συμβαίνω: Difference between revisions

From LSJ

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[βαίνω]]<br /><b>1.</b> [[γίνομαι]], συντελούμαι (α. «συμβαίνουν κοσμοϊστορικά γεγονότα στις μέρες μας» β. «χρηστόν τι συμβαίνει παρὰ θεῶν», <b>Ξεν.</b><br />γ. «αἱ ἀεὶ συμβαίνουσι τύχαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(τριτοπρόσ.)</b> <i>συμβαίνει</i><br />γίνεται [[κάτι]], συντελείται [[κάτι]], [[ιδίως]] τυχαία (α. «συμβαίνει [[συχνά]] να καθυστερεί το [[δρομολόγιο]]» β. «συμβαίνει τῷ πλοίω ἀργεῑν», πάπ.<br />γ. «συμβαίνει τῷ οἰκοδόμῳ μουσικῷ [[εἶναι]]», Αριστ.)<br /><b>3.</b> [[επακολουθώ]], [[έρχομαι]] ως [[αποτέλεσμα]] (α. «ξέρεις τί θα συμβεί, αν συνεχίσεις τα [[ίδια]]» β. «συμβήσεται τὰ μελίσσεια ἀπολέσθαι», πάπ.)<br /><b>4.</b> (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>το συμβαίνον</i> και <i>τὸ συμβαῑνον</i><br />αυτό που συμβαίνει, το [[περιστατικό]] που συντελείται (α. «η [[κυβέρνηση]] ενημερώθηκε [[αμέσως]] για τα συμβαίνοντα» β. «δεῑ οὖν πρὸς τὰ συμβαίνοντα... τούτοις χρῆσθαι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> (το ουδ. μτχ. αορ. ως ουσ.) το [[συμβάν]]<br />[[περιστατικό]], [[γεγονός]]<br /><b>6.</b> (το ουδ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) το [[συμβεβηκός]]<br /><b>(φιλοσ.)</b> α) το τυχαίο [[γεγονός]]<br />β) (στους επικούρειους) ουσιώδες [[κατηγόρημα]], χαρακτηριστικό [[γνώρισμα]]<br />γ) (στους στωικούς) [[επακολούθημα]]<br />δ) (στον <b>Αριστοτ.</b>) [[καθετί]] που ενυπάρχει σε ένα [[υποκείμενο]] και [[είναι]] αληθινό, η ύπαρξη του οποίου όμως δεν [[είναι]] [[ούτε]] αναγκαία [[ούτε]] συχνή<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κατά]] [[συμβεβηκός]]»<br /><b>(φιλοσ.)</b> [[κατά]] τύχην, τυχαία<br />β) «αν συμβεί [[κάτι]]» και «ἄν τι συμβῇ»<br />([[ευφημισμός]]) αν έλθει ένα [[κακό]], αν επέλθει [[καμιά]] [[συμφορά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(το ουδ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) το [[συμβεβηκός]]<br /><b>(φιλοσ.)</b> επίκτητο ή και έμφυτο [[γνώρισμα]] το οποίο δεν επηρεάζει καταλυτικά την [[ουσία]] μιας έμψυχης ή άψυχης υπόστασης<br /><b>μσν.</b><br />(το ουδ. μτχ. αορ. ως επίρρ.) [[πιθανώς]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στέκομαι]] με τα πόδια ενωμένα («[[Παλλάδιον]] τοῖς ποσὶ [[συμβεβηκός]]», <b>Απολλόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[βαδίζω]] [[προς]] το ίδιο [[σημείο]], [[συναντώ]] («ἐκ δὲ τῆς μάχης ταύτης συνέβησαν οἱ στρατιῶται αὐτοὶ αὐτοῑς», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> [[έρχομαι]] σε [[συμφωνία]] («συνέβησαν [[ὥστε]] τριηκοσίους μάχεσθαι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> συνδιαλλάσσομαι, συμφιλιώνομαι («ὅτι γενναίως ἐκ τοῦ πολέμου καὶ τοῦ νείκους ξυνέβητον», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>5.</b> [[συμφωνώ]] («χρησμοί τε συμβαίνουσι», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>6.</b> (για εξαγόμενα αριθμητικών πράξεων) [[συμπίπτω]], [[συμφωνώ]]<br /><b>7.</b> [[αρμόζω]], [[ταιριάζω]] («τοὺς τετραγώνους λίθους ἐν τοῖς τείχεσιν... συμβαίνειν οἱ τεχνῑται λέγουσι», Μάρκ. Αυρ.)<br /><b>8.</b> [[συμφωνώ]] με κάποιον, [[συναναστρέφομαι]] ευχάριστα («οὺ... Ἀθηναίοισι συνέβαιν' Αἰσχύλος», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>9.</b> τάσσομαι με το [[μέρος]] κάποιου («συμβαίνειν ἑκατέρᾳ τῶν στάσεων», Δίον. Αλ.)<br /><b>10.</b> [[παραστέκω]], [[βοηθώ]] κάποιον («ὅν οὐδαμοῡ φῄς οὐδὲ συμβῆναι ποδί», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>11.</b> [[αντιστοιχώ]] με [[κάτι]] («ὁ [[χρόνος]] ἐδόκεε τῇ ἡλικίῃ συμβαίνειν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>12.</b> [[πέφτω]] στον κλήρο κάποιου, [[τυχαίνω]] σε κάποιον («αἵ μοι συμβαίνουσ' ἆται», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>13.</b> [[είμαι]] [[σύμβολο]] ή χαρακτηριστικό κάποιου («ξυνεβεβήκει... Ἀθηναίοις τοῡτο», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>14.</b> (για χρησμό) εκπληρώνομαι («καὶ δοκεῑ τὸ μαντεῑον [[τοὐναντίον]] ξυμβῆναι ἤ προσεδέχοντο», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>15.</b> [[αποβαίνω]], [[καταλήγω]] («τὰ μητρὸς... ἔχθιστα συμβέβηκεν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>16.</b> (σε [[λογική]] [[ακολουθία]]) [[έπομαι]] ως [[συμπέρασμα]]<br /><b>17.</b> (το ουδ. αόρ. ως ουσ.) επακόλουθο, [[αποτέλεσμα]]<br /><b>18.</b> <b>φρ.</b> α) «[[συμβαίνω]] εἰς τὸ [[μέσον]]» — [[αποδέχομαι]] κάποιο συμβιβασμό (<b>Πλάτ.</b>)<br />β) «λόγοις [[συμβαίνω]]» — [[κάνω]] προφορική [[συμφωνία]] ή [[συνεννόηση]] (<b>Ευρ.</b>)<br />γ) «τοῡ συμβαίνοντὸς ἐστι» — [[είναι]] καθημερινή [[υπόθεση]] <b>(Ισαί.)</b><br />δ) «[[συμβαίνω]] κακοῑς» — [[συνεργώ]] στην [[αύξηση]] τών κακών (<b>Ευρ.</b>).
|mltxt=ΝΜΑ [[βαίνω]]<br /><b>1.</b> [[γίνομαι]], συντελούμαι (α. «συμβαίνουν κοσμοϊστορικά γεγονότα στις μέρες μας» β. «χρηστόν τι συμβαίνει παρὰ θεῶν», <b>Ξεν.</b><br />γ. «αἱ ἀεὶ συμβαίνουσι τύχαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(τριτοπρόσ.)</b> <i>συμβαίνει</i><br />γίνεται [[κάτι]], συντελείται [[κάτι]], [[ιδίως]] τυχαία (α. «συμβαίνει [[συχνά]] να καθυστερεί το [[δρομολόγιο]]» β. «συμβαίνει τῷ πλοίω ἀργεῖν», πάπ.<br />γ. «συμβαίνει τῷ οἰκοδόμῳ μουσικῷ [[εἶναι]]», Αριστ.)<br /><b>3.</b> [[επακολουθώ]], [[έρχομαι]] ως [[αποτέλεσμα]] (α. «ξέρεις τί θα συμβεί, αν συνεχίσεις τα [[ίδια]]» β. «συμβήσεται τὰ μελίσσεια ἀπολέσθαι», πάπ.)<br /><b>4.</b> (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>το συμβαίνον</i> και <i>τὸ συμβαῑνον</i><br />αυτό που συμβαίνει, το [[περιστατικό]] που συντελείται (α. «η [[κυβέρνηση]] ενημερώθηκε [[αμέσως]] για τα συμβαίνοντα» β. «δεῑ οὖν πρὸς τὰ συμβαίνοντα... τούτοις χρῆσθαι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> (το ουδ. μτχ. αορ. ως ουσ.) το [[συμβάν]]<br />[[περιστατικό]], [[γεγονός]]<br /><b>6.</b> (το ουδ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) το [[συμβεβηκός]]<br /><b>(φιλοσ.)</b> α) το τυχαίο [[γεγονός]]<br />β) (στους επικούρειους) ουσιώδες [[κατηγόρημα]], χαρακτηριστικό [[γνώρισμα]]<br />γ) (στους στωικούς) [[επακολούθημα]]<br />δ) (στον <b>Αριστοτ.</b>) [[καθετί]] που ενυπάρχει σε ένα [[υποκείμενο]] και [[είναι]] αληθινό, η ύπαρξη του οποίου όμως δεν [[είναι]] [[ούτε]] αναγκαία [[ούτε]] συχνή<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κατά]] [[συμβεβηκός]]»<br /><b>(φιλοσ.)</b> [[κατά]] τύχην, τυχαία<br />β) «αν συμβεί [[κάτι]]» και «ἄν τι συμβῇ»<br />([[ευφημισμός]]) αν έλθει ένα [[κακό]], αν επέλθει [[καμιά]] [[συμφορά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(το ουδ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) το [[συμβεβηκός]]<br /><b>(φιλοσ.)</b> επίκτητο ή και έμφυτο [[γνώρισμα]] το οποίο δεν επηρεάζει καταλυτικά την [[ουσία]] μιας έμψυχης ή άψυχης υπόστασης<br /><b>μσν.</b><br />(το ουδ. μτχ. αορ. ως επίρρ.) [[πιθανώς]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στέκομαι]] με τα πόδια ενωμένα («[[Παλλάδιον]] τοῖς ποσὶ [[συμβεβηκός]]», <b>Απολλόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[βαδίζω]] [[προς]] το ίδιο [[σημείο]], [[συναντώ]] («ἐκ δὲ τῆς μάχης ταύτης συνέβησαν οἱ στρατιῶται αὐτοὶ αὐτοῑς», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> [[έρχομαι]] σε [[συμφωνία]] («συνέβησαν [[ὥστε]] τριηκοσίους μάχεσθαι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> συνδιαλλάσσομαι, συμφιλιώνομαι («ὅτι γενναίως ἐκ τοῦ πολέμου καὶ τοῦ νείκους ξυνέβητον», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>5.</b> [[συμφωνώ]] («χρησμοί τε συμβαίνουσι», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>6.</b> (για εξαγόμενα αριθμητικών πράξεων) [[συμπίπτω]], [[συμφωνώ]]<br /><b>7.</b> [[αρμόζω]], [[ταιριάζω]] («τοὺς τετραγώνους λίθους ἐν τοῖς τείχεσιν... συμβαίνειν οἱ τεχνῑται λέγουσι», Μάρκ. Αυρ.)<br /><b>8.</b> [[συμφωνώ]] με κάποιον, [[συναναστρέφομαι]] ευχάριστα («οὺ... Ἀθηναίοισι συνέβαιν' Αἰσχύλος», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>9.</b> τάσσομαι με το [[μέρος]] κάποιου («συμβαίνειν ἑκατέρᾳ τῶν στάσεων», Δίον. Αλ.)<br /><b>10.</b> [[παραστέκω]], [[βοηθώ]] κάποιον («ὅν οὐδαμοῡ φῄς οὐδὲ συμβῆναι ποδί», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>11.</b> [[αντιστοιχώ]] με [[κάτι]] («ὁ [[χρόνος]] ἐδόκεε τῇ ἡλικίῃ συμβαίνειν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>12.</b> [[πέφτω]] στον κλήρο κάποιου, [[τυχαίνω]] σε κάποιον («αἵ μοι συμβαίνουσ' ἆται», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>13.</b> [[είμαι]] [[σύμβολο]] ή χαρακτηριστικό κάποιου («ξυνεβεβήκει... Ἀθηναίοις τοῡτο», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>14.</b> (για χρησμό) εκπληρώνομαι («καὶ δοκεῑ τὸ μαντεῑον [[τοὐναντίον]] ξυμβῆναι ἤ προσεδέχοντο», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>15.</b> [[αποβαίνω]], [[καταλήγω]] («τὰ μητρὸς... ἔχθιστα συμβέβηκεν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>16.</b> (σε [[λογική]] [[ακολουθία]]) [[έπομαι]] ως [[συμπέρασμα]]<br /><b>17.</b> (το ουδ. αόρ. ως ουσ.) επακόλουθο, [[αποτέλεσμα]]<br /><b>18.</b> <b>φρ.</b> α) «[[συμβαίνω]] εἰς τὸ [[μέσον]]» — [[αποδέχομαι]] κάποιο συμβιβασμό (<b>Πλάτ.</b>)<br />β) «λόγοις [[συμβαίνω]]» — [[κάνω]] προφορική [[συμφωνία]] ή [[συνεννόηση]] (<b>Ευρ.</b>)<br />γ) «τοῡ συμβαίνοντὸς ἐστι» — [[είναι]] καθημερινή [[υπόθεση]] <b>(Ισαί.)</b><br />δ) «[[συμβαίνω]] κακοῑς» — [[συνεργώ]] στην [[αύξηση]] τών κακών (<b>Ευρ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 08:45, 27 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμβαίνω Medium diacritics: συμβαίνω Low diacritics: συμβαίνω Capitals: ΣΥΜΒΑΙΝΩ
Transliteration A: symbaínō Transliteration B: symbainō Transliteration C: symvaino Beta Code: sumbai/nw

