τροχός

From LSJ
Revision as of 09:55, 23 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "S.''Fr.''" to "S.''Fr.''")

Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστὶν· ἔχει δ' ἀγαθὰς δύο ὥρας, τὴν μίαν ἐν θαλάμῳ, τὴν μίαν ἐν θανάτῳ → Every woman is an annoyance. She has two good times: one in the bedroom, one in death.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τροχός Medium diacritics: τροχός Low diacritics: τροχός Capitals: ΤΡΟΧΟΣ
Transliteration A: trochós Transliteration B: trochos Transliteration C: trochos Beta Code: troxo/s

English (LSJ)

ὁ, (τρέχω)
A wheel, Il.6.42, 23.394, etc.; γῆ ἐπημαξευμένη τροχοῖσιν S.Ant.252; ἐν πτερόεντι τ… κυλινδόμενον, of Ixion, Pi.P.2.22; τροχοὺς μιμεῖσθαι to imitate wheels, of one who bends back so as to form a wheel, X.Smp.2.22, 7.3: metaph. of fortune, πότμος ἐν.. θεοῦ τροχῷ κυκλεῖται S.Fr.871; also μανίας τροχῷ E. Pirith.Oxy.2078 Fr.1.14.
2 potter's wheel, Il.18.600; τροχῷ ἐλαθεὶς [λύχνος] (cf. τροχήλατος) Ar.Ec.4; τροχοῦ ῥύμαισι τευκτὸν.. κύτος Antiph.52.2, cf. Pl.R. 420e.
3 wheel of a stage-machine, Ar.Fr.188; also of a water-wheel, ὁ τ. τῆς μηχανῆς POxy.1292.13 (i A. D.); τ. καὶ μηχανή PSI9.1072.9 (iii A. D.).
4 wheel of torture, Anacr.21.9; ἐπὶ τοῦ τ. στρεβλοῦσθαι Ar.Pl.875, Lys.846, D.29.40; ἕλκεσθαι Ar.Pax452; ἐπὶ τὸν τ. ἀναβῆναι Antipho 5.40; ἀναβιβάζειν τινὰ ἐπὶ τὸν τ. And.1.43; ἐν τῷ τ. ἐνδεδεμένον Plu.2.509c; τῷ τ. προσηλοῦν ['Ιξίονα] ib.19e, cf. Luc. DDeor.6.5.
5 rotating wheels used in sieges as a defence against projectiles, D.S.17.45.
II child's hoop, Antyll. ap. Orib.6.26.5, S.E.P.1.106.
III round cake, κηροῖο, στέατος τ., Od.12.173, 21.178; τ. ἡλίου the sun's disk, Ar.Th.17 (v. infr. B); coil of a serpent, Orph.L.136.
2 large pill (cf. τροχίσκος 2), Sor.1.65, POxy.2144.25 (iii A. D.).
IV θαλάττης γῆς τε τ. circles or zones of land and sea, Pl.Criti.113d, cf. 115c, 116a, 117c sq., Plu.Luc.39.
V circuit of a wall or circuit of a fortification, Κυκλώπιος τ. S.Fr.227, cf. Sch.A Pl.Lg.681a (v. facsim. fol.175v).
VI ring playing on the bit of a bridle, X. Eq.10.6, Poll.1.184.
2 ring for passing a rope through, on board ship, ib.94.
VII whirlwind, LXX Ps.76(77).18.
VIII washpot (?), Gal.18(2).671.
IX a fish or sea-monster (Lat. rota, Plin. HN9.8), Ael.NA13.20.
X metaph., ὁ τ. τῆς γενέσεως Ep.Jac.3.6; ὁ τῆς εἱμαρμένης τε καὶ γενέσεως τ. Simp.in Cael.377.14.
B τρόχος, ὁ, circular race, Hp.Vict.2.63, 3.68, Insomn.89; μὴ πολλοὺς τ. ἁμιλλητῆρας ἡλίου not many racing courses of the sun, i.e. not many days (codd. τροχούς wheels), S.Ant.1065; παῖδες ἐκ τρόχων πεπαυμένοι E.Med.46.
2 place for running, race-course, Id.Hipp. 1133 (lyr.).
II an animal, Herodor.58J. (Trypho ap.Ammon. Diff.p.131 V. distinguished the two senses as above.)-όν,
A running, tripping, μέλος Pi.Fr.177.
II round, ἀσπίδες Lyd.Mag.1.10 (Sup.); but τροχωταῖς is prob. cj.

