ἔσχατος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥῆμα παράκαιρον τὸν ὅλον ἀνατρέπει βίον → Vitae lues vox missa non in tempore → Ein Wort zur Unzeit stülpt das ganze Leben um

Menander, Monostichoi, 466
(14)
(4)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἔσχατος]], -η, -ον<br />Α και [[ἔσχατος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για τόπους) ο πιο απομακρυσμένος, ο [[απώτατος]], αυτός που βρίσκεται στο ακρότατο [[σημείο]], ο [[τελευταίος]] («[[ἔσχατος]] [[θάλαμος]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[χειρότερος]], [[κατώτερος]] («ο [[έσχατος]] τών μαθητών»)<br /><b>3.</b> [[τελευταίος]], τελευταίου βαθμού («εσχάτη [[πενία]]»)<br /><b>4.</b> (για χρόνο) ο [[τελευταίος]] [[κατά]] τον οποίο συντελείται [[κάτι]], ο ύστατος («η έσχατη [[ημέρα]] της ζωής μου»)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «μέχρις εσχάτων» — [[μέχρι]] τέλους<br />β) «επ' εσχάτων» — προ ολίγου, πρόσφατα, τελευταία<br />γ) <b>(λογ.)</b> «έσχατοι όροι» — ο [[μείζων]] και ο [[ελάσσων]] όρος του συλλογισμού σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον [[μέσο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[υπέρτατος]], [[ανώτατος]], βαρύτατος (α. «η εσχάτη τών ποινών» — η ανώτατη [[ποινή]], η [[ποινή]] του θανάτου<br />β. «εσχάτη [[προδοσία]]» — η πιο [[βαριά]], η μεγαλύτερη [[προδοσία]])<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «εσχάτη [[επίκληση]]» — [[επίκληση]] ([[σήμα]]) βοήθειας από [[πλοίο]] που κινδυνεύει, με μεσίστια [[έπαρση]] της σημαίας την [[ημέρα]] ή με πυραύλους και βολές πυροβόλου τη [[νύχτα]]<br />β) «στα έσχατα» — στα τελευταία, στα πιο επικίνδυνα, στα πιο απονενοημένα («με το παραμικρό φθάνει στα έσχατα»)<br />γ) «βρίσκομαι στα έσχατα» — βρίσκομαι στο τελευταίο όριο του βίου, στα τελευταία<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ταπεινός]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ἐσχάτη</i><br />η τελευταία [[μέρα]] του [[μήνα]] («τῆ ἐσχάτη Ἰουλίου»)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἔσχατον</i><br />ο [[θάνατος]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ἀπὸ ριζῶν ἐσχάτων» — από τα θεμέλια<br />β) «[[ἐμπνέω]] τὰ ἔσχατα» — [[είμαι]] [[ετοιμοθάνατος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />τελευταῑος («ἤλαυνεν [[ἔσχατος]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για άψυχα ή καταστάσεις) ο [[ανώτερος]] ή [[κατώτερος]] στον βαθμό («ἐσχάτη [[πυρά]]» — η [[κορυφή]] της πυράς)<br /><b>2.</b> (για βαθμό) [[ανώτατος]], ύψιστος<br /><b>3.</b> (για δεινοπαθήματα) ο [[χειρότερος]] («[[ἔσχατος]] [[πόνος]]»)<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>τὸ ἔσχατον</i><br />α) για τελευταία [[φορά]]<br />β) τελικά<br /><b>5.</b> (το ουδ. εν. ή πληθ. ως ουσ.) <i>τo ἔσχατον</i> ή <i>τὰ ἔσχατα</i><br />α) το πιο απομακρυσμένο [[μέρος]] ενός τόπου («τὸ ἔσχατον τῆς ἀγορᾱς», <b>Ξεν.</b>)<br />β) ο [[ανώτατος]] [[βαθμός]]<br /><b>6.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἔσχατα</i><br />(στην Αριστοτελική λογ.) α) τα τελευταία τών κατώτερων υποδιαιρέσεων, τα είδη<br />β) τα άτομα<br /><b>7.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ἔσχατοι</i><br />α) οι νεοφώτιστοι [[μεγάλης]] ηλικίας<br />β) οι εθνικοί<br />γ) οι άνθρωποι σε [[αντιδιαστολή]] με τους αγγέλους<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «ἔσχατοι ἀνδρῶν» — οι Αιθίοπες<br />β) «τάξιν ἐσχάτην» — το πιο απομακρυσμένο [[μέρος]] του στρατού<br />γ) «ἐξ ἐσχάτων εἰς ἔσχατα» — από το ένα [[άκρο]] στο [[άλλο]]<br />δ) <b>παροιμ.</b> «οὐδεὶς οὐδ' ὁ Μυσῶν [[ἔσχατος]]» — λέγεται για ευτελείς ανθρώπους ή κακοποιούς<br />ε) «ἐς τὸ ἔσχατον» — [[μέχρι]] τέλους, τελευταία<br />στ) «ἐσχάτας [[ὑπὲρ]] ῥίζας» — [[υπεράνω]] της τελευταίας ρίζας του γένους<br />ζ) <b>(λογ.)</b> «ὁ [[ἔσχατος]] [[ὅρος]]» — ο [[τελευταίος]] όρος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εσχάτως</i> (ΑΜ ἐσχάτως)<br />προ ολίγου, πρόσφατα, τελευταία<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> ώς το ανώτατο [[σημείο]], υπερβολικά<br /><b>2.</b> σε [[μεγάλη]], σε έσχατη [[ανάγκη]] («ἐσχάτως διακεῑσθαι» — [[φθάνω]] σε [[απόγνωση]], <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράγωγο επίθ. της προθέσεως <i>ἐξ</i> με [[προσθήκη]] καταλήξεως -<i>κατος</i> η οποία περιλαμβάνει ένα υπερωικό [[στοιχείο]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[επίθημα]] -<i>κα</i> στο αρχ. ελλ. <i>προ</i>-<i>κα</i> «[[ευθύς]]» και το λατ. <i>reci</i>-<i>pro</i>-<i>cus</i> «[[παλίνδρομος]], [[αντίστροφος]]») κι ένα οδοντικό (<b>[[πρβλ]].</b> τις καταλήξεις τών <i>μεσ</i>(<i>σ</i>)-<i>ατος</i>, <i>τρίτ</i>-<i>ατος</i>). Ο [[σχηματισμός]] του επιθ. προήλθε αναλογικά [[προς]] το <i>έγκατος</i> (από την [[πρόθεση]] <i>εν</i>). Έχουμε [[έτσι]] αρχικό τ. <i>έχσ</i>-<i>κατος</i> (<span style="color: red;"><</span> IE <i>eghs</i> «ἐξ») &GT; <i>έσχ</i>-<i>κατος</i> &GT; [[έσχατος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[εσχατιά]], <i>εσχάτως</i><br /><b>αρχ.</b><br />[[εσχατεύω]], [[εσχατίζω]], <i>εσχάτως</i>, [[εσχατώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[εσχατόγηρος]] (-<i>ως</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[εσχατοκόλλιον]], [[εσχατόμοιρος]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[δευτερέσχατος]], [[πανέσχατος]], [[παρέσχατος]].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἔσχατος]], -η, -ον<br />Α και [[ἔσχατος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για τόπους) ο πιο απομακρυσμένος, ο [[απώτατος]], αυτός που βρίσκεται στο ακρότατο [[σημείο]], ο [[τελευταίος]] («[[ἔσχατος]] [[θάλαμος]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[χειρότερος]], [[κατώτερος]] («ο [[έσχατος]] τών μαθητών»)<br /><b>3.</b> [[τελευταίος]], τελευταίου βαθμού («εσχάτη [[πενία]]»)<br /><b>4.</b> (για χρόνο) ο [[τελευταίος]] [[κατά]] τον οποίο συντελείται [[κάτι]], ο ύστατος («η έσχατη [[ημέρα]] της ζωής μου»)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «μέχρις εσχάτων» — [[μέχρι]] τέλους<br />β) «επ' εσχάτων» — προ ολίγου, πρόσφατα, τελευταία<br />γ) <b>(λογ.)