μείγνυμι

From LSJ
Revision as of 10:46, 21 December 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Pl.''R.''" to "Pl.''R.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Φιλεῖ δ' ἑαυτοῦ πλεῖον οὐδεὶς οὐδένα → Haud ullus alii quam sibi est amicior → Es liebt ja keiner einen andern mehr als sich

Menander, Monostichoi, 528
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μείγνυμι Medium diacritics: μείγνυμι Low diacritics: μείγνυμι Capitals: ΜΕΙΓΝΥΜΙ
Transliteration A: meígnymi Transliteration B: meignymi Transliteration C: meignymi Beta Code: mei/gnumi

English (LSJ)

or μίγνυμι, μείγνυσι, μίγνυσι Pl.Lg.691e; imper. μείγνυ, μίγνυ Id.Phlb.63e:—also μειγνύω, μιγνύω, Damox.2.60, Arist.HA627a23, Thphr. Lap.53, etc.: impf. ἐμείγνυν, ἐμίγνυν, pl. ἐμείγνυσαν, ἐμίγνυσαν (συν-) X.Cyr.8.1.46; poet. μείγνυον, μίγνυον Pi.N.4.21: fut. μείξω, μίξω Od.22.221 (μετα-), S.OC 1047 (lyr.), Pl.Phlb.64b: aor. ἔμειξα, ἔμιξα Archil.86, Pi.I.7(6).25, etc.; inf. μεῖξαι, μῖξαι Il.15.510: pf. μέμῐχα (συμ-) Plb.16.10.1, 38.13.5: plpf. ἐμεμίχειν [ῐ] (συν-) D.C.47.45:—Med. and Pass., μείγνυμαι, μίγνυμαι Pl. Phd.113c: impf. ἐμείγνυντο, ἐμίγνυντο (ἐπ-) Th.2.1: fut. μείξομαι, μίξομαι Od.6.136, 24.314, μεμείξομαι, μεμίξομαι Hes.Op.179, μειχθήσομαι, μιχθήσομαι Aeschin.1.166 (ἀνα-), Palaeph.13; also
A μῐγήσομαι Il.10.365: aor. 1 ἐμίχθη ib.457, ἐμείχθην, ἐμίχθην A.Supp.295, Hdt.2.181, Ph.Bel.70.5, etc.; inf. μιχθήμεναι Il. 11.438; but in Hom. and Att. more commonly aor. 2 ἐμίγην [ῐ]; Ep. μίγην Il.21.143; inf. μιγήμεναι 15.409, μιγῆν Parm.12.5; both forms in Trag., μειχθῆναι, μιχθῆναι A.l.c., al. (v. infr.), μιγῆναι Id.Pr.738: Ep. aor. Pass. ἔμικτο Od.1.433, μίκτο Il.11.354, 16.813, A.R.3.1223; part. μίγμενος in trans. sense, Nic. Al.574: aor. Med. ἐμειξάμην, ἐμιξάμην Thphr. CP3.22.3: pf. μέμιγμαι Il.10.424, etc.; 3pl. ἀναμεμείχαται, ἀναμεμίχαται Hdt.1.146: plpf. ἐμέμικτο Il.4.438.—For the pres. and impf. Hom. and Hdt. always use μίσγω, which occurs once in Trag., S.Fr.271 (anap.), never in Com., sometimes in Att. Prose, Th.6.104 (προς-), Thphr.Sens.43; part. μίσγων Pl.Ti.41d; also impf. ἔμισγον Th.3.22 (προς-), Pl.Ti. l.c.; also in later Prose, Plb.9.8.9 (προς-), 18.32.2, 31.17.5 (συμ-), PTeb.12.7, 18, 26.3 (συμ-, ii B. C.), etc.: Ep. impf. ἐμισγέσκοντο Od. 20.7. (In codd. usually μι- in all tenses and derivs.; in Inscrr. and Pap. freq. μει-, e.g. μειγνύς Phld.Mus.p.13 K., μειγνύμενος Limen.14 (128/7 B.C.), ὀν-εμείχνυτο Sapph.Supp.20c.2 ( = pp.21,78 Lobel, ὀνεμίγνυτο ib.20b.4): fut. inf. συνμείσχι[ν] IG12.920 (vi B. C.): aor. συνέμειξα PPetr.2p.64 (iii B. C.); inf. συμ-μεῖξαι PEleph.29.11 (iii B. C.): pf. Pass. μέμειγμαι Phld.Vit.p.34 J.: aor. Pass. ἐμείχθην A.Fr.99.5 (Pap. of ii B. C.), E.Antiop.iv B 45 (Pap. of iii B. C.), Phld.Po.2.12; similarly μεῖξις Id.Mus.p.65 K.; σύμμεικτος freq. in Att. Inscrr., IG 22.1388.63 (iv B. C.), al.; μεικτός PCair.Zen.292.25, al. (iii B. C.): μι- is found in συναναμιγνύμενα Phld.D.3.9, μιγνύωσι Id.Ir.p.41 K.: aor. inf. συμμῖξαι SIG568.6 (Halasarna, late iii B. C.): pf. part. Pass. μεμιγμένος Wilcken Chr.198.12 (iii B. C.): aor. part. Pass. μιχθείς Pae.Erythr.5 (iv B. C. and ii A. D., v.l. μει- ii A. D.); similarly σύμμικτος AJA31.350 (vase, v B. C.); the oldest forms were prob. μίσγω μείξω ἔμειξα μέμιγμαι ἐμίχθην (μίκτο) μεῖγμα μίξις μικτός (cf. the forms of τεύχω, φεύγω, etc.); the μει- forms already in v B. C. had encroached, and after 150 B.C. were freq. written μι- (i.e. μῑ-)):—mix, strictly of liquids, οἶνον ἐνὶ κρητῆρσι καὶ ὕδωρ Od.1.110, etc.; also of a solid and liquid, θρόμβῳ δ' ἔμειξεν αἵματος φίλον γάλα A.Ch.546; of two solids, ἅλεσσι μεμιγμένον εἶδαρ Od.11.123; also μ. ἐκ γῆς καὶ πυρός Pl.Prt. 320d; μειγνὺς [ταῦτα] μετὰ τῆς οὐσιας Id.Ti.35b:—Med. for Act., AP7.44 (Ion), Nic.Th.603:—Pass., v. infr. B.
