ὑπάγω

From LSJ
Revision as of 20:20, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπάγω Medium diacritics: ὑπάγω Low diacritics: υπάγω Capitals: ΥΠΑΓΩ
Transliteration A: hypágō Transliteration B: hypagō Transliteration C: ypago Beta Code: u(pa/gw

English (LSJ)

[ᾰ]: A trans., lead or bring under, ὕπαγε ζυγὸν ὠκέας ἵππους brought them under the yoke, yoked them, Il.16.148, cf. 23.291; ἴπποις (acc.) δ' ἄνδρες ὔπαγον ὐπ' ἄρματα Sapph.Supp.20a.17, cf. E.Hipp.1194 in PLit.Lond.73 (ἐπῆγε codd.); also simply, ἡμιόνους ὕπαγον Od.6.73. 2 bring under one's power, [οἱ θεοί] σε ὑπήγαγον ἐς χεῖρας τὰς ἐμάς Hdt.8.106; ὑ. τινὰς εἰς δουλείαν Luc.Apol.3:— Med., bring under one's own power, reduce, πόλιν Th.7.46; τοὺς Θρᾷκας Luc.DDeor.18.1, etc. 3 subsume, ὑφ' ἓν μέρος λόγου τὰ ἄρθρα καὶ τὰς ἀντωνυμίας A.D.Synt.88.11, cf. 235.7 (Pass.); πάντα τῷ τῆς μανίας ὀνόματι Luc.Abd.29. 4 bring forward in reply, in Pass., A.D.Conj. 251.9, Synt.73.11. 5 subject, τὴν ἀρχομένην [διάθεσιν] τοῖς βοηθήμασιν Sor.2.38:—Pass., τῶν -ομένων τῇ διαίτῃ παθῶν Id.1.2. II bring a person before the judgement-seat (the ὑπό refers to his being set under or below the judge), ὑ. τινὰ ὑπὸ δικαστήριον bring one before a court, i.e. accuse, impeach him, Hdt.9.93, cf. 6.72 (Pass.); ὑ. τινὰ ὑπὸ τοὺς ἐφόρους ib.82; οἱ -όμενοι εἰς ὑμᾶς X.HG2.3.28; ὑ. τινὰ ἐς δίκην Th.3.70; simply, ὑ. τινὰ ὡς ἐπιβουλεύοντα X.HG2.3.33; ὑ. τινὰ θανάτου on a capital charge, ib.2.3.12, 5.4.24; θανάτου ὑπὸ τὸν δῆμον Μιλτιάδεα impeached him before the commons on a capital charge, Hdt.6.136: c. dat., ὑ. τινὰς δικαστηρίοις Luc.Fug.11:—Med., τάνδ' ὑπάγεται Δίκα E.El.1155 (lyr., dub. l., δίκαν codd.):—Pass., Phld.Rh. 2.140 S.: c. dat., τοῖς τῆς . . πεπρωμένης . . νόμοις ὑπαχθέντα IG12(7).240.24 (Amorgos, iii A.D.); ὁ πένης ὑπάγεται τῷ νόμῳ Lib.Decl.36 tit. III lead on by degrees, τὰς κύνας X.Cyn.5.15, cf. 10.4; draw or lead on by art or deceit, Hdt.9.94; τινὰ ἐπὶ κῶμον E.Cyc. 507 (lyr.); ὑ. τοὺς πολεμίους εἰς δυσχωρίαν draw them on by pretended flight, X.Cyr.1.6.37; ὑ. τοὺς πολεμίους ὑποφεύγοντες ib.3.2.8; τὸν ἐρῶντα τῷ ἐρωμένῳ ἀκολουθεῖν... ὅπῃ ἂν ἐκεῖνος ὑπάγῃ Pl. Euthphr.14c; τίν' ὑπάγεις μ' ἐς ἐλπίδα; E.Hel.826; ὁ θεὸς ὑπῆγεν αὐτόν, ἵνα ἀφικόμενος . . δοίη δίκην Lys.6.19; ἡ πέρδιξ . . ἀπὸ τῶν ῳῶν ὑπάγει (sc. ἄνθρωπον) Arist.HA613b32: c. inf., σ' ὑπήγαγον εἰς χεῖρας ἐλθεῖν so as to come, E.Andr.428:—Med., lead on for one's