καίω

From LSJ
Revision as of 12:25, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καίω Medium diacritics: καίω Low diacritics: καίω Capitals: ΚΑΙΩ
Transliteration A: kaíō Transliteration B: kaiō Transliteration C: kaio Beta Code: kai/w

English (LSJ)

Att. κάω [ᾱ], impf.

   A ἔκαιον Od.9.553, Att. ἔκᾱον, Ep. καῖον Il. 21.343: fut. καύσω X.Cyr.5.4.21, (ἐπι-) Pl.Com.186.4, (κατα-) Ar. Lys.1218; also καύσομαι Id.Pl.1054: aor. 1 ἔκαυσα Id.Pax1088, Th. 7.80 (bis), Pl.Grg.456b, etc.; Ep. ἔκηα (certain Act. and Med. forms have κει- in codd. of Hom., v. infr.), ἔκηα Il.1.40, al.; 3sg. ἔκηε (ν) 22.170, 24.34, al.; unaugm. κῆεν 21.349; 3pl. ἔκηαν (v.l. ἔκειαν) Od.22.336; imper. κεῖον 21.176 codd.; 1pl. subj. κείομεν Il.7.333 (κατα-), 377, 396 (better attested than κήομεν); opt. κήαι, κήαιεν, 21.336, 24.38; inf. κῆαι Od.15.97 (v.l. κεῖαι), κατα-κῆαι 10.533, 11.46, κακκῆαι ib.74 (v.l. κακκεῖαι); part. κείαντες 9.231, 13.26, Att. κέαντες A.Ag.849, S.El.757, (ἐκ-) E.Rh.97, ἐκκέας Ar.Pax1133 (lyr.), ἐγκέαντι IG12.374.96,261: pf. κέκαυκα (κατα-, προσ-) X.HG6.5.37, Alex.124.3:—Med., aor. 1 ἐκαυσάμην (ἀν-) Hdt.1.202, 8.19; Ep. κείαντο, κειάμενοι, Il.9.88,234; κειάμενος Od.16.2, 23.51:—Pass., fut. καυθήσομαι Hp.Nat.Mul.107, (κατα-, ἐκ-) Ar.Nu.1505, Pl.R. 362a; late κᾰήσομαι 1 Ep.Cor.3.15: aor. 1 ἐκαύθην Hp.Epid.4.4, Int. 28, (κατ-) Hdt.1.19, Th.3.74; Ep. and Ion.aor. 2 ἐκάην [ᾰ] Il.9.212 (κατ-), Od.12.13, (δί-) Hp.Loc.Hom.40, (κατ-) Hdt.2.180; inf. καήμεναι Il.<*>3.210, καῆναι Parth.9.8: pf. κέκαυμαι E.Cyc.457, Th.4.34, etc., κέκαυσμαι Hp.Int.28; inf. κεκαῦσθαι Arist.Mete.343a9. (From κᾰϝ-yw.)    I kindle, πυρὰ πολλά Il.9.77; πῦρ κείαντες Od.9.231; πῦρ κῆαι 15.97, etc.:—Med., πῦρ κείαντο they lighted them a fire, Il.9.88, cf. 234, Od.16.2:—Pass., to be lighted, burn, πυραὶ νεκύων καίοντο Il.1.52; θεείου καιομένοιο 8.135; καιομένοιο πυρός 19.376, cf. Hdt.1.86, Ar.V.1372, etc.; φῶς πυρὸς καόμενον Pl.R.514b; αἱ φλόγες αἱ καιόμεναι… περὶ τὸν οὐρανόν the meteors which blaze, Arist.Mete.341b2; of ore, to be smelted, Id.HA552b10.    II set on fire, burn, μηρία, ὀστέα, Od.9.553, Hes.Th.557; νεκρούς Il.21.343; δένδρεα ib. 338:—Pass., νηυσὶν καιομένῃσιν 9.602.    2 make hot, of the sun, ἀνθρώπους Hdt.3.104: abs., ibid., Pl.Cra.413b; [Χείμαρρος] ἠελίῳ κεκαυμένος smelted, AP9.277 (Antiphil.).    3 of extreme cold, ἡ Χιὼν καίει τῶν κυνῶν τὰς ῥῖνας X.Cyn.8.2, cf. 6.26 (Pass.); κάειν λέγεται… τὸ ψυχρόν, οὐχ ὡς τὸ θερμόν Arist.Mete.382b8.    4 Pass., of fever-heat, τὰ ἐντὸς ἐκάετο Th.2.49: metaph., of passion, esp. of love, to be on fire, ἐν φρασὶ καιομένα Pi.P.4.219; κάομαι τὴν καρδίαν Ar.Lys.9; ἔρως… ὕβρει καόμενος Pl.Lg.783a; καίεσθαί τινος (sc. ἔρωτι) Hermesian.7.37, Charito 4.6, cf. Parth.14.2; also καομένη Ἑλλάς Greece being in a fever of excitement, Lys.33.7.    5 suffer from inflammation, ἐκαύθη ἔσω Hp.Epid.4.20, cf. 4.    III burn and destroy (in war), τέμνειν καὶ κ., κ. καὶ πορθεῖν, waste with fire and sword, X.HG4.2.15, 6.5.27.    IV of surgeons, cauterize, ὤμους Hp.Art.11:—in Pass., Id.Aph.6.60: abs., τέμνειν καὶ κάειν to use knife and cautery, Pl.Grg.480c,521e, X.An.5.8.18, etc.: rarely reversed, κέαντες ἢ τεμόντες A.Ag.849.    V burn or bake pottery, κανθάρους dub. in Phryn.Com.15.

