στάσις

From LSJ
Revision as of 10:47, 21 December 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Pl.''R.''" to "Pl.''R.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut

Menander, Monostichoi, 515
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στᾰ́σις Medium diacritics: στάσις Low diacritics: στάσις Capitals: ΣΤΑΣΙΣ
Transliteration A: stásis Transliteration B: stasis Transliteration C: stasis Beta Code: sta/sis

English (LSJ)

[ᾰ], στάσεως, ἡ, (ἵστημι)
A placing, setting, (sc. δικτύων) X.Cyn.2.8, 9.16; τῶν κλιμάκων Plb.5.60.7; erection of a statue, εἰκόνος IG7.411.34 (Oropus, ii B.C.); στήλης ib.22.654.59 (iii B.C.), 11(4).1023 (Delos, iii B.C.).
2 standing stone, pillar, LXX Jd.9.6.
3 erection, building, PPetr.3p.139 (iii B.C., pl.); = ἐργαστήριον, Hsch.; so perhaps in BGU1122.18, 21 (i B.C.).
II (ἵστημι A. IV) weighing, αὕτη 'στὶ λοιπὴ σφῷν στάσις Ar.Ra.1401; βολίμου SIG241 A 28 (Delph., iv B.C.); στάσις μισθοῦ the paying of the doctor's fee, Hp. Praec.4; ἀπὸ τᾶν κοινᾶν ποθόδων . . ἐπιλυθῆμεν τοὺς ἐρρυτιασμένους στάσι IG42(1).77.13 (Troezen, ii B.C.).
B (ἵσταμαι) standing, stature, A.Eu.36 (marg.M βάσιν); standing still, stationariness, defined as ἀπόφασις τοῦ ἰέναι, Pl.Cra.426d; opp. φορά, κίνησις, ib.437a, 438c, Sph.250a, 251d, Arist.Metaph.1025b21, al.; rest, as a category of the intelligible, Plot.6.2.8; opp. ἠρεμία, Id.6.3.27; ὀμμάτων στάσιες = fixed stare, Hp.Acut. (Sp.) 6; στάσις ὤτων = pricking of the ears, Poll.5.61; στάσις τῆς γαστρός = constipation, Orib.inc. 13.6; [τοῦ αἵματος] sluggishness, Hp.Acut. (Sp.) 7; τοῦ ἀέρος,= νηνεμία, Thphr.Vent.18, Gal.9.908.
2 the place in which one stands or should stand, position, posture, station, ἔχοντες στάσιν ταύτην ἐς τὴν ἔστημεν Hdt.9.21; λέβης . . φυλάσσων τὴν ὑπὲρ πυρὸς στάσιν A.Fr.1; ἰδέσθαι... τίν' ἔχει στάσιν E.Fr.308 (anap.), cf. Ar.Pl.954; τὴν Ἰνοῦς στάσιν ἑστάναι E.Ba. 925; τῆς αὐτῆς ἠξιοῦτο στάσεως D.19.272; στάσις ἵππων = ἱππόστασις, σταθμός, stable, stall, E.Fr.442; ὄνων ἵππων τε στάσεις Ephipp.18; τῆς στάσεως παρασύρων . . τὰς δρῦς Ar.Eq.527; κατὰ τὴν στάσιν δὴ στάντες standing each in his place, Antid.2; of military formation, κατάπυκνος στάσις = close order, Ascl.Tact.5.1; row, ἀμπέλων Tab.Heracl.2.77, al., cf. BGU1122.18,21 (i B.C., unless in signf. A. 1.3).
b position in relation to the compass, ἡ στάσις ἤλλακτο τῶν ὡρέων Hdt.2.26; ἡ στάσις τοῦ νότου καὶ τῆς μεσαμβρίης ibid.; setting of a wind from a quarter, τῶν ἐτησίων ἤδη στάσιν ἐχόντων having set in, Plb.5.5.3; γίνεταί τις ἀνέμου στάσις Id.1.48.2, cf. Arist.Mete.362b33, Thphr.Sign.35 (pl.); v. infr. 111.4.
