πληρόω

From LSJ
Revision as of 10:48, 21 December 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Pl.''R.''" to "Pl.''R.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐν εἴδει παροιμίας τίθεσθαι → to consider as an example

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πληρόω Medium diacritics: πληρόω Low diacritics: πληρόω Capitals: ΠΛΗΡΟΩ
Transliteration A: plēróō Transliteration B: plēroō Transliteration C: pliroo Beta Code: plhro/w

English (LSJ)

3pl. impf. ἐπληροῦσαν cited by Choerob.in Theod.2.64 H. from E.Hec.574: fut. πληρώσω: pf. πεπλήρωκα, Aeol. part. πεπληρώκων IG12(2).243.9 (Mytil.):—Med., fut. πληρώσομαι (ἐπι-) Th.7.14 (v. infr.): aor.
A ἐπληρωσάμην Pl.Grg.493e, X.HG5.4.56, etc.:—Pass., fut. πληρωθήσομαι Pl.Smp.175e, Aeschin.2.37; fut. Med. in pass. sense, X.Eq.Mag.3.6, D.17.28, Gal.2.560:—make full:
I c. gen. rei, fill full of, λάρνακας λίθων Hdt.3.123, etc.; κρατῆρα, πίστρα (sc. οἴνου), E.Ion1192, Cyc.29:—Pass., πληροῦμαι = to be filled full, τινος of a thing, Hp.VM 20, Pl.R.550d, etc.; σάλπιγξ βροτείου πνεύματος πληρουμένη A.Eu.568; ἀπό τινος Porph.Sent.32.
2 fill full of food, gorge, satiate, βορᾶς ψυχὴν ἐπλήρουν E.Ion1170: metaph., πληρόω θυμόν glut one's rage, S.Ph. 324, E.Hipp.1328; τὰς ἐπιθυμίας Pl.Grg.494c:—Pass., to be filled full of, be satisfied, δαιτὸς πληρωθείς E.Fr.213.3; Αἴγυπτος ἁγνοῦ νάματος πληρουμένη A.Fr.300.6; φόβου, ἐλπίδος, etc., Pl.Lg.865e, R.494c, etc.; also οὐ πληρωθήσεται οὖς ἀπὸ ἀκροάματος LXX Ec.1.8.
3 πληρόω τὴν χεῖρά τινος consecrate, ib.Ex.32.29, al., Jd.17.5,12.
II rarely c. dat., fill with, πεύκαισιν… χέρας πληροῦντες E.HF373 (lyr.):—Pass., πνεύμασιν πληρούμενοι filled with breath, A.Th.464; πεπληρωμένους πάσῃ ἀδικίᾳ Ep.Rom.1.29, cf. 2 Ep.Cor.7.4.
III without any modal case, π. νέας man ships, Hdt.1.171, cf. Th.1.29 (Act. and Pass.) (in full πεντηκόντερον π. ἀνδρῶν Hdt.3.41); π. ναυτικόν Th.6.52; πληροῦτε θωρακεῖα man the breastworks, A.Th.32:—Med., τριήρη πληρωσάμενος Is.11.48, cf. X.HG5.4.56, etc.; in full, ἐπληρωσάμην τὴν ναῦν ἐρετῶν ἀγαθῶν D.50.15.
2 impregnate, [τὰ θήλεα] Arist.HA574a20, Metaph.988a6:—Pass., of the female, ibid., HA541a13.
3 make full or make complete, τοὺς δέκα μῆνας Hdt.6.63; π. τοὺς χρόνους, τὸν ἐνιαυτόν, Pl.Lg. 866a, Ti.39d; τὸν τῆς καταδίκης χρόνον Sammelb.4639.5 (iii A. D.), cf. POxy.491.6 (ii A. D.), etc.:—Med., τὰ πάντα ἐν πᾶσι π. Ep.Eph.1.23:—Pass., of the moon, to be full, S.Fr.871.6; ἵνα… ᾖ τοι ἀπαρτιλογίη ὑπ' ἐμέο πεπληρωμένη Hdt.7.29; πεπλήρωται ὁ καιρός Ev.Marc.1.15, etc.: Math., πεπληρώσθω let the figure be completed, Arist.Mech.854b29.
4 π. δικαστήρια fill them, D.24.92:—Pass., δικαστήριον πεπληρωμένον ἐκ τούτων Id.21.209, cf. Is.6.37; πληρουμένου… βουλευτηρίου A.Eu. 570.
5 render, pay in full, τροφεῖα πληρώσει χθονί Id.Th.477; π. τὴν χρείαν supply it, make it good, Th.1.70; πεπλήρωκα τὸν τόκον μέχρι τοῦ Ἐπείφ POxy.114.3 (ii/iii A. D.), cf. BGU1055.23 (Pass., i B. C.): c. dupl. acc., ἵνα πληρώσῃς αὐτοὺς τὴν τιμήν PLond.2.243.11 (iv A. D.), cf. 251.30 (Pass., iv A. D.), etc.: abs., IG14.956.
6 fulfil, τὸ χρεών (destiny) Plu.Cic.17; τὴν ἐπαγγελίαν, τὰς ὑποσχέσεις, Arr. Epict.2.9.3, Hdn.2.7.6; π. πᾶσαν ἀρχὴν καὶ λειτουργίαν IG12(5).946.1 (Tenos), cf. 12(2) l.c. (Mytil.), PFlor.382.40 (iii A.D.), Lyd.Mag.3.30, al.; execute, perform, τὰ προσταχθέντα POxy.2107.5 (iii A. D.):—Pass., λαμπαδηφόρων νόμοι… διαδοχαῖς πληρούμενοι fully observed, A.Ag.313; to be fulfilled, of prophecy, Ev.Matt.1.22, Ev.Jo.13.18.
7 ἐς ἄγγος… βακχίου μέτρημα πληρώσαντες having poured wine into the vessel till it was full, E.IT954:—Pass., assemble, muster, πληρουμένης τῆς ἐκκλησίας Ar.Ec.89; ἀρχαί τ' ἐπληροῦντ' εἰς… βουλευτήρια E.Andr.1097 codd.; πολλοὶ δ' ἐπληρώθημεν Id.IT306.
8 fill up a document, Lyd.Mag.3.11:—Pass., ib.68.
IV intr., ἡ [ὁδὸς] πληροῖ ἐς τὸν ἀριθμὸν τοῦτον the length of road comes in full to this number, Hdt.2.7 (s. v.l.).

