ῥέω
Ἀκμὴ τὸ σύνολον οὐδὲν ἄνθους διαφέρει → Nil flore differt vegetus aetatis vigor → Des Lebens Blüte ist ganz wie der Blume Pracht
English (LSJ)
Il.22.149, etc.; Ep. ῥείω Hes.Fr.263 (dub.), D.P.1074, AP7.36 (Eryc.), but not in Hom.: impf. 3sg.
A ἔρρει Il.17.86, Telecl.1.4, but elsewhere in Hom. ἔρρεε or ῥέε: fut. ῥεύσομαι Thgn.448, E.Fr. 384, Crates Com.15.4, Pherecr.130.5, Hp.Haem.5; also ῥευσοῦμαι, Arist.Mete.356a16, 361a33; later ῥεύσω, AP5.124 (Bass.): aor. ἔρρευσα Ar.Eq.526(anap.), Hp.Loc.Hom.11, Int.23, Mosch.3.33, AP5.32 (Parmen.), Plb.5.15.7 (ἀπ-), Paus.5.7.4, etc.:—but the Att. fut. and aor. are of pass. form, ῥῠήσομαι Isoc.8.140, cf. Hp.Nat.Hom.5; ἐρρύην [ῠ] Th.3.116, X.Cyr.8.3.30, Pl.Ti.84c, etc., as also in Hdt.8.138; Dor. ἐξ-ερρύα, v. ἐκρέω; 3sg. subj. ἐ[γ]ρυᾷ GDI3591a51 (Calymna); Ep. 3sg. ῥύη Od.3.455: pf. ἐρρύηκα Hp.Loc.Hom.10, Pl.R. 485d, Isoc.8.5; later ἔρρυκα, Gal.5.398.—A pres. Med. ῥέομαι occurs also in Orac. ap. Hdt.7.140 (v. infr.), Plu.Cor.3, Luc.Salt.71, Philostr. VS1.25.9, etc.; so ἐρρεῖτο E.Hel.1602, Philostr.VA8.31, etc.—This Verb does not contr. εη, εο, εω:—flow, run, stream, gush, Od.19.204, Il.3.300, 17.86, etc.: with dat. of that which flows, [πηγὴ] ὕδατι ῥέει the fountain runs with water, 22.149, cf. Od.5.70, IG12.54.7; ῥέε δ' αἵματι γαῖα Il.8.65, etc.; φάραγγες ὕδατι . . ῥέουσαι E.Tr.449 (troch.); ῥεῖ γάλακτι πέδον ῥεῖ δ' οἴνῳ Id.Ba.142(lyr.); οἴνῳ . . ἔρρει χαράδρα Telecl.l.c.(v. sub fin.); (also in Med., ἱδρῶτι ῥεούμενοι (metri gr. for ῥεόμενοι, cf. μαχεούμενοι) Orac. ap. Hdt.7.140; φόνῳ ναῦς ἐρρεῖτο E. Hel.1602); πόλιν χρυσῷ ῥέουσαν Id.Tr.995: so metaph., πολλῷ ῥ. ἐπαίνῳ Ar.Eq.527: rarely with acc. in the same sense (v. infr. 11.2): also with gen., ἀσφάλτου Str.7.5.8; πολλοῦ ὕδατος Arr.An. 5.9.4: sts. with nom., Ζεὺς χρυσὸς ῥυείς Isoc.10.59, cf. AP5.32 (Parmen.). b the post-Hom. expression for a full stream is μέγας ῥεῖ, ῥέουσι μεγάλοι Hdt.2.25; μέγας ἐρρύη Id.8.138, cf. Th.2.5; ῥ. οὐδὲν ἧσσον ἢ νῦν Hdt.7.129; also πολὺς ῥεῖ, metaph. of men, ῥεῖ πολὺς ὅδε λεώς A.Th.80(lyr.); Κύπρις ἢν πολλὴ ῥυῇ E.Hipp.443 (cf. infr. 2); so ῥ. μου τὸ δάκρυον πολύ Ar.Lys.1034; also ἐς ἔρωτα ἅπας ῥ. Ps.-Phoc.193; πρὸς τὸν Ἀλκιβιάδην ὁ δῆμος ὅλος ἐρρύη Plu.Alc. 21. c of a river, also ῥ. ἀπὸ τηκομένης χιόνος derive its stream from melted snow, Hdt.2.22. d prov., ἄνω ῥεῖν flow upwards, of inversion of the usual or right order, E.Supp.520; ἄνω ποταμῶν ἐρρύησαν οἱ . . λόγοι D.19.287; cf. ἄνω (B)1. e ταῦτα μὲν ῥείτω κατ' οὖρον (v. οὖρος (A))S.Tr.468. 2 metaph. of things, ἐκ χειρῶν βέλεα ῥέον from their hands rained darts, Il.12.159; ῥεῖ μάλιστα ὁ ἀὴρ ῥέων ἐν τοῖς ὑψηλοῖς Arist.Mete.347a34, cf. 349a34; φλὸξ ῥυεῖσα Plu.Brut.31; so τὴν Αἴτνην ῥυῆναι Ael.Fr.2; esp. of a flow of words, ἀπὸ γλώσσης μέλιτος γλυκίων ῥέεν αὐδή Il.1.249, cf. Hes.Th.39.97; ἔπε' ἐκ στόματος ῥεῖ μείλιχα ib.84: abs., of the tongue, run glibly, A.Th.557; so θρασυνομένῳ καὶ πολλῷ ῥέοντι καθ' ὑμῶν D.18.136: hence, of words or sentiments, to be current, κληδόνος καλῆς μάτην ῥεούσης S.OC 259. 3 fall, drop off, e.g. of hair, Od.10.393, Hes.Fr.29, Theoc. 2.89, etc.; of ripe fruit, Plb.12.4.14, Gp.9.12; of over-ripe corn, ἤδη ῥέοντα τὸν στάχυν Babr.88.14; wear out, εἰ ῥέοι τὸ σῶμα καὶ ἀπολλύοιτο Pl.Phd.87d; of a house, to be in a tumble-down condition, Gorg. ap. Stob.4.51.28, Teles p.27 H.; ῥέουσαν σύγκρισιν στῆσαι to stay a collapse of the system, Herod.Med. ap. Orib.5.27.1. 4 of molten objects, liquefy, run, ῥεῖ πᾶν ἄδηλον S.Tr.698; τήκεται ὁ λίθος . . ὥστε καὶ ῥεῖν Arist.Mete.383b6, cf. Thphr.Lap.9. 5 to be in perpetual flux and change, ἅπανθ' ὁρῶ ἅμα τῇ τύχῃ ῥέοντα μεταπίπτοντά τε Com.Adesp.200; ὡς ἰόντων ἁπάντων ἀεὶ καὶ ῥεόντων Pl.Cra. 439c, cf. 411c; κινεῖται καὶ ῥεῖ . . τὰ πάντα Id.Tht.182c: hence οἱ ῥέοντες, of the Heraclitean philosophers, opp. οἱ τοῦ ὅλου στασιῶται, ib.181a. b 'run', of ink, etc., metaph., στιγμῆς ῥυείσης γραμμὴν φαντασιούμεθα... γραμμῆς δὲ ῥυείσης πλάτος ἐποιήσαμεν S.E.M.7.99; cf. ῥυίσκομαι 11. 6 of persons, ῥ. ἐπί τι to be inclined, given to a thing, Isoc.8.5; πρός τι Pl.R.485d; οἱ ταύτῃ ῥυέντες ib.495b. 7 leak, of a ship, opp. στεγανὸν εἶναι, Arist.Fr.554, cf. Paus.8.50.7; λύχνοι ῥέοντες prob.in Roussel Cultes Egyptiens p.222(Delos, ii B.C.); of a roof, Men.Sam.248; [ἀγγεῖον] ῥέον Plu.2.782e; οἰνοχόαι ῥέουσαι Michel 815.131 (Delos, iv B.C.). 8 to have a flux, τὰς κοιλίας τὰς ῥεούσας D.S.5.41. 9 impers., ἐκ ῥινῶν ἐρρύη Hp.Epid.1.19. II very rarely trans., let flow, pour, ἔρρει χοάς E.Hec.528 (as v.l. for αἴρει):—this differs from the usage 2 c. acc. cogn., ῥείτω γάλα, μέλι, let the land run milk, honey, Theoc.5.124,126; αἷμα ῥυήσεται, of the Nile, Ezek.Exag.133; οἶνον ῥέων Luc.VH1.7, cf. LXXJl.3(4).18, Sch.Ar.Pl.287:—in place of this acc. the best writers commonly used the dat., v. supr. 1.1. III v. ῥέον. (Cf. ῥόϝος, Skt. sravati, Lith. sravēti 'flow': I.-E. srèw- alternating with srǒw- and srǔ-.)