II generally, join, bring together, in various ways:
1 in hostile sense, μεῖξαι χεῖράς τε μένος τε join battle hand to hand, Il.15.510; μείξαντες… Ἄρευα Alc.31; Κόλχοισι βίαν μ. Pi.P.4.213; χερσὶν ἐναντία χεῖρας ἔμειξεν A.R.2.78; Ἄρη μείξουσιν S.OC1047 (lyr.):—Pass., μειγνυμένου πολέμου Callin.1.11.
b in good sense, ἀλώπηξ καἰετὸς ξυνωνίην ἔμειξαν Archil.86.
2 bring into connection with, make acquainted with, ἄνδρας… μισγέμεναι κακότητι καὶ ἄλγεσι Od.20.203; Καδμεῖοί νιν… ἄνθεσι μείγνυον covered him with flowers, Pi.N.4.21; reversely, ᾧ πότμον… Ἄρης ἔμειξεν upon whom A. brought death, Id. l.7(6).25.
B Pass., with fut. Med. μείξομαι (v. sub init.):—to be mixed up with, be mingled among, προμάχοισιν ἐμίχθη Il.5.134, etc.; ἐνὶ προμάχοισι μιγέντα Od.18.379; [σῆμα] οὔ τι μεμιγμένον ἐστὶν ὁμίλῳ 8.196; ἐώλπει μείξεσθαι ξενίῃ hoped to hold intercourse in guest-friendship, 24.314; Τρώεσσιν ἐν ἀγρομένοισιν ἔμιχθεν Il.3.209, cf. 10.180; ἐν ταῖς κακαῖσιν ἁγαθαὶ μεμειγμέναι E.Ion399; hold intercourse with, live with, Od.7.247, etc.; ἐμίσγετο δαίμονι δαίμων Emp.59.1; αἷς οὐ μείγνυται θεῶν τις A.Eu.69: abs., hold intercourse, θάμ' ἐνθάδ' ἐόντες ἐμισγόμεθ' Od.4.178.
b to be mixed or be compounded, μεμειγμένον μέλι σὺν γάλακτι Pi.N.3.77; Κύπριδος ἐλπὶς… μειγνυμένα Διονυσίοισι δώροις B.Scol.Oxy.1361 Fr.1.9; σύλλογος νέων καὶ πρεσβυτέρων μεμειγμένος Pl.Lg.951d, cf. E.Fr.997; μεμειγμένην πολιτείαν ἐκ κακοῦ τε καὶ ἀγαθοῦ Pl.R.548c; ἔκ τε ταὐτοῦ καὶ θατέρου καὶ τῆς οὐσίας μ. Id.Ti. 35b.
2 to be brought into contact with, κάρη κονίῃσιν ἐμίχθη his head was rolled in the dust, Il.10.457, Od.22.329; ὅτ' ἐν κονίῃσι μιγείης Il.3.55; οὐδ' ἔτ' ἔασε [ἔγχος]… μιχθήμεναι ἔγκασι φωτός she let not the spear reach them, 11.438; κλισίῃσι μιγήμεναι 15.409; ἐς Ἀχαιοὺς μίσγετο went to join them, 18.216; ἔσω μίσγεσθαι to come among us in the house, Od.18.49; μίσγεσθαι ὑπὲρ ποταμοῖο to join the rest across the river, Il.23.73: freq. in Pi. in various senses, c. dat. (with or without ἐν), come to, ἔν τ' Ὠκεανοῦ πελάγεσσι μίγεν P.4.251; Λακεδαιμονίων μιχθέντες ἀνδρῶν ἤθεσιν ib.257; ἐν αἱμακουρίαις μέμικται is present at that feast, O.1.91; φύλλοις ἐλαιᾶν μιχθέντα, στεφάνοις ἔμιχθεν (3pl.), come to, i.e. win, the crown of victory, N.1.18, 2.22; μ. εὐλογίαις I.3.3; ἐν τιμαῖς ἔμιχθεν ib.2.29; μ. θάμβει to be affected by amazement, N.1.56; also βροτοὶ ξὺν κακοῖς μεμειγμένοι S.El.1485.
3 in hostile sense, mix in fight, Il.4.456, cf. Od.5.317; ἐν δαΐ, ἐν παλάμῃσι μ., Il.13.286, 21.469.
4 in Hom. and Hes. most freq. of the sexes, have intercourse with, both of the man and the woman, sometimes abs., Il.9.275, etc.: more freq. μιγῆναί τινι, of the man, 21.143, etc.; of the woman, Od.1.73; ἄρσενι θῆλυ μιγῆν Parm.12.5, cf. Pi.P.3.14, al.; but in Trag. only of the man, as μητρὶ μειχθῆναι, μητρὶ μιγῆναι, S.OT791, 995; but in Com. μειγνυμένας τοῖσιν ἀδελφοῖς Ar.Ra.1081 (anap.): in Prose pres. μίσγεσθαι in this sense, of the man, Hdt.2.64, etc.; of the woman, Id.1.5, 199, Od.22.445; in full, φιλότητί τινι μιγῆναι, of the man, Il.6.165; of the woman, ib.161, Hes.Th.927, 970, etc.; ἐμισγέσθην φ., of the two, Il.14.295; ἐν φιλότητι μίσγεσθαι (with or without τινι), of the man, 2.232, 24.131; of the woman, h.Hom.33.5; Διὸς φιλότητι μιγῆναι, Διὸς ἐν φιλότητι μιγῆναι, of the woman, Hes.Th.920, h.Merc.4; σῇ φιλότητι μιγῆναι, of the man, h.Ven.150; εὐνῇ μιγῆναι, of the man, Od. 1.433; φιλότητι καὶ εὐνῇ, of the man, Il.3.445, cf. Od.15.420; of the woman, 5.126; but ἐν ἀγκοίνῃσι Διός 11.268: c. acc. cogn., φιλότης... ἣν ἐμίγης Il.15.33.—The aor. I is not used in this sense by Hom., but occurs in the Hymns, h.Ven.46, al.; the aor. I is more freq. in Hes. and Pi. (Cf. Lat. misceo, Skt. meksáyati 'stir', miśrás 'mixed'.)