</b> «έσχατοι όροι» — ο [[μείζων]] και ο [[ελάσσων]] όρος του συλλογισμού σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον [[μέσο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[υπέρτατος]], [[ανώτατος]], βαρύτατος (α. «η εσχάτη τών ποινών» — η ανώτατη [[ποινή]], η [[ποινή]] του θανάτου<br />β. «εσχάτη [[προδοσία]]» — η πιο [[βαριά]], η μεγαλύτερη [[προδοσία]])<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «εσχάτη [[επίκληση]]» — [[επίκληση]] ([[σήμα]]) βοήθειας από [[πλοίο]] που κινδυνεύει, με μεσίστια [[έπαρση]] της σημαίας την [[ημέρα]] ή με πυραύλους και βολές πυροβόλου τη [[νύχτα]]<br />β) «στα έσχατα» — στα τελευταία, στα πιο επικίνδυνα, στα πιο απονενοημένα («με το παραμικρό φθάνει στα έσχατα»)<br />γ) «βρίσκομαι στα έσχατα» — βρίσκομαι στο τελευταίο όριο του βίου, στα τελευταία<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ταπεινός]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ἐσχάτη</i><br />η τελευταία [[μέρα]] του [[μήνα]] («τῆ ἐσχάτη Ἰουλίου»)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἔσχατον</i><br />ο [[θάνατος]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «ἀπὸ ριζῶν ἐσχάτων» — από τα θεμέλια<br />β) «[[ἐμπνέω]] τὰ ἔσχατα» — [[είμαι]] [[ετοιμοθάνατος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />τελευταῑος («ἤλαυνεν [[ἔσχατος]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για άψυχα ή καταστάσεις) ο [[ανώτερος]] ή [[κατώτερος]] στον βαθμό («ἐσχάτη [[πυρά]]» — η [[κορυφή]] της πυράς)<br /><b>2.</b> (για βαθμό) [[ανώτατος]], ύψιστος<br /><b>3.</b> (για δεινοπαθήματα) ο [[χειρότερος]] («[[ἔσχατος]] [[πόνος]]»)<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>τὸ ἔσχατον</i><br />α) για τελευταία [[φορά]]<br />β) τελικά<br /><b>5.</b> (το ουδ. εν. ή πληθ. ως ουσ.) <i>τo ἔσχατον</i> ή <i>τὰ ἔσχατα</i><br />α) το πιο απομακρυσμένο [[μέρος]] ενός τόπου («τὸ ἔσχατον τῆς ἀγορᾱς», <b>Ξεν.</b>)<br />β) ο [[ανώτατος]] [[βαθμός]]<br /><b>6.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἔσχατα</i><br />(στην Αριστοτελική λογ.) α) τα τελευταία τών κατώτερων υποδιαιρέσεων, τα είδη<br />β) τα άτομα<br /><b>7.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ ἔσχατοι</i><br />α) οι νεοφώτιστοι [[μεγάλης]] ηλικίας<br />β) οι εθνικοί<br />γ) οι άνθρωποι σε [[αντιδιαστολή]] με τους αγγέλους<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «ἔσχατοι ἀνδρῶν» — οι Αιθίοπες<br />β) «τάξιν ἐσχάτην» — το πιο απομακρυσμένο [[μέρος]] του στρατού<br />γ) «ἐξ ἐσχάτων εἰς ἔσχατα» — από το ένα [[άκρο]] στο [[άλλο]]<br />δ) <b>παροιμ.</b> «οὐδεὶς οὐδ' ὁ Μυσῶν [[ἔσχατος]]» — λέγεται για ευτελείς ανθρώπους ή κακοποιούς<br />ε) «ἐς τὸ ἔσχατον» — [[μέχρι]] τέλους, τελευταία<br />στ) «ἐσχάτας [[ὑπὲρ]] ῥίζας» — [[υπεράνω]] της τελευταίας ρίζας του γένους<br />ζ) <b>(λογ.)</b> «ὁ [[ἔσχατος]] [[ὅρος]]» — ο [[τελευταίος]] όρος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εσχάτως</i> (ΑΜ ἐσχάτως)<br />προ ολίγου, πρόσφατα, τελευταία<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> ώς το ανώτατο [[σημείο]], υπερβολικά<br /><b>2.</b> σε [[μεγάλη]], σε έσχατη [[ανάγκη]] («ἐσχάτως διακεῑσθαι» — [[φθάνω]] σε [[απόγνωση]], <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράγωγο επίθ. της προθέσεως <i>ἐξ</i> με [[προσθήκη]] καταλήξεως -<i>κατος</i> η οποία περιλαμβάνει ένα υπερωικό [[στοιχείο]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[επίθημα]] -<i>κα</i> στο αρχ. ελλ. <i>προ</i>-<i>κα</i> «[[ευθύς]]» και το λατ. <i>reci</i>-<i>pro</i>-<i>cus</i> «[[παλίνδρομος]], [[αντίστροφος]]») κι ένα οδοντικό (<b>[[πρβλ]].</b> τις καταλήξεις τών <i>μεσ</i>(<i>σ</i>)-<i>ατος</i>, <i>τρίτ</i>-<i>ατος</i>). Ο [[σχηματισμός]] του επιθ. προήλθε αναλογικά [[προς]] το <i>έγκατος</i> (από την [[πρόθεση]] <i>εν</i>). Έχουμε [[έτσι]] αρχικό τ. <i>έχσ</i>-<i>κατος</i> (<span style="color: red;"><</span> IE <i>eghs</i> «ἐξ») &GT; <i>έσχ</i>-<i>κατος</i> &GT; [[έσχατος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[εσχατιά]], <i>εσχάτως</i><br /><b>αρχ.</b><br />[[εσχατεύω]], [[εσχατίζω]], <i>εσχάτως</i>, [[εσχατώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[εσχατόγηρος]] (-<i>ως</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[εσχατοκόλλιον]], [[εσχατόμοιρος]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[δευτερέσχατος]], [[πανέσχατος]], [[παρέσχατος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἔσχᾰτος:''' -η, -ον (πιθ. από την <i>ἐκ</i>, <i>ἐξ</i>, όπως αν προερχόταν από το <i>ἔξατος</i>, [[ακραίος]], ο πιο [[μακρινός]])·<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για [[τόπο]], όπως [[πάντοτε]] στον Όμηρ., ο πιο [[μακρινός]], [[απώτατος]], [[έσχατος]], [[υπέρτατος]], [[τελευταίος]], [[άκρος]], [[ακραίος]], στον ίδ., Ηρόδ., Αττ.· <i>ἔσχατοι ἄλλων</i>, λέγεται για τους Θράκες που ήταν οι τελευταίοι στις τάξεις των Τρώων, σε Ομήρ. Ιλ.· ἔσχατοι [[ἀνδρῶν]], λέγεται για τους Αιθίοπες, σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἔσχατα</i>, <i>τά</i>, τα πέρατα, <i>ἐσχ. γαίης</i>, σε Ησίοδ.· <i>τὰ ἔσχ. τοῦ στρατοπέδου</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> διάφορες σημασίες:<br /><b class="num">1.</b> [[ανώτερος]], υψηλότερος, δεσπόζων, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[κατώτατος]], βαθύτατος, Λατ. [[imus]], <i>ἀΐδας</i>, σε Θεόκρ.<br /><b class="num">3.</b> [[εσώτατος]], Λατ. [[intimus]], σε Σοφ.<br /><b class="num">4.</b> [[τελευταίος]], [[έσχατος]], ου ραγός, [[στερνός]], στον ίδ.<br /><b class="num">III.</b> λέγεται για βαθμό, [[υπέρτατος]], ύψιστος, ύστατος, [[έσχατος]], [[χείριστος]], [[κάκιστος]], [[πόνος]], [[κίνδυνος]], σε Πλάτ.· ως ουσ., <i>τὸ ἔσχατον</i>, <i>τὰ ἔσχατα</i>, ο ύψιστος [[βαθμός]], σε Ηρόδ.· λέγεται για βάσανα, [[πάθη]], πόνους, ταλαιπωρίες κ.λπ., στον ίδ., σε Αττ.· <i>ἐπ' ἔσχατα βαίνεις</i>, σε Σοφ.· <i>ἔσχατ' ἐσχάτων [[κακά]]</i>, τα χείριστα των πιθανότερων κακών, στον ίδ.· ομοίως, στον υπερθ., <i>τὰ πάντων ἐσχατώτατα</i>, τα χείριστα όλων, σε Ξεν.<br /><b class="num">IV.</b>λέγεται για χρόνο, [[τελευταίος]], <i>ἐς τὸ ἔσχ</i>., [[μέχρι]] τέλους, σε Ηρόδ., Θουκ.· ἐσχάτας [[ὑπὲρ]] ῥίζας, πάνω από το τελευταίο [[παρακλάδι]] της γενιάς, σε Σοφ.· ουδ. <i>ἔσχατον</i> και ως επίρρ., για τελευταία [[φορά]], στον ίδ.<br /><b class="num">V.</b> επίρρ., <i>-τως</i>, [[μέχρις]] εσχάτων, καθ' υπερβολήν, σε Ξεν.· ομοίως και, <i>ἐς τὸ ἔσχ</i>., σε Ηρόδ., Ξεν.
}}
}}