German (Pape)

[Seite 1297] att. κάω, obwohl in den mss. häufiger καίω steht, fut. καύσω, aor. ἔκαυσα, ep. ἔκηα, κῆεν, Il. 21, 349, conj. κήομεν, 7, 377. 396, opt. κήαι, κήαιεν, 21, 336. 24, 38, inf. κῆαι, Od. 15, 97, im med. κήαντο, Il. 9, 88, κηάμενοι, 9, 234 (in der Od. steht bei Wolf κείαντες, 9, 231. 13, 26, imper. κεῖον, 21, 176, med. κειάμενος, 16, 2. 23, 54, wo Bekker κήαντες, κῆον, κηάμενος schreibt), auch att. κέας, Aesch. Ag. 849, κέαντες, Soph. El. 747, Herm. emend. für κείας, wie ἐκκέας Ar. Pax 1099 u. Eur. Rhes. 97, perf. κέκαυκα, Xen. Hell. 6, 5, 37 u. Alexis Ath. IX, 383 c, aor. pass. ἐκαύθην, Hom. ἐκάην; brennen, anbrennen, anzünden, πυρὰ πολλά Il. 9, 76, öfter; aor. I. med. für sich anbrennen, a. a. O.; gew. verbrennen, δένδρεα 21, 337, νεκρούς 21, 343; μηρί' ἔκαιον, beim Opfer, Od. 9, 553, wie καίουσ' ὀστέα λευκὰ θυηέντων ἐπὶ βωμῶν Hes. Th. 557; pass. verbrannt werden, brennen, πυραὶ νεκύων καίοντο θαμειαί Il. 1, 52, φλὸξ θεείου καιομένοιο 8, 135, wie σέλας καιομένοιο πυρός 19, 376; πυρὶ καιόμενος Pind. P. 3, 102, wie πυρὶ καυθεῖσα N. 10, 35; ἱερῶν καυθέντων κατὰ νόμον Plat. Legg. VII, 800 b; σβεννύναι τὸ καιόμενον πῦρ Her. 1, 86; ἐν ἀγορᾷ τοῖς θεοῖς δὰς καίεται Ar. Vesp. 1372; καομένων τῶν λαμπάδων Thesm. 280; von einem Gießbache, κεκαυμένος ἡλίῳ, ausgetrocknet, Antiphil. 31 (IX, 277). Uebertr., von der Kälte, wegen der ähnlichen Empfindung, die sie verursacht, ἡ χιὼν καίει τῶν κυνῶν τὰς ῥῖνας, er macht, daß die Nasen erfrieren, Xen. Cyn. 8, 2; Arist. Meteorl. 4, 5 ἐνίοτε γὰρ καὶ κάειν λέγεται καὶ θερμαίνειν τὸ ψυχρόν, οὐχ ὡς τὸ θερμόν, ἀλλὰ τῷ συνάγειν καὶ ἀντιπεριιστάναι τὸ θερμόν. Von Fieberhitze, Hippocr. – Sehr gew. ist die Vrbdg τέμνειν καὶ καίειν, als die beiden Hauptthätigkeiten der alten Aerzte, die sie bei Verwundungen anwandten; auch übertr. gebraucht, Plat. Gorg. 480 c 521 a Polit. 293 b; κέαντες ἢ τεμόντες πειρασόμεσθα πῆμ' ἀποτρέψαι νόσου Aesch. Ag. 823; οἱἰατροὶ τέμνουσι καὶ καίουσιν ἐπ' ἀγαθῷ Xen. An. 5, 8, 18; Mem. 1, 2, 54; Sp. – Uebertr. von Leidenschaften, wie Zorn, κάομαι τὴν καρδίαν Ar. Lys. 9; bes. von Liebe, ἐν φρεσὶ καιομέναν Pind. P. 4, 219; πόθος ἔκαυσέ με ἑταίρης Ep. ad. 11 (XII, 90); καίεσθαί τινος, von Liebe zu Einem entflammt sein, Hermesian. bei Ath. XIII, 598 a.

Greek (Liddell-Scott)

