εἴκω: Difference between revisions
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
m (Text replacement - "\/" to "/") |
||
Line 44: | Line 44: | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym | ||
|etymtx=Grammatical information: v.<br />Meaning: [[give way]], [[yield]].<br />Other forms: Aor. [[εἶξαι]] (<b class="b3">ἔ(Ϝ)ειξε</b> Alkm., [[γῖξαι]] [i. e. [[Ϝεῖξαι]]] [[χωρῆσαι]] H.), fut. [[εἴξω]], <b class="b3">-ομαι</b> (Il.; cf. Trümpy Fachausdrücke 229f.), perf. ptc. [[ἐεικώς]] (Chron. Lind.)<br />Compounds: With prefix: <b class="b3">ὑπ(ο</b>)-, <b class="b3">παρ-</b>, <b class="b3">συν-είκω</b> a. o. Lengthened form. (<b class="b3">ὑπ-</b>, <b class="b3">παρ)εἰκάθειν</b> or <b class="b3">-θεῖν</b> (S., Pl.; Schwyzer 703 n. 6).<br />Derivatives: [[ὕπειξις]] [[yielding]] (Pl.; vgl. Holt Les noms d'action en [[σις]] 164; [[εἶξις]] Plu.) with [[ὑπεικτικός]] (Arist.; [[εἰκτικός]] Phld.).<br />Origin: IE [Indo-European] [1130] <b class="b2">*ueik | |etymtx=Grammatical information: v.<br />Meaning: [[give way]], [[yield]].<br />Other forms: Aor. [[εἶξαι]] (<b class="b3">ἔ(Ϝ)ειξε</b> Alkm., [[γῖξαι]] [i. e. [[Ϝεῖξαι]]] [[χωρῆσαι]] H.), fut. [[εἴξω]], <b class="b3">-ομαι</b> (Il.; cf. Trümpy Fachausdrücke 229f.), perf. ptc. [[ἐεικώς]] (Chron. Lind.)<br />Compounds: With prefix: <b class="b3">ὑπ(ο</b>)-, <b class="b3">παρ-</b>, <b class="b3">συν-είκω</b> a. o. Lengthened form. (<b class="b3">ὑπ-</b>, <b class="b3">παρ)εἰκάθειν</b> or <b class="b3">-θεῖν</b> (S., Pl.; Schwyzer 703 n. 6).<br />Derivatives: [[ὕπειξις]] [[yielding]] (Pl.; vgl. Holt Les noms d'action en [[σις]] 164; [[εἶξις]] Plu.) with [[ὑπεικτικός]] (Arist.; [[εἰκτικός]] Phld.).<br />Origin: IE [Indo-European] [1130] <b class="b2">*ueik/g-</b> [[give way]], [[yield]]<br />Etymology: Among the many verbs based on IE. <b class="b2">u̯eik-</b> (WP. 1, 232ff.; s. also W.-Hofmann s. [[vicis]] und [[vincō]]) there is no semantically convincing connection. Semantically agrees to <b class="b3">(Ϝ)είκω</b> Skt. <b class="b2">vijáte</b> (younger [[vejate]]) [[fly]], [[give way]] and Germ. pres, e. g. OS. [[wīcan]], OHG [[wīhhan]] <b class="b2">weichen etc.</b>, both from IE <b class="b2">*u̯eig-</b>, not <b class="b2">u̯eik-</b> as in <b class="b3">(Ϝ)είκω</b>. The variation may be due to assimilation to consonantic endings; cf. the Skt. aorist forms [[vik-thās]], [[vik-ta]] . S. also [[ἐπίεικτος]]. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 09:00, 1 November 2021
English (LSJ)
A to be like, seem likely, v. ἔοικα.εἴκωεἴκω, Il. 12.48, etc.: impf. A εἶκον 16.305 (ὑπό-), Hdt.8.3: fut. εἴξω Th. 1.141, etc.: aor. 1 εἶξα Il. 24.718, etc., poet. ἔειξα or ἔϝειξα Alcm. 31, Ion. εἴξασκε Od.5.332: pf. part. ἐεικώς Chron.Lind. D.96:—give way, retire, ὀπίσσω εἴκετε Il.5.606; ὅππῃ τ' ἰθύσῃ τῇ τ' εἴκουσι στίχες ἀνδρῶν 12.48: c. dat., make way for, οὐρεῦσι 24.716; yield to pressure, Gal. 18(1).97. 2 c. dat. pers. et gen. loci, μηδ' εἴκετε χάρμης Ἀργείοις shrink not from the fight for them, 4.509; εἴκειν τινὶ τῆς ὁδοῦ Hdt. 2.80; εἴξατέ μοι νίκης Coluth. 171: c. gen. only, εἴκειν πολέμου καὶ δηϊοτῆτος withdraw from war and strife, Il.5.348; εἶκε, γέρον, προθύρου retire from the door, Od.18.10, cf. Jul.Or.2.67b. 3 give way, as a mark of honour, Il.24.100, Od.2.14; τῇ πατρίδι Jul.Or.8.246a. 4 give way to any passion or impulse, ᾧ θυμῷ εἴξας Il.9.598; ὄκνῳ καὶ ἀφραδίῃσι 10.122; ὕβρει Od.14.262; βίῃ καὶ κάρτεϊ εἴκειν give full play to one's might and strength, 13.143; ὀργῇ δ' εἶξα μᾶλλον ἤ μ' ἐχρῆν E.Hel.80; τῇ ἡλικίῃ εἴκειν Hdt.7.18; of circumstances, πενίῃ εἴκων Od.14.157; κακοῖς A.Pr.322; ἀνάγκῃ Id.Ag.1071; ξυμφοραῖς Th.1.84; ζημίαις to the force of punishment, X.Cyr.1.6.21:—in S.Ant.718 θυμοῦ shd. prob. be read for θυμῷ. 5 εἴκειν τινί τι yield to another in a thing, τὸ ὃν μένος οὐδενὶ εἴκων inferior to none in... Il. 22.459, Od.11.515: c. acc. cogn., εἴκοντας ἃ δεῖ yielding in... S.OC 172 (lyr.), cf. Aj.1243: also c. dupl. dat., ἕλεσκον ἀνδρῶν… ὅ τέ μοι εἴξειε πόδεσσι whoever was inferior to me in swiftness of foot, Od. 14.221. 6 c. gen., retire from, ἰερατείας Chron.Lind.l.c. II trans., yield up, give up, εἶξαί τέ οἱ ἡνία give [the horse] the rein, Il.23.337; Εὖρος Ζεφύρῳ εἴξασκε διώκειν gave up [the ship] to Zephyrus to chase, Od.5.332. 2 grant, allow, ὁπηνίκ' ἂν θεὸς πλοῦν ἡμὶν εἴκῃ S.Ph.465. III impers., it is allowable or possible, ὅπῃ εἴξειε μάλιστα Il.22.321: c. inf., ὅθι σφίσιν εἶκε λοχῆσαι 18.520; φώναισ' οὐδὲν ἔτ' εἴκει Sapph.2.8; φερόμενοι πρὸς τὸ εἶκον attacking on the line of least resistance, Plu.Fab.16.