German (Pape)

ὁ, eigtl. das was läuft, der Läufer, gew. alles kreisförmig od. scheibenförmig Gerundete, Kreis, Scheibe; κηροῦ, στέατος, eine runde Scheibe Wachs, Talg, Od. 12.173, 21.178, 183; die Sonnenscheibe, Ar. Th. 17; bes.
a das Wagenrad; Il. 6.42, 23.394, 517; ἐν πτερόεντι τροχῷ Pind. P. 2.22; γῆ οὐδ' ἐπημαξευμένη τροχοῖσιν Soph. Ant. 282; σύριγγες ἄνω τροχῶν ἐπεπήδων Eur. Hipp. 1235; dah. τροχοὺς μιμεῖσθαι, Räder nachahmen, d.i. ein Rad schlagen, Xen. Symp. 2.22, vgl. 7.3.
b das Töpferrad, die Töpferscheibe; Il. 18.600; τροχῷ ἐλαθεὶς λύχνος Ar. Eccl. 4; Plat. Rep. IV.420e; Sp., wie Pol. 12.15.6; Lobeck Phryn. 147.
c das Spielrad der Kinder, auch κρικός, ein großer eiserner od. kupferner Reif, an dem sich viele kleine lose Ringe befanden, die bei der Bewegung klirrten; die Knaben trieben dieses Rad mit einem Stecken, ἐλατήρ, der einen hölzernen Griff und eine gekrümmte, eiserne Spitze hatte, Vetera Lexica, wie Poll. – Auch bei Schiffen, οἷς τὰ σχοινία δεσμεύουσιν, Schol. Ap.Rh. 1.567.
d das Folterrad, ein wie ein Rad gestaltetes Marterwerkzeug, auf welchesEiner gelegt und gefoltert wurde, ἐπὶ τροχοῦ στρεβλοῦσθαι, ἕλκεσθαι, Ar. Lys. 846, Pax 444, Plut. 875; ἐπὶ τὸν τροχὸν ἀναβῆναι, Antiph. 5.40; ἀναβιβάζειν τινὰ ἐπὶ τὸν τροχόν, Andoc. 1.43; Dem. 29.40; Sp., wie Luc. Tox. 28; vgl. Jacobs Ach.Tat. p. 875.
e bei Plat. Critia. 115c sind τροχοὶ γῆς, θαλάσσης rund von Wasser od. Land eingeschlossene Stücke Land od. Meer, Ronddeele. Vgl. Plut. Lucull. 39. – Übh. runde Einfassungen, Ringmauern, Bast zu Greg.Cor. 512; Soph. frg. 322. – Ein Teil am Pferdezaum, Poll. 1.184; vgl. Xen. re Eq. 10.6.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
I. roue :
1 roue de voiture;
2 roue de potier;
3 roue, instrument de supplice;
II. p. anal. (à cause de la forme circulaire) pain de cire ou de suif;
NT: le cours de la vie.
Étymologie: τρέχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τροχός -οῦ, ὁ [τρέχω] wiel, rad; overdr..; ὁ τροχὸς τῆς γενέσεως het rad van het leven NT Iac. 3.6; instrum. pottenbakkerswiel; folterwerktuig rad:; ἐπὶ τοῦ τροχοῦ ἕλκεσθαι op het rad gerekt worden Aristoph. Pax 452; uitbr. ronde schijf:; ἡλίου τροχός zonneschijf Aristoph. Th. 17; plur. cirkelvormig stuk land of zee:. θαλάττης γῆς τε τροχοί gordels van land en zee Plat. Criti. 113d.

Russian (Dvoretsky)

τροχός: быстрый, резвый (μέλος Pind.).

Russian (Dvoretsky)

τροχός:
Iτρέχω
1 колесо (экипажное) Hom., Soph., Pind., Xen., Plut.;
2 колесо (орудие пытки) Arph., Dem., Plut., Luc.;
3 обруч (детская игрушка) Sext.;
4 гончарный круг Hom., Arph., Xen., Plat.;
5 круг, диск (κηροῦ Hom.): τ. ἡλίου Arph. солнечный диск; τ. τῆς γενέσεως NT круг бытия;
6 кружок, кольцо (sc. τοῦ χαλινοῦ Xen.);
7 кольцевой вал, круговое укрепление Soph.

English (Autenrieth)

(τρέχω): wheel; potter's wheel, Il. 18.600; a round cake of wax or tallow, Od. 12.173, Od. 21.178.