English (LSJ)

fut. A -βήσομαι Hdt.2.3, etc.: pf. -βέβηκα, 3pl. -βεβᾶσι E.Hel.622, Ion. inf. -βεβάναι Hdt.3.146: pf. inf. Pass. -βεβάσθαι Th. 8.98: aor. 2 συνέβην (v. infr.): aor. 1 subj. Pass. ξυμβᾰθῇ Id.4.30:— stand with the feet together, Hp.Off.3; διαβαίνοντες μᾶλλον ἢ συμβεβηκότες X.Eq.1.14; συμβεβηκὼς τὼ πόδε Poll.3.91; συμβᾶσα τὼ πόδε, opp. περιβάδην, Ach.Tat.1.1; Παλλάδιον τοῖς ποσὶ συμβεβηκός a statue with closed feet, as in early Greek art, Apollod.3.12.3. 2 σ. κακοῖς to be joined to them, i.e. increase them, E.Hel.37. 3 meet, σὺν δ' ἔβη ἐν Φιλότητι Emp.21.8; τὸν συμβαίνοντά σοι Eup.136 (dub.); σ. αὐτοὶ αὑτοῖς X.HG1.2.17; ξυμβέβηκε δ' οὐδαμοῦ has never come in my way, has had naught to do with me, E.Hel.1007. 4 attack jointly, ἐπὶ Ναξίους Parth.9.1. II most freq. metaph., come to an agreement, come to terms, E.Ph.71, etc.; ἐπ' ἐλάττονι σ. agree on (i.e. to accept) less, POxy.237 viii 11 (ii A.D.): c. dat., Th.3.52, 4.128, etc.; πρὸς ἀλλήλους ib.61, etc.: with neut. Adj., ἐὰν ξυμβῶ τί σοι Ar.Ra.175; ἤν τι ξυμβαίνωσι Th.2.5; ξ. τὰ πλείω, οὐδέν, Id.4.117, 5.36; τἆλλα τοῖς Λακεδαιμονίοις Id.8.98: c. inf., συνέβησαν ἐς τὠυτὸ... τὸν δὲ βασιλεύειν Hdt.1.13; ξ. ὑπήκοοι εἶναι Th.1.117; ξ. ἤν τις ἁλίσκηται, . . δοῦλον εἶναι ib.103; ξ. τοῖς Πλαταιεῦσι παραδοῦναι σφᾶς αὐτούς Id.2.4; ξ. πρὸς Νικίαν . . ἐπιτρέψαι Id.4.54; also συνέβησαν . . ὥστε τριηκοσίους μαχέσασθαι Hdt.1.82; σ. εἰς τὸ μέσον agree to a compromise, Pl.Prt.337e; λόγοις σ., of a verbal agreement, E.Med. 737, Andr.233: generally, make friends with, ἐκ πολέμου ξ. Ar.V. 867; ἀπὸ τοῦ ἴσου Th.4.19; ἐπὶ τοῖς εἰρημένοις E.Ph.590 (troch.): in pf. συμβεβάναι and Pass., of the agreement, δοκέοντες πάντα συμβεβάναι that everything had been settled, or that they had settled everything, Hdt.3.146; ἐπὶ τούτοις ξυμβεβάσθαι Th.8.98; ἕως ἄν τι περὶ τοῦ πλέονος ξυμβαθῇ Id.4.30. 2 agree with, be on good terms with, οὐ . . Ἀθηναίοισι συνέβαιν' Αἰσχύλος Ar.Ra.807; σ. ἑκατέρᾳ τῶν στάσεων hold with one and other of them, D.H.2.62. 3 of things, tally, correspond with, ὁ χρόνος ἐδόκεε τῇ ἡλικίῃ συμβαίνειν Hdt.1.116; ἐθέλων εἰδέναι εἰ [οἱ ἐκείνων λόγοι] συμβήσονται τοῖσι λόγοισι τοῖσι ἐν Μέμφι Id.2.3; ξυμβαίνει ταῦτα τοῖς πρὸ τοῦ Lys.8.9; εἰς ταὐτὸ σ. τοῖς ἐμοῖς στίβοις A.Ch.210: abs., ὅπως ἂν ἀρτίκολλα συμβαίνῃ τάδε ib.580; χρησμοί τε συμβαίνουσι are in harmony therewith, Ar.Eq.220, cf. S. Tr.1164; αὐτὸ σ. εἰς ταύτην εἶναι πέμπτην five days later exactly tallies, D.19.60; τοῦτο σ. οὐ πλέον ἢ εἰς δώδεκα comes to no more than 12, X.HG6.4.12; αἱ πεντακόσιαι μάλιστά πως συνέβαινον δραχμαί Aristid.Or.50(26).94; τὸ φαρμακεύεσθαι τῷ καθαίρεσθαι εἰς ταὐτὸν σ. comes to the same thing as... Gal.15.901; of ashlar-work, fit or range exactly, M.Ant.5.8. 4 fall to one's lot, c. dat. pers., μοι σ. ἆται E.IT148 (lyr.), etc.; ἡδοναί τινι Isoc.15.222; τριηραρχία μοι D. 47.49; ἀτυχία Id.57.65; εὐεργεσιῶν συμβαίνειν καιρόν Id.20.121. 5 to be an attribute or characteristic of, ξυνεβεβήκει . . Ἀθηναίοις τοῦτο Th. 2.15; τὰ ὀφείλοντα ταῖς ἀρίσταις συμβεβηκέναι τιτθαῖς Sor.1.87, cf.91, 2.6. III of events, come to pass, fall out, happen, συμβαίνει δ' οὐ τὰ μέν, τὰ δ' οὔ A.Pers.802; τῶνδε ναμέρτεια σ. S.Tr.173; ἐὰν μὴ θεία τις σ. τύχη Pl.R.592a; αἱ ἀεὶ συμβαίνουσαι τύχαι Id.Criti.120e; εἰ καιρὸς σ. X.Eq.Mag.2.5; χρηστόν τι σ. παρὰ θεῶν D.1.11; τοὐναντίον συμβαίνειν πέφυκε Gal.15.460: c. dat., ib.67, 16.724: also euphem., ἄν τι ξυμβῇ if anything happen (i.e. any evil), D.21.112, cf. Riv.Fil.60.59 (ii B.C.): generally, occur, be found, exist, ἐν τῇ ἀρχαίᾳ ἡμετέρᾳ φωνῇ σ. τὸ ὄνομα Pl.Cra.398b, cf. A.D.Pron.29.15: but, b mostly impers., sts. c. dat. et inf., αὐτῷ Ὀλυμπιάδα ἀνελέσθαι συνέβη Hdt.6.103, cf. 3.50, Th.1.1; συμβαίνει τῷ πλοίῳ ἀργεῖν PCair.Zen.650.2 (iii B.C.), cf. PMich.Zen.21.3, al. (iii B.C.): sts. c. acc. et inf., συνέβη Γέλωνα νικᾶν Hdt.7.166, cf. Th.8.25; συμβαίνει διὰ παντὸς ἡμᾶς περιφόβους εἶναι PCair.Zen.160.6, cf. 132.5 (iii B.C.), PEnteux.6.2, al. (iii B.C.), Gal.15.476; σ. τῷ οἰκοδόμῳ μουσικῷ εἶναι Arist.Metaph.1017a11; folld. by ὥστε, S.Tr.1152, Th.4.79, Arist.Pol.1261a34: c. part., σ. ὄν, γιγνόμενον, λεγόμενον, Pl. Sph.244d, Phlb.42d, Cra.412a. c τὸ συμβεβηκός chance event, contingency, Id.Prm.128c; τὰ συμβαίνοντα X.Cyr.1.6.43; τὰ συμβάντα Id.An.3.1.13; ἀπὸ τοῦ συμβαίνοντος ὁ τόπος εἴληφε τὴν προσηγορίαν Plb.10.28.7: hence κατὰ συμβεβηκός by accident, contingently (v. infr. iv. 1); τοῦ συμβαίνοντός ἐστι it depends upon accident, easily happens, Is.4.13. 2 joined with Adverbs or Adiectives, turn out in a certain way, ὀρθῶς σφι ἡ φήμη συνέβαινε ἐλθοῦσα Hdt. 9.101; κακῶς, καλῶς συμβῆναι, X.Mem.1.2.63, Cyr.5.4.14, E.IT1055; τὰ μητρὸς . . ἔχθιστα συμβέβηκεν S.El.262; ταῦτα . . λαμπρὰ σ. Id.Tr. 1174; ξυμβεβᾶσιν οἱ λόγοι . . ἀληθεῖς E.Hel.622; ἄπιστ' ἀληθῆ πολλὰ σ. βροτοῖς Id.Fr.396; σ. μέγιστον κακὸν ἡ ἀδικία Pl.Grg.479c, cf. Alc. 1.130c, Cra.398e; δοκεῖ τὸ μαντεῖον τοὐναντίον ξυμβῆναι ἢ . . Th.2.17; τοιούτου τούτου συμβάντος Id.1.74; συμβαίνει καὶ σοὶ (sc. ἄριστον) Pl. Lg.903d: abs., turn out well, ἢν ξυμβῇ ἡ πεῖρα Th.3.3; εἴ μοι σ. τοῦτο Pl.Lg.744a. 3 of consequences, come out, result, follow, δαπανῶντες ἐς τοιαῦτα ἀφ' ὦν ἡ ἀσθένεια ξυμβαίνει Th.8.45; κάλλιστον δὴ ἔργων ὑμῖν ξυμβήσεται Id.6.33; τὰ συμβάντα, opp. ἡ προαίρεσις, D.18.192; δηλοῦται ἐκ τοῦ συμβάντος Gal.16.583; ἐὰν μὴ ὅτι τάχος ἀποσταλῇ τὰ ὑποζύγια, συμβήσεται τὰ μελίσσεια ἀπολέσθαι PCair.Zen. 467.8, cf. 481.2, al. (iii B.C.). b of logical conclusions, result, follow, freq. in Pl. and Arist., Pl.Grg.459b, etc.; σ. ἐκ τῶν κειμένων Arist.Top.156b38, al., cf. D.25.73: impers., it follows, c. inf., Pl.Tht.170c, Phd.74a, Arist.EN1152b25, al.; also σ. μήτε κουφότητ' ἔχειν μήτε βάρος, ἔπειθ' ὅτι ἀδύνατον κινηθῆναι Arist.Cael.270a5: also pers., συμβαίνει εἶναι or γίγνεσθαι turns out to be, i.e. consequently or inevitably is or happens, κάθαρσις εἶναι τοῦτο σ. Pl.Phd.67c, cf. 80b, Cra.396a, Phlb.55a, 64e, Prm.134b, R.438e; ὅσα συμβαίνει γίγνεσθαι κακὰ καὶ ὅσα συμβήσεται Id.Plt.301e: hence συμβεβηκός (v. infr. iv. 2). IV in Philos., τὸ συμβεβηκός has two senses: 1 a contingent attribute or 'accident' (in the modern sense), Arist. APo.73b4, Top.102b4, al.; κατὰ συμβεβηκός 'accidentally', opp. καθ' αὑτό, Id.Ph.192b22, cf. Metaph.1052a18, Thphr.Sens.22; opp. ἁπλῶς, Arist.APo.71b10, al.; opp. φύσει, Id.de An.406a14; opp. κυρίως, πρώτως, Gal.15.629, cf. 16.575, al.; opp. ἄντικρυς, Id.18(2).180. 2 an attribute necessarily resulting from the notion of a thing, but not entering into the definition thereof, οἷον τῷ τριγώνῳ τὸ δύο ὀρθὰς ἔχειν Arist.Metaph.1025a31; distd. by the addition of καθ' αὑτό, Id.APo.83b19, al.; in Epicurus, essential attribute, property, opp. σύμπτωμα 'accident', τὰ τούτων συμπτώματα ἢ σ. Ep.1p.6U., cf. Nat.4 G., al.; σ. ἀνθρώπου τὸ θνητὸν εἶναι Phld.Sign.3, al.; in the Stoics, consequence, opp. αἴτιον, Zeno Stoic.1.25.

German (Pape)