German (Pape)
[Seite 728] (mit dem Digamma, vgl. ὑποείκω, aor. εἴξασκε, Od. 5, 332), weichen: – a) sich zurückziehen, Hom., auch ὀπίσσω εἴκειν, zurückweichen, Il. 5, 606; τινί τινος, vor Jemandem in Etwas, z. B. Ἀργείοις χάρμης 4, 509; 14, 101; εἶκε πολέμου καὶ δηϊότητος 5, 348; προθύρου, von der Thür, Od. 18, 10; εἴξατέ μοι νίκης Coluth. 171; auch τινί c. inf., Od. 5, 332; ohne casus, 2, 14, Platz machen, als Zeichen der Ehrerbietung. So εἴκω σοι τῆς ὁδοῦ Her. 2, 80; γέρουσιν ἕδρης Phocyl.; ἕδρας καὶ κλισίας ἕπιόντι Plut. am. et ad. discr. 22; εἶκε θυμοῦ, laß ab von deinem Zorn, Soph. Ant. 714. – b) nachstehen, geringer sein, τινί τι, Einem worin, Il. 22, 459 Od. 11, 515, τὸ ὃν μένος οὐδενὶ εἴκων; auch εἴκειν πόδεσσι, an Schnellfüßigkeit nachstehen, 14, 221. – Her. u. Thuc. oft τοῖς πολεμίοις u. ä.; ἀνάγκῃ Aesch. Ag. 1041; κακοῖς Prom. 320, wie Soph. Ant. 468; συμφοραῖς Thuc. 1, 84. 2, 64; θεοῖς Ai. 652; κάκῃ, unterliegen, Plat. Menex. 246 b; θυμῷ Il. 9, 593, der Neigung des Gemüthes folgen, wie ὕβρει, ἀφραδίαις u. ä., 10, 122 Od. 14, 262. 18, 139, sich davon fortreißen lassen; πενίῃ, sich durch Armuth verleiten lassen, 14, 157; ὀργῇ Thuc. 1, 38; τῇ ἡλικίῃ Her. 7, 18; εἶξαι ἵππῳ τὰ ἡνία ταῖς χερσίν, einem Pferde die Zügel nachlassen, schießen lassen, Iliad. 23, 337, Aristarch erklärte χαλάσαι, s. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 147; ὁπηνίκ' ἂν θεὸς πλοῦν ἡμῖν εἴκῃ, gestattet, Soph. Phil. 465; οὐκ ὀρθῶς τοῦτο εἴξαντος τοῦ νομοθέτου Plat. Legg. VI, 781 a.
