ῥίζα
Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier
English (LSJ)
ης, ἡ: Ion. nom.
A ῥίζη Hp. ap. Erot., acc. ῥίζην Marc.Sid.89 (before a vowel), but ῥίζαν Il.11.846 (whence Ion. nom. ῥίζα may be inferred):—root, Od.10.304, 23.196, etc.; used as a medicine, Il.11.846; ῥ. ἐλατήριος, of a purgative medicine, Hp.Epid.5.34: mostly in pl., roots, Il.12.134, Od.12.435, etc.; δένδρεα μακρὰ αὐτῇσιν ῥίζησι Il.9.542: hence 2 metaph., roots of the eye, Od.9.390 (but ῥίζας ἐν ὄσσοις αἱματῶπας in E.HF933 prob. bloodshot streaks); the roots or foundations of the earth, Hes.Op.19; χθόνα . . αὐταῖς ῥ. πνεῦμα κραδαίνοι A.Pr.1047 (anap.); ἰπούμενος ῥίζαισιν Αἰτναίαις ὕπο ib.367; of feathers, hair, etc., Pl.Phdr.251b, Arist.HA518b14; of the teeth, Id.GA789a13; γαστρὸς ῥ. ὀμφαλός Id.HA493a18, etc. 3 τὸν πόλεμον ἐκ ῥιζῶν ἀνῄρηκε 'root and branch', Plu.Pomp.21, cf. Heraclid. Pont. ap. Ath.12.523f; ἐκ ῥιζῶν ἀπώλεσεν LXX Jb.31.12; cf. ῥιζόθεν, πρόρριζος. II that from which anything springs as from a root, ῥίζαν ἀπείρου τρίταν a third continental foundation, of Libya, Pi.P.9.8; ἀστέων ῥ., of Cyrene, as the root or original of the Cyrenaic Pentapolis, ib.4.15; root or stock from which a family springs, ῥ. σπέρματος Id.O.2.46, cf. I.8(7).61, A.Ag.966, S.Aj.1178, etc.; so, race, family, A.Th.755 (lyr.), E.IT610, OGI383.31 (Nemrud Dagh, i B.C.), etc.; συκοφάντου . . σπέρμα καὶ ῥ. D.25.48; sect, party, Jul. Gal.106e; also ῥ. κακῶν E.Fr.912.11 (anap.); ἀρχὴ καὶ ῥ. παντὸς ἀγαθοῦ Epicur.Fr.409, cf. 1 Ep.Ti.6.10; πηγὴ καὶ ῥ. καλοκἀγαθίας Plu. 2.4c; ἀρχαὶ καὶ ῥ. γῆς καὶ θαλάττης Arist.Mete.353b1, etc.; cf. ῥίζωμα 11. 2 base, foundation, ῥ. πάντων καὶ βάσις ἁ γᾶ ἐρήρεισται Ti. Locr.97e, cf. Pl.Ti.81c; base of a vertical pillar, Procl.Hyp.3.23; τῶν λόφων Onos.10.6. 3 Math., root or base of a series, Anatolius ap.Theol.Ar.9. (Aeol. βρίζα (q.v.): cf. Goth. waúrts, Lat. radix.)