[Seite 976] (s. βαίνω), 1) die Füße zusammenhalten, mit geschlossenen Füßen dastehen, nur im perf., daher διαβαίνοντες μᾶλλον ἢ συμβεβηκότες, Xen. Eq. 1, 14; ἀνδριὰς συμβεβηκώς, eine Bildsäule mit zusammenstehenden, nicht getrennten Füßen. – 2) zusammentreten, -kommen, hingehen, Τίρυνθι συμβέβηκεν, Soph. Trach. 1142; ὃν οὐδαμοῦ φῂς οὐδὲ συμβῆναι ποδί, Ai. 1260; bes. um sich mit Einem zu besprechen, um mit ihm zu unterhandeln; sich aussöhnen, ἐκ τοῦ πολέμου καὶ τοῦ νείκους, Ar. Vesp. 867; Her. 1, 13. 82; dah. übereinkommen, δοκέοντες πάντα συμβεβάναι, 3, 146; πολλὰ ἐν ἀλλήλοις εἰπόντων καὶ οὐδὲν ξυμβάντων, Thuc. 5, 36; sich aussöhnen, μετεμέλοντο ὅτι μετὰ τὰ ἐν Πύλῳ καλῶς παρασχὸν οὐ ξυνέβησαν, 5, 14, dah. ξυμβήσεσθαι im Ggstz von πολεμήσειν, 5, 38. 81, auch π ρός τινα, 1, 103; übereinstimmen, εἰς ταὐτὸ συμβαίνουσι τοῖς ἐμοῖς στίβοις, Aesch. Ch. 208; ὅπως ἂν ἀρτίκολλα συμβαίνῃ τάδε, 573; φανῶ δ' ἐγὼ τούτοισι συμβαίνοντ' ἴσα μαντεῖα καινά, Soph. Tr. 1154; λόγοις συμβάς, Eur. Med. 737, vgl. Andr. 232; χρησμοὶ συμβαίνουσι, Ar. Equ. 220; auch = in Erfüllung gehen, von Orakeln, καὶ δοκεῖ τὸ μαντεῖον τοὐναντίον ξυμβῆναι ἢ προσεδέχοντο, Thuc. 2, 17; Ἀθηναίοισιν οὐ συνέβαιν' Αἰσχύλος, er ging nicht mit ihnen um, od. fand keinen Gefallen an ihnen, Ar. Ran. 806; ἐὰν ξυμβῶ τί σοι, 175; im Aeußern einander entsprechen, ähneln, gleich sein, Her. 1, 116. 2, 3; vgl. M. Ant. 5, 8, οὕτως γὰρ συμβαίνειν ποτὲ ἡμῖν λέγομεν, ὡς καὶ τοὺς τετραγώνους λίθους ἐν τοῖς τείχεσιν ἢ ταῖς πυραμίσι συμβαίνειν (passen) οἱ τεχνῖται λέγουσι, συναρμόζοντες ἀλλήλοις ἐν ποιᾷ συνθέσει. Bei Poll. 8, 140 ist τὰ συμβαθέντα der Vertrag. – Bes. sich ereignen, zutreffen; Aesch. Pers. 788; ᾗ πρῶτα μὲν τὰ μητρὸς ἔχθιστα συμβέβηκεν, Soph. El. 254; αἵ μοι συμβαίνουσ' ἆται, Eur. I. T. 148; ἴσως ἅπαντα συμβαίη καλῶς, 1055. So von Her. an häufig in Prosa, gew. c. inf., Her. 6, 103. 9, 101, συνέβη μοι πορεύεσθαι, es traf sich, daß ich auf der Reise war, ich war eben auf der Reise; auch mit acc. c. inf., 7, 166 u. oft; bei Flgdn bes. vom Unglück, ἐάν τι συμβῇ, falls sich Etwas ereignen sollte, Dem. Lpt. 51, ein sehr gewöhnlicher Euphemismus, um nicht zu sagen, falls es schlecht gehen sollte. Selten im guten Sinne, von Statten gehen, Fortgang haben, Thuc. 3, 3, vgl. Poppo; u. Plat. εἴ μοι συμβαίνει τοῦτο ἢ καὶ ἀποτυγχάνω τοῦ σκοποῦ, Legg. V, 744 a; καλῶς συμβῆναι, Xen. Cyr. 5, 4, 7; κακῶς, Mem. 1, 2, 63; πῶς χρήσιμον ἂν ξυμβαίη ἡμῖν δουλεῦσαι, Thuc. 5, 92; auch σκοποῦντί μοι συμβαίνει πιστεῦσαι, 1, 1, ich finde mich veranlaßt zu glauben; τὰ συμβάντα, Xen. An. 3, 1, 13; φοβοῦμαι, μή τι μεῖζον κακὸν τῇ πόλει συμβῇ, Mem. 3, 5, 17; πολέμου κακῶς συμβάντος, da er einen üblen Ausgang genommen, 1, 2, 63; oft ist es wie τυγχάνω eine Umschreibung für εἶναι, nur die Behauptung milder ausdrückend, als zufälliges Ergebniß, ἆρ' οὖν συμβαίνει μέγιστον κακὸν ἡ ἀδικία καὶ τὸ ἀδικεῖν, Plat. Gorg. 479 c, u. oft, bes. mit εἶναι u. γίγνεσθαι oder ὄν u. γιγνόμενον, u. oft bei Pol.; τὸ συμβεβηκός, zufälliger Umstand, der nicht nothwendig zum Wesen des Dings gehört, aber an ihm sich ereignet, eintritt, Arist. oft, vgl. topic. 1, 3; – zusammentreffen, von Summen beim Rechnen, Dem. 19, 60; und in der Dialektik von Schlußfolgen, die sich aus den Vordersätzen ergeben, τί ἡμῖν συμβαίνει ἐκ τῶν ὡμολογημένων, Plat. Gorg. 498; Theaet. 170 c u. oft. Bei Arist. gewöhnlich, wenn er aus den Sätzen anderer Philosophen widerlegende Consequenzen zieht.

Greek (Liddell-Scott)