German (Pape)
[Seite 838] fut. ῥεύσομαι Theogn. 448, ῥεύσω Ev. Ioh. 7, 38; aor. ἔῤῥευσα, Sp., z. B. Polemo 2 (V, 32); bei den Attikern ist aber gebräuchlich ῥυήσομαι u. aor. ἐῤῥύην, ῥυῆναι, ῥυείς, der schon bei Hom. vorkommt, der außer ihm nur praes. u. imperf. gebraucht (vgl. Lob. Phryn. 7391; perf. ἐῤῥύηκα; – 1) fließen, fluthen, strömen, nicht bloß vom Wasser, Hom. u. Folgde, sondern auch vom Blut, von Thränen, vom Schweiß u. dgl.; πηγὴ ῥέει ὕδατι, die Quelle strömt von Wasser, Il. 22, 149, vgl. Od. 5, 70; auch ῥέεν αἵματι γαῖα, die Erde rann, triefte von Blut, Il. 8, 65, u. sonst, wie Eur. ῥεῖ γάλακτι πέδον, ῥεῖ δ' οἴνῳ, Bacch. 142; u. im Orak. bei Her. 7, 140, ἱδρῶτι ῥεούμενοι, welche Form sich sonst nicht findet u. einige Analogie mit μαχεούμενοι hat; αἵματι, ἱδρῶτι ῥεόμενος, Luc. D. Mort. 14, 5 salt. 71; Plut. Cor. 3; ῥέω ἱδρῶτι Ep. ad. 292 (Plan. 105); aber ποταμῷ οἶνον ῥέοντι Luc. V. H. 1, 7, vgl. ep. sat. 20 u. Theocr. 5, 124, – κῦμα ῥέον, Pind. Ol. 11, 10; εὐρὺ ῥέων, 5, 18; ἀφρὸς βρότειος ἐῤῥύη κατὰ στόμα, Aesch. frg. bei Schol. Ar. Lys. 1259; vom Gerüchte, das sich verbreitet, δόξης ἢ κληδόνος καλῆς μάτην ῥεούσης, Soph. O. C. 259; ἄνω ἂν ῥέοι τὰ πράγμαθ' οὕτως, Eur. Suppl. 520; in Prosa überall; auch übertr. von andern Dingen als Wasser, τὸ λόγων νᾶμα ἔξω ῥέον, Plat. Tim. 75 e; ὡς ἰόντων ἁπάντων καὶ ἀεὶ ῥεόντων, in stetem Flusse sein, Crat. 439 c; ῥεῖν καὶ φέρεσθαι τὰ πράγματα, 411 c; er nennt sogar die Philoso phen, welche annehmen, daß die Dinge in steter Bewegung, in stetem Flusse seien, οἱ ῥέοντες, Theaet. 181 a, = οἱ τὸ πᾶν κινοῦντες, Ggstz οἱ τοῦ ὅλου στασιῶται; S. Emp. adv. log. 1, 99 στιγμῆς ῥυείσης γραμμὴν φαντασιούμεθα. – Andere Vrbdg ῥυῆναι διὰ τοῦ ὀρόφου, Luc. Mar. D. 12, 1, durchfließen; von feuerspeienden Bergen, Ael. V. H. bei Stob. Floril. 79, 38. Auch vom Winde, Plut. Sert. 17. – Πολὺς ῥεῖ, von einem starken, voll fließenden Strome, Her. 8, 134; auch ὁ Ἀσωπὸς ποταμὸς μέγας ἐῤῥύη, Dem. 59, 99; u. übertr. von gewaltigem Redestrom, Πύθωνι θρασυνομένῳ καὶ πολλῷ ῥέοντι καθ' ὑμῶν, 18, 136; ὁρμὴ ῥυεῖσα πολλὴ καὶ ἄτακτος, Plut. de virt. moral. 5. Uebh. – 2) übtr., sich in reicher Fülle ergießen, wie unser strömen, z. B. vom ungehemmten, vollen Fluß der Nede, ἀπὸ γλώσσης μέλιτος γλυκίων ῥέεν αὐδή, Il. 1, 249; Hes. Th. 39. 97; ἔπε' ἐκ στόματος ῥεῖ μείλιχα, 84; u. in Prosa, πάντες ὅσοι περὶ πορνείας ἐῤῥύησαν λόγοι, Dem. 19, 287; auch ἐκ χειρῶν βέλεα ῥέον, Pfeile strömten, d. h. flogen in Menge aus ihren Händen, Il. 12, 159; u. von reisen oder wurmstichigen Früchten, von Haaren, in Menge abfallen, ausfallen, Od. 10, 393; Hes. frg. 5; Theocr. 2, 89; ῥεῖ ὁ καρπός, Pol. 12, 4, 14; στάχυς, Babr. 88, 14; von einer großen Menschenmenge, ῥεῖ πολὺς ὅδε λεώς, Aesch. Spt. 80; auch οὐκ ἐάσει γλῶσσαν ἐργμάτων ἄτερ ἔσω πυλῶν ῥέουσαν ἀλδαίνειν κακά, 539, daß thatenlos Geschwätz einströme; Θρῄκιος ῥέων στρατός, Eur. Rhes. 290; auch πόλιν χρυσῷ ῥέουσαν, Troad. 995; Ar. Equ. 527 vrbdt ὃς πολλῷ ῥεύσας ποτ' ἐπαίνῳ διὰ τῶν ἀφελῶν πεδίων ἔῤῥει, vom Kratinus, den er, wie auch das Folgende zeigt, τῆς στάσεως παρασύρων ἐφόρει τὰς δρῦς καὶ τοὺς ἐχθροὺς προθελύμνους, mit einem Strome vergleicht. – Aber auch zerfließen, sich auflösen, εἰ ῥέοι τὸ σῶμα καὶ ἀπολλύοιτο ἔτι ζῶντος τοῦ ἀνθρώπου, Plat. Phaed. 87 d. – Bei Sp. oft für »sich auf Etwas stürzen, sich wohin neigen«, ὅλος ἐῤῥύη πρὸς αὐτόν, Plut. Alcib. 