίᾳ θεόντων ἵππων Id.Lg.822b: in part. with another Verb, ἦλθε θέων, ἦλθε θέουσα, came running, Il.6.54,394, etc.; ἷξε θέων, of a person on ship-board, Od.3.288; θέων Αἴαντα κάλεσσον run and call him, Il.12.343, etc.
2 περὶ τρίποδος γὰρ ἔμελλον θεύσεσθαι to run for a tripod, 11.701: metaph. (cf. τρέχω II.2), περὶ ψυχῆς θέον Ἕκτορος they were running for Hector's life, 22.161; θ. περὶ ὑμέων αὐτῶν Hdt.8.140.ά; θ. περὶ τοῦ παντὸς δρόμον ib.74; περὶ γυναικῶν καὶ παίδων Paus.6.18.3.
3 metaph., θ. ἐς νόσους Pl.Lg.691c; θ. ἐγγύτατα ὀλέθρου Id.R.417b; θεῖν παρὰ τὸν ἔσχατον κίνδυνον Plu. Fab.26.
II of other kinds of motion, as,
1 of birds, θεύσονται δρόμῳ Ar.Av.205.
2 of things, run; of ships, ἡ δ' ἔθεεν κατὰ κῦμα Il.1.483, cf. X.HG6.2.29; of a potter's wheel, Il.18.601; of a rolling stone, 13.141; of a quoit, ῥίμφα θέων ἀπὸ χειρός flying lightly... Od.8.193.
3 metaph., δύναμις θαυμαστὴ ἐκεῖ θεῖ Plot.2.9.8, cf. 6.5.11.
III of things not actually in motion, [φλὲψ] ἀνὰ νῶτα θέουσα διαμπερές Il.13.547; ἄντυξ ἣ πυμάτη θέεν ἀσπίδος 6.118; ἀμφὶ δέ μιν κίβισις θέε Hes.Sc.224; γραμμῆς περὶ [σημεῖον] θεούσης Plot.6.5.11.
IV c. acc. loci, run over, τὰ ὄρη X.Cyn.4.6, cf. 5.17; μέσσα θέων πελάγευς AP7.273 (Leon.), cf. 10.23 (Autom.); πλωτῶν γένος ὑγρὰ θεόντων Opp.H.3.183.—The simple Verb is used in Trag. only by E.Ion1217.

(B),
A shine, gleam, ὀδόντων λευκὰ θεόντων Hes.Sc.146 (λευκαθεόντων cj. Wackernagel); ὕλῃ χλωρὰ θεούσῃ cj. in Theoc.25.158; ποίην… χλωρὰ θέουσαν IG14.1389ii 24; cf. θοός (B), Λευκαθέα, λευκαθίζω.

German (Pape)

[Seite 1205] (Wurzel θυ), p. auch θείω, Il. 10, 437; θέεσκον, 20, 229; fut. θεύσομαι, auch θεύσω, Lycophr. 119; andere Tempora kommen davon nicht vor; laufen, von Menschen u. Tieren, ἀντίος ἦλθε θέων Il. 6, 54, u. so öfter bei anderen Ver- bis der Bewegung, wo θέων adjectivisch, schnell, hurtig übersetzt werden kann; ἦλθε θέουσα, sie kam gelaufen, 6, 394; vom Seefahrer, ἷξε θέων, schnell gelangte er hin, Od. 3, 288; βῆ δὲ θέειν Iliad. 17, 698 u. öfter; auch mit dem Zusatz ποσί, πόδεσσι, Od. 8, 247 Il. 23, 623; θέειν πεδίοιο, durch die Ebene hinlaufen, Il. 22, 23; ἐπ' ἄκρον καρπόν, ἐπ' ἄκρον ἁλὸς θέειν, über die Spitzen des Aehrenfeldes, über die Oberfläche des Meeres hinlaufen, 20, 227. 229. Andere Vrbdgn der Art sind bei den betreffenden Präpositionen erwähnt. Aus Il. 22, 161 περὶ ψυχῆς Ἕκτορος θέειν, laufen, wettrennen um Hektors Leben, ist die Verbindung τὸν περὶ τοῦ παντὸς δρόμον θεῖν Her. 8, 74 zu erkl. u. τὸν περὶ τῆς ψυχῆς (sc. δρόμον) θεῖν, vgl. 8, 140; πόλει θεούσῃ τὸν ἔσχατον κίνδυνον, Gefahr laufen, Plut. Fab. 26 (vgl. τρέχειν). – Von Vögeln, θεύσονται δρόμῳ Ar. Av. 207. – Von unbelebten Dingen, von Schiffen, ἡ δ' ἔθεεν κατὰ κῦμα Il. 1, 483 Od. 2, 429, von dem losgerissenen Felsblocke, ἀσφαλέως θέει ἔμπεδον Il. 13, 141, von der umlaufenden Töpferscheibe, 18, 601, von der Wurfscheibe, θέων ἀπὸ χειρός, aus der Hand fliegend, Od. 8, 193. – Auch von Dingen, die sich nicht bewegen, φλὲψ ἀνὰ νῶτα θέουσα διαμπερές Il. 13, 547. wie auch wir "die den Rücken hinauflaufende Ader" sagen. Bes. von dem Kreisförmigen, das in sich selbst zurückläuft, ἄντυξ, ἣ πυμάτη θέεν ἀσπίδος, der zu äußerst am Schilde umlaufende, Rand, Il. 6, 118, vgl. 20, 275; ὀδόντες λευκὰ θέοντες, die sich weiß im Munde hinziehenden Zähne, Hes. Sc. 146. 224. – Von den Tragg. hat das Wort nur Eur., Ion 1217 Suppl. 702; Ar. Vesp. 854, οὔτε θέομεν οὔτ' ἐλαύνομεν Eccl. 109; in Prosa, vom Wettlauf, ἐν Ὀλυμπίᾳ θεόντων ἵππων Plat. Legg. VII, 822 b.