Greek (Liddell-Scott)
εἴκω: Ἰλ., Ἀττ.: παρατ. εἶκον Ἡρόδ., Ἀττ.: μέλλ. εἴξω Θουκ., κτλ.: ἀόρ. α΄ εἶξα Ἰλ., Ἀττ., ποιητ. ἔειξα ἢ ἔϝειξα Ἀλκμὰν 40, Ἰων. εἴξασκε Ὀδ.· πρβλ. εἰκαθεῖν. (Πρὸς τὴν √ ϝΙΚ πρβλ. Σανσκρ. vik, vinak-mi (χωρίζω), καὶ ἴσως Λατ. vi-to (ὅ ἐ. vic-ito)· Ἀγγλο Σαξον. wîc-an, Γερμ. weich-en, Ἀγγλ. weak.) Ὑπείκω, ἐνδίδω, ὑποχωρῶ, ὀπισθοχωρῶ, ἀποσύρομαι, ὀπίσσω εἴκετε Ἰλ. Ε. 606, κτλ. 2) μετὰ δοτ. προσώπ. καὶ γεν. τόπου, μηδ’ εἴκετε χάρμης Ἀργείοις, «μηδὲ ὑποχωρεῖτε μάχης τοῖς Ἕλλησιν» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Δ. 509· εἴκειν τινὶ τῆς ὁδοῦ, ἀποσύρεσθαι ἐκ τῆς ὁδοῦ πρό τινος, Λατ. concedere alicui de via, οἱ νεώτεροι αὐτῶν τοῖσι πρεσβυτέροισι συντυγχάνοντες εἴκουσι τῆς ὁδοῦ καὶ ἐκτράπονται Ἡρόδ. 2. 80· ἄνευ τῆς δοτ., εἴκειν πολέμου καὶ δηϊοτῆτος, ἀποσύρισθαι ἐκ τοῦ πολέμου καὶ τῆς μάχης, Ἰλ. Ε. 348· εἶκε, γέρον, προθύρου, ἀποσύρθητι ἀπὸ τῶν προθύρων, Ὀδ. Σ. 10. 3) μετὰ δοτ. προσώπου μόνον, ἐνδίδω, ὑπείκω, ὑποχωρῶ, εἴτε ἐν μάχῃ, Ἰλ. Μ. 48, κτλ.· εἴτε πρὸς ἔνδειξιν τιμῆς, Ἰλ. Ω. 100, Ὀδ. Β. 14 - ἀκολούθως, παραδίδομαι, ἐνδίδω, εἰς οἱονδήποτε πάθος ἢ ψυχικὴν ὁρμήν, ᾧ θυμὸς εἴξας Ἰλ. Ι. 598· ὄκνῳ καὶ ἀφραδίῃσι Κ. 122· αἰδοῖ Ὀδ. Ξ. 262· βίῃ καὶ κάρτει εἴκων, «νικώμενος ὑπὸ τῆς ἑαυτοῦ βίας καὶ ἰσχύος, ὥστε διὰ τοῦτο ἐξυβρίζων» (Σχόλ.), Ν. 143· ὀργῇ δ’ εἶξα μᾶλλον ἢ μ’ ἐχρῆν Εὐρ. Ἑλ. 80· τῇ ἡλικίῃ εἴκειν Ἡρόδ. 7. 18· - ὡσαύτως ἐπὶ περιστάσεων, πενίῃ εἴκων Ὀδ. Ξ. 157· κακοῖς Αἰσχύλ. Πρ. 320· ἀνάγκῃ ὁ αὐτ. Ἀγ. 1071· ταῖς ξυμφοραῖς Θουκ. 1. 84· ζημίαις, εἰς τὴν βίαν τῆς τιμωρίας, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 21· - Ἐν Σοφ. Ἀντ. 718, ἴσως ὁ στίχος ἔπρεπε νὰ ἀναγνωσθῇ (κατὰ τὸν Gaisf.) οὕτως: ἀλλ’ εἶκε, θυμῷ καὶ μετάστασιν δίδου, διότι ἂν συνάψωμεν τὸ εἶκε τῷ θυμῷ, εἶκε θυμῷ, ἡ ἔννοια θὰ εἶναι ἐναντία τῆς ἀπαιτουμένης ἐν τῷ χωρίῳ· ἀλλ’ ὁ Jebb κατὰ τὰ πλεῖστα χειρόγρ. ἔχει: ἀλλ’ εἶκε θυμοῦ.., ἴδε σημ. Jebb καὶ παράρτημα ἐν σελίδι 254. 4) εἴκειν τινί τι, ὑποχωρείν εἴς τινα, ἔν τινι, ἔνθα ἡ αἰτ. κεῖται ὡς προσδιορισμὸς τοῦ κατά τι, τὸ ὃν μένος οὐδενὶ εἴκων, οὐδενὸς κατώτερος κατὰ..., Ἰλ. Χ. 459, Ὀδ. Λ. 515· ὡσαύτως, εἴκειν τινί τινι, ὡς ἕλεσκον ἀνδρῶν..., ὅ τέ μοι εἴξειε πόδεσσιν, πάντα ὅστις ἦτο ὑποδεέστερος ἐμοῦ κατὰ τὴν ταχύτητα τῶν ποδῶν, Ξ. 221: - οὕτω, μετὰ συστοίχου αἰτ., εἴκοντας ἃ δεῖ, ὑπείκοντας εἰς ὅσα πρέπει, Σοφ. Ο. Κ. 172, πρβλ. Αἴ. Ι243 ΙΙ. μεταβ., παραδίδω, ἀφίνω, εἶξαί τέ οἱ ἡνία, «ἐπιδοῦναι, χαλᾶσαι. εἶξαι, ἀντὶ τοῦ εἶξον» (Σχόλ.). «χάλασον δὲ αὐτῷ τὰς ἡνίας ταῖς χερσὶ» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ψ. 337· ἄλλοτε δ’ αὖτ’ Εὖρος Ζεφύρῳ εἴξασκε διώκειν, ἄλλοτε δὲ πάλιν ὁ Εὖρος παρέδιδεν αὐτὸ (τὸ πλοῖον) εἰς τὸν Ζέφ. διὰ νὰ τὸ διώκῃ, Ὀδ. Ε. 332. 2) παραχωρῶ, ἐπιτρέπω, Λατ. concedere, ὡς ὁπηνίκ’ ἂν θεὸς πλοῦν ἡμὶν εἴκῃ Σοφ. Φ. 465. ΙΙΙ. ἀπροσώπως ὡς τὸ παρείκει, ἐπιτρέπεται ἢ εἶναι δυνατόν, ὅπῃ εἴξειε μάλιστα, «ὅπου μάλιστα ἐνδοίη καὶ τρωθείη» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Χ. 321· μετ’ ἀπαρ., ὅθι σφίσιν εἶκε λοχῆσαι, «ἐνεχώρει, ὥστε ἐνεδρεῦσαι» (Σχόλ.), Σ. 520.