own advantage, but freq. much like the Act., lead on, ἐλπίσιν ὑπαγαγέσθαι τινά Isoc.5.91, cf. X.An.2.4.3; ὑ. Θετταλοὺς εἰς δουλείαν reduce them, D.8.62; ὑ. τινὰς ἐς μάχην, ἐς φιλίαν, D.C.36.4, 42.39; ἐς φόρου συντέλειαν Hdn.6.2.1; give one a lead in speech, E.Andr.906, cf. X.An. 2.1.18:—Pass., κατὰ μικρὸν ὑπαχθείς Isoc.5.1; [ἐλπίσικαὶ θενακισμοῖς] ὑπαχθέντες D.5.10 (v.l. ἐπ- (; ὑπὸ τῆς ἀπάτης καὶ τῶν ἀλαζονευμάτων Aeschin.1.178, etc.; εἰς ἔχθραν ὑπηγμένος ὑπότινος D.18.188; ἐκλοιδορίας εἰς πληγάς Id.54.19. (In this sense, ἐπάγω is frequently v.l.) IV take away from beneath, withdraw, τινὰ ἐκ βελέων Il.11.163; ὕπαγε τὰς ἀκροβελίδας Archipp.10:—Pass., ὑπαγομένου κάτωθεν τοῦ χώματος Th.2.76. 2 draw off, τὸ στράτευμα Id.4.127; ὑπήγαγεν Κύριος τὴν θάλατταν LXXEx.14.21. 3 carry off below, ὑ. τὴν κοιλίην purge the bowels, Hp.Morb.3.17, Aret.CA1.10; ὑ. τὴν γαστέρα Phryn.279, Gal.6.353, al.; v. infr. B.111. 4 bring down a bandage, Sor.Fasc.2: c. dat., bring under, τῷ κοίλῳ τοῦ ποδός ib.59. B intr., go away, withdraw, retire, ὑπάγω φρένα τέρψας Thgn. 921, cf. Ar.Av.1017, AP9.341 (Glauc.); of an army, draw off or retire slowly, Hdt.4.120, 122, Th.4.126; of the lion, ὑπάγει βάδην Arist.HA629b17; ἂν φυτεύῃ καὶ ὑπάγῃ if he . . goes away, IG12(7).62.54 (Amorgos, iv B.C.); ὑπάγει αὔριον he is going ( = leaving, setting out) tomorrow, POxy.1291.11 (i A.D.); ὑπάγοντι εἰς Ἑρμοῦ πόλιν PLond.1.131.155,218, al. (i A.D.). II go forwards, draw on, ὕπαγ' ὦ, ὕπαγ' ὦ on with you! E.Cyc.52 (lyr.); ὕπαγε, τί μέλλεις; Ar. Nu.1298; ὑπάγεθ' ὑμεῖς τῆς ὁδοῦ Id.Ra.174; ὑ. εἰς τοὔμπροσθεν Eup.79: also of an army, X.An.3.4.48, 4.2.16. 2 later, in pres., simply go, opp. ἔρχομαι 'come', ὕπαγε Σατανᾶ Ev.Matt.4.10; ὕπαγε, δεῖξον . . Ev.Marc.1.44; ἦσαν οἱ ἐρχόμενοι καὶ οἱ ὑπάγοντες πολλοί ib.6.31; ποῦ ὑπάγεις; Ev.Jo.16.5; ἐν πλοίῳ ὑπάγοντι ἰς Ταπόσιριν Sammelb.7357.8 (iii A.D.); ὕπαγε ἰς πάντα τόπον ib.7452.7,19 (iii A.D.); καθ' ἡμέρα<ν> ὑπάγω παρὰ Σεραπιάδα BGU 38.17 (ii/iii A.D.): the aor. is ἀπῆλθον, ὕπαγε . . καὶ ἀπῆλθε Ev.Matt.9.6:—αὐτόματα ὑπάγοντα automata which go (from place to place), opp. στατά (those which perform actions while standing still), Hero Aut.1.2:—rare in LXX (and only in cod. ), To.8.21, al., Je.43(36).19. III Medic., of the bowels, to be open, κοιλίη ὑπάγουσα Hp.Acut.(Sp.) 2, Gal.15.756; v. supr. A. IV. 3. IV sink down, squat, Arist.HA 540a7; cf. ὑπαγωγή 111.2.

