λεῖος

From LSJ
Revision as of 18:20, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2")

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεῖος Medium diacritics: λεῖος Low diacritics: λείος Capitals: ΛΕΙΟΣ
Transliteration A: leîos Transliteration B: leios Transliteration C: leios Beta Code: lei=os

English (LSJ)

α, ον, A smooth to the touch, (αἴγειρος) Il.4.484; λ. ὥσπερ ἔγχελυς Ar.Fr.218, cf. Eup.338; χῆμαι, χηραμβίς, PCair.Zen.82.12 (iii B.C.), Hsch.s.v. χήμη; τὰ τραχέα καὶ τὰ λ. X.Mem.3.10.1; freq. in Pl., Cra.414b, al., Arist.Cat.10a17, etc.; also, of cloths, smooth, plain, not embroidered, ὑφαντά τε καὶ λ. Th.2.97; λ. ὕφασμα Pl.Plt.310e; λεῖα ἐκπεποιημένα worked smooth, of marble, IG12.372.134; also λεία ἐργασία ib.372.165; unsculptured, Ἀθήνης ἕδος Call.Fr.105.4; of plate, unembossed, φιάλαι IG11(2).161 B27 (Delos, iii B.C.), Inscr.Délos 442 B78 (ii B.C.). 2 in Hom., chiefly of level places or countries, λεῖος δ' ἱππόδρομος ἀμφίς Il.23.330; ἐν λείῳ πεδίῳ ib.359; λ. ὁδός Od.10.103, Hes.Op.288 (ap. X., Pl., etc., ὀλίγη codd.); λ. ἄροσις Od.9.134; λεῖα δ' ἐποίησεν made a smooth place, Il.12.30; πεδίον λ. Hdt.2.29; χωρίον λειότατον Id.7.9.β; ἡ -οτάτη τῶν ὁδῶν Id.9.69; λ. θάλασσα a smooth sea, Id.2.117; λ. χώρα καὶ ἄξυλος X.Ath. 2.12; λ. βάσεις flat feet, Gal.6.856. b c. gen., χῶρος… λεῖος πετράων smooth (i.e. free) from rocks, Od.5.443, 7.282. 3 smoothskinned, without hair, of animals, Arist.HA582b35, LXX Ge.27.11; -ότατον τῶν ζῴων ἐστὶν ἄνθρωπος Arist.HA583a6; especially of youths, smooth-chinned, beardless (cf. λείαξ), Theoc.5.90, cf. AP12.13 (Strat.); also, of fish, smooth, ἱππίδια Epich.44; opp. λεπιδωτοί, Arist.HA505a26; (γαλεός) the smooth shark, Mustelus laevis, ib.565b2, Opp.H.1.380; τὸ λ. Hp.Epid.3.14, 6.3.16; λείη ὑπόστασις a smooth or uniform sediment, Id.Coac.462; [γάλα] λ. καὶ ὁμαλὸν καὶ συνεχὲς ἑαυτῷ Sor. 1.91. 4 metaph., smooth, soft, πνεῦμα Ar.Ra.1003; of the sound of the voice, Pl.Plt.307a, Ti.67b, Phlb.51d; διάλεκτος Phld.Po.Herc. 994.36; of the taste, Ti.Locr.100e sq.; also λ. μῦθοι A.Pr.647; [τὸ] ἥμερόν τε καὶ λ. [τοῦ ἤθους] Pl.Cra.406a; λ. πάθημα, opp. τραχύ, Id.Ti.63e; λ. κινήματα τῆς σαρκός Epicur.Fr.411; λ. κίνησις, Cyrenaic phrase for ἡδονή, D.L.2.86, cf. Luc.Par.10, Alex.Aphr.in Top.94.32; λ. ἡσυχίη AP7.278 (Arch. Byz.); ὡς -οτέρου ἐλέους ὑπάρξοντος (sed leg. τελειοτέρου) Plb.20.9.11; τὸ λ., = λειότης, τῆς ἑρμηνείας D.H. Lys.24; τὸ λ. καὶ ὁμαλὲς τῆς συνθέσεως Demetr.Eloc.48. Adv. λείως smoothly, gently, Pl.Tht.144b, Plu.2.384a; καί με κωτίλλοντα λ. τραχὺν ἐκφανεῖν νόον Sol. ap. Arist.Ath.12.3. II rubbed or ground down, Dsc.1.3, al., PHolm.19.39; cf. λειόω ΙΙ: λεῖον, τό, fine sand, Inscr.Délos 500 A9 (iii B.C.). (Prob. λειϝος, cf. Lat. lēvis.)