καίω: Ἀρχ. Ἀττ. κάω ᾱ, πρβλ. κλαίω: παρατ. ἔκαιον Ὀδ. Ι. 553, Ἀρχ. Ἀττ. ἔκᾱον, Ἐπικ. καῖον Ἰλ. Φ. 343, Ὀδ. Φ. 176 (διάφ. γραφ. κῆον, κεῖον, ὡς κατακειέμεν ἀντὶ κατακαιέμεν Ἰλ. Ζ. 408)· ― μέλλ. καύσω Ξεν. Κύρ. 5. 4, 21, (ἐπι-) Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 4, (κατα-) Ἀριστοφ. Λυσ. 1218· ὡσαύτως, καύσομαι ὁ αὐτ. ἐν Πλ. 1054: ― ὁμαλ. ἀόρ. α΄ ἔκαυσα ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 1088, Θουκ. 7. 80 (δίς), Πλάτ. κλ.· τὰ Ἀντίγραφα τοῦ Ὁμ. ποικίλλουσι μεταξὺ τοῦ ἔκηα καὶ ἔκεια (ὧν ὁ πρῶτος τύπος προτιμᾶται ὑπὸ τῶν νεωτέρων ἐκδοτῶν, ἴδε Spitzn. Excurs. xv ad IΙ., La Roche Text-Kritik, σ. 298), ἔκηα Ἰλ. Α. 40, κτλ., Ἐπικ. κῆεν Φ. 349: προστ. κῆον Ὀδ. Φ. 176· α΄ πληθ. ὑποτ. κήομεν Ἰλ. Ζ. 377, 396· εὐκτ. κήαι, κήαιεν, Φ. 336, Ω. 38· ἀπαρ. κῆαι Ὀδ. Ο. 97· μέσ.: ― κήαντο, κηάμενοι Ἰλ. Ι. 88, 234· κηάμενος Ὀδ. Π. 2, Ψ. 51· οἱ Ἀττ. ποιηταὶ ἔχουσι καὶ μετοχ. κέας, κέαντες, Αἰσχύλ. Ἀγ. 849, Σοφ. Ἠλ. 757· ἐκκέας Εὐρ. Ρῆσ. 97, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1133: ― πρκμ. κέκαυκα (κατα-, προσ-) Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 37, Ἄλεξις ἐν «Λέβητι» 5. ― Μέσ., ἀόρ. α΄ ἐκαυσάμην (ἀν-) Ἡρόδ. 1. 202., 8. 19· Ἐπικ. κήαντο Ἰλ. Ι. 88: ― Παθ., μέλ. καυθήσομαι Ἱππ. 586. 12, (κατα-, ἐκ-) Ἀριστοφ. Νεφ. 1505, Πλάτ.· μεταγεν. κᾰήσομαι Α΄ Ἐπιστ. π. Κορ. γ΄ 15, Χρησμ. Σιβυλλ. 3. 507: ― ἀόρ. ἐκαύθην Ἱππ. 1120Ε, (κατ-) Ἡρόδ., Θουκ.· Ἐπικ. ἐκάην ᾰ Ἰλ. Ι. 212, Ὀδ. Μ. 13, (κατ-) Ἡρόδ., ἀπαρ. καήμεναι Ἰλ. Ψ. 280: ― πρκμ. κέκαυμαι Εὐρ. Κύκλ. 457, Θουκ., κλ., ἀπαρ. κεκαῦσθαι Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 6, 5. (Τὸ ι ἐν τῷ καίῳ ἀντικατέστησε τὸ ϝ (ἴδε ἐν λ. κλαίω) τῆς √ΚΑΥ ἢ ΚΑϜ, ὅπερ ἀναφαίνεται ἐν τῷ μέλλ. καύσω, ἐν τῇ λέξει καῦμα, κτλ.· πρβλ. Γοτθ. hai-s (λαμπάς), hau-ri (ἄνθραξ), hei-to (πυρετός)· Ἀρχ. Σκανδιν. hi-ti, Ἀγγλο-Σαξον. hœ-tu (Ἀγγλ. heat),κτλ· ἀλλ’ ὁ Κούρτ. δὲν παραδέχεται σχέσιν πρὸς τὸ Σανσκρ. ←ush (siccescere),) Ι. ἀνάπτω, πυρὰ πολλὰ Ἰλ. Ι. 77· πῦρ κήαντες Ὀδ. Ι. 231· πῦρ κῆαι Ο. 97, κτλ.· καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, πῦρ κήαντο, Ἰλ. Ι. 88, πρβλ. 234, Ὀδ. Π. 2: - Παθ., καίομαι, πυραὶ νεκύων καίοντο Ἰλ. Α. 52· θεείου καιομένοιο Θ. 135· καιομένοιο πυρὸς Τ. 376, κτλ.· οὕτως, Ἡρόδ. 1. 86, Ἀριστοφ. Σφ. 1372, κτλ.. φῶς πυρὸς καιόμενον Πλάτ. 514Β· αἱ φλόγες αἱ καιόμεναι... περὶ τὸν οὐρανόν, τὰ ἀναφλεγόμενα μετέωρα, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 4, 1· ἐπὶ μεταλλούχου οὐσίας, τήκομαι, χωνεύομαι, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19, 24. ΙΙ. θέτω εἰς τὸ πῦρ, καίω, μηρία, ὀστέα Ὀδ. Ι. 553, Ἡσ. Θ. 457· νεκροὺς Ἰλ. Φ. 343· δένδρεα, ὕλην αὐτόθι 357, κτλ. - Παθ., νηυσὶν καιομένῃσιν Ἰλ. Ι. 602. 2) καίω, ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Ἡρόδ. 3. 104, Πλάτ. Κρατ. 413Β· χείμαρρος ἡελίῳ κεκαυμένος, ἀπεξηραμμένος ὑπὸ τοῦ ἡλίου, Ἀνθ. Π. 9. 277. 3) ἐπὶ μεγάλου, δεινοῦ ψύχους ὡς καὶ νῦν (τὸ τοῦ Οὐεργιλίου penetrabile frigus adurit) ἡ χιὼν καίει τῶν κυνῶν τὰς ῥῖνας Ξεν. Κυν. 8, 2, πρβλ. 6, 26· καίειν λέγεται... τὸ ψυχρόν, οὐχ ὡς τὸ θερμόν, κτλ., Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 5, 5. 4) Παθ., ἐπὶ τῆς θέρμης τοῦ πυρετοῦ», ὡς τὸ Λατ. uri, φλέγομαι, καταξηραίνομαι, «στεγνώνω», τὰ ἐντὸς ἐκάετο Θουκ. 2. 49· μεταφ., ἐπὶ πάθους, ἰδίως ἐρωτικοῦ, ἐν φρασὶ καιομέναν Πινδ. Π. 4. 390· κάομαι τὴν καρδίαν Ἀριστοφ. Λυσ. 8· καομένη Ἑλλάς, εὑρισκομένη ἐν καταστάσει ἐξάψεως, ἐρεθισμοῦ, Λυσίας 914. 22· ἔρως... ὕβρει καόμενος Πλάτ. Νόμ. 783Α· καίεσθαί τινος ἔρωτι Ἑρμησιάναξ 5. 37, πρβλ. Παρθέν. 14. ΙΙΙ. καίω καὶ καταστρέφω (ἐν πολέμῳ), τέμνειν καὶ κ., καίειν καὶ πορθεῖν, καταστρέφειν καὶ ἐρημοῦν διὰ πυρὸς καὶ σιδήρου, Ξεν. Ἑλλ. 4. 2, 15., 6. 5, 27. IV. ἐπὶ χειρουργοῦ, καυτηριάζω, τι Ἱππ. π. Ἄρθρ. 787· ἐν τῷ Παθ. τύπῳ, ὁ αὐτ. ἐν Ἀφ. 1258· ἀπολ., τέμνω καὶ κάω, κάμνω ἐγχείρησιν καὶ καυτηρίασιν, Πλάτ. Γοργ. 480C, 521Ε, Ξεν. Ἀν. 5. 8, 18, κτλ.· σπανίως ἀντιστρόφως, κέαντες ἢ τεμόντες, ἀλλ’ οὕτω σημαίνει: ποιήσαντες ἤτοι τὸ ἓν ἢ τὸ ἄλλο, οὐχὶ δὲ ἀμφότερα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 849· ἴδε ἐν λ. τέμνω Ι. 5. V. καίω ἢ «ψήνω» (ἐν καμίνῳ) πήλινα σκεύη, ἔκαεν οἴνου κανθάρους, «ἔψηνε κρασοπότηρα», Φρύν. Κωμ. ἐν «Κωμασταῖς» 1.

