χρυσός
English (LSJ)
ὁ,
A gold, τιμῆς Il.18.475, etc.; coupled with other precious things, e.g. χαλκός, σίδηρος, 6.48; ἐσθής, Od.5.38; χρυσὸν κέρασιν περιχεύας (of a victim) Il.10.294 = Od.3.384, cf. 437; ὡς δ' ὅτε τις χρυσὸν περιχεύεται ἀργύρῳ 6.232; χ. δαμασίφρων Pi.O. 13.78; κοῖλος ἄργυρος καὶ χ. silver and gold plate, Theopomp.Hist. 283a, cf. Luc.Nav.20; λευκὸς χ. white gold, i.e. gold alloyed with silver, opp. χ. ἄπεφθος refined gold, Hdt.1.50; χ. ἑψόμενος Pi.N.4.82; χρυσὸν καθαίρειν Pl.Plt.303d; βασανίζειν ἐν πυρί Id.R.413e. 2 gold, to express anything made of gold, e. g. golden armour or raiment, χρυσὸν . . ἔδυνε περὶ χροΐ, of Zeus, Il.8.43; of Poseidon, 13.25; τὸ ἐμὸν σῶμα μήτε ἐν χ. θῆτε . . X.Cyr.8.7.25; ἀραρότως σύνδεσμα χρυσὸς (a gold crown) εἶχε E.Med.1193; ἐν χρυσῷ πίνειν Luc.Merc. Cond.26. 3 freq. used by Poets to denote anything dear or precious, ταῦτα μὲν . . κρείσσονα χρυσοῦ . . φωνεῖς A.Ch.372 (anap.); ὁ χ. ἧσσον κτῆμα τοῦ κλάειν ἂν ἦν S.Fr.557; ὡς χρυσὸς αὐτῷ τἀμὰ . . κακὰ δόξει ποτ' εἶναι E.Tr.432, cf. D.H.Rh.9.4; cf. Pi.O.1.1, 3.42, Plu.Sert. 5: metaph. also, χρυσὸς ἐπῶν golden words, Ar.Pl.268; χρυσῷ πάττειν τινά Id.Nu.912 (anap.); ὗσαι χρυσόν τινι Pi.O.7.50. [ῡ] in χρυσός and all derivs., though Lyric Poets sts. made υ short in the Adj. χρύσεος (q.v.); once we have χρῠσός, Pi.N.7.78.] (Borrowed from Semitic, cf. Hebr. chārūts, Assyr. h<*>urāšu 'gold', Aram. hara 'yellow'.)
German (Pape)
[Seite 1382] ὁ, Gold; oft bei Hom. und Folgdn; neben χαλκός u. πολύκμητος σίδηρος unter den κειμήλια genannt, Il. 6, 48; δύω χρυσοῖο τάλαντα 18, 507, u. öfter in solchen Vrbdgn; χρυσὸν κέρασιν περιχεύας 10, 294; χρυσὸν τιμῆντα 18, 475; αὐτόρυτος, δαμασίφρων, Pind. P. 12, 17 Ol. 13, 75; μεγασθενής I. 4, 3; Tragg.; χρυσῷ πάττειν τινά Ar. Nubb. 902; in Prosa; – auch übertr., ἐπῶν Ar. Plut. 268; – χρυσὸς κοῖλος, zu Gefäßen verarbeitetes Gold, ἄπεφθος, reines, geläutertes Gold, Her. 1, 50, im Ggstz von λευκὸς χρυσός, weißes, mit Silber gemischtes Gold. – [Die Lyriker brauchen zuweilen υ kurz, Pind. nur einmal, N. 2, 115, öfter im adj. χρύσεος, w. m. s.]