Revision as of 21:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔσχᾰτος Medium diacritics: ἔσχατος Low diacritics: έσχατος Capitals: ΕΣΧΑΤΟΣ
Transliteration A: éschatos Transliteration B: eschatos Transliteration C: eschatos Beta Code: e)/sxatos

English (LSJ)

η, ον, also ος, ον Arat.625 (prob. fr. ἐκ, ἐξ, perh. eĝhzκατος (cf. ἐχθός)

   A like ἔγ-κατα) :    I of Space, as always in Hom., farthest, uttermost, extreme, θάλαμος ἔ. the hindmost chamber, Od.21.9 ; ἔσχατοι ἄλλων at the end of the lines, Il.10.434, cf.8.225 ; ἔσχατοι ἀνδρῶν, of the Aethiopians, Od.1.23 ; οἰκέομεν..ἔσχατοι 6.205 ; ἐσχάτη τῶν οἰκεομένων ἡ Ἰνδική Hdt.3.106, cf. Th.2.96, etc.; τὸ ἔ. τῆς ἀγορᾶς X.HG3.3.5 ; ὑπ'..ἐσχάτην στήλην S.El.720 ; τάξις ἐ. the farthest part of the army, Id.Aj.4 : pl., ἔσχατα γαίης Hes.Th.731 ; τὰ ἔ. τῶν στρατοπέδων Th.4.96 ; ἐπ' ἔσχατα χθονός S.Fr.956 ; αἱ ἐπ' ἔσχατα τοῦ ἄστεως οἰκίαι Th.8.95 ; ἐξ ἐσχάτων ἐς ἔσχατα ἀπικέσθαι from end to end, Hdt.7.100, cf. X.Vect.1.6 ; παρ' ἔσχατα λίμνης Pl.Phd.113b, cf. Th.3.106:—in various senses, uppermost, ἐ. πυρά S.El.900 ; lowest, deepest, ἀΐδας Theoc.16.52 ; ἅλς AP13.27 (Phal.) ; innermost, σάρκες S.Tr. 1053 ; last, hindmost, ἤλαυνε δ' ἔ. Id.El.734 ; ἐπ' ἐσχάτῳ at the close of a document, PTeb.68.54 (ii B.C.), etc.    2 of Degree, uttermost, highest, τὸ ἔ. κορυφοῦται βασιλεῦσι Pi.O.1.113 ; ἀνορέαι ἔ. Id.I.4(3).11 ; σοφία Lib.Or.59.88 ; of misfortunes, sufferings, etc., utmost, last, worst, πόνος, ἀδικία, κίνδυνοι, Pl.Phdr.247b, R.361a, Grg.511d ; ὀδύναι αἱ ἔ. Id.Prt.354b ; δῆμος ἔ. extreme democracy, Arist.Pol.1296a2.    b Subst., τὸ ἔ., τὰ ἔ., the utmost, ἐς τὸ ἔ. κακοῦ ἀπιγμένοι Hdt.8.52 ; τετρῦσθαι ἐς τὸ ἔ. κακοῦ Id.1.22 ; without Art., ἐπ' ἔσχατα βαίνεις S. OC217 (lyr.) ; προβᾶσ' ἐπ' ἔσχατον θράσους Id.Ant.853 (lyr.) ; ἐπ' ἔ. ἐλθεῖν ἀηδίας Pl.Phdr.240d, cf. R.361d, etc.; ὃ πάντων κακῶν ἔσχατόν ἐστι, τοῦτο πάσχει Id.Phd.83c ; οἱ τὰ ἔ. πεποιηκότες X.Cyr.8.8.2 ; ζημιοῦσθαι πᾶσι τοῖς ἐ., Lat. extremis suppliciis, Pl.Plt.297e ; ἔσχατ' ἐσχάτων κακά worst of possible evils, S.Ph.65, cf. Philem.178 ; εἰς τὰ ἔ. ἐληλυθώς UPZ60.12 (ii B.C.) : Comp.οὔτε γὰρ τοῦ ἐσχάτου -ώτερον εἴη ἄν τι Arist.Metaph.1055a20 : Sup. -ώτατος f.l. in X.HG2.3.49, cf. Phryn.51 ; τὰ -ώτατα Phld.Hom.p.320.    3 of Persons, lowest, meanest, D.S.8.18, D.C.42.5, Alciphr.3.43 : prov., οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔ., i.e. the meanest of mankind, Magnes 5, cf. Philem.77 ; in Pl.Tht.209b it seems to mean the remotest of mankind, cf. πρὸς ἐσχάτην Μυσῶν v.l. in App.Prov.2.85 (παρὰ τοῖς ἐ. τῆς Μυσίας Apostol.8.1); similarly οὐδὲ τὸν ἔσχατον Καρῶν Plu.2.871b.    4 of Time, last, ἐς τὸ ἔ. to the end, Hdt.7.107, Th.3.46; ἔ. πλόος, ναυτιλίαι, the end of it, Pi.P.10.28, N.3.22 ; ἐσχάτας ὑπὲρ ῥίζας over the last scion of the race, S.Ant.599 (lyr.); ἔ. Ἑλλήνων, Ῥωμαίων, Plu.Phil.1, Brut.44 : neut. ἔσχατον, as Adv., for the last time, S.OC1550 ; finally, best of all, 1 Ep.Cor.15.8; at the latest, ἔ. ἐν τρισὶ μησίν SIG1219.11 (Gambreion, iii B. C.), cf. Inscr.Prien.4.45 (iv B. C.); εἰς τὴν ἐσχάτην at the last, LXXEc.1.11 ; ἐπ' ἐσχάτῳ ib.2 Ki.24.25, al.: Subst. ἐσχάτη, ἡ, end, οὐχ ἕξεις ἐ. καλήν Astramps.Orac.21.4, cf. 40.3.    5 in the Logic of Arist., τὰ ἔ. are the last or lowest species, Metaph.1059b26, or individuals, ib.998b16, cf. AP0.96b12, al.; τὸ ἔ. ἄτομον Metaph.1058b10.    b ὁ ἔ. ὅρος the minor term of a syllogism, EN1147b14.    c last step in geom. analysis or ultimate condition of action, τὸ ἔ. ἀρχὴ τῆς πράξεως de An.433a16.    II Adv. -τως to the uttermost, exceedingly, πῦρ ἐ. καίει Hp.de Arte8; ἐ. διαμάχεσθαι Arist.HA613a11 ; ἐ. φιλοπόλεμος X.An.2.6.1 ; φοβοῦμαί σ' ἐ. Men.912, cf. Epicur.Ep. 1p.31U.    b -τως διακεῖσθαι to be at the last extremity, Plb.1.24.2, D.S.18.48 ; ἔχειν Ev.Marc.5.23 ; ἀπορεῖν Phld.Oec.p.72J.    2 so ἐς τὸ ἔ.,=ἐσχάτως, Hdt.7.229; εἰς τὰ ἔ. X.HG5.4.33 ; εἰς τὰ ἔ. μάλα Id.Lac.1.2 ; τὸ ἔ. finally, in the end, Pl.Grg.473c ; but, τὸ ἔ. what is worst of all, ib.508d.

German (Pape)