French (Bailly abrégé)

impf. ἔκαιον, att. ἔκαον, f. καύσω, ao. ἔκαυσα, pf. inus.
Pass. f. καυθήσομαι, ao. ἐκαύθην, ao.2 ἐκάην, pf. κέκαυμαι, pqp. ἐκεκαύμην;
1 allumer : πῦρ IL, OD du feu ; σέλας καιομένοιο πυρός IL la lueur du feu qui brûle ; πυραὶ νεκύων καίοντο IL les bûchers des morts étaient allumés;
2 faire brûler, consumer par le feu, acc.;
3 brûler en parl. du soleil, de la fièvre;
4 fig. consumer (d’amour, de colère, etc.);
Moy. καίομαι (f. καύσομαι, ao. épq. κηάμην) allumer pour soi : πῦρ IL, OD du feu.
Étymologie: Deux thèmes : καυ- pour καϜ-, d’où les formes en καυ-, κα- ou κη-, et κευ- pour κεϜ-, d’où les formes en κε-, κει-, de la R. ΚαϜ-, brûler.

English (Autenrieth)

inf. καιέμεν, ipf. καῖον, aor. ἔκηα, opt. 3 sing. κήαι, 3 pl. κήαιεν, subj. 1 pl. κήομεν, inf. κῆαι, imp. κῆον, part. κήαντες, pass. pres. καίεται, ipf. 2 sing. καίεο, aor. (ἐ)κάη, inf. καήμεναι, mid. aor. κήαντο, part. κηάμενος: burn, consume, mid., for oneself, Il. 9.88, , Od. 16.2; pass., burn, burn up.

English (Slater)

καίω (med. & pass. καιόμενος, -οιο; -ένα, -έναν: impf. ἐκαίοντ: aor. pass. καυθείσᾳ.)
   1 burn
   a trans., pass. ὦρσεν πυρὶ καιόμενος ἐκ Δαναῶν γόον (sc. Ἀχιλλεύς) (P. 3.102) γαίᾳ δὲ καυθείσᾳ πυρὶ καρπὸς ἐλαίας ἔμολεν Ἥρας τὸν εὐάνορα λαὸν ἐν ἀγγέων ἕρκεσιν παμποικίλοις in earthenware jars (N. 10.35)
   b intrans., med. καιομένα δ' αὐτῷ διέφαινε πυρά (P. 3.44) καιομένοιο πυρός (P. 4.225) ἅμα δ' ἐκαίοντ ἐρῆμοι (sc. Ἀφαρητίδαι, killed by Zeus' thunderbolt: δὲ κέοντ codd., corr. Boeckh) (N. 10.72) met., of passion, αὐτὰν ἐν φρασὶ καιομέναν sc. Μήδειαν (P. 4.219)

Spanish

quemar, encender

English (Strong)

apparently a primary verb; to set on fire, i.e. kindle or (by implication) consume: burn, light.