German (Pape)

[Seite 634] vollmachen, füllen, τί τινος, Her. 3, 123; pass. voll sein; πνεύμασι πληρούμενοι, Aesch. Spt. 446, vgl. Eum. 540; πληροῦσιν πυράν, Eur. Hec. 574; κρατῆρα, Ion 1192; auch εἰς ἄγγος τι, I. T. 954; πληροῖ αὐτὰ ὥσπερ οἱ ἐπαντλοῦντες, Plat. Phaed. 112 a; φρονήματος πληροῦται, Polit. 290 d; κενούμενος ἐρᾷ πληροῦσθαι, Phil. 35 a; γνώμη ἀκουσμάτων, Isocr. 1, 12; insbes. – a) Schiffe bemannen; τριήρεις, Ar. Plut. 172; ναῦν, Her. 7, 168. 8, 146; Thuc. 6, 30; Isocr. 4, 90, öfter; Pol. 5, 3, 3; auch pass., τὰς ἀεὶ πληρουμένας ναῦς ἐξέπεμπον, Thuc. 3, 77; bei Xen. Hell. 6, 2, 14 so auch im med. gebraucht, für sich; Isae. 11, 48; ähnlich πληροῦτε θωρακεῖα, Aesch. Spt. 32. – b) ein Weib schwängern, Ar. H. A. 6, 20. – c) mit Speisen anfüllen, sättigen, befriedigen; εὐόχθου βορᾶς ψυχὴν ἐπλήρουν, Eur. Ion 1170; auch übertr., θυμόν, seine Lust büßen, Valck. Eur. Hipp. 1327; Plat. Phil. 324 b; τὰς ἐπιθυμίας, Gorg. 494 c, u. öfter; Folgde, wie Pol. 4, 63, 3, τὸν ἴδιον θυμόν, 23, 13, 7; πληρωθῆναι, gesättigt sein, 7, 15, 9. – d) eine Zahl voll machen, vollzählig machen; Her. 7, 29; πληρουμένης τῆς ἐκκλησίας, Ar. Eccl. 89, wenn sie vollzählig geworden; τὰ δικαστήρια ἐπληρώθη, Is. 6, 37; vgl. Dem. 21, 209; οἱ πληροῦντες τὴν βουλήν, τὸν χορόν, die vollzähligen Mitglieder des Rates, des Chors, Sp. Ähnlich auch πολλοὶ ἐπληρώθημεν, Eur. I. T. 306, wir kamen vollzählig zusammen. – el eine Pflicht erfüllen, eine Schuld abtragen, θανὼν τροφεῖα πληρώσει χθ ονί, Aesch. Spt. 459; τὴν χρείαν, Thuc. 1, 70; τὴν ἐπαγγελίαν, Arr. Epict. 3, 23; τὰς ὑποσχέσεις, Hdn. 2, 7, 9; N.T., z. B. ἵνα πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν διὰ τοῦ προφήτου, in Erfüllung gehen, Matth. 1, 22; auch νόμον πληρῶσαι, im Gegensatz von καταλῦσαι, 5, 16. – Auch intrans., vollständig sein, ἡ ὁδὸς πληροῖ ἐς τὸν ἀριθμὸν τοῦτον, der Weg trifft vollständig auf diese Zahl, hat gerade die angegebene Länge, Her. 2, 7.