German (Pape)
[Seite 842] ἡ, die Wurzel; Hom. und Folgende; auch mannichfach übertr., z. B. die Wurzeln des Auges, Od. 9, 390; vgl. Eur. Herc. Fur. 933 u. Qu. Sm. l 2, 396; γαίης ἐν ῥίζῃσιν, Hes. O. 19; χθόνα δ' ἐκ πυθμένων αὐταῖς ῥίζαις πνεῦμα κραδαίνοι, Aesch. Prom. 1049; Alles, was wurzelartig von einem Stamme ausgeht, χθονὸς τρίτη, Pind. P. 9, 8, wo man die drei Erdtheile als Wurzeln des Festlandes betrachten soll; auch dasjenige, woraus, wie aus einer Wurzel, neue Entwickelungen hervorgehen, ἀστέων μελησίμβροτος, σπέρματος, P. 4, 15 Ol. 2, 46, vgl. . 7, 55; des Geschlechtes, γένους ἅπαντος ῥίζαν ἐξημημένος, Soph. Ai. 1157; ἀπ' εὐγενοῦς τινος ῥίζης πέφυκας, Eur. I. T. 610; sp. D., wie Ap. Rh. 4, 1642; Ὁμήρου, Ep. ad. 486 (Plan. 297); vgl. Antp. Sid. 44 (Plan. 298); ῥίζα πάντων καὶ βάσις τῶν ἄλλων, Tim. Locr. 97 e; τὴν κεφαλὴν καὶ ῥίζαν ἡμῶν, Plat. Tim. 90 b; Folgde; τριχός, Arist. H. A. 3, 11; auch ῥίζα τοῦ λόφου, Pol. 2, 66, 10, u. a. Sp.; des Meeres, Opp. Hal. 4, 544; πολέμου, Plut. Crass. 11.
Greek (Liddell-Scott)
ῥίζα: ης, ἡ· αἰτ. ῥίζην ἀντὶ τοῦ ῥίζαν Μάρκελλ. Σιδήτης 89 χάριν τοῦ μέτρου· (ἴδε κατωτ.)˙ - ῥίζα, Ὀδ. Κ. 304, Ψ. 196, Ἀττ.· ὡς φάρμακον, Ἰλ. Κ. 846· ῥ. ἐλατήριος, καθαρτικὸν φάρμακον, καθάρσιον, Foës Oecon. Hipp.˙ - ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., αἱ ῥίζαι, Ἰλ. Μ. 134, Ὀδ. Μ. 435, κτλ.· δένδρεα μακρὰ αὐτῇσι ῥίζῃσι Ἰλ. Ι. 542· ἐντεῦθεν 2) ἐπὶ πολλῶν μεταφορικῶν χρήσεων, π.χ. αἱ ῥίζαι τῶν ὀφθαλμῶν, Ὀδ. Ι. 390, πρβλ. Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 933˙ αἱ ῥίζαι ἢ τὰ θεμέλια τῆς γῆς, Ἡσ. Ἔργ. Κ. Ἡμ. 19˙ χθόνα ... αὐταῖς ῥίζαις πνεῦμα κραδαίνοι Αἰσχύλ. Πρ. 1047˙ ἰπούμενος ῥίζαισιν Αἰτναίαις ὕπο αὐτόθι 365˙ ἐπὶ πτερῶν, τριχῶν, κτλ., Πλάτ. Φαῖδρ. 251Β, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 11, 12˙ τῶν ὀδόντων, ὁ αὐτ. Π. Ζ. Γεν. 5. 8, 9˙ γαστρὸς ῥ. ὁ ὀμφαλὸς ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 13, 1, κτλ. 3) ἐκ ῥιζῶν ἀναιρεῖν, radicitus, Πλουτ. Πομπ. 21, Ἡρακλείδ. παρ’ Ἀθην. 523F˙ πρβλ. ῥιζόθεν, πρόρριζος. ΙΙ. τὸ ὡς ῥίζα ἀπὸ τοῦ αὐτοῦ πρέμνου φυόμενον, ὅθεν ὁ Πίνδαρος καλεῖ τὴν Λιβύην τρίτην ῥίζαν χθονός, θεωρῶν τὴν γῆν ὡς διῃρημένην εἰς τρεῖς ἠπείρους, Π. 9. 14. ΙΙΙ. ὡσαύτως, τὸ πρᾶγμα ἐξ οὗ ἄλλο τι φύεται ἢ παράγεται οἰονεὶ ἀπὸ ῥίζης, ἀστέων ῥίζα, ἐπὶ τῆς Κυρήνης ὡς τῆς μητρὸς ἢ ἀρχῆς τῆς Κυρηναϊκῆς πενταπόλεως, ὁ αὐτ. ἐν Π. 4. 