21; ἐπὶ τὸ πρᾳότερον ῥ υῆναι, Cat. min. 23; ἐπὶ ποιητικήν, Cic. 2, u. oft. – 3) in trans. Bdtg fließen lassen, selten, wohin man das oben angeführte οἱ ῥέοντες aus Plato ziehen kann; ἐῤῥει χειρὶ παῖς Ἀχιλλέως πατρί, Eur. Hec. 532; Archil. frg. 17; vgl. Ruhnk. ep. crit. 264; Dem. Lpt. 273. – Etwas Anderes ist λέγεται τούτῳ τὸν Πακτωλὸν χρυσὸν ῥεῦσαι, Schol. Ar. Plut. 287, wie Ἱμέρα ἀνθ' ὕδατος ῥείτω γάλα, Theocr. 5, 124, vgl. 126. – 4) Sp. auch pass., ἡ γὰρ Ὁμήρου σειρὴν ὑμετέρων ῥεῖται ἀπὸ στομάτων, Ep. ad. 451 (IX, 522); ἐῤῥεῖτο führt Phryn. 220 an; s. auch das oben aus Her. angeführte ῥεο ύμενοι. – Ueber die Contraction vgl. Lob. zu Phryn. 221. – Bei Ath. XI, 495 d sind τὰ ῥέοντα eine Art Becher, wofür er ein Beispiel aus Astydamas anführt. Vgl. ῥυσίς u. ῥυτόν.
Greek (Liddell-Scott)
ῥέω: λέγω, ἴδε ἐν λέξ. ἐρῶ.
Ὅμηρ., κλ.· Ἐπικ. ῥείω, Ἡσίοδ. παρὰ Σερ. Οὐεργιλ. ἐν Γεωργ. 1. 245, Ἀνθ. Π. 7. 36, ἀλλ’ οὐχὶ παρ’ Ὁμήρῳ: γ΄ ἑνικ. παρατ. ἔρρει Ἰλ. Ρ. 86, Ἀττ., ἀλλ’ ἀλλαχοῦ παρ’ Ὁμ. ἔρρεε ἢ ῥέε· -μέλλ. ῥεύσομαι, Θέογν. 448, Εὐρ. Ἀποσπ. 388, Κράτης ἐν «Θηρίοις» 2, Φερεκράτης ἐν «Πέρσαις» 1. 5, Ἱππ. 893Η· Δωρ. ῥευσοῦμαι, ὡσαύτως ἐν Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 2, 23., 2. 4, 20· μεταγεν., ῥεύσω Ἀνθ. Π. 5. 125, Χρησμ. Σιβ., κτλ.· ἀόρ. ἔρρευσα Ἀριστοφ. Ἱππ. 527 (Λυρ.), Ἱππ. 515. 24, Αἰλ., κτλ.· - ἀλλ’ ὁ Ἀττ. μέλλ. καὶ ἀόρ. ἔχουσι παθ. τύπον, ῥυήσομαι Ἰσοκρ. 187Α· ἐρρύην Θουκ. 3. 116, Ξεν. Κύρ. 8. 3, 30, Πλάτ. κτλ., ὡς καὶ παρ’ Ἡροδ. 8. 138· Ἐπικ. γ΄ ἑνικ. ῥύη Ὀδ. Γ. 455· πρκμ. ἐρρύηκα Πλάτ. Πολ. 485D, Ἰσοκρ. 159D· μεταγεν. τύποι ἔρρῡκα, ῥέρευκα παρὰ Γαλην., Ὡριγέν. - Ὡσαύτως ἀπαντᾷ ὁ μέσ. ἐνεστ. ῥέομαι ἐν Πλουτ. Κοριολ. 3, Φιλοστρ. 541, Λουκ. περὶ Ὀρχ. 71, κτλ., ἴδε Λοβ. εἰς Σοφ. Αἴ. 76· οὕτως ἐρρεῖτο Εὐρ. Ὀρχ. 71, κτλ., ἴδε Λοβ. εἰς Σοφ. Αἴ. 76· οὕτως ἐρρεῖτο Εὐρ. Ἑλ. 1602 (ἐκτὸς ἂν ἀναγνώσωμεν μετὰ τοῦ Elmsl. ἔρρει τὸ παρακέλευσμα κτλ.), Φιλόστρ. 371, κτλ. -Τό ῥῆμα τοῦτο, ὡς τὰ ῥήματα πνέω, χέω, δὲν συναιρεῖ τὰ εη, εο, εω. (Ἐκ. τῆς αὐτῆς ῥίζης παράγονται αἱ λέξεις ῥέος, ῥέεθρον, ῥόος, ῥοή, ῥύσις, ῥυτός, ῥύαξ, ῥεῦμα, ῥεῦσις, ὡσαύτως ῥύμη, ῥυθμός· πρβλ. Σανσκρ. sru, srav-âmi (fluo), srav-as, srô-tas (flumen)· Λατ. ru-o, riv-us, ru-mis, (το Ἀγγλικὸν river παράγεται ἐκ τοῦ Γαλλ. rivière, Λατ. riparia)· Λιθ. strav-ju, strov-ê, strav-a Ἡ ῥίζα εἶναι ΣΡΥ, ὡς φαίνεται ἐκ παραβολῆς τῶν ἀνωτέρω τύπων, τοῦ Σ ἐκλιπόντος ἐν τῇ Ἑλλ. καὶ Λατ.· - ἡ ῥίζα αὕτη τοὐναντίον ἐπετάθη τῇ παρεμβολῇ t ἐν τῷ Ἀρχ. Γερμ. stroum (stream) καὶ τῷ Λιθ. struja (fluentum), ὥστε ὁ ποταμὸς Στρυμὼν ἀναφέρεται εἰς τὴν αὐτὴν ῥίζαν· - ὡσαύτως τὸ ὄνομα Εὐρώτας φαίνεται ὅτι ἀνήκει εἰς τὴν αὐτὴν ῥίζαν). Ρέω, ὁρμητικῶς ῥέω, τρέχω, χύνομαι, συχνὸν παρ’ Ὁμ., κλ.· ἐπὶ ὕδατος, ὡς καὶ ἐπὶ αἵματος, δακρύων, ἱδρῶτος, κτλ., Ὀδ. Τ. 204, Ἰλ. Γ. 300, Ρ. 80, κτλ.· - μετὰ δοτικῆς τοῦ ῥέοντος πράγματος, πηγὴ ῥέει ὕδατι Ἰλ. Χ. 149, πρβλ. Ὀδ. Ε. 70· ῥέειν αἵματι γαῖα Ἰλ. Θ. 65, κτλ.· φάραγγες ὕδατι ῥέουσαι Εὐρ. Τρῳ. 449· ῥεῖ γάλακτι πεδίον ῥεῖ δ’ οἴνῳ ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 142· οἴνῳ γὰρ ἅπασ’ ἔρρει χαράδρα Τηλεκλείδης ἐν «Αμφικτύοσι» 1. 4 (ἴδε ἐν τέλ.)· καὶ ἐν ἀσυνήθει τινὶ τύπῳ μετοχ. τοῦ μέσ. ἐνεστ., ἱδρῶτι ῥεούμενοι (ἀντὶ ῥεόμενοι, ἐσχηματίσθη δὲ κατὰ τὸ μαχεούμενοι) Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 7. 140 πόλιν χρυσῷ ῥέουσαν Εὐρ. Τρῳ. 995· φόνῳ ναῦς ἔρρει ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 1602 (ἴδε ἀνωτ.)· οὕτω μεταφορ., πολλῷ ῥ. ἐπαίνῳ Ἀριστοφ. Ἱππ. 527· - σπανίως μετ’ αἰτ. ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας (ἴδε κατωτ. ΙΙ. 2)· - ἐνίοτε μετ’ ὀνομ., Ζεὺς χρυσὸς ῥυεὶς Ἰσοκρ. 217D. πρβλ. Ἀνθ. Π. 5. 33. β) ἡ μεθ’ Ὅμηρον φράσις εἰς δήλωσιν μεγάλου ποταμοῦ εἶναι: μέγας ῥεῖ, μεγάλοι ῥέουσι Ἡρόδ. 2. 25· μέγας ἐρρύη ὁ αὐτ. 8. 138, πρβλ. Θουκ. 2. 5· ῥ. οὐδὲν ἕσσον ἢ νῦν ὁ αὐτ. 7. 129· οὕτω καὶ, πολὺς ῥεῖ, μεταφορ., ἐπὶ ἀνθρώπων, ῥεῖ πολὺς ὅδε λεὼς Αἰσχύλ. Θήβ. 80· Κύπρις ἢν πολλὴ ῥυῇ Εὐρ. Ἱππ. 443 (πρβλ. κατωτ. 2)· ῥ. μου τὸ δάκρυον πολὺ Ἀριστοφ. Λυσ. 1034· οὕτω καί, ἐς ἔρωτα ἅπας ῥ. Ψευδο-Φωκυλ. 180· ὅλος ἐρρύη πρὸς τὸν Ἀλκιβιάδην Πλουτ. Ἀλκιβ. 21. γ) ἐπὶ ποταμοῦ ὡσαύτως, ῥ. ἀπὸ χιόνος, λαμβάνει τὰ ὕδατα αὐτοῦ ἐκ τηκομένης χιόνος, Ἡρόδ. 2. 22. δ) παροιμ., ἄνω ῥέειν, ῥέειν πρὸς τὰ ὀπίσω, ἐπὶ ἀδυνάτων γενέσθαι, Εὐρ. Ἱκέτ. 520· ἄνω ποταμῶν ἐρρύησαν οἱ… λόγοι, ἐπὶ συγκεχυμένου ἢ διεστραμμένου τρόπου τοῦ σκέπτεσθαι, Δημ. 433. 23, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 410· ὡσαύτως, ταῦτα μὲν ῥείτω κατ’ οὖρον (ἴδε οὖρος) Σοφ. Τρ. 468. 2) μεταφορ., ἐπὶ πραγμάτων, ἐκ χειρῶν βέλεα ῥέον, ἐκ τῶν χειρῶν των ἔρρεον, δηλ. ἐρρίπτοντο ὡς βροχὴ βέλη, Ὀλ. Μ. 159· ῥεῖ μάλιστα ὁ ἀὴρ... ἐν τοῖς ὑψηλοῖς, χύνεται, πνέει, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 10, 3 κἑξ.· φλὸξ ῥεῖσα Πλουτ. Βροῦτ. 31, οὕτω, τὴν Αἴτνην ῥυῆναι Αἰλ. παρὰ Στοβ. 79. 38· - μάλιστα ἐπὶ ῥύσεως λόγων, ἐπὶ ὁμιλίας, ἀπὸ γλώσσης μέλιτος γλυκίων ῥέεν αὐδὴ Ἰλ. Α. 249, Ἡσ. Θ. 39, 97· ἔπε’ ἐκ στόματος ῥεῖ μείλιχα αὐτόθι 84· ἀπολ., ἐπὶ τῆς γλώσσης, εὐχερῶς κινοῦμαι, ἀπροσκτόπτως ἐνεργῶ ἐν τῇ προφορᾷ καὶ τῇ ὁμιλίᾳ, Αἰσχύλ. Θήβ. 557· οὕτω, θρασυνομένῳ καὶ πολλῷ ῥέοντι καθ’ ὑμῶν Δημ. 272. 20 (πρβλ. Ὁρατ. Σατ. 1. 7, 28, salso multoque fiuenti)· ἐντεῦθεν ἐπὶ φήμης, χάνομαι, τί δῆτα δόξης ἢ τί κληδόνος καλῆς μάτην ῥεούσης ὠφέλημα γίνεται...; Σοφ. Ο. Κ. 259. 3) πίπτω, ἐπὶ τῶν τριχῶν τοῦ σώματος, τῶν δ’ ἐκ μελέων τρίχες ἔρρεον, ἃς πρὶν ἔφυσε φάρμακον οὐλόμενον, τό σφιν πόρε πότνια Κίρκη Ὀδ. Κ. 393, Ἡσ. Ἀποσπ. 5, Θεόκρ. 2. 89, κτλ.· ἐπὶ ὡρίμου καρποῦ, Πολύβ. 12. 4, 14· ἐπὶ σίτου ὡριμάσαντος πέραν τοῦ δέοντος, ἤδη ῥέοντα τὸν στάχυν Βαβρ. 88 14. 4) καθόλου, διαρρέω, καταρρέω, ῥέω, ἀπόλλυμαι, ῥεῖ πᾶν ἄδηλον Σοφ. Τρ. 698· εἰ ῥέοι τὸ σῶμα καὶ ἀπολλύοιτο Πλάτ. Φαίδων 87D· τήκεται ὁ λίθος, ὥστε καὶ ῥεῖν Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 6, 10. 5) ἀείποτε ῥέω καὶ μεταβάλλομαι, ἅπανθ’ ὁρῶ... ῥέοντα μεταπίπτοντά τε Κωμικ. Ἀνωνυμ. 355· ὡς ἰόντων πάντων καὶ ἀεί ῥεόντων Πλάτ. Κρατ. 439C· ὅθεν, οἱ ῥέοντες ἐκαλοῦντο σκωπτικῶς οἱ ἀπὸ τοῦ Ἡρακλείτου φιλόσοφοι οἱ πρεσβεύοντες ὅτι τὰ πάντα διετέλουν ἐν διηνεκεῖ ῥοῇ καὶ μεταβολῇ, οἱ τὰ ἀκίνητα κινοῦντες, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ οἱ τοῦ ὅλου στασιῶται, Πλάτ. Θεαίτ. 181Α, Κρατ. 402Α, πρβλ. Ἀριστ. π. Οὐρ. 3. 1, 8, Μετὰ τὰ Φυσ. 3. 5, 18., 12. 9, 21. 6) ἐπὶ προσώπων, ῥ. ἐπὶ τι, ἔχω ὁρὴν ἢ κλίσιν, ῥέπω πρὸς τι, Ἰσοκρ. 159D· εἴς τι Πλάτ. Πολ. 485D· οἱ ταύτῃ ῥυέντες αὐτόθι 495Β. 7) ἐπὶ πλοίου, «κάμνω νερά», ἀντιθέτ. τῷ στεγανὸν εἶναι, Ἀριστ. Ἀποσπ. 513, Παυσ. 8. 50, 7. 8) ἔχω ῥύσιν, ῥρὴν, τὰς κοιλίας τὰς ῥεούσας Διόδ. 5. 41. ΙΙ). λίαν σπανίως μεταβ., χύνω, ἐκχέω, ἔρρει χοὰς Εὐρ. Ἑκ. 528, Ruhnk Ep. Cr. 264, Wolf εἰς Δημ. Λεπτ. 273 - Ἡ χρῆσις αὕτη διαφέρει τῆς ἑπομ., 2) μετὰ συστίχ. αἰτ., ῥείτω γάλα, μέλι, ἂς τρέχῃ γάλα, μέλι, Θεόκρ. 5. 124, 126· ποταμῷ οἶνον ῥέοντι Λουκιαν. περὶ Ἀληθ, Ἱστ. 1. 7, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 287, Ἑβδ. (Ἰωὴλ Γ΄, 18)· - ἡ τοιαύτη αἰτιατικὴ ἐν τῷ δοκίμῳ λόγῳ συνήθως ἐξεφέρετο κατὰ δοτ., ἴδε άνωτ. Ι. 1. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 551.