French (Bailly abrégé)

πληρῶ :
f. πληρώσω, ao. ἐπλήρωσα, pf. πεπλήρωκα;
A. tr. I. emplir, remplir :
1 en gén. τί τινος ou τί τινι une chose avec une autre ; Pass. être plein, être rempli de, gén. ; fig. Pass. être rempli (de crainte, d'espérance), gén.;
2 bourrer d'aliments, rassasier ; Pass. fig. assouvir, satisfaire (sa colère, son désir, etc.);
II. compléter (un nombre) ; rendre complet, nombreux ; Pass. se compléter, être au complet ; fig. accomplir, réaliser (une prédiction);
B. intr. être complet, être achevé, s'achever : ἐς τὸν ἀριθμὸν τοῦτον HDT en parvenant à ce nombre;
Moy. πληρόομαι, πληροῦμαι remplir pour soi, compléter pour soi (l'équipage d'un navire) acc..
Étymologie: πλήρης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πληρόω [πλήρης] vullen; met acc. en gen..; λάρνακας ὀκτὼ πληρώσας λίθων nadat hij acht kisten met stenen had gevuld Hdt. 3.123.2; met acc. en dat..; δακρύοισι... Ἑλλάδ’ ἅπασαν ἐπλήρωσεν zij vervulde heel Griekenland van tranen Eur. Or. 1363; overdr. vervullen, stillen, bevredigen:. θυμόν... πληρώσαι zijn woede koelen Soph. Ph. 324; τὰς ἐπιθυμίας πληροῦν de verlangens bevredigen Plat. Grg. 494c. bemannen:; ἐπλήρουν οἱ τὰς νέας zij bemanden de schepen voor hem Hdt. 1.171.2; pass. vol raken, vollopen:. πληρουμένης... τῆς ἐκκλησίας nu de volksvergadering volloopt Aristoph. Eccl. 89; πολλοὶ δ’ ἐπληρώθημεν wij verzamelden ons in groten getale Eur. IT 306. compleet maken:; οὐ πληρώσασα τοὺς δέκα μῆνας zonder de negen maanden vol gemaakt te hebben Hdt. 6.63.1; vervullen, kwijten, aflossen:; θανὼν τροφεῖα πληρώσει χθονί met zijn dood zal hij de opvoedingsschuld aan zijn land aflossen Aeschl. Sept. 477; pass. vervuld worden:. ἵνα πληρωθῇ τὸ ῥηθέν opdat wat gezegd is vervuld zou worden NT Mt. 1.22; ἵνα πληρωθῆτε εἰς πᾶν τὸ πλήρωμα τοῦ θεοῦ opdat jullie vervuld worden tot de gehele volheid Gods NT Eph. 3.19.

Russian (Dvoretsky)

πληρόω:
1 наполнять (κρατῆρα, sc. οἴνου Eur.; λάρνακας λίθων Her.; τινα εὐφροσύνης NT): φόβου πεπληρωμένος Plat. преисполненный страха; σάλπιγξ πνεύματος πεπληρωμένη Aesch. наполненная дыханием труба, т. е. трубные звуки; (редко cum dat.) πεύκαισιν χέρας πληροῦντες Eur. (кентавры) с сосновыми стволами в руках; (ἵπποι) μυκτηροκόμποις πνεύμασιν πληρούμενοι Aesch. громко храпящие кони; πληρουμένης τῆς ἐκκλησίας Arph. когда начнется (досл. когда заполнится) собрание; πολλοὶ δ᾽ ἐπληρώθημεν ἐν μικρῷ χρόνῳ Eur. за короткое время собралось нас много;
2 восполнять, возмещать (τὴν χρείαν Thuc.): ἵνα … ᾖ τοι ἀπαρτιλογίη πεπληρωμένη Her. (я добавлю семь тысяч), чтобы была у тебя полная сумма; τροφεῖα π. χθονί Aesch. возместить (свой) долг стране;
3 комплектовать (ναῦν ἀνδρῶν Her.): τὰς ναῦς πληρώσασθαι Xen. укомплектовать людьми свои суда; π. θωρακεῖα Aesch. размещать людей у брустверов;
4 (о времени, пространстве, числе) достигать, доходить, простираться: π. ἐς τὸν ἀριθμόν Her. достигать (данного) числа;
5 (о сроке) дотягивать, отбывать: οὐ πληρώσασα τοὺς δέκα μῆνας τίκτει τὸν Δημάρητον Her. не дотянув до десяти месяцев, (жена Аристона) рожает Демарета; τοὺς χρόνους π. Plat. отбывать до конца срок (изгнания);
6 исполнять, осуществлять (τὸν νόμον NT): πεπληρωκέναι τὸ χρεών Plut. осуществить, т. е. оправдать предсказание; πεπλήρωται ὁ καιρός NT исполнилось (пришло) время;
7 кончать (πάντα τὰ ῥήματα εἴς τινα NT);
8 насыщать, удовлетворять: βορᾶς ψυχὴν π. Eur. насыщаться пищей; π. τὰς ἐπιθυμίας Plat. удовлетворять свои страсти; θυμὸν χειρὶ πληρῶσαι Soph. рукой утолить гнев, т. е. отомстить;
9 оплодотворять (τὰ θήλεα Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