French (Bailly abrégé)

1f. θεύσομαι, postér. θεύσω, ao. et pf. inus.
1 courir : πεδίοιο IL à travers la plaine ; ἐπ ἄκρον ἁλός IL sur la surface de la mer ; au part. souv. joint à un verbe ἦλθε θέων, θέουσα IL il vint, elle vint en courant;
2 disputer le prix de la course : περὶ τρίποδος IL pour un trépied ; τὸν περὶ τοῦ παντὸς δρόμον θέειν HDT courir risque de tout ; τὸν ἔσχατον κίνδυνον PLUT courir le dernier danger;
3 p. ext. courir en parl. d'êtres ou d'objets en mouvement, vol des oiseaux, course d'un navire, pierre qui roule, etc. ou d'objets qui offrent l'aspect d'une ligne continue, bien qu'immobiles φλὲψ ἀνὰ νῶτα θέουσα IL veine qui court dans le dos.
Étymologie: R. Θυ > Θευ, ΘεϜ, Θε, courir.
2sbj. ao.2 ion. et poét. de τίθημι.

Russian (Dvoretsky)

θέω:
I эп. θείω (fut. θεύσομαι; impf. iter. θέεσκον; большинство времен - от τρέχω)
1 (тж. θ. δρόμῳ Arph., Xen.) бежать, бегать, (быстро) двигаться, передвигаться (ποσί и πόδεσσι Hom.; θᾶττον τῶν ἵππων Arst.): ἄκρον ἐπὶ ῥηγμῖνος ἁλὸς θ. Hom. носиться по гребням морских волн; θ. κατὰ κῦμα Hom. мчаться по волнам; Ἀγαμέμνων ἀντίος ἦλθε θέων Hom. навстречу (Менелаю) примчался Агамемнон; Μαλειάων ὄρος ἷξε θέων Hom. (кормчий) полным ходом достиг Малийской горы; τοῦ πλοίου θέοντος Arst. при движении или во время движения судна; εἰ αὔρα φέροι, θέοντες ἀνεπαύοντο Xen. когда дул попутный ветер, плывшие отдыхали;
2 катиться, вращаться: ὀλοοίτροχος ἀπὸ πέτρης θέει Hom. камень катится с утеса; τροχὸν πειρήσεται, αἴ κε θέῃσιν Hom. (горшечник) попробует, вращается ли гончарный круг;
3 (о линии) проходить, тянуться: φλὲψ ἀνὰ νῶτα θέουσα Hom. жила, проходящая вдоль спины; ἄντυξ, ἢ πυμάτη θέεν ἀσπίδος Hom. обод, который огибал край щита; ὀδόντες λευκὰ θέοντες Hes. сплошной ряд белых зубов;
4 пробегать, проходить (τὰ ὄρη Xen.);
5 состязаться в беге: περὶ τρίποδος θεύσεσθαι Hom. состязаться в беге за треножник (объявленный наградой); περὶ ψυχῆς θέον Ἓκτορος Hom. (когда Ахилл преследовал Гектора), спор у них шел о (самой) жизни Гектора; περὶ τοῦ παντὸς δρόμον θ. Her. вести последнюю и решающую борьбу, т. е. ставить все на карту;
6 перен. (нечаянно) попадать: εἰς νόσους θ. Plat. (быстро) заболевать; εἰς ἀδικίαν θ. Plat. становиться несправедливым; θ. τὸν ἔσχατον κίνδυνον Plut. подвергаться крайней опасности; θ. ἐγγύτατα ὀλέθρου Plat. быть на краю гибели.
II ион. (= θῶ) aor. 2 conjct. к τίθημι.