Greek (Liddell-Scott)
χρυσός: -οῦ, ὁ, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «μάλαμμα», «χρυσάφι», Λατ. aurum· παρ’ Ὁμ., τιμήεις, πολύτιμος (ἴδε τὰς λέξ.), καὶ περὶ τῆς ἀξίας ἑνὸς ταλάντου χρυσοῦ κατὰ τοὺς Ὁμηρικοὺς χρόνους ἴδε ἐν λ. τάλαντον· ἦν δὲ ἐν χρήσει ἡ λέξις ἐν σχέσει πρὸς τοὺς θεούς, πρὸς τὰ ὅπλα αὐτῶν καὶ πρὸς πᾶν ὅ,τι ἀνήκει εἰς αὐτούς, ἴδε χρύσεος, χρυσάορος, χρυσηλάκατος, χρυσήνιος, χρυσόθρονος, χρυσοπέδιλος, χρυσόπτερος, χρυσόρραπις· συνάπτεται δὲ καὶ μετ’ ἄλλων λέξεων, οἶαι χαλκός, σίδηρος, Ἰλ. Ζ. 48· ἐσθὴς Ὀδ. Ε. 36 χρυσὸν κέρασιν περιχεύας (ἐπὶ θύματος) Κ. 294, Γ. 382, πρβλ. 436 ὡς δ’ ὅτε τις χρυσὸν περιχεύεται ἀργύρῳ Ζ. 232· - οὕτω, χρ. δαμασίφρων Πινδ. Ο. 13. 111, κλπ.· - χρυσὸς κοῖλος, ὡς τὸ ἄργυρος κοῖλος, χρυσὸς κατειργασμένος εἰς σκεύη, σκεύη ἐκ χρυσοῦ, Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 20· ὡσαύτως, ἄργυρος καὶ χρυσός, ὡς τὸ Λατ. argentum et aurum, σκεύη χρυσᾶ καὶ ἀργυρᾶ, Heind. Hor. S. t. 1. 4, 28· - χρ. ἄπυρος, ἀχώνευτος, Ἡρόδοτ. 3. 97· ἐναντίον τοῦ χρ. ἄπεφθος (χρυσὸς κεχωνευμένος, δεδοκιμασμένος, καθαρός, «λαγάρα»), ὁ αὐτ. 1. 50· χρ. ἐψόμενος Πινδ. Ν. 4. 133· λευκὸς χρυσός, δηλ. χρυσὸς κεκραμένος μετ’ ἀργύρου, Ἡρόδοτ. ἔνθ’ ἀνωτ., ἴδε Schw igd., καὶ πρβλ. ἤλεκτρον· καθαίρειν χρυσὸν Πλάτ. Πολ. 303· βασανίζειν ἐν πυρὶ ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 413Ε. 2) χρυσός, εἰς δήλωσιν παντὸς πράγματος κατεσκευασμένου ἐκ χρυσοῦ, χρυσὸν αὐτὸς ἔδυνε περὶ χροΐ, «χρυσῆν πανοπλίαν ἐνεδύσατο» (Σχόλ.), δηλ. ὁ Ζεύς, Ἰλ. Θ. 43· ὁ Ποσειδῶν, 13. 25. 3) συχν. ἐν χρήσει παρὰ ποιηταῖς εἰς δήλωσιν πράγματος ἀγαπητοῦ ἢ πολυτίμου, ταῦτα μὲν . . κρείσσονα χρυσοῦ .. φωνεῖς Αἰσχύλ. Χο. 372· ὁ χρ. ἦσσον κτῆμα τοῦ κλάειν ἂν ἦν Σοφ. Ἀποσπ. 501· ὡς χρυσὸς αὐτῷ τάμα .. κακὰ δόξει ποτ’ εἶναι Εὐρ. Τρῳ. 432· πρβλ. Πινδ. Ο. 1. 2., 3. 76, Πλουτ. Σερτ. 5, καὶ ἴδε χρύσεος ΙΙΙ. χρυσότερος: - μεταφ. ὡσαύτως, χρυσὸς ἐπῶν, χρυσᾶ ἔπη, χρυσοῖ λόγοι, Ἀριστοφ. Πλ. 268· χρυσῷ πάττειν τινὰ ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 912, πρβλ. Διον. Ἁλ. π. Ρητορ. 4· ὕειν χρυσόν τινι Πινδ. Ο. 7. 91. (ὁ Κούρτ., ἀρ. 202, παραβάλλει πρὸς τὴν λέξιν ταύτην τὰ Σανσκρ. hir-anam, hir-anyan· Ζενδ. zar-anu, zir-anya· Γοτθικ. gulth (ὅθεν τὰ Ἀγγλ. gild, gold) Σλαυικ. glat-o· ἀλλ’ ἴσως ἡ λέξις αὕτη εἶναι Σημιτική, πρβλ. Ἑβρ. chârûts, Patt. Et. Forsch. 1. σ. 141). - [ῡ ἐν τῷ χρυσὸς καὶ ἐν πᾶσι τοῖς παραγώγοις, εἰ καὶ οἱ λυρικοὶ ποιηταὶ κατά τινα ἄδειαν συνέστελλον αὐτὸ ἐν τῷ ἐπιθ. χρύσεος, ὃ ἴδε· ἅπαξ δὲ φέρεται καὶ χρῠσός, ἐν Πινδ. Ν. 7. 115].