English (Slater)

τροχός
   a wheel Ἰξίονα ἐν πτερόεντι τροχῷ παντᾷ κυλινδόμενον (P. 2.22) ἴυγγα τ[ρ]οχο[ (supp. Lobel) Θρ. 1. 8.
   b dub., quick moving? τροχὸν μέλος fr. 177c.

English (Strong)

from τρέχω; a wheel (as a runner), i.e. (figuratively) a circuit of physical effects: course.

English (Thayer)

τροχοῦ, ὁ (τρέχω), from Homer down, a wheel: γένεσις 3; (cf. Winer's Grammar, 54 (53))).

Greek Monolingual

(I)
ο, ΝΜΑ
1. κυκλικός δίσκος που μπορεί να περιστρέφεται γύρω από άξονα επιτρέποντας έτσι την κίνηση οχήματος επάνω του, κν. σήμερα ρόδα (α. «ο τροχός του ποδηλάτου» β. «αὐτὸς δ' ἐκ δίφροιο παρὰ τροχὸν ἐξεκυλίσθη», Ομ. Ιλ.)
2. (κατ' επέκτ.) καθετί που έχει το σχήμα του παραπάνω δίσκου, καθετί το στρογγυλό ή το στρογγυλεμένο («τροχός κηρού» — κυκλοτερής πλάκα από κερί μελισσών, τυπάρι, Ομ. Οδ.)
3. όργανο βασανισμού σε παρόμοιο σχήμα, κατά την αρχαιότητα και τον μεσαίωνα, στο οποίο έβρισκε τον θάνατο ο κατάδικος, αφού πρώτα του έσπαζαν τα μέλη με σιδερένια ράβδο
νεοελλ.
1. (μηχανολ.) όργανο κυκλικής μορφής που επιτρέπει τη μετάδοση κινήσεως είτε μέσω διαμορφωμένων στην περιφέρειά του οδόντων, όπως είναι ο οδοντωτός τροχός, είτε μέσω περιελιγμένου στην περιφέρειά του εύκαμπτου ατέρμονα ιμάντα, όπως είναι η τροχαλία
2. ζωολ. γένος προσωβράγχιων γαστερόποδων μαλακίων τών θερμών θαλασσών που ανήκει στην οικογένεια τροχίδες
3. ιατρ. όργανο για τον καθαρισμό και τη λείανση τών δοντιών
4. φρ. α) «τροχός της τύχης»
i) το σύμβολο της αβεβαιότητας του ανθρώπινου μέλλοντος
ii) τίτλος διαφόρων τυχερών τηλεοπτικών παιχνιδιών
β) «θα γυρίσει ο τροχός» — θα αλλάξει η τύχη προς το καλύτερο
γ) «λαδώνω τον τροχό» — δωροδοκώ κάποιον για να μού διεκπεραιώσει μια υπόθεση
δ) «ο πέμπτος τροχός της αμάξης» — άτομο που ελάχιστα προσφέρει σε κάτι
ε) «κινητήριος τροχός»
(αυτοκ.) τροχός που παίρνει την κίνησή του από τον κινητήρα μέσω κατάλληλου συστήματος αξόνων, εξασφαλίζοντας έτσι την κίνηση ολόκληρου του οχήματος
στ) «βοηθητικός τροχός»
(αυτοκ.) επιπρόσθετος τροχός προοριζόμενος να αντικαταστήσει άλλον που έχει υποστεί βλάβη, κν. ρεζέρβα
ζ) «οδοντωτός τροχός» — μεταλλικός τροχός με οδόντωση στην περιφέρειά του
η) «κωνικός τροχός»
(μηχανολ.) τροχός του οποίου οι οδόντες συνεργάζονται με τους οδόντες άλλου τροχού, σχηματίζοντας γωνία μεταξύ τους
θ) «υδραυλικός τροχός»
τεχνολ. τροχός εφοδιασμένος με πτερύγια, ο οποίος μετατρέπει σε μηχανική ενέργεια την κινητική ενέργεια ρεύματος νερού που πέφτει επάνω του
ι) «πτερυγιοφόρος τροχός» — τροχός που φέρει στην περιφέρειά του πτερύγια
ια) «τροχός τριβής» — μηχανισμός μετάδοσης μικρής ισχύος, αποτελούμενος από δίσκο μεγάλης διαμέτρου ο οποίος είναι σφηνωμένος στο άκρο της κινητήριας ατράκτου και παρασύρει σε περιστροφή τροχίσκο σφηνωμένον στην κάθετη προς την κινητήρια κινούμενη άτρακτο
ιβ) «ελεύθερος τροχός» — σύστημα που επιτρέπει σε κινητήριο όργανο να θέτει σε κίνηση έναν μηχανισμό, χωρίς να παρασύρεται σε κίνηση από αυτόν, όπως είναι λ.χ. το σύστημα του ποδηλάτου
ιγ) «κεραμεικός τροχός» — το βασικό εργαλείο του αγγειοπλάστη, το οποίο αποτελείται από περιστρεφόμενο δίσκο πάνω στον οποίο τοποθετείται ο πηλός ή άλλη πρώτη ύλη, που, καθώς περιστρέφεται, πλάθεται και με τα δύο χέρια και μορφοποιείται
αρχ.
1. ο ηλιακός δίσκος
2. ο κεραμεικός τροχός
3. είδος καταποτίου με στρογγυλό σχήμα
4. είδος κυκλοτερούς γλυκίσματος
5. σπείρα ερπετού
6. περιστρεφόμενος δίσκος ο οποίος χρησίμευε ως μηχανισμός απόκρουσης βλημάτων κατά τη διάρκεια πολιορκίας
7. (κυρίως στο παιχνίδι της κρικηλασίας) μεταλλική στεφάνη με πολλούς κρίκους που είχαν ελεύθερη κίνηση και ηχούσαν, όταν αυτή περιστρεφόταν με τη βοήθεια ράβδου η οποία είχε ξύλινη λαβή και κυρτό μεταλλικό άκρο
8. κινητός κρίκος χαλινού
9. κρίκος πρόσδεσης καραβόσχοινου
10. κυκλοτερές περιτείχισμα, περίφραγμα οχυρώματος
11. η τύχη
12. ζώνη, τμήμα ξηράς ή θάλασσας
13. ανεμοστρόβιλος
14. θαλάσσιο ψάρι
15. φρ. «τροχούς μιμοῦμαι» — κάμπτω το σώμα μου προς τα πίσω ώστε να λάβει κυκλοειδές σχήμα σαν τροχός (Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τροχ- της ετεροιωμένης βαθμίδας του ρ. τρέχω + κατάλ. -ός (πρβλ. τροπ-ός: τρέπω, τροφ-ός: τρέφω)].
(II)
-όν, Α
1. ταχύς, γρήγορος
2. στρογγυλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τροχ- της ετεροιωμένης βαθμίδας του ρ. τρέχω.

