ζώνη
Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably
English (LSJ)
ἡ, (ζώννυμι)
A belt, girdle:
I prop. the lower girdle worn by women just above the hips, περὶ δὲ ζώνην βάλετ' ἰξυῖ Od.5.231, 10.544, cf. Il.14.181, Hdt.1.51, etc.—Phrases:
1 λῦσε δὲ παρθενίην ζ. unloosed her maiden girdle, of the bridegroom, Od.11.245, cf. Lyr. Alex.Adesp.11.18, Plu.Lyc.15:—Med., of the bride, μούνῳ ἑνὶ ζώναν ἀνέρι λυσαμένα AP7.324 (hence ζώνη, abs., of marriage, E.IT204 (lyr.); of sexual intercourse, Philostr.VA7.6): but also,
b ζ. λῦσαι to loose the girdle for childbirth, Hyp.Fr.67; later λύσασθαι or ἀπολύσασθαι, Call.Del.209, Opp.C.3.56; so ζώναν κατατίθεσθαι Pi.O.6.39.
c of men on a march, ζ. λύσασθαι to slacken one's belt, i.e. rest oneself, Hdt.8.120; ζ. ἀναλύεσθαι Call.Del.237.
2 of pregnant women, τέκνων ἤνεγχ' ὑπὸ ζώνην βάρος A.Ch.1000; πῶς γάρ σ' ἔθρεψεν ἐντὸς… ζώνης; Id.Eu.608; τοῦτον… ἔφερον ζώνης ὕπο E.Hec. 762; also ὑπὸ ζώνῃ θέσθαι to conceive, h.Ven.255.
3 prov., εἰς ζώνην δεδόσθαι to be given for girdle-money (as we should say, pinmoney), of Oriental queens who had cities given them for their small expenses, X.An.1.4.9; ἣν [χώραν] καλεῖν… ζ. τῆς βασιλέως γυναικός Pl.Alc.1.123b.
II man's belt (more freq. ζωστήρ) , ἡ ζ. τοῦ Ὠρίωνος the three stars that form the belt of Orion. Arist.Mete. 343b24; the belt of barbarians, in which they wore the dagger, X.An.1.6.10, 4.7.16, Theopomp.Hist.39a, Luc.Anach.33, Pl.Hp.Mi. 368c.
b belt used as a purse, PRyl.127.32(i A.D.), Ev.Matt.10.9, Plu.2.665b; ζ. χρυσίον Luc.Fug.31.
2 part round which the girdle passed, waist, Ἄρεϊ ζώνην ἴκελος Il.2.479 (misunderstood by Paus.9.17.3), cf. Il.11.234, Orph.Fr.168.28, Hp. ap. Erot. (also expld. as = ὀσφύς).
3 = Lat. cingulum, belt worn by Roman civil and military officers, [Demod.]5; = ἀξίωμα, Suid.; οἱ ὑπὸ ζώνην soldiers, Anon. ap. eund.s.v. αὐθεντήσαντα, cf. Cod.Just.1.5.12.6, 11, Just.Edict. 13.26, PLond.5.1680.21 (vi A.D.).
III anything that goes round like a belt, Plu.2.935a, Luc.Musc.Enc.3; of the girdle of ocean, Porph. Chr.69.
2 one of the zones of the terrestrial sphere, Stoic.2.195, Posidon. ap. Str.2.2.2, Placit.2.12.1 (pl.), etc.; ζ. διακεκαυμένη, εὔκρατος, Str.1.2.24, 1.4.6.
b one of the planetary spheres, οἱ μὲν [τῶν πλανητῶν] ὑψηλὴν ζ. φέρονται οἱ δὲ ταπεινήν Diog.Oen.8, cf. Vett.Val.26.18, Corp.Herm.1.25.
c Astrol., = ζῴδιον, Porph.in Ptol.186.
3 in Archit., = διάζωμα, frieze, Paus.5.10.5.
4 Lat. zona, in Medic., shingles, Scrib.Larg.63, 247; cf. ζωστήρ III.3.
5 stripes on fish, Ael.NA3.28,al.
IV pl., an order of divine beings presiding over, or engirdled with cosmic zones, opp. ἄζωνοι, Dam.Pr.96, Procl.in Prm.p.494S.