ὁμοιάζω, ἴδε τὸ ῥῆμα ἔοικα.
French (Bailly abrégé)
1d’ord. seul. pf. ἔοικα, ας, ε, etc. > part. ἐοικώς et εἰκώς, au sens d’un prés., et pqp. ἐῴκειν, att. ᾔκειν, au sens d’un impf.
• A. pf. ἔοικα, att. εἶκα :
I. être semblable :
1 être semblable à, ressembler : τινι, à qqn ; τινί τι, ressembler à qqn par qch (par les traits, par la taille, etc.) ; ἀθανάτῃσι θεῇσ’ εἰς ὦπα ἔοικεν IL à la voir, elle ressemble aux déesses immortelles ; θεοῖσι γὰρ ἄντα ἐῴκει IL car, à le voir en face, il ressemblait aux dieux ; δίφρον ἐπιβησομένοισιν ἐΐκτην IL on eût dit qu’ils allaient tous deux monter sur le char (litt. tous deux ressemblaient à des chevaux prêts à monter, etc.) ; ἔοικας τὴν εὐδαιμονίαν οἰομένῳ τρυφὴν εἶναι XÉN tu as l’air d’un homme qui pense que le bonheur consiste dans les jouissances (de la vie);
2 avoir l’air de, paraître, sembler : ἐοίκατε ἡδόμενοι XÉN vous avez l’air contents ; • impers. ὡς ἔοικε, comme il semble, à ce qu’il semble ; je suppose, probablement ; dans les réponses ἔοικε, cela paraît ainsi, cela est probable ; ὡς ἔοικας SOPH comme tu en as l’air, comme tu parais;
3 paraître à soi-même, avec un inf. au sens du franç., il me semble que je (cf. lat. mihi videor ou simpl. videor) ; ἔοικα δέ τοι παραειδεῖν ὥστε θεῷ OD il me semble, chantant devant toi, que je chante devant un dieu ; ἔοικα θρηνεῖν μάτην ESCHL il me semble que je me lamente en vain;
II. paraître bon, convenir : τὸ μὲν ἀπιέναι οὐδενὶ καλῷ ἔοικε XÉN s’éloigner (du champ de bataille) ne convient à aucun homme de cœur ; d’ord. • impers. ἔοικε, il semble bon, il paraît convenable : οὔ σε ἔοικε, κακὸν ὥς, δειδίσσεσθαι IL il ne te convient pas d’avoir peur, comme un lâche ; ellipt. avec l’inf. s.e. : εὐνῇ ἔνι μαλακῇ καταλέγμενος, ὥς σε ἔοικεν (s.e. καταλέξασθαι) OD étendu sur cette couche moelleuse, comme il te convient ; avec un dat. et un inf. : τὰ μὲν οὔ τι καταθνητοῖσι ἔοικεν ἄνδρεσσιν φορέειν IL (armes) que ne sauraient porter des hommes mortels ; avec un dat. suivi d’une prop. inf. : καὶ δέ σοι αὐτῷ ἔοικε μετὰ πρώτοισιν ἐόντα βουλὰς βουλεύειν καθαρὰ χροῒ εἵματ’ ἔχοντα OD et il te sied, quand tu es avec les premiers du peuple, de délibérer ayant sur ton corps des vêtements sans tache ; avec un simple inf. : οὐ γὰρ ἔοικ’ ὀτρυνέμεν IL car il ne convient pas de (vous) exciter ; abs. οὐδὲ ἔοικεν IL (car) cela ne serait pas convenable;
• B. Part. pf. ἐοικώς, att. εἰκώς, ion. οἰκώς :
1 semblable : φόβος οὐδενὶ ἐοικώς THC crainte qui ne ressemble à aucune, càd terrible, insensée;
2 convenable : εἰκυῖα ἄκοιτις IL litt. compagne convenable, épouse accomplie ; μῦθοί γε ἐοικότες OD paroles convenables ; abs. raisonnable, sensé ; neutre τὸ εἰκός, ce qui paraît bon ; juste, naturel, convenable : τὰ εἰκότα καὶ δίκαια THC les choses raisonnables et justes ; εἰκός ἐστι SOPH cela est naturel, ὡς εἰκός SOPH, ὡς οἰκός HDT comme il est naturel ; ὡς τὸ εἰκός PLAT m. sign. ; παρὰ τὸ εἰκός THC d’une façon déraisonnable;
3 vraisemblable, probable : τὰ οἰκότα HDT les probabilités, la vraisemblance ; τὸ οὐκ εἰκός THC l’improbable ; κατὰ τὸ εἰκός THC ou ἐκ τοῦ εἰκότος THC comme il est vraisemblable;
• C. Pass. être semblable à, ressembler à (pqp. 3ᵉ sg. ἤϊκτο, sans augm. ἔϊκτο).
Étymologie: pour *Ϝείκω, de la R. Ϝικ, ressembler.
2impf. εἶκον, f. εἴξω, ao. εἶξα, pf. inus.
