δίνω

English (LSJ)

[ῑ], used only in pres., thresh out on the δῖνος III, ἱερὸν ἀκτὴν δινέμεν Hes.Op.598:—Pass., δινομένην ὑπὸ (v.l. περὶ) βουσὶν… ἅλωα trodden by the circling oxen, Call.Fr.51:—Aeol. δίννω Hdn.Gr.2.492: Dor. 3pl. ἀπο-δίνωντι Tab.Heracl.1.102.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): eol. δίννω Hdn.Gr.2.492
• Prosodia: [-ῑ-]
trillar ἱερὸν ἀκτὴν δινέμεν Hes.Op.598, en v. pas. δινομένην ὑπὸ βουσὶν ... ἅλωα Call.SHell.285.7.

German (Pape)

[Seite 632] = δινέω; bei Hes. O. 595 ist Δημήτερος ἀκτὴν δινέμεν = auf der Tenne ausdreschen; vgl. Callim. bei E. M. 74, 16 u. Suid.

French (Bailly abrégé)

c. δινέω.

Russian (Dvoretsky)

δίνω: (ῑ) (только inf. δινέμεν Hes.) = δινέω.

Greek (Liddell-Scott)

δίνω: μόνον κατ’ ἐνεστ., ἁλωνίζω ἐπὶ τοῦ δίνου (ΙΙΙ), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 596. -Παθ., δινομένην ὑπὸ βουσὶν… ἅλωα, πατουμένην ὑπὸ περιφερομένων κύκλῳ βοῶν, Καλλ. Ἀποσπ. 51. -Λεσβιακ. τύπος δίννω παρὰ Χοιροβ., ἴδε Ahrens π. Αἰολ. σ. 53· γ΄ πληθ. ἀποδίνωντι, Πίν. Ἡρακλ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 102.