German (Pape)
[Seite 1143] ἡ, Gurt, Gürtel, Leibbinde; bei Hom. der untere Gürtel, den die Frauen oberhalb der Hüften trugen, der das Gewand zusammenhielt, welches faltig über im niederhing (vgl. ζωστήρ), περὶ δὲ ζώνην βάλετ' ἰξύϊ Od. 10, 544, vgl. 5, 231; Il. 14, 181, vom Leibgurt des Agamemnon unter dem Panzer, κατὰ ζώνην θώρηκος ἔνερθεν νύξε 11, 234. Von Männern Xen. An. 4, 7,. 16, vgl. 1, 6, 10, Plat. Hipp. min. 368 c, Ath. X, 443 b. Von Frauengürteln auch Aesch. ἔχω στρόβους ζώνας τε συλλαβὰς πέπλων, Suppl. 452; Eur. ζῶναί τέ σοι χαλῶσι, vom bacchantischen Aufzug des Pentheus, Bacch. 933; τῆς γυναικός Her. 1, 51; χώραν, ὴν καλεῖν τοὺς ἐπιχωρίους ζώνην τῆς βασιλέως γυναικός Plat. Alc. I, 123 b, erkl. durch Xen. An. l, 4, 9 κῶμαι Παρυσάτιδος ἦσαν εἰς ζώνην δεδομέναι, die der persischen Königinn zur Bestreitung ihres Gürtels, od. übh. ihres S chmuckes (zum Nadelgelde) gegebenen Ortschaften, – ζώνην λύειν, den Gürtel lösen, bes. vom Bräutigam, der die Braut in das Brautbett führt, Od. 11, 245, wie Plut. Lyc. 15 ὁ δὲ νυμ φίος ἔλυε τὴν ζώνην τῆς νύμφης; Sp.; im med. von Frauen, μούνῳ ένὶ ζώναν ἀνέρι λυσαμένα Ep. ad. 649 (VII, 324); auch von Gebärenden, ἁ δὲ φοινικόκροκον ζώναν καταθηκαμένα – τίκτε κοῦρον Pind. Ol. 6, 39; Opp. τόκων ἀπελύσατο ζώνην, Cyn. 3, 56; auch von der Artemis, die den Gebärenden hilft u. sie von der Bürde befrei't; bei Her. 8, 120 von Xerres, πρῶτον ἐλύσατο τὴν ζώνην, ὡς ἐν ἀδείῃ ἐών, er machte es sich bequem, machte Halt u. ruhte aus; vgl. ἀναλύσασθαι ζώνην Callim. Del. 237. – Aehnl. sind Vrbdgn wie ἐξ οὗ τέκνων ἤνεγχ' ὑπὸ ζώνην βάρος, wie wir sagen: unter dem Herzen tragen, Aesch. Ch. 986; πῶς γάρ σ' ἔθρεψεν ἐντὸς ζώνης Eum. 578; τοῦ. τον ἔφερον ζώνης ὕπο Eur. Hec. 762, vgl. δαίμων τᾶς ματρὸς ζώνας I. T. 204, des mütterlichen Ehebundes. – Auch die Gegend des Leibes, um die der Gürtel getragen wurde, zwischen den Hüften u. kurzen Rippen, hieß so, wie Agamemnon Il. 2, 479 heißt Ἄρεϊ ζώνην ἴκελος, dem Ares ähnlich an schlankem Bau, was Paus. 9, 17, 3 aber durch ἡ τῶν ὅπλων σκευή erkl., wie B. A. 261 ζώνη, ἡ ὅπλισις neben περιγραφὴ τῶν λαγόνων; dah. sagt Demodoc. (XI, 238) Καππαδόκαι φαῦλοι μὲν ἀεί, ζώνης δὲ τυχόντες, im Kriege (vgl. ζώννυμι), φαυλότεροι. – Übh. alles gürtelartig Herumlaufende, in der Baukunst der Fries, vgl. διάζωμα; in der Geographie Erd- u. Himmelsgürtel, Zone, vgl. Strab. II, 94 ff. – In der Arzneikunde das sogenannte heilige Feuer, eine Hautkrankheit, die sich gürtelartig um den ganzen Leib herumzieht, Sp.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
I. ceinture, particul.
1 ceinture de femme : ζώνην λύειν OD délier la ceinture (de l'épouse), le jour du mariage ; ὑπὸ ζώνην τινὰ φέρειν ESCHL ou ὑπὸ ζώνης EUR ou ἐντὸς ζώνης ESCHL porter un enfant dans son sein;
2 ceinture d'homme particul. en parl. des Orientaux : ζώνην λύειν HDT délier sa ceinture, càd se mettre à l'aise pour une halte;
3 ceinture où l'on met son argent, bourse : κῶμαι εἰς ζώνην δεδομέναι XÉN villages donnés (à une reine de Perse) pour sa bourse, càd comme présent;
4 p. ext. région du corps où se place la ceinture, taille ; allure, démarche;
II. p. anal.
1 tout objet qui entoure comme une ceinture;
2 zone terrestre ou céleste.