German (Pape)

[Seite 1179] (s. ἄγω), darunter führen; ὑπάγειν ἵππους ζυγόν, Pferde unters Joch bringen, anspannen, Il. 16, 148. 23, 291. 24, 279; auch bloß ὑπάγειν ἵππους, Od. 6, 73. – Übertr., Einen unter Jemandes Gewalt bringen, οἱ θεοὶ ὑπήγαγόν σε ἐς χέρας τὰς ἐμάς Her. 8, 106; ὅπως ὑπαγάγοιτο τὴν πόλιν Thuc. 7, 46. – Den Beklagten vor den erhöhten Sitz des Richters führen, so daß er niedriger als dieser steht, ὑπάγειν τινὰ εἰς τὸ δικαστήριον, wie ὑπὸ τὸ δικαστήριον, ὑπὸ τοὺς ἐφόρους, Einen vor Gericht ziehen, belangen, anklagen, Her. 6, 72. 82. 9, 93; auch θανάτου ὑπαγαγὼν ὑπὸ τὸν δῆμον Μιλτιάδεα, 6, 136, auf Tod und Leben vor dem Volke anklagen; ἐς δίκην, Thuc. 3, 70, u. öfter in den Oratt. – Listig, heimlich wozu bringen, verlocken, wozu verleiten, betrügen, anführen, Her. 9, 94; Eur. Andr. 428; τίν' ὑπάγεις μ' εἰς ἐλπίδα Eur. Hel. 832; ὑπαχθέντες, verleitet, Dem. 22, 32 u. öfter (5, 10 schreibt Bekk. ἐπαχθέντες); Folgde, wie Plut. Sol. 8; κατὰ μικρὸν ὑπάγων Them. 4, wie κατὰ μικρὸν ὑπαχθείς Isocr. 5, 1. – Vgl. noch Plat. ἀνάγκη τὸν ἐρωτῶντα τῷ ἐρωτωμένῳ ἀκολουθεῖν, ὅπῃ ἂν ἐκεῖνος ὑπάγῃ, Euthyphr. 14 c; Xen. An. 2, 1, 18 u. A. – Darunter wegführen, -bringen, τινὰ ἐκ βελέων Il. 11, 163; ὑπαγομένου κάτωθεν τοῦ χώματος Thuc. 2, 76. – Herunter, herab führen; κοιλίαν, γαστέρα, den Leib oder Magen durch Abführungsmittel reinigen, s. Lob. Phryn. 308; auch intrans., κοιλία ὑπάγουσα, offener Leib, Hippocr. – Intrans., sich heimlich wegbegeben, sich zurückziehen; Ar. Av. 1017; von einem Kriegsheere, Her. 4, 120; Thuc. öfter; auch trans., τὸ στράτευμα ὑπῆγε ὁ Βρασίδας, 4, 127; ὑπάγειν φυγῇ εἰς δυσχωρίαν Xen. Cyr. 1, 6, 37, ein zurückgezogenes Leben führen; ὑπάγω φρένα τέρψας Theogn. 917. – Vor Einem fortgehen, vorrücken, ὕπαγε, frisch auf, vorwärts, ὑπάγεθ' ὑμεῖς τῆς ὁδοῦ Ar. Ran. 174, vgl. Nubb. 1280; von allmäligem Vorrücken, Xen. An. 3, 4, 48. 4, 2, 16.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπάγω: μέλλ. ὑπάξω˙ ἀόρ. ὑπήγαγον˙ Α. μεταβ., ἄγω, ὁδηγῶ ὑπό τι, ὕπαγε ζυγὸν ὠκέας ἵππους, ἦγεν ὑπὸ τὸν ζυγὸν τοὺς ταχεῖς ἵππους, Ἰλ. Π. 148, Ψ. 261˙ ὡσαύτως ἁπλῶς, ὑπάγειν ἡμιόνους Ὀδ. Ζ. 73. - περὶ τοῦ ἐν Σοφ. Ἀντιγ. 353, ἕξεται ἢ ἔξεται ἢ ἄξεται, ἴδε τὸ ῥῆμα ἀέξω, ἴδε καὶ Jebb ἐν τόπῳ ὅστις ἐξέδωκεν ὀχμάζεται. 2) φέρω ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν μου, ὑποτάσσω, οἱ θεοὶ ὑπήγαγόν σε ἐς χέρας τὰς ἐμὰς Ἡρόδ. 8. 106˙ ὑπ. τινὰς εἰς δουλείαν Λουκ. Ἀπολ. περὶ τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 3. - Μέσ., φέρω τινὰ ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν μου, ὑποτάσσω, καταβάλλω, πόλιν Θουκ. 7. 46˙ τοὺς Θρᾷκας Λουκ. Θεῶν Διάλ. 18. 1, κλπ. ΙΙ. ἐνάγω τινὰ εἰς τὸ δικαστήριον (ὅτε ἡ ὑπὸ παριστάνει τὸν δικαζόμενον ὡς ἱστάμενον κατωτέρω τοῦ δικαστοῦ ἢ κύπτοντα πρὸ αὐτοῦ), ὑπάγω τινὰ ὑπὸ δικαστήριον, ἐνάγω εἰς δίκην, καταγγέλλω, κατηγορῶ, Ἡρόδ. 9. 93, πρβλ. 6. 72˙ ὑπ. τινὰ ὑπὸ τοὺς ἐφόρους ὁ αὐτ. 6. 82˙ εἰς ἡμᾶς Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 28˙ οὕτω, ὑπ. τινὰ εἰς δίκην Θουκ. 3. 70 καὶ ἁπλῶς, ὑπ. τινὰ Λυσί. 105. 4, Ξεν., κλπ.˙ ὑπ. τινὰ ὡς ἐπιβουλεύοντα ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 2. 3, 33˙ ὑπ. τινὰ θανάτου, ἐγκαλῶ τινα δι’ ἔγκλημα, οὗ ἡ ποινὴ θάνατος, αὐτοθι 2, 3, 12., 4. 4. 