English (Slater)

μείγνυμι (μειγνύντων (μίγ. codd. Plut.); μειγνύμεν (μιγ. codd. Plut.): impf. μείγνυον (μίγ. codd.): aor. ἔμειξεν (ἔμιξ. codd., Π); μεῖξαι (μῖξ. codd.): pass. μείγνυνται (μίγ. codd. Dion. Hal.); μειγνύμενον (μιγ. codd.): impf. ἐμείγνυτ (ἐμίγ. codd.), ἐμείγνυντο (ἐμίγ. codd. Plut.): aor. 1, μίχθη, ἔμιχθεν; μιχθείς, -έντα, -έντες, -εῖσα; aor. 2, μᾰγεν; μᾰγεῖς(α): pf. μέμικται; μεμιγμένον; μεμίχθαι: μι passim codd., Π: μει Schr.: it is uncertain whether μι or μει should be written in aor. 1 pass. and pf. pass.: also pass. μίσγονται; μισγομέναν.)
   1 mingle
   1 c. acc. and dat.,
   a mingle with ῥόδα τε κόμαισι μείγνυται (Schr.: μίγνυται, μίγνυνται codd. Dion. Hal.) fr. 75. 17. met., ἐλαφρὸν ὄρχημ' οἶδα ποδῶν μειγνύμεν (sc. αὐλοῖς, simm., Wil.: μίγνυμεν codd. Plutarchi: corr. Stephanus, Schr.) *fr. 107b. 1.* pass., ἔχει συγγενὴς ὀφθαλμὸς αἰδοιότατον γέρας τεᾷ τοῦτο μειγνύμενον φρενὶ (Schr.: μιγν. codd.: i. e. with the addition of your wisdom ) (P. 5.19)
   b bring to, among ναόν· τὸν μὲν Ὑπερβορ[έοις] ἄνεμος ζαμενὴς ἔμειξ[ (Schr.: εμιξ[ Π: cf. Paus., 10. 5. 9, of the second Delphic temple of Apollo, πεμφθῆναι ἐς Ὑπερβορέους φασὶν ὑπὸ τοῦ Ἀπόλλωνος) Πα.… θύματα μειγνύντων πυρὶ τηλεφανεῖ (Schr.: μιγν. codd. Plutarchi) Θρ. 7. 9. met., inflict upon, Κόλχοισιν βίαν μεῖξαν (Schr.: μῖξαν codd.: “intellego de ludis dictum,” Schr.) (P. 4.213) μάτρωι χάλκασπις ᾧ πότμον μὲν Ἄργς ἔμειξεν (I. 7.25) pass., καὶ Λακεδαιμονίων μιχθέντες ἀνδρῶν ἤθεσιν ἔν ποτε Καλλίσταν ἀπῴκησαν χρόνῳ νᾶσον being brought among the habitations of the Spartans (P. 4.257), cf. (P. 4.251)
   c
   I crown with λαὸν θαμὰ δὴ καὶ Ὀλυμπιάδων φύλλοις ἐλαιᾶν χρυσέοις μιχθέντα (N. 1.18) Κορινθίων ὑπὸ φωτῶν ἐν ἐσλοῦ Πέλοπος πτυχαῖς ὀκτὼ στεφάνοις ἔμιχθεν ἤδη (N. 2.22) Ἀμφιτρύωνος ἀγλαὸν παρὰ τύμβον Καδμεῖοί νιν οὐκ ἀέκοντες ἄνθεσι μείγνυον (Schr.: μίγνυον codd.) (N. 4.21) ἄξιος εὐλογίαις ἀστῶν μεμίχθαι (I. 3.3)
   II pass., be affected by ἔστα δὲ θάμβει δυσφόρῳ τερπνῷ τε μιχθείς (N. 1.56)
   d contract a marriage, for, between pers. ξυνὸν ἁρμόζοισα θεῷ τε γάμον μιχθέντα κούρᾳ θ' Ὑψέος (v.l. μιχθέντι) (P. 9.13) καταίνησάν τε κοινὸν γάμον γλυκὺν ἐν ἀλλάλοισι μεῖξαι (μῖξαι, μίξειν codd.: corr. Schr.) (P. 4.223)
   2 c. ἐν + dat., pass., met., come into touch with ἔν τ' ὠκεανοῦ πελάγεσσι μίγεν πόντῳ τ ἐρυθρῷ Λαμνιᾶν τ ἔθνει γυναικῶν ἀνδροφόνων (zeugma of senses 1. b and 4. b is intended) (P. 4.251) and so be endowed with νῦν δ' ἐν αἱμακουρίαις μέμικται (sc. Πέλοψ) (O. 1.91) (Ὀλυμπία) ἵν' ἀθανάτοις Αἰνησιδάμου παῖδες ἐν τιμαῖς ἔμιχθεν (I. 2.29)
   3 c. σὺν + dat., pass., be mixed, combined with ἐγὼ τόδε τοι πέμπω μεμιγμένον μέλι λευκῷ σὺν γάλακτι (N. 3.77)
   4 pass. mingle together
   a abs. ἥρωες αἰδοίαν ἐμείγνυντ' ἀμφὶ τράπεζαν θαμά (Stephanus: ἥρως ἐμίγνυτο codd. Plutarchi) fr. 187.
   b c. dat., be united with of sexual intercourse. (Πιτάνα). ἅ τοι Ποσειδάωνι μιχθεῖσα Κρονίῳ λέγεται παῖδα τεκέμεν (O. 6.29) Ῥόδῳ ποτὲ μιχθεὶς τέκεν ἑπτὰ παῖδας (O. 7.71) Ὀλύμπιος ἁγεμὼν θύγατρ' Ὀπόεντος ἀναρπάσαις ἕκαλος μίχθη (O. 9.59) Κένταυρον, ὃς ἵπποισι Μαγνητίδεσσιν ἐμείγνυτ (Schr.: ἐμίγνυτ codd.) (P. 2.45) πρόσθεν ἀκερσεκόμᾳ μιχθεῖσα Φοίβῳ (P. 3.14) θαλάμῳ δὲ μίγεν ἐν πολυχρύσῳ Λιβύας (P. 9.68) τέκε οἱ καὶ Ζηνὶ μιγεῖσα δαίφρων ἐν μόναις ὠδῖσιν Ἀλκμήνα (P. 9.84) ποντίαν θεὸν Ζηνὶ μισγομέναν ἢ Διὸς παρ' ἀδελφεοῖσιν (I. 8.35) ]μιγεῖσ' α[ Πα. 7. a. 1. τᾶςκράτιστος ἐράσσατο μιχθεὶς τοξοφόρον τελέσαι γόνον[ Πα. 7B. 51. ]κόρα μιγεῖσ' ὠκεανοῦ Μελία σέο, Πύθι[ε (λέχει supp. G-H.) Πα.… Μένδητα αἰγιβάται ὅθι τράγοι γυναιξὶ μίσγονται fr. 201. 3.