c of planetary connection, Vett.Val.38.17.
d metaph., from a boxer's position, ὥσπερ . . ὁρᾶτε τοὺς πύκτας περὶ τῆς στάσεως ἀλλήλοις διαγωνιζομένους, οὕτω καὶ ὑμεῖς . . ὑπὲρ τῆς πόλεως περὶ τῆς στάσεως (τάξεως codd., but cf. Quint.Inst.3.6.3) αὐτῷ μάχεσθε Aeschin.3.206: hence, position taken up by a litigant (esp. defendant), Cic. Top.25.93; ἐπ' ἀδίκου στάσεως ἱστάμενος PRein.18.16 (ii B.C.); issue, στάσις ὁρική, στάσις νομική, στάσις λογική, etc., Hermog.Stat.2, cf. Syrian. in Hermog.2.55 R.
e position, opinion of a philosopher, Plu.Cic.4, S.E.P.2.48, 3.33,37, al., Marcellin.Puls.234.
3 position, state, condition of a person, ἐν τῇ καλλίονι στάσει εἶναι Pl.Phdr.253d; especially of moral, social, political position, μειρακιώδης Plb.10.33.6; ἰδιώτου Epict.Ench.48; φιλοσόφου Arr.Epict.3.15.13; στάσιν ἔχειν ἐν τῷ βίῳ ib.1.21.1; state of affairs, Ostr.1151.3 (iii A.D.); ἡ στάσις τῆς νόσου Hp.Dieb.Judic.10, cf. Mochl. 21 (pl.).
4 στάσις μελῶν, expld. by Sch. as = στάσιμον (q.v.), Ar. Ra.1281.
II party, company, band, A.Ag.1117 (lyr.), Ch.114, 458 (lyr.), Eu.311 (anap.).
III esp. party formed for seditious purposes, faction, Thgn.51, Hdt.1.59,60; ἐπεκράτησε τῇ στάσι ib. 173; αἱ τῶν Μεγαρέων στάσεις Th.4.71.
2 faction, sedition, discord, Thgn.781, Sol.4.19, Democr.245, Th.2.65; οἴκων Pi.N.9.13, al., cf. Hdt.5.28, al.; στάσις ἀντιάνειρα Pi.O.12.16; σκεπτομένων δ' αὐτῶν πόθεν ἡ στάσις how the row began, Batr.135; στάσις ἐν ἀλλήλοισιν ὠροθύνετο a contest, A.Pr.202; ὅστις . . στάσιν ποιέοι περὶ γαδαισίας Berl.Sitzb. 1927.8 (Locr., v B.C.); εἰς λόγου στάσιν ἐπελθών S.Tr.1180; στάσις γλώσσης Id.OT634; στάσει νοσοῦσα πόλις E.HF34; τὰς στάσεις ἐποιοῦντο πρὸς ἀλλήλους Isoc.4.79; στάσεις παύω X.Mem.4.6.14; καταλύειν Ar.Ra.359; πόλιν εἰς στάσιν ἐμβάλλειν X.Mem.4.4.11; τὴν πόλιν εἰς στάσεις κατέστησαν Lys.25.26; κατὰ στάσιν ἀποκτείνειν Id.30.13; opp. πόλεμος, Pl.R.470b, cf. Phd.66c, Sol. l.c.; στάσεις καὶ διαστάσεις Arist.Pol.1296a8.
3 division, dissent, στάσιν ἐνέσεσθαι τῇ γνώμῃ Th.2.20; οὐδ' ἔνι στάσις = there's no disputing it, A.Pers.738 (troch.).
4 metaph., τὰν ἀνέμων στάσιν Alc.18 (unless in signf. B.1.2b); ἀνέμων πνεύματα . . στάσιν ἀντίπνουν ἀποδεικνύμενα A.Pr.1087 (anap.); στάσις κυμάτων Ach. Tat.3.2.
IV στάσεις = τὰ πεφυκότα σπέρματα, Ar.Fr. 859.
V statute, decree, LXX Da.6.7(8), 1 Ma.7.18.