26˙ ἡ ῥίζα ἢ ἀρχὴ ἐξ ἧς οἰκογένειά τις κατάγεται, Λατ. stirps, ῥ. Σπέρματος, γένους, κτλ., ὁ αὐτ. ἐν Ο. 2. 83, Ι. 8 (7). 123, Αἰσχύλ. Ἀγ. 966, Σοφ. Αἴ. 1178, κτλ.˙ ὅθεν, γένος, οἰκογένεια, Αἰσχύλ. Θήβ. 755, Εὐρ. Ι. Τ. 610, κτλ.˙ συκοφάντου ... σπέρμα καὶ ῥ. Δημ. 784. 28˙ ὡσαύτως, ῥ. κακῶν, ὡς τὸ τοῦ Οὐεργιλίου fons et origo mali, Εὐρ. Ἀποσπ. 904˙ 11˙ παντὸς ἀγαθοῦ Ποιητὴς παρ’ Ἀθην. 280 Α· καλοκαγαθίας Πλούτ. 2. 4Β· ἀρχαὶ καὶ ῥ. γῆς καὶ θαλάττης Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 1, 2, κτλ. πρβλ. ῥίζωμα ΙΙ. 2) θεμέλιον, ῥ. πάντων καὶ βάσεις ἀ γᾶ ἐρήρεισται Τίμ. Λοκρ. 97 Ε, πρβλ. Πλάτ. Τιμ. 81C. (Αἰολ. βρίσδα˙ -πρβλ. rad-ix· Γοτθ. vaurt-s· Ἀρχ. Γερμ. wurz-a (wurzel, wurtz)· παρ’ Ἄγγλοις root· ἴδε Κουρτ. ἀρ. 515).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
racine;
I. au propre ; particul. racine médicinale;
II. p. anal.
1 racine d’une chose (de l’œil, des cheveux, etc.), pied d’une montagne, fondement de la terre;
2 souche d’une famille ; race, famille;
3 source ou origine d’une chose (du bien, du mal, etc.).
Étymologie: p. *Ϝρίζα, cf. lat. radix, all. Würzel.
English (Autenrieth)
root; fig., of the eye, Od. 9.390.
English (Slater)
ῥίζα
1 root met. ὅθεν σπέρματος ἔχοντα ῥίζαν πρέπει τὸν Αἰνησιδάμου (O. 2.46) “φαμὶ γὰρ Ἐπάφοιο κόραν ἀστέων ῥίζαν φυτεύσεσθαι μελησίμβροτον” (v. Barrett, Hermes, 1954, 435̆{1}) (P. 4.15) νιν (= Κυράναν) πολυμήλου καὶ πολυκαρποτάτας θῆκε δέσποιναν χθονὸς ῥίζαν ἀπείρου τρίταν εὐήρατον θάλλοισαν οἰκεῖν (τρίτην μοῖραν τῆς ἠπείρου γῆς, τουτέστι τὴν Λιβύην Σ.) (P. 9.8) Ἀχιλεύς, οὖρος Αἰακιδᾶν, Αἴγιναν σφετέραν τε ῥίζαν πρόφαινεν (φησὶ τοὺς προγόνους Σ.) (I. 8.56) ζᾳ τε[ Παρθ. 2. 58.
Spanish
English (Strong)
apparently a primary word; a "root" (literally or figuratively): root.
Greek Monolingual
η / ῥίζα, ΝΑ, και ιων. τ. ῥίζη και αιολ. τ. βρίζα Α
1. βοτ. το κατά κανόνα υπόγειο τμήμα του σώματος ενός φυτού, κύριες λειτουργίες του οποίου είναι η στήριξη του φυτού, η πρόσληψη από το έδαφος νερού και των διαλυμένων σ' αυτό ανόργανων αλάτων, καθώς και η αγωγή τών στοιχείων αυτών στα υπέργεια τμήματά του
2. βάση, θεμέλιο
3. πρόποδες βουνού («στη ρίζα του βουνού σπηλιά»)
4. γένος, φύτρα, γενεαλογική γραμμή, συγγενική σειρά (α. «επιστροφή στις ρίζες» β. «γένους ἄπαντος ῥίζαν», Σοφ.)