Greek (Liddell-Scott)

θέω: Ἐπ. ὡσαύτως θείω, Ἰλ. Ζ. 507, Κ. 437 (παρ’ Ἀττ. αἱ συλλαβαὶ εο, εου, εω δὲν συναιροῦνται)· Ἐπικ. ὑποτακτ. θέῃσι Ἰλ. Χ. 23· γ΄ ἐν. παρατ. ἔθει ἔτι καὶ ἐν Ὀδ. Μ. 407, ἔθεε παρὰ μεταγεν. πεζοῖς, Λοβ. Φρύν. 221· Ἰων. παρατ. θέεσκον Ἰλ. Υ. 229: μέλλ. θεύσομαι Ὅμηρ., Ἀριστοφ. Ἱππ. 485, Ὄρν. 205, (ἀντι-) Ἡρόδ. 5. 22, (μετα) Ξεν. Κυν. 6, 22· θεύσω μόνον ἐν Λυκόφρ. 119· - οἱ λοιποὶ χρόνοι παραλαμβάνονται ἐκ τῶν ῥιζῶν τρεχ- καὶ δραμ-. (Ἐκ √ΘΕF (ὡς φαίνεται ἐν τῷ θεύσομαι), ἐξ ἧς ὡσαύτως τὰ θοός, θοάζω, βοηθόος, κτλ.· πρβλ. Σανσκρ. dhâv, dhâvâmi (curro).) Τρέχω, ποσί, πόδεσσι θέειν Ὀδ. Θ. 247, Ἰλ. Ψ. 623· βῆ δὲ θέειν Ἰλ. Ρ. 698 (ἴδε βαίνω Α. Ι)· θέειν πεδίοιο, τρέχειν ἐν τῷ πεδίῳ, Χ. 23 ἄκρον ἐπ’ ἀνθερίκων καρπὸν θέον, ἔτρεχον ὑπεράνω τῶν σταχύων τοῦ σίτου, Υ. 227· ἄκρον ἐπὶ ῥηγμῖνος ἁλὸς... θέεσκον αὐτόθι 229· θᾶττον θανάτου θεῖ ἡ πονηρία Πλάτ. Ἀπολ. 39 Α· ὁ βραδέως θέων ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. Ἐλ. 373Β· ἐπὶ ἵππων, ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 423 Α· ἐν Ὀλυμπίᾳ θεόντων, τρεχόντων ἐν Ὀλ. (ἐν τοῖς ἀγῶσι), ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 822Β. - ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τὸ ῥῆμα κατὰ μετοχ. μεθ’ ἑτέρου ῥήματος, ἦλθε θέων, ἦλθε θέουσα Ἰλ. Ζ. 54, 394, κτλ.· ἷξε θέων, ἐπὶ ἐπιβάτου πλοίου, Ὀδ. Γ. 288· θέων Αἴαντα κάλεσσον, «φώναξε τρεχᾶτα τὸν...», Ἰλ. Μ. 343, κτλ. 2) περὶ τρίποδος μὲν ἔμελλον θεύσεσθαι, νὰ ἀγωνισθῶσι τρέχοντες διὰ..., Λ. 701· μεταφ. (πρβλ. τρέχω ΙΙ. 2), περὶ ψυχῆς θέον Ἕκτορος, ἔτρεχον διὰ τὴν ζωὴν τοῦ Ἕκτορος, Χ. 161· θ. περὶ ὑμέων αὐτῶν Ἡρόδ. 8. 140, 1· θ. περὶ τοῦ παντὸς δρόμον αὐτόθι 74· καὶ ἐλλειπτικῶς, τὸν περὶ ψυχῆς θ. Συνέσ., κλ.· περὶ γυναικῶν καὶ παίδων Παυσ. 6. 18, 2, πρβλ. Valck. Ἡρόδ. 7. 57. 3) μεταφ. ὡσαύτως, θ. ἐς νόσους Πλάτ. Νόμ. 691C· θ. ἐγγύτατα ὀλέθρου ὁ αὐτ. Πολ. 417Β· θέειν κίνδυνον Πλούτ. Φαβ. 26. ΙΙ. ἐπὶ ἄλλων εἰδῶν κινήσεως, ὡς, 1) ἐπὶ πτηνῶν, θεύσονται δρόμῳ Ἀριστοφ. Ὄρν. 205, πρβλ. Θουκ. 3. 111, Ξεν. Ἀν. 1. 8, 18· - σημειωτέον ὅτι οὐδαμοῦ εὕρηται τὸ τρέχειν δρόμῳ. 2) ἐπὶ πραγμάτων, τρέχω· ἐπὶ πλοίων, ἡ δ’ ἔθεε κατὰ κῦμα Ἰλ. Α. 483, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 29· ἐπὶ τοῦ τροχοῦ τοῦ κεραμέως, Ἰλ. Σ. 601· ἐπὶ κυλινδουμένου λίθου, Ν. 141· ἐπὶ δίσκου, ῥίμφα θέων ἀπὸ χειρός, τρέχων ἐλαφρῶς, ὑψηλὰ..., Ὀδ. Θ. 193. ΙΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων τὰ ὁποῖα, καίπερ καθ’ ἑαυτὰ ἀκίνητα, εἶναι ἐκτεταμένα εἰς μεγάλας διαστάσεις ἐν συνεχεῖ γραμμῇ, φλέψ ἀνὰ νῶτα θέουσα διαμπερὲς Ἰλ. Ν. 547· ἰδίως ἐπὶ παντὸς κυκλοτεροῦς πράγματος, ὅπερ φαίνεται ὡς περιτρέχον καὶ εἰς ἑαυτὸ ἐπανερχόμενον, ἄντυξ ἢ πυμάτη θέεν ἀσπίδος Ἰλ. Ζ. 118· ὀδόντες λευκὰ θέοντες, ἀποτελοῦντες λευκὴν γραμμήν, Heinr. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 146· ἀμφὶ δὲ μιν κίβισις θέε αὐτόθι 224. IV. Μετ’ αἰτ. τόπου, τρέχω ἀνὰ..., τὰ ὄρη Ξεν. Κυν. 4, 6., 5, 17· θάλασσαν, πέλαγος, κῦμα Jac. Ἀνθ. Π. σελ. 282, 642. - Τὸ ἁπλοῦν ῥῆμα εὕρηται παρὰ Τραγ. μόνον ἐν Εὐρ. Ἴωνι 1217 (πρβλ. ὑπερθέω), ἀλλ’ οὐχὶ σπανίως παρ’ Ἀριστοφ. καὶ τοῖς πεζοῖς τῶν Ἀττ., ἰδίως ἐν συνθέσει μετὰ προθέσ.