German (Pape)

[Seite 929] ἡ, 1) das Stellen, Feststellen, Sp. – 2) das Stehen; – a) das Feststehen, Gegensatz der Bewegung, ἡ στάσις ἀπόφασις τοῦ ἰέναι βούλεται εἶναι, Plat. Crat. 426 d; Festigkeit, Soph. 249 b; neben βάσις, im Gegensatz von φορά, Crat. 437 a; von κίνησις, 251 d; τῆς αὐτῆς στάσεως ἠξιοῦτο τό τε ἀριστεῖον τῆς θεοῦ καὶ αἱ τιμωρίαι, Dem. 19, 272; μονὴν καὶ στάσιν ἔχειν, Pol. 4, 41, 4; die Stellung, der Ort, wo man steht, der Standort, ἔχοντες στάσιν ταύτην, ἐς τὴν ἔστημεν, Her. 9, 21. 48; bes. der Ort, Punkt, wo die Himmelsgegenden gelegen sind, στάσις τῶν ὡρέων, τοῦ νότου, τῆς μεσαμβρίης, 2, 26; der Stand, ὡς μήτε σώκειν μήτε μ' ἀκταίνειν στάσιν, Aesch. Eum. 36; τῆς στάσεως παρασύρων, Ar. Equ. 525; des Netzes, Xen. Cyn. 9, 16. – b) der Zustand, die Lage, in der man sich befindet, ἐν τῇ καλλίονι στάσει ὤν, Plat. Phaedr. 253 d; κατὰ τὴν ἐξ ἀρχῆς στάσιν ἔμενον, Pol. 2, 68, 7, u. öfter; auch ἀνέμου, Richtung des Windes, 1, 48, 2 u. sonst; – στάσις μελῶν, s. στάσιμος. – c) bes. der Aufstand, Aufruhr, das gesetzwidrige Zusammentreten Mehrerer zu gewaltsamer Durchsetzung ihres politischen Zweckes, Faktion im Staate; ἀντιάνειρα, Pind. Cl. 12, 16, das feindliche einander Gegenüberstehen, der Zwist; Theogn. 51. 779; Her. 1, 39. 60. 173 u. öfter; στάσις τ' ἐν ἀλλήλοισιν ὠροθύνετο, Aesch. Prom. 200, vgl. Pers. 184 Eum. 933; auch ἐς λόγου στάσιν ἐπελθεῖν, Wortstreit, Soph. Trach. 1169; στάσει νοσοῦσαν πόλιν, Eur. Hero. Für. 34, u. öfter; Ar. Ran. 359; Thuc. 1, 2. 2, 20 u. öfter; auch die aufrührerische Partei selbst, αἱ τῶν Μεγαρέων στάσεις φοβούμεναι, οἱ μέν –, οἱ δέ –, 4, 71; nach Plat. στάσις ἡ τοῦ φύσει συγγενοῦς διαφορά, Soph. 228 a, vgl. Rep. V, 470 b ἐπὶ τῇ τοῦ οἰκείου ἔχθρᾳ στάσις κέκληται; neben ἔχθρα, Polit. 306 b; πόλεμοι καὶ στάσεις, Phaed. 66 c; ἢ φίλους ἢ πόλιν εἰς στάσεις ἐμβάλλειν, Xen. Mem. 4, 6, 14; ἐμφύλιος στάσις καὶ ταραχή, Pol. 1, 71, 7; ἡ πρὸς ἀλλήλους φιλοτιμία καὶ στάσις, 4, 87, 9; ἡ ἐν ἀλλήλοις διαφορὰ καὶ στάσις, 6, 44, 6; στάσεις ποιεῖσθαι πρός τινα, Isocr. 4, 79, Faktionen machen. – Allgemein, die Schaar, Aesch. Ch. 112. 451 Eum. 301. – 3) das Wägen, Abwiegen, μισθοῦ, das Bezahlen des Lohnes, Hippocr.

French (Bailly abrégé)

