ὁδός

From LSJ
Revision as of 20:00, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut

Menander, Monostichoi, 515
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁδός Medium diacritics: ὁδός Low diacritics: οδός Capitals: ΟΔΟΣ
Transliteration A: hodós Transliteration B: hodos Transliteration C: odos Beta Code: o(do/s

English (LSJ)

ἡ (οὐδός once in Hom., Od.17.196):    I of Place, way, road, Il.12.168, 16.374, IG12.878, al. ; ἱππηλασίη ὁ. Il.7.340 ; λαοφόρος 15.682 ; ὁ. ἁμαξιτός Pi.N.6.54 ; ὁ. ἱερά, to Eleusis, Paus.1.36.3, cf. IG12.881 ; βασιλικὴ ὁ. PPetr.3p.65 (iii B.C.), PSI8.917.8 (i A. D.) ; ποταμοῦ ὁ. course, channel of a river, X.Cyr.7.5.16 ; ὁ. ἀκοντίου Antipho 3.4.5 : with expression of the direction, ὁδὸς ἐς . . Od. 22.128 ; ἡ ὁ. ἡ εἰς ἄστυ Pl.Smp.173b ; ἐπί . . Id.Phdr.272c ; τὴν εὐθὺς Ἄργους . . ὁ. leading straight to Argos, E.Hipp.1197 ; τῆς ἀληθείας ὁ. the way to truth, Id.Fr.289 ; cf. νόστος 1.1.    2 with Preps., πρὸ ὁδοῦ further on the way, forwards, Il.4.382 (cf. φροῦδος) ; later, = προὔργου, profitable, useful, πρὸ ὁ. εἶναι πρός τι to be helpful towards... Arist.Cael.292b9, cf. Metaph.1044a24 ; πρὸ ὁδοῦ γέγονεν Id.Pol.1338a35, cf. D.Prooem.34 ; κατ' ὁδόν by the way, Hdt.1.41,111 ; κατὰ τὴν ὁ. along the road, Pl.Smp.174d, cf. infr. 111.3 ; ἐκ τῆς ὁ. on his road, Hdt.1.157 (but ἄνθρωπος ἐξ ὁ. 'the man in the street', Eup.25 D.) ; ἐν ὁδῷ on a road, Hdt.1.114 ; ἐν τῇ ὁ. μέσῃ Id.3.76 (but ἐν ὁ. καθελών Lexap.D.23.53, expld. by ἐν λόχῳ καὶ ἐνέδρᾳ by Harp. s.v. ὁδός) ; ὁδοῦ πάρεργον by the way, cursorily, Cic.Att.5.21.13,7.1.5, Gal.11.607.    3 ὁδός is freq. omitted, ἐπορευόμην τὴν ἔξω τείχους Pl.Ly. 203a ; ἡ ἐπὶ θανάτου, v. θάνατος ; cf. τηνάλλως.    II as an Action, travelling, journeying, whether by land or water, journey, voyage, Od.2.285,8.150, etc.; τρίποδας ὁ. στείχει A.Ag.80 (anap.); τὰν νεάταν ὁ. στείχουσαν S.Ant.807(lyr.) ; ὁ. ἄνω κάτω μία καὶ ὡυτή Heraclit. 60 ; also, expedition, foray, ὁδὸν ἐλθέμεναι Il.1.151, cf. A.Th.714 ; τριήκοντα ἡμερέων . . ὁ. a thirty days' journey, Hdt.1.104, cf. 206 ; also ὅσον ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας ὁδόν Id.3.5 (codd., ὁδοῦ edd.) ; ἄστρων ὁδοί E. El.728 (lyr.): as acc. cogn. with Verb of motion, τὴν ὁ. ἣν Ἑλένην περ ἀνήγαγεν by or in which . ., Il.6.292 ; οὐρανοῦ τέμνων ὁ. . . Ἥλιε, metaph. from a ship, E.Ph.1 (but in Prose ὁ. τέμνειν is to make a road, Th.2.100, Pl.Lg.810e) ; similarly where . is road, μέσην ἔρχευ τὴν ὁ. Thgn.220 ; ὁ. χωρεῖν Th.3.24 ; ἰόντες τὴν ἱρὴν ὁ., from Delphi, Hdt.6.34.    III metaph., way or manner, πολλαὶ δ' ὁ. . . εὐπραγίας Pi.O.8.13 ; γλώσσης ἀγαθῆς ὁδός A.Eu.989 (anap.) ; θεσπεσία ὁ. the way or course of divination, Id.Ag.1154(lyr.); μαντικῆς ὁ. S.OT311 ; οἰωνῶν ὁδοῖς Id.OC1314 ; σῶν ὁ. βουλευμάτων E.Hec.744 ; γνώμης Id.Hipp.290 ; λογίων ὁ. their way, intent, Ar.Eq.1015 ; εὐτελείας ὁ. Jul.Or.6.198d.    2 a way of doing, speaking, etc., τῆσδ' ἀφ' ὁδοῦ διζήσιος Parm.1.33, cf. 8.18 ; τριφασίας ἄλλας ὁ. λόγων ways of telling the story, Hdt.1.95, cf. 2.20,22 ; but τριφασίας ὁ. τρέπεται turns into three forms, Id.6.119 ; ἄδικον ὁ. ἰέναι Th.3.64 ; ὁ. ἥντιν' ἰών by what course of action, Ar.Pl.506, cf. Nu.75 ; ἢν ἔχομεν ὁ. λόγων Id.Pax733 ; μία δὴ λείπεται . . ὁ. Pl.Smp.184b.    3 method, system, Id.Sph.218d, Arist.APr.53a2, al.; ὁδῷ methodically, systematically, Pl.R.533b, Stoic.2.39, etc. ; so καθ' ὁδόν Pl.R.435a ; τὴν διὰ τοῦ στοιχείου ὁ. ἔχων ἔγραφεν Id.Tht.208b (cf. διέξοδον 208a).    4 of the Christian Faith and its followers, Act.Ap.9.2, 22.4, 24.14. (Root sed- 'go', in Skt. sad-, ā-sad- 'come to', 'reach', OSlav. choditi 'go'.)