συμβαίνω: μέλλ. -βήσομαι· πρκμ. -βέβηκα, γ΄ πληθ. συγκεκομμ. -βεβᾶσι Εὐρ. Ἑλ. 622· Ἰων. ἀπαρ. -βεβάναι Ἡρόδ. 3. 146 παθ. πρκμ. ἀπαρ. -βεβάσθαι Θουκ. 8. 98· ἀόρ. β΄ συνέβην, ἀπαρ. συμβῆναι· παθ. ἀόρ. α΄ ὑποτ. ξυμβαθῇ Θουκ. 4. 30. Ἵσταμαι ἔχων τοὺς πόδας ἡνωμένους, ἀντίθετον τῷ διαβαίνειν, Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 740· διαβαίνοντες μᾶλλον ἢ συμβεβηκότες Ξεν. Ἱππ. 1. 14· συμβεβηκὼς ἄμφω τὼ πόδε Πολυδ. Γ΄, 91· συμβᾶσα τὼ πόδε, ἀντίθετον τῷ περιβάδην (πρβλ. συμβάδην), Ἀχιλλ. Τάτ. 1. 1· ἀνδριὰς συμβεβηκώς, ἔχων τοὺς πόδας κλειστούς, ἡνωμένους, ὡς τὰ παλαιότερα ἀγάλματα κατὰ τὴν πρώτην περίοδον τῆς Ἑλληνικῆς τέχνης, Müller Archäol. d. Kurst § 68 3. 2) ἵσταμαι ὁμοῦ ἢ πλησίον ὥστε νὰ βοηθήσω, βοηθῶ, συμβῆναι ποδὶ Σοφ. Αἴ. 1281, πρβλ. 1237· σ. κακοῖς, ἐνοῦμαι μετ’ αὐτῶν, συνεργῶ εἰς αὔξησιν τῶν κακῶν, Εὐρ. Ἑλ. 37. 3) βαίνω ὁμοῦ ἢ συναντῶ, τὸν συμβαίνοντά σοι Εὔπολις ἐν «Διαιτῶντι» 1· σ. αὐτοὶ αὑτοῖς Ξεν. Ἑλλ. 1. 2, 17· ἡ Κύπρις δέ μοι ἵλεως μὲν εἴη, συμβέβηκε δ’ οὐδαμοῦ, οὐδαμοῦ συνηντήθη μετ’ ἐμοῦ, οὐδεμίαν σχέσιν ἔσχον μετ’ αὐτῆς, Εὐρ. Ἑλ. 1007. ΙΙ. συνηθέστατα μεταφορ., ἔρχομαιβαδίζω ὁμοῦ, ἔρχομαι εἰς συμφωνίαν ἢ συνεννόησιν, συμφωνῶ, Λατ. convenire, Ἡρόδ. 1. 13. 82, Εὐρ. Φοίν. 71, κτλ.· τινί, μετά τινος, Ἡρόδ., κτλ.· Τίρυνθι συμβέβηκε, συνεφώνησε πρὸς τοὺς Τιρυνθίους, Σοφ. Τρ. 1152 πρός τινα Θουκ. 4. 61, κτλ.· μετ’ οὐδετ. ἐπιθέτου, ἢν ξυμβῶ τί σοι Ἀριστοφ. Βάτρ. 175· ἢν τι ξυμβαίνωσι Θουκ. 2. 5· ξ. τὰ πλείω, οὐδὲν ὁ αὐτ. 4. 117., 5. 36· τἆλλα τοῖς Λακεδαιμονίοις ὁ αύτ. 8. 98· ― μετ’ ἀπαρ., συνέβησαν ἐς τωὐτό..., τὸν δὲ βασιλεύειν Ἡρόδ. 1. 13· σ. ὑπήκοοι εἶναι Θουκ. 1. 117· ξ. ἤν τις ἁλίσκηται..., δοῦλον εἶναι αὐτόθι 103· σ. τοῖς Πλαταιεῦσι παραδοῦναι σφᾶς αὐτοὺς Θουκ. 2. 4· σ. πρὸς Νικίαν… ἐπιστρέψαι ὁ αὐτ. 4. 54· ὡσαύτως, συνέβησαν... ὥστε τριηκοσίους μαχέσασθαι Ἡρόδ. 1. 82· σ. εἰς τὸ μέσον, συμφωνῶ πρός τινα συμβιβασμόν, Πλάτ. Πρωτ. 337Ε· λόγοις σ., ἐπὶ προφορικῆς συμφωνίας ἢ συνεννοήσεως, Εὐρ. Μήδ. 737· ἀλλ’ ἐν Ἀνδρ. 233, πιθ. συμφωνῶ μὲ τοὺς λόγους αὐτῆς· ― καθόλου, συμφιλιοῦμαι, διαλλάττομαι, τινὶ Ἀριστοφ. Βάτρ. 807· ἐκ πολέμου ξυμβ. ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 867 ἀπὸ τοῦ ἴσου Θουκ. 4. 19· ἐπὶ τοῖς εἰρημένοις Εὐρ. Φοίν. 590· ― ἐν τῷ πρκμ. συμβεβάναι καὶ παθ. ἐπὶ τῶν ὅρων τῆς συμφωνίας, ἔχω συμφωνηθῆ, δοκέοντες πάντα συμβεβάναι (ἂν καὶ τὸ πάντα δύναται νὰ εἶναι οὐδέτ. ἐπίθετ. ἀποδιδόμενον εἰς τὸ σ.), Ἡρόδ. 3. 146· ἐπὶ τούτοις ξυμβεβάσθαι Θουκ. 8. 98 ἕως ἂν τι περὶ τοῦ πλέονος ξυμβαθῇ ὁ αὐτ. 4. 30, πρβλ. Πολυδ. Η΄, 140. 2) συμφωνῶ μετά τινος, διάκειμαι φιλικῶς, διατελῶ ἐν φιλίᾳ, οὐ... Ἀθηναίοισι συνέβαιν’ Αἰσχύλος Ἀριστοφ. Βάτρ. 807· σ. ἑκατέρᾳ τῶν στάσεων, λαμβάνω τὸ μέρος τῆς μιᾶς τῶν μερίδων, Διον. Ἁλ. 2. 62. 3) ἐπὶ πραγμάτων, ἀντιστοιχῶ πρός τι, Λατ. quadrare, ὁ χρόνος τῇ ἡλικίῃ συμβαίνει Ἡρόδ. 1. 116· ἐθέλων εἰδέναι εἰ [οἱ ἐκείνων λόγοι] συμβήσονται τοῖσι λόγοισι τοῖσι ἐν Μέμφι Ἡρόδ. 2. 3, πρβλ. Λυσί. 113. 10· ἐς ταὐτὸ σ. τοῖς ἐμοῖς στίβοις Αἰσχύλ. Χο. 210· τῷ παντὶ Πλάτ. Νόμ. 903D ― ἀπολ., ὅπως ἂν ἀρτίκολλα συμβαίνῃ τάδε Αἰσχύλ. Χο. 580· οἱ λόγοι σ. Εὐριπ. Ἑλ. 622· χρησμοί τε συμβαίνουσι, συμφωνοῦσι, Ἀριστοφάν. Ἱππ. 220, πρβλ. Σοφ. Τρ. 1164· μετ’ ἐμπροθέτου προσδιορισμοῦ, συμβαίνει αὐτὸ εἰς ταύτην εἶναι πέμπτην Δημ. 360. 5 τοῦτο σ. οὐ πλέον ἢ εἰς δώδεκα, καταντᾷ εἰς 12, Ξεν. Ἑλλ. 6. 4, 12, πρβλ. Ἀριστείδ. 1. 1. 343· ― ἐπὶ τοιχοδομίας, ἁρμόζω, προσαρμόζομαι ἀκριβῶς, «τοὺς τετραγώνους λίθους ἐν τοῖς τείχεσι... συμβαίνειν οἱ τεχνῖται λέγουσι, συναρμόζοντες ἀλλήλοις τῇ ποιᾷ συνθέσει» Μᾶρκ. Ἀντων. 5. 8. 4) πίπτω εἰς τὸν κλῆρον τινός, μετὰ δοτικ. προσ., ἆται σ. μοι Εὐριπ. Ι. Τ. 148· ἡδοναί τινι Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 222· τριηραρχία μοι Δημ. 1154, 11· ἀτυχία ὁ αὐτ. 1319. 