πληρόω: μέλλ. -ώσω· πρκμ. πεπλήρωκα, Αἰολ. μετοχ. πεπληρώκων Συλλ. Ἐπιγρ. 2189. 9. ― Μέσ., μέλλ. πληρώσομαι (ἐπι-) Θουκ. 7. 14, ἴδε κατωτ.: ― ἀόρ. ἐπληρωσάμην Πλάτ. Γοργ. 493Ε, Ξεν., κτλ. ― Παθ., μέλλ. -ωθήσομαι Πλάτ. Συμπ. 175Ε, Αἰσχίν. 33. 11· ἀλλὰ μέσ. μέλλ. ἐπὶ παθ. σημασ., Ξεν. Ἱππαρχικ. 3. 6, Δημ. 219. 21 (μετὰ διαφ. γραφ.) Γεμίζω· Ι. μετὰ γεν. πράγμ., γεμίζω τι ἐντελῶς μέ τι, λάρνακας λίθων Ἡρόδ. 3. 123, κτλ.· κρατῆρα, πίστρα (ἐξυπ. οἴνου) Εὐρ. Ἴων 1192, Κύκλ. 29· ― Παθ., γεμίζομαι ἐντελῶς, τινος, μέ τι πρᾶγμα, Ἱππ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρ. 16, Πλάτ. Πολ. 550D κτλ.· σάλπιγξ βροτείου πνεύματος πληρουμένη Αἰσχύλ. Εὐμ. 568, πρβλ. Θήβ. 464. 2) γεμίζω ἐντελῶς διὰ τροφῆς, κορέννυμι, βορᾶς ψυχὴν ἐπλήρουν Εὐρ. Ἴων 1170· καὶ μεταφορ., ὡς τὸ ἀποπίμπλημι ΙΙ, θυμὸν γένοιτο χειρὶ πληρῶσαι ποτέ, νὰ δυνηθῶ νὰ χορτάσω τὸν θυμόν μου, νὰ ξεθυμάνω μὲ τὸ χέρι μου animum explere (Αἰν. 2. 586), Σοφ. Φιλ. 324, Εὐρ. Ἱππ. 1328· τὰς ἐπιθυμίας Πλάτ. Γοργ. 494C. ― Παθ., δαιτὸς πληρωθεὶς Εὐρ. Ἀποσπ. 212· Αἴγυπτος ἁγνοῦ νάματος πληρουμένη Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 304· φόβου, ἐλπίδος, κτλ., Πλάτ. Νόμ. 865Ε, Πολ. 494C, κτλ. ΙΙ. σπανίως μετὰ δοτ., γεμίζω μέ τι, πεύκαισιν... χέρας πληροῦντες Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 373. ― Παθ., πνεύμασιν πληρούμενοι Αἰσχύλ. Θήβ. 464· πεπλ. πάσῃ ἀδικίᾳ Ἐπιστ. πρ. Κορ. α΄, 29, πρβλ. Β΄ πρὸς Κορ. ζ΄, 4. ΙΙΙ. ἐπλήρουν τὰς νέας, ἐφωδίαζον τὰ πλοῖα μὲ ναύτας, Ἡρόδ. 1. 171., 6. 89, κτλ.· (πλῆρες, πλ. ναῦν ἀνδρῶν ὁ αὐτ. 3. 41, πρβλ. Δημ. 1211. 12, καὶ ἴδε πλήρωμα)· οὕτω, πλ. ναυτικὸν Θουκ. 6. 52· πληροῦτε θωρακεῖα, γεμίσατε μὲ ἄνδρας τὰς ἐπάλξεις, Αἰσχύλ. Θήβ. 32· ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, πληροῦμαι τὴν ναῦν, ἐφοδιάζω διὰ πληρώματος τὸ πλοῖόν μου Ἰσαῖ. 89. 10, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 46, κτλ. ― Παθ., ἐπὶ τῶν πλοίων, Θουκ. 1. 29. 2) πλ. τὰ θήλεα, ὀχεύω, ἐγγαστρώνω, ἐπὶ ζῴων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 5, 9., 6. 20, 1, κλ.· Παθ., ἐπὶ τοῦ θήλεος, ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 6, 8, κ. ἀλλ. 3) ποιῶ τι πλῆρες ἢ συμπληρῶ, τοὺς δέκα μῆνας Ἡρόδ. 6. 63· πλ. τοὺς χρόνους, τὸν ἐνιαυτὸν Πλάτ. Νόμ. 866Α, Τίμ. 39D ― οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Ἐπιστ. πρ. Ἐφ. α΄, 23 (οὐδαμοῦ ἄλλοθι), ― Παθ., ἐπὶ τῆς σελήνης, εἶμαι πλήρης, Σοφ. Ἀποσπ. 713· ἵνα... ᾖ τοι ἀπαρτιλογίη ὑπ’ ἐμέο πεπληρωμένη Ἡρόδ. 7. 29· πεπλήρωται ὁ καιρὸς Εὐαγγ. κ. Μάρκ. α΄, 15, κτλ.· παρὰ τοῖς Μαθηματ., πεπληρώσθω, ἂς συμπληρωθῇ τὸ σχῆμα, Ἀριστ. Μηχαν. 23, 3. 4) πλ. δικαστήριον, γεμίζω αὐτό, ποιῶ πλῆρες, Δημ. 729. 25· καὶ ἐν τῷ παθ., πληρουμένης ἐκκλησίας Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 89· δικαστήριον πεπληρωμένον ἐκ τούτων Δημ. 581. 26, πρβλ. Ἰσαῖ. 60. 3, Αἰσχύλ. Εὐμ. 570. 5) ἐκπληρῶ, πληρώνω ἐντελῶς, τροφεῖα πληρώσει χθονὶ ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 477· πλ. τὴν χρείαν, συμπληρῶ, συντελῶ, Θουκ. 1. 70· τὸ χρεὼν Πλουτ. Κικ. 16· τὴν ἐπαγγελίαν, τὰς ὑποσχέσεις Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 9, 3, κτλ.· πλ. πᾶσαν ἀρχὴν καὶ λειτουργίαν Συλλ. Ἐπιγρ. 2336. 2, πρβλ. 2189. 9. ― Παθ. λαμπαδηφόροι νόμοι... διαδοχαῖς πληρούμενοι, τηρούμενοι ἐντελῶς, Αἰσχύλ. Ἀγ. 313. 6) ἐς ἄγγος... βακχίου μέτρημα πληρώσαντες, ἀφ’ οὗ ἔχυσαν οἶνον εἰς τὸ ἀγγεῖον ἕως οὗ ἐγεμίσθη, Εὐρ. Ι. Τ. 954. ― Παθ., ἀρχαί τ’ ἐπληροῦντ’ ἐς... βουλευτήριον, ἤρχοντο ἀθρόως, ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 1097· πολλοὶ δ’ ἐπληρώθημεν ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 306. IV. ἀμεταβ., ἡ ὁδὸς πληροῖ ἐς τὸν ἀριθμὸν τοῦτον, τὸ μῆκος τῆς ὁδοῦ φθάνει ἐντελῶς εἰς τοῦτον τὸν ἀριθμόν, Ἡρόδ. 2. 7. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 82.