Greek Monotonic

τροχός: ὁ (τρέχω), οτιδήποτε τρέχει κυκλικά·
Α. I. στρογγυλή πλάκα, σε Ομήρ. Οδ.
II. 1. τροχός, ρόδα, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.· τροχοὺς μιμεῖσθαι, να μιμείσαι τροχούς, λέγεται για κάποιον που λυγίζει το σώμα του προς τα πίσω έτσι ώστε να σχηματίζει τροχό, σε Ξεν.
2. τροχός κεραμοποιού, σε Ομήρ. Ιλ.
3. τροχός θεατρικής μηχανής, σε Αριστ.
4. τροχός βασανιστηρίου, ἐπὶ τοῦ τροχοῦ στρεβλοῦσθαι, στον ίδ. κ.λπ.· τῷ τροχῷ τινα προσδεῖν, σε Λουκ.
III. τροχός που χρησίμευε στο παιχνίδι των παιδιών και αποτελούνταν από σιδερένιο ή χάλκινο στεφάνι με κρίκους, οι οποίοι κατά την περιστροφή του τροχού ηχούσαν (το Graecus trochus των Ρητ.).
IV. τροχοὶ γῆς, θαλάσσης, κύκλοι ή ζώνες της ξηράς και της θάλασσας, σε Πλάτ.
V. κρίκος στη στομίδα του χαλιναριού, σε Ξεν. Β. 1. τρόχος, , τρέξιμο, αγώνισμα δρόμου, μὴ πολλοὺς τρόχους ἁμιλλητῆρας ἡλίου, όχι πολλούς αγωνιστικούς δρόμους, τροχιές του ηλίου, δηλ. όχι πολλές ημέρες, σε Σοφ.· παῖδες ἐκ τρόχων πεπαυμένοι, σε Ευρ.
2. τόπος για τρέξιμο, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