Spanish

mezclar, unir, juntar

Greek Monolingual

και μειγνύω (ΑΜ μείγνυμι και μίγνυμ.ι και μειγνύω και μιγνύω και μίγω. Α και σμιγνύω και μίσγω)
ανακατεύω, συγχωνεύω, ζυμώνω, συμφύρω
αρχ.
1. (με εχθρική σημασία) εμπλέκω σε φιλονικία ή διχόνοια, συμπλέκω
2. φέρνω κάποιον σε επαφή ή σε σχέση με κάτι («ἄνδρας.. μισγέμεναι κακότητι καὶ ἄλγεσι λευγαλέοισιν», Ομ. Οδ.)
3. περιπίπτω, καταντώ
4. (το παθ.) μίγνυμαι
α) συμπλέκομαι, συγκρούομαι, μάχομαι
β) συναναστρέφομαι με κάποιον, συζώ
γ) συνευρίσκομαι, συνουσιάζομαι
δ) (για πράγματα) έρχομαι σε επαφή με κάτι, εισχωρώ, εισδύω («φθεγγομένου δ' ἄρα τοῦ γε κάρη κονίῃσιν ἐμίχθη», Ομ. Ιλ.)
ε) παίρνω
στ) κυριεύομαι, καταλαμβάνομαι
ζ) έρχομαι σε έναν τόπο, εισέρχομαι κάπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. μ(ε)ίγ-νυμι / μ(ε)γ-νύω ανάγεται σε ΙΕ ρίζα meik- «αναμιγνύω» και συνδέεται με αρχ. ινδ. miśra- (πρβλ. βαλτ. και λιθουαν. misras «αναμεμιγμένος», λίθουαν. miešiu, miešti, αρχ. σλαβ. měšo, měšiti «αναμιγνύω»). Η εναλλαγή στο θέμα μεταξύ απαθούς (μειγ-) και μηδενισμένης (μίγ-) βαθμίδας της ρίζας έχει γεννήσει προβλήματα στην ορθογραφία τών τύπων του ρ., μια και οι γραπτές μαρτυρίες για ορισμένους τύπους είναι ασαφείς. Η απαθής βαθμίδα μειγ- θεωρείται αρχαία στον μέλλοντα και αόριστο μείξω, ἔμειξα και πιθ. στον ενεστ. μείγνυμι, ενώ η μηδενισμένη μιγ- στον παθ. αόρ. ἐμίγην και πιθ. στον ἐμίχθην, στον παρακμ. μέμιγμαι και στο ρηματ. επίθ. μικτός. Στα παράγωγα ουσιαστικά η μηδενισμένη βαθμίδα πρέπει να είναι αρχαία στο μίξις (πρβλ. δόσις, πίστις), ενώ η απαθής στο μεῖγμα (πρβλ. πνεύμα, αλλά τίθημι: θέμα). Παρά τις προηγούμενες υποθέσεις, πολύ γρήγορα έγινε η σύγχυση ανάμεσα στα θέματα μειγ-/μιγ- έτσι ώστε δύσκολα μπορεί να προσδιοριστεί με σιγουριά σε ποιους τύπους είναι αρχικό το θ. μειγ- ή μιγ- και σε ποιους μεταγενέστερο, προϊόν αναλογίας. Πάντως τ. όπως μίγμα, μίξις ορισμένων γραπτών παραδόσεων θεωρούνται μεταγενέστεροι. Όσον αφορά τον ενεστ. μείγνυμι, από μορφολογικής απόψεως, θεωρείται μεταγενέστερος, σχηματισμένος κατά το πρότυπο πολλών ενεστώτων σε -νυμι από το θ. του αορ. ἔμειξα. Αρχαιότερος τ. ενεστ. είναι ο τ. μίσγω (< μιγ-σκω, πρβλ. πάσχω < παθ-σκω), που συνδέεται με αρχ. άνω γερμ. miscan, λατ. misceo, ιρλδ. mescaim «αναμιγνύω, συγχέω». Είναι χαρακτηριστικό, τέλος, ότι μόνο στην ελλ. απαντά το ηχηρό κλειστό σύμφωνο -γ-, ενώ στις άλλες γλώσσες εμφανίζεται το άηχο κλειστό -κ- (πρβλ. ΙΕ ρίζα meik- και αρχ. ινδ. mimiksati «αναμιγνύω» āmiksā «σβώλος πηγμένου γάλακτος»). Το θ. μιγ- του ρήματος εμφανίζεται και ως β' συνθετικό με τη μορφή -μιγής (πρβλ. αμιγής, παμμιγής, σιμ-μιγής κ.λπ.).
ΠΑΡ. μιγάς, μίγδην, μίγμα, μιγμός, μικτός, μίξη
αρχ.
μίγα, μίγδα, μιγής, μιγός, μιξ
νεοελλ.
μίκτης.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) α) μιξ(ο)-: μιξοβάρβαρος, μίξοδος, μιξοπάρθενος, μίξοφρυς
αρχ.
μιξαίθρια, μιξάνθρωπος, μιξαρχαγέτας, μιξέλλην, μιξίαμβος, μιξοβόας, μιξογενής, μιξοθάλασσος, μιξόθηλυς, μιξόθηρος, μιξόθροος, μιξόλευκος, μιξολύδιος, μιξόμβροτος, μιξονόμος, μιξόπος, μιξοφρύγιος, μιξοφυής, μιξόπλωρος
μσν.
μιξανάρρους, μιξόθριξ, μιξόλεθρος, μιξοπόλιος, μιξοφυσίτης, μιξόχροος
νεοελλ.
μιξοπαρθένα, μιξοσόλοικος, μιξομέταλλο μισγ- του μίσγω: μισγάγκεια
αρχ.
μισγόνομος. (Β' συνθετικό) α) μείγνυμι / μειγνύω: αναμείγνυμι / αναμειγνύω, εγκαταμείγνυμι / εγκαταμειγνύω, επιμίγνυμι / επιμειγνύω / προσμείγνυμι, σνμμείγνυμι, συναναμείγνυμι, μίγνυμι / μιγνύω: αναμίγνυμι / αναμιγνύω, εγκαταμίγνυμι / εγκαταμιγνύω, επιμίγνυμι / επιμιγνύω / προσμίγνυμι, σνμμίγνυμι, συναναμίγνυμι
αρχ.