στάσεως (ἡ) :
A. action de poser debout, de dresser, pose (de filets, de tentes, etc.);
B. I. action de se tenir ; stabilité;
II. la place où qch se tient, le lieu où l'on se tient, le lieu : στάσιν ἔχειν HDT prendre un lieu ou une place où se tenir ; particul. le lieu ou le point où sont situés les principaux points cardinaux;
III. position ; fig. état, situation ; particul. état d'opinion, doctrine, école philosophique;
IV. action de se lever, d'où
1 soulèvement, révolte, sédition, insurrection : στάσεις ποιεῖν, ἐμποιεῖν ISOCR causer des troubles ; στάσεις παύειν XÉN faire cesser les divisions politiques;
2 division politique entre deux personnes;
3 différend, querelle, dispute : ἐς λόγου στάσιν ἐλθεῖν SOPH en venir à une dispute;
4 différence d'opinion, dissentiment, désaccord;
5 tempête : στάσις ἀντίπνους (πνευμάτων) ESCHL lutte des tempêtes, orage, tourmente;
6 p. ext. ceux qui forment un parti politique, c. στασιῶται : ἡ τοῦ Μαρίου στάσις PLUT le parti de Marius;
NT: station debout ; position, situation, état.
Étymologie: cf. ἵστημι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στάσις =στάσεως, ἡ [ἵσταμαι, ἵστημι] meestal met bet. afgeleid van ἵσταμαι het staan, het blijven staan, stilstand; geneesk. stasis. Hp. standplaats, plaats, positie:; ἔχειν στάσιν een positie innemen Aristoph. Pl. 954; van seizoenen en winden; Hdt. 2.26.2; ἐς λόγου στάσιν τοιάνδ’ ἐπελθών nu ik gekomen ben tot zo’n punt in ons gesprek Soph. Tr. 1180; stand, (lichaams)houding, postuur:. ἀκταίνειν στάσιν rechtop blijven staan Aeschl. Eum. 36. toestand:. ἐν τῇ καλλίονι στάσει εἶναι er het beste aan toe zijn (van de twee) Plat. Phaedr. 253d. uitbr. van (mensen met dezelfde) posities of standpunten groep, troep, alleen trag.: στάσις πάγκοινος de hele groep Aeschl. Ch. 458; (lyr.) uitbr..; σ. μελῶν een stel gezangen Aristoph. Ran. 1281; vooral politiek partij, factie:; Μαρίου σ. de partij van Marius Plut. Sert. 4.7; filos. school. Plut. Cic. 4.2. (politieke) verdeeldheid, oproer, partijstrijd:; στάσιν ἀνεγείρειν verdeeldheid opwekken Aristoph. Ran. 360; στάσεις παύειν een einde maken aan verdeeldheid Xen. Mem. 4.6.14; στάσεις ποιεῖν πρὸς ἀλλήλους in partijen tegen elkaar strijden Isocr. 4.79; overdr..; σ. ἀντίπνους strijd (van winden) die tegen elkaar in waaien Aeschl. PV. 1088; ἐν τῇ τῆς ψυχῆς στάσει in de onenigheid binnen de ziel Plat. Resp. 440e; alg. onenigheid, twist:. οὐκ ἔνι σ. daar is geen onenigheid over Aeschl. Pers. 738. soms met bet. afgeleid van ἵστημι het doen staan: het vaststellen:; σ. μισθοῦ het vaststellen van het loon Hp. Praec. 4; het opstellen:. στάσεις ἐνόδιοι σκηνῶν het opstellen van tenten langs de weg Plut. Ant. 9.8. het wegen, weging:. αὕτη’ στι λοιπὴ σφῷν σ. dit is de laatste weging van (de verzen van) jullie beiden Aristoph. Ran. 1401.

Russian (Dvoretsky)

στάσις: στάσεως (ᾰ) ἡ
1 расстановка, устанавливание (τῶν δικτύων Xen.; τῶν κλιμάκων Polyb.);
2 стояние на месте, неподвижность, покой (κίνησις καὶ σ. Arst.): σ. μελῶν Arph. = τὸ στάσιμον 1;
3 остановка: στάσιν λαμβάνειν Polyb. останавливаться;
4 место стояния, стоянка: ἔχειν στάσιν Her. занимать позицию; τῆς στάσεως παρασύρειν τὰς δρῦς Arph. срывать дубы с места;
5 стойло: σ. ἵππων Eur. конюшня;
6 осанка, вид, внешность (ἡ Ἰνοῦς σ. Eur.): ἐν τῇ καλλίονι στάσει ὤν Plat. более красивый с виду;
7 положение, состояние: ἡ σ. τῶν ὡρέων Her. порядок времен года; ἡ σ. τῆς μεσαμβρίης Her. юг; μειρακιώδης σ. Polyb. юность, юношеский характер;
8 точка зрения, (философское) направление (ἡ Καρνεάδου σ. Plut.);
9 политическая группировка, партия Her., Thuc.;
10 восстание, мятеж, раздор (πόλεμοι καὶ στάσεις Plut.; τὰς στάσεις ποιεῖσθαι πρὸς ἀλλήλους Isocr.; στάσει νοσοῦσα πόλις Eur.): σ. γλώσσης Soph. пререкания, спор;
11 несогласие, расхождение (τῇ γνώμῃ Thuc.): οὐκ ἔνι (= ἔνεστι) σ. Aesch. разногласия нет;
12 бушевание (ἀνέμου Polyb.): σ. ἀντίπνους Aesch. встречный ветер; ἐτησίων στάσιν ἐχόντων Polyb. когда непрерывно дуют этесийские ветры;
13 толпа, народ (σ. ἀκόρετος Aesch.).