English (Autenrieth)

inf. θείειν, ipf. ἔθεε, θέε, ἔθει, iter. θέεσκον, fut. 2 sing. θεύσεαι, inf. θεύσεσθαι: run; often the part. joined to other verbs, ἦλθε θέων, etc.; said of ships, the potter's wheel, Il. 18.601; a vein, Il. 13.547; and otherwise figuratively.

Greek Monolingual

(I)
θέω και επικ. τ. θείω και αιολ. τ. θεύω (Α)
1. (για πρόσ. και ζώα) τρέχω, προχωρώ γρήγορα
2. αγωνίζομαι, μάχομαι για κάτι
3. (για πτηνά) πετώ
4. (για πλοία) πλέω γρήγορα
4. (για πέτρα) κυλιέμαι, κινούμαι γρήγορα
5. (για τον κεραμεικό τροχό) γυρίζω γρήγορα
6. (για φλέβα) διακλαδίζομαι
7. περιβάλλω, περιτρέχω.
[ΕΤΥΜΟΛ. θέω < θέF-ω (πρβλ. μέλλ. θεύ-σομαι). Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα dheuτρέχω, ρέω». Ο ενεργητικός τ. της αρχ. ινδ. dhāvati «τρέχει, ρέει» εμφανίζει μακρό φωνήεν θέματος. Πλήρη φωνητική αναλογία παρουσιάζει ο αντίστοιχος μέσος τ. της αρχ. ινδ. dhăvate, που διαφέρει όμως κατά τη διάθεση. Η βραχύτητα του θεματικού φωνήεντος στη μέση φωνή της αρχ. ινδ. οδήγησε στην υπόθεση ότι ο δυσερμήνευτος τ. της προστακτικής της γλώσσας του Ησυχίου θευ
δεύρο, τρέχε προήλθε ίσως από αμάρτυρο μέσο τ. θεFεο. Αμφίβολη η σύνδεση του ρ. με το αρχ. άνω γερμ. tou, το αρχ. σκανδ.-ισλ. dŏgg και το πρωτογερμ. dau(w)a, που σημαίνουν «δρόσος». Δεν μαρτυρούνται παρ. από το θ. θεF-. Ο τ. θεύσις είναι μάλλον επινόημα του Λατίνου Στωικού φιλοσόφου Κορνούτου στην προσπάθεια του να (παρ)ετυμολογήσει τη λ. θεός. Την ετεροιωμένη βαθμίδα θoF-εμφανίζει το παρ. επίθ. θοός «ταχύς» (< θoF-ός). Από την έκφραση (επί) βοήν θειν προήλθε η λ. βοη-θόος «αυτός που προστρέχει στην κραυγή για βοήθεια», απ' όπου σχηματίστηκε το ρ. βοηθώ (βοη-θέω < βοη-θοέω με υφαίρεση < βοη-θόος), το οποίο έδωσε υποχωρητικά το βοηθός. Την ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας θoF-εμφανίζει και το βοήθεια (< βοή-θοια με αναλογικό μεταπλασμό του -ο- σε -ε- κατά το βοηθέω < βoFa-θoF-ıa. Τα σύνθ. αυτά είναι τα μόνα που απέμειναν από το ρ. θέω στη Νέα Ελληνική. Το ρ. εκτοπίστηκε από το τρέχω, αφού συνυπήρξαν επί μακρόν στην Αρχαία Ελληνική.
ΣΥΝΘ. αρχ. αναθέω, αποθέω, διαθέω, καταθέω, παραθέω.
(II)
θέω (Α)
αποτελώ λευκή γραμμή, λάμπω, αστράφτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Είναι αμφίβολο αν πρόκειται για όντως ανεξάρτητο ρ. ή για υστερογενή σχηματισμό από παρερμηνεία ενός παρ. του λευκός. Συγκεκριμένα στον Ησίοδο (Ασπίς Ηρακλέους, 146) μαρτυρείται η μτχ. θεόντων στη φράση οδόντων λευκά θεόντων «δοντιών που έλαμπαν λευκά». Η ίδια μτχ. μαρτυρείται με την ίδια σημασία «λαμπερός, γυαλιστερός» στον μτγν. ποιητή Θεόκριτο (25, 158) στη φράση υλῄ χλωρᾴ. θεούσῃ καθώς και στην επιγραφική (I.G. 1046, 83) στη φράση ποίην... χλωρά θέουσαν. Υπάρχουν, επίσης, οι γλώσσες του Ησυχίου θοόν·...λαμπρόν και θοώσαι·...λαμπρύναι. Παρ' όλο που οι ανωτέρω μαρτυρίες μπορούν να οδηγήσουν στο να θεωρηθεί ο τύπος αυτοτελής, δεν στερείται εντούτοις βάσεως και η αντίθετη άποψη, ότι δηλ. η παλαιότερα μαρτυρούμενη φράση του Ησιόδου πρέπει να αναγνωσθεί οδόντων λευκαθεόντων, οπότε η μτχ. είναι μεταπλασμένος τ. για μετρικούς λόγους του λευκαθόντων, μτχ. του λευκάθω (αντί του λευκαθίζω «έχω λαμπερό λευκό χρώμα» < λευκός, συγγενούς και του κύριου ον. Λευκοθέα). Στην περίπτωση αυτή όλοι οι μτγν. τ. προέρχονται από εσφαλμένη θεώρηση της εν λόγῳ μτχ. ως συνθέτου].