Étymologie: ζώννυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζώνη -ης, ἡ, Dor. ζώνᾱ [~ ζώννυμι] ceintuur, gordel, riem gedragen door vrouwen, ook i. v. m. huwelijk en seksuele relaties:; λῦσε... παρθενίην ζώνην hij maakte haar maagdengordel los Od. 11.245; uitbr.. αἱ δὲ κῶμαι Παρυσάτιδος ἦσαν εἰς ζώνην δεδομέναι de dorpen waren van Parysatis, gegeven voor haar ceintuur (d.w.z. om zich met de opbrengst ervan te kleden) Xen. An. 1.4.9. gedragen door mannen op mars of in de oorlog:; πρῶτον ἐλύσατο τὴν ζώνην φεύγων ἐξ Ἀθηνέων ὀπίσω hij maakte daar voor het eerst tijdens zijn vlucht terug uit Athene zijn riem los (d.w.z. hij rustte uit) Hdt. 8.120; uitbr. taille, middel:. ἴκελος... Ἄρεϊ... ζώνην, στέρνον δὲ Ποσειδάωνι (Agamemnon), lijkend op Ares qua taille en op Poseidon wat betreft zijn borst Il. 2.479. buidel, beurs (voor geld).
Russian (Dvoretsky)
ζώνη: дор. ζώνα ἡ
1 (женский), пояс (носимый вокруг талии, в отличие от ταινία, которым подпоясывались под грудью; у атт. писателей - женский пояс - ζώνιον) (περιβάλλειν ἰξυῖ ζώνην Hom.): (παρθενίην) ζώνην λύειν Hom., Plut.; распускать девичий пояс (ср. 4); ζώνην λύσασθαι Anth. выходить замуж; παῖδα ὑπὸ ζώνῃ θέσθαι HH зачать сына; φέρειν ὑπὸ ζώνης Eur., ὑπὸ ζώνην и ἐντὸς ζώνης Aesch. носить под сердцем, т. е. носить в чреве; ζώνην καταθέσθαι Pind. разрешиться от бремени;
2 брак, бракосочетание, свадьба: τᾶς ματρὸς ζῶνα Eur. бракосочетание матери (Ореста и Ифигении), т. е. свадьба Клитемнестры;
3 (служил иногда для хранения денег), пояс, кошель, (αἴρειν εἰς τὴν ζώνην χαλκόν NT): κῶμοι εἰς ζώνην δεδομέναι Xen. деревни, подаренные (Парисатиде) на личные расходы;
4 (мужской), пояс (у Hom. мужской пояс - ζωστήρ): ζώνην λύειν Her. распоясываться, т. е. устраивать привал (ср. 1); λαβεῖν τινα τῆς ζώνης Xen., Diod.; схватить за пояс, т. е. арестовать кого-л. (у персов);
5 (у восточных народов) перевязь для кинжала: ζώνης τυχεῖν Anth. поступить на военную службу; ἡ ζ. τοῦ Ὠρίωνος Arst. пояс (в созвездии) Ориона;
6 стан, осанка, поступь: ἴκελος Ἄρεϊ ζώνην Hom. (Агамемнон), осанкой подобный Арею.
English (Autenrieth)
girdle of a woman (see cut No. 48, also Nos. 44 and 61); then for waist, Il. 2.479, Il. 11.234.
English (Strong)
probably akin to the base of ζυγός; a belt; by implication, a pocket: girdle, purse.
English (Thayer)
ζώνης, ἡ (ζώννυμι (from Homer down), a girdle, belt, serving not only to gird on flowing garments, A. V. purse): Plutarch, mor., p. 665b. quaest. conviv. 4:2,3, 2; argentum in zonis habentes, Livy 33,29. (B. D. under the word Smith's Bible Dictionary, Girdle.)