English (Slater)

στᾰσις (-ις, -ιν; -ίων.) civil strife εἰ μὴ στάσις ἀντιάνειρα Κνωσίας σ' ἄμερσε πάτρας (O. 12.16) φεῦγε γὰρ Ἀμφιαρῆ ποτε θρασυμήδεα καὶ δεινὰν στάσιν πατρίων οἴκων ἀπό τ' Ἄργεος (sc. Ἄδραστος) (N. 9.13) “οὐ πενθέων δ' ἔλαχον λτ;οὐγτ; στασίων” (supp. e Plutarcho et Σ papyri Blass) Πα. . . στάσιν οὐλομέναν (sc. φέρεις;) Πα. . 1. λτ;οὔτ' ἐχθρὰ στάσις> (dubitanter supp. Snell e Σ pap.) Πα. 1. 3. ]ιτο μὲν στάσις Δ. 3. 3. στάσιν ἀπὸ πραπίδος ἐπίκοτον ἀνελών, πενίας δότειραν, ἐχθρὰν κουροτρόφον fr. 109. 3. [[[ἄγαν]] φιλοτιμίαν μνώμενοι ἐν πόλεσιν ἄνδρες ἢ στάσιν ἄλγος ἐμφανές (ἱστᾶσιν v.l.) fr. 210.]

English (Strong)

from the base of ἵστημι; a standing (properly, the act), i.e. (by analogy) position (existence); by implication, a popular uprising; figuratively, controversy: dissension, insurrection, X standing, uproar.

English (Thayer)

στάσεως, ἡ (ἵστημι);
1. a standing, station, state: ἔχειν στάσιν, to stand, exist, have stability, Latin locum habere (R. V. is get standing), Polybius 5,5, 3).
2. from Aeschylus and Herodotus down, an insurrection (cf. German Aufstand): σήμερον, under the end); κινεῖν στάσιν (L T Tr WH στάσεις) τίνι (a mover of insurrections among i. e.) against (cf. Winer's Grammar, 208 (196)) one, strife, dissension (Aeschylus Pers. 738; (Diogenes Laërtius 3,51): Acts 23:7,10.

Greek Monolingual

=στάσεως, ἡ, ΜΑ
βλ. στάση.

Greek Monotonic

στάσις: [ᾰ], =στάσεως, ἡ (στῆναι),
I. 1. το να στέκεται κάποιος, τρόπος με τον οποίο στέκεται, τοποθέτηση, στήσιμο, σε Αισχύλ., Πλάτ.
2. θέση, τοποθέτηση, στήσιμο, στάθμευση, ακινησία, σε Ηρόδ., Ευρ.· τῆς στάσεως παρασύρων τὰς δρῦς, ξεριζώνοντας τις βελανιδιές από το έδαφος, σε Αριστοφ.
3. το σημείο του ορίζοντα όπως απεικονίζεται στην πυξίδα, ἡ στάσις τῆς μεσημβρίης, σε Ηρόδ.
4. κοινωνική θέση, επιφάνεια, τάξη, κατάσταση ενός ανθρώπου, Λατ. status, σε Πλάτ.
II. πολιτική παράταξη, κόμμα, φατρία, συμμορία, σε Αισχύλ.· σέκτα, κλειστή ομάδα από φιλοσόφους, σε Πλούτ.
III. ιδίως πολιτική μερίδα που σχηματίστηκε με επαναστατικούς σκοπούς, φράξια, φατρία, σε Σόλων., Ηρόδ., Αττ.
2. πολιτική εξέγερση, πραξικόπημα, επανάσταση, διχόνοια, σε Ηρόδ., Αττ.· στάσιν ποιεῖσθαι, σε Ισοκρ.· πόλιν εἰς στάσιν ἐμβάλλειν, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