English (Thayer)

(Vanicek, p. 98); passive, present καίομαι; perfect participle κεκαυμενος; 1future καυθήσομαι (Tdf., where R G L Tr give the solecistic future subjunctive καυθήσωμαι, on which cf. Lob. ad Phryn., p. 720f; Winer s Grammar, § 13,1e.; Buttmann, 35f (31)); (Sophocles Lexicon, Introduction, p. 40; WH s Appendix, p. 172; Tdf Proleg., p. 122. WH text, Lachmann's stereotypeed edition read καυχήσωμαι (with א A B etc.); on this reading see WH s Appendix, ad loc.; A. W. Tyler in Bib. Sacr. for July 1873, p. 502 f; cf. Scrivener, Introduction, etc., p. 629f; Tregelles, Printed Text etc., p. 191 f; Tdf. ad loc.); the Sept. for בִּעֵר, שָׂרַף etc.; (from Homer down);
1. to set fire to, light: λύχνον, καιόμενος, burning, πυρί added, λύχνος καιόμενος, a light showing the right way, ἡ καρδία ἦν καιομένη was glowing, burning, i. e. was greatly moved, Winer s Grammar, § 45,5; Buttmann, § 144,28).
2. to burn, consume with fire: passive, πυρί added (cf. igni cremare, Caesar b. g. 1,4), G Tr for R L T WH κατακαίεται. (Compare: ἐκκαίω, κατακαίω.)

Greek Monolingual

και καίγω και κάβω και κάβγω (AM καίω, Α και αττ. τ. κάω)
1. βάζω φωτιά σε κάτι, καταστρέφω κάτι με φωτιά, αποτεφρώνω, απανθρακώνωκαίω ξύλα»)
2. εκπέμπω μεγάλη θερμοκρασίασήμερα καίει πολύ ο ήλιος»)
3. πυρπολώ («οι μπουρλοτιέρηδες έκαψαν την τουρκική αρμάδα»)
4. καυτηριάζω
5. με ισχυρή εξωτερική επενέργεια καταστρέφω τα συστατικά ενός πράγματος, νεκρώνω, απονεκρώνω («η παγωνιά έκαψε τα λιόδεντρα»)
6. προκαλώ σφοδρό πάθος
7. έχω πυρετό («καίω ολόκληρος»)
νεοελλ.
1. ζεματίζω
2. προξενώ φλεγμονή
3. φλέγομαι, φλογίζομαι, είμαι διάπυρος
4. καταδικάζω («τους έκαψε η μοίρα τους»)
5. είμαι εκτεθειμένος σε κίνδυνο, βρίσκομαι σε επισφαλή θέση (α. «αν το μάθει ο πατέρας μου κάηκα» β. «αν δεν επιστρέψω το δάνειο είμαι καμένος»)
7. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κα(η)μένος, -η, -ο
α) ταλαιπωρημένος, κακοπαθημένος
β) (σε εκφράσεις θωπείας) συμπαθητικός («το καημένο το γατάκι»)
8. παθ. μτφ. (για τυχερά παιγνίδια) καίγομαι
α) χάνω το παιχνίδι, δεν κερδίζω («τράβηξα μεγάλο χαρτί και κάηκα»)
β) (για ηλεκτρ. συσκευή) παθαίνω βραχυκύκλωμα («το πλυντήριο κάηκε»)
9. φρ. α) «καίγεται η καρδιά μου» — θλίβομαι, λυπάμαι
β) «καρφί ή καρφάκι δεν μου καίγεται» — δεν ενδιαφέρομαι καθόλου
γ) «μ' έκαψες που να σέ κάψει ο θεός» — για κατάρα
10. παροιμ. «καίει και δεν καπνίζει» — για δόλιο και ύπουλο άνθρωπο
(νεοελλ.-μσν.)
1. μέσ. καίγομαι
λυπάμαι υπερβολικά, έχω βαθύτατη θλίψη
2. (μτχ. παρακμ.) καημένος, -η, -ο(ν)
ταλαίπωρος αξιολύπητος
μσν.
1. μέσ. εξαφανίζομαι
2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) κα(η)μένος, -η, -ον
α) κατεστραμμένος, β) ερεθισμένος
(μσν.-αρχ.)
λειώνω, τήκομαι
αρχ.
1. ψήνω πήλινα σκεύω σε καμίνι
2. παθ. καίομαι
υποφέρω από φλόγωση, παθαίνω φλεγμονή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η ύπαρξη αφ' ενός μεν τών τύπων καίω (< καF-υω), καῦμα, καῦσος κ.λπ. αφ' ετέρου δε του αορ. ἔκηα (< -κηF-α) καθώς και τών κηώδης «αρωματικός» από το αρωματικό ξύλο που έκαιαν (< κηF-ώδης), κηύα «θυσιαζόμενα ζώα που καίονται», οδηγεί στην αναγωγή τών τ. της δεύτερης ομάδας < κηF- σε απαθή βαθμίδα ΙΕ ρίζας qēu- «ανάβω, καίω», στής οποίας τη συνεσταλμένη βαθμίδα ( qәu-) ανάγονται οι τ. της πρώτης ομάδας < καF-. Οι μόνοι τ. που πιθ. συνδέονται με τους ελληνικούς είναι το λεττον. kũλα «ξερό χορτάρι» και τα λιθουαν. kũles «καλαμιά τών δημητριακών» και kũleti «καίομαι», οι οποίοι ανάγονται πιθ. στη μηδενισμένη βαθμίδα qu- της ΙΕ ρίζας.
ΠΑΡ. καύμα, καύσις, καύσος, καυ-(σ)τήρ, καυ(σ)τός, καύσων
αρχ.
καυθμός, καυμός, καύστης, καύστις, καύστρα
νεοελλ.
καύτρα.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) διακαίω, εγκαίω, εκκαίω, υπεκκαίω, υποκαίω
αρχ.
αντεκκαίω, επικαίω, επικατακαίω, παρακαίω, προδιακαίω, προεκκαίω προκαίω, προκατακαίω, προσανακαίω, προσεκκαίω, προσεπιδιακαίω, συνδιακαίω, συνεγκαίω, συνεκκαίω, συνεπικαίω, υπερκαίω
νεοελλ.
αποκαίω, κατακαίω, κουφοκαίω, κρυφοκαίω, μισοκαίω, σιγοκαίω, φωτοκαίω].