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 or, métal précieux : χρυσὸς ἄπυρος HDT, χρυσὸς ἄπεφθος HDT or non fondu ; χρυσὸς λευκός HDT or blanc, càd alliage d’or et d’argent ; χρυσὸς κοῖλος LUC or ciselé, vaisselle d’or;
2 objets travaillés en or (ornement ou parure en or, armure d’or ou ornée d’or, coupe d’or, etc.);
3 tout objet brillant ou précieux comme l’or, toute chose précieuse;
4 richesse en gén.
Étymologie: R. Χαρ > Χρυ, briller.
English (Slater)
χρυσός (-ός, -οῦ, -ῷ, -όν: χρῦς-, but
1 χρᾰς- (N. 7.78) ) gold ὁ δὲ χρυσὸς αἰθόμενον πῦρ ἅτε διαπρέπει νυκτί (O. 1.1) ἄνθεμα δὲ χρυσοῦ φλέγει (O. 2.72) κτεάνων δὲ χρυσὸς αἰδοιέστατος (O. 3.42) πολὺν ὗσε χρυσόν (O. 7.50) ἔτραπεν καὶ κεῖνον ἀγάνορι μισθῷ χρυσὸς ἐν χερσὶν φανείς (P. 3.55) πειρῶντι δὲ καὶ χρυσὸς ἐν βασάνῳ πρέπει καὶ νόος ὀρθός (P. 10.67) υἱὸς Δανάας· τὸν ἀπὸ χρυσοῦ φαμὲν αὐτορύτου ἔμμεναι (P. 12.17) ὁ χρυσὸς ἑψόμενος αὐγὰς ἔδειξεν ἁπάσας (N. 4.82) Μοῖσι τοι κολλᾷ χρᾰσόν (i. e. τὸν ὕμνον) (N. 7.78) χρυσὸν εὔχονται, πεδίον δ' ἕτεροι ἀπέραντον (sc. κτήσασθαι) (N. 8.37) τριπόδεσσιν ἐκόσμησαν δόμον καὶ λεβήτεσσιν φιάλαισί τε χρυσοῦ (I. 1.20) Θεία, σέο ἕκατι καὶ μεγασθενῆ νόμισαν χρυσὸν ἄνθρωποι περιώσιον ἄλλων (I. 5.3) οἰνοδόκον φιάλαν χρυσῷ πεφρικυῖαν (I. 6.40) ἢ χρυσῷ μεσονύκτιον νείφοντα δεξαμένα τὸν φέρτατον θεῶν (sc. Θήβα) (I. 7.5) βασανισθέντι δὲ χρυσῷ τέλος[ (Pae. 14.38) διδάξαμεν χρυσὸν καθαρᾷ βασάνῳ fr. 122. 16. Διὸς παῖς ὁ χρυσός fr. 222. 1. and so, a golden object, παῖς ἔπορεν δαμασίφρονα χρυσόν (cf. χρυσάμπυκα χαλινόν v. 65.) (O. 13.78)
Spanish
English (Strong)
perhaps from the base of χράομαι (through the idea of the utility of the metal); gold; by extension, a golden article, as an ornament or coin: gold.