στάσις: [ᾰ], =στάσεως, ἡ, (√ΣΤΑ, ἵστημι) τοποθέτησις, τὸ νὰ στήνῃ ἢ νὰ στήσῃ τις, τῶν δικτύων Ξεν. Κυν. 2, 8., 9, 16 (ὅπερ ἔτεροι ἑρμηνεύουσι διὰ τῆς σημασ. Β. 1)· τῶν κλιμάκων Πολύβ. 5. 60, 7. ΙΙ. (ἵστημι Α. IV) ζύγισις, ζύγισμα, αὕτη ‘στὶ λοιπὴ σφῷν στάσις Ἀριστοφ. Βάτρ. 1401· ἡ στ. τοῦ μισθοῦ, τὸ ζυγίζειν ἢ πληρώνειν μισθόν, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἱππ. Β. (ἵσταμαι) τὸ ἵστασθαι, ὁ τρόπος καθ’ ὃν ἵσταταί τις Αἰσχύλ. Εὐμ. 36 (ἕτεροι βάσιν)· τὸ ἵστασθαι ἀκίνητον, ἀκινησία, ἀπόφασις τοῦ ἰέναι κατὰ τὸν Πλάτ. ἐν Κρατ. 426D· ἀντίθετον τῷ φορά, κίνησις, αὐτόθι 437Α, 438C, Σοφιστ. 250Α, 251D, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 5. 1, 4, κ. ἀλλ.· ὀμμάτων στάσιες, ἀτενὲς βλέμμα, Foës. Ἱππ. 597. 7· στ. ὤτων, ἀνόρθωσις τῶν ὤτων, Πολυδ. Ε΄, 61. 2) ὁ τόπος ἐν ᾧ ἵσταταί τις ἢ πρέπει νὰ ἵσταται, θέσις, ἔχοντες στάσιν ταύτην ἐς τὴν ἔστημεν Ἡρόδ. 9. 21· λέβης.. φυλάσσων τὴν ὑπέρ πυρὸς στάσιν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 1· ἰδέσθαι.., τίν’ ἔχει στάσιν Εὐρ. Ἀποσπ. 310, πρβλ. Ἀριστοφ. Πλ. 953· τὴν Ἰνοῦς στάσιν ἑστάναι Εὐρ. Βάκχ. 925· περὶ στάσεως πρὸς ἀλλήλους διαγωνίζεσθαι· Αἰσχίν. 83. 22· τῆς αὐτῆς ἀξιοῦσθαι στάσεως Δημ. 428. 19· στ. ἵππων = ἱππόστασις, σταθμός, στάβλος, Εὐρ. Ἀποσπ. 445· ὄνων ἵππων τε στάσις Ἔφιππ. ἐν «Πελταστῇ» 3· τῆς στάσεως παρασύρων.. τὰς δρῦς Ἀριστοφ. Ἱππ. 538· κατὰ τὴν στ. δὴ στάντες, ἕκαστος ἐν τῇ ἰδίᾳ θέσει, Ἀντίδ. ἐν «Πρωτοχόρῳ» 1. β) σημεῖον τοῦ ὁρίζοντος, ἡ στ. ἤλλακτο τῶν ὡρέων Ἡρόδ. 2. 26· ἡ στ. τοῦ νότου καὶ τῆς μεσαμβρίης αὐτόθι· πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 5, 18. 3) ἡ θέσιςκατάστασις τοῦ ἀνθρώπου, Λατ. status, ἐν τῇ καλλίονι στάσει εἶναι Πλάτ. Φαῖδρ. 253D· -μάλιστα ἐπὶ ἠθικῆς, κοινωνικῆς, πολιτικῆς καταστάσεως, μειρακιώδης Πολύβ. 10. 33, 6· ἰδιώτου Ἐπικτ. Ἐγχ. 48· φιλοσόφου Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 15, 13· στ. ἔχειν ἐν τῷ βίῳ αὐτόθι 1. 21, 1. 4) στάσις μελῶν, ἴδε ἐν λ. στάσιμος ΙΙ. 3. ΙΙ. σῶμα στρατιωτικόν, συμμορία, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1118, Χο. 114, 459, Εὐμ. 311· αἵρεσις φιλοσοφική, Πλουτ. Κικ. 4, καὶ συχν. παρὰ Σέξτ. Ἐμπ.· - ἐντεῦθεν φιλοσοφικὴ θέσις ἢ γνώμη, ὁ αὐτ. π. Π. 2. 48., 3. 33, κτλ. ΙΙΙ. μάλιστα μερὶς ἢ συμμορία ἐσχηματισμένη ἐπὶ σκοπῷ φατριαστικῷ, παράνομος σύνδεσμος ἔχων πολιτικὰ σχέδια, φατρία, Θέογν. 51, 779, Σόλων 3. 19, Ἡρόδ. 1. 59, 60· ἐπεκράτησε τῇ στάσει αὐτόθι 173· αἱ τῶν Μεγαρέων στάσεις Θουκ. 7. 41· -ὅθεν, 2) ἐπανάστασις κατὰ τῶν καθεστώτων, πολιτικὴ ἐξέγερσις, διχόνοια, ἔρις ἐμφύλιος, οἴκων Πινδ. Ν. 9. 31, κ.ἀλλ., Ἡρόδ. 5. 28, κ. ἀλλ.· στ. ἀντιάνειρα Πινδ. Ο. 12. 23· σκεπτομένων πόθεν ἡ στ., πόθεν ἤρξατο ἡ ἐπανάστασις, Βατραχομ. 135· στάσις ἐν ἀλλήλοισιν ὠροθύνετο, μάχη, ἀγών, Αἰσχύλ. Πρ. 200· εἰς λόγου στάσιν ἐπελθεῖν Σοφ. Τρ. 1180· στ. γλώσσης ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 634· στάσει νοσοῦσα πόλις Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 34· στάσιν ποιεῖσθαι Ἰσοκρ. 56D· στάσεις παύειν Ξεν. Ἀπομν. 4. 6, 14· καταλύειν Ἀριστοφ. Βάτρ. 359· πόλιν εἰς στάσιν ἐμβάλλειν Ξεν. Ἀπομν. 4. 4, 11· εἰς στάσεις καθιστάναι Λυσ. 174. 6· κατὰ στάσιν ἀποκτείνειν ὁ αὐτ. 184. 21· ἀντίθετ. τῷ πόλεμος, Πλάτ. Πολ. 470Β, πρβλ. Φαίδωνα 66C· στάσεις καὶ διαστάσεις Ἀριστ. Πολιτ. 4. 11, 12. 3) διαίρεσις, διαφορά, διαφωνία, στάσιν ἐνεσεσθαι τῇ γνώμῃ Θουκ. 2. 20· οὐκ ἔνι στάσις, δὲν ὑπάρχει φιλονικία, Αἰσχύλ. Πέρσ. 738. 4) μεταφορ., στ. τῶν ἀνέμων Ἀλκαί. Ἀποσπ. 18· ἀνέμων πνεύματα.. στάσιν ἀντίπνουν ἀποδεικνύμενα Αἰσχύλ. Πρ. 1088· γίγνεταί τις ἀνέμου στ. Πολύβ. 1. 48, 2· στ. κυμάτων Ἀχιλλ. Τάτ. 3. 2. IV. στάσεις = τὰ πεφυκότα σπέρματα Ἀριστοφ. Ἀποσπ 683. V. ἀπόφασις, ψήφισμα, Ἑβδ. (Δαν. Ϛ΄, 7, Α΄ Μακκ. Ζ΄, 18).