Greek Monotonic

καίω: αρχ. Αττ. κάω [ᾱ], παρατ. ἔκαιον, αρχ. Αττ. ἔκᾱον, Επικ. καῖον· μέλ. καύσω και καύσομαι, αόρ. αʹ ἔκαυσα, Επικ. ἔκηα ή ἔκεια και χωρίς αύξηση κῆα, προστ. κῆον, αʹ πληθ. υποτ. κήομεν· ευκτ. κήαι, κήαιεν· απαρ. κῆαι· Αττ. μτχ. κέας, κέαντες· παρακ. κέκαυκα — Μέσ., αόρ. αʹ ἐκαυσάμην, Επικ. γʹ πληθ. κήαντο — Παθ., μέλ. βʹ κᾰήσομαι, αόρ. αʹ ἐκαύθην, αόρ. βʹ ἐκάην [ᾰ], Επικ. απαρ. καήμεναι· παρακ. κέκαυμαι·
I. ανάβω, βάζω φωτιά, πυρὰ πολλά, σε Ομήρ. Ιλ.· πῦρ κῆαι, σε Ομήρ. Οδ. — Μέσ., πῦρ κήαντο, τους άναψαν φωτιά, σε Όμηρ. — Παθ., καίγομαι, φλέγομαι, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.
II. 1. βάζω φωτιά, ανάβω, καίω ολοσχερώς, πυρπολώ, σε Όμηρ.
2. καίω, καψαλίζω, κοκκινίζω, ξηραίνω, λέγεται για τον ήλιο, σε Ηρόδ.· επίσης λέγεται για υπερβολικό ψύχος, το penetrabile frigus aduritτου Βιργ., σε Ξεν.
3. Παθ., λέγεται για την θέρμη του πυρετού, φλέγομαι, σε Θουκ.· μεταφ., χρησιμοποιείται για το ερωτικό πάθος, σε Πίνδ. κ.λπ.
III. πυρπολώ και καταστρέφω (στον πόλεμο), τέμνειν καὶκ., κ. καὶ πορθεῖν, καταστρέφω και ερημώνω μέσω φωτιάς και ξίφους, σε Ξεν.
IV. λέγεται για χειρουργούς, καυτηριάζω, τέμνειν καὶ κάειν, χρησιμοποιώ νυστέρι και καυτηριασμό, σε Πλάτ., Ξεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καίω Ion. en later voor κάω.

Russian (Dvoretsky)