French (Bailly abrégé)
1les formes en -εη-, -εο-, -εω- ne se contractent pas;
f. ῥεύσομαι, att. ῥυήσομαι, ao. ἔρρευσα, ao.2 ἐρρύην, pf. ἐρρύηκα;
Pass. f. ῥυήσομαι;
I. intr. 1 couler ; avec un dat. : πηγὴ ῥέει ὕδατι IL la source épanche de l’eau ; ῥέεν αἵματι γαῖα IL la terre ruisselait de sang ; ἵδρωτι ῥεόμενος LUC ruisselant de sueur ; qqf avec un acc. : ποταμὸς οἶνον ῥέων LUC fleuve roulant du vin dans ses flots ; p. anal., en parl. de choses fluides (air, vent, flamme, etc.) ; en parl. de la parole τοῦ ἀπὸ γλώσσης μέλιτος γλυκίων ῥέεν αὐδή IL la parole coulait de sa langue, plus douce que le miel ; ῥεῖ πολὺς ὅδε λεώς ESCHL voici la foule qui s’approche comme un flot roulant;
2 fig. s’élancer vers, se livrer ou s’adonner à : ἐπὶ ποιητικήν PLUT à la poésie ; avec idée d’hostilité s’élancer contre, assaillir ; ὅλος ἐρρύη πρὸς τὸν Ἀλκιβιάδην PLUT il se répandit en un accès de colère contre Alcibiade ; πολὺς ῥέων καθ’ ὑμῶν DÉM se répandant en invectives contre vous;
3 couler de, glisser de, tomber : ἐκ χειρῶν βέλεα ῥέον IL les traits volaient de leurs mains;
4 s’écouler, passer ; fig. s’écouler, se perdre, se corrompre : εἰ ῥέοι τὸ σῶμα καὶ ἀπολλύοιτο ἔτι ζῶντος τοῦ ἀνθρώπου PLAT si le corps se gâtait et périssait quand l’homme est encore vivant;
II. tr. faire couler, verser;
Moy. ῥέομαι, m. sign.
Étymologie: R. Σρυ > ῥυ-, par renforcement, ῥευ-, ῥεϜ-, ῥε-, couler ; cf. lat. ruo, rivus, etc.
2seul. aux temps suiv. : Act. pf. εἴρηκα, Pass. f. ῥηθήσομαι, ao. ἐρρήθην et ἐρρέθην, pf. εἴρημαι, pqp. εἰρήμην, f.ant. εἰρήσομαι;
Pass. ao. ion. εἰρέθην, pf. 3ᵉ pl. ion. εἰρέαται;
dire.
Étymologie: cf. εἴρω, εἴρηκα.
English (Autenrieth)
(σρέϝω), ipf. ἔρρεον, ῥέε, aor. ἐρρύην, ῥύη: flow, stream; met., of speech, missiles, hair, Il. 1.249, Il. 12.159, Od. 10.393.
English (Slater)
ῥέω
1 run, flow Ἀλφεὸν εὐρὺ ῥέοντα (O. 5.18) νῦν ψᾶφον ἑλισσομέναν ὁπᾷ κῦμα κατακλύσσει ῥέον (O. 10.10) νότιον θέρος ὕδατι ζακότῳ ῥέον (Schr.: ἱερὸν codd. Dion. Hal.) (Pae. 9.18)
English (Strong)
a primary verb; for some tenses of which a prolonged form rheuo is used; to flow ("run"; as water): flow.
for certain tenses of which a prolonged form ereo is used; and both as alternate for ἔπω perhaps akin (or identical) with ῥέω (through the idea of pouring forth); to utter, i.e. speak or say: command, make, say, speak (of). Compare λέγω.
Greek Monotonic
ῥέω: Επικ. ῥείω, γʹ ενικ. παρατ. ἔρρει, Επικ. ἔρρεε ή ῥέε· μέλ. ῥεύσομαι, Δωρ. ῥευσοῦμαι· αόρ. αʹ ἔρρευσα — Αττ. μέλ. και αόρ. αʹ έχουν Παθ. τύπο ῥῠήσομαι, ἐρρύην· παρακ. ἐρρύηκα, σε Πλάτ.· το ρήμα αυτό, όπως και τα πνέω, χέω, δεν συναιρεί τα εη, εο, εω·
I. 1. ρέω, τρέχω, ρέω ορμητικά, (ξε)χύνομαι, αναβλύζω, σε Όμηρ. κ.λπ.· με δοτ. του πράγματος που ρέει, πηγὴ ῥέει ὕδατι, η κρήνη αναβλύζει νερό, σε Ομήρ. Ιλ.· ῥέεν αἵματι γαῖα, στο ίδ.· ῥεῖ γάλακτι πεδίον, σε Ευρ.· λέγεται και για δήλωση μεγάλου ποταμού, μέγας ῥεῖ, ρέει, κυλά σε πλατύ ρεύμα ή έχει μεγάλη, ευρεία ροή, σε Ηρόδ.· με την ίδια σημασία, πολὺς ῥεῖ· μεταφ., λέγεται για ανθρώπους, ῥεῖ πολὺς ὅδε λεώς, σε Αισχύλ.· χρησιμ. για ποταμό, επίσης, ῥέει ἀπὸ χιόνος, αντλεί, τροφοδοτεί τη ροή, τα νερά του από το λιωμένο χιόνι, σε Ηρόδ.· παροιμ., ἄνω ῥέειν, ρέω, κυλώ προς τα πίσω, λέγεται για πράγματα που είναι αδύνατο να συμβούν, σε Ευρ.