τροχός: ὁ (τρέχωκυρίως ὁ τρέχων· ὅθεν πᾶν πρᾶγμα στρογγύλον ἢ κυκλικόν. Ι. στρογγύλον, στρογγύλη πλάξ, «πήττα», τροχὸς κηροῦ, στέατος Ὀδ. Μ. 173, Φ. 178· τρ. ἡλίου, ὁ δίσκος τοῦ ἡλίου, Ἀριστοφ. Θεσμ. 17, ἴδε κατωτ. Β· ἐπὶ ὄφεως, Ὀρφ. Λιθ. 136. ΙΙ. τροχὸς ἁμάξης, κοινῶς «ῥόδα», ἡ, Ἰλ. Ζ. 42, Ψ. 394, κτλ.· τροχοῖς ἐπημαξευμένη Σοφ. Ἀντιγ. 251· ἐν πτερόεντι τροχῷ... κυλινδόμενον, ἐπὶ τοῦ Ἰξίονος, Πινδ. Πυθ. 2. 41· τροχοὺς μιμεῖσθαι, ἐπὶ ἀνθρώπου κάμπτοντος τὸ σῶμα πρὸς τὰ ὀπίσω οὕτως ὥστε νὰ σχηματίζῃ τροχόν, Ξενοφ. Συμπ. 2, 22., 7, 3· - μεταφορ. ἐπὶ τῆς τύχης, Σοφοκλ. Ἀποσπ. 713. 2) ὁ τροχὸς κεραμέως Ἰλ. Σ. 600· τροχῷ ἐλαθεὶς λύχνος (πρβλ. τροχήλατος) Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 4· τροχοῦ ῥύμαισι τευκτόν... κύτος Ἀντιφάνης ἐν «Ἀφροδισίῳ» 1. 2, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 420Ε. 3) ὁ τροχὸς μηχανῆς θεατρικῆς, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 234. 4) ὁ τροχὸς βασανιστηρίου, πρβλ. Ἀνακρ. 19. 9· ἐπὶ τοῦ τροχοῦ στρεβλοῦσθαι Ἀριστοφ. Πλ. 875, Λυσ. 846, Δημ. 856. 13· ἕλκεσθαι Ἀριστοφ. Εἰρ. 452· ἐπὶ τὸν τροχὸν ἀναβῆναι Ἀντιφῶν 134. 10· ἀναβιβάζειν τινὰ ἐπὶ τῶν τρ. Ἀνδοκ. 6. 44· τῷ τροχῷ τινα προσηλοῦν, ἐνδεῖν, προσδεῖν Πλούτ. 2, 19Ε, 509C, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 6. 5. ΙΙΙ. τροχὸς χρήσιμος εἰς παιδιὰν τῶν παίδων συνιστάμενος ἐκ στεφάνης σιδηρᾶς ἢ χαλκῆς μετὰ κρίκων οἵτινες κατὰ τὴν περιστροφὴν τοῦ τροχοῦ ἤχουν, (ὁ Graecus trochus τοῦ Ὁρατίου ᾨδ. 3. 24, 57, πρβλ. Ars Poet. 380,) Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. Ι. 106, Ἄντυλλ. παρ’ Ὀρειβασ.· τὸ ῥαβδίον δι’ οὗ ἠλαύνετο ἐκαλεῖτο ἐλατήρ, ἔχον ξυλίνην λαβὴν καὶ κυρτὸν σιδηροῦν ἄκρον τὸ clavis adunca τοῦ Προπερτίου 3. 12, 6· ἡ δὲ παιδιὰ ἐκαλεῖτο κρικηλασία. - Δὲν πρέπει νὰ συγχέωμεν τοῦτον τὸν τροχόν, Λατ. trochus, πρὸς τὸν ῥόμβον ἢ στρόμβον («σβοῦραν») ἢ βέμβ?κα, Λατ. Turbo. IV. τροχοὶ γῆς, θαλάσσης, κύκλοι ἢ ζῶναι τῆς ξηρᾶς καὶ τῆς θαλάσσης, Πλάτ. Κριτί. 113D, 115C, 110Α, 117C κἑξ., Πλουτ. Λούκουλλ. 39. V. ὁ κύκλος τείχους ἢ ὀχυρώματος, Κυκλώπειος τ. Σοφ. Ἀποσπ. 222, ἴδε Bast εἰς Γρηγόρ. Κορίνθ. σ. 512· ὡς τὸ τρόχωμα: - ὡσαύτως μηχανὴ πολιορκητική, Διόδ. 17. 45 ἔνθα ἴδε W?s?el. VI. κρίκος τις κινητὸς ἐπὶ τοῦ χαλινοῦ, Ξεν. Ἱππ. 10, 6, Πολυδ. Α΄, 184, κλπ. 2) κρίκος δι’ οὗ διήρχετο σχοινίον ἐπὶ πλοίου, αὐτόθι 94. VΙΙ. καταπότιον, Ἰατρ. Β. τρόχος, ὁ, τὸ τρέχειν, τρέξιμον, δρόμος, Ἱππ. 363. 53., 368, 23, κτλ.· μὴ πολλοὺς τρόχους ἁμιλλητῆρας ἡλίου, μὴ πολλοὺς ἀγωνιστικοὺς δρόμους τοῦ ἡλίου, δηλ. μὴ πολλὰς ἡμέρας. (διάφορ. γραφ. τροχοὺς), Σοφ. Ἀντ. 1065· παῖδες ἐκ τρόχων πεπαυμένοι Εὐρ. Μήδ. 46, ἔνθα ἴδε Elmsl.· καμπτός τρ., ῥητῶς τοὐναντίον τοῦ δρόμος (εὐθὺς δρόμος), Foës. Oec. Hipp. 2) τόπος πρὸς τρέξιμον, Εὐρ. Ἱππ. 1133. ΙΙ. ζῷον τι ἴσως εἶδος νυφίτσας, Ἡρόδωρ. παρ’ Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 6, 6. (Ὁ Ἀμμώνιος διαστέλλει τὰς δύο σημασίας ὡς ἀνωτέρω - γράφων τροχὸς ἐπὶ τῆς σημασίας περιφεροῦς πράγματος ἢ τροχοῦ, τρόχος δὲ ἐπὶ τῆς σημασ. δρόμου, ἴδε Valck. ἐν λ., Ellendt Lex. Soph.)