German (Pape)

[Seite 24] ὁ, eine glatte Haifischart. α, ον, später auch 2 Endgn, laevis, glatt; λεῖος ὥςπερ ἔγχελυς Ar. bei Ath. VII, 299 b; καὶ ὀλισθηρός, Luc. Tim. 29; Ggstz von τραχύς, Xen. Mem. 3, 10, 1, wie Arist. H. A. 9, 37; geglättet, geebnet, χῶρος λεῖος πετράων, glatt von Felsen, eben, weil keine Felsen dasind, Od. 5, 443; ἱππόδρομος, Il. 23, 330; ὁδός, Od. 10, 103; Hes. O. 286, wie Her. 9, 69; Plat. Legg. VIII, 833 b; auch ἄροσις λείη, Od. 9, 134, λεῖα δ' ἐποίησεν, machte sie dem Boden gleich, Il. 12, 30; λεῖον καὶ ὁμαλὲς πεδίον Plat. Critia. 118 a, u. sonst in Prosa, πεδίον καὶ λείους γηλόφους Xen. An. 4, 4, 1; – glatt am Kinn, unbärtig, ἦν λεῖος τὸ γένειον Ar. Ran. 48; vom Meere, glatt, ruhig, Her. 2, 117; auch von anderen glatten Dingen, ὅσα ὑφαντὰ καὶ λεῖα Thuc. 2, 97, wie λεῖον ὕφασμα Plat. Polit. 310 e; übertr., λείου καὶ τραχέος παθήματος Tim. 63 e; sanft, mild, παρηγόρουν λείοισι μύθοις Aesch. Prom. 650; πνεῦμα λ. καὶ καθεστηκός Ar. Ran. 1004; πρὸς τὸ ἥμερόν τε καὶ λεῖον τοῦ ἤθους Plat. Crat. 406 a; λειότερος ἔλεος Pol. 20, 9, 11. – Von der Stimme, φωνή, im Ggstz der τραχεῖα, Plat. Crat. 406 a; περὶ φωνὰς γιγνόμενα λεῖα καὶ βαρέα Polit. 307 a; oft bei den Rhetoren; κίνημα, S. Emp. adv. math. 7, 242; ἡ λεία τῆς σαρκὸς κίνησις pyrrh. 1, 215 (vgl. Plut. adv. Col. 27), wie λείως κινεῖν τὴν αἴσθησιν S. Emp. adv. mus. 44. – Vom Geschmack, Tim. Locr. 100 e. – Adv., ἔρχεσθαι, gelassen, Plat. Theaet. 144 b u. A.

Greek (Liddell-Scott)