English (Thayer)
χρυσοῦ, ὁ, from Homer down, Hebrew זָהָב, gold (ὁ ἐπί γῆς καί ὁ ὑπό γῆς, Plato, legg. 5, p. 728a.): universally, R G L (others χρυσίον, which see)); precious things made of gold, golden ornaments, L WH text χρυσίον); L WH text χρυσίον); L Tr text WH text χρυσίον); an image made of gold, stamped gold, gold coin, Matthew 10:9.
Greek Monolingual
(I)
ο, ΝΜΑ και βοιωτ. τ. χρουσός Α
1. χημ. μεταλλικό χημικό στοιχείο μετάπτωσης, με σύμβολο Αυ και ατομικό αριθμό 79, που ανήκει στην ομάδα la του περιοδικού συστήματος, το γνωστότερο πολύτιμο μέταλλο, χρυσάφι, μάλαμα (α. «ορυχεία χρυσού» β. «φλέβας χρυσοῡ μεταλλουργοὶ ἀνιχνεύοντες», Θεοφ. Σιμ.
γ. «χαλκόν, σίδηρον, ἄργυρον, χρυσόν», Αισχύλ.
δ. «χαλκός τε χρυσός τε», Ομ. Ιλ.)
2. νόμισμα από το μέταλλο αυτό, χρηματικός πλούτος (α. «ο χρυσός είναι ο μόνος θεός για ορισμένους» β. «προσήνεγκαν αὐτῷ δῶρα, χρυσὸν καὶ λίβανον καὶ σμύρναν», ΚΔ)
3. μτφ. καθετί το πολύτιμο ή το πολύ αγαπητό σε κάποιον (α. «τα λόγια του είναι χρυσός» β. «ταῡτα μὲν... κρείσσονα χρυσοῡ... φωνεῑς», Αισχύλ.)
νεοελλ.
φρ. α) «κανόνας χρυσού»
(οικον.) νομισματικό σύστημα στο οποίο το εθνικό νόμισμα ισοδυναμεί με μία συγκεκριμένη ποσότητα χρυσού ή διατηρείται σε μία αξία ίση με μία συγκεκριμένη ποσότητα χρυσού
β) «κανόνας ανταλλαγής χρυσού»
(οικον.) νομισματικό σύστημα στο οποίο ένα εθνικό νόμισμα μπορεί να μετατραπεί σε συνάλλαγμα εξοφλούμενο από μία χώρα της οποίας το νόμισμα είναι μετατρέψιμο σε χρυσό κατά μία ορισμένη αναλογία
γ) «ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός» — δηλώνει ότι δεν πρέπει να παρασύρεται κανείς από την εξωτερική λαμπερή εμφάνιση ενός προσώπου ή πράγματος
αρχ.
1. κάθε κατασκεύασμα από χρυσό (α. «ὃς δ' ἂν ὀμόοῃ ἐν τῷ χρυσῷ τοῡ ναοῡ ὀφείλει», ΚΔ
β. «χρυσὸν δ' αὐτὸς ἔδυνε περὶ χροΐ», Ομ. Ιλ.)
2. φρ. α) «ἄπεφθος χρυσός» — καθαρό χρυσάφι (Ηρόδ.)
β) «λευκὸς χρυσός» — κράμα χρυσού και αργύρου (Ηρόδ.)