[Seite 1046] η, ον (auch 2 Endgn, Arat. Phaen. 625. 628 u. Lesart der mss. Strab. 2, 5, 14), der äußerste, letzte, entlegenste; bei Hom. nur örtlich, der z. B. die Aethiopen ἔσχατοι ἀνδρῶν nennt, die am äußersten Rande der Erde wohnten, Od. 1, 23; ähnl. von den Phäaken, 6, 205; vgl. auch Il. 10, 434; ναυτιλία, πλοῦς, Pind. N. 3, 21 P. 10, 28; γᾶς ἔσχατον τόπον Aesch. Prom. 416; ὅροι 669, vgl. Pers. 848; so auch Soph. Tr. 1090; τάξιν ἐσχάτην ἔχει Ai. 4; στήλη, am äußersten Ziele, El. 710; πρὸς τὴν ἕω ἐσχάτη τῶν οἰκουμένων ἡ Ἰνδική Her. 3, 106; τὰ ἔσχατα τοῦ ἄστεος, τῶν στρατοπέδων, Thuc. 8, 95. 4, 96; ἔσχατοι τῆς ἀρχῆς ἦσαν, sie wohnten an den äußersten Gränzen, 2, 96; ἕως ἐξ ἐσχάτων εἰς ἔσχατα ἀπίκετο καὶ τῆς ἵππου καὶ τοῦ πεζοῦ, von einem Ende zum andern, Her. 7, 100; παρ' ἔσχατα τῆς Αχερουσιάδος λίμνης Plat. Phaed. 113 h; σάρκες Soph. Tr. 1042, das Innerste. – Oft übertr., das Aeußerste, Letzte, Höchste, τὸ ἔσχατον κορυφοῦται βασιλεῦσι P^ind. Ol. 1, 113; ἐλπίδες I. 6, 36; προβᾶσ' ἐπ' ἔσχατον θράσους Soph. Ant. 846; ἔσχατ' ἐσχάτων κακά, die allergrößten, Phil. 65; πόνος καὶ ἀγών Plat. Phaedr. 247 d; ἀδικία, die äußerste Ungerechtigkeit, Rep. II, 361 a; τὸ πάντων μέγιστόν τε καὶ ἔσχατον πάσχειν Phaed. 83 c; ἐπ' ἔσχατον ἐλθεῖν ἀηδίας Phaedr. 240 d; ἐπὶ τὸ ἔσχ. τοῦ ἀγῶνος ἐλθεῖν Thuc. 4, 92; ἐς τὸ ἔσχ. τοῦ κακοὺ ἀπιγμένοι Her. 8, 52; κίνδυνος Dem. 59, 1; – τὰ ἔσχατα παθεῖν, das Aergste, gew. den Tod erleiden, Xen. u. A., u. so vorzugsweise von schlimmen Dingen. – Der Letzte, Niedrigste, Schlechteste, ἀνδράποδον Alciphr. 3, 43. – Von der Zeit, zuletzt, ἔσχατόν σου τοὐμὸν ἅπτεται δέμας Soph. O. C. 1547; διεκαρτέρεε ἐς τὸ ἔσχατον, bis zuletzt, Her. 7, 107; Thuc. 3, 46; τὸ ἔσχατον, adverbial, zuletzt, Plat. Gorg. 473 c u. öfter. – Comp. ἐσχατώτερος, Arist. metaph. 10, 4; τὰ ἐσχατώτατα παθών Xen. Hell. 2, 3, 49. – Adv. ἐσχάτως, äußerst, höchst, z. B. φιλοπόλεμος Xen. An. 2, 6, 1; διακεῖσθαι, ἔχειν, sich in der elendesten Lage befinden, Pol. 1, 24, 2 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἔσχατος: -η, -ον, ὡσαύτως, ος, ον, Ἄρατ. 625: (πιθαν. ἐκ τῆς προθ. ἐκ, ἐξ, ὡς εἰ ἦν ἔξατος, ἐξώτατος): Ι. ἐπὶ τόπου, ὡς ἀείποτε παρ’ Ὁμ., ὁ μάλιστα ἀπέχων, ἐξώτατος, τελευταῖος, θάλαμος ἔσχ., ὁ τελευταῖος πρὸς τὰ ὀπίσω θαλ., Ὀδ. Φ. 9· ἔσχατοι ἄλλων, ἐπὶ τῶν Θρακῶν, οἵτινες ἦσαν οἱ τελευταῖοι ἐν ταῖς τάξεσι τῶν Τρώων, Ἰλ. Κ. 434, πρβλ. Θ. 225, Λ. 8· ἔσχατοι ἀνδρῶν, ἐπὶ τῶν Αἰθιόπων, Ὀδ. Α. 23· οἰκέομεν... ἔσχατα, λέγουσιν οἱ Φαίακες, Ζ. 205· ἐσχάτη τῶν οἰκουμένων ἡ Ἰνδικὴ Ἡρόδ. 3. 106, πρβλ. Θουκ. 2. 96, καὶ συχν. παρ’ Ἀττ., τὸ ἔσχατον τῆς ἀγορᾶς Ξεν. Ἑλλ. 3. 3, 5, κτλ.· ἀλλὰ συχν. ἐν συμφωνίᾳ πρὸς τὸ ὄνομα, ὑπ᾿... ἐσχάτην στήλην Σοφοκλ. Ἠλ. 720· τάξιν ἐσχ., τὸ ἀπώτατον μέρος τοῦ στρατοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Αἴαντ. 4: ― ἐν τῷ πληθυντ., ἔσχατα γαίης Ἡσ. Θ. 731· τὰ ἔσχατα τοῦ ἄστεως, τοῦ στρατοπέδου Θουκ. 8. 95., 4. 96· καὶ ἄνευ τοῦ ἄρθρου, ἐπ’ ἔσχατα χθονὸς Σοφ. Τρ. 655· ἐξ ἐσχάτων ἐς ἔσχατα ἐπικέσθαι, ἀπὸ ἄκρου εἰς ἄκρον, Ἡρόδ. 7. 100, πρβλ. Ξεν. Πόρ. 1. 6· παρ’ ἔσχατα λίμνης Πλάτ. Φαίδων 113Β, πρβλ. Θουκ. 3. 106. ― Κατὰ τὰς διαφόρους ἀποστάσεις πράγματός τινος ἔχει καὶ διαφόρους σημασ., ὡς π.χ., ἐσχάτη πυρά, τὸ ἀνώτατον μέρος αὐτῆς, ἡ κορυφὴ τῆς πυρᾶς, Σοφ. Ἠλ. 900· κατώτατος, βαθύτατος, Λατ. imus, ἀΐδαν τ’ εἰς ἔσχατον ἐλθών, εἰς τὰ κατώτατα τοῦ ᾅδου, Θεόκρ. 16. 52· ἐσχάτην ἅλα Ἀνθ. Π. 13. 27: ἐσώτατος, Λατ. intimus, σάρκες Σοφ. Τρ. 1053· ἐπὶ ἀνθρώπου, τελευταῖος, ἔλαυνε δ’ ἔσχ. ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 734. 2) ἐπὶ βαθμοῦ, ἀνώτατος, ὕψιστος, Πινδ. Ο. 1. 182, Ι. 4. 19 (3. 29)· ἐπὶ παθημάτων, κλ., δεινότατος, χείριστος, κάκιστος, πόνος, ἀδικία, κίνδυνος Πλάτ. Φαῖδρ. 247Β, Πολ. 361Α· ὀδύναι αἱ ἔσχ. ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 354Β· δῆμος ἔσχ., ἡ χειρίστη δημοκρατία, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 11, 11. β) ὡς οὐσιαστ., τὸ ἔσχατον, τὰ ἔσχατα, ὁ ὕψιστος βαθμός, ἐς τὸ ἔσχ. κακοῦ ἀπικέσθαι Ἡρόδ. 8. 52· τετρῦσθαι ἐς τὸ ἔσχ. κακοῦ ὁ αὐτ. 1. 22· διακαρτερέειν ἐς τὸ ἔσχ. ὁ αὐτ. 7. 107· ἐπ’ ἔσχατα βαίνεις Σοφ. Ο. Κ. 217· προβᾶσ’ ἐπ’ ἔσχατον θράσους ὁ αὐτ. ἐν Ἀντιγ. 753· ἐπ’ ἔσχ. ἐλθεῖν ἀηδίας Πλάτ. Φαῖδρ. 240D, πρβλ. Πολ. 301D, κτλ.· ὃ πάντων... ἔσχατόν ἐστι, πάσχειν ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 83C· τὰ ἔσχατα πονεῖν Ξεν. Κύρ. 8. 8, 2· πᾶσι τοῖς ἐσχ. ζημιοῦσθαι, extremis suppliciis, Πλάτ. Πολιτικ. 297Ε· ἔσχατ’ ἐσχάτων κακά, τὰ χείριστα τῶν χειρίστων κακῶν, Σοφ. Φιλ. 65, πρβλ. Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 87 (Meineke σ. 423)· οὕτως ἐν τῷ Ὑπερθ., τὰ πάντων ἐσχατώτατα παθεῖν, τὰ χείριστα..., Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 49· ἂν καὶ τοῦτο δὲν εἶναι ὀρθόν, ὡς παρατηρεῖ ὁ Ἀριστ., οὐ γὰρ τοῦ ἐσχάτου ἐσχατώτερον εἴη ἄν τι Μετὰ τὰ Φυσ. 9. 4, 4, πρβλ. Φρύν. 135 Lob. 3) ἐπὶ προσώπων, ταπεινότατος, προστυχώτατος, μηδαμινώτατος, Διοδ. Ἐκλογ. Βατ. σ. 9, Δίων Κ. 42. 5, Ἀλκίφρων 3. 43: ― παροιμ., οὐδείς, οὐδ’ ὁ Μυσῶν ἔσχατος, ἐπὶ τῶν εὐτελεστάτων ἀνθρώπων, Μάγνης ἐν «Ποαστρίᾳ» 1, πρβλ. Φιλήμονα ἐν τῷ «Σικελικῷ» 3, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 481· τὸ ἐν Πλάτ. Θεαίτ. 209Β χωρίον, Μυσῶν τῶν ἔσχατον, φαίνεται ὅτι σημαίνει τὸν μάλιστα ἀπομεμακρυσμένον κάτοικον τῆς γῆς. Ἴδε Παροιμιογρ. σ. 38 ἔκδ. Gaisf. 4) ἐπὶ χρόνου, τελευταῖος, ἐς τὸ ἔσχ., μέχρι τέλους, Ἡρόδ. 7. 107· Θουκ. 3. 46· ἔσχ. πλοῦς, ναυτιλία, τὸ τέλος αὐτῆς, Πινδ. Π. 10. 45, Ν. 3. 39· ἐσχάτας ὑπὲρ ῥίζας, ὑπεράνω τῆς τελευταίας ῥίζης τοῦ γένους, Σοφ. Ἀντ. 599· ἔσχ. Ἑλλήνων, Ρωμαίων Πλούτ. Φιλοπ. 1, Βροῦτ. 44: ― οὐδ., ἔσχατον, ὡς Ἐπίρρ., διὰ τελευταίαν φοράν, Σοφ. Ο. 1550· τὸ ἔσχ. Πλάτ. Γοργ. 473C. 5) ἐν τῇ Λογικῇ τοῦ Ἀριστ. τὰ ἔσχατα εἶναι τὰ τελευταῖα τῶν κατωτάτων ὑποδιαιρέσεων, τὰ ἄτομα, Μετὰ τὰ Φυσ. 2. 3, 5, πρβλ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 13, 5, π. Ζ. Μορ. 1. 3, 20, κ. ἀλλ.· οὕτω, τὸ ἔσχ. ἀρχὴ τῆς πράξεως π. Ψυχῆς 3. 10, 2, κτλ. β) ὁ ἔσχ. ὅρος, ἐν τῷ συλλογισμῷ, Ἠθ. Νικ. 7. 10, 13. ΙΙ. -τως, μέχρις ἐσχάτων, καθ’ ὑπερβολήν, Ἱππ. 5. 33· ἐσχ. διαμάχεσθαι Ἀριστοτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 7, 6· ἐσχ. φιλοπόλεμος Ξεν. Ἀν. 2. 6, 1. 2) οὕτως, ἐς τὸ ἔσχ. = ἐσχάτως, Ἡρόδ. 7. 229, Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 33· εἰς τὰ ἔσχ. μάλα ὁ αὐτ. ἐν Λακ. 1. 2· οὕτω, τὸ ἔσχατον Πλάτ. Γοργ. 473 κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
qui est à l’extrémité, extrême, dernier :
I. avec idée de lieu;
1 au propre θάλαμος ἔσχατος OD la chambre la plus reculée ; ἔσχατοι ἀνδρῶν OD les plus lointains des hommes, ceux qui habitent aux extrémités du monde (les Éthiopiens) ; τὰ ἔσχατα τοῦ ἄστεος, τοῦ στρατοπέδου THC l’extrémité de la ville, du camp ; ou sans art. παρ’ ἔσχατα PLAT à l’extrémité ; adv. • ἔσχατα IL aux extrémités (du camp);
2 la partie la plus haute ou la plus basse ; ἐσχάτη πυρά SOPH le sommet d’un bûcher ; ἐσχάτας σάρκας SOPH l’intérieur des chairs;
3 fig. qui est au plus haut degré, extrême, dernier : ἔσχατ’ ἐσχάτων κακά SOPH les derniers des derniers des maux ; ἀπικέσθαι ἐς τὸ ἔσχατον κακοῦ HDT en être arrivé, au dernier degré du malheur ; ἐπ’ ἔσχατον θράσους SOPH au dernier degré d’audace ; ἐπ’ ἔσχατα βαίνειν SOPH s’avancer jusqu’au dernier degré (de misère, d’infortune, etc.);
II. avec idée de temps ἔσχατοι Ἑλλήνων, Ῥωμαίων PLUT le dernier des Grecs, des Romains ; ἐς τὸ ἔσχατον HDT jusqu’à la fin ; adv. • τὸ ἔσχατον PLAT, • ἔσχατον SOPH pour la dernière fois;
Cp. ἐσχατώτερος, Sp. ἐσχατώτατος.
Étymologie: ἐξ.