Greek Monotonic

θέω: Επικ. επίσης θείω· Επικ. γʹ ενικ. υποτ. θέῃσι, γʹ ενικ. παρατ. ἔθει, Ιων. παρατ. θέεσκον, μέλ. θεύσομαι·
I. 1. οι υπόλοιποι χρόνοι συμπληρώνονται από το τρέχω και το *δρέμω· οι συλλαβές εο, εου παραμένουν ασυναίρετες ακόμα και στην Αττ.· τρέχω, σε Όμηρ., κ.λπ.· θέειν πεδίοιο, τρέχω κατά μήκος της πεδιάδας, σε Ομήρ. Ιλ.· στη μτχ. με άλλο ρήμα, ἦλθεθέων, ἦλθε θέουσα, ήρθε τρέχοντας, στο ίδ.· θέων Αἴαντα κάλεσσον, τρέξε να τον φωνάξεις, στον ίδ.
2. περὶ τρίποδος θεύσεσθαι, να τρέξει για τον τρίποδα, στο ίδ.· περὶ ψυχῆς θέον Ἕκτορος, έτρεχαν για τη ζωή του Έκτορα, στο ίδ.
II. χρησιμοποιείται για άλλου είδους κίνηση, όπως
1. των πουλιών, θεύσονται δρόμῳ, σε Αριστοφ.
2. των πλοίων, ἔθεε κατὰ κῦμα, σε Ομήρ. Ιλ.· του κεραμεικού τροχού, στο ίδ.· του δίσκου, ῥίμφα θέων ἀπὸ χειρός, πετώντας ανάλαφρα, σε Ομήρ. Οδ.·
III. λέγεται για πράγματα τα οποία (όπως λέμε) τρέχουν σε συνεχή γραμμή, αν και στην πραγματικότητα είναι ακίνητα, φλὲψ ἀνὰ νῶτα θέουσα, σε Ομήρ. Ιλ.· ιδίως λέγεται για οτιδήποτε κυκλικό, το οποίο περιστρέφεται και γυρνά πάλι πίσω, ἄντυξ, ἣ πυμάτη θέεν ἀσπίδος, στο ίδ.
IV. με αιτ. τόπου, διατρέχω, ξεχύνομαι, τὰ ὄρη, σε Ξεν.