γ) «κοῑλος χρυσός» — κατεργασμένο χρυσάφι, χρυσό σκεύος (Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λ. σημιτ. προέλευσης, η οποία απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή (πρβλ. μυκην. kuruso). Από τους διάφορους σημιτ. τ. με σημ. «χρυσός» (πρβλ. ακκαδικό hurāsue, εβρ. hārus, ουγκαριτικό hrs, φοινικ. hrs), ο ελλ. τ. έχει προέλθει μάλλον από τον φοινικ. Η δυσερμήνευτη, φαινομενικά, απόδοση του φοινικ. φθόγγου -s- με ένα -σ- αντί για δύο, όπως θα αναμενόταν, οφείλεται πιθ. σε απλοποίηση. Ανεπιβεβαίωτη, τέλος, παραμένει η άποψη ότι η λ. χρυσός έχει προέλθει από έναν τ. χυρῡσό-, με συγκοπή (πρβλ. και μυκην. kuruso). Η προέλευση του ελλ. τ. είναι τελείως ανεξάρτητη από την προέλευση τών άλλων ΙΕ τ. Έτσι, τα αρχ. ινδ. hiranya-, ρωσ. zoloto, λεττον. zelts, γοτθ. gulp (πρβλ. και τα νεώτερα αγγλ. gold, γερμ. Gold) ανάγονται στην ΙΕ ρίζα ghel- «λάμπω, ακτινοβολώ, έχω κιτρινωπή λάμψη» (πρβλ. χλόη, χλωρός, χολή, χόλος), ενώ τα λατ. aurum, αρχ. πρωσ. ausis, λιθουαν. auksas, τοχαρ. Α' vaw έχουν προέλθει από έναν αμάρτυρο αρχ. ΙΕ τ. με σημ. «χρυσός».
ΠΑΡ. χρυσαλλίδα, χρυσίζω, χρυσικός, χρυσίο(ν), χρυσίτιδα, χρυσώ(νω), χρυσωπός
αρχ.
χρυσαΐζω, χρυσεῖον, χρύσε(ι)ος, χρυσήεις, χρυσίς
αρχ.-μσν.
χρύσινος, χρυσίτης, χρυσοῦς
νεοελλ.
χρυσάφι, χρυσός (II).
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) βλ. λ. χρυσ(ο)- (Β' συνθετικό) νεοελλ. αργυρόχρυσος, ασημόχρυσος, διάχρυσος, επίχρυσος, ερυθρόχρυσος, ημίχρυσος, καστανόχρυσος, κατάχρυσος, κιτρινόχρυσος, κοκκινόχρυσος, λευκόχρυσος, ολόχρυσος, πάγχρυσος, Περίχρυσος, πολύχρυσος, πρασινόχρυσος, ροδόχρυσος, υπόχρυσος, ψευδόχρυσος.
(II)
-ή, -ό / χρυσοῡς, -ῆ, -οῡν, ΝΜΑ, και χρυσός, -ή, -όν, Μ, και ποιητ. τ. χρύσεος, -ον, θηλ. και -έη, ΜΑ, και χρύσειος, -είη, -ον και βοιωτ. τ. χρουσοῡς, -οῡν, Α
1. κατασκευασμένος από χρυσό, φτειαγμένος από χρυσάφι, μαλαματένιος (α. «χρυσό δαχτυλίδι» β. «φαρίν... εἰς τὸ μέτωπον χρυσὸν ἀστέρα εἶχεν», Διγεν. Ακρ.
γ. «χρυσοῑς... φωνεῑ γράμμασιν», Αισχύλ.
δ. «ζώνην χρυσείην», Ομ. Οδ.
ε. «σκῆπτρον...χρυσείοις ἥλοισιν πεπαρμένον», Ομ. Ιλ.)
2. επίχρυσος ή στολισμένος με χρυσάφι (α. «φόρεσε τα χρυσά του άμφια» β. «χρυσέοισι πεδίλοις», Ησίοδ.
γ. «χρυσέῳ σκήπτρῳ», Ομ. Ιλ.)
3. αυτός που έχει το χρώμα ή τη λάμψη του χρυσού, χρυσοκίτρινος (α. «τα χρυσά της μαλλιά» β. «ὑπὸ χρυσέοισι νέφεσσιν ἧστο», Ομ. Ιλ.
γ. «χρυσέῃσιν ἐθείρησιν κομόωντε», Ομ. Ιλ.)