English (Autenrieth)

(ἐξ): furthest, remotest, extremest, last, only of place; of the Aethiopians, ἔσχατοι ἀνδρῶν, Od. 1.23, cf. 24; ἔσχατοι ἄλλων, ‘outside of the others,’ Il. 10.434; neut. pl. as adv., ἔσχατα, at the outside, at the ends, Il. 8.225, Il. 11.8.

English (Slater)

ἔσχᾰτος (-ον; -ων, -οις: -ας; -αις(ιν); -ον nom., acc.)
   a the end of, limit of ὅσαις δὲ βροτὸν ἔθνος ἀγλαίαις ἁπτόμεσθα, περαίνει πρὸς ἔσχατον πλόον (P. 10.28) κιόνων ὕπερ Ἡρακλέος ἥρως θεὸς ἃς ἔθηκε ναυτιλίας ἐσχάτας μάρτυρας κλυτούς (N. 3.22) Αἰγυπτίαν Μένδητα, πὰρ κρημνὸν θαλάσσας ἔσχατον Νείλου κέρας (join with κέρας) fr. 201. 2.
   b extreme, i. e. supreme ὅστις ἁμιλλᾶται πέρι ἐσχάτων ἀέθλων κορυφαῖς (N. 10.32) ἀνορέαις δ' ἐσχάταισιν οἴκοθεν στάλαισιν ἅπτονθ Ἡρακλείαις (I. 4.11) προμάχων ἀν' ὅμιλον, ἔνθ ἄριστοι ἔσχον πολέμοιο νεῖκος ἐσχάταις ἐπίσιν (I. 7.36)
   c final, at the last ἁ δ' Ψμέναιον (sc. ὕμνει), ὃν ἐν γάμοισι χροιζόμενον [[[Μοῖρα]]] σύμπρωτον λάβεν, ἐσχάτοις ὕμνοισιν (Hermann, Schneidewin: ἔσχατον ὕμνον cod.: i. e. at the end of his life, opp. to σύμπρωτον) Θρ. 3. 9.
   d subs., summit, crown τὸ δ' ἔσχατον κορυφοῦται βασιλεῦσι (O. 1.113)

English (Strong)

a superlative probably from ἔχω (in the sense of contiguity); farthest, final (of place or time): ends of, last, latter end, lowest, uttermost.

English (Thayer)

ἐσχάτῃ, ἔσχατον (from ἔχω, ἔσχον adhering, clinging close; (according to others (Curtius, § 583b.) superlative from ἐξ, the outermost)), the Sept. for אַחֲרון, אַחֲרִית; (from Homer down); extreme, last in time or in place;
1. joined to nouns: τόπος, the last in a series of places (A. V. lowest), the last: ἔσχατος ἐχθρός, that remains after the rest have been conquered, κοδράντης, that remains when the rest have one after another been spent, λεπτόν, ἡ ἐσχάτῃ σάλπιγξ, the trumpet after which no other will sound, αἱ ἔσχαται πληγαί, ἡ ἐσχάτῃ ἡμέρα τῆς ἑορτῆς, the latter, opposed to ὁ πρῶτος the former (τά ἔργα (opposed to τῶν πρώτων), ἡ πλάνη, Isaiah , 'lest the latter deception, caused by the false story of his resurrection, do more harm than the former, which was about to produce belief in a false Messiah'); ὁ ἔσχατος Ἀδάμ, the latter Adam, i. e. the Messiah (see Ἀδάμ, 1), ἡ ἐσχάτῃ ἡμέρα, the last day (of all days), denotes that with which the present age (הַזֶּה הָעולָם, see αἰών, 3) which precedes the times of the Messiah or the glorious return of Christ from heaven will be closed: ἐσχάτῃ ὥρα, ἐν καιρῷ ἐσχάτῳ ἐν ἐσχάτῳ χρόνῳ, ἐπ' ἐσχάτου χρόνου Tr WH; ἐν ἐσχάταις ἡμέραις, ἐπ' ἐσχάτων τῶν χρόνων, R G, see below.
2. ὁ, ἡ, τό ἔσχατον absolutely or with the genitive,
a. of time: οἱ ἔσχατοι, who had come to work last, ἔσονται πρῶτοι ἔσχατοι καί ἔσχατοι πρῶτοι is not always the same: in ὁ πρῶτος καί ὁ ἔσχατος i. e. the eternal, ἔσχατος as a predicate joined to a verb adverbially (cf. Winer's Grammar, 131 (124); § 54,2): ἐσχάτῃ (R G; but see below) πάντων ἀπέθανε, ἔσχατον, ἔσχατα, used substantively (cf. Buttmann, 94 (82) § 125,6) in phrases, of the time immediately preceding Christ's return from heaven and the consummation of the divine kingdom: ἐπ' ἐσχάτου or ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν, τῶν χρόνων, ἐπ' ἐσχάτου τοῦ χρόνου, L T (see 1above, and ἐπί, A. II. at the end), cf. Riehm, Lehrbegr. d. Hebrärbriefes, p. 205f τά ἔσχατα with the genitive of person the last state of one: ἔσχατον, adverb, lastly: (with the genitive of person, L T Tr WH); τό ἔσχατον τῆς γῆς, the uttermost part, the end, of the earth, last i. e. lowest: 1 Corinthians 4:9.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἔσχατος, -η, -ον