2. μεταφ., χρησιμ. για πράγματα, ἐκ χειρῶν βέλεα ῥέον, από τα χέρια τους ρίχνονταν σαν βροχή τα βέλη, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται επίσης, για τη ροή των λόγων, για την ίδια την ομιλία, ἀπὸγλώσσης μέλιτος γλυκίων ῥέεν αὐδή, στο ίδ.· απόλ., λέγεται για τη γλώσσα, κινούμαι δεξιοτεχνικά, με ευστροφία, ευέλικτα, με άνεση και εύκολα, χειρίζομαι απρόσκοπτα την προφορά και την ομιλία, σε Αισχύλ. (πρβλ. salso multoque fluenti)· λέγεται για λέξεις ή συναισθήματα, είμαι έκδηλος, ξεχειλίζω, σε Σοφ.
3. πέφτω, λιγοστεύω, μειώνομαι, π.χ. για τα μαλλιά ή για τις τρίχες του σώματος, σε Ομήρ. Οδ., Θεόκρ.· μεταγεν., γενικά, καταρρέω ή λιώνω τελείως, διαλύομαι, φθείρομαι, χάνομαι, σε Σοφ., Πλάτ.
4. λέγεται για πρόσωπα, ῥέω ἐπί ή εἴς τι, κλίνω, ρέπω προς κάτι, είμαι επιρρεπής σε κάτι, σε Ισοκρ., Πλάτ.
II. 1. σπάνια ως μτβ., χύνω, ἔρρει χοάς, σε Ευρ.
2. με σύστ. αντ., ῥείτω γάλα, μέλι, ας τρέχει γάλα, μέλι, σε Θεόκρ.· ποταμῷ οἶνον ῥέοντι, σε Λουκ.
• ῥέω: λέγω, απαγγέλλω, βλ. ἐρῶ.
Russian (Dvoretsky)
ῥέω: (только pf. εἴρηκα; pass.: fut. ῥηθήσομαι, fut. 3 εἰρήσομαι, aor. ἐρρήθεν и ἐρρέθην - ион. εἰρέθην, pf. εἴρημαι, ppf. εἰρήμην) говорить.
I эп. тж. Hes., Anth. ῥείω, редко Plut., Luc. ῥέομαι (fut. ῥεύσομαι - дор. ῥευσοῦμαι, поздн. ῥεύσω, атт. ῥυήσομαι, aor. 1 ἔρρευσα, aor. 2 ἐρρύην, pf. ἐρρύηκα; формы на εη, εο и εω - без стяжения)
1) течь, литься, струиться (ῥέε δάκρυα Hom.): ῥ. ὕδατι λιαρῷ Hom. источать горячую воду; ῥ. αἵματι Hom. или φόνῳ Eur. струиться кровью; φάραγγες ὕδατι ῥέουσαι Eur. ущелья, по которым течет вода, т. е. горные потоки; ῥ. ἀπὸ τηκομένης χιόνος Her. (о реке) образоваться от тающих снегов; ἱδρῶτι ῥεούμενοι (= ῥεόμενοι) Her. обливающиеся потом; μέλιτος γλυκίων ῥέεν αὐδή Hom. слаще меда лилась речь (Нестора); ῥ. ἐπαίνῳ Arph. быть осыпаемым похвалами; χρυσῷ ῥ. Eur. купаться в золоте; ἄνω ῥ. Eur. или ἄνω ποταμῶν ῥ. погов. Eur., Dem. течь вспять, т. е. быть поставленным вверх дном; ὡς ἰόντων ἁπάντων καὶ ἀεὶ ῥεόντων Plat. так как все движется и вечно течет; οἱ ῥέοντες Plat. «текучие», т. е. последователи Гераклита;
2) растекаться, разливаться (ὁ ποταμὸς ἐρρύη μέγας Thuc.): ἡ φλὸξ ῥυεῖσα Plut. распространившееся пламя;
3) расплываться, исчезать (ῥ. καὶ ἀπόλλυσθαι Plat.);
4) наплывать, устремляться (ῥεῖ πολὺς ὅδε λεὼς πρόδρομος Aesch.): ῥέων στρατὸς ἔστειχε Eur. армия неудержимо прорывалась вперед;
5) нападать, (гневно) набрасываться (κατά τινος Dem. и πρός τινα Plut.);
6) с жаром набрасываться, ревностно приниматься (ῥ. πρὸς τὰ μαθήματα Plat.; ῥ. ἐπὶ ποιητικήν Plut.);
7) опадать (ῥεῖ ὁ καρπός Polyb.);
8) падать, выпадать (τῶν ἐκ μελέων τρίχες ἔρρεον Hom.): ῥέουσι αἱ τρίχες ἐκ τῆς κεφαλῆς Arst., Theocr. волосы выпадают на голове;
9) (о корабле) пропускать воду, течь Arst.;
10) страдать истечениями: αἱ κοιλίαι αἱ ῥέουσαι Diod. понос;
11) лить, струить (γάλα Theocr.; οἶνον Luc.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: to flow, to stream, also metaph., to stream off, to fall off (of hair, ripe fruits etc.), (Il.).
Other forms: Aor. ῥυῆναι (γ 455), Dor. ἐρρύα, fut. ῥυῆσομαι, perf. ἐρρύηκα (Att.); fut. ῥεύσομαι (Thgn., com., Hp.), ῥευσοῦμαι (Arist.), ῥεύσω (AP), aor. ῥεῦσαι (Ar. in anap., Hp., hell.).
Compounds: Very often w. prefix, e.g. ἀπο-, δια-, ἐκ-, κατα-, περι-, ὑπο-.