Frisk Etymological English

1.
Grammatical information: v.
Meaning: run (Il.).
Other forms: fut. θεύσομαι (on the diathesis Wackernagel Syntax 1, 134), ipf. θέεσκον, later aor. θεῦσαι (Vett. Val.),
Dialectal forms: Myc. perotowo /Πειρίθοος/ (ει m.c.)
Compounds: also with prefix, e. g. ἀνα-, κατα-, παρα-,
Derivatives: θεῦσις running (Corn. ND 1), θοός quick (Il.) with Θόας, -αντος PN, also river name (Krahe Beitr. z. Namenforschung 2, 236; 3, 162), Θόωσα f. PN (Od., Emp.; Schwyzer 526); θοάζω bring in quick movement, move quickly (E.) with θόασμα dancing place (Orph. H. 49, 6). On βοηθόος, -θέω s. v.
Origin: IE [Indo-European] [259] *dʰeu- run
Etymology: The thematic root present θέ(Ϝ)ω (cf. θεῦ δεῦρο, τρέχε H. and Specht KZ 67, 219) is identical with Skt. dhavate stream, flow except for the diathesis. Skt. dhā́vati run, stream with lengthened grade has no correspondent in Greek, as ep. θείη (foll. Schulze Q. 277 for *θή(Ϝ)η) and θείειν have metr. lengthening, and the latter can stand for *θε(Ϝ)έμεν (cf. Chantraine Gramm. hom. 1, 102; 346; 492). - Uncertain remains the Germanic word for dew, OHG tou m., OWNo. dǫgg, gen. dǫggwar, PGm. *dau(u̯)a-, , IE *dhóu̯o-, -ā́ (would be Gr. *θό(Ϝ)ος, *θο(Ϝ)ή) Unclear also ἄδδεε ἐπείγου H. (Phrygian?; Hoffmann BB 25, 180). On Illyrian and other river names s. Pok. 260. Older lit. in Bq.
2.
Grammatical information: v.
Meaning: glow only in ὀδόντων λευκὰ θεόντων (Hes. Sc. 146); from there through imitation ὕλῃ χλωρὰ <θ>ούσῃ (Theoc. 25, 158) and ποίην ... χλωρὰ θέουσαν (Epigr. Gr. 1046, 83); cf. θοόν .. λαμπρόν H. (also explained as ὀξύ, σκοτεινόν, ἰσχυρόν, ταχινόν); θοῶσαι ὀξῦναι, λαμπρῦναι H.
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [261] *dʰeu- glow
Etymology: For λευκὰ θεόντων Wackernagel Glotta 14, 44ff. = Kl. Schr. 2, 852ff. (with others) wants to read very attractively in one word λευκαθεόντων (from λευκαθέω for *λευκάθω = λευκαθίζω), through which this θέω glow would disappear. The explanation of θοός, θοῶσαι as λαμπρός, λαμπρῦναι prob. goes bask on the same tradition. - From *λευκάθω also the name of the goddess Λευκαθέα (Wackernagel l. c.).

Middle Liddell

[the syllables εο, εου remain uncontracted even in Attic [the tenses other than present θέω and future θεύσομαι are supplied by τρέχω and *δρέμω]
I. to run, Hom., etc.; θέειν πεδίοιο to run over the plain, Il.: in part. with another Verb, ἦλθε θέων, ἦλθε θέουσα came running, Il.; θέων Αἴαντα κάλεσσον run and call him, Il.
2. περὶ τρίποδος θεύσεσθαι to run for a tripod, Il.; περὶ ψυχῆς θέον Ἕκτορος they were running for Hector's life, Il.
II. of other kinds of motion, as,
1. of birds, θεύσονται δρόμωι Ar.
2. of ships, ἔθεε κατὰ κῦμα Il.; of a potter's wheel, Il.; of a quoit, ῥίμφα θέων ἀπὸ χειρός flying lightly, Od.
III. of things which (as we say) run in a continuous line, though not actually in motion, φλὲψ ἀνὰ νῶτα θέουσα Il.; especially of anything circular, which runs round into itself, ἄντυξ, ἣ πυμάτη θέεν ἀσπίδος Il.
IV. c. acc. loci, to run over, τὰ ὄρη Xen.