4. (για πρόσ.) πολύ καλός, πολύ αγαπητός ή με εξαιρετικά χαρίσματα (α. «χρυσή καρδιά» β. «χρυσός άνθρωπος» γ. «οὗτος ὁ χρυσοῡς, οὗτος ὁ Ἡρακλής», Δίων Κασσ.
δ. «δῶρα... χρυσέης Ἀφροδίτης», Ομ. Ιλ.)
5. (για πραγμ.) πολύτιμος, ωφέλιμος, ευεργετικός (α. «χρυσή τύχη» β. «λογισμοῡ ἀγωγὴν χρυσῆν καὶ ἱεράν», Πλάτ.
γ. «ὑγίειαν... χρύσεαν», Πίνδ.)
νεοελλ.
1. το θηλ. ως ουσ. η χρυσή
η νόσος ίκτερος
2. (το ουδ. ως ουσ. με κτητ. αντων.) το χρυσό μου [[σου, του κ.λπ.]
μτφ. πολυαγαπημένο πρόσωπο
3. φρ. α) «χρυσούς αιών» και «χρυσός αιώνας» ή «χρυσή εποχή» — περίοδος μεγάλης ακμής
β) «χρυσοί γάμοι» — η πεντηκοστή επέτειος του γάμου
γ) «χρυσό ιωβηλαίο» — η πεντηκοστή επέτειος από την ενθρόνιση ηγεμόνα ή αρχιερέα
δ) «χρυσός κανόνας»
i) νομισματικό σύστημα στο οποίο χρησιμοποιείται ο χρυσός ως βάση για τον προσδιορισμό της νομισματικής αξίας
ii) μτφ. η τήρηση του σωστού μέτρου σε δύσκολες περιπτώσεις
iii) μέση λύση
ε) «πρόβλημα χρυσής τομής»
(γεωμ.) η διαίρεση ενός ευθύγραμμου τμήματος σε δύο μέρη έτσι ώστε το τετράγωνο του μήκους του ενός μέρους να ισούται με το γινόμενο του μήκους του άλλου μέρους επί το μήκος του αρχικού ευθύγραμμου τμήματος
στ) «χρυσή ρίζα» — το ρίζωμα του φυτού ύδραστις
ζ) «χρυσούς μόσχος» — το χρυσό μοσχάρι της ΠΔ
η) «χρυσά σημεία» — το ανώτατο και το κατώτατο όριο της τιμής συναλλάγματος
θ) «χρυσό τρίγωνο»
μτφ. η περιοχή μεταξύ Ρουρ, Παρισιού και Μιλάνου, στην οποία σημειώνονται οι υψηλότεροι ρυθμοί ανάπτυξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης
ι) «χρυσές δουλειές» — κερδοφόρες επιχειρήσεις
ια) «τον έκανα χρυσό» — τον θερμοπαρακάλεσα
ιβ) «βρε καλέ μου, βρε χρυσέ μου» — σέ παρακαλώ θερμά
ιγ) «χρυσός αριθμός»
αστρον. αριθμός που δηλώνει τη σειρά κάποιου έτους σε περίοδο δεκαεννέα ετών
ιδ) «χρυσή ορδή» — βλ. ορδή
4. παροιμ. «σέρνει ο λαγός τον λέοντα με το χρυσό του ράμμα» — δηλώνει ότι το χρήμα είναι παντοδύναμο
μσν.
φρ. α) «Χρυσέαι Πύλαι» — η Χρυσόπορτα
β. «Χρυσοῡν Κέρας» — ο Κεράτιος Κόλπος
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. ὁ χρυσοῡς
χρυσός στατήρας, χρυσό νόμισμα
2. φρ. α) «χρύσεα μέταλλα» μεταλλεία χρυσού (Θουκ.)
β) «τὸ χρυσοῡν τοῡ ᾠοῡ» — ο κρόκος του αβγού Αθήν..