German (Pape)

[Seite 294] ἡ, ep. auch οὐδός, Od. 17, 196, auch Her. 2, 7, der sonst nur ὁδός hat; der Weg; – 1) der Pfad, die Straße; ἐγγὺς ὁδοῖο, Il. 10, 274; ἐν ξυνοχῇσιν ὁδοῦ, 23, 330; ἱππηλασίη, 7, 340; ὁδῷ ἔπι οἰκία ναίων, an der Straße wohnend, 6, 15; ὥστε μέλισσαι οἰκία ποιήσωνται ὁδῷ ἐπὶ παιπαλοέσσῃ, 12, 168; λαοφόρος, die große Heerstraße, 15, 682; auch die Bahn des Seefahrers, 6, 292; πρὸ ὁδοῦ ἐγένοντο, sie gingen fürder des Weges, vorwärts, 4, 382 (vgl. ὅταν πρὸ ὁδοῦ γένωνται Ael. H. A. 11, 38; auch übtr., ὃ πρὸ ὁδοῦ σοι γένοιτ' ἂν ἐς τὰ μαθήματα, förderlich, Luc. Hermot. 1); ὁδὸν ἁγεμονεῦσαι, Pind. Ol. 6, 25; ἁμαξιτός, N. 6, 56; übertr., ἐν εὐθείαις ὁδοῖς στείχειν, 1, 25; σχιστὴ δ' ὁδός, Soph. O. R. 733; σύ μ' ἐξ ὁδοῦ πόδα κρύψον κατ' ἄλσος, O. C. 113; ὁδοῦ ἀτραπός, Ar. Nubb. 76; u. in Prosa, ἰόντες τὴν ἱρὴν ὁδόν, Her. 6, 34, ἡ ὁδὸς ἡ εἰς ἄστυ, Plat. Conv. 173 b; auch leicht zu ergänzen, ἐπορευόμην τὴν ἔξω τείχους, Lys. 203 a; ὁδῷ βαδίζειν, Dem. 25, 10 u. sonst. Auch ποταμοῦ, das Flußbett, Xen. Cyr. 7, 5, 16. – 2) die Handlung des Gehens, Gang, Reise; οὔ τοι ἔπειθ' ἁλίη ὁδὸς ἔσσεται, Od. 2, 273; σοὶ δ' ὁδὸς οὐκέτι δηρὸν ἀπέσσεται, die Abreise, 2, 285. 8, 150; λιλαιόμενόν περ ὁδοῖο, 1, 315; ὄφρα πρήσσωμεν ὁδοῖο, 2, 404, daß wir die Reise vollenden; τελεῖν ὁδόν, 2, 256; ἦνον, 3, 496; ὁδὸν ἐλθεῖν, einen Kriegszug machen, Il. 1, 151; ἀπ' Ἄργεος ἦλθον δευτέραν ὁδόν, Pind. P. 8, 44; μή τι πημανθῇς όδῷ, Aesch. Prom. 334; κατερητύσων ὁδόν, ἣν στέλλει, Soph. Phil. 1402; ἡ δ' ὁδὸς βραδύνεται, El. 1493; auch οἰωνῶν, vom Vogelfluge, O. C. 1316; τὰν νεάταν ὁδὸν στείχουσαν, d. i. den Todesweg, Ant. 801, wie βέβηκε τὴν πανυστάτην ὁδόν Trach. 872; vgl. Eur. Alc. 613; ἐκ μακρᾶς ἀναπεπαυμένος ὁδοῦ, Plat. Critia. 