Derivatives: Many derivv., also from the prefixcompp. (here only indicated): A. with full grade. 1. ῥέεθρον (ep. Ion. Il.), ῥεῖθρον (Att.) n. stream, river, water; 2. `Ρεῖτος m. name of a stream or brook, (Eleusis Va, Th., Paus.; Krahe Beitr. z. Namenforsch. 5, 89); 3. ῥεῦμα n. current, stream (IA.; cf. Porzig Satzinhalte 267f.), stream, rheumatism (medic.), with -μάτιον, -ματώδης, -ματικός, -ματίζομαι, -ματισμός; 4. ῥέος n. stream (A; cf. on ἐυ-ρρεής below); 5. ῥεῦσις f. (hell. for ῥύσις); 6. ῥευστός streaming, fluid (Emp., Arist. a.o.), -στικός (Plu.), -σταλέος (Orac. ap. Eus.); 7. -ρρεί-της (from -ρρεϜέ-της) in compounds, e.g. ἐϋ-ρρείτης streaming beautifully (Hom. a.o.), ἀκαλα-ρρείτης (s. v.); 8. -ρρεής only in gen. ἐϋ-ρρεῖος = ἐϋ-ρρεϜέος (Il.) from ἐϋ-ρρεής id.; rather to ῥέω than to ῥέος (Schwyzer 513). -- B. With ο-ablaut: 1. ῥόος (κατά- etc.), Att. ῥοῦς, Cypr. ῥόϜος m. stream, flow; 2. ῥοή (ἐκ- etc.), Dor. -ά, Corc. ρhοϜαῖσι f. flowing, stream, outflow (Il.); from 1. or 2. ῥοΐσκος m. brooklet (Halaesa), ῥοώδης (ῥοι- Gal.) flowing, suffering of flux, having strong currents, watery, falling off (Hp., Th., Arist. etc.), ῥοϊκός fluid (Hp., Dsc.), ῥοΐζω to drench, of horses (Hippiatr.) with ῥοϊσμός H.; 3. ῥοῖαι f. pl. floods (Hp.); 4. -ρροια f. in prefixcompp., e.g. διάρροια (: δια-ρρέω) flowing through, diarrhoea (IA.; on the formation Schwyzer 469). -- C. With zero grade: 1. ῥυτός streaming, pouring out, flowing strongly (trag. a.o.; ἀμφί-, περί- ῥέω Od. a.o.); ῥυτόν n. drinking horn (Att., hell.); 2. ῥύσις (ἔκ- a.o.) f. flowing, flow (IA.); 3. ῥύμα = ῥεῦμα (late) s.v.; 4. ῥύαξ, -ακος m. strong current, rushing stream, stream of lava (Th., Pl., Arist. a.o.), prob. Sicil. (Björck Alpha impurum 61 a. 285); cf. ῥύαγξ (cod. ῥοί-) φάραγξ H. [note that of the last two the suffixes are Pre-Greek]; 5. ῥυάχετος m. multitude of people (Lac.; Ar. Lys. 170), expressive enlargment of ῥύαξ after ὀχετός, συρφετός?; 6. ῥυάς f. (m., n.) fluid, falling off (Arist., Thphr. a.o.), also adjunct of ἰχθῦς or des. of certain fishes, that live in warms and follow the currents (Arist. a.o.; Strömberg Fischn. 50f., Thompson Fishes s.v.), flow with ῥυαδικός, suffering flux etc. (medic.); 7. ῥυδόν (ο 426), ῥύδην (Crates a.o.) flooding, abounding. -- On ῥυθμός s. v.; on ῥύτρος, ῥόα (ῥοιά), ῥοῦς as plantnames s. ῥόα.
Origin: IE [Indo-European] [1003] *sreu̯- flow, stream
Etymology: The the themat. root-present ῥέω (< *ῥέϜω; cf. ῥόϜος a.o. above) agrees Skt. srávati flow, IE *sréu̯-eti. Also to other forms there are exact agreements outcide Greek, of which the age is however uncertain because of the strong productivity of the relevent form-categories: ρόος = Skt. srava- m. the flowing; cf. OCS o-strovъ, Russ. óstrov island (prop. "surrounded by stream(s)"); ῥοή = Lith. sravà f. flowing, flow of blood, menstruation; cf. Skt. giri-sravā f. mountainstream, ῥύσις = Skt. srutí- f. way, stret (but e.g. vi-sruti- flowing out; cf. Liebert Nom. suffix -ti- 39); ambiguous Arm. aṙu canal; ῥυτός = Skt. srutá- flowing; cf. Lith. srùtos pl. (dial. -tà sg.) f. liquid manure, (animal)urine; (ἐϋ) -ρρεής : Skt. (madhu) -sravas- m. "dripping of honey", plantname (lex.). Over aginst the neuter ῥεῦμα (IE *sreu̯-mn̥) stands in Balto-Slav. a corresponding masc., e.g. Lith. sraumuõ, gen. -meñs rapid (IE *srou̯-mon-); similar Thrac. rivername Στρυμών. An m-suffix also in Germ., e.g. OWNo. straumr stream' (IE *srou̯-mo-), in Celt., e.g. OIr. sruaim stream and in Alb. rrymë stream (Mann Lang. 28, 37). -- Genetic connection has also been supposed between Dor. aor. ἐ-ρρύα and Lith. pret. pa-srùvo flowed (< *-āt; Schwyzer 743 w. n. 11 a. lit.), also between Ion.-Att. ἐρρύη and Lith. inf. sravė́ti. Formally identical are also the futures ῥεύσομαι (-σω) and Skt. sroṣyati. Further the Greek and Sanskrit as well as the Balt. verbal systems go different ways. -- Further forms w. lit. in WP. 2, 702 f., Pok. 1003; Fraenkel s. sravė́ti, Vasmer s. strúmenъ; older lit. also in Bq. -- Vgl. ῥώομαι.
Middle Liddell
I. to flow, run, stream, gush, Hom., etc.:—with dat. of that which flows, πηγὴ ῥέει ὕδατι the fountain runs with water, Il.; ῥέεν αἵματι γαῖα Il.; ῥεῖ γάλακτι πέδον Eur.; of a river, μέγας ῥεῖ runs with full stream, Hdt.; so, πολὺς ῥεῖ, metaph. of men, Aesch.; of a river, also, ῥ. ἀπὸ χιόνος to derive its stream from melted snow, Hdt.:—proverb., ἄνω ῥέειν to flow backwards, of impossibilities, Eur.
2. metaph. of things, ἐκ χειρῶν βέλεα ῥέον from their hands rained darts, Il.; of a flow of words, ἀπὸ γλώσσης μέλιτος γλυκίων ῥέεν αὐδή Il.; absol., of the tongue, to run glibly, Aesch. (cf. Hor., salso multoque fluenti): of words or sentiments, to be current, Soph.
3. to fall, drop off, e. g. of hair, Od., Theocr.: then, generally, to flow or melt away, perish, Soph., Plat.
4. of persons, ῥ. ἐπί or εἴς τι to be inclined, given to a thing, Isocr., Plat.
II. very rarely trans. to let flow, pour, ἔρρει χοάς Eur.
2. c. acc. cogn., ῥείτω γάλα, μέλι let the land run milk, honey, Theocr.; οἶνον ῥέων Luc.
Frisk Etymology German
ῥέω: (seit Il.),
{rhéō}
Forms: Aor. ῥυῆναι (seit γ 455), dor. ἐρρύα, Fut. ῥυῆσομαι, Perf. ἐρρύηκα (att.); Fut. ῥεύσομαι (Thgn., Kom., Hp. u.a.), ῥευσοῦμαι (Arist.), ῥεύσω (AP), Aor. ῥεῦσαι (Ar. in anap., Hp., hell. u. sp.),
Grammar: v.