Middle Liddell

τροχός, οῦ, ὁ, τρέχω
anything that runs round:
I. a round cake, Od.
II. a wheel, Il., Soph.; τροχοὺς μιμεῖσθαι to imitate wheels, of one who bends back so as to form a wheel, Xen.
2. a potter's wheel, Il.
3. the wheel of a stage-machine, Ar.
4. the wheel of torture, ἐπὶ τοῦ τροχοῦ στρεβλοῦσθαι Ar., etc.; τῷ τροχῷ τινα προσδεῖν Luc.
III. a boy's hoop, the Graecus trochus of Hor.
IV. τροχοὶ γῆς, θαλάσσης circles or zones of land, sea, Plat.
V. a ring on the bit of a bridle, Xen.
B. τρόχος, a running, course, μὴ πολλοὺς τρόχους ἁμιλλητῆρας ἡλίου not many racing courses of the sun, i. e. not many days, Soph.; παῖδες ἐκ τρόχων πεπαυμένοι Eur.
2. a race-course, Eur.

Frisk Etymology German

τροχός: τρόχος
{trokhós}
See also: s. τρέχω.
Page 2,934

Chinese

原文音譯:trocÒj 特羅何士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:賽跑
字義溯源:輪子,圓形跑道,路程;源自(τρέχω)*=跑)
出現次數:總共(1);雅(1)
譯字彙編
1) 路程(1) 雅3:6

English (Woodhouse)

rack, potter's wheel

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό τρέχω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Translations