Spanish

llenarse

English (Strong)

from πλήρης; to make replete, i.e. (literally) to cram (a net), level up (a hollow), or (figuratively) to furnish (or imbue, diffuse, influence), satisfy, execute (an office), finish (a period or task), verify (or coincide with a prediction), etc.: accomplish, X after, (be) complete, end, expire, fill (up), fulfil, (be, make) full (come), fully preach, perfect, supply.

English (Thayer)

πληρῶ (infinitive πληροῦν WH's Appendix, p. 166); imperfect 3rd person singular ἐπλήρου; future πληρώσω; 1st aorist ἐπλήρωσα; perfect πεπλήρωκα; passive, present πληροῦμαι; imperfect ἐπληρουμην; perfect πεπλήρωμαι; 1st aorist ἐπληρώθην; 1future πληρωθήσομαι; future middle πληρώσομαι (once,); (from ΠΛηΡΟΣ equivalent to πλήρης); from Aeschylus and Herodotus down; the Sept. for מָלֵא;
1. to make full, to fill, to fill up: τήν σαγηνην, passive, πᾶσαν χρείαν, to cause to abound, to furnish or supply liberally: πεπλήρωμαι, I abound, I am liberally supplied, namely, with what is necessary for subsistence, Buttmann, § 134,7; Winer's Grammar, § 32,5): of spiritual possessions, has καρπῶν); ἐνέπλησα αὐτόν πνεῦμα σοφίας, to flood, ἡ οἰκία ἐπληρώθη (Tr marginal reading ἐπλήσθη) ἐκ τῆς ὀσμῆς, ἐκ, II:5); ἦχος ἐπλήρωσε τόν οἶκον, τήν Ἱερουσαλήμ τῆς διδαχῆς, Libanius, epistles 721 πάσας — i. e. πόλεις — ἐνέπλησας τῶν ὑπέρ ἡμῶν λόγων; Justin, hist. 11,7 Phrygiam religionibus implevit); τινα, equivalent to to fill, diffuse throughout one's soul: with a genitive of the thing, R G L text T Tr marginal reading (see below); L marginal reading πληροφορέω, which see in c.), 14; Winer's Grammar, § 31,7), passive (L marginal reading Tr text WH); ἐν with a dative of the instrument: ἐν πνεύματι, ἐν παντί θελήματι Θεοῦ, with everything which God wills (used of those who will nothing but what God wills), R G (but see πληροφορέω, c.); πληροῦν τήν καρδίαν τίνος, to pervade, take possession of, one's heart, πληροῦσθαι, simply, as those who are pervaded (i. e. richly furnished) with the power and gifts of the Holy Spirit: ἐν αὐτῷ, rooted as it were in Christ, i. e. by virtue of the intimate relationship entered into with him, ἐν, I:6b.); εἰς πᾶν τό πλήρωμα τοῦ Θεοῦ (see πλήρωμα, 1), WH marginal reading); Christ, exalted to share in the divine administration, is said πληροῦν τά πάντα, to fill (pervade) the universe with his presence, power, activity, πληροῦσθαι (middle for himself, i. e. to execute his counsels (cf. Winer's Grammar, 258 (242); Buttmann, § 134,7)) τά πάντα ἐν πᾶσιν, all things in all places, μή οὐχί τόν οὐρανόν καί τήν γῆν ἐγώ πληρῶ, λέγει κύριος, Philo and others; (but ἐν πᾶσιν here is variously understood; see πᾶς, II:2b. δ. αα. and the commentaries))).
2. to render full, i. e. to complete;