24˙ ὑπάγω τινὰ θανάτου ὑπὸ τὸν δῆμον, ἐγκαλῶ ἐνώπιον τοῦ δήμου ἐπὶ ἐγκλήματι, οὗ ἡ ποινὴ θάνατος, Ἡρόδ. 6. 136˙ - ὡσαύτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, τάνδ’ ὑπάγεται Δίκα Εὐρ. Ἠλ. 1155˙ - παρὰ μεταγεν. συγγραφ. μετὰ δοτικ., ὑπ. τινὰ δικαστηρίῳ Λουκ. Δραπ. 11˙ τῷ νόμῳ Λιβάν., κλπ. ΙΙΙ. βραδέως ὁδηγῶ πρὸς τὰ ἐμπρός, βραδέως καὶ κατὰ μικρὸν προάγω, τὰς κύνας Ξεν. Κυν. 5. 15, πρβλ. 10, 4˙ - ἄγω τινά που κρυφίως ἢ δι’ ἀπάτης, Λατ. inducere, τάυτῃ ὑπάγοντος (αὐτὸν) Ἡρόδ. 9. 94˙ ἑλκύω, παρασύρω, ὑπάγει μ’ ὁ χόρτος εὔφρων ἐπὶ κῶμον ἦρος ὥραις Εὐρ. Κύκλ. 505˙ ὑπάγω τοὺς πολεμίους εἰς δυσχωρίαν, ἕλκω αὐτὸς εἰς δύσβατα μέρη διὰ προσπεποιημένης φυγῆς, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 37˙ ὑπ. τοὺς πολεμίους ὑποφεύγοντες αὐτόθι 3. 2, 8˙ τὸν ἐρωτῶντα τῷ ἐρωτωμένῳ ἀκολουθεῖν..., ὅπη ἂν ἐκεῖνος ὑπάγῃ Πλάτ. Εὐθύφρων 14C˙Ϗ ὑπ. τινὰ εἰς ἐλπίδα Εὐρ. Ἑλ. 826˙ ὁ θεὸς ὑπῆγεν αὐτόν, ἵνα ἀφικόμενος... δῴη δίκην Λυσί. 105. 4˙ ἐὰν πέρδιξ ὑπ’ ἀνθρώπου ὀφθῇ ἀπὸ τῶν ᾠῶν ὑπάγει (δηλ. τὸν ἄνθρωπον), δηλ. ἀπάγει ἀπομακρύνει αὐτὸν ἀπὸ τῶν ὠῶν φεύγουσα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 8, 6˙ - μετ’ ἀπαρεμφ., ὑπ. τινὰ ἐλθεῖν, οὕτως ὥστε νὰ ἔλθῃ, Εὐρ. Ἀνδρ. 428. - Μέσ., ἄγω ὑπ’ ἐμαυτὸν δι’ ἀπάτης πρὸς ἴδιόν μου συμφέρον, ἀλλὰ συχν. σχεδὸν ὡς τὸ ἐνεργ., ὁδηγῶ πρὸς τὰ ἐμπρός, εὖ ὑπ. τὸν παῖδα Ἴων παρ’ Ἀθην. 604D˙Ϗ ἐλπίσιν ὑπαγάγεσθαι τινὰ Ἰσοκρ. 100D, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 2. 4, 3˙ ὑπ. τοὺς Θηβαίους, κερδαίνω αὐτούς, φέρω αὐτοὺς πρὸς τὸ μέρος μου, Δημ. 105. 7˙ ὑπ. τινὰς εἰς μάχην, ἐς φιλίαν, Δίων Κ., κλπ.˙ - ἐν τῷ μέσ. τύπῳ ὡσαύτως, προτείνωπροβάλλω τι εἴς τινα ὡς δέλεαρ ὅπως ὁδηγήσω αὐτὸν εἰς ἕτερόν τι, Εὐρ. Ἀνδρ. 906, Ξεν. Ἀν. 2. 1, 18. - Παθ., κατὰ μικρὸν ὑπαχθεὶς Ἰσοκρ. 82B˙ ἐλπίσι καὶ φενακισμοῖς ὑπάγεσθαι διάφορ. γραφ. ἐν Δημ. 59. 18˙ ὑπὸ ἀπατῶν καὶ ἀλαζονευμάτων διάφορ. γραφ. ἐν Αἰσχίν. 25. 23, κτλ.˙ εἰς ἔχθραν ὑπαγόμενος ὑπό τινος Δημ. 291. 11˙ ἐκ λοιδορίας εἰς πληγὰς ὁ αὐτ. 1262 ἐν τέλ. (Ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας συχνάκις ἀπαντᾷ τὸ ἐπάγω, ὡς διάφ. γραφ.). IV. ὑπεκφέρω, ὑπεξάγω, τινὰ ἐκ βελέων Ἰλ. Λ. 163˙ ὕπαγε τὰς ἀκροβελίδας, δηλ. τὰ ἄκρα τῶν ὀβελίσκων, Ἄρχιππος ἐν «Ἡρακλεῖ γαμοῦντι» 3. - Παθ., ὑπαγομένου τοῦ χώματος Θουκ. 2. 76. 2) ἀποσύρω, τὸ στράτευμα ὁ αὐτ. 4. 127. 3) ἐκκενῶ κάτωθεν, Λατ. subducere, ὑπ. τὴν κοιλίην Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 1. 10, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 308 ἴδε κατωτ. Β ΙΙΙ. Β. ἀμεταβ., βραδέως ἀπέρχομαι, ἀποσύρομαι, ὑπάγω φρένα τέρψας Θέογν. 921˙ - ἐπὶ στρατιᾶς, ἀποσύρομαι, ἀπομακρύνομαι βραδέως ἢ ἡσύχως, Ἡρόδ. 4. 120, 122, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1017, Θουκ. 4. 126˙ ἐπὶ τοῦ λέοντος, ὑπάγει βάδην Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 44, 3. ΙΙ. πηγαίνω, ὕπαγ’ ὦ, ὕπαγ’ ὦ, πήγαινε λοιπὸν ἐμπρός! Εὐρ. Κύκλ. 53˙ ὕπαγε, τί μέλλεις; Ἀριστοφ. Νεφ. 1298˙ ὑπάγεθ’ ὑμεῖς τῆς ὁδοῦ ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 174˙ ὑπ. εἰς τοὔμπροσθεν Εὔπολις ἐν «Βάπταις» 2˙ - ὡσαύτως ἐπὶ στρατιᾶς, ἐπέρχομαι βραδέως ἢ κατὰ μικρόν, Ξεν. Ἀνάβ. 3. 4, 48., 4. 2, 16. ΙΙΙ. Ἰατρ., ἐπὶ τῆς κοιλίας, κοιλία ὑπάγουσα, εὐκοιλιότης, Ἱππ. 396. 27, Γαλην.˙ ἴδε ἀνωτ. Α. IV. 3. IV. χαμηλώνω, «ζαρώνω», Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 2, 6, πρβλ. ὑπαγωγὴ ΙΙΙ. 2.