I. intr. 1 se reculer : ὀπίσσω IL en arrière ; πολέμου IL se retirer du combat ; τινι, se retirer devant qqn, lui céder la place par déférence, lui céder le terrain sur un champ de bataille ; τινι τῆς ὁδοῦ HDT céder le passage à qqn ; μὴ εἴκετε χάρμης Ἀργείοισ’ IL et n’abandonnez pas le champ de bataille aux Grecs ; Εὖρος Ζεφύρῳ εἴξασκε διώκειν OD l’Eurus abandonnait (le radeau) à la poursuite du Zéphyre (litt. se retirait devant le Zéphyre pour que celui-ci poursuivît) ; abs. céder la place ; céder, ne pas offrir de résistance ; ὅπη εἴξειε μάλιστα IL (cherchant) par où (son corps) serait surtout vulnérable;
2 céder : τινι εἴκ. πόδεσσι OD céder, càd être inférieur à qqn en agilité ; τὸ ὃν μένος οὐδενὶ εἴκων IL ne le cédant à personne en vaillance ; fig. εἴκ. πενίῃ OD, ἀνάγκῃ ESCHL, ᾧ θυμῷ IL céder à la pauvreté, à la nécessité, à son désir;
II. tr. 1 laisser aller, relâcher, abandonner : εἶξαί τε οἱ ἡνία IL et lui lâcher les rênes;
2 concéder, accorder : πλοῦν τινι SOPH une navigation (favorable) à qqn.
Étymologie: R. Ϝικ, se reculer = lat. vito pour *victo, de *vicito ; cf. invitus.
English (Autenrieth)
(ϝεικω), imp. εἶκε, part. εἴκων, aor. εῖξα, iter. εἴξασκε: yield, give way, withdraw (from anything, τινός, before one, τινί), be inferior (to one, τινί, in some respect, τὶ, sometimes τινί); εἰσορόων χρόα κᾶλόν, ὅπῃ ϝείξειε μάλιστα, where it, i. e. the body of Hector, would best ‘yield’ to a blow, Il. 22.321 ; εἴ πέρ τίς σε βίῃ καὶ κάρτεϊ ϝείκων | οὔ σε τίει, ‘yielding’ to violent impulses, Od. 13.143 ; μηδ' εἴκετε χάρμης | Ἀργείοις, ‘fall not back from battle before the Greeks,’ Il. 4.509 ; ἀνδρῶν δυσμενέων ὅ τέ μοι ϝείξειε πόδεσσιν, whoever ‘was inferior’ to me in running, Od. 14.221; aor. 1 trans., εἶξαι ἡνία ἵππῳ, ‘give him free rein,’ Il. 23.337.
English (Slater)
εἴκω
1 give way εἶξον, ὦ Ἀπολλωνιάς i. e. let my paean for Delos wait (till I have finished this ode) (I. 1.6)
Spanish (DGE)
• Morfología: [aor. ind. 3a sg. ἔειξε Alcm.83.1, iter. εἴξασκε Od.5.332; perf. part. ἐεικώς Lindos 2D.96 (I a.C.)]
I sent. fís.
1 ceder a una acometida o a una presión ὅππῃ τ' ἰθύσῃ, τῇ τ' εἴκουσι στίχες ἀνδρῶν Il.12.48, εἰσορόων χρόα καλόν, ὅπῃ εἴξειε μάλιστα observando por qué lugar su hermosa piel cedería mejor ante el golpe de lanza Il.22.321, cf. Arist.Pr.890b5, Gal.4.463, D.Chr.36.57, (οἰδήματα) τὰ εἴκοντα (hinchazones) que ceden al presionarlas, Gal.18(2).97
•medic. ceder, remitir ἡ νοῦσος Aret.CA 2.1.7, κοίτη δὲ στερεή, μὴ κάρτα εἴκουσα Aret.CA 2.2.2, tb. c. giro prep. εἴκων ἐπὶ τῇ θίξει Aret.SD 1.14.2
•part. subst. τὸ εἶκον lo que cede op. τὸ ἀντιτυποῦν Pl.Cra.420d, φερόμενοι πρὸς τὸ εἶκον atacando lo que ofrece menor resistencia Plu.Fab.16
•el hecho de ceder συμμέτρως ἔχει πρὸς τὸ εἶκον en la fundición del oro, Str.3.2.8
•c. dat. de concr. ὅτ' οὔρεα τοῖα σιδήρ[ῳ] εἴκουσιν cuando montañas semejantes ante el hierro ceden Call.Fr.110.48, ἀὴρ ἔχει φύσιν εἴκουσαν ἀντιπεριιστάμενος τοῖς σώμασιν Ph.1.623, πέτρας ... τοῖς μεταλλευτικοῖς ὀργάνοις μηδαμῶς εἰκούσης Polyaen.4.18.1, en metáf. σῷ δ' αὖ πυρὶ ... καὶ Ζηνὸς ὁμῶς εἴκουσι κεραυνοί del fuego del amor, Opp.C.2.421.
2 c. gen. retirarse εἶκε ... πολέμου retírate del combate, Il.5.348, προθύρου Od.18.10, κελεύθου Hes.Sc.353, τῶν ἐπάλξεων ... καὶ τῶν νεῶν Iul.Or.3.67b, c. constr. de gen. ἐεικὼς ἐκ τᾶς ἰερατείας Lindos l.c., εἶξ' ἕ[καθ] εν κόσμοιο Cod.Vis.Pat.8
•c. gen. y dat. de pers. μηδ' εἴκετε χάρμης Ἀργείοις y no os retiréis del combate ante los argivos, Il.4.509
•fig. εἴξατε νίκης renunciad a la victoria Colluth.171.
3 ceder el sitio, apartarse abs. εἶξε δ' Ἀθήνη Il.24.100, εἶξαν δὲ γέροντες Od.2.14
•c. dat. de pers. y gen. de lugar τῷ δὲ γυνὰ ... σφεᾶς ἔειξε χώρας a éste la mujer le cede su sitio Alcm.l.c., εἴκειν δὲ γέρουσιν ἕδρης Ps.Phoc.220, cf. Hdt.2.80, c. el dat. impl. χώρης εἴκουσιν τοί τε παλαιότεροι y los más ancianos (le) ceden el sitio Thgn.936, cf. Tyrt.8.42.