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσός (Ι) + επίθημα -εος / -ειος (πρβλ. πορφύρεος). Ο τ. χρυσοῦς < χρύσεος με συναίρεση (πρβλ. σιδήρεος: σιδηροῦς). Ο νεοελλ. τ. χρυσός < χρυσοῦς κατά τα επίθ. σε -ός. Σημασιολογικά, το επίθ. χρυσοῦς /χρυσός χρησιμοποιείται τόσο με κυριολεκτική σημ. «κατασκευασμένος από χρυσό, επιχρυσωμένος» όσο και μεταφορικά για να δηλώσει την τιμή, την αξία, τη λάμψη, την ομορφιά κ.λπ. (πρβλ. και τα σύνθ. με α' συνθετικό χρυσ[ο]]-)].
Greek Monotonic
χρυσός: [ῡ], -οῦ, ὁ, χρυσός, Λατ. aurum, σε Όμηρ. κ.λπ.· χρυσὸν ἔδυνε, φόρεσε χρυσή πανοπλία, σε Ομήρ. Ιλ.· χρυσὸς ἄπυρος, αχώνευτος, αντίθ. προς το χρυσὸς ἄπεφθος (καθαρός, χωνευμένος χρυσός), σε Ηρόδ.· λευκὸς χρυσός, λευκός χρυσός, λευκόχρυσος, δηλ. κεκραμένος χρυσός με ασήμι, στον ίδ.· χρυσὸς κοῖλος, χρυσός κατεργασμένος σε σκεύη, χρυσά σκεύη, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσός: ὁ (один раз у Pind. ῠ) тж. перен. золото: χ. ἄπεφθος Her. очищенное золото; χ. λευκός Her. белое золото, т. е. сплав золота и серебра; χ. κοῖλος Luc. золотая посуда; ἐν χρυσῷ πίνειν Luc. пить из золотых чаш; χρυσὸν περιχεύειν τινί Hom. покрывать что-л. слоем золота; χρυσὸν ἔδυνε περὶ χροΐ Hom. он надел золотые доспехи; χ. ἐπῶν Arph. золотые слова, т. е. радостные вести; χρυσῷ πάττειν τινά Arph. осыпать кого-л. золотом, т. е. лестными прозвищами; ὥστε χρυσὸν ἀποδεῖξαι Ῥωμαίοις τὰ τοῦ πολέμου κακά Plut. (действия Цинны и Мария были таковы), что (даже) бедствия войны показались римлянам сладкими.
Middle Liddell
χρῡσός, οῦ, ὁ,
gold, Lat. aurum, Hom., etc.; χρυσὸν ἔδυνε put on golden armour, Il.;— χρ. ἄπυρος unsmelted, opp. to χρ. ἄπεφθος (pure refined gold), Hdt.; λευκὸς χρυσός white gold, i. e. alloyed with silver, Hdt.; χρυσὸς κοῖλος gold wrought into vessels, gold plate, Luc.
Frisk Etymology German
χρυσός: {khrusós}
Forms: (-υ-; sekund. -υ-; Schwyzer 516 A. 2); myk. ku-ru-so.
Grammar: m.
Meaning: Gold (seit Il.)
Composita : In Kompp. unbeschränkt produktiv, z.B. myk. ku-ru-so-wo-ko = χρυσουργός (LXX) Goldarbeiter; χρυσόθρονος (s. θρόνα), χρυσώνητος mit Geld erkauft Bez. eines Sklaven (Kallistr. Hist.; zur Bed. Willetts Glotta 39, 71 ff.), ὑπόχρυσος eig. "mit Gold unten", goldhaltig, vergoldet (Pl., hell. Inschr. u.a.; Kretschmer Glotta 21, 221); zu den Präfixkompp. mit χρυσός im allg. Strömberg Prefix Studies 136.