French (Bailly abrégé)

f. ὑπάξω, ao.2 ὑπήγαγον, etc.
A. tr. 1 amener sous : ἵππους ζυγόν IL, ἵππους ζυγῷ LUC ou abs. ὑπάγειν ἵππους OD amener les chevaux sous le joug, les atteler ; fig. τινα ἐς χέρας τινός HDT livrer une personne aux mains d’une autre ; τινα ὑπὸ τὸ δικαστήριον HDT, ou δικαστηρίῳ amener qqn devant le tribunal ; ἐς δίκην THC ou abs. ὑπ. τινα amener en justice, intenter un procès, accuser : τινα θανάτου XÉN accuser qqn d’un crime capital ; ὑπ. ὑπὸ τὸν δῆμον HDT porter une accusation devant le peuple;
2 amener par des voies secrètes ou détournées, amener par surprise : τοὺς πολεμίους ἐς δυσχωρίαν XÉN attirer l’ennemi dans un passage difficile ; ὑπ. τινὰ εἴς τι pousser qqn à une entreprise difficile ou périlleuse ; en gén. tromper;
3 mener en dessous ; Pass. être mené en dessous, être entraîné en dessous, s’affaisser;
4 mener à l’écart, emmener hors de : τινα ἐκ βελέων IL emmener qqn hors de la portée des traits ; τὸ στράτευμα THC emmener l’armée;
B. intr. I. se retirer, d’où
1 se retirer pas à pas;
2 abs. se retirer : τῆς ὁδοῦ AR du chemin;
II. s’avancer peu à peu, s’avancer;
Moy. ὑπάγομαι (f. ὑπάξομαι, ao.2 ὑπηγαγόμην);
1 soumettre à sa puissance, soumettre;
2 amener insensiblement avec soi, emmener peu à peu ; égarer, séduire;
3 amener à soi ; amener ou attirer dans son parti, gagner à sa cause, acc.;
4 suggérer pour soi, insinuer ou conseiller dans son propre intérêt, acc..
Étymologie: ὑπό, ἄγω.

English (Autenrieth)

ipf. ὕπαγον: lead under; ἵππους ζυγόν, i. e. yoke, and without ζυγόν, Od. 6.63; lead out from under, withdraw, τινὰ ἐκ βελέων, Il. 11.163.

English (Strong)

from ὑπό and ἄγω; to lead (oneself) under, i.e. withdraw or retire (as if sinking out of sight), literally or figuratively: depart, get hence, go (a-)way.