λεῖος: -α, -ον, (ἴδε ἐν τέλ.), ὁμαλὸς εἰς τὴν ἀφήν, ἀντίθετ. τῷ τραχύς, αἴγειρος Ἰλ. Δ. 484· λεῖος ὥσπερ ἔγχελυς Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 25, πρβλ. Foës. Oec. εἰς Ἱππ.· τὰ τραχέα καὶ λ. Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 1· συχν. παρὰ Πλάτ., κτλ.· - ὡσαύτως ἐπὶ ὑφασμάτων, ὁμαλός, ἁπλοῦς, ἄνευ κεντημάντων, λ. τε καὶ ὑφαντὰ Θουκ. 2. 97· λ. ὕφασμα Πλάτ. Πολιτ. 310Ε· χιτωνίσκιον λ. Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 47· λεῖα ἐκπεποιημένα, εἰργασμένον ὁμαλόν, λεῖον, ἐπὶ μαρμάρου, αὐτόθι 160Β. 27· πρβλ. λειουργός. 2) παρ’ Ὁμ., πρὸ πάντων ἐπὶ πεδινῶν τόπων ἢ χωρῶν, λεῖος δ’ ἱππόδρομος ἀμφίς Ἰλ. Ψ. 330· ἐν λείῳ πεδίῳ αὐτόθι 359· λ. ὁδός Ὀδ. Κ. 103, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 286· λ. ἄροσις Ὀδ. Ι. 134· λεῖα δ’ ἐποίησεν (θεμείλια), ἰσοπέδωσεν αὐτὰ μὲ τὸ ἔδαφος, Ἰλ. Μ. 30· πεδίον λ. Ἡρόδ. 2. 29· χωρίον λειότατον 7. 9, 2· ἡ λειοτάτη τῶν ὁδῷν 9. 96· λ. θάλασσα, ὁμαλή, ἀτάραχος, 2. 117. β) μετὰ γεν., χῶρος... λεῖος πετράων, ὁμαλός, δηλ. ἀπηλλαγμένος πετρῶν, βράχων, Ὀδ. Ε. 443., Η. 282. 3) ἔχων ὁμαλὴν ἐπιδερμίδα, ἄτριχος, Λατ. lēvis, ἐπὶ ζῴων, ἀντίθ. τῷ δασύς, Ἱππ., Ἀριστ.· λειότατον τῶν ζῴων ἐστὶν ἄνθρωπος Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 2, 9· μάλιστα ἐπὶ νεανίου, ἔχων τὴν ἐπιδερμίδα λείαν, ἀγένειος (πρβλ. λείαξ), Θεόκρ. 5. 90· - ὡσαύτως ἐπὶ ἰχθύων ἐχόντων τὸ δέρμα λεῖον, ἀντίθετ. τῷ λεπιδωτός, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 13, 10· τὸ λεῖον Ἱππ. 1090G, 1176A, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 36, 1. 4) μεταφ., λεῖος, μαλακός, ἥσυχος, πνεῦμα Ἀριστοφ. Βάτρ. 1001, πρβλ. Λοβ. Αἴ. 673· ἐπὶ τοῦ ἤχου τῆς φωνῆς, Πλάτ. Πολιτ. 307Α, Τίμ. 67Β· ἐπὶ τῆς γεύσεως, Τίμ. Λοκρ. 100Ε κἑξ.· κινήματα Πλούτ. 2. 1122Ε· - ὡσαύτως, λ. μῦθοι Αἰσχύλ. Πρ. 647· τὸ ἥμερον τε καὶ λ. [τοῦ ἤθους] Πλάτ. Κρατ. 406Α· αἱ λ. ἡδοναὶ ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 51D· λ. πάθημα ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 63Ε· λ. κίνησις, Κυρηναϊκὴ φράσις σημαίνουσα τὴν ἡδονήν, παρὰ Διογ. Λ. 2. 86· λ. ἡσυχίη Ἀνθ. Π. 7. 278· ὡς λειοτέρου ἐλαίου ὑπάρξαντος, ἔνθα ὁ Reiske ἑτοιμοτέρου, Πολύβ. 20. 9, 11· - τὸ λεῖον = λειότης, τῆς ἑρμηνείας Διον. Ἁλ. περὶ Λυσ. 24· ἐπίρρ. λείως, ὁμαλῶς, ἐλαφρῶς, Πλάτ. Θεαίτ. 144Β. ΙΙ. τριφθείς, ἢ κοπανισθείς, εἰς κόνιν μεταβληθείς, Διοσκ. 3. 81, Θεοφάν. Νόνν.· πρβλ. λειόω ΙΙ. (Ἐκ √ ΛΕϜ ἢ ΛΕΙϜ, πρβλ. λευρὸς (ὃ ἐστὶ λεϜρός), Λατ. lvē-is, lēv-itas, lēv-igare· - ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης παράγονται τὸ λειαίνω καὶ λείαξ).

French (Bailly abrégé)

α, ον :
lisse, uni :
1 lisse au toucher, poli;
2 uni, non couvert de broderies, non brodé;
3 uni, aplani ; avec un gén. : χῶρος λεῖος πετράων OD terrain sans roches;
4 sans barbe;
5 fig. uni, calme, doux : λεῖοι μῦθοι ESCHL douces paroles.
Étymologie: R. ΛεϜ, lisser, polir, cf. λευρός, lat. levis.

English (Autenrieth)

(lēvis): smooth, even, level; πετράων, ‘free from rocks,’ Od. 5.443.

English (Strong)

apparently a primary word; smooth, i.e. "level": smooth.

English (Thayer)

λεῖα, λειον (cf. Latin levis), smooth, level: opposed to τραχύς, of ways, Alex.; Homer down.)

Greek Monolingual

-α, -ο (Α λεῑος, λεία, λεῑον)
1. ομαλός στην επιφάνεια, αυτός δεν είναι τραχύς στην αφή, απαλός (α. «έχει πολύ λείο δέρμα» β. «αἴγειρος ὥς