Derivative: Davon 1. χρυσίον n. Gold, Goldschmuck, Goldmünze, Geld (ion. att.) mit -ίδιον n. (verächtlich; att. Redner), -ιδάριον n. (Ar.), auch -άφιον (Hdn., Eust.). 2. -εῖον, meist pl. -εῖα n. Goldgrube (X., Plb. u.a.). 3. -ίς, -ίδος f. goldenes Gefäß, Kleid, goldener Schuh (Kom., Inschr., Luk. u.a.). 4. -αλλίς, -ίδος f. goldfarbige Puppe eines Schmetterlings (Arist., Thphr.), auch = μηλολόνθη (Eust.), vgl. θρυαλλίς (s.d.); verfehlt Güntert Kalypso 221 f. 5. -αφος m. N. eines Fisches (Marc. Sid.), wie ἔλαφος u.a.; auch χρύσοφος (Kyran.), für χρύσοφρυς (Strömberg Fischn. 26). 6. -ίτης m., meist -ῖτις f. ‘goldartig, -haltig, Golderz’ (Hdt., Hp., Str. usw.; Redard 63 u. 109 f.). 7. Adj. a) -εος, ep. auch -ειος, att. -οῦς golden, goldfarbig (seit Il.), -οῦς (sc. στατήρ) N. einer Goldmünze; zum prosodischen Wechsel -εο- : -ειο- Schmid 14ff.; auch als Vorderglied, z.B. χρυσεοπήληξ mit goldenem Helme (h. Mart., Kall.), metrische Wechselform für χρυσοπήληξ (A. in lyr., E.). b) -ινος golden (sp.). c) -ικός ib., n. pl. Bargeld (Pap. u.a.). d) Komp. -οτέρα f. in höherem Grade gold, goldiger (Sapph., sp. Epigr.). 8. Verba. a) χρυσόομαι, meist Pf. Ptz. κεχρυσωμένος vergoldet, -όω, auch m. Präfix, bes. κατα-, vergolden (ion. att.) mit -ωμα, -ωσις, -ωτήρ, -ώτρια, -ών. b) -ίζω golden, goldreich, goldähnlich sein (Arist., Dsk. u.a.). c) -αΐζεται· κοσμεῖται H. — PN, z.B. Χ ρύσης mit -ηΐς, -η u.a.
Etymology : Semit. LW, nach gewöhnlicher Annahme zunächst aus dem Phönikischen; vgl. akkad. ḫurāṣu, ugarit. ḫrṣ, phön. ḥrṣ, hebr. ḥāruṣ. É. Masson Recherches 37 f. m. weiteren Einzelheiten und Lit. — Ein mit idg. Mitteln neugeschaffenes Wort für Gold liegt im Germ., Slav., Balt. und Indoiran. vor, z.B. got. gulþ, russ. zóloto, lett. zèlts, aind. híraṇya-, aw. zaranya- n. (s. χολή). Ein älteres idg. Wort ist im Ital., Baltischen, wohl auch im Tocharischen erhalten: lat. aurum, sabin. ausom, lit. áuksas (mit sekundär. -k-), preuß. ausis, toch. A wäs, B yasa; es wurde wahrscheinlich von den jüngeren Bildungen gulþ usw. zurückgedrängt; s. Porzig Gliederung 185 f.
Page 2,1122-1123
Chinese
原文音譯:crusÒj 赫呂所士詞類次數:名詞(13)
原文字根:金 相當於: (זָהָב)
字義溯源:金*,金子,黃金;或出自(χράομαι)=對待*,供應)
同源字:1) (χρύσεος / χρυσοῦς)金的 2) (χρυσίον)金器 3) (χρυσοδακτύλιος)帶金戒指的 4) (χρυσόλιθος)金黃色石頭 5) (χρυσόπρασος)寶石 6) (χρυσός)金 7) (χρυσόω)鍍金
出現次數:總共(13);太(5);徒(1);林前(1);提前(1);雅(1);啓(4)
譯字彙編:
1) 金子(6) 太23:16; 太23:17; 太23:17; 雅5:3; 啓17:4; 啓18:16;
2) 金(4) 太10:9; 徒17:29; 林前3:12; 啓18:12;
3) 黃金(2) 太2:11; 提前2:9;
4) 黃金的(1) 啓9:7