αμφιμείγνυμι, αποσυμμείγνυμι, διαμείγνυμι / διαμειγνύω, εμμείγνυμι, επισυμμείγνυμι, καταμείγνυμι / καταμειγνύω, παραμείγνυμι / παραμειγνύω, παραμείγνυμι, προμείγνυμι, προσαναμείγνυμι, συγκαταμείγνυμι, συμπαραμείγνυμι / συμπαραμειγνύω, συμπροσμείγνυμι, συνεπιμείγνυμι, υπομείγνυμι, αμφιμίγνυμι, αποσυμμίγνυμι, διαμίγνυμι / διαμιγνύω, εμμίγνυμι, επισυμμίγνυμι, καταμίγνυμι / καταμιγνύω, παραμίγνυμι / παραμιγνύω, παραμίγνυμι, προμίγνυμι, προσαναμίγνυμι, συγκαταμίγνυμι, συμπαραμίγνυμι / συμπαραμιγνύω, συμπροσμίγνυμι, συνεπιμίγνυμι, υπομίγνυμι
β) μίσγω: αρχ. αναμίσγω, διαμίσγω, εγκαταμίσγω, εμμίσγω, επιμίσγω, καταμίσγω, μεταμίσγω, παραμίσγω, παρεμμίσγω, προσμίσγω, προσυμμίσγω, συμμίσγω, συναναμίσγω.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: mix, bring together, connect, midd. mix with each other, convene in battle (Il.).
Other forms: (-μιγ-, s. below; posthom.), -ύω (X., Arist.), μίσγω (Hom., IA. usw.), ὀνεμείχνυτο (Sapph.), aor. μεῖξαι, midd. (ep.) μίκτο (σ- or root aor., Schwyzer 751, Chantraine Gramm. hom. 1, 383), pass. μιγῆναι with fut. -ήσομαι, μ(ε)ιχθῆναι with -ήσομαι, fut. μείξω, -ομαι, perf. midd. μέμ(ε)ιγμαι; act. (hell.) μέμιχα.
Compounds: Very often with prefix, e.g συν-, ἐπι-, κατα-, ἀνα-. As 1. member in governing compp. μ(ε)ιξ(ο)-, e.g. μιξ-έλληνες pl. mixed-, halfhellenes (Hellanik., hell.), μ(ε)ιξό-θροος mixing the crying, with mixed crys (A.); also μισγ-, esp in μισγ-άγκεια f. place, where clefts meet (Δ 453), from *μισγ-αγκής, s. Schwyzer 442, Sommer Nominalkomp. 174 f., Chantraine Gramm. hom. 1, 15. As 2. member in παμ-, ἀνα-, συμ-μιγής etc. (IA.); from there μιγής (Nic-.; Schwyzer 426 a. 513), ἀνα-, ἐπι-μίξ adv. mixed (Il.).
Derivatives: Few derivv. 1. (σύμ-) μεῖξις (-ι-) mixing etc. (IA.; Holt Les noms d'action en -σις 100 A. 2); 2. μεῖγμα (-ί-) mixing (Emp., Anaxag., Arist.; μεῖχμ[α] Alc.); 3. ἐπιμ(ε)ιξία, -ίη mixing, intercourse (IA.); from ἐπίμ(ε)ικ-τος. 4. μιγάς, -άδος m. f. mixed, together (Att.). 5. Several adverbs: (σύμ-)μίγα, μιγά-δην, -δις, μίγ-δα, -δην (ep. poet.). 6. μιγάζομαι mix, unite (θ 271: μίγα, μιγάς; Schwyzer 734).
Origin: IE [Indo-European] [714] *meiǵ/ḱ- mix.
Etymology: Whether μίγνυμι, which is fequent in mss., is an original zero grade, is very doubtful. Prob. μείγνυμι, built after μεῖξαι, μείξω was early (Schwyzer 697 w. n. 5). Also for other, in principle zero grade forms (μίξις, (σύμ) -μικτος, μέμιγμαι) the full grade is often found, μεῖξις etc. For the media in μίσγω, if from *μίγ-σκ-ω (diff. Wackernagel KZ 33, 39 = Kl. Schr. 1, 718: from *μι-μσγ-ω to Lat. mergō etc.), μιγῆναι, μίγα all other languages have tenuis, IE *m(e)iḱ-: Skt. miś-rá- = Lith. mìš-ras mixed, Balt., e.g. Lith. miešiù, miẽšti mix, Slav. (caus.), e.g. OCS měšǫ, měšiti mix. An iranian maēz- (IE *meiǵ-) in the sense of mix, adopted by Smith Lang. 4, 178ff. because of Y. 44, 20, does not exist, s. Humbach Münch. Stud. 2, 7, where de form is connected from maēz- urinate. A sḱ-present is also well represented in the West: Lat. misceō, OIr.mesc(a)id mixes, dips in, confuses, Germ., e.g. OHG miscan, NHG mischen (if not Lat. LW [loanword]). The νυ-present however is limited to Greek (so prob. innovation). The nasalinfixed GAv. minaš-, mostly rendered as you shall mix (pres. myāsa-), is by Humbach l.c. also derived from maēz- urinate. Indian has a reduplicated s-formation in mí-mikṣ-ati mix (prob. prop. desiderative), with perf. mimikṣé, caus. mekṣayati. On themselves stand the full grade forms Skt. pres. myakṣati = Av. myāsa-; on the root analysis s. Kuiper Nasalpräs. 123. Also the aorist μεῖξαι is isolated as well as μιγῆναι and the other forms with γ, which is prob. due to assimilation. -- Details in WP. 2, 244f., Pok.714, W. -Hofmann and Ernout-Meillet s. misceō, Fraenkel s. miẽšti, Vasmer s. mesítь.