5. πρώτη αρχή, πρώτο αίτιο ενός γεγονότος ή μιας κατάστασης (α. «πρέπει να χτυπηθεί το κακό στη ρίζα του» β. «πηγὴ καὶ ῥίζα καλοκἀγαθίας», Πλούτ.)
6. ανατ. το τμήμα ενός οργάνου από το οποίο αυτό εκπορεύεται ή που αποτελεί τη βάση που το συγκρατεί (α. «η ρίζα του δοντιού» β. «ἔχει δὲ πᾱσα θρὶξ ὑγρότητα πρὸς τῇ ῥίζῃ», Αριστοτ.)
νεοελλ.
1. γλωσσ. (στην παραδοσιακή γραμματική και στην ιστορική γλωσσολογία) το βασικό τμήμα μιας λέξης ή μιας ομάδας ομοειδών λέξεων που είναι φορέας της λεξικής σημασίας και το οποίο προκύπτει αν αφαιρεθούν τα προσφύματα και οι καταλήξεις
2. μαθ. α) κάθε αριθμός ή αλγεβρική έκφραση που επαληθεύει μια εξίσωση
β) αριθμός που όταν υψωθεί σε μια δύναμη δίνει έναν ορισμένο αριθμό
3. συνεκδ. φυτό, δέντρο («έχει 300 ρίζες ελιές»)
4. φρ. α) «πλευρική ρίζα»
βοτ. ρίζα που εκφύεται παράπλευρα από την κύρια ρίζα και σε αρκετή απόσταση από το ακρορρίζιο
β) «τετραγωνική ρίζα αριθμού»
μαθ. αριθμός που, πολλαπλασιαζόμενος με τον εαυτό του, δίνει τον δεδομένο αριθμό
γ) «κυβική ρίζα αριθμού»
μαθ. αριθμός που, όταν πολλαπλασιαστεί δύο φορές με τον εαυτό του, δίνει τον δεδομένο αριθμό
δ) «νιοστή ρίζα αριθμού»
μαθ. αριθμός που, όταν υψωθεί στη δύναμη ν, δίνει τον δεδομένο αριθμό
ε) «εξαγωγή ρίζας αριθμού»
μαθ. ο υπολογισμός της ρίζας ενός δεδομένου αριθμού
στ) «ελεύθερες ρίζες»
χημ. συμπλέγματα ατόμων, συνήθως τμήματα μορίων, τα οποία περιλαμβάνουν ένα τουλάχιστον ασύζευκτο ηλεκτρόνιο
ζ) «ρίζα του πηδαλίου» — το προς την πλώρη επίμηκες τεμάχιο του πηδαλίου που εκτείνεται σε όλο το μήκος του ποδοστήματος
αρχ.
1. διακλάδωση, απόσχισμα, παρακλάδι
2. πρωταρχικός πυρήνας από τον οποίο γεννιέται ή προέρχεται κάτι («ἀστέων ῥίζα», Πίνδ.)
3. φρ. «ἐλατήριος ῥίζα» — καθαρτική ρίζα, καθάρσιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ῥίζα (< Fρίδ-ja) ανάγεται σε ΙΕ ρίζα wrād- «βλαστός, ρίζα», με δυσερμήνευτο φωνηεντισμό -ι- (που οφείλεται πιθ. σε αντιπροσώπευση συνεσταλμένης βαθμίδας) και συνδέεται με τα λατ. rādix «ρίζα», αρχ. ισλδ. rōt «ρίζα» (πρβλ. αγγλ. root, γαλλ. racine), αρχ. άνω γερμ. wurz «φυτό, ρίζα» (πρβλ. γερμ. Wurzel). Στην ίδια ρίζα ανάγονται πιθ. και οι τ. ράδαμνος «βλαστός» και ράδιξ (βλ. και λ. ρόζος). Η λ., τέλος, μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή (πρβλ. wiriza).