a. properly, to fill up to the top: πᾶσαν φάραγγα, μέτρον (which see, 1a.), to perfect, consummate; α. a number: ἕως πληρωθῶσι καί οἱ σύνδουλοι, until the number of their comrades also shall have been made complete, L WH text,cf. Düsterdieck at the passage (see γ. below). by a Hebraism (see πίμπλημι, at the end) time is said πληροῦσθαι, πεπληρωμένος, either when a period of time that was to elapse has passed, or when a definite time is at hand: Josephus, Antiquities 4,4, 6; 6,4, 1; πληροῦν τόν τέλεον ἐνιαυτόν, Plato, Tim., p. 39d.; τούς χρόνους, legg. 9, p. 866a.). β. to make complete in every particular; to render perfect: πᾶσαν εὐδοκίαν κ.τ.λ. τήν χαράν, τά ἔργα, passive, τήν ὑπακοήν, to cause all to obey, passive, τό πάσχα, γ. to carry through to the end, to accomplish, carry out, (some undertaking): πάντα τά ῤήματα, τήν διακονίαν, τό ἔργον, τόν δρόμον, τόν δρόμον, πληρωσωσι (G T Tr WH marginal reading) or πληρωσονται () (see α. above); ὡς ἐπληρώθη ταῦτα, when these things were ended, πληροῦν τό εὐαγγέλιον, to cause to be everywhere known, acknowledged, embraced (A. V. I have fully preached), τόν λόγον τοῦ Θεοῦ, to carry into effect, bring to realization, realize; α. of matters of duty, to perform, execute: τόν νόμον, τό δικαίωμα τοῦ νόμου, passive, ἐν ἡμῖν, among us, πᾶσαν δικαιοσύνην, εὐσέβειαν, τήν ἔξοδον (as something appointed and prescribed by God), β. of sayings, promises, prophecies, to bring to pass, ratify, accomplish; so in the phrases ἵνα or ὅπως πληρωθῇ ἡ γραφή, τό ῤηθέν, etc. (el. Knapp, Seripta var. Arg., p. 533 f): G T WH omits; but Tr brackets it); γ. universally and absolutely, to fulfil, i. e. "to cause God's will (as made known in the law) to be obeyed as it should be, and God's promises (given through the prophets) to receive fulfilment": ἀναπληρόω, ἀνταναπληρόω, προσαναπληρόω, ἐκπληρόω, συμπληρόω.)

Greek Monotonic

πληρόω: μέλ. -ώσω, παρακ. πεπλήρωκα, Μέσ. μέλ. πληρώσομαι, αόρ. αʹ ἐπληρωσάμην — Παθ., μέλ. -ωθήσομαι, επίσης Μέσ. μέλ. με Παθ. σημασία· (πλήρης)· κάνω κάτι γεμάτο.
I. 1. με γεν. πράγμ., γεμίζω κάτι εντελώς με, σε Ηρόδ. κ.λπ. — Παθ., είμαι γεμάτος εντελώς με κάτι, σε Αισχύλ. κ.λπ.
2. γεμίζω εντελώς με φαγητό, παραχορταίνω, μπουχτίζω, βορᾶς ψυχὴν ἐπλήρουν, σε Ευρ.· μεταφ., πληροῦν θυμόν, να χορτάσω το θυμό μου, Λατ. animum explere, σε Σοφ. κ.λπ.
II. με δοτ., συμπληρώνω με, γεμίζω με, σε Ευρ. — Παθ., πνεύμασι πληρούμενοι, γεμίζουν με αέρα, σε Αισχύλ.· πεπληρωμένος ἀδικίᾳ, σε Καινή Διαθήκη
III. 1. πληρόω ναῦν, τριήρη, επανδρώνω πλοίο, σε Ηρόδ.· πληροῦτε θωρακεῖα, γεμίστε με άνδρες τις επάλξεις, σε Αισχύλ.· στη Μέσ., πληροῦσθαι τὴν ναῦν, επανδρώνω το πλοίο, σε Ξεν. — Παθ., λέγεται για καράβια, σε Θουκ.
2. λέγεται για αριθμό, κάνω κάτι γεμάτο ή πλήρες, τοὺς δέκα μῆνας, σε Ηρόδ.· ομοίως στη Μέσ., σε Καινή Διαθήκη — Παθ., είμαι πλήρης, σε Ηρόδ., Κ.Δ.
3. πληρόω δικαστήριον, το γεμίζω, σε Δημ.
4. εκπληρώνω, πληρώνω εντελώς, καλύπτω, σε Αισχύλ., Θουκ. — Παθ., νόμοι πληρούμενοι, που τηρούνται εντελώς, σε Αισχύλ.
5. ἐς ἄγγος Βακχίου μέτρημα πληρώσαντες, έσταξαν κρασί μέσα στο δοχείο ενώ αυτό ήταν ακόμη γεμάτο, σε Ευρ. — Παθ., συγκεντρώνομαι σ' ένα μέρος, στον ίδ.
IV. αμτβ., ἡ ὁδὸς πληροῖ ἐς τὸν ἀριθμὸν τοῦτον, το μήκος του δρόμου ολοκληρώνεται σ' αυτόν τον αριθμό, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