106 a; κατὰ τὴν ὁδόν, unterwegs, Prot. 314 c. – 3) übertr., Mitteln. Weg, Etwas auszurichten, Artu. Weise; πολλαὶ ὁδοὶ εὐπραγίας, Pind. Ol. 8, 13; νόῳ ἔχει ἀλαθείας ὁδόν, P. 3, 103; ὕβριος ἐχθρὰν ὁδὸν εὐθυπορεῖ, Ol. 7, 91; γλώσσης ἀγαθῆς ὁδὸν εὑρίσκει, Aesch. Eum. 944; πολλὰς ὁδοὺς ἐλθόντα φροντίδος πλάνοις, Soph. O. R. 67; εἴ τιν' ἄλλην μαντικῆς ἔχεις ὁδόν, 311; σῶν ὁδὸν βουλευμάτων, Eur. Hec. 744; γνώμης, Hipp. 290; λογίων, Ar. Equ. 1010; u. in Prosa, ἔλεξαν περὶ τούτου τριφασίας ὁδούς Her. 2, 20, ἐπιστάμεθα, οἵᾳ ὁδῷ οἱ Ἀθηναῖοι χωροὖσιν ἐπὶ τοὺς πέλας Thuc. 1, 69, ἄδικον ὁδὸν ἰέναι 3, 64, ὑπάρχουσι καὶ ἄλλαι ὁδοὶ τοῦ πολέμου 1, 122, τὴν νῦν τετμημένην ὁδὸν τῆς νομοθεσίας Plat. Legg. VII, 810 e; bes. ὁδῷ, καθ' ὁδὸν λέγειν, nach einem bestimmten Verfahren, methodisch, Phaedr. 263 b Rep. VII, 533 b; τίνα δὴ ὁδὸν ἰών; welchen Weg einschlagend? auf welche Weise? Xen. Cyr. 1, 6, 16, vgl. 24. att. = οὐδός, Schwelle, s. unten.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ἡ) :
voie;
A. au propre;
I. route, chemin : ὁδὸς ἱππηλασίη IL route praticable aux chevaux ; ὁδὸς λαοφόρος IL grand’route ; ὁδὸς βασιλική, route royale, grand’route ; ἡ ἱερὰ ὁδός la voie sacrée d’Athènes à Éleusis ; ἱρὴ ὁδός HDT la route sacrée vers Delphes ; ποταμοῦ ὁδός XÉN voie fluviale, lit d’un fleuve ; πρὸ ὁδοῦ IL en poursuivant la route, en avant ; postér. profitable, avantageux : πρὸ ὁδοῦ εἶναι LUC être utile ; entrée, accès;
II. route, marche, voyage par terre ou par eau : ὁδοῦ κατάρχειν SOPH se mettre en route ; ὁδὸν βαδίζειν ATT faire une route ; ὁδὸν ἥκειν SOPH ou ἐξήκειν SOPH avoir fait la route, être arrivé ; τὰν νεάταν ὁδὸν στείχειν SOPH, τὴν πανυστάτην ὁδῶν ἁπασῶν βαίνειν SOPH faire sa dernière route, aller à la mort ; avec idée d’hostilité marche offensive, campagne, incursion;
B. fig. voie, moyen, manière de faire qch : καθ’ ὁδόν PLAT selon une méthode déterminée, méthodiquement ; échappatoire.
Étymologie: DELG v.sl. chodu « marche », skr. (a-)sad « s’avancer, s’approcher », avest. (apa-)had « se retirer ».