4 tr., c. ac. y dat. de concr. aflojar εἶξαί τέ οἱ ἡνία χερσίν y aflójale las riendas en tus manos, Il.23.337.
II sent. anímico o moral
1 c. compl. de abstr. y/o de pers. ceder a o ante c. dat. de pers. y ac. de rel. τὸ ὃν μένος οὐδενὶ εἴκων sin ceder ante nadie en su valor, Il.22.459, Od.11.515
•ceder a o ante, someterse c. dat. de pers. ἄρχοντι Democr.B 47, σοφοῖσι δ' εἴκειν καὶ τεθραμμένοις καλῶς E.HF 300, τοῖς ὑποπεπτωκόσιν D.S.13.24, τῷ θεῷ I.AI 1.115, τοῖς κρείττοσι Luc.Herm.12, τῇ πατρίδι καθάπερ μητρί Iul.Or.4.246a, c. dat. de abstr. ᾧ θυμῷ Il.9.598, ὄκνῳ Il.10.122, πενίῃ Od.14.157, Tyrt.6.8, ὕβρει Od.14.262, ἀνάγκῃ A.A.1071, E.Fr.716H.-R., κακοῖς A.Pr.320, cf. Th.1.84, Ael.NA 5.11, ζημίαις X.Cyr.1.6.21, ταῖς τύχαις Lys.18.5, εἴκειν ταῖς ψυχαῖς desanimarse Plb.35.1.4, τῇ φαντασίᾳ Chrysipp.Stoic.2.286, τῇ ὑποταγῇ Ep.Gal.2.5, τοῖς τοῦ καιροῦ νόμοις Vett.Val.240.12, προθύμως τῇ κλήσει Gr.Naz.M.35.512B, εἴξας τῇ ἐμῇ δεήσει accediendo a mi petición, PMonac.10.10 (VI d.C.), c. el dat. elidido y atracción de rel. εἴκοντας ἃ δεῖ S.OC 172, cf. Ai.1243, c. dat. de abstr. y ac. de rel. τὰ πάντα τῇ ἡλικίῃ εἴκειν ceder a la edad en todo, e.e., dejarse llevar siempre por su juventud Hdt.7.18, c.constr. prep. ἐπὶ ... προφάσει μὴ εἴξοντες Th.1.141
•sin rég. ceder, someterse ἀλλ' εἶκε, θυμῷ (aunque otros leen εἶκε θυμῷ) καὶ μετάστασιν δίδου S.Ant.718, οὐ βουλόμενοι δὲ καθάπαξ εἴκειν Plb.1.38.5, cf. Ph.2.31, POxy.1642.17 (III d.C.), ἑκόντες εἴκουσι καὶ ὑποκύπτουσι Them.Or.13.176b
•part. fem. εἴκουσα floja, que no es firme, inestable ἡ ἄγνοια φαντασία ἐστὶν εἴ. explicado como μεταπτωτικὴ ὑπὸ λόγου Clem.Al.Strom.2.17.76, ἡ ψυχὴ ... ἡ μαλθακὴ καὶ εἴ. Clem.Al.Strom.2.20.110.
2 ser inferior en c. dat. de limitación βίῃ καὶ κάρτεϊ εἴκων siendo inferior en fuerza y poder, Od.13.143, c. dat. de pers. y dat. de limitación ὅ τέ μοι εἴξειε πόδεσσι (enemigo) que fuera inferior a mí en (la agilidad de) sus pies, Od.14.221.
3 c. inf. permitir, dejar c. dat. de pers. εἴξατέ μοι οὐρεοῦσι διελθέμεν permitidme pasar con las mulas, Il.24.716, Εὖρος Ζεφύρῳ εἴξασκε διώκειν Euro dejaba a Céfiro que la acosara (a la nave) Od.5.332
•raro c. ac. ὁπηνίκ' ἂν θεὸς πλοῦν ἡμῖν εἴκῃ S.Ph.465.
4 impers. εἶκε (a veces entendido como impf. de ἔοικα) es posible c. dat. de pers. ὅθι σφίσιν εἶκε λοχῆσαι en donde les era posible estar emboscados, Il.18.520, c. ac. de pers. ὤς με φώνησ' οὐδὲν ἔτ' εἴκει Sapph.31.8.
• Etimología: De *u̯eik-, cf. ai. vijáte ‘huir’, ‘retroceder’, aaa. wīhhan ‘ceder’, formas que parecen derivar de una raíz c. sonora final.
English (Strong)
apparently a primary verb; properly, to be weak, i.e. yield: give place.
apparently a primary verb (perhaps akin to εἴκω through the idea of faintness as a copy); to resemble: be like.
English (Thayer)
1st aorist ἐιξα; to yield, (A. V. give place): τίνι, Homer down.) (Compare: ὑπείκω.)
Greek Monolingual
εἴκω (Α)
1. υποχωρώ, αποσύρομαι, απομακρύνομαι
2. παραμερίζω σε ένδειξη τιμής
3. υποχωρώ, παραδίνομαι σε ψυχικό πάθος ή ορμή
4. (για καταστάσεις) ενδίδω, υποκύπτω στις περιστάσεις
5. (με γεν.) αποχωρώ από μια θέση
6. (μτβ.) παραδίνω, αφήνω, επιτρέπω
7. απρόσ. επιτρέπεται, είναι δυνατό
8. φρ. «εἴκω τινί τι» — είμαι κατώτερος σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρήμα είκω ανάγεται σε ΙΕ ρίζα weik- «λυγίζω, στρίβω» και συνδέεται με αρχ. ινδ. vijate «φεύγω», που αποτελεί συνεσταλμένη βαθμίδα της αρχικής ρίζας καθώς και με αγγλοσαξ. wīcan «υποχωρώ» και αρχ. γερμ. wīhhan «υποχωρώ», τα οποία όμως ανάγονται σε ΙΕ ρίζα weig-. Τόσο η ρίζα weik- όσο και η ρίζα weig- αποτελούν προϊόντα παρεκτάσεως από μια αρχική ρίζα wei-].