Greek Monolingual

(I)
και δίδω και δώνω (AM δίδωμι και δίδω)
Ι. 1. δίνω στο χέρι κάτι, εγχειρίζω
2. χαρίζω, παρέχω («του 'δώσε δέκα λίρες», «για τούτο είδεν ο Θεός τον περισσόν του πόνον και ήδωκεν στη ρήγισσα και πάλιν άλλον γόνον»)
3. κληροδοτώ («του 'δώσε τ' αμπέλι»)
4. προσφέρω, αφιερώνω στον Θεό ή στους Αγίους («τά 'δωσε στην Παναγία»)
5. (για τον Θεό) παρέχω, κάνω να... («ο Θεός να δώσει», «Θεὸς... ἔδωκε πόλιν οἰκίζειν»)
6. (για γονείς) δίνω σε γάμο την κόρη μου («της δίνουν ένα δάσκαλο κι αυτόν δεν τόνε θέλει»)
7. παραχωρώ εργάτες, στρατιώτες, προσωπικό κ.λπ. για την εκτέλεση υπηρεσίας («θα του δώσουν δυο-τρεις μαστόρους»)
8. χορηγώ («τους έδωσαν τη νίκη», «κῡδος ἐδίδου»)
9. απονέμω («ποιο γυμνάσιο σού 'δώσε το απολυτήριο», «δώσω σοι τὸν στέφανον τῆς ζωῆς»)
10. επιτρέπω («δεν της έδωσε ο πνευματικός να κοινωνήσει», «δεδωκότων αὐτῷ τῶν νόμων...»)
11. παραδίνω ως λεία («θα σέ δώσω στα σκυλιά», «Ἕκτορα κυσίν... δώσειν»)
12. πληρώνω κάποιον, καταβάλλω μισθό ή αμοιβή για εργασία
13. δίνω φιλοδώρημα
14. υποβάλλω αίτηση ή αναφορά
15. φρ. α) «δίνω γνώμη», «γνώμην δίδωμι» — προτείνω, προβάλλω κάποια άποψη
β) «δίνω όρκο», «ὅρκους ἔδωκαν» — ορκίζομαι
γ) «δίνω δάνειο» — δανείζω
δ) «δίνω προσοχή» — προσέχω
ε) «δίνω ψήφο» — ψηφίζω
16. μέσ. δίνομαι, δίδομαι
αφιερώνομαι, αφοσιώνομαι ή ασχολούμαι με κάτι ένθερμα, με ζήλο
17. (παθ. γ' προσ.) μαθημ. «δίδεται σημείο σε ευθεία» — παρέχεται υποθετικά
μσν.- νεοελλ.
1. (με ουσ. που φανερώνει ενέργεια) διεξάγω, διοργανώνωδίνω χορό», «δίνω συναυλία»)
2. προικίζω («της δίνει ο πατέρας της καράβι αρματωμένο»)
3. καθορίζω
4. παραχωρώ μια περιοχή σε κάποιον
5. ανακοινώνω (α. «έδωσε το κείμενο της συμφωνίας» β. «έδωσε στη δημοσιότητα» γ. «δίδει τὸ μικρὸν μήνυμα»
δ) «ἐδίδουν τὸ μέγα μήνυμα» — σε εκλογή επισκόπου)
6. ελεώ («δίνει στους φτωχούς», «ἔδωκε τοῖς πένησι»)
νεοελλ.
1. (για κτήματα, ζώα, επιχειρήσεις κ.λπ.) παράγω, αποφέρω κέρδος
2. πουλάω («δίνει το σπίτι του όσο όσο»)
3. (ως συγγραφέας, σκηνοθέτης, ηθοποιός) παρουσιάζω θεατρικό έργο
4. (για πράξεις μαθηματικών) δίνω ως εξαγόμενο
5. (λογιστική) «δοῦν αι καὶ λαβεῖν» — πίστωση και χρέωση
6. φρ. α) «δίνει σημεία ζωής» — κάνει γνωστή την ύπαρξη του
β) «δεν δίνει σημεία ζωής» — εξαφανίστηκε
γ) «δίνει και παίρνει» — διαδραματίζει σπουδαίο ρόλο
δ) «του δίνω (δρόμο)» — φεύγω γρήγορα
ε) «του 'δώσε τα παπούτσια στο χέρι» — τον έδιωξε
στ) «του δίνω να καταλάβει» — εξηγώ με λεπτομέρειες
ζ) «του 'δωσα να καταλάβει» — τον έδειρα
η) «δίνω τον λόγο μου» — υπόσχομαι
θ) «δίνω λαβή» — γίνομαι αφορμή
ι) «δίνω βάρος» — κουράζω, ενοχλώ
ια) «δίνω τη στέλλα» — δίνω σε ξύλα ή μαδέρια το σχήμα γωνίας προσαρμόζοντας τα στον γνώμονα
ιβ) «δώσε, δώσε» — με επίμονη προσπάθεια
ιγ) «δεν δίνω δυάρα» — αδιαφορώ
ιδ) «δίνω χέρι» — βοηθώ
ιε) «το 'δωσε» (ενν. το μυαλό)
είναι τρελός
ιστ) «μού δίνει στα νεύρα» ή «μού τή δίνει» — με εκνευρίζει
ιζ) «το δίνει» — με άσεμνη σημασία για γυναίκα ή κίναιδο
μσν.
1. αφιερώνω (στίχους ή σύγγραμμα)
2. επιβάλλω, έχω ρυθμίσει («καθὼς τὸ δίδει ἡ τάξις»)
3. φρ. α) «δίδω τὸ κοινὸν χρέος» — πεθαίνω
β) «δίδω πρόσωπον» — αντιμετωπίζω κάποιον εχθρό
αρχ.
1. διορίζω, εγκαθιστώ
2. παραδέχομαι σε συζήτηση, συμφωνώ
3. διδάσκω κάτι σε κάποιον
4. φρ. α) «δίδωμι τινά τινι» — συγχωρώ κάποιον με τη μεσολάβηση κάποιου άλλου