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: the standing, the standing still, stand, location, position, political opinion, party, division also placement, weighing, defrayal (Alc., Thgn., Pi., IA.; on the meaning Bolling AmJPh 82, 162f.).
Compounds: Compp., e.g. στασί-αρχος m. party-leader (A. a. o.), ξενό-στασις inn for strangers (S.). Often with prefix as derivation of prefixed verbs, e.g. ἀνάστα-σις (: ἀν-ίσταμαι, -ίστημι) the standing up, removal, the making to stand up, expulsion (IA.).
Derivatives: 1. στάσ-ιμος standing (firm or still), quiet, weighable (IA.), stilling, blocking (Hp.); Arbenz 39 a. 42f. 2. -ιώδης partial, rebellious (X., Arist. a. o.). 3. -ιώτης m. party member (IA.) with -ιωτικός, -ιωτεία (after πατριώτης, στρατιώτης a.o.; Redard 9). 4. -ιάζω, also w. prefix, e.g. ἀντι-, δια-, to form parties, to divide, to quarrel (IA.; -ι-άζω dissimilat., Schwyzer 735). 5. -ίζω id. (Crete IIIa).
Origin: IE [Indo-European] [1004] *steh₂- stand, put
Etymology: As old verbal noun to the verb für stand (s. ἵστημι) identical with Skt. sthíti- f. stand, stand still etc., Lat. stati-ō standing place (beside which the frozen acc. statim fixed, on the spot), Germ., e.g. Goth. staÞs m. position, place, OHG stat f. id.: IE *sth₂-ti-. Beside it with full grade Av. stāiti- standing, stand, position, Latv. stātis pl. prop. "standing still", turning point (of the sun) etc. Slav., e.g. Russ. státь, -u built of the body etc.: IE *steh₂-ti-.