Frisk Etymology German

μείγνυμι: {meígnumi}
Forms: (-ί-, s. unten; nachhom.), -ύω (X., Arist. u. a.), μίσγω (Hom., ion. att. usw.), ὀνεμείχνυτο (Sapph.), Aor. μεῖξαι, Med. (ep.) μίκτο (σ- od. Wz. aor., Schwyzer 751, Chantraine Gramm. hom. 1, 383), Pass. μιγῆναι mit Fut. -ήσομαι, μ(ε)ιχθῆναι mit -ήσομαι, Fut. μείξω, -ομαι, Perf. Med. μέμ(ε)ιγμαι; Akt. (hell.) μέμιχα,
Grammar: v.
Meaning: ‘mischen, unter-, durcheinander bringen, verbinden’, Med. sich mischen, verkehren, im Kampfe zusammentreffen (seit Il.).
Composita: sehr oft mit Präfix, z.B. συν-, ἐπι-, κατα-, ἀνα-, Als Vorderglied in verbalen Rektionskompp. μ(ε)ιξ(ο)-, z.B. μιξέλληνες pl. ‘Misch-, Halbhellenen’ (Hellanik., hell.), μ(ε)ιξόθροος das Geschrei mischend, mit gemischtem Geschrei (A.); auch μισγ-, namentlich in μισγάγκεια f. Stelle, wo sich die Schluchten vermischen, Kesselschlucht (Δ 453), von *μισγαγκής, s. Schwyzer 442, Sommer Nominalkomp. 174 f. m. Lit., Chantraine Gramm. hom. 1, 15. Als Hinterglied in παμ-, ἀνα-, συμμιγής usw. (ion. att.); daraus μιγής (Nil-.; Schwyzer 426 u. 513), ἀνα-, ἐπιμίξ Adv. durcheinander (seit Il.).
Derivative: Wenige Ableitungen. 1. (σύμ- u. a.) μεῖξις (-ι-) Vermischung (ion. att.; Holt Les noms d’action en -σις 100 A. 2); 2. μεῖγμα (-ί-) Mischung (Emp., Anaxag., Arist. usw.; μεῖχμ[α] Alk.); 3. ἐπιμ(ε)ιξία, -ίη ‘Vermischung, Ver- kehr’ (ion. att.); von ἐπίμ(ε)ικτος. 4. μιγάς, -άδος m. f. gemischt, untereinander (att. usw.). 5. Mehrere Adverbia: (σύμ-)μίγα, μιγάδην, -δις, μίγδα, -δην (vorw. ep. poet.). 6. μιγάζομαι sich vermischen, vereinigen (θ 271: μίγα, μιγάς; Schwyzer 734 m. Lit.).
Etymology: Ob in dem handschriftl. gewöhnlich gebotenen μίγνυμι sich eine ursprüngliche Schwundstufe erhalten hat, ist sehr fraglich. Wahrscheinlich war das nach μεῖξαι, μείξω gebildete μείγνυμι schon früher da (Schwyzer 697 m. A. 5 u. Lit.). Auch für andere, im Prinzip schwundstufige Formen (μίξις, (σύμ) -μικτος, μέμιγμαι) kommt wenigstens als alternative Schreibung die sekundäre Hochstufe μεῖξις usw. in Betracht. Der in μίσγω, wenn aus *μίγσκω (anders Wackernagel KZ 33, 39 = Kl. Schr. 1, 718: aus *μιμσγω zu lat. mergō usw.), μιγῆναι, μίγα erscheinenden Media steht in allen anderen Sprachen die entsprechende Tenuis, idg. m(e)iḱ- gegen-über: aind. miś-- = lit. mìš-ras vermischt, balt., z.B. lit. miešiù, miẽšti mischen, vermengen, slav. (Kaus.), z.B. aksl. měšǫ, měšiti mischen. Ein iranisches maēz- (idg. meiĝ-) im Sinn von mischen, von Smith Lang. 4, 178ff. wegen Y. 44, 20 angenommen, existiert nicht, s. Humbach Münch. Stud. 2, 7, wo die betreffende Form zu maēz- harnen gezogen wird. Ein sḱ-Präsens ist auch im Westen stark vertreten: lat. misceō, air. mesc(a)id mischt, taucht ein, verwirrt, germ., z.B. ahd. miscan, nhd. mischen (wenn nicht lat. LW). Dagegen ist das νυ-Präsens auf das Griech. beschränkt (mithin wohl Neubildung). Das nasalinfigierte g. aw. minaš-, gewöhnlich mit du sollst mischen wiedergegeben (Präs. myāsa-), wird von Humbach a.a.O. ebenfalls zu maēz- harnen gestellt. Das Indische bietet eine reduplizierte s-Bildung in -mikṣ-ati mischen (wohl eig. Desiderativ), wozu Perf. mimikṣé, Kaus. mekṣayati. Für sich stehen die hochstufigen Formen aind. Präs. myakṣati = aw. myāsa-; zu der daran anknüpfenden Wurzelanalyse s. Kuiper Nasalpräs. 123. Auch der Aorist μεῖξαι steht isoliert ebenso wie μιγῆναι und die übrigen Formen mit γ, das wahrscheinlich durch Assimilation mit einem folgenden tönenden Konsonanten entstand. — Einzelheiten m. reicher Lit. bei WP. 2, 244f., Pok.714, W. -Hofmann und Ernout-Meillet s. misceō, Fraenkel s. miẽšti, Vasmer s. mesítь.
Page 2,192-193