καίω: реже κάω (ᾱ) (impf. ἔκαιον - атт. [[ἔκαον |ἔκᾱον]], fut. καύσω, aor. ἔκαυσα; pass.: fut. καυθήσομαι, aor. ἐκαύθην, aor. 2 ἐκάην, pf. κέκαυμαι, ppf. ἐκεκαύμην)
1) (тж. κ. πυρί NT) зажигать, жечь (πυρὰ πολλά Hom.; λύχνον NT): φλὸξ θεείου καιομένοιο Hom. пламя горящей серы; καομένων τῶν λαμπάδων Arph. (дым) от горящих лампад;
2) жечь, сжигать (δένδρεα, νεκρούς Hom.);
3) сжигать в жертву (μηρία Hom.; ὀστέα λευκά Hes.);
4) жечь, уничтожать огнем: τέμνειν καὶ κ. или κ. καὶ πορθεῖν Xen. уничтожать огнем и мечом;
5) обжигать: ἡ ἡμέρη καίει τοὺς ἀνθρώπους Her. дневная жара обжигает людей; ἐνίοτε καὶ κ. λέγεται καὶ θερμαίνειν τὸ ψυχρόν Arst. иногда говорится, что холод обжигает и согревает;
6) мед. прижигать (τέμνειν καὶ κ. Plat.);
7) опалять, делать загорелым, pass. загорать (ὑπὸ τοῦ ἡλίου Arst.);
8) жечь как огнем: τὰ ἐντὸς ἐκάετο Thuc. (у больных) внутренности жгло как огнем; κάομαι τὴν καρδίαν Arph. у меня сердце в огне, я горю (от негодования);
9) растоплять, плавить (ἡ χαλκῖτις λίθος καίεται Arst.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: kindle, midd. pass. burn (Il.).
Other forms: Att. κάω, aor. καῦσαι, ep. (also Att. inscr. IG 12, 374, 96; 261) κῆαι, pass. καῆναι (ep. ion.), καυθῆναι, fut. καύσω, perf. κέκαυκα, κέκαυ(σ)μαι (IA.),
Dialectal forms: Myc. apu-kekaumeno; pukawo \/purkawos\/
Compounds: often with prefix, e. g. δια-, ἐκ-, κατα-, ὑπο-,
Derivatives: -1. καῦμα fire, heat, glow (Il.) with καυματ-ώδης (Hp., Arist.), -ηρός (Str.), -ίας (Thphr.; of the sun) burning, glowing, καυματίζω burn, singe (NT, Plu., Arr.). - 2. καῦσις (ἔγκαυσις etc.) burning (IA.) with (ἐγ-, κατα-)καύσιμος inflamable (Pl., X.; cf. Arbenz Die Adj. auf -ιμος 49f.). - 3. καῦσος m. causus, bilious remittent fever etc. (Hp., Arist.), from καῦσαι or rather with σο-suffix (Solmsen Wortforsch. 244, Strömberg Wortstudien 87f., Schwyzer 516); from there καυσία Macedonian hat against the sun, καύσων id., also heat, hot wind etc. (LXX, NT, medic.; cf. Leumann Sprache 1, 207 n. 13), καυσώδης burning, hot (Hp., Thphr.), καυσόομαι, -όω have causus, burn: heaten (medic., NT, pap.) with καύσωμα heating (Gal.). - 4. καυ(σ)τήρ m. burner, burning iron (Pi., Hp.), f. fen. καυστειρῆς adjunct of μάχης (Il.), καμίνου (Nic.), from *καύστειρα (Schwyzer 474, Chantraine Gramm. hom. 1, 192; note the switching accent); καυτήριον branding iron, brand (LXX, D. S., Str.), dimin. καυτηρίδιον (Gal.), denomin. verb καυτηριάζω brand (Str., NT). - 5. καύστης m. heater etc. (pap.). - 6. καύστρα f. place where corpses were burnt (Str., inscr.). - 7. καυστικός, rare καυτ- burning, inflamable (Arist.). - 8. καυθμός scorching (of trees), firewood (Thphr., pap.). - Of the compp., e. g. ἔγκαυ-μα, -σις, -(σ)τής, -στήριον, -στον (> Lat. encaustum; the red purple with which the Roman emperors signed, from where Fr. encre); ὑπόκαυ-σις, -στης, -στήριον, -στρα a. u. - Beside these formations there are older ones, of which the connection with καίω became less clear because of phonetic developments: κᾶλον wood, κηλέος burning, blazing, κηώδης, κηώεις smelling, κηυα meaning uncertain; πυρκαιά, πυρκαίη, adj. -ιός s. vv.
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [595] *keh₂u- burn
Etymology: As καίω may stand for *κάϜ-ι̯ω (from where Att. κάω; Schwyzer 265f.), all forms go back on καυ-, καϜ- except ἔ-κη-α for *ἔ-κηϜ-α (often written with false -ει- in κείαντο etc.; Chantraine Gramm. hom. 1 , 9; Att. κέαντος with metathesis). In *ἔ-κηϜ-α an old fullgrade root aorist is maintained (Schwyzer 745; prob. not from *ἔ-κηυ-σ-α); the full grade also in ep. κηλέος, κηώδης, and in Delph. κηυα, which shows a PGr. κηϜ- beside καϜ-. - Only Baltic gives a possible connection in Lith. kū̃lės Brandpilze, Flugbrand, Staubbrand des Getreides, kūlé̇ti brandig werden, Latv. kũla old, dry, grass of last year (cf. Fraenkel Wb. s. v.); IE. zero grade kū- (< *kuH-) beside fullgr. *keh₂us- in ἔ-κηϜ-α, zero grade *kh₂u̯- in *κάϜ-ι̯ω, καῦ-μα. Of course rather unncertain.

Middle Liddell


I. to light, kindle, πυρὰ πολλά Il.; πῦρ κῆαι Od.; Mid., πῦρ κήαντο they lighted them a fire, Hom.:—Pass. to be lighted, to burn, Il., Hdt., etc.
II. to set on fire, burn up, burn, Hom.
2. to burn, scorch, of the sun, Hdt.:—also of extreme cold (as Virg. penetrabile frigus adurit), Xen.
3. Pass., of fever-heat, to be burnt or parched up, Thuc.: metaph. of passion, Pind., etc.
III. to burn and destroy (in war), τέμνειν καὶ κ., κ. καὶ πορθεῖν to waste with fire and sword, Xen.
IV. of surgeons, to cauterise, τέμνειν καὶ κάειν to use knife and cautery, Plat., Xen.