English (Autenrieth)

way, path, road, journey, Od. 17.196; even by sea, Od. 2.273 ; πρὸ ὁδοῦ γενέσθαι, ‘progress on one's way,’ Il. 4.382.

English (Slater)

ὁδός (-οῦ, -ῷ, -όν; -οί, -ῶν, -οῖς, -ούς.)
   1 way
   a lit. ἔτειλαν Διὸς ὁδὸν παρὰ Κρόνου τύρσιν (O. 2.70) δάμασε καὶ κείνους Ἡρακλέης ἐφ' ὁδῷ (O. 10.30) ἄλλ' ἄλλοτε πατέων ὁδοῖς σκολιαῖς (P. 2.85) εὐθύτομόν τε κατέθηκεν Ἀπολλωνίαις ἀλεξιμβρότοις πεδιάδα πομπαῖς ἔμμεν ἱππόκροτον σκυρωτὰν ὁδόν in Cyrene (P. 5.93) ναυσὶ δ' οὔτε πεζὸς ἰών κεν εὕροις ἐς Ὑπερβορέων ἀγῶνα θαυμαστὰν ὁδόν (P. 10.30) Θέμιν Μοῖραι ποτὶ κλίμακα σεμνὰν ἆγον Οὐλύμπου λιπαρὰν καθ' ὁδόν fr. 30. 4. δολιχὰ δ' ὁδὸς ἀθανάτω[ν Δ. . 1. τὶν γὰρ εὔφρων ἕψεται πρώτα θυγάτηρ ὁδού δάφνας εὐπετάλου σχεδὸν βαίνοισα πεδίλοις ( on the path of the daphnephoric procession, cf. Schwyz., 2. 112: others connect ὁδοῦ with δάφνας) Παρθ. 2. 68.
   b met., path of song, glory, simm. ἐπίκουρον εὑρὼν ὁδὸν λόγων (O. 1.110) κεῖναι γὰρ ἐξ ἀλλᾶν ὁδὸν ἁγεμονεῦσαι ταύταν ἐπίστανται (O. 6.25) τιμῶντες δ' ἀρετὰς ἐς φανερὰν ὁδὸν ἔρχονται (O. 6.73) ἐπὶ μὰν βαίνει τι καὶ λάθας ἀτέκμαρτα νέφος, καὶ παρέλκει πραγμάτων ὀρθὰν ὁδὸν ἔξω φρενῶν (O. 7.46) ὕβριος ἐχθρὰν ὁδὸν εὐθυπορεῖ (O. 7.90) πολλαὶ δ' ὁδοὶ σὺν θεοῖς εὐπραγίας (O. 8.13) ἐντὶ γὰρ ἄλλαι ὁδῶν ὁδοὶ περαίτεραι (O. 9.105) εἰ δὲ νόῳ τις ἔχει θνατῶν ἀλαθείας ὁδόν (P. 3.103) ὠκεῖα δ' ἐπειγομένων ἤδη θεῶν πρᾶξις ὁδοί τε βραχεῖαι (P. 9.68) χρὴ δ' ἐν εὐθείαις ὁδοῖς στείχοντα μάρνασθαι φυᾷ (N. 1.25) πατρίαν εἴπερ καθ' ὁδόν νιν εὐθυπομπὸς αἰὼν ταῖς μεγάλαις δέδωκε κόσμον Ἀθάναις (N. 2.7) καὶ ταῦτα μὲν παλαιότεροι ὁδὸν ἀμαξιτὸν εὗρον (N. 6.54) θρασύ μοι τόδ' εἰπεῖν, φαενναῖς ἀρεταῖς ὁδὸν κυρίαν λόγων οἴκοθεν (N. 7.51) ἐς ἑπταπύλους Θήβας ἄγαγον στρατὸν ἀνδρῶν αἰσιᾶν οὐ κατ' ὀρνίχων ὁδόν (N. 9.19) ]α κατὰ πᾶσαν ὁδὸν[ (Pae. 4.6) ὅστις ἄνευθ' Ἑλικωνιάδων βαθεῖαν ἐρευνᾷ σοφίας ὁδόν Πα. 7B. 20. ἔθηκας ἀμάχανον ἰσχύν τ' ἀνδράσι καὶ σοφίας ὁδόν (Pae. 9.4) ἀλλὰ δίκας δοὺς π[ις]τὰς ἐφίλη[ς.]ν. (Puech: διδούς G-H.) Παρθ. 2. . γυναικείῳ θράσει ψυχρὰν φορεῖται πᾶσαν ὁδὸν θεραπεύων (ὁδὸν is internal acc. with φορεῖται and dir. acc. of θεραπεύων) fr. 123. 9. ν]υκτὶ βίας ὁδὸν[ of the entry of Herakles into the palace of Diomedes) fr. 169. 19. ἔσθ' ὅτε πιστόταται σιγᾶς ὁδοί (Bergk: -οτάταις ὁδοῖς codd.: -οτάτα ὁδός Sylburg) fr. 180. 2.
   c
   I motion ἁ μὲν οὔθ' ἱστῶν παλιμβάμους ἐφίλησεν ὁδούς i. e. going to and fro at the loom (P. 9.18)
   II journey “νυκτὶ κοινάσαντες ὁδόν” (cf. fr. 169. 19) (P. 4.115) ἀπ' Ἄργεος ἤλυθον δευτέραν ὁδὸν Ἐπίγονοι (P. 8.42)