10· εὐεργεσιῶν συμβαίνειν καιρὸν ὁ αὐτ. 493, ἐν τέλει. ΙΙΙ. ἐπὶ γεγονότων, συμβαίνω, γίνομαι, Λατ. contingere, συμβαίνει δ’ οὐ τὰ μέν, τὰ δ’ οὔ Αἰσχύλ. Πέρσ. 802· τῶνδε ναμέρτεια σ. Σοφ. Τρ. 173· ἐὰν μὴ θεία τις ξ. τύχη Πλάτ. Πολ. 592Α· αἱ ἀεὶ συμβαίνουσαι τύχαι ὁ αὐτ. ἐν Κριτί. 120Ε· εἰ καιρὸς σ. Ξεν. Ἱππαρχ. 2, 5· χρηστόν τι σ. παρὰ θεῶν Δημ. 12. 15· ― ὡσαύτως εὐφημ., ἄν τι ξυμβῇ (δηλ. κακόν τι), ὁ αὐτ. 551. 15· ― καθόλου, συμβαίνω, εὑρίσκομαι, ὑπάρχω, ἐν τῇ ἀρχαίᾳ ἡμετέρᾳ φωνῇ Πλάτ. Κρατ. 398Β· ― ἀλλά, β) ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἀπροσ., ἐνίοτε μετὰ δοτ. καὶ ἀπαρ., συνέβη αὐτῷ Ὀλυμπιάδα ἀνελέσθαι Ἡρόδ. 6. 103; πρβλ. 3. 50, Θουκ. 1. 1· ἄλλοτε μετὰ δοτ. καὶ ἀπαρ., συνέβη Γέλωνα νικᾶν Ἡρόδ. 7. 166, πρβλ. Θουκυδ. 8. 25, κτλ.· παρὰ Πλάτ. συχνάκις συμβαίνει εἶναι ἢ γίγνεσθαι, συμβαίνει νὰ εἶναι, δηλ. εἶναι, κάθαρσις εἶναι τοῦτο σ. Φαίδων 67C, πρβλ. Κρατ. 396Β· ὅσα ξυμβαίνει γίγνεσθαι καὶ ὅσα ξυμβήσεται ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 301Ε· σ. τῷ οἰκοδόμῳ μουσικῷ εἶναι Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 7, 1· μετὰ τοῦ ὥστε, Σοφ. Τρ. 1152, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 2, 5· ἀλλ’ ὡσαύτως μετὰ μετοχ., σ. ὄν, γιγνόμενον Πλάτ. Σοφ. 224D, Φίληβ. 42D. γ) τὸ συμβεβηκός, τὸ κατὰ τύχην συμβαῖνον, Πλάτ. Παρμ. 128C, Δημ. 89. 27· οὕτω, τὰ συμβαίνοντα Ξεν. Κύρ. 1. 6. 43· τὰ συμβάντα Ξενοφ. Ἀν. 3. 1, 13· ἀπὸ τοῦ συμβαίνοντος εἰληφέναι τὴν προσηγορίαν Πολύβ. 10. 28, 7· ― κατὰ συμβεβηκός, ἐκ συμβεβηκότος, τυχαίως, ἀντίθετον τῷ καθ’ αὑτό, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 3. 10, 5, κ. ἀλλ. (ἴδε κατωτ. IV)· οὕτω, τοῦ συμβαίνοντός ἐστι, εἶναι ὑπόθεσις καθημερινή, Ἰσαῖ. 47. 40. 2) συνάπτεται μετὰ ἐπιρρημάτων ἢ ἐπιθέτων, ἀποβαίνω κατά τινα τρόπον, ὀρθῶς σφι συνέβαινε ἡ φήμη ἐλθοῦσα Ἡρόδοτ. 9. 101· κακῶς, καλῶς ξυμβῆναι Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 63, Κύρ. Παιδ. 5. 4, 14, Εὐρ. Ι. Τ. 1055· τὰ ματρὸς ἔχθιστα συμβέβηκε Σοφ. Ἠλ. 262· ταῦτα... λαμπρὰ σ. αὐτόθι 1164· συμβεβᾶσιν οἱ λόγοι... ἀληθεῖς Εὐριπ. Ἑλ. 622· ἄπιστ’ ἀληθῆ πολλὰ σ. βροτοῖς Ποιητὴς ἐν Ἀριστ. Ρητ. 2. 23, 1· σ. μέγιστον κακὸν ἡ ἀδικία Πλάτ. Γοργ. 479C, πρβλ. Ἀλκ. 1. 130C, Κρατ. 398Ε· τὸ μαντεῖον τοὐναντίον ξυνέβη Θουκ. 2. 17· τοιούτου ξυμβαίνοντος τοῦδε ὁ αὐτ. 1. 74· ξυνέβη τις αὐτοῖς ὥστε..., ὁ αὐτ. 4. 79· ― ἀπολ., ἀποβαίνω καλῶς, Λατιν. succedere, ἢν ξυμβῇ ἡ πεῖρα ὁ αὐτ. 3. 3· εἴ μοι σ. τοῦτο Πλάτ. Νόμ. 744Α. 3) ἐπὶ ἐπακολουθήματος, ἐπακολουθῶ ὡς ἀποτέλεσμα, δαπανῶντες ἐς τοιαῦτα ἀφ’ ὧν ἡ ἀσθένεια ξυμβαίνει Θουκ. 8. 45· κάλλιστον δ’ ἔργων ἡμῖν ξυμβήσεται ὁ αὐτ. 6. 33. β) ἐπὶ λογικῆς ἀκολουθίας, ἀκολουθῶ ὡς ἀποτέλεσμα, ἕπομαι ὡς συμπέρασμα, συχνάκις παρὰ Πλάτ. καὶ Ἀριστ., ὡς ἐν Φαίδωνι 74Α, Γοργ. 459Β, κτλ.· σ. ἐκ τῶν κειμένων Ἀριστ. Τοπ. 8. 1. 17, κ. ἀλλ.· ― ἀπροσ., ἕπεται, ἀκολουθεῖ, μετ’ ἀπαρεμφ., Πλάτ. Θεαίτ. 170C, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 12, 1, κ. ἀλλ., πρβλ. Δημ. 792. 7· ὡσαύτως, σ. ὅτι ἀδύνατον [ἐστί τι] Ἀριστ. π. Οὐρ. 1. 3. IV. ἐν τῇ λογικῇ τοῦ Ἀριστ. τὸ συμβεβηκὸς ἔχει πολλὰς σημασίας: 1) τὸ κατὰ τύχην συμβαῖνον, Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 4, 6, Τοπ. 1. 5, 8, κ. ἀλλ.· κατὰ συμβεβηκός, τυχαίως, ἀντίθετον τῷ καθ’ αὑτό, Φυσ. 2. 1, 2, Μετὰ τὰ Φυσ. 9. 1, 1, κ. ἀλλ.· τῷ ἁπλῶς, Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 2, 1, κ. ἀλλ.· τῷ φύσει, π. Ψυχ. 1. 3, 4. 2) πᾶν τὸ ἐνυπάρχον ἔν τινι, εἴτε ποιότητα ἐκφέρον εἴτε τυχαίαν ἰδιότητα ἀναγκαίως ἐπακολουθοῦσαν ἐκ τῆς ἐννοίας πράγματός τινος, ὥστε νὰ μὴ εἰσέρχηται εἰς τὴν οὐσίαν ἢ τὸν ὁρισμὸν αὐτοῦ, οἷον τῷ τριγώνῳ τὸ δύο ὀρθὰς ἔχειν Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 30, 4· διακρίνεται δὲ διὰ τῆς προσθήκης τοῦ καθ’ αὑτό, Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 22. 8, Τοπ. 1. 8, 3, κ. ἀλλ.· πρβλ. Trendel. de An. 1. 1. 1.