wheel

Abkhaz: агьежь; Afrikaans: wiel; Albanian: rrotë, rrath; Amharic: መንኮራኩር; Apache Western Apache: bigan, bikee'; Arabic: عَجَلَة‎; Egyptian Arabic: عجلة‎; Moroccan Arabic: رويضة‎; Aragonese: rueda; Armenian: անիվ, ակ; Aromanian: roatã, arãcoatã, furcutash, ghirgal; Assamese: চকা; Asturian: rueda; Avar: гьакибер; Azerbaijani: çarx, təkər; Bashkir: тәгәрмәс; Basque: gurpil, txirringa, txirrika; Belarusian: кола; Bengali: চাকা; Breton: rod; Bulgarian: колело; Burmese: ဘီး; Buryat: мөөр; Catalan: roda; Cebuano: ligid; Chechen: чIуьрг, чIуг; Cherokee: ᎦᏆᏙᏗ; Chichewa: wiro, gudumu; Chinese Cantonese: 轆, 辘; Dungan: гўлў; Hakka: 輪子, 轮子; Mandarin: 輪子, 轮子, 軲轆, 轱辘, 輪, 轮, 轔, 辚; Min Dong: 輪輪, 轮轮; Min Nan: 輪, 轮; Wu: 輪盤, 轮盘; Chuvash: кустӑрма; Czech: kolo; Danish: hjul; Daur: kurde; Dhivehi: ފުރޮޅު‎; Dutch: wiel, rad; Emilian: róda; Esperanto: rado; Estonian: ratas; Ewe: ɣufɔtsi; Extremaduran: roalga; Faroese: hjól, hvæl; Fiji Hindi: pahiya; Finnish: pyörä; Franco-Provençal: roua; French: roue; Friulian: ruede; Galician: roda; Georgian: ბორბალი; German: Rad; Alemannic German: Rad; Bavarian: Radl; Pennsylvania German: Raad; Greek: ρόδα; Ancient Greek: τροχός; Gujarati: ચક્ર; Haitian Creole: rou; Hausa: k'afa; Hebrew: גַּלְגַּל‎; Higaonon: ligid; Hindi: चक्र, पहिया; Hungarian: kerék; Icelandic: hjól; Ido: roto; Igbo: wiil; Ilocano: pilid; Indonesian: roda; Interlingua: rota; Inupiaq: aksraligaun; Irish: roth; Isan: กงจักร, อริน; Istriot: rùda; Italian: ruota; Japanese: 車, 車輪, 輪; Javanese: rodha; Kaingang: jyryryn; Kalmyk: төгә; Kannada: ಚಕ್ರ; Kapampangan: gulung, parulang, parugang; Kazakh: доңғалақ, дөңгелек, тегермеш, төңгелек; Khmer: កង់; Komi-Permyak: гӧгыль; Korean: 바퀴, 차륜(車輪); Kurdish Northern Kurdish: çerx; Kyrgyz: дөңгөлөк; Lao: ກົງ, ລໍ້, ກົງລໍ້; Latin: rota; Latvian: ritenis, rats; Limburgish: raad; Lingala: nzínga; Lithuanian: ratas; Lombard: röda, rœuda; Low German Dutch Low Saxon: Rad; German Low German: Rad; Luganda: namuziga; Luxembourgish: Rad; Macedonian: тркало; Malagasy: foina; Malay: roda, lereng, liring; Malayalam: ചക്രം; Maltese: rota; Manx: queeyl; Maori: wīra; Marathi: चाक; Mari Eastern Mari: орава; Mirandese: ruoda; Mongolian Cyrillic: хүрд; Nahuatl: malacatl, malakatl; Neapolitan: rota; Nepali: चक्का, पाङ्ग्रा; Newar: घःचा; Nivkh: кулкулс, кулкус, кулгур̌; Norman: reue; Northern Norwegian Bokmål: hjul; Nynorsk: hjul; Occitan: ròda, arròda; Ojibwe: detibised; Old Church Slavonic Cyrillic: коло; Old Dutch: wiel; Old East Slavic: коло; Old English: hwēol; Old Frisian: hwēl; Old Irish: roth; Old Norse: hvēl; Old Saxon: hwiol; Oriya: ଚକ; Ossetian: цалх; Pali: cakka; Burmese: စက္က; Devanagari: चक्क; Papiamentu: wiel; Pashto: څرخ‎; Persian: چرخ‎; Piedmontese: roa, rova; Polish: koło; Portuguese: roda; Punjabi: ਚੱਕਾ; Quechua: qalla; Rohingya: sakka; Romanian: roată; Romansch: roda, rouda; Russian: колесо; Rwanda-Rundi: ikiziga, umutende, urubangangwe; Samoan: uili; Sanskrit: चक्र or; Santali: ᱪᱚᱠ; Sardinian: roda, arroda, rota, orroda; Saterland Frisian: Jool; Scottish Gaelic: roth; Serbo-Croatian Cyrillic: то̀чак, ко̀та̄ч, ко̏ло; Roman: tòčak, kòtāč, kȍlo; Shan: ၸၢၵ်ႈ; Shor: тегелек; Sicilian: rota; Sindhi: اَيٽُ‎; Sinhalese: රෝදය; Skolt Sami: kååˊlez; Slovak: koleso; Slovene: kolo; Somali: shaag; Sorbian Lower Sorbian: kólaso, koło; Southern Spanish: rueda; Swahili: gurudumu; Swedish: hjul; Tagalog: gulong; Tai Tajik: чарх; Tamil: சில்லு, சக்கிரம், சக்கரம்; Taos: t'áwaną; Tatar: тәгәрмәч; Telugu: చక్రం, చక్రము; Thai: ล้อรถ, ล้อ, กง; Tibetan: འཁོར་ལོ; Tigrinya: መንኰርኰር, ዕንክሊል; Tocharian A: wärkänt; Tocharian B: yerkwanto; Turkish: tekerlek, teker, çark; Turkmen: tigir, çarh; Tuvan: дугуй; Ugaritic: 𐎀𐎔𐎐; Ukrainian: колесо, коло; Urdu: پَہِیَّہ‎; Uyghur: چاق‎; Uzbek: gʻildirak; Venetian: rua, roda; Vietnamese: bánh xe; Vilamovian: rōt; Volapük: luib; Voro: püür; Votic: pöörä; Walloon: rowe; Waray-Waray: lidong, kaliding; Welsh: olwyn, rhod; West Frisian: tsjil; White Xhosa: ivili; Yagnobi: чарх; Yiddish: ראָד‎; Yoruba: kẹkẹ; Zazaki: çerx; Zhuang: loek; Zulu: isondo