β) «δίδωμι λόγον, ευθύνας» — λογοδοτώ
γ) «δίκην δίδωμι» — τιμωρούμαι
δ) «γράμματα δίδωμι» — κλείνω συμφωνία
ε) «ἐμβολὴν δίδωμι»
(για πλοίο) πλήττω με το έμβολο
II. (μτχ. παθ. παρακμ.) δεδομένος και δοσμένος, -η, -ο (AM δεδομένος, -η, -ον)
1. αυτός που έχει δοθεί, προταθεί, ανακοινωθεί, παραχωρηθεί κ.λπ.
2. (το ουδ. εν. ή πληθ.) το δεδομένο ή τα δεδομένα
α) ό,τι θεωρείται ως βάση για περαιτέρω συλλογισμούς, έρευνες κ.λπ. («πρέπει να θεωρείται δεδομένο ότι...», «τα δεδομένα της επιστήμης»)
β) καθορισμένο, καθιερωμένο («είναι δοσμένο εκ θεού», «δεδομένον ἄνωθεν»)
αρχ.
1. οι δεδομένοι
ιερείς στον ναό του Σολομώντος
2. τα δεδομένα
τίτλος έργου του Ευκλείδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. δίδωμι εντάσσεται σε μια ενδιαφέρουσα ομάδα λέξεων που ανάγονται σε αρχική ΙΕ ρίζα de∂3- / d∂3- (αρχ. ελλ. δω- / δο-) «δίνω», η οποία απαντά σε όλες σχεδόν τις ΙΕ γλώσσες. Εξαιτίας της κοινωνικής αξίας της έννοιας της και της ιδέας της αμοιβαιότητας που ενυπάρχει σε αυτήν, με την ίδια ρίζα εκφράστηκε επίσης και η αντίθετη έννοια του «παίρνω» (πρβλ. χεττ. dā- «παίρνω», ινδοϊραν. ā-dā- «δέχομαι»). Ο ενεστωτικός τ. δίδωμι, αναδιπλασιασμένος με -ι- (πρβλ. οσκ. didest «θα δώσει») αντιστοιχεί σε αρχ. ινδ. dadati, αβεστ. dadāiti, «δίνει», πιθ. λατ. reddo (< re-di-do). Στον μέσο αόρ. έδοτο απαντά η συνεσταλμένη βαθμίδα d∂3 (αρχ. ελλ. δο-) της αρχικής ρίζας (πρβλ. αρχ. ινδ. a-di-ta, βενετ. jo-to) που εμφανίζεται επίσης και στο ρηματικό επίθετο δοτός
(πρβλ. λατ. dătus). Ο ενεργητικός αόρ. έδωκα πιθ. οφείλεται σε αναλογικό σχηματισμό (πρβλ. έθηκα, ήκα) αντί τ. έδων (πρβλ. έστην) με μακρόφωνη βαθμίδα (πρβλ. αρχ. ινδ. ā-dāt, αρμ. et (< e-dōt). Ο απαρμφ. τ. δούναι (πιθ. < δοεναι ή δoFνaı) αντιστοιχεί στο αρχ. ινδ. dāvane. Εξάλλου η ρίζα δω- / δο- εμφανίζει μεγάλη παραγωγική δύναμη (πρβλ. δώτωρ, που αντιστοιχεί στο αρχ. ινδ. datār- δόσις, πρβλ. λατ. datio
δώρον, πρβλ. αρμ. tur, αρχ. σλαβ. darŭ, λατ. dōnum, αρχ. ινδ. dānam με παραλλαγή τών r / n. Τέλος το θ. του δίδωμι εμφανίζεται με τη μορφή δωσι- (για τον σχηματισμό βλ. λ. τερψίμ-βροτος) ως α' συνθετικό (πρβλ. αρχ. ινδ. dāti- στο dāti-vāta «όποιος κάνει δώρα») σε σύνθετα (πρβλ. δωσίδικος). Ο νεοελλ. τ. δώνω σχηματίστηκε από το θ. του αορ. του δίδωμι (πρβλ. έστρωσα - στρώνω).
ΠΑΡ. δόσις, δώρον, δωρεά
αρχ.
δοτήρ, δοτός, δως.
ΣΥΝΘ. αναδίδωαναδίδωμι)
αποδίδωαποδίδωμι), διαδίδωδιαδίδωμι), εκδίδωεκδίδωμι), ενδίδωενδίδωμι), επιδίδωεπιδίδωμι), καταδίδωκαταδίδωμι), μεταδίδωμεταδίδωμι), παραδίδωπαραδίδωμι), προδίδωπροδίδωμι), προσδίδωπροσδίδωμι)
αρχ.
αντιδίδωμι, εισδίδωμι, συνδίδωμι, υπερδίδωμι, υποδίδωμι
νεοελλ.
καλοδίνω, ματαδίνω, ξαναδίνω, ξεδίνω, πολυδίνω, ψυχοπαραδίνω].
(II)
δίνω και αιολ. τ. δίννω (Α)
αλωνίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Την ύπαρξη του ρήματος δίνω, παράλληλου τ. τών δινώ, δινεύω αλλά με σημασία «αλωνίζω», πιστοποιούν οι μεμονωμένοι τύποι δινέμεν (ήδη στον Ησίοδο), δινομένην και αποδίνωντι. Το διπλό -ν- (πρβλ. αιολ. δίννω), που απαντά κατά κύριο λόγο σε ρηματικούς παρά σε ονοματικούς τύπους, εξηγείται ως υπεραιολισμός (βλ. και λ. δίνη)].

Greek Monotonic

δίνω: μόνο στον ενεστ., αλωνίζω πάνω στο δῖνον (II), σε Ησίοδ.

Middle Liddell

only in pres.]
to thresh out on the δῖνος (II),Hes.