Greek Monolingual
η (AM ζώνη)
1. ταινία από δέρμα ή ύφασμα ή πλέγμα κ.λπ., η οποία περιβάλλει τη μέση για να συγκρατεί το φόρεμα ή για να αναρτάται από αυτήν κάποιο αντικείμενο, π.χ. ξίφος, ή για να χρησιμεύει ως απλό στολίδι, αλλ. ζωστήρας
2. συνεκδ. η ίδια η μέση, η οσφυϊκή χώρα
3. γεωγρ. καθένα από τα πέντε τμήματα της γήινης επιφάνειας που καθορίζονται από τους πόλους, τους πολικούς κύκλους και τον ισημερινό (α. «κατεψυγμένες ζώνες» — οι ζώνες που σχηματίζονται μεταξύ κάθε πόλου και του αντίστοιχου πολικού κύκλου» β. «εύκρατες ζώνες» — οι ζώνες που σχηματίζονται μεταξύ κάθε πολικού και του αντίστοιχου τροπικού κύκλου
γ. «διακεκαυμένη ζώνη» — η ζώνη που περιλαμβάνεται μεταξύ τών δύο τροπικών κύκλων και εκτείνεται εκατέρωθεν του ισημερινού)
νεοελλ.
1. καθετί που μοιάζει με ζώνη, δακτύλιος (α. «ζώνη πυρός» β. «ζώνη οβίδας» γ. «οι αστυνομικοί σχημάτισαν ζώνη γύρω από το κτήριο»)
2. εκκλ. το άμφιο τών πρεσβυτέρων και τών επισκόπων που αποτελείται από χρυσοκέντητη υφασμάτινη λωρίδα, η οποία φοριέται γύρω από τη μέση μετά το στιχάρι και συμβολίζει την ετοιμότητά τους για συμμετοχή στη θεία λειτουργία
3. μαθ. μέρος της επιφάνειας στερεού σώματος που περιλαμβάνεται μεταξύ δύο παράλληλων τομών της («σφαιρική ζώνη» — το τμήμα της επιφάνειας μιας σφαίρας που περιέχεται μεταξύ δύο παράλληλων επιπέδων που τέμνουν τη σφαίρα)
4. σκοτεινή ταινία που παρατηρείται στην επιφάνεια ενός ουράνιου σώματος (του Ηλίου, του Διός, του Κρόνου κ.λπ.)
5. μτφ. επιμήκης περιοχή της γης που χαρακτηρίζεται από τον σχηματισμό ή την ύπαρξη σε αυτήν ορισμένων οργανικών ή ανόργανων όντων (α. «ζώνη λιμνών» β. «ζώνη δασών» γ. «ορεινή ζώνη» δ. «ζώνη του άνθρακα» κ.λπ.)
6. ιατρ. α) δερματική νόσος που περιβάλλει ολόκληρο το σώμα σαν ζώνη, έρπητας
β) ζωνοειδής κατασκευή που χρησιμοποιείται είτε για συντηρητική αντιμετώπιση διαφόρων παθήσεων ή καταστάσεων είτε για στήριξη ή συγκράτηση διαφόρων περιοχών ή οργάνων του σώματος (i. «ορθοπεδικές ζώνες» ii. «μετεγχειρητικές ζώνες» iii. «ζώνη λοχείας» iv. «ζώνη εγκυμοσύνης» v. «ζώνη κοιλίας»)
7. ονομασία περιοχών της γήινης σφαίρας οι οποίες εκτείνονται κατά μήκος τών παραλλήλων (κύκλων της γης)
8. γεωλ. τμήμα της βαθμίδας που περιλαμβάνει τις αποθέσεις οι οποίες σχηματίστηκαν ταυτόχρονα σε μια συγκέντρωση χαρακτηριστικών απολιθωμάτων
9. στρ. περιοχή της ξηράς, της θάλασσας ή του εναέριου χώρου, μέσα στα εθνικά όρια, η οποία καθορίζεται από τα μέτρα που λαμβάνονται κατά την προπαρασκευή του κράτους για πόλεμο (α. «ζώνη μάχης» β. «ζώνη ρίψης»)
10. φρ. α) «ζώνες ουρανού» — νοητά τμήματα της ουράνιας σφαίρας τα οποία περιλαμβάνονται μεταξύ παράλληλων κύκλων και χρησιμεύουν για τον προσδιορισμό της θέσης τών απλανών αστέρων μέσα σε αυτά