πλήρης [fut. mid. in pass. sense
to make full:
I. c. gen. rei, to fill full of, Hdt., etc.:—Pass. to be filled full of, Aesch., etc.
2. to fill full of food, to gorge, satiate, βορᾶς ψυχὴν ἐπλήρουν Eur.; metaph., πληροῦν θυμόν to glut one's rage, animum explere, Soph., etc.
II. c. dat. to fill with, Eur.: Pass., πνεύμασιν πληρούμενοι filled with breath, Aesch.; πεπληρωμένος ἀδικίαι NTest.
III. πλ. ναῦν, τριήρη to man a ship, Hdt.; πληροῦτε θωρακεῖα man the breast-works, Aesch.; in Mid., πληροῦσθαι τὴν ναῦν to man one's ship, Xen.:—Pass., of the ships, Thuc.
2. of number, to make full or complete, τοὺς δέκα μῆνας Hdt.;—so in Mid., NTest.:—Pass. to be completed, Hdt., NTest.
3. πλ. δικαστήριον to fill it, Dem.
4. to fulfil, pay in full, make up, Aesch., Thuc.:—Pass., νόμοι πληρούμενοι fully observed, Aesch.
5. ἐς ἄγγος βακχίου μέτρημα πληρώσαντες having poured wine into the vessel till it was full, Eur.:—Pass. to crowd in to a place, Aesch.
IV. intr., ἡ ὁδὸς πληροῖ ἐς τὸν ἀριθμὸν τοῦτον the length of road comes in full to this number, Hdt.

Chinese

原文音譯:plhrÒw 普累羅哦
詞類次數:動詞(90)
原文字根:充滿 相當於: (כָּלָה‎) (מָלֵא‎ / מָלָה‎) (הַרְבָּה‎ / הַרְבֵּה‎ / רָבָה‎) (שָׂבַע‎) (תָּמַם‎)
字義溯源:充滿,充足,填滿,裝滿,結滿,滿足,滿了,過了,應驗,得應驗,正進行,到處傳,行盡,盡,包(含),辦完,講完了,講完,完成,成就,完全,成全,去成全,得了成全,全備;源自(πλήρης)=滿的),而 (πλήρης)出自(πίμπλημι)*=充滿)。參讀 (ἀναπληρόω)同義字參讀 (ἀνταναπληρόω)同義字
同源字:1) (ἀναπληρόω)完成 2) (ἀνταναπληρόω)補滿 3) (ἐκπληρόω)完全實現 4) (ἐκπλήρωσις)完成 5) (ἐμπιμπλάω / ἐμπίμπλημι / ἐμπιπλάω / ἐμπίπλημι)填滿,滿足 6) (πλεονάζω)多行些 7) (πλήρης)滿的 8) (πληροφορέω)完滿的實現 9) (πληροφορία)完全確信 10) (πληρόω)使其充滿 11) (πλήρωμα)充滿 12) (προσαναπληρόω)填滿,補足 13) (συμπληρόω)完全裝滿
出現次數:總共(89);太(17);可(3);路(10);約(15);徒(16);羅(6);林後(2);加(1);弗(4);腓(4);西(4);帖後(1);提後(1);雅(1);約壹(1);約貳(1);啓(2)
譯字彙編
1) 應驗(19) 太1:22; 太2:23; 太4:14; 太8:17; 太12:17; 太21:4; 太26:54; 太26:56; 太27:35; 可14:49; 路24:44; 約12:38; 約13:18; 約15:25; 約18:9; 約18:32; 約19:24; 約19:36; 雅2:23;
2) 應驗了(6) 太2:15; 太2:17; 太27:9; 可15:28; 徒3:18; 徒13:27;
3) 充滿(6) 路2:40; 約17:13; 羅15:13; 弗1:23; 弗4:10; 弗5:18;
4) 滿了(5) 太13:48; 可1:15; 路21:24; 徒7:23; 徒24:27;
5) 滿足(3) 約16:24; 腓2:2; 約貳1:12;
6) 充滿了(3) 徒2:2; 徒5:3; 羅15:14;
7) 成就(3) 路22:16; 羅8:4; 帖後1:11;
8) 滿足了(2) 約3:29; 啓6:11;
9) 過了(2) 徒7:30; 徒9:23;
10) 滿(2) 約7:8; 約12:3;
11) 你們⋯充滿了(1) 西1:9;
12) 去成全(1) 西1:25;
13) 他們⋯正進行(1) 徒14:26;
14) 都充足(1) 腓4:19;
15) 我已充足(1) 腓4:18;
16) 包(1) 加5:14;
17) 你們能被充滿(1) 弗3:19;
18) 結滿(1) 腓1:11;
19) 就被⋯充滿(1) 徒13:52;
20) 得了成全(1) 西2:10;
21) 你⋯充滿(1) 徒2:28;
22) 已應驗⋯了(1) 路4:21;
23) 是完全的(1) 啓3:2;
24) 完全(1) 林後10:6;
25) 充足(1) 約壹1:4;
26) 完成(1) 西4:17;
27) 你們⋯充滿(1) 徒5:28;
28) 我可以充滿(1) 提後1:4;
29) 去充滿⋯罷(1) 太23:32;
30) 行盡(1) 徒13:25;
31) 他講完了(1) 路7:1;
32) 完成的事(1) 路9:31;
33) 都得應驗(1) 路21:22;
34) 都要填滿(1) 路3:5;
35) 必然應驗(1) 路1:20;
36) 盡(1) 太3:15;
37) 要成全(1) 太5:17;
38) 要應驗(1) 太13:35;
39) 可以滿足(1) 約15:11;
40) 就充滿了(1) 約16:6;
41) 裝滿了(1) 羅1:29;
42) 就完全了(1) 羅13:8;
43) 到處傳了(1) 羅15:19;
44) 完成了(1) 徒19:21;
45) 辦完了(1) 徒12:25;
46) 得應驗(1) 約17:12;
47) 應驗的(1) 徒1:16;
48) 我充滿了(1) 林後7:4