whirlwind

Albanian: shakullinë; Arabic: زَوْبَعَة‎; Armenian: մրրիկ; Azerbaijani: qasırğa, burağan, burulğan; Bashkir: ҡойон; Belarusian: ві́хур, ві́хура; Breton: avel-dro; Bulgarian: вихър, вихрушка; Burmese: လေကတော့, လေပွေ, ရေကတော့; Catalan: terbolí; Chinese Dungan: щүанфыр; Mandarin: 旋風/旋风; Chukchi: янрайгын; Czech: smršť; Danish: hvirvelvind; Dutch: windhoos, wervelwind; Esperanto: ciklono; Estonian: tuulispask; Finnish: pyörremyrsky, pyörretuuli; French: cyclone; Galician: remuíño, voraxen, refolión, refolada; Georgian: გრიგალი, ქარიშხალი; German: Wirbelwind, Wirbelsturm; Greek: ανεμοστρόβιλος; Ancient Greek: ἄελλα, ἀέλλη, ἀνακαμψίπνοος ἄνεμος, ἀνεμοστρόβιλος, ἀνεμόσυρις, αὔελλα, δίνη, ἐριώλη, θύελλα, καταιγίς, λαιλαπετός, λαῖλαψ, λάλαβις, πρηστήρ, στρόβιλος, στρόβος, στρόμβος, τροχός, τυφώς, Τυφώς, χεῖμα; Greenlandic: anoraarsuaq; Hindi: बवंडर, चक्रवात; Hungarian: forgószél; Ido: aerovortico; Irish: cuaifeach; Italian: turbine; Japanese: 旋風; Kazakh: құйын; Khmer: កំបុតត្បូង; Korean: 선풍; Kyrgyz: куюн; Lao: ຫົວກຸດ, ຈັກກະວາດ; Latin: turbo; Latvian: viesulis; Lithuanian: viesulas; Macedonian: виор; Maori: tūkauati, āwhiowhio, ānewa o te rangi, urupuhau; Mongolian: хуй; Navajo: náátsʼóʼoołdísii; Norwegian Bokmål: virvelvind; Nynorsk: virvelvind, kvervelvind; Old English: þoden; Oromo: bubbee; Ottoman Turkish: بوراغان‎; Persian: گردباد‎; Punjabi: ਵਾਵਰੋਲਾ; Plautdietsch: Wirbelstorm; Polish: trąba powietrzna; Portuguese: turbilhão; Russian: вихрь, смерч; Scottish Gaelic: ioma-ghaoth; Serbo-Croatian Cyrillic: ви̏хор; Roman: vȉhor; Slovak: víchrica; Slovene: vihar; Spanish: torbellino; Swedish: virvelvind; Tagalog: buhawi, ipu-ipo; Tajik: гирдбод; Tatar: коен; Telugu: సుడిగాలి; Thai: ลมวน, พายุหมุน, บ้าหมู; Turkish: burağan, kasırga; Ukrainian: вихор; Uyghur: قۇيۇن‎; Uzbek: uyurma, quyun; Vietnamese: gió lốc, lốc; Welsh: troellwynt, awel dro, corwynt, trowynt