English (Thayer)

imperfect ὑπῆγον;
1. transitive, to lead under, bring under (Latin subducere); so in various applications in the Greek writings from Homer down; once in the Scriptures, ὑπηγαγε κύριος τήν θάλασσαν, for הולִיך, he caused to recede, drove back, the sea, Herodotus down) (Latin se subducere) to withdraw oneself, to go away, depart, (cf. ἄγω, 4; and see Buttmann, 204 (177)): absolutely, L Tr marginal reading πορεύεσθαι); οἱ ἐρχόμενοι καί οἱ ὑπάγοντες, coming and going, ὑπάγει καί πωλεῖ, ὑπῆγον καί ἐπίστευον, ἵνα ὑπάγητε καί καρπόν φέρητε, ἀφίημι; τινα ὑπάγειν, to permit one to depart freely wherever he wishes, ὕπαγε is used by one in dismissing another: Matt. ( R T Tr WH); Tdf.); εἰς εἰρήνην added, ὑπάγετε ἐν εἰρήνη, ἀνίστημι, II:1c.) ὕπαγε is prefixed to the imperatives of other verbs: G L T Tr WH); καί inserted, T Tr WH omit; Tr brackets καί); ὑπάγω is used to denote the final departure of one who ceases to be another's companion or attendant, ποῦ (for ποῖ (Winer's Grammar, § 54,7; Buttmann, 71 (62))), ἔρχεσθαι, to come, ὅπου (for ὅποι (Winer's Grammar, and Buttmann, as above)), ἐκεῖ πρός τόν πέμψαντά με, πρός τόν πατέρα, πρός τόν Θεόν, to depart (from earth) to the father (in heaven) is used by Jesus of himself, T Tr WH omit; L brackets the clause),17; followed by εἰς with an accusative of the place, Buttmann, 283 (243)); εἰς αἰχμαλωσίαν, εἰς ἀπώλειαν, εἰς with an accusative of the place and πρός τινα, ὑπάγω ἐπί τινα, ὑπάγω with an infinitive denoting the purpose, μετά τίνος with an accusative of the way, ὕπαγε ὀπίσω μου (G L brackets; R L in brackets), see ὀπίσω, 2a. at the end

Greek Monolingual

ὑπάγω, ΝΜΑ άγω
μεταβαίνω, πηγαίνω («ὕπαγε ὀπίσω μου, Σατανᾱ!», ΚΔ)
νεοελλ.
1. κατατάσσω, ταξινομώ, βάζω κάτι σε ορισμένη κατηγορία («το α υπάγεται στα δίχρονα φωνήεντα»)
2. θέτω κάποιον ή κάτι υπό την δικαιοδοσία άλλου («η υπηρεσία υπάγεται απευθείας στο υπουργείο»)
αρχ.
1. οδηγώ κάτι από κάτω («ὕπαγε ζυγὸν ὠκέας ἵππους», Ομ. Ιλ.)
2. (ενεργ. και μέσ.) υποτάσσω, καθυποτάσσω («ἐς... Ἀκράγαντα... πεντεκαίδεκα ναυσὶ Σικανὸν ἀπέστειλαν, ὅπως ὑπαγάγοιτο τὴν πόλιν», Θουκ.)
3. φέρνω τον υπόδικο στο δικαστήριο, ενάγω
4. οδηγώ κάποιον σιγά σιγά προς τα εμπρός («λαμβάνειν δὲ τοῦ λαγῶ τὰ ἴχνη, ὑπάγοντα τὰς κύνας ἐκ τῶν ἔργων ἄνωθεν», Ξεν.)
5. (ενεργ. και μέσ.) εξαπατώ, αποπλανώ, κάνω κάποιον να μέ ακολουθήσει χρησιμοποιώντας δόλιο τρόπο
6. παρασύρω («τὸν ἐρωτῶντα τῷ ἐρωτωμένῳ ἀκολουθεῖν... ὅπῃ ἂν ἐκεῖνος ὑπάγῃ», Πλάτ.)
7. φέρνω κάποιον με το μέρος μου («Θηβαίους τὰ νῦν ὑπάγει τὴν Βοιωτίαν αὐτοῖς παραδούς», Δημοσθ.)
8. τραβώ κάποιον κρυφά, αποσύρω κρυφά («Ἕκτορα δ' ἐκ βελέων ὕπαγε Ζεύς», Ομ. Ιλ.)
9. απέρχομαι σιγά σιγά, αποσύρομαι («ὑπάγω φρένα τέρψας», Θέογν.)
10. εκκενώνω, καθαρίζω
11. εντάσσω
12. λέγω κάτι ως απάντηση
13. υποβάλλω σε..., εκθέτω σε... («τῶν ὑπαγομένων τῇ διαίτῃ παθῶν», Σωρ.)
14. χαμηλώνω, ζαρώνω
15. μέσ. ὑπάγομαι
προβάλλω κάτι ως δέλεαρ για να οδηγήσω κάποιον σε άλλο μέρος
16. φρ. α) «ὑπάγω τινὰ ὑπό τι(να)» — καταγγέλλω ενώπιον κάποιου (Ηρόδ.)
β) «ὑπάγω τινὰ θανάτου» — κατηγορώ κάποιον για έγκλημα του οποίου η ποινή είναι θάνατος (Ξεν.)
γ) «ὑπάγω τινὰ θανάτου ὑπὸ τὸν δῆμον» — κατηγορῶ κάποιον ενώπιον του δήμου για έγκλημα του οποίου η ποινή είναι θάνατος (Ηρόδ.)
δ) «κοιλίη ὑπάγουσα» — κοιλιά που έχει ευκοιλιότητα (Ιπποκρ.).