French (Bailly abrégé)

impf. συνέβαινον, f. συμβήσομαι, ao.2 συνέβην, pf. συμβέβηκα;
Pass. ao. συνεβάθην, pf. συμβέβασμαι;
I. marcher ensemble :
1 se tenir de façon que les pieds soient réunis, se tenir debout les pieds joints;
2 se réunir, se rassembler avec, τινι ; συμβῆναι SOPH combattre de pied ferme;
II. fig. 1 tomber d’accord : λόγοις συμβῆναι s’engager par des paroles EUR, se déclarer d’accord avec les paroles de qqn EUR ; σ. ἐς τὠυτό HDT tomber d’accord ; σ. καθ’ ὁμολογίαν THC m. sign. ; σ. πρός τινα s’entendre avec qqn, conclure un arrangement avec qqn ; σ. τι tomber d’accord sur qch ; οὐδὲν σ. THC ne tomber d’accord sur rien ; Pass. ἕως ἄν τι περὶ τοῦ πλέονος ξυμβαθῇ THC jusqu’à ce qu’une entente fût conclue sur l’affaire définitive (le point le plus important) ; ξυνέβησαν ἤν τις ἁλίσκηται, τοῦ λαβόντος εἶναι δοῦλον THC ils convinrent que si qqn était pris, il serait esclave de celui qui l’aurait pris;
2 en parl. d’objets inanimés s’adapter l’un à l’autre ; en parl. du temps se rencontrer, tomber juste, coïncider;
3 s’accorder avec, répondre à, s’harmoniser avec, cadrer, être d’accord avec, τινι;
4 en parl. de sommes d’argent faire ensemble, s’élever à;
5 en parl. d’événements et de situations se rencontrer par hasard ; en gén. arriver, survenir, avoir lieu : τῶνδε ναμέρτεια σ. SOPH la vérification de cet oracle est arrivée ; τοιαῦτα ἀφ’ ὧνἀσθένεια σ. THC des choses telles que la faiblesse corporelle en est la conséquence (des plaisirs énervants) ; avec le dat. : tomber en partage, échoir à ; avec un dat. suivi d’un inf. : αὐτῷ φεύγοντι Ὀλυμπιάδα ἀνελέσθαι τεθρίππῳ συνέβη HDT comme il était en exil, il lui arriva de remporter aux jeux olympiques le prix de la course en quadrige ; συνέβη Γέλωνα νικᾶν HDT il arriva que Gélon fut vainqueur ; avec un nomin. accompagné d’un inf. : κάθαρσις εἶναι τοῦτο συμβαίνει PLAT il arrive que c’est une purification ; avec un part. : ὀρθῶς σφιφήμη συνέβαινε ἐλθοῦσα HDT le bruit (de la victoire remportée à Platèe) se répandit, ainsi que la chose était vraie ; τὰ συμβαίνοντα événements, particul. circonstances accidentelles, cas imprévus ; τὰ συμβάντα, τὰ συμβεβηκότα m. sign. ; τὰ συμβεβηκότα ARSTT les accidents ; joint à un adv. : σ. καλῶς arriver heureusement, réussir ; σ. κακῶς arriver malheureusement, échouer ; abs. arriver heureusement, réussir : ἡ πεῖρα συμβαίνει THC l’expérience réussit;
6 en parl. de prédictions se réaliser, s’accomplir ; profiter à, être d’un grand secours à, suivi de ὥστε;
7 en gén. être, exister, se trouver : ᾗ τὰ μητρὸς ἔχθιστα συμβέβηκεν SOPH à qui la conduite de la mère est échue comme la plus hostile, càd contre qui la conduite de la mère est devenue hostile au plus haut degré ; τοιούτου ξυμβάντος τούτου THC cela s’est produit ainsi.
Étymologie: σύν, βαίνω.

English (Strong)

from σύν and the base of βάσις; to walk (figuratively, transpire) together, i.e. concur (take place): be(-fall), happen (unto).

English (Thayer)

(ξυμβαίνω bez in συνέβαινον; 2nd aorist συνεβην, participle συμβάς; perfect συμβέβηκα; from (Aeschylus), Herodotus down;
1. to walk with the feet near together.
2. to come together, meet with one; hence,
3. of things which fall out at the same time, to happen, turn out, come to pass (so occasionally in the Sept for קָרָה and קָרָא); as very often in Greek writings (the Sept. συμβαινει τί τίνι, something befalls, happens to, one: τό συμβεβηκός τίνι, Susanna 26); absolutely, τά συμβεβηκότα, the things that had happened, Josephus, contra Apion 1,22, 17)); συνέβη followed by an accusative with an infinitive it happened (A. V. so it was) that, etc.: Winer's Grammar, 323 (303)), examples from secular authors are given by Grimm on 2 Maccabees 3:2.

Greek Monolingual

ΝΜΑ βαίνω
1. γίνομαι, συντελούμαι (α. «συμβαίνουν κοσμοϊστορικά γεγονότα στις μέρες μας» β. «χρηστόν τι συμβαίνει παρὰ θεῶν», Ξεν.
γ. «αἱ ἀεὶ συμβαίνουσι τύχαι», Πλάτ.)
2. (τριτοπρόσ.) συμβαίνει
γίνεται κάτι, συντελείται κάτι, ιδίως τυχαία (α. «συμβαίνει συχνά να καθυστερεί το δρομολόγιο» β. «συμβαίνει τῷ πλοίω ἀργεῖν», πάπ.
γ. «συμβαίνει τῷ οἰκοδόμῳ μουσικῷ εἶναι», Αριστ.)
3. επακολουθώ, έρχομαι ως αποτέλεσμα (α. «ξέρεις τί θα συμβεί, αν συνεχίσεις τα ίδια» β. «συμβήσεται τὰ μελίσσεια ἀπολέσθαι», πάπ.)
4. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) το συμβαίνον και τὸ συμβαῑνον
αυτό που συμβαίνει, το περιστατικό που συντελείται (α. «η κυβέρνηση ενημερώθηκε αμέσως για τα συμβαίνοντα» β. «δεῑ οὖν πρὸς τὰ συμβαίνοντα... τούτοις χρῆσθαι», Ξεν.)
5. (το ουδ. μτχ. αορ. ως ουσ.) το συμβάν
περιστατικό, γεγονός
6. (το ουδ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) το συμβεβηκός
(φιλοσ.) α) το τυχαίο γεγονός
β) (στους επικούρειους) ουσιώδες κατηγόρημα, χαρακτηριστικό γνώρισμα
γ) (στους στωικούς) επακολούθημα
δ) (στον Αριστοτ.) καθετί που ενυπάρχει σε ένα υποκείμενο και είναι αληθινό, η ύπαρξη του οποίου όμως δεν είναι ούτε αναγκαία ούτε συχνή
7. φρ. α) «κατά συμβεβηκός»
(φιλοσ.) κατά τύχην, τυχαία
β) «αν συμβεί κάτι» και «ἄν τι συμβῇ»
(ευφημισμός) αν έλθει ένα κακό, αν επέλθει καμιά συμφορά
νεοελλ.
(το ουδ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) το συμβεβηκός
(φιλοσ.) επίκτητο ή και έμφυτο γνώρισμα το οποίο δεν επηρεάζει καταλυτικά την ουσία μιας έμψυχης ή άψυχης υπόστασης
μσν.
(το ουδ. μτχ. αορ. ως επίρρ.) πιθανώς
αρχ.
1. στέκομαι με τα πόδια ενωμένα («Παλλάδιον τοῖς ποσὶ συμβεβηκός», Απολλόδ.)
2. βαδίζω προς το ίδιο σημείο, συναντώ («ἐκ δὲ τῆς μάχης ταύτης συνέβησαν οἱ στρατιῶται αὐτοὶ αὐτοῑς», Ξεν.)
3. έρχομαι σε συμφωνία («συνέβησαν ὥστε τριηκοσίους μάχεσθαι», Ηρόδ.)
4. συνδιαλλάσσομαι, συμφιλιώνομαι («ὅτι γενναίως ἐκ τοῦ πολέμου καὶ τοῦ νείκους ξυνέβητον», Αριστοφ.)
5. συμφωνώ («χρησμοί τε συμβαίνουσι», Αριστοφ.)
6. (για εξαγόμενα αριθμητικών πράξεων) συμπίπτω, συμφωνώ
7. αρμόζω, ταιριάζω («τοὺς τετραγώνους λίθους ἐν τοῖς τείχεσιν... συμβαίνειν οἱ τεχνῑται λέγουσι», Μάρκ. Αυρ.)
8. συμφωνώ με κάποιον, συναναστρέφομαι ευχάριστα («οὺ... Ἀθηναίοισι συνέβαιν' Αἰσχύλος», Αριστοφ.)
9. τάσσομαι με το μέρος κάποιου («συμβαίνειν ἑκατέρᾳ τῶν στάσεων», Δίον. Αλ.)
10. παραστέκω, βοηθώ κάποιον («ὅν οὐδαμοῡ φῄς οὐδὲ συμβῆναι ποδί», Σοφ.)
11. αντιστοιχώ με κάτι («ὁ χρόνος ἐδόκεε τῇ ἡλικίῃ συμβαίνειν», Ηρόδ.)
12. πέφτω στον κλήρο κάποιου, τυχαίνω σε κάποιον («αἵ μοι συμβαίνουσ' ἆται», Ευρ.)
13. είμαι σύμβολο ή χαρακτηριστικό κάποιου («ξυνεβεβήκει... Ἀθηναίοις τοῡτο», Θουκ.)
14. (για χρησμό) εκπληρώνομαι («καὶ δοκεῑ τὸ μαντεῑον τοὐναντίον ξυμβῆναι ἤ προσεδέχοντο», Θουκ.)
15. αποβαίνω, καταλήγω («τὰ μητρὸς... ἔχθιστα συμβέβηκεν», Σοφ.)
16. (σε λογική ακολουθία) έπομαι ως συμπέρασμα
17. (το ουδ. αόρ. ως ουσ.) επακόλουθο, αποτέλεσμα
18. φρ. α) «συμβαίνω εἰς τὸ μέσον» — αποδέχομαι κάποιο συμβιβασμό (Πλάτ.)
β) «λόγοις συμβαίνω» — κάνω προφορική συμφωνία ή συνεννόηση (Ευρ.)
γ) «τοῡ συμβαίνοντὸς ἐστι» — είναι καθημερινή υπόθεση (Ισαί.)
δ) «συμβαίνω κακοῑς» — συνεργώ στην αύξηση τών κακών (Ευρ.).