Chinese

原文音譯:m⋯gnumi 米格匿米
詞類次數:動詞(4)
原文字根:混合 相當於: (רָקַח‎)
字義溯源:調混*,調和,混合,攙,攙雜。比較: (κεράννυμι)=混合
同源字:1) (ἕλιγμα / μίγμα / σμῆγμα / σμίγμα)混合物 2) (μείγνυμι / μειγνύω / μίγνυμι)調混 3) (συναναμείγνυμι)調合在一起
出現次數:總共(4);太(1);路(1);啓(2)
譯字彙編
1) 攙(2) 路13:1; 啓8:7;
2) 攙雜著(1) 啓15:2;
3) 調和的(1) 太27:34

Léxico de magia

tb. μίσγω 1 mezclar a) líquidos μίσγε δὲ τῷ θυμιατηρίῳ χυλὸν κατανάγκης καὶ ποταμογείτονος mezcla en el incensario jugo de arveja y de potamogeton P IV 1318 λαβὼν αἷμα νυκτιβαοῦτος καὶ ζμυρνομέλαν, ὁμοῦ τὰ δύο μίξας γράφε καινῷ καλάμῳ toma sangre de un búho y tinta de mirra, mezcla ambas sustancias y escribe con una caña nueva P XXXVI 266 b) líquidos y sólidos ἆρον τὸν χυλὸν καὶ μίξας μέλιτι καὶ ζμύρνῃ, γράψον ἐπὶ φύλλου toma el jugo (de la planta) y, mezclándolo con miel y mirra, escribe sobre una hoja P IV 781 λαβὼν βοτάνην χελκβει καὶ βούγλωσσον ὕλισον καὶ τὰ ἐκπιάσματα καῦσον καὶ μείξον τῷ χυλῷ toma chelkbei y buglosa, májalos, quema el líquido que resulte y mézclalo con jugo P V 72 κομπάνου τὰ ξυρὰ κόψας καὶ μίξας ὁμοῦ ἅμα μέλιτος τῷ αὐτάρκει machaca (frutos) secos ... y mézclalo todo con miel en cantidad suficiente P III 187 κοῖφι ἱερατικόν, ᾧ μεμίχθω κριοῦ ὁλομέλανος ἐγκέφαλος καὶ κατανάγκης ἄλευρα kifi hierático, con el cual han de mezclarse los sesos de un carnero completamente negro y harina de arveja P VII 538 λαβὼν κιρρὸν κηρὸν καὶ χυλοὺς ἀερίας καὶ σεληνίτιδος μῖξον καὶ πλάσον Ἑρμῆν ὑπόκενον toma cera anaranjada y jugo de aérea y de hiedra terrestre, mézclalo y modela un Hermes hueco P IV 2360 ἰσχάδα λιπαρὰν μίξας ἀναλάμβανε οἴνῳ εὐώδει πάντα ἴσα añádele un higo seco sustancioso y mezcla todo a partes iguales con vino oloroso P IV 1836 λαβὼν πηλὸν ἀπὸ τροχοῦ κεραμικοῦ μῖξον μίγματος τοῦ θείου καὶ πρόσβαλε αἰγὸς ποικίλης αἷμα toma barro de un torno de alfarero, mézclalo con una mixtura de azufre y añádele sangre de una cabra de piel moteada P VII 867 c) sólidos λαβὼν ὄνου μέλανος στέαρ καὶ αἰγὸς ποικίλης στέαρ ... καὶ κύμινον αἰθιοπικὸν ἀμφότερα μῖξον toma grasa de un asno negro, grasa de una cabra moteada y comino de Etiopía y mézclalo todo P IV 1334 λαβὼν κηροῦ οὐγκίας δʹ, ἄγνου καρποῦ οὐγκίας ηʹ, μάννης δραχμὰς δʹ, ταῦτα λειώσας χωρὶς ἕκαστον, μίσγε τῇ πίσσῃ καὶ τῷ κηρῷ toma cuatro onzas de cera, ocho onzas del fruto del agnocasto y cuatro dracmas de polvo de incienso, tritura cada una de estas cosas por separado y mézclalo con la resina y la cera P IV 1880 μῖξον δὲ καὶ ταῖς κριθαῖς καὶ ῥύπον ἀπὸ ὠτίου μούλας mezcla también con los granos de cebada suciedad de la oreja de una mula P XXXVI 331 λαβὼν κηρὸν τυρρηνικὸν μεῖξον αὐτῷ πᾶν γένος ἀρωμάτων καὶ ποίησον Ἔρωτα toma cera tirrénica, mézclale toda clase de plantas aromáticas y modela un Eros P XII 17 τοῦ πιπερίου βʹ τρίψας μῖξον μετὰ ὀποπάνακος tritura dos (granos) de pimienta y mézclalos con opopánax SM 96A 68 2 unir, juntar los cuatro vientos, como acción de la divinidad ἐξορκίζω σε κατὰ τοῦ ... μίξαντος τοὺς δʹ ἀνέμους te conjuro por el que unió los cuatro vientos P XII 59