ΠΑΡ. ριζηδόν, ριζικός, ριζίο(ν), ριζώ(νω)
αρχ.
ριζαίος, ρίζηθεν, ριζίας, ρίζινος, ριζίς, ριζόθεν, ριζόθι, ριζώδης
μσν.
ριζιμαίος
νεοελλ.
ριζίδιο, ριζιμιός, ριζίτης, ριζίτικος.
ΣΥΝΘ. (Α
συνθετικό) ριζάγρα, ριζοβόλος, ριζολογώ, ριζοτόμος, ριζοφάγος, ριζοφόρος, ριζοφυής, ριζόφυλλος, ριζωνύχιο(ν)
αρχ.
ριζοκέφαλος, ριζοπώλης, ριζοσύνετος, ριζοτροφώ, ριζούχος, ριζοφοίτητος, ριζόφυτος, ριζωνυχία, ριζωρύχος αρχ.-μσν. ριζοπαγής
μσν.
ριζορυκτης, ριζοτρυγώ, ριζοφύτευτος
μσν.- νεοελλ.
ριζοειδής, ριζολόγος
νεοελλ.
ριζαλγία, ριζάφτι, ριζοβελονιά, ριζόβιος, ριζοβλάστημα, ριζοβούνι, ριζόβραχο, ριζογένεση, ριζογλύφος, ριζοδόντι, ριζόκαστρο, ριζοκόπος, ριζοκτονία, ριζόμορφος, ριζόποδα, ριζοσπάστης, ριζοτομή, ριζοχώρι. (Β' συνθετικό) άρριζος, βαθύρριζος, βραχύρριζος, ευθύρριζος, λεπτόρριζος, μακρόρριζος, μεγαλόρριζος, ολιγόρριζος, παχύρριζος, πολύρριζος, πρόρριζος, πυκνόρριζος, σύρριζος, υπόρριζος
αρχ.
ασθενόρριζος, αυτόρριζος, γλυκύρριζος, εύρριζος, ισχυρόρριζος, κατάρριζος, κεφαλόρριζος, μονόρριζος, ολόρριζος, πρόσριζος, πρωτόρριζος, σαρκόρριζος, φλοιόρριζος
νεοελλ.
ακρόρριζος, κονδυλόρριζος].
Greek Monotonic
ῥίζα: -ης, ἡ,
I. 1. ρίζα, σε Ομήρ. Οδ., Αττ.· κυρίως απαντά στον πληθ., οι ρίζες, σε Όμηρ.
2. μεταφ., οι ρίζες του ματιού, σε Ομήρ. Οδ.· οι ρίζες ή τα θεμέλια της γης, σε Ησίοδ., Αισχύλ. κ.λπ.
3. ἐκῥιζῶν ἀναιρεῖν, Λατ. radicitus, σε Πλούτ.
II. οτιδήποτε φυτρώνει όπως η ρίζα από το κοτσάνι, απ' όπου και ο Πίνδαρος ονομάζει τη Λιβύη τρίτην ῥίζαν χθονός, θεωρώντας τη γη διαιρεμένη σε τρεις ηπείρους.
III. μεταφ., ρίζα ή αρχή καταγωγής μιας οικογένειας, Λατ. stirps, σε Πίνδ., Αισχύλ. κ.λπ.· απ' όπου· γένος, γενιά, οικογένεια, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ῥίζα: ἡ
1) корень (sc. ἐλαίης Hom.; τριχός Arst.);
2) целебный корень, зелье (ῥ. ὀδυνήφατον Hom.);
3) перен. корень, источник, начало (κακῶν Eur.; ῥ. γένους Soph.; καλοκἀγαθίας Plut.): ἐκ ῥιζῶν ἀναιρεῖν τι Plut. вырвать что-л. с корнем;
4) подошва, подножье (τοῦ λόφου Polyb.);
5) основание, основа (ῥ. πάντων καὶ βάσις Plat.);
6) перен. ствол, ветвь: ῥ. χθονός Pind. часть света, материк;
7) род или происхождение (εὐγενής Eur.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: root, also metaph. origin, stem, base (Il.).