Greek Monotonic
εἴκω: (√ϜΙΚ, πρβλ. Λατ. vi-to αντί vic-to) μέλ. εἴξω, αόρ. αʹ εἶξα, Ιων. γʹ ενικ. εἴξασκε· πρβλ. εἰκαθεῖν·
I. 1. ενδίδω, υποχωρώ, οπισθοχωρώ, αποσύρομαι, σε Ομήρ. Ιλ.
2. με δοτ. προσ. και γεν. τόπου, μηδ' εἴκετε χάρμης Ἀργείοις, μην υποχωρείτε από τη μάχη για την υπεράσπισή τους, στο ίδ.· εἴκειν τινὶ τῆς ὁδοῦ, Λατ. concedere alicui de via, σε Ηρόδ.
3. με δοτ. προσ. μόνο, ενδίδω σε, υποχωρώ σε, είτε στη μάχη, είτε ως ένδειξη τιμής, σε Όμηρ.· έπειτα, ενδίδω σε οποιοδήποτε πάθος ή ορμή, ᾧ θυμῷ εἴξας, σε Ομήρ. Ιλ.· αἰδοῖ, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, λέγεται για περιστάσεις, πενίῃεἴκων, στο ίδ.· κακοῖς, ἀνάγκῃ, σε Αισχύλ.
4. εἴκειν τινί τι, όπου η αιτ. είναι επιρρηματική, μένος οὐδένι εἴκων, δεν υποκύπτει σε κανέναν που έχει εξουσία, σε Όμηρ.· με σύστ. αντ., εἴξαντας ἃ δεῖ, υποχωρώντας σε..., σε Σοφ.
II. μτβ., παραδίδω, αφήνω, εἶξαί τέ οἱ ἥνια, βάζω στο άλογο τα ηνία, σε Ομήρ. Ιλ.· παραχωρώ, επιτρέπω, Λατ. concedere, ὁπηνίκ' ἂν θεὸς πλοῦν ἡμῖν εἴκῃ, σε Σοφ.
III. απρόσ., όπως το παρείκει, αυτό επιτρέπεται ή είναι δυνατό, σε Ομήρ. Ιλ.
• εἴκω: μοιάζω, φαίνομαι όμοιος με, βλ. ἔοικα.
Russian (Dvoretsky)
εἴκω: (pf. = praes. ἔοικα - атт. εἶκα, part. ἐοικώς - атт. εἰκώς; ppf. = impf. ἐῴκειν - атт. ᾔκειν)
1) быть сходным, походить (τινί Hom., Arph., Plat., Arst.): ὄμματα ἔοικας κείνῳ Hom. глазами ты похож на него;
2) казаться: δίφρου ἐπιβησομένοισιν ἐΐκτην Hom. казалось, что (оба коня) хотят вспрыгнуть на колесницу; (ὡς) ἔοικε Soph., Arst., Plat., Plut. как будто, по-видимому; τὸν ἄνδρα ἔοικεν ὕπνος ἕξειν Soph. он, кажется, охвачен сном; ἔοικα θρηνεῖν μάτην Aesch. мои сетования, кажется, напрасны; ἔδοξάς μοι εἰδότι ἐοικέναι ὅτι ἔζη Xen. мне показалось, что ты, как будто, считал, что он жив;
3) казаться правильным, подходящим или уместным, подобать: οὔ σε ἔοικε δειδίσσεσθαι Hom. не пристало тебе робеть; ὅθι σφίσιν εἶκε λοχῆσαι Hom. где им казалось удобным устроить засаду - см. тж. εἰκώς и εἰκός.
II (impf. εἶκον, aor. εἶξα)
1) отступать, отходить (ὀπίσσω Hom.): εἴ. πολέμου καὶ δηϊοτῆτος Hom. уйти из боя;
2) уступать (τινὶ τῆς ὁδοῦ Hom.): εἶξε Ἀθήνη (sc. Θέτιδι) Hom. Афина уступила место (Фетиде); μηδαμῇ μηδὲν εἶξαι Arst. ничуть ни в чем не уступить;
3) уступать, поддаваться, подчиняться (θυμῷ Hom.; πολεμίοις Xen.): οὐκ ἐᾶν τινα τῇ ἡλικίῃ εἴ. Her. удержать кого-л. от увлечений юности; εοαι ὀργῇ Eur. поддаться чувству гнева; ἠναγκάσθησαν εἶξαί τινι Plut. они были вынуждены покориться чему-л.; εἰσορόων χρόα ὅπη εἴξειε μάλιστα Hom. высматривая место, где кожа наиболее уязвима; πενίῃ εἴκων Hom. вынуждаемый бедностью, под влиянием нужды;
4) уступать, быть ниже: εἴ. τινὶ πόδεσσιν Hom. уступать кому-л. в быстроте ног; τὸ ὃν μένος οὐδενὶ εἴκων Hom. никому не уступая в доблести;
5) отпускать: εἶξαι ἡνία ἵππῳ Hom. отпустить вожжи, дать повод коню;
6) предоставлять, разрешать, ниспосылать (πλοῦν τινι Soph.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: give way, yield.