Translations

mix

Acehnese: lawök; Arabic: ⁧خَلَطَ⁩, ⁧مَزَجَ⁩; Egyptian Arabic: ⁧خلط⁩; Armenian: խառնել; Aromanian: meastic, ameastic, mintescu; Assamese: মিহলা, মিহলোৱা; Asturian: amestar; Azerbaijani: qarışdırmaq; Belarusian: змешваць, змяшаць, мяшаць; Bulgarian: забъ́рквам, забъ́ркам, разбъ́рквам, разбъ́ркам, бъ́ркам, смесвам, смеся; Burmese: နယ်, မွှေ, စရနယ်; Catalan: barrejar, mesclar; Cherokee: ᎠᏑᎨᎭ; Chinese Cantonese: 混合, 溝/沟, 撈/捞; Mandarin: 混合; Czech: míchat, smíchat, mísit, smísit; Danish: blande, mikse, røre; Dutch: mengen; Esperanto: miksi; Estonian: segama; Finnish: sekoittaa; French: mélanger; Friulian: miscliçâ, messedâ, misturâ; Georgian: არევა; German: mischen, vermischen, vermengen, mixen; Greek: αναδεύω, ανακατώνω, ανακατεύω, αναμειγνύω, αναμιγνύω; Ancient Greek: ἀματίζω, ἀμμείγνυμι, ἀμφικυκάω, ἀναδεύω, ἀνακεράννυμι, ἀνακεραννύω, ἀνακίρναμαι, ἀνακιρνάω, ἀνακίρνημι, ἀνακυκάω, ἀναμείγνυμι, ἀναμίγνυμι, ἀναμιγνύω, ἀναμίσγω, ἀναφορύσσω, ἀναφυράω, ἀναφύρω, δεύω, διακεράννυμι, διαμιγνύω, διαμίσγω, διασυγχέω, διαφυράω, διαφύρω, διηθέω, ἐγκατακεράννυμι, ἐγκαταμείγνυμι, ἐγκαταμίσγω, ἐγκεράννυμι, ἐγκεραννύω, ἐγκεράω, ἐγκίρνημι, ἐγκυκάω, εἰσκεραννύω, εἰσφύρω, ἐμμείγνυμι, ἐμφυράω, ἐνιμίσγω, ἑνόω, ἐνστύφω, κατακεράννυμι, κεράννυμι, κιρνάω, κίρνημι, κιρνῶ, κυκάω, κυκῶ, κυρκανάω, κυρκανῶ, μείγνυμι, μειγνύω, μίγνυμι, μιγνύω, παραχραίνω, περιπλέκω, προσκατακυκάω, προσκατακυκῶ, συγκεράννυμι, συμπλέκω, ταράσσω, ταράττω, φύρω; Hindi: मिलाना; Hungarian: kever; Icelandic: blanda; Indonesian: mencampurkan; Ingrian: sotkia; Interlingua: miscer; Irish: measc; Italian: mischiare, mixare, mescolare; Japanese: 混ぜる; Javanese: nyampur; Kazakh: араластыру; Khmer: កូរ, លាយ; Korean: 섞다; Kumyk: булгъамакъ; Kurdish Central Kurdish: ⁧تێکەڵ بکە⁩; Kyrgyz: аралаштыруу; Ladin: mescedèr; Ladino: karishtrear, mesklar; Lao: ປະສົມ; Latgalian: maiseit; Latin: misceo, remisceo; Latvian: maisīt; Lithuanian: maišyti; Low German: mengen; Macedonian: меша, измеша, помеша; Malay: campur; Maori: ranu, whakaranu, whāranu, natu, miki; Maranao: sambor; Mongolian: холих; Cyrillic: хутгалдах; Norman: mêler; Norwegian Bokmål: blande, mikse; Occitan: barrejar, mesclar; Old East Slavic: мѣшати; Old English: menġan; Persian: ⁧آمیختن⁩; Polish: mieszać, zmieszać, bełtać, zbełtać; Portuguese: misturar; Romanian: amesteca, mesteca; Romansch: maschadar, mischedar, masdar, masder; Russian: смешивать, смешать, мешать, помешать, размешать; Sanskrit: श्रीणाति; Sardinian: ammasturai; Scottish Gaelic: measg; Serbo-Croatian Cyrillic: мешати, помешати, мијешати, помијешати; Roman: méšati, poméšati, mijéšati, pomijéšati; Sicilian: mmiscari, miscari, ammiscari; Slovak: miešať, zmiešať, zmiešavať; Slovene: mešati, zmešati; Somali: qasid; Southern Altai: булгаар; Spanish: mezclar, mixturar; Swedish: blanda; Tajik: омехтан, аралаш кардан, қатӣ кардан; Thai: ผสม; Tocharian B: triw-; Turkish: karıştırmak; Ugaritic: 𐎎𐎒𐎋; Ukrainian: змі́шувати, змішати, мішати; Urdu: ⁧ملانا⁩; Uzbek: aralashtirmoq; Venetian: misciar, misiar, mesedar; Vietnamese: pha; Walloon: maxhî; Yiddish: ⁧מישן⁩‎