β) «ζώνη υγειονομική» — σειρά φυλακίων που παρεμποδίζουν την επικοινωνία με κάποια χώρα για να αποφευχθεί η μετάδοση μιας επιδημίας
γ) «ζώνη επιχειρήσεων» — περιοχή όπου διεξάγονται πολεμικές επιχειρήσεις
δ) «στρατιωτική ζώνη» — έκταση που κατέχεται από στρατεύματα
ε) «μεθοριακή ζώνη» — λωρίδα εδάφους με ορισμένο πλάτος η οποία εκτείνεται κατά μήκος και εκατέρωθεν της συνοριακής γραμμής
στ) «ουδέτερη ζώνη» — η ζώνη που καθορίζεται με κοινή συμφωνία δύο αντίπαλων στρατευμάτων και την οποία αυτά είναι υποχρεωμένα να μην παραβιάζουν
ζ) «αιγιαλίτιδα ζώνη» — θαλάσσιος χώρος που μεσολαβεί ανάμεσα στην ανοιχτή θάλασσα και στο χερσαίο τμήμα της επικράτειας μαζί με τον αντίστοιχο εναέριο χώρο, τον θαλάσσιο βυθό και το θαλάσσιο υπέδαφος
η) «ζώνη παλτού» — λωρίδα που είτε είναι ραμμένη στο πίσω μέρος του επενδύτη, χωρίς να περιβάλλει ολόκληρη τη μέση, είτε είναι ξεχωριστή, περιβάλλει τη μέση και οι άκρες της προσδένονται ή ενώνονται με πόρπη στο εμπρόσθιο μέρος του επενδύτη
θ) «ζώνη σωτηρίας» ή «σωσίβια ζώνη» — σωσίβιο
ι) διεθν. δίκ. «ελεύθερη ζώνη» — ο ελεύθερος τελωνειακός χώρος σε μεγάλα λιμάνια, αεροδρόμια ή σιδηροδρομικούς κόμβους, όπου η διακίνηση ξένων εμπορευμάτων δεν υπόκειται σε δασμούς και τελωνειακές διατυπώσεις
ια) βοτ. «ζώνη αποκοπής» — εξειδικευμένη ζώνη λεπτότατων κυττάρων η οποία εκτείνεται εγκάρσια στη βάση του μίσχου ενός φύλλου ή ενός καρπού
ιβ) «ζώνη ελεύθερων συναλλαγών» — η περιοχή μέσα στην οποία είναι ελεύθερη η διακίνηση εμπορευμάτων, χωρίς δασμούς ή άλλα ισοδύναμου αποτελέσματος εμπόδια
ιγ) «ζώνη τελωνειακή» — η περιοχή δικαιοδοσίας τών τελωνείων μιας χώρας, η οποία περιλαμβάνει όλη την εδαφική της έκταση μέσα στα σύνορά της με τις άλλες χώρες, καθώς και ορισμένη θαλάσσια έκταση που απλώνεται από τις ακτές μέχρι την ανοιχτή θάλασσα
ιδ) βοτ.-οικολ. «ζώνες βλάστησης» — ζώνες της γήινης σφαίρας παράλληλες προς τον ισημερινό που δείχνουν τη μεταβολή της βλάστησης σε συνάρτηση με το γεωγραφικό πλάτος και αντιστοιχούν στις κλιματικές ζώνες
ιε) «ζώνες βροχής» — τύπος βροχοπτώσεων ή άλλων κατακρημνισμάτων που επαναλαμβάνεται κανονικά κάθε χρόνο ή σε ορισμένη εποχή σε κάποια συγκεκριμένη περιοχή ή τοποθεσία
ιστ) «ζώνη ασφαλείας»
i. ιμάντας που συγκρατεί το σώμα του επιβάτη σε ένα κινούμενο όχημα και εμποδίζει την εκτόξευσή του έξω από το όχημα ή την πρόσκρουσή του στο εσωτερικό του οχήματος σε αιφνίδια επιβράδυνση ή ακινητοποίηση
ii) στρ. περιορισμένη περιοχή όπου προστατεύονται οι φίλιες δυνάμεις που δεν έχουν εμπλακεί ακόμη σε πολεμικές επιχειρήσεις
νεοελλ.-μσν.
φρ. «ζώνη αγνείας ή αγνότητας» — κατά τον δυτικό μεσαίωνα σιδερένιο πλέγμα που περιέβαλλε τη λεκάνη της γυναίκας, για να διαφυλάσσει την τιμή της, όταν ο σύζυγος έλειπε σε μακρινές εκστρατείες
μσν.
μια από τις περιοχές του ουρανού, όπως τον διαιρούσαν με παράλληλους κύκλους οι αποκρυφιστές
αρχ.