Frisk Etymology German

θέω: 1.
{théō}
Forms: Fut. θεύσομαι (zur Diathese Wackernagel Syntax 1, 134), Ipf. θέεσκον, später Aor. θεῦσαι (Vett. Val. u. a.),
Grammar: v.
Meaning: laufen (seit Il.).
Composita: auch mit Präfix, z. B. ἀνα-, κατα-, παρα-,
Derivative: Davon θεῦσις das Laufen (Corn. ND 1, als etymol. Erklärung von θεός), θοός schnell (seit Il.) mit Θόας, -αντος PN, auch Flußname (Krahe Beitr. z. Namenforschung 2, 236; 3, 162), Θόωσα f. PN (Od., Emp.; Schwyzer 526); θοάζω in schnelle Bewegung setzen, sich schnell bewegen (E.) mit θόασμα ‘Tanzplatz o. ä.’ (Orph. H. 49, 6). Zu βοηθόος, -θέω s. bes.
Etymology: Das thematische Wurzelpräsens θέ(ϝ)ω (vgl. θεῦ· δεῦρο, τρέχε H. und Specht KZ 67, 219) ist mit aind. dhavate strömen, fließen bis auf die Diathese identisch. Das dehnstufige dhā́vati laufen, strömen hat dagegen im Griechischen keine Entsprechung, da ep. θείη (nach Schulze Q. 277 für *θή(ϝ)η) und θείειν metr. gedehnt sind, letzteres auch für *θε(ϝ)έμεν stehen kann (vgl. Chantraine Gramm. hom. 1, 102; 346; 492). — Unsicher bleibt die Heranziehung des germanischen Wortes für ‘Tau’, ahd. tou m., awno. dǫgg, Gen. dǫggwar, urg. *dau()a-, -ō, idg. *dhóu̯o-, -ā́ (wäre gr. *θό(ϝ)ος, *θο(ϝ)ή); hypothetisch auch ἄδδεε· ἐπείγου H. (phrygisch?; Hoffmann BB 25, 180). Über illyrische und andere Flußnamen, die herangezogen worden sind, s. Pok. 260 m. Lit. Ältere Lit. bei Bq und WP. 1, 834.
Page 1,668-669
2.
{théō}
Meaning: glänzen nur in ὀδόντων λευκὰ θεόντων (Hes. Sc. 146); daraus durch Nachbildung ὕλῃ χλωρὰ <θ>ούσῃ (Theok. 25, 158) und ποίην ... χλωρὰ θέουσαν (Epigr. Gr. 1046, 83); daneben θοόν· .. λαμπρόν H. (auch als ὀξύ, σκοτεινόν, ἰσχυρόν, ταχινόν erklärt), θοῶσαι· ὀξῦναι, λαμπρῦναι H.
Etymology: Für λευκὰ θεόντων will Wackernagel Glotta 14, 44ff. = Kl. Schr. 2, 852ff. (mit älterer Lit.) sehr ansprechend in einem Wort λευκαθεόντων lesen (von λευκαθέω für *λευκάθω = λευκαθίζω), wodurch das angebliche θέω glänzen in Wegfall käme. Die Erklärung von θοός, θοῶσαι als λαμπρός, λαμπρῦναι schöpft offenbar aus derselben Überlieferung. — Von *λευκάθω stammt auch der Göttinnenname Λευκαθέα (Wackernagel a. a. O.).
Page 1,669

Mantoulidis Etymological

(=τρέχω). Ἀπό θέμα θεϝ = θέ+ω→ θέω. Τό θεἔγινε θομέ μετάπτωση.
Παράγωγα: θοός (=γρήγορος), θοάζω (=σπεύδω), θοόω (=κάνω κάτι ὀξύ), καί τά σύνθετα: βοηθόος καί βοηθός, Ναυσίθοος, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Lexicon Thucydideum

currere, to run, flow, 3.111.2, 4.67.4, 4.112.1, 5.10.6, 6.100.1.