Α και ἔσχατος, -ον)
1. (για τόπους) ο πιο απομακρυσμένος, ο απώτατος, αυτός που βρίσκεται στο ακρότατο σημείο, ο τελευταίοςἔσχατος θάλαμος», Ομ. Οδ.)
2. (για πρόσ.) χειρότερος, κατώτερος («ο έσχατος τών μαθητών»)
3. τελευταίος, τελευταίου βαθμού («εσχάτη πενία»)
4. (για χρόνο) ο τελευταίος κατά τον οποίο συντελείται κάτι, ο ύστατος («η έσχατη ημέρα της ζωής μου»)
5. φρ. α) «μέχρις εσχάτων» — μέχρι τέλους
β) «επ' εσχάτων» — προ ολίγου, πρόσφατα, τελευταία
γ) (λογ.) «έσχατοι όροι» — ο μείζων και ο ελάσσων όρος του συλλογισμού σε αντιδιαστολή προς τον μέσο
νεοελλ.
1. υπέρτατος, ανώτατος, βαρύτατος (α. «η εσχάτη τών ποινών» — η ανώτατη ποινή, η ποινή του θανάτου
β. «εσχάτη προδοσία» — η πιο βαριά, η μεγαλύτερη προδοσία)
2. φρ. α) «εσχάτη επίκληση» — επίκληση (σήμα) βοήθειας από πλοίο που κινδυνεύει, με μεσίστια έπαρση της σημαίας την ημέρα ή με πυραύλους και βολές πυροβόλου τη νύχτα
β) «στα έσχατα» — στα τελευταία, στα πιο επικίνδυνα, στα πιο απονενοημένα («με το παραμικρό φθάνει στα έσχατα»)
γ) «βρίσκομαι στα έσχατα» — βρίσκομαι στο τελευταίο όριο του βίου, στα τελευταία
μσν.
1. ταπεινός
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐσχάτη
η τελευταία μέρα του μήνα («τῆ ἐσχάτη Ἰουλίου»)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔσχατον
ο θάνατος
4. φρ. α) «ἀπὸ ριζῶν ἐσχάτων» — από τα θεμέλια
β) «ἐμπνέω τὰ ἔσχατα» — είμαι ετοιμοθάνατος
μσν.-αρχ.
τελευταῑος («ἤλαυνεν ἔσχατος», Σοφ.)
αρχ.
1. (για άψυχα ή καταστάσεις) ο ανώτερος ή κατώτερος στον βαθμό («ἐσχάτη πυρά» — η κορυφή της πυράς)
2. (για βαθμό) ανώτατος, ύψιστος
3. (για δεινοπαθήματα) ο χειρότεροςἔσχατος πόνος»)
4. (το ουδ. ως επίρρ.) τὸ ἔσχατον
α) για τελευταία φορά
β) τελικά
5. (το ουδ. εν. ή πληθ. ως ουσ.) τo ἔσχατον ή τὰ ἔσχατα
α) το πιο απομακρυσμένο μέρος ενός τόπου («τὸ ἔσχατον τῆς ἀγορᾱς», Ξεν.)
β) ο ανώτατος βαθμός
6. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἔσχατα
(στην Αριστοτελική λογ.) α) τα τελευταία τών κατώτερων υποδιαιρέσεων, τα είδη
β) τα άτομα
7. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἔσχατοι
α) οι νεοφώτιστοι μεγάλης ηλικίας
β) οι εθνικοί
γ) οι άνθρωποι σε αντιδιαστολή με τους αγγέλους
8. φρ. α) «ἔσχατοι ἀνδρῶν» — οι Αιθίοπες
β) «τάξιν ἐσχάτην» — το πιο απομακρυσμένο μέρος του στρατού
γ) «ἐξ ἐσχάτων εἰς ἔσχατα» — από το ένα άκρο στο άλλο
δ) παροιμ. «οὐδεὶς οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατος» — λέγεται για ευτελείς ανθρώπους ή κακοποιούς
ε) «ἐς τὸ ἔσχατον» — μέχρι τέλους, τελευταία
στ) «ἐσχάτας ὑπὲρ ῥίζας» — υπεράνω της τελευταίας ρίζας του γένους
ζ) (λογ.) «ὁ ἔσχατος ὅρος» — ο τελευταίος όρος.
επίρρ...
εσχάτως (ΑΜ ἐσχάτως)
προ ολίγου, πρόσφατα, τελευταία
μσν.-αρχ.
1. ώς το ανώτατο σημείο, υπερβολικά
2. σε μεγάλη, σε έσχατη ανάγκη («ἐσχάτως διακεῑσθαι» — φθάνω σε απόγνωση, Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράγωγο επίθ. της προθέσεως ἐξ με προσθήκη καταλήξεως -κατος η οποία περιλαμβάνει ένα υπερωικό στοιχείο (πρβλ. επίθημα -κα στο αρχ. ελλ. προ-κα «ευθύς» και το λατ. reci-pro-cus «παλίνδρομος, αντίστροφος») κι ένα οδοντικό (πρβλ. τις καταλήξεις τών μεσ(σ)-ατος, τρίτ-ατος). Ο σχηματισμός του επιθ. προήλθε αναλογικά προς το έγκατος (από την πρόθεση εν). Έχουμε έτσι αρχικό τ. έχσ-κατος (< IE eghs «ἐξ») > έσχ-κατος > έσχατος.
ΠΑΡ. εσχατιά, εσχάτως
αρχ.
εσχατεύω, εσχατίζω, εσχάτως, εσχατώ.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) εσχατόγηρος (-ως)
αρχ.
εσχατοκόλλιον, εσχατόμοιρος. (Β' συνθετικό) αρχ. δευτερέσχατος, πανέσχατος, παρέσχατος.