1. ταινία, ζωστήρας που φορούσαν οι γυναίκες γύρω από τη μέση και πάνω από τον οποίο έπεφτε το πέπλο σχηματίζοντας πτυχές
2. τα έξοδα του στολισμού ή της ικανοποίησης άλλων μικρότερων αναγκών τών Περσίδων βασιλισσών, στις οποίες χαρίζονταν τα κρατικά έσοδα από πόλεις γι' αυτόν τον σκοπό
3. συνεκδ. η χώρα ή η πόλη της οποίας τα έσοδα χαρίζονταν στις Περσίδες βασίλισσες
4. εκστρατεία («οἱ ἐν ζώνη» — αυτοί που βρίσκονται σε εκστρατεία, οι στρατιωτικοί)
5. μτφ. δύναμη
6. μία από τις πλανητικές σφαίρες
7. αστρολ. ζώδιο
8. αρχιτ. διάζωμα
9. στον πληθ. αί ζώναι
α) οι ραβδώσεις του ψαριού
β) τάξη θείων όντων που προΐστανται τών ζωνών του κόσμου ή είναι ζωσμένα με τις ζώνες αυτές
10. συνεκδ. γάμος, γενετήσια επαφή
11. φρ. α) (για άνδρα) «λύω τήν παρθενίην ζώνην» ή «λύω τὴν ζώνην» — έρχομαι σε σαρκική επαφή
β) (για γυναίκα) «λύομαι ζώνην» — συνευρίσκομαι με άνδρα
γ) (για γυναίκα που πρόκειται να γεννήσει) «λύω τὴν ζώνην» ή «ἀπολύομαι τὴν ζώνην» ή «κατατίθεμαι τὴν ζώνην» — λύνω τη ζώνη για τον τοκετό
δ) (για άνδρα που βρίσκεται σε πορεία) «λύω ζώνην» — χαλαρώνω τη ζώνη, δηλαδή σταματώ για ανάπαυση, καταλύω
ε) (για έγκυο γυναίκα) i) «ἐξ οὗ τέκνων ἤνεγχ' ὑπὸ ζώνην βάρος» — αφότου έμεινε έγκυος
ii) «ὑπὸ ζώνη τίθεμαι» — μένω έγκυος, συλλαμβάνω
iii) «ἐντὸς ζώνης» — μέσα στην κοιλιά
στ) αστρον. «ἡ ζώνη τοῦ Ὠρίωνος» — οι τρεις αστέρες που αποτελούν τη ζώνη του Ωρίωνα
ζ) «τὴν ζώνην ἔχω» — εκστρατεύω
η) «παραλύω τῆς ζώνης» — μού επιβάλλεται στρατιωτική ποινή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < IE ios-nā και συνδέεται με αρχ. ινδ. rāsnā «ζώνη».
ΠΑΡ. ζωνάρι (AM -ριον)
αρχ.
ζωναίος, ζώνιον, ζωνίτις
αρχ.-μσν.
ζωναίος
νεοελλ.
ζωνικός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) ζωνιοπλόκος, ζωνοειδής, ζωνοφόρος
αρχ.
ζωνοδρακοντίς
νεοελλ.
ζωνοσκώληξ, ζωνουρίδαι. (Β' συνθετικό) άζωνος, εύζωνος
αρχ.
ακροζώνη, αλίζωνος, βαθύζωνος, διαζώνη, διχόζωνος, επτάζωνος, ημίζωνος, θωρακοζώνη, ιόζωνος, καλλίζωνος, καρτάζωνος, λαμπρόζωνος, λιπαρόζωνος, λυσίζωνος, μεγαλόζωνος, μελάνζωνος, μονόζωνος, οιόζωνος, ομόζωνος, παραζώνη, πεντάζωνος, πορφυρόζωνος, πυριδρακοντόζωνος, σπειροδρακοντόζωνος, υποζώνη, υψίζωνος, χρυσόζωνος
νεοελλ.
ασημοζώνη].
Greek Monotonic
ζώνη: ἡ (ζώννυμι), ζωνάρι, ζώνη (ό,τι και στη Ν.Ε.)·
I. 1. κυρίως η ζώνη που φορούσαν οι γυναίκες χαμηλά στο σώμα τους, πάνω από τους γλουτούς (ενώ το στρόφιον, η ζώνη δηλαδή που φορούσαν στο πάνω μέρος του σώματός τους, φοριόταν κάτω από το στήθος), σε Όμηρ.
2. Φράσεις: λῦσε δὲ παρθενίην ζώνην, χαλάρωσε την παρθενική της ζώνη, λέγεται για τον γαμπρό, σε Ομήρ. Οδ. — Μέσ., λέγεται για τη νύφη, σε Ανθ.· χρησιμοποιείται για άνδρες που βρίσκονται σε πορεία, ζώνην λύεσθαι, χαλαρώνω τη ζώνη μου, δηλ. ξεκουράζομαι, αναπαύομαι, καταλύω, σε Ηρόδ.· λέγεται για τις εγκυμονούσες γυναίκες, φέρειν ὑπὸ ζώνης, τρέφειν ἐντὸς ζώνης, σε Αισχύλ., Ευρ.· εἰς ζώνην δεδόσθαι, παροιμ. φράση, δίδομαι για τα έξοδα της ζώνης, λεγόταν για τις βασίλισσες της Ανατολής στις οποίες για τα μικροέξοδά τους δίδονταν πόλεις ολόκληρες, σε Ξεν.