English (Abbott-Smith)

ὁδός, -οῦ, ἡ, [in LXX chiefly (very freq.) for דֶּרֶךְ;]
1.a way, path, road: Mt 2:12, Mk 10:46, Lk 3:5 al.; κατὰ τὴν ὁ., Lk 10:4, al.; παρὰ τὴν ὁ., Mt 13:4, al.; c. gen. pers, (subj.), τὴν ὁ. ἑτοιμάζειν (fig.), Mt 3:3, Mk 1:3, al.; c. gen. term. (obj.), ἐθνῶν, Mt 10:5; τ. ἁγίων (fig.), He 9:8; acc., ὁδόν, with force of prep. (like Heb. דֶּרֶךְ; Bl., §34, 8; 35, 5), ὁ. θαλάσσης, Mt 4:15 (LXX).
2.A traveller's way, journey: ἐν τ. ὁ., Mt 5:25, Mk 8:27, al.; ἐξ ὁ., Lk 11:6; εἰς ὁ., Mt 10:10; τ. ὁδὸν πορεύεσθαι, Ac 8:39; ὁ. ἡμέρας, Lk 2:44; ὁδὸν ποιεῖν (= cl., ὁ. ποιεῖσθαι; V. Field, Notes, 25), to make one's way, i.e. proceed on one's journey, Mk 2:23.
3.Metaph. (cl.; but esp. freq. in Heb.; v. Cremer, 442ff.), of a course of conduct, a way of thinking or acting: Ac 14:16, I Co 4:17 12:31, Ja 1:8 5:20; τοῦ Κάϊν, Ju 11; τ. Βαλαάμ, II Pe 2:15; εἰρήνης, Ro 3:17; ζωῆς, Ac 2:28; ἡ ὁ. ἡ ἀπάγουσα εἰς τ. ζωήν (Dalman, Words, 160), Mt 7:14; τ. δικαιοσύνης, Mt 21:32; σωτηρίας, Ac 16:17; αἱ ὁ. τ. θεοῦ (κυρίου), Ac 13:10, Ro 11:33, Re 15:3 (cf. Ho 14:9 Ps 94 (95):10, Si 39:24, al.); ἡ ὁ. τ. θεοῦ (the way approved by God), Mt 22:16, Mk 12:14, Lk 20:21; id., of the Christian religion, Ac 18:26; so, absol., ἡ ὁ., Ac 9:2 19:9, 23 24:22; of Christ as the means of approach to God, Jo 14:6.
4.Ellipsis of ὁ.: ποίας (sc. ὁδοῦ), Lk 5:19; ἐκείνης, ib. 19:4 (v. Bl., §36, 13; 44, 1).