Léxico de magia

en v. med. llenarse de aire ἕλκυσαι ἔσω, πληροῦ καμμύων toma aliento, llénate de aire cerrando los ojos P XIII 944

Lexicon Thucydideum

implere, to fill, 5.71.3,
compensare, to counterbalance, 1.70.7,
de navibus, concerning ships instruere, to draw up, marshal, 1.29.3, 1.35.3. 1.47.1, 1.141.4. 3.16.1. 3.75.2, 3.80.1. 3.81.2. 3.115.4. 4.13.4. 6.20.4, 6.30.1. 6.52.1,
item likewise 7.7.4. 7.17.4. 7.21.2. 7.21.5. 7.31.5. 7.37.3,
in naves conscendebant., they were embarking on the ships. 7.40.3. 7.51.2. 7.60.2, 7.60.3. 7.65.1. 7.72.3. 7.72.4. 8.15.1. 8.15.2. 8.15.28.19.1. 8.95.4. 8.97.1. 8.108.2.
PASS. compleri, to be filled, 8.109.2,
instrui, to be equipped, 1.29.4, 3.17.4, 3.77.1, 4.1.4. 4.14.1. 6.52.1, 7.19.5. 7.19.58.87.3, 8.95.4.

Translations

fill

Arabic: مَلَأَ‎; Egyptian Arabic: ملى‎; Moroccan Arabic: عمّر‎; Armenian: լցնել; Aromanian: umplu; Azerbaijani: doldurmaq; Bengali: ভরা; Bulgarian: пълня; Burmese: ဖြည့်; Catalan: emplenar; Cherokee: ᎠᎧᎵᎢᎭ; Chinese Mandarin: 裝滿, 装满, 填滿, 填满; Cimbrian: büllan; Dalmatian: emplar; Dutch: opvullen, aanvullen; Esperanto: plenigi; Finnish: täyttää; French: remplir; Friulian: jemplâ, implenâ; Galician: encher; German: füllen; Gothic: 𐍆𐌿𐌻𐌻𐌾𐌰𐌽; Greek: γεμίζω; Ancient Greek: πίμπλημι, πληρόω, μεστόω; Guaraní: myenyhẽ; Hebrew: מלא‎; Hungarian: megtölt; Irish: líon; Italian: imbottire, riempire; Japanese: 満たす, 一杯にする; Khmer: បំពេញ; Korean: 채우다; Ladino: inchir, yenar; Latin: pleo; Lithuanian: pìldyti; Malayalam: നിറയ്ക്കുക; Maori: whakakī; Middle English: fillen; Occitan: emplenar; Polish: napełniać, napełnić, wypełniać, wypełnić; Portuguese: encher; Quechua: hunt'achiy, hunt'ay; Romanian: a umple, împlini; Romansch: emplenir, amplanir, amplaneir, implir, stuppar; Russian: заполнять, заполнить, наполнять, наполнить; Scottish Gaelic: sàsaich; Serbo-Croatian: pȕniti; Sicilian: jìnchiri, ìnchiri, ìnciri; Slovak: naplniť, napĺňať, vyplniť, vypĺňať; Sorbian Lower Sorbian: połniś; Spanish: llenar; Swedish: fylla; Thai: ทำให้เต็ม; Ugaritic: 𐎎𐎍𐎀; Venetian: inpir, inpinir, inpienir; Volapük: fulükön; Walloon: rimpli, rapleni; Welsh: llenwi