Greek Monotonic

συμβαίνω: μέλ. -βήσομαι, παρακ. -βέβηκα, συγκεκ. γʹ πληθ. -βεβᾶσι, Ιων. απαρ. -βεβάναι· αόρ. βʹ συνέβην, απαρ. συμβῆναι — Παθ., γʹ ενικ. υποτ. αορ. αʹ ξυμβᾰθῇ· Παθ. απαρ. βεβάσθαι·
I. 1. στέκομαι έχοντας τα πόδια μου κλειστά, αντίθ. προς το διαβαίνειν, σε Ξεν.
2. στέκομαι μαζί ή στο πλάι κάποιου ώστε να τον βοηθώ, βοηθώ, συνεργώ, συνδράμω, σε Σοφ.· συμβαίνω κακοῖς, δηλ. τα επαυξάνω, σε Ευρ.
3. συναντώ, τινί, σε Ξεν.· συμβέβηκεν οὐδαμοῦ, δεν βρέθηκε πουθενά στο δρόμο μου, δεν έχει καμία σχέση με μένα, σε Ευρ.
II. μεταφ.,
1. βαδίζω από κοινού, συμβαδίζω, έρχομαι σε συμφωνία, συμβιβάζομαι σε συνθήκη, Λατ. convenire, τινί, με κάποιον, σε Ηρόδ., Αττ.· με απαρ., συμβαίνουσι ὑπήκοοι εἶναι, σε Θουκ. — Παθ., λέγεται για τους όρους μιας συνθήκης, έχω συμφωνηθεί, έχω συνομολογηθεί, στον ίδ.
2. λέγεται για πράγματα, συμπίπτω ή αντιστοιχώ με κάτι, με δοτ., σε Ηρόδ., Αττ.· απόλ., σε Τραγ. κ.λπ.
3. πέφτω στον κλήρο κάποιου, λαχαίνω, με δοτ. προσ., σε Ευρ., Δημ.
III. 1. λέγεται για γεγονότα, συμβαίνω, τυχαίνω, γίνομαι, Λατ. cotingere, σε Αισχύλ., Πλάτ. κ.λπ.· απρόσ. συνέβη μοι, με απαρ., μου συνέβη να κάνω κάτι, σε Ηρόδ. κ.λπ.· επίσης με αιτ., συνέβη να κάνω, στον ίδ., σε Θουκ. κ.λπ.· ξυμβαίνει, με απαρ., συμβαίνει να είναι, δηλ. είναι, έχει αυτά τα χαρακτηριστικά, σε Πλάτ.· τὸ συμβεβηκός, τυχαίο γεγονός, συγκυρία, σύμπτωση, σε Δημ.· ομοίως, τὰ συμβαίνοντα, σε Ξεν.· τὰ συμβάντα, στον ίδ.
2. συνάπτεται με επιρρ. ή επίθ., συμβαίνω, γίνομαι μ' ένα συγκεκριμένο τρόπο, ὀρθῶςσυνέβαινε, σε Ηρόδ.· κακῶς, καλῶς ξυμβῆναι, σε Ξεν. κ.λπ.
3. λέγεται για συνέπειες, λογικά επακόλουθα, έρχομαι ως αποτέλεσμα, επακολουθώ, σε Θουκ.· ομοίως, λέγεται για λογικούς συλλογισμούς, σε Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-βαίνω, Att. ook ξυμβαίνω samenkomen, overeen komen bij elkaar komen, samenkomen (met): abs..; πόδες... διάστασιν ὀλίγον ξυμβεβῶτες (je voeten moeten) wat tussenruimte betreft, een beetje dicht bij elkaar staan Hp. Off. 3; met dat. van persoon:; ἡ Κύπρις δέ μοι... συμβέβηκε … οὐδαμοῦ Cypris (Aphrodite) is nergens met mij samengekomen, d.w.z. heeft niets met mij te maken Eur. Hel. 1007; overdr.: σ. εἰς τὸ μέσον samenkomen in het midden, d.w.z. een compromis sluiten Plat. Prot. 337e; σ. ἐς τὠυτό een overeenkomst bereiken Hdt. 1.13.1 = ξ. καθ ’ ὁμολογίαν Thuc. 1.98.3. overdr. een overeenkomst bereiken of sluiten, overeenstemming bereiken, een verdrag sluiten: abs..; λόγοις συμβάς als u (slechts) in woorden een overeenkomst gesloten heeft Eur. Med. 737; ἀπὸ τοῦ ἴσου ξ. op gelijke voorwaarden een verdrag sluiten Thuc. 4.19.2; ἐκ τοῦ πολέμου καὶ τοῦ νείκους ξ. de oorlog en de ruzie beëindigen met een overeenkomst Aristoph. Ve. 867; met dat., met πρός + acc. met iem.:; τῇδε συμβῆναι λόγοις met haar overeenstemming te bereiken door te praten Eur. Andr. 233; met acc. v. h. inw. obj.:; δοκεῖν πάντα συμβεβάναι denken over alles een overeenkomst bereikt te hebben Hdt. 3.146.3; met inf..; τῶν … ἀνδρῶν συνέβη ἑκάστῳ τακτὸν ἀργύριον ἀποτῖσαι hij kwam met ieder van de mannen overeen dat ze een bepaalde som (los)geld zouden betalen Xen. Hell. 6.2.36; met ὥστε + inf..; ξυνέβησαν ὥστε τούς … ἐπικούρους παραδοῦναι ze kwamen overeen dat ze de hulptroepen zouden uitleveren Thuc. 4.46.2; met ἐπί + dat. op bepaalde voorwaarden:; ξ. ἐφ ’ ᾧ een overeenkomst bereiken op voorwaarde dat Thuc. 1.103.1; pass. overeengekomen worden:; ἕως ἄν τι περὶ τοῦ πλέονος ξυμβαθῇ totdat er een bepaalde overeenkomst bereikt zou worden over de rest Thuc. 4.30.4; onpers..; ἐπὶ τούτοις ξυμβεβάσθαι dat er op die voorwaarden een overeenkomst bereikt was Thuc. 8.98.3; het goed kunnen vinden met, met dat.. Aristoph. Ran. 807. van zaken overeenstemmen, overeenkomen; met dat. met iets:; ὁ χρόνος τῇ ἡλικίῃ τοῦ παιδὸς ἐδόκεε συμβαίνειν het tijdstip leek overeen te stemmen met de leeftijd van de jongen Hdt. 1.116.1; neerkomen op:. τοῦτο … συμβαίνειν αὐτοῖς οὐ πλέον ἢ εἰς δώδεκα τὸ βάθος dat dit voor hen neerkwam op niet meer dan twaalf man diep Xen. Hell. 6.4.12. ‘samenlopen’, het geval zijn gebeuren, zich voordoen, het geval zijn, uitvallen, uitkomen:; ἄν τι ξυμβῇ als er iets gebeurt Dem. 21.112; ἐὰν μὴ θεία τις συμβῇ τύχη tenzij een goddelijk toeval zich voordoet Plat. Resp. 592a; ἐν τῇ ἀρχαίᾳ ἡμετέρᾳ φωνῇ συμβαίνει τὸ ὄνομα in onze oude taal komt het (naam)woord voor Plat. Crat. 398b; met dat. van personen overkomen:; ἤν τι ἀγαθὸν αὐτοῖς συμβαίνῃ als hen iets goeds overkomt Xen. Cyr. 1.6.24; ἆταί μοι συμβαίνουσι rampen overkomen mij Eur. IT 148; ξυνεβέβηκει … ἑτέρων μᾶλλον Ἀθηναίοις τοῦτο dit was meer het geval voor de Atheners dan voor de anderen Thuc. 2.15.1; met pred. adj..; ταῦτα λαμπρὰ συμβαίνει die dingen komen duidelijk uit Soph. Tr. 1174; ξυμβεβᾶσι … λόγοι οἱ τῆσδ ’ ἀληθεῖς de woorden van deze vrouw zijn waar uitgevallen (d.w.z. zijn uitgekomen) Eur. Hel. 622; τοιούτου … τούτου ξυμβάντος gezien het feit dat deze zaak op zo’n manier ging Thuc. 1.74.1; met adv..; καλῶς σ. goed gaan, goed aflopen Eur. IT 1055; ook zonder adv.:; εἴ μοι ξυμβαίνει τοῦτο als dat mij lukt Plat. Lg. 744a; met pred. ptc..; ὀρθῶς σφι ἡ φήμη συνέβαινε ἐλθοῦσα het gerucht dat hen bereikt had bleek te kloppen Hdt. 9.101.2; onpers. συμβαίνει het gebeurt, het geval wil, het valt zo uit, met AcI:; ξυνέβη ἐν τῇ μάχῃ ταύτῃ τοὺς Ἴωνας ἀμφοτέρωθεν τῶν Δωριῶν κρατῆσαι het viel zo uit dat de Ioniërs in dit gevecht aan beide kanten de Doriërs versloegen Thuc. 8.25.5; met ὥστε + inf..; Τίρυνθι συμβέβηκεν ὥστ ’ ἔχειν ἕδραν het geval wil dat ze verblijf houdt in Tiryns Soph. Tr. 1152; met dat. en inf..; αὐτῷ φεύγοντι Ὀλυμπιάδα ἀνελέσθαι τεθρίππῳ συνέβη het gebeurde hem dat hij tijdens zijn ballingschap Olympisch kampioen werd met het vierspan Hdt. 6.103.2; subst. ptc. τὰ συμβαίνοντα de gebeurtenissen, de omstandigheden. het gevolg zijn, resulteren:; ἀφ ’ ὧν ἡ ἀσθένεια ξυμβαίνει waarvan zwakheid het gevolg is Thuc. 8.45.2; log. volgen:; τὰ συμβαίνοντα ἐκ τοῦ λόγου de dingen die volgen uit wat we hebben gezegd Plat. Grg. 479c; met pred. nom..; συμβαίνει μέγιστον κακὸν ἡ ἀδικία; volgt het dat onrechtvaardigheid een zeer groot kwaad is? Plat. Grg. 479c; met pred. ptc..; συμβήσεται τὸ ὄνομα ὀνόματος ὄνομα μόνον... ὄν dan zal het volgen dat de naam (het woord) alleen een naam (woord) is voor een naam (woord) (en niet voor een zaak) Plat. Sph. 244d; onpers. συμβαίνει met AcI het volgt dat … filos. perf. συμβέβηκεν een vaste, bijbehorende eigenschap zijn, m. n. subst. ptc. τὸ συμβεβηκός bijbehorende eigenschap; maar ook accidenteel zijn (d.w.z. niet tot de essentie behorend):. κατὰ συμβεβηκός accidenteel Aristot.; τὰ συμβεβηκότα accidentia.