English (Strong)

apparently a primary word; a road; by implication, a progress (the route, act or distance); figuratively, a mode or means: journey, (high-)way.

English (Thayer)

ὁδοῦ, ἡ (apparently from the root, ἘΔ, to go (Latin adire, accedere), allied with Latin solum; Curtius, § 281); the Sept. numberless times for דֶּרֶך, less frequently for אֹרַח; (from Homer down); a way;
1. properly,
a. a travelled way, road: κατά τήν ὁδόν (as ye pass along the way (see κατά, II:1a.)) by the way, on the way, σαββάτου ὁδός (A. V. a sabbath-day's journey) the distance that one is allowed to travel on the sabbath, σάββατον, 1a.). ἡ ὁδός with a genitive of the object, the way leading to a place (the Hebrew דֶּרֶך also is construed with a genitive, cf. Geseuius, Lehrgeb., p. 676 (Gr. § 112,2; cf. Winer's Grammar, § 30,2)): ἐθνῶν, τῶν ἁγίων into the holy place, ζάω, II.
b. (τοῦ ξύλου, Gcn. 3:24; Αἰγύπτου ... Ἀσσυρίων, γῆς Φιλιστιειμ, τοῦ Σινᾶ, via mortis, Tibull. 1,10, 4; cf. Kühner, ii., p. 286,4). in imitation of the Hebrew דֶּרֶך, the accusative of which takes on almost the nature of a preposition, in the way to, toward (cf. Gesenius, Thesaurus, i., p. 352{a}), we find ὁδόν θαλάσσης in ὁδόν (τῆς θαλάσσης, γῆς αὐτῶν, ὁδόν δυσμῶν ἡλίου, ὁδόν θάλασσαν ἐρυθράν, Thiersch, De Alex. Pentateuchi versione, p. 145f; (Buttmann, § 131,12)), with a genitive of the subject, the way in which one walks: ἐν ταῖς ὁδοῖς αὐτῶν, ἑτοιμάζειν τήν ὁδόν τῶν βασιλέων, κατευθένειν τήν ὁδόν τίνος, to remove the hindrances to the journey, ἑτοιμάζειν (and ἐυθύνειν, κατασκευάζειν, τήν ὁδόν τοῦ κυρίου, see ἑτοιμάζω.
b. a traveller's way, journey, travelling: ἐν τῇ ὁδῷ, on the journey, on the road, ἐξ ὁδοῦ, from a journey, αἴρειν or κτᾶσθαι τί εἰς ὁδόν, εἰς τήν ὁδόν, πορεύομαι τήν ὁδόν, to make a journey (Xenophon, Cyril 5,2, 22), with αὐτοῦ added (A. V. to go on one's way), to continue the journey undertaken, ὁδός ἡμέρας, a journey requiring a (single) day for its completion, used also, like our a day's journey, as a measure of distance, ἀοπέχειν παμπολλων ἡμερῶν ὁδόν, Xenophon, Cyril 1,1, 3, cf. Herodotus 4,101 (Winer's Grammar, 188 (177))); on the phrase ὁδόν ποιεῖν, ποιέω, I:1a. and c.
2. Metaphorically,
a. according to the familiar figure of speech, especially frequent in Hebrew (cf. Winer s Grammar, 32) and not unknown to the Greeks, by which an action is spoken of as a proceeding (cf. the German Wandel), ὁδός denotes a course of conduct, a way (i. e. manner) of thinking, feeling, deciding: a person is said ὁδόν δεικνύναι τίνι, who shows him how to obtain a thing, what helps he must use, εἰρήνης, ζωῆς, σωτηρίας, τῆς δικαιοσύνης, the way whichδικαιοσύνη points out and which is accustomed to characterize ἡ δικαιοσύνη, so in δικαιοσύνη, 1b., p. 149{a} bottom); used of the Christian religion, τῆς ἀληθείας, τοῦ Κάϊν, τοῦ Βαλαάμ, ἐν πάσαις ταῖς ὁδοῖς αὐτοῦ, in all his purposes and actions, τάς ὁδούς μου ἐν Χριστῷ, the methods which I as Christ's minister and apostle follow in the discharge of my office, πορεύεσθαι ταῖς ὁδοῖς αὐτῶν (to walk in their own ways) who take the course which pleases them, even though it be a perverse one, πορεύω, under the end); αἱ ὁδοί τοῦ Θεοῦ or κυρίου, the purposes and ordinances of God, his ways of dealing with men, ἡ ὁδός τοῦ Θεοῦ, the course of thought, feeling, action, prescribed and approved by God: ἡ ὁδός τοῦ κυρίου, ὁδός used generally of a method of knowing and worshipping God, ἡ ὁδός simply, of the Christian religion (cf. Buttmann, 163 (142)), ἐγώ εἰμίὁδός I am the way by which one passes, i. e. with whom all who seek approach to God must enter into closest fellowship, ὁδός in certain formulas and phrases (Winer s Grammar, 590f (549f); Buttmann, § 123,8; Bos, Ellipses etc. (edited by Schaefer), p. 331f.)