Meaning: fließen, strömen, auch übertr., entströmen, abfallen (vom Haar, reifen Früchten usw.).
Composita : sehr oft m. Präfix, z.B. ἀπο-, δια-, ἐκ-, κατα-, περι-, ὑπο-,
Derivative: Zahlreiche Ableitungen, auch von den Präfixkompp. (hier nur angedeutet): A. Mit Hochstufe. 1. ῥέεθρον (ep. ion. seit Il.), ῥεῖθρον (att.) n. Strom, Fluß, Gewässer; 2. Ῥεῖτος m. Fluß- und Bachname (Eleusis Va, Th., Paus. u.a.; Krahe Beitr. z. Namenforsch. 5, 89); 3. ῥεῦμα n. Strömung, Strom (ion. att.; vgl. Porzig Satzinhalte 267f.), Fluß, Rheuma (Mediz.), mit -μάτιον, -ματώδης, -ματικός, -ματίζομαι, -ματισμός; 4. ῥέος n. Strom (A; vgl. zu ἐυρρεής unten); 5. ῥεῦσις f. (hell. für ῥύσις); 6. ῥευστός strömend, flüssig (Emp., Arist. u.a.), -στικός (Plu.), -σταλέος (Orac. ap. Eus.); 7. -ρρείτης (aus -ρρεϝέτης) in Zusammenbildungen, z.B. ἐϋ-ρρείτης schön strömend (Hom. u.a.), ἀκαλαρρείτης (s. bes.); 8. -ρρεής nur im Gen. ἐϋ-ρρεῖος = ἐϋ-ρρεϝέος (Il.) von ἐϋ-ρρεής ib.; eher auf ῥέω als auf ῥέος zu beziehen (Schwyzer 513). — B. Mit ο-Abtönnng: 1. ῥόος (κατά- usw.), att. ῥοῦς, kypr. ῥόϝος m. Strömung, Flut; 2. ῥοή (ἐκ- usw.), dor. -ά, kork. ρhοϝαῖσι f. Fließen, Strömung, Ausfluß (seit Il.); von 1. od. 2. ῥοΐσκος m. Bächlein (Halaesa), ῥοώδης (ῥοι- Gal.) fließend, am Fluß leidend, mit starken Strömungen, wässerig, abfallend (Hp., Th., Arist. usw.), ῥοϊκός flüssig (Hp., Dsk.), ῥοΐζω tränken, von Pferden (Hippiatr.) mit ῥοϊσμός H.; 3. ῥοῖαι f. pl. Fluten (Hp.); 4. -ρροια f. zu Präfixkompp., z.B. διάρροια (: διαρρέω) das Durchfließen, der Durchfall (ion. att.; zur Bildung Schwyzer 469). — C. Mit Schwundstufe: 1. ῥυτός fließend, sich ergießend, stark strömend (Trag. u. a.; ἀμφί-, περί- ~ Od. u. a.); ῥυτόν n. Trinkhorn (att., hell. u. sp.); 2. ῥύσις (ἔκ- u.a.) f. das Fließen, Fluß (ion. att.); 3. ῥύμα = ῥεῦμα (sp.) s.d.; 4. ῥύαξ, -ακος m. heftiger Strom, Stromfurche, Lavastrom (Th., Pl., Arist. u.a.), wohl sizil. (Björck Alpha impurum 61 u. 285); vgl. ῥύαγξ (cod. ῥοί-)· φάραγξ H.; 5. ῥυάχετος m. Volkshaufen (lak.; Ar. Lys. 170), expressive Erweiterung von ῥύαξ nach ὀχετός, συρφετός?; 6. ῥυάς f. (m., n.) flüssig, abfallend (Arist., Thphr. u.a.), auch Beiw. von ἰχθῦς od. Ben. gewisser Fische, die in Schwärmen auftreten und den Strömungen folgen (Arist. u.a.; Strömberg Fischn. 50f., Thompson Fishes s.v.), Fluß mit ῥυαδικός, am Fluß leidend (Mediz.); 7. ῥυδόν (ο 426), ῥύδην (Krates u.a.) überströmend, reichlich. — Zu ῥυθμός s. bes.; zu ῥύτρος, ῥόα (ῥοιά), ῥοῦς als Pfl.namen s. ῥόα.
Etymology : Das themat. Wz.präsens ῥέω (aus *ῥέϝω; vgl. ῥόϝος u.a. oben) deckt sich mit aind. srávati fließen, idg. *sréu̯-eti. Auch zu anderen Formen gibt es genaue außergr. Entsprechungen, deren Alter aber wegen der starken Produktivität der betreffenden Formenkategorien ungewiß bleibt: ρόος = aind. srava- m. das Fließen; vgl. aksl. o-strovъ, russ. óstrov Insel (eig. "von Strömung umgeben"); ῥοή = lit. sravà f. das Fließen, Blutfluß, Menstruieren; vgl. aind. giri-sravā f. Bergstrom, ῥύσις = aind. srutí- f. Weg, Straße (aber z.B. vi-sruti- ‘der Aus- fluß’; vgl. Liebert Nom. suffix -ti- 39); mehrdeutig arm. aṙu Kanal; ῥυτός = aind. srutá- fließend; vgl. lit. srùtos pl. (dial. -tà sg.) f. ‘Jauche, (Tier)harn’; (ἐϋ) -ρρεής : aind. (madhu) -sravas- m. "von Honig triefend", Pfl.name (Lex.). Gegenüber dem Neutr. ῥεῦμα (idg. *sreu̯-mn̥) steht im Balt.-Slav. ein entsprechendes Mask., z.B. lit. sraumuõ, Gen. -meñs Stromschnelle (idg. *srou̯-mon-); ähnlich thrak. Flußn. Στρυμών. Ein m-Suffix noch in germ., z.B. awno. straumr ’Strom’ (idg. *srou̯-mo-), in kelt., z.B. air. sruaim Fluß und in alb. rrymë Strömung (Mann Lang. 28, 37). — Genetischer Zusammenhang ist auch vermutet worden zwischen dor. Aor. ἐρρύα und lit. Prät. pa-srùvo floß (aus *-āt; Schwyzer 743 m. A. 11 u. Lit.), ebenso zwischen ion. att. ἐρρύη und lit. Inf. sravė́ti. Formal identisch sind auch die Futura ῥεύσομαι (-σω) und aind. sroṣyati. Sonst gehen die griech. und aind. ebenso wie die balt. Verbsysteme auseinander. — Weitere Formen m. Lit. bei WP. 2, 702 f., Pok. 1003; Fraenkel s. sravė́ti, Vasmer s. strúmenъ; ältere Lit. auch bei Bq. — Vgl. ῥώομαι.
Page 2,650-652
Chinese
原文音譯:?šw 雷哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:湧出
字義溯源:湧流*,流動,流出
同源字:1) (παραρρέω)流過 2) (ῥέω)湧流 3) (ῥύσις)血漏 4) (χείμαρρος)急流溪
出現次數:總共(1);約(1)
譯字彙編:
1) 要流出⋯來(1) 約7:38