Middle Liddell

στᾰ́σις, στάσεως, στῆναι
I. a standing, the posture of standing, Aesch., Plat.
2. a position, posture. post, station, Hdt., Eur.; τῆς στάσεως παρασύρων τὰς δρῦς tearing the oaks from their ground, Ar.
3. a point of the compass, ἡ στ. τῆς μεσαμβρίης Hdt.
4. the position, state or condition of a person, Lat. status, Plat.
II. a party, company, band, Aesch.: a sect of philosophers, Plut.
III. esp. a party formed for seditious purposes, a faction, Solon., Hdt., Attic
2. sedition, discord, Hdt., Attic; στάσιν ποιεῖσθαι Isocr.; πόλιν εἰς στάσιν ἐμβάλλειν Xen.

Frisk Etymology German

στάσις: {stásis}
Grammar: f.
Meaning: ‘das Stehen, Stillstehen, Stand(ort), Stellung, politische Stellung(nahme), Partei, Entzweiung’, auch das Stellen, Abwägen, Zahlung (Alk., Thgn., Pi., ion. att.; zur Bed. Bolling AmJPh 82, 162f.).
Composita: Kompp., z.B. στασίαρχος m. Parteiführer (A. u. a.), ξενόστασις Fremdenherberge (S.). Oft mit Präfix als Ableitung der präfigierten Verba, z.B. ἀνάστασις (: ἀνίσταμαι, -ίστημι) das Aufstehen, Aufbruch, das Aufstehenlassen, Vertreibung (ion. att.).
Derivative: Davon 1. στάσιμος ‘stehend, fest-, stillstehend, ruhig, wägbar’ (ion. att.), stillend, verstopfend (Hp.); Arbenz 39 u. 42f. 2. -ιώδης parteiisch, aufrührerisch (X., Arist. u. a.). 3. -ιώτης m. Parteigenosse (ion. att.) mit -ιωτικός, -ιωτεία (nach πατριώτης, στρατιώτης u.a.; Redard 9). 4. -ιάζω, auch m. Präfix, z.B. ἀντι-, δια-, ‘Parteien bilden, (sich) entzweien, streiten’ (ion. att.; -ιάζω dissimilatorisch, Schwyzer 735). 5. -ίζω ib. (Kreta IIIa).
Etymology: Als altes Verbalnomen zum. Verb für stehen (s. ἵστημι) mit aind. sthíti- f. Stehen, Stillstehen, lat. stati-ō Standort (woneben der erstarrte Akk. statim feststehend, auf der Stelle), germ., z.B. got. staþs m. Stätte, Ort, ahd. stat f. ib. identisch: idg. *sthə-ti-. Daneben mit Hochstufe aw. stāiti- Stehen, Stand, Aufstellung, lett. stātis pl. eig. "Stillstand", ‘Wendepunkt (der Sonne)’ slav., z.B. russ. státь, -u Körperbau: idg. *sthā-ti-.
Page 2,777

Chinese

原文音譯:st£sij 士他西士
詞類次數:名詞(9)
原文字根:站(著) 相當於: (מָדֹון‎)
字義溯源:立足點,紛爭,分爭,爭論,爭吵,立場,所在,安放,存,存在,亂,生亂,擾亂,作亂,造反,爭吵,作亂;源自(ἵστημι)*=站)。參讀 (ἀντιλογία) (ἔρις)同義字
出現次數:總共(9);可(1);路(2);徒(5);來(1)
譯字彙編
1) 作亂(2) 可15:7; 路23:25;
2) 生亂(1) 徒24:5;
3) 存(1) 來9:8;
4) 爭吵(1) 徒23:10;
5) 擾亂的(1) 徒19:40;
6) 亂(1) 路23:19;
7) 分爭(1) 徒15:2;
8) 爭論(1) 徒23:7

English (Woodhouse)

attitude, clique, disunion, faction, factiousness, party, position, posture, quarrel, rebellion, rest, sedition, stable, station, strife, factious body, intestine discord, internal disputes, people forming a faction, political disturbance, political unrest, rising of the populace, way of standing

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

seditio, sedition, uprising, 1.2.4, 1.2.6, 1.12.2,
II. 1.65.12, 3.2.3. 3.34.1. 3.62.5. 3.68.3. 3.76.1. 3.80.2. 3.81.6, 3.82.2. 3.83.1. 4.46.1. 4.48.5, 4.61.1, 4.74.4. 5.33.1. 6.5.1, 6.38.3. 7.33.5. 8.98.4, 8.106.5.
factio, partes, faction, party, 2.22.3, 4.71.1, 7.50.1, [vulgo commonly φιλίαν]
discordia, discord, dissension, 2.20.4.