Other forms: Aor. εἶξαι (ἔ(Ϝ)ειξε Alkm., γῖξαι [i. e. Ϝεῖξαι] χωρῆσαι H.), fut. εἴξω, -ομαι (Il.; cf. Trümpy Fachausdrücke 229f.), perf. ptc. ἐεικώς (Chron. Lind.)
Compounds: With prefix: ὑπ(ο)-, παρ-, συν-είκω a. o. Lengthened form. (ὑπ-, παρ)εἰκάθειν or -θεῖν (S., Pl.; Schwyzer 703 n. 6).
Derivatives: ὕπειξις yielding (Pl.; vgl. Holt Les noms d'action en σις 164; εἶξις Plu.) with ὑπεικτικός (Arist.; εἰκτικός Phld.).
Origin: IE [Indo-European] [1130] *ueik/g- give way, yield
Etymology: Among the many verbs based on IE. u̯eik- (WP. 1, 232ff.; s. also W.-Hofmann s. vicis und vincō) there is no semantically convincing connection. Semantically agrees to (Ϝ)είκω Skt. vijáte (younger vejate) fly, give way and Germ. pres, e. g. OS. wīcan, OHG wīhhan weichen etc., both from IE *u̯eig-, not u̯eik- as in (Ϝ)είκω. The variation may be due to assimilation to consonantic endings; cf. the Skt. aorist forms vik-thās, vik-ta . S. also ἐπίεικτος.
Middle Liddell
[Root !ϝικ, cf. Lat. vito for victo; cf. εἰκαθεῖν
I. to yield, give way, draw back, retire, Il.
2. c. dat. pers. et gen. loci, μηδ' εἴκετε χάρμης Ἀργείοις shrink not from the fight for them, Il.; εἴκειν τινὶ τῆς ὁδοῦ, Lat. concedere alicui de via, Hdt.
3. with dat. pers. only, to yield to, give way to, either in battle or a mark of honour, Hom.:—then, to give way to any passion or impulse, ὧι θυμῶι εἴξας Il.; αἰδοῖ Od.:—also of circumstances, πενίηι εἴκων Il.; κακοῖς, ἀνάγκηι Aesch.
4. εἴκειν τινί τι, where the acc. is adverbial, μένος οὐδενὶ εἴκων yielding to none in force, Hom.; c. acc. cogn., εἴξαντας ἃ δεῖ yielding in… , Soph.
II. trans. to yield up, give up, εἶξαί τέ οἱ ἡνία give the horse the rein, Il.:— to grant, allow, Lat. concedere, ὁπηνίκ' ἂν θεὸς πλοῦν ἡμὶν εἴκηι Soph.
III. impers., like παρείκει, it is allowable or possible, Il.
Frisk Etymology German
εἴκω: {eíkō}
Forms: Aor. εἶξαι (ἔ(ϝ)ειξε Alkm., γῖξαι [d. h. ϝεῖξαι]· χωρῆσαι H.), Fut. εἴξω, -ομαι (seit Il.; vgl. Trümpy Fachausdrücke 229f.), Perf. Ptz. ἐεικώς (Chron. Lind.)
Grammar: v.
Meaning: weichen, zurückgehen, nachstehen.
Composita : Mit Präfix: ὑπ(ο)-, παρ-, συνείκω u. a. Erweiterte Form. (ὑπ-, παρ-)εἰκάθειν od. -θεῖν (S., Pl. usw.; Schwyzer 703 A. 6 m. Lit.).
Derivative: Seltene Ableitungen: ὕπειξις das Zurückweichen, das Nachgeben (Pl., Thphr. u. a.; vgl. Holt Les noms d’action en σις 164; εἶξις Plu. u. a.) mit ὑπεικτικός (Arist.; εἰκτικός Phld. usw.). Mit seinem hochstufigen thematischen Wurzelpräsens und seinem sigmatischen Aorist bietet (ϝ)είκω ein regelmäßiges Bild dar, das wahrscheinlich durch Ausmerzung älterer Unregelmäßigsten zustande gekommen ist.
Etymology : Unter den vielen auf idg. u̯eik- zurückgehenden Verba (WP. 1, 232ff.; s. auch W.-Hofmann s. vicis und vincō) gibt keines eine semantisch überzeugende Anknüpfung. Dagegen stimmen bedeutungsmäßig gut zu (ϝ)είκω das schwundstufige aind. vijáte (jünger vejate) fliehen vor, zurückweichen und das hochstufige germ. Präsens, z. B. ags. wīcan, ahd. wīhhan ‘weichen’, beide indessen aus idg. u̯eig- gegenüber u̯eik- in (ϝ)είκω. Der Gutturalwechsel kann unschwer aus Assimilation an konsonantisch anlautende Endungen erklärt werden; vgl. z. B. die aind. Aoristformen vik-thās, vik-ta (Medialformen zu ϝεῖξαι?). Alle die genannten Sprachen haben aber offenbar verschiedene Neuerungen eingeführt mit dem Resultat, daß die Paradigmata ganz auseinandergehen. — Lit. bei WP. und W.-Hofmann a. a. O. S. auch ἐπίεικτος.
Page 1,454
Chinese
原文音譯:e‡kw 誒可
詞類次數:動詞(1)
原文字根:模擬
字義溯源:情願軟弱*,容讓
同源字:1) (εἴκω)情願軟弱 2) (ὑπείκω)降服
出現次數:總共(1);加(1)
譯字彙編:
1) 我們⋯容讓(1) 加2:5