II. 1. ζώνη που φορούσαν οι άνδρες (στον Όμηρ. κοινώς καλείται ζωστήρ), σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν. κ.λπ.
2. τμήμα του σώματος γύρω από το οποίο περιδενόταν η ζώνη, η μέση, τα πλευρά, η οσφύς, σε Ομήρ. Ιλ.
Greek (Liddell-Scott)
ζώνη: ἡ, (ζώννυμι) ζώνη, ζωνάρι. 1) παρ’ Ὁμ. κυρίως ἡ κατωτέρα ζώνη, ἣν ἐφόρουν αἱ γυναῖκες κατὰ τὴν ὀσφύν, ὑπεράνω δὲ τῆς ζώνης ταύτης ἡ ἐσθὴς ἀνεσύρετο καὶ ἔπιπτεν εἰς πτυχάς, (ἡ δὲ ζώνη ἡ καλουμένη στρόφιον, ταινία, ἐφορεῖτο εὐθὺς ὑπὸ τοὺς μαστούς), περὶ δὲ ζώνην βάλετ’ ἰξυῖ Ὀδ. Ε. 231, Κ. 544, πρβλ. Ἰλ. Ξ. 181, Ἡρόδ. 1. 51, κτλ. -Φράσεις: 1) λῦσε δὲ παρθενίην ζώνην, ἔλυσε τὴν παρθενικὴν ζώνην, ἐπὶ τοῦ νυμφίου, Ὀδ. Λ. 245, πρβλ. Πλούτ. Λυκούργ. 15. - Μέσ., ἐπὶ τῆς νύμφης, μούνῳ ἑνὶ ζώναν ἀνέρι λυσαμένα Ἀνθ. Π. 7. 234· (ἐντεῦθεν ζώνη. ἀπόλ., ἀντὶ γάμου, Εὐρ. Ι. Τ. 204· ἢ συνουσίας, Φιλόστρ. 284): ἀλλ’ ὡσαύτως β) ζώνην λύομαι ἢ ἀπολύομαι, λύω τὴν ζώνην μου πρὸς τοκετόν, Καλλ. εἰς Δῆλ. 209, Ὀππ. Κυν. 3. 56· οὕτω, ζώνην κατατίθεσθαι Πίνδ. Ο. 6. 66. γ) ἐπὶ ἀνδρῶν ἐν πορείᾳ, ζ. λύομαι, χαλαρώνω τὴν ζώνην μου, δηλ. ἀναπαύομαι, καταλύω, Ἡρόδ. 8. 120· ζ. ἀναλύεσθαι Καλλ. εἰς Δῆλ. 237. 2) ἐπὶ ἐγκύων γυναικῶν, τέκνων ἤνεγχ’ ὑπὸ ζώνην (ζώνης;) βάρος Αἰσχύλ. Χο. 992· πῶς γάρ σ’ ἔθρεψεν ἐντὸς... ζώνης ὁ αὐτ. Εὐμ. 608· τοῦτον… ἔφερον ζώνης ὕπο Εὐρ. Ἑκ. 762· ὡσαύτως, ὑπὸ ζώνῃ τίθεμαι, συλλαμβάνω, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 255. 3) παροιμ., εἰς ζώνην δίδομαι, δίδομαι δι’ ἔξοδα ζώνης, ἐπὶ Ἀσιανῶν βασιλισσῶν, εἰς ἃς ἐχαρίζοντο πόλεις ὁλόκληροι διὰ τὰ μικρὰ αὐτῶν ἔξοδα, Ξεν. Ἀν. 1. 4, 9· χώραν καλεῖν... τὴν ζώνην τῆς βασιλέως γυναικὸς Πλάτ. Ἀλκ. 1. 123Β· πρβλ. καλύπτρα Ι. 2. ΙΙ. ἡ ζώνη τοῦ ἀνδρὸς (παρ’ Ὁμ. κοινῶς ζωστήρ), ἐπὶ τῆς ζώνης τοῦ Ἀγαμέμνονος, Ἰλ. Λ. 234· ἡ ζ. τοῦ Ὠρίωνος, οἱ τρεῖς ἀστέρες οἱ ἀποτελοῦντες τὴν ζώνην τοῦ Ὠρίωνος, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 6, 14· ἡ ζώνη τῶν βαρβάρων, ἐν ᾗ ἔφερον τὸ ἐγχειρίδιον, ξεν. Ἀν. 1. 6, 10., 4. 7, 16, Ἀθήν. 443Β, Λουκ. Ἀναχ. 33, πρβλ. Πλάτ. Ἱππ. Ἐλάσσ. 