Greek Monotonic

ἔσχᾰτος: -η, -ον (πιθ. από την ἐκ, ἐξ, όπως αν προερχόταν από το ἔξατος, ακραίος, ο πιο μακρινός
I. λέγεται για τόπο, όπως πάντοτε στον Όμηρ., ο πιο μακρινός, απώτατος, έσχατος, υπέρτατος, τελευταίος, άκρος, ακραίος, στον ίδ., Ηρόδ., Αττ.· ἔσχατοι ἄλλων, λέγεται για τους Θράκες που ήταν οι τελευταίοι στις τάξεις των Τρώων, σε Ομήρ. Ιλ.· ἔσχατοι ἀνδρῶν, λέγεται για τους Αιθίοπες, σε Ομήρ. Οδ.· ἔσχατα, τά, τα πέρατα, ἐσχ. γαίης, σε Ησίοδ.· τὰ ἔσχ. τοῦ στρατοπέδου, σε Θουκ.
II. διάφορες σημασίες:
1. ανώτερος, υψηλότερος, δεσπόζων, σε Σοφ.
2. κατώτατος, βαθύτατος, Λατ. imus, ἀΐδας, σε Θεόκρ.
3. εσώτατος, Λατ. intimus, σε Σοφ.
4. τελευταίος, έσχατος, ου ραγός, στερνός, στον ίδ.
III. λέγεται για βαθμό, υπέρτατος, ύψιστος, ύστατος, έσχατος, χείριστος, κάκιστος, πόνος, κίνδυνος, σε Πλάτ.· ως ουσ., τὸ ἔσχατον, τὰ ἔσχατα, ο ύψιστος βαθμός, σε Ηρόδ.· λέγεται για βάσανα, πάθη, πόνους, ταλαιπωρίες κ.λπ., στον ίδ., σε Αττ.· ἐπ' ἔσχατα βαίνεις, σε Σοφ.· ἔσχατ' ἐσχάτων κακά, τα χείριστα των πιθανότερων κακών, στον ίδ.· ομοίως, στον υπερθ., τὰ πάντων ἐσχατώτατα, τα χείριστα όλων, σε Ξεν.
IV.λέγεται για χρόνο, τελευταίος, ἐς τὸ ἔσχ., μέχρι τέλους, σε Ηρόδ., Θουκ.· ἐσχάτας ὑπὲρ ῥίζας, πάνω από το τελευταίο παρακλάδι της γενιάς, σε Σοφ.· ουδ. ἔσχατον και ως επίρρ., για τελευταία φορά, στον ίδ.
V. επίρρ., -τως, μέχρις εσχάτων, καθ' υπερβολήν, σε Ξεν.· ομοίως και, ἐς τὸ ἔσχ., σε Ηρόδ., Ξεν.