Other forms: Aeol. βρίζα, βρίσδα).
Dialectal forms: Myc. wiriza \/wriza\/.
Compounds: Several compp., a.g. ῥιζο-τόμος m. root-cutter, -gatherer, herbalist, πολύ-ρριζος having many roots, rich in roots (Hp., Thphr.).
Derivatives: 1. ῥιζίον n. little root (Ar., Thphr.), pl. -έα (Nic., -εῖα Al. 265), prob. after ὀστέα beside (Dor.) ὀστία. 2. ῥιζίας m. (ὀπός) root juice (: καυλίας; Thphr.). 3. adj. ῥίζ-ώδης rootlike (Thphr., Hero), -ικός belonging to roots (Plu.), -ινος made of roots (PHolm.), -αῖος serving as a base (Sardes). 4. adv. ῥίζ-ηθεν (A. R.), -όθεν (Nic., Luc.) out of the root; -ηδόν in a rootlike way (Hld.). 5. verb ῥιζόομαι (ἐρρίζωται), -όω (-ῶσαι), also w. ἐν-, ἐκ-, κατα- a.o. to strike root, to root, to provide with roots, to affirm, to consolidate (Od.; cf. Schwyzer 731, Ure Class Quart. N. S. 5, 226f.) with ῥίζ-ωμα n. original ground, origin, rootworks (A., Emp., Thphr.; Porzig Satzinhalte 188f.), -ωσις f. striking root (Philol., Thphr. a.o.). -- On ῥίζα and compounds and derivv. extens. Strömberg Theophrastea 5 8 ff.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: From Aeol. βρίζα appears PGr. *Ϝρίδ-ι̯α, which differs in vocalism from Lat. rādīx = rād-ī-c-s (with enlarging -c- as e.g. in genetrī-x); in both cases we have a ι̯α-, resp. ī-deriv. of a noun, which is also found in Germ. and Celt.: ONorse rōt f. root from PGm. *u̯rōt-, IE *u̯rād-, which may be seen also in Lat. rād-īx (cf. below); beside it, with i-stem and zero grade Goth. waurts, OE wyrt, OHG MHG wurz herb, root, PGm. *u̯urt-i-, IE *u̯r̥d(-i)-; Celt., e.g. Welsh gwraidd coll. roots with ī-suffix but the root vocalism has not been explained. The Germ. and Celt. forms and ῥίζα cannot represent a weak- or reduced grade; in spite of Schwyzer 352 who wants to assume a vowel i representing a reduced grade. (Lat. rādīx, but not ONorse rōt, can represent IE *u̯rHd-, but in other forms there is no laryngeal.) So the foms cannot be explained as yet, and we must reckon with loans. (Vine UCLA Indo-European Studies I 1999, 5-30 does not solve the problem.) -- Toch. B witsako root remains to be explained (hypothesis by v. Windekens Lex. étym. s.v.). Further forms w. lit. in WP. 1, 288 Pok. 1167, W.-Hofmann s. rādīx. Cf. ῥάδαμνος, ῥάδιξ. Cf. also NGr. (Rhodos) ῥόζος root, a cross of ῥίζα and ὄζος branch (Hatzidakis Ἀθ. 29, 180ff.).
Middle Liddell
!ῥίζα, ης, ἡ,
I. a root, Od., attic: in pl. the roots, Hom.
2. metaph. the roots of the eye, Od.; the roots or foundations of the earth, Hes., Aesch., etc.
3. ἐκ ῥιζῶν, Lat. radicitus, Plut.
II. anything that grows like a root from one stem, whence Pindar calls Libya the τρίτη ῥίζα χθονός, considering the earth as divided into three continents.
III. metaph. the root or stock from which a family springs, Lat. stirps, Pind., Aesch., etc.; and so a race, family, Aesch., Eur., etc.