Frisk Etymology German

καίω: (seit Il.),
{kaíō}
Forms: att. κάω, Aor. καῦσαι, ep. poet. (auch att. Inschr. IG 12, 374, 96; 261) κῆαι, Pass. καῆναι (ep. ion.), καυθῆναι, Fut. καύσω, Perf. κέκαυκα, κέκαυ(σ)μαι (ion. att.),
Grammar: v.
Meaning: anzünden, anbrennen, Med. Pass. brennen.
Composita : oft mit Präfix, z. B. δια-, ἐκ-, κατα-, ὑπο-,
Derivative: Zahlreiche Ableitungen: 1. καῦμα Brand, Hitze, Glut (seit Il.) mit καυματώδης (Hp., Arist. u. a.), -ηρός (Str.), -ίας (Thphr.; von der Sonne) brennend, glühend, καυματίζω brennen, sengen (NT, Plu., Arr. u. a.). — 2. καῦσις (ἔγκαυσις usw.) das Brennen (ion. att.) mit (ἐγ-, κατα-)καύσιμος brennbar (Pl., X. u. a.; vgl. Arbenz Die Adj. auf -ιμος 49f.). — 3. καῦσος m. Brennfieber (Hp., Arist. u. a.), von καῦσαι oder mit σο-Suffix (Solmsen Wortforsch. 244, Strömberg Wortstudien 87f. m. Lit., Schwyzer 516); davon καύσων ib., auch Hitze, heißer Wind (LXX, NT, Mediz. u. a.; vgl. Leumann Sprache 1, 207 A. 13), καυσώδης brennend, heiß (Hp., Thphr. usw.), καυσόομαι, -όω ‘Brennfieber haben, brennen: erhitzen’ (Mediz., NT, Pap.) mit καύσωμα Erhitzung (Gal.). — 4. καυ(σ)τήρ m. Verbrenner, Brenneisen (Pi., Hp. u. a.), f. Gen. καυστειρῆς Beiwort von μάχης (Il.), καμίνου (Nik.), von *καύστειρα (Schwyzer 474 m. Lit., Chantraine Gramm. hom. 1, 192); καυτήριον Brenneisen, Brandmarke (LXX, D. S., Str. usw.), Deminutivum καυτηρίδιον (Gal.), denominatives Verb καυτηριάζω brandmarken (Str., NT). — 5. καύστης m. Heizer (Pap. u. a.). — 6. καύστρα f. Feuerbestattungsplatz (Str., Inschr.). — 7. καυστικός, selten καυτ- brennend, brennbar (Arist. u. a.). — 8. καυθμός Brand an Gewächsen, Brennholz (Thphr., Pap.). — Von den Kompp., z. B. ἔγκαυμα, -σις, -(σ)τής, -στήριον, -στον (> lat. encaustum); ὑπόκαυσις, -στης, -στήριον, -στρα u. a. — Neben diesen Bildungen stehen andere älteren Datums, bei denen der Zusammenhang mit καίω wegen der Lautentwicklung mehr oder weniger verdunkelt worden ist: κᾶλον Holz, κηλέος brennend, lodernd, κηώδης, κηώεις duftend, κηυα Bed. unsicher; s. bes.
Etymology : Da καίω für *κάϝι̯ω (woraus att. κάω; Schwyzer 265f.) stehen kann, gehen alle Formen auf καυ-, καϝ- zurück mit Ausnahme von ἔκηα für *ἔκηϝα (oft mit falschem -ει- geschrieben in κείαντο usw.; Chantraine Gramm. hom. 1 , 9 m. Lit.; att. κέαντος mit Metathese). In *ἔκηϝα ist ein alter hochstufiger Wurzelaorist erhalten (Schwyzer 745 m. weiteren Einzelheiten; wahrscheinlich nicht aus *ἔκηυσ-α); die Hochstufe vertreten noch ep. κηλέος, κηώδης, außerdem delph. κηυα, wodurch sich ein urgr. κηϝ- neben καϝ- ergibt. — Nur das Baltische liefert eine mögliche Anknüpfung in lit. kū̃lės Brandpilze, Flugbrand, Staubbrand des Getreides, kūlė́ti brandig werden, lett. kũla altes, dürres, vorjähriges Gras (vgl. Fraenkel Wb. s. v.); idg. schwundstufiges - neben hochstuf. qēu̯- in ἔκηϝα, schwachstuf. qəu̯- in *κάϝι̯ω, καῦμα.
Page 1,756-757

Chinese

原文音譯:ka⋯w 開哦
詞類次數:動詞(12)
原文字根:燃燒 相當於: (שָׂרַף‎)
字義溯源:燒*,燒著,點著,點(火),焰,火熱,燃起,焚燒。參讀 (ἀνάπτω)同義字
同源字:1) (ἐκκαίω)強烈的著火 2) (καίω)燒 3) (κατακαίω)焚毀 4) (καῦμα)燒傷 5) (καυματίζω / καυματόω)燃燒 6) (καῦσις)在燃燒 7) (καυσόω)放火燒 8) (καύσων)強烈閃光 9) (καυστηριάζω / καυτηριάζω)打烙印 10) (ὁλοκαύτωμα)完全燒盡的祭物
出現次數:總共(12);太(1);路(2);約(2);林前(1);來(1);啓(5)
譯字彙編
1) 燒著的(3) 來12:18; 啓8:8; 啓8:10;
2) 點著(3) 路12:35; 約5:35; 啓4:5;
3) 燒著(2) 啓19:20; 啓21:8;
4) 被焚燒(1) 林前13:3;
5) 燒了(1) 約15:6;
6) 火熱的(1) 路24:32;
7) 人點(1) 太5:15