Greek Monotonic

ὑπάγω: μέλ. ὑπάξω, αόρ. βʹ ὑπήγαγον·
Α. I. 1. μτβ., οδηγώ ή καθοδηγώ, υποτάσσω, ὕπαγε ζυγὸν ἵππους, φέρε τους υποταγμένους σε ζυγό, σε Ομήρ. Ιλ.· απλώς, ὑπάγειν ἡμιόνους, σε Ομήρ. Οδ.
2. μεταφ., φέρνω υπό την εξουσία μου, υποτάσσω, καθυποτάσσω, σε Ηρόδ., Λουκ. — Μέσ., φέρνω κάποιον κάτω από τη δική μου εξουσία, εξαναγκάζω κάποιον σε υποταγή, σε Θουκ.
II. φέρνω, οδηγώ κάποιον ενώπιον της δικαστικής έδρας, του δικαστηρίου (το ὑπό αναφέρεται στο ότι ο δικαζόμενος στέκεται κάτω από την έδρα του δικαστή), σε Ηρόδ.· ὑπάγω τινὰ εἰς δίκην, σε Θουκ.· ὑπάγω τινὰ θανάτου, σε θανατική ποινή, σε Ξεν.
III. οδηγώ αργά προς τα εμπρός, οδηγώ βαθμιαίως προς τα εμπρός, τὰς κύνας, στον ίδ.· οδηγώ κάποιον κρυφά ή με τέχνασμα, σε Ηρόδ., Ξεν.· ὑπάγω τινὰ εἰς ἐλπίδα, σε Ευρ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ξεν.· ὑπάγω τοὺς Θηβαίους, τους παίρνω με το μέρος μου, σε Δημ.· στη Μέσ. επίσης, προτείνω, υποβάλλω κάτι ως δέλεαρ για να ωθήσω, να οδηγήσω κάποιον σε συγκεκριμένο δρόμο, σε Ευρ., Ξεν.
IV. 1. παίρνω, αφαιρώ, αποσύρω, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., ὑπαγομένου τοῦ χώματος, σε Θουκ.
2. αποσύρω, διατάσσω υποχώρηση, τὸ στράτευμα, στον ίδ. Β. I. αμτβ., λέγεται για στρατιά, στράτευμα, υποχωρώ, αποσύρομαι ή αποχωρώ, απέρχομαι αργά, σε Ηρόδ., Θουκ.
II. πηγαίνω αργά προς τα εμπρός, προχωρώ, ὕπαγ'ὦ, ὕπαγ' ὦ, πήγαινε λοιπόν, εμπρός! σε Ευρ.· ὕπαγε, τί μέλλεις; σε Αριστοφ.· λέγεται για στρατιά, στράτευμα, επέρχομαι, προχωρώ, βαδίζω προς τα εμπρός σταδιακά, προοδευτικά, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ὑπάγω:
1) подводить: ὑ. ἵππους Hom., Luc., тж. ὑ. ἵππους ζυγόν Hom. или ζυγῷ Luc. подводить под ярмо лошадей, т. е. запрягать; ἑαυτὸν εἰς δουλείαν ὑ. Luc. отдавать себя самого в рабство; ὑ. τινὰ ἐς χέρας τινός Her. отдавать кого-л. во власть кому-л.;
2) подчинять (ὑπάγεσθαι τὴν πόλιν Thuc.): ὅταν ὑπαγάγηται (sc. τὰ Πάρθων) Plut. когда будет завоевана Парфия;
3) привлекать к ответственности (τινά Lys., Xen.): ὑ. τινὰ ὑπὸ δικαστήριον Her. или δικαστηρίῳ Luc., тж. ὑ. τινὰ ἐς δίκην Thuc. привлекать кого-л. к судебной ответственности; ὑ. τινὰ θανάτου Her., Xen. требовать для кого-л. смертной казни;
4) вести, увлекать, заманивать (τινὰ ἐπὶ κῶμον Eur.; ὑ. τοὺς πολεμίους εἰς δυσχωρίαν Xen.): εἰς ἔχθραν τῶν πόλεων ὑπηγμένων Dem. когда города были вовлечены во (взаимную) вражду; τίν᾽ ὑπάγεις μ᾽ ἐς ἐλπίδα; Eur. какую надежду хочешь ты мне внушить?; ὑπάγεσθαί τινα Dem. склонять кого-л. на свою сторону;
5) вводить в обман, обманывать (τινά Lys.): ταῦτα ὑπήγετο, βουλόμενος … Xen. он пустил в ход эти хитрости, желая …;
6) уводить (τὸ στράτευμα Thuc.): ὑ. τινά τινος Hom. и ὑ. τινὰ ἀπό τινος Arst. уводить (отвлекать) кого-л. от чего-л.; ὑπαγομένου κάτωθεν τοῦ χώματος Thuc. по мере того, как насыпь снизу выкапывалась;
7) уходить, отступать: κόσμῳ καὶ τάξει ὑ. Thuc. уходить в полном порядке; ὑπάγοιμί τἄρ᾽ ἄν Arph. я, пожалуй, уйду; ὕπαγε εἰς εἰρήνην NT иди с миром;
8) медленно продвигаться (ἔμπροσθεν Xen.): ὑπάγεθ᾽ ὑμεῖς τῆς ὁδοῦ Arph. отправляйтесь в путь, трогайтесь;
9) приседать Arst.