Greek Monotonic

ὁδός: ἡ,
I. 1. διαδρομή, μονοπάτι, δίοδος, δρόμος, λεωφόρος· ποταμοῦ ὁδός, κοίτη ποταμού, σε Ξεν.· η τροχιά των ουρανίων σωμάτων, σε Ευρ.
2. με προθ., πρὸ ὁδοῦ, εμπρός, περαιρετώ, σε Ομήρ. Ιλ. (πρβλ. φροῦδοςκατ' ὁδόν, καθ' ὁδόν, κατά τη διαδρομή, στον δρόμο, σε Ηρόδ.· ἐκ τῆς ὁδοῦ, στο δρόμο του, στον ίδ.
II. η ενέργεια του ταξιδιού, της περιπλάνησης, είτε δια ξηράς είτε δια θαλάσσης, ταξίδι ή οδοιπορία, σε Όμηρ. κ.λπ.· επίσης, εκστρατεία, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., τὴν εὐθὺς Ἄργους ὁδόν, δρόμος που οδηγεί κατευθείαν στο Άργος, σε Ευρ.
III. 1. μεταφορικό μέσο ή τρόπος, μέθοδος, θεσπεσία ὁδός, μέσο ή τρόπος χρησμοδότησης, σε Αισχύλ.· ὁδὸς μαντικῆς, σε Σοφ.· λογίων ὁδός, ο σκοπός τους, σε Αριστοφ.
2. τρόπος για να κάνει κάποιος κάτι, τρόπος ομιλίας κ.λπ.· τριφασίας ἄλλαςὁδοὺς λόγων, τρεις άλλοι τρόποι για να αφηγηθεί κάποιος την ιστορία, σε Ηρόδ.· ὁδὸν ἥντιν' ἰών, με ποιο τρόπο δράσης, σε Αριστοφ. κ.λπ.
3. τρόπος, μέθοδος, σύστημα, ὁδῷ, μεθοδικά, συστηματικά, σε Πλάτ.
4. η Οδός, δηλ. η χριστιανική πίστη, σε Καινή Διαθήκη
ὁδός: ὁ, Αττ. αντί οὐδός, κατώφλι, σε Σοφ. κ.λπ.