Translations

run

Abkhaz: аҩра; Afar: erde; Ainu: ホユプ; Albanian: vrapoj; Arabic: رَكَضَ, جَرَى; Egyptian Arabic: جري; Hijazi Arabic: جري; Moroccan Arabic: جْرى; South Levantine Arabic: ركض; Armenian: վազել; Aromanian: fug, alag; Assamese: দৌৰা; Assyrian Neo-Aramaic: ܪܵܚܹܛ; Asturian: correr; Avar: рекеризе; Azerbaijani: yüyürmək; Bashkir: йүгереү; Basque: korrika egin, lasterka egin; Belarusian: бегаць, пабегаць, бегчы, пабегчы; Bengali: দৌড়ানো; Bikol Central: dalagan; Breton: redek; Bulgarian: бягам, тичам; Burmese: ပြေး; Catalan: córrer; Cebuano: dagan; Chechen: дада, ида; Cherokee: ᎠᏟ; Cheyenne: -ameméohe; Chinese Cantonese: , ; Dungan: по; Eastern Min: 䟛; Gan: 跑; Hakka: 走; Hokkien: 走; Jin: 跑; Mandarin: , 奔跑, ; Northern Min: 走; Wu: 奔, 跑; Xiang: 跑; Chuvash: чуп; Crimean Tatar: çapmaq, cuvurmaq; Czech: běhat, běžet; Dalmatian: cuar; Danish: løbe; Dutch: rennen, lopen; Esperanto: kuri; Estonian: jooksma; Even: тут-; Evenki: тукса-; Ewe: ƒu du; Faroese: renna; Finnish: juosta; French: courir; Friulian: cori; Galician: correr; Georgian: სირბილი; German: rennen, laufen; Alemannic German: lauffe; Gothic: 𐌸𐍂𐌰𐌲𐌾𐌰𐌽, 𐍂𐌹𐌽𐌽𐌰𐌽; Greek: τρέχω; Ancient Greek: ἁμιλλάομαι, ἀνελίσσω, ἀποπυτίζω, ἀποτρέχω, διαθεύω, διαθέω, δίεμαι, δρέμω, δρομάσσω, δρομάω, δρομέω, ἐκθέω, ἐλαύνω, θείω, θέω, σεύω, τρέχω, τρωχάω; Guaraní: ñani; Gujarati: દોડવું; Haitian Creole: kouri; Hawaiian: holo; Hebrew: רָץ; Higaonon: pulaguy; Hindi: दौड़ना; Hungarian: fut, szalad; Icelandic: hlaupa; Ido: kurar, hastar; Indonesian: lari, berlari, menjalankan; Ingrian: joossa; Ingush: вада; Irish: rith; Italian: correre; Japanese: 走る; Javanese: mlayu; Kabyle: azzel; Kannada: ಓಡು; Kazakh: жүгіру; Khmer: រត់; Korean: 달리다, 뛰다; Kurdish Central Kurdish: ڕاکردن; Northern Kurdish: bezîn, revîn, bazdan; Kyrgyz: жүгүрүү; Lao: ແລ່ນ; Latgalian: skrīt; Latin: curro; Latvian: skriet; Lingala: pota, kopota; Lithuanian: bėgti; Lombard: cór; Luxembourgish: lafen, rennen; Macedonian: т́рча, истрча; Malay: berlari, lari; Malayalam: ഓടുക; Maltese: ġera; Manchu: ᡶᡝᡴᠰᡳᠮᠪᡳ; Manx: roie; Maori: horo, oma; Maranao: palalagoy; Mongolian Cyrillic: гүйх; Mongolian: ᠭᠦᠶᠦᠬᠦ; Nanai: туту-; Nepali: दगुर्नु, दौडनु; North Frisian: luup, laap; Northern Altai: чӱгӱрер; Northern Ohlone: othemhimah; Northern Norwegian Bokmål: løpe, springe; Occitan: córrer; Odia: ଦଉଡ଼ିବା,ଦୌଡ଼ିବା,ଧାଇଁବା,ନର୍ଦିବା,ନରର୍ଦ୍ଦିବା,ଘଟକିବା,ଧୁପିବା,ଭେଡ଼ିବା,ଧପଡ଼ିବା,ଧପାଲିବା,ଧବୁଡ଼ିବା; Old Church Slavonic Cyrillic: бѣгати, бѣжати; Glagolitic: ⰱⱑⰳⰰⱅⰹ, ⰱⱑⰶⰰⱅⰹ; Old East Slavic: бѣгати, бѣжати; Old English: rinnan; Old Javanese: layu; Oromo: fiiguu; Ossetian: згъорын; Ottoman Turkish: قوشمق, یلمك; Pashto: الاکول; Persian: دَویدَن; Polabian: bezăt; Polish: biegać, biec; Portuguese: correr; Punjabi: ਦੌੜਣਾ; Quechua: qurriy; Romanian: alerga, fugi; Romansch: currer, cuorer, curer, curir, correr, cuorrer; Russian: бегать, побегать, бежать, побежать; Sanskrit: द्रवति, धावति; Sardinian: cúrrere, curri, cúrriri; Scots: rin; Scottish Gaelic: ruith; Serbo-Croatian Cyrillic: тр̀чати; Roman: tr̀čati; Sicilian: cùrriri; Sindhi: ڊڪڻ; Sinhalese: දුවනවා; Slovak: behať, bežať; Slovene: teči; Slovincian: bjêgac; Somali: ordid; Sorbian Lower Sorbian: běgaś, běžaś; Upper Sorbian: běhać, běžeć; Southern Altai: јӱгӱрер; Southern Spanish: correr, apeonar; Swahili: kukimbia; Swedish: springa, löpa; Tagalog: takbo, tumakbo; Tajik: давидан; Tamil: ஓடு; Tatar: йөгерергә; Tausug: dagan, dumagan; Telugu: పరుగెత్తు; Tetum: halai; Thai: วิ่ง; Turkish: koşmak; Turkmen: çapmak; Tuvan: маңнаар, чүгүрер; Ukrainian: бі́гати, бі́гти; Urdu: دَوڑْنا; Uyghur: يۈگۈرمەك; Uzbek: yugurmoq; Venetan: córar, córer, córare, corer; Vietnamese: chạy; Walloon: cori; Waray-Waray: dalagan, dagan; Welsh: rhedeg; Western Bukidnon Manobo: pelelaɣuy; Yagnobi: давак; Yiddish: לויפֿן