Russian (Dvoretsky)

συμβαίνω: (fut. συμβήσομαι, aor. 2 συνέβην, pf. συμβέβηκα; pass.: aor. συνεβάθην, pf. συμβέβασμαι)
1) сдвигать ноги: συμβεβηκώς Xen. со сдвинутыми ногами;
2) сходиться, собираться: συμβῆναι ποδί Soph. сойтись (для боя); ἐκ τῆς μάχης συμβῆναι Xen. собраться после боя;
3) сближаться, вступать в отношения: οὐδαμοῦ συμβέβηκέν μοι Eur. ничего общего у меня с ним нет; Ἀθηναίοισιν οὐ συνέβαιν᾽ Αἰσχύλος Arph. Эсхил держался вдали от афинян;
4) присоединяться, добавляться (τοῖσδε κακοῖς Eur.);
5) сходиться (на чем-л.), заключать условие, договариваться (πρός τινα или τινι Thuc.): ξυμβῆναί τι и περί τινος Thuc. договориться о чем-л.; λόγοις συμβάς Eur. договорившись (только) на словах; ξ. καθ᾽ ὁμολογίαν Thuc. приходить к соглашению; οὐδὲν ξυμβάντων Thuc. не прийдя ни к какому соглашению;
6) согласовываться, соответствовать, совпадать: σ. τινι Her., Lys.; соответствовать чему-л., согласовываться с чем-л.; εἰς ταὐτὸ σ. τινί Aesch. совершенно точно совпадать с чем-л.;
7) случаться, приключаться, происходить, складываться (καλῶς Eur.): αἴ μοι συμβαίνουσ᾽ ἆται Eur. приключившиеся со мной несчастья; Ὀλυμπιάδα ἀνελέσθαι συνέβη αὐτῷ Her. ему довелось одержать победу на Олимпийских состязаниях; συνέβη βαστάζεσθαι αὐτόν NT его пришлось нести на руках; τὰ συμβαίνοντα и τὰ συμβάντα Xen., τὰ συμβεβηκότα Isocr., NT; (случайные) обстоятельства, события; τὸ συμβεβηκός Arst. случайное (т. е. привходящее, несущественное) свойство;
8) удаваться, выходить: ἢν ξυμβῇ ἡ πεῖρα Thuc. если бы попытка удалась; εἴ μοι ξυμβαίνει τοῦτο; Plat. выйдет ли у меня это?; χρησμοὶ συμβαίνουσι Arph. предсказания складываются благоприятно; ξυνέβη αὐτοῖς ἡ τῶν Λακεδαιμονίων κακοπραγία Thuc. им оказалось на руку бедственное положение лакедемонян;
9) становиться, оказываться (ταῦτα λαμπρὰ συμβαίνει Soph.): χαλεπὸν σ. τινί Plat. оказываться тяжелым для кого-л.; ὀρθῶςφήμη συνέβαινε ἐλθοῦσα Her. дошедший слух оказался верным;
10) получаться, следовать, вытекать: τοῦτο συμβαίνει Plat. выходит так; ἐξ ἀμφοτέρων συμβαίνει Plat. из обоих положений следует (что);
11) наступать, приходить, являться (εἰ καιρὸς συμβαίνοι Xen.): τῶν (εἱμαρμένων) ναμέρτεια συμβαίνει Soph. обнаруживается истинность предсказаний;
12) (о числах) доходить, достигать, составлять (σ. οὐ πλέον ἢ εἰς δώδεκα Xen.).

Middle Liddell

fut. -βήσομαι perf. -βέβηκα 3rd pl. sync. -βεβᾶσι ionic inf. -βεβάναι aor2 συνέβην inf. συμβῆναι 3rd sg. aor1 subj. ξυμβᾰθῇ perf. inf. βεβάσθαι
I. Pass., to stand with the feet together, opp. to διαβαίνειν, Xen.
2. to stand with, so as to assist, Soph.; ς. κακοῖς, i. e. increase them, Eur.
3. to meet, τινί Xen.; συμβέβηκεν οὐδαμοῦ has never come in my way, has had naught to do with me, Eur.
II. metaph. to come together, come to an agreement, come to terms, Lat. convenire, τινί with another, Hdt., attic; c. inf., ς. ὑπήκοοι εἶναι Thuc.; Pass., of the terms, to be agreed on, Thuc.
2. of things, to coincide or correspond with, c. dat., Hdt., attic:—absol., Trag., etc.
3. to fall to one's lot, c. dat. pers., Eur., Dem.
III. of events, to come to pass, happen, Lat. contingere, Aesch., Plat., etc.:—impers., συνέβη μοι, c. inf., it happened to me to do a thing, Hdt., etc.; also c. acc. it happened that I did, Hdt., Thuc., etc.: ξυμβαίνει c. inf. it happens to be, i. e. it is so and so, Plat.: —τὸ συμβεβηκός a chance event, contingency, Dem.; so, τὰ συμβαίνοντα Xen.; τὰ συμβάντα Xen.
2. joined with Adverbs or Adjectives, to turn out in a certain way, ὀρθῶς συνέβαινε Hdt.; κακῶς, καλῶς ξυμβῆναι Xen., etc.
3. of consequences, to result, follow, Thuc.: so, of logical conclusions, Plat.

Chinese

原文音譯:sumba⋯nw 沁-白挪
詞類次數:動詞(8)
原文字根:共同-步
字義溯源:同行,遭遇,經歷,發生,見此,臨到,偶然,合式,發現,遇見;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(βάσις)=腳步)組成,而 (βάσις)出自(βαθύς)X*=行走)。參讀 (ἀπαντάω) (γίνομαι)同義字
出現次數:總共(8);可(1);路(1);徒(3);林前(1);彼前(1);彼後(1)
譯字彙編
1) 他們遭遇(1) 林前10:11;
2) 臨到(1) 彼前4:12;
3) 是合式的(1) 彼後2:22;
4) 見此(1) 徒21:35;
5) 經歷(1) 徒20:19;
6) 遇見的(1) 路24:14;
7) 所遇見的事(1) 徒3:10;
8) 遭遇(1) 可10:32