Middle Liddell

fut. ὑπάξω aor2 ὑπήγαγον
A. trans. to lead or bring under, ὕπαγε ζυγὸν ἵππους bring them under the yoke, Il.; simply, ὑπάγειν ἡμιόνους Od.
2. metaph. to bring under one's power, Hdt., Luc.:—Mid. to bring under one's own power, reduce, Thuc.
II. to bring a person before the judgment-seat (the ὑπό refers to his being set beneath the judge's seat), Hdt.; ὑπ. τινὰ εἰς δίκην Thuc.; ὑπ. τινὰ θανάτου on a capital charge, Xen.
III. to lead slowly on, to lead on by degrees, τὰς κύνας Xen.:— to lead on by art or deceit, Hdt., Xen.; ὑπ. τινὰ εἰς ἐλπίδα Eur.:—so in Mid., Xen.; ὑπ. τοὺς Θηβαίους to win them, Dem.:—in Mid. also to suggest a thing so as to lead a person on, Eur., Xen.
IV. to take away from under, withdraw, Il.: Pass., ὑπαγομένου τοῦ χώματος Thuc.
2. to draw off, τὸ στράτευμα Thuc.
B. intr., of an army, to draw off or retire slowly, Hdt., Thuc.
II. to go slowly forwards, draw on, ὕπαγ' ὦ, ὕπαγ' ὦ on with you ! Eur.; ὕπαγε, τί μέλλεις; Ar.:—of an army, to come gradually on, Xen.

Chinese

原文音譯:Øp£gw 虛普-阿哥
詞類次數:動詞(81)
原文字根:在下-帶領 相當於: (הָלַךְ‎)
字義溯源:被帶去,去,往⋯去,回,回去,退去,離去,去世,行走,走,歸,順從,離開;由(ὑπό)*=被)與(ἄγω)*=帶領)組成。參讀 (ἀναλύω)同義字
出現次數:總共(81);太(19);可(15);路(6);約(32);羅(1);雅(1);約壹(1);啓(6)
譯字彙編
1) 去(19) 太5:24; 太8:4; 太13:44; 太20:4; 太20:7; 可1:44; 可6:33; 可10:21; 路8:42; 路17:14; 約6:67; 約8:14; 約8:14; 約8:22; 約9:7; 約9:11; 約13:3; 約14:4; 約15:16;
2) 你們⋯去(5) 太26:18; 可11:2; 可14:13; 可16:7; 路19:30;
3) 去罷(5) 太8:32; 太27:65; 約7:3; 約18:8; 雅2:16;
4) 往⋯去(4) 約3:8; 約12:35; 約壹2:11; 啓14:4;
5) 你⋯去(4) 太21:28; 路12:58; 約11:8; 約16:5;
6) 你去(3) 太18:15; 約4:16; 啓10:8;
7) 退⋯去罷(2) 太16:23; 可8:33;
8) 我去(2) 約14:28; 約21:3;
9) 回⋯去(2) 可5:19; 約7:33;
10) 你往⋯去(2) 約13:36; 約14:5;
11) 我⋯去(2) 約16:5; 約16:10;
12) 回(2) 太9:6; 可2:11;
13) 你回去罷(2) 太8:13; 可7:29;
14) 你們去!(1) 啓16:1;
15) 所順從(1) 羅6:16;
16) 要走(1) 啓17:8;
17) 他必(1) 啓13:10;
18) 他們⋯要過(1) 約6:21;
19) 我要⋯去(1) 約16:17;
20) 她⋯去(1) 約11:31;
21) 你⋯走(1) 太5:41;
22) 走(1) 啓17:11;
23) 行走(1) 約11:44;
24) 回去罷(1) 可5:34;
25) 往的(1) 可6:31;
26) 可去(1) 可6:38;
27) 你們去(1) 太28:10;
28) 去世(1) 太26:24;
29) 當去(1) 太19:21;
30) 走罷(1) 太20:14;
31) 你去罷!(1) 可10:52;
32) 要去世(1) 可14:21;
33) 退去罷(1) 太4:10;
34) 回去(1) 約12:11;
35) 要去的(1) 約13:33;
36) 所去的(1) 約8:21;
37) 去了(1) 約8:21;
38) 你們去罷(1) 路10:3;
39) 歸這(1) 路10:5;
40) 我所去的(1) 約13:36