368C· - αὕτη ἡ ζώνη ἐχρησίμευεν, ὡς καὶ νῦν ἐν τῇ Ἀνατολῇ, ὡς βαλλάντιον, «κεμέρι», ἐν ᾧ φυλάττονται τὰ χρήματα· ἐντεῦθεν, zonam perdere, χάνω τὸ βαλλάντιόν μου, Ὁράτ. Ἐπιστ. Β΄, 2, 40. 2) ἡ ὀσφύς, περὶ ἣν ἐτίθετο ἡ ζώνη, «μέση», οὕτως ὁ Ἀγαμέμνων λέγεται Ἄρεϊ ζώνην ἴκελος Ἰλ. Β. 479, πρβλ. Ὀρφ. Ἀποσπ. 6. 38· ὅπερ ὁ Παυσαν. 9. 17, 3 ἑρμηνεύει «τῶν ὅπλων τὴν σκευήν». 3) παρὰ τοῖς βαρβάροις ὡσαύτως = ζώνη στρατιωτική, ζώνης τυχεῖν Ἀνθ. Π. 11. 238· οἱ ὑπὸ ζώνην, στρατιῶται, Ἀνών. παρὰ Σουΐδ. ΙΙΙ. πᾶν ὅ,τι περιβάλλει τινὰ ὡς ζώνη, Πλούτ. 2. 935 Α, Λουκ. Μυίας Ἐγκωμ. 3. 2) μία τῶν ζωνῶν τῆς σφαίρας, εὔκρατος, διακεκαυμένη, κατεψυγμένη, Λατ. cingulus, Στράβ. 31, 65, 94 κἑξ. 3) ἐν τῇ Ἀρχιτεκτονικῇ, = διάζωμα, Παυσ. 5. 10, 5, Βιτρούβ.· ὡσαύτως στοά, Βυζ. 4) παρ’ Ἰατρ. συγγραφ., ἕρπης ζωστήρ (cingulum), καλούμενος οὕτως ὡς περιζωννύων ὁλόκληρον τὸ σῶμα, ignis sacer, πρβλ. ζωστήρ ΙΙ. 3.
Middle Liddell
ζώνη, ἡ, ζώννυμι
a belt, girdle:
I. properly the lower girdle worn by women above the hips, (the upper-girdle, the στρόφιον, being worn under the breasts), Hom.
2. Phrases, λῦσε δὲ παρθενίην ζώνην unloosed her maiden girdle, of the bridegroom, Od.; Mid. of the bride, Anth.:—of men on a march, ζ. λύεσθαι to slacken one's belt, i. e. rest oneself, Hdt.:— of pregnant women, φέρειν ὑπὸ ζώνης, τρέφειν ἐντὸς ζώνης Aesch., Eur.:— εἰς ζώνην δεδόσθαι to be given for girdle-money (as we should say, pin-money), of Oriental queens who had cities given them, Xen.
II. the man's belt (in Hom. commonly ζωστήῤ, Il., Xen., etc.
2. the part round which the girdle past, the waist, loin, Il.
Chinese
原文音譯:zènh 索尼
詞類次數:名詞 一
原文字根:束描(帶)
字義溯源:帶*,腰帶,腰袋,錢袋;或源自(ζυγός)=聯接),而 (ζυγός)出自(ζεστός)X=聯合*)。比較: (βαλλάντιον)=錢袋。猶太人用此腰帶有兩個目的:
1)用來作錢袋
2)用來作腰束帶子,拘束長袍
同源字:1) (ἀναζώννυμι)再束縛 2) (διαζώννυμι)束緊 3) (ζώνη)帶 4) (ζώννυμι / ζωννύω)束捆 5) (περιζώννυμι / περιζωννύω)四圍束縛 6) (ὑποζώννυμι)束縛
出現次數:總共(8);太(2);可(2);徒(2);啓(2)
譯字彙編:
1) 帶(3) 太3:4; 可1:6; 啓15:6;
2) 腰帶(2) 徒21:11; 徒21:11;
3) 腰袋(2) 太10:9; 可6:8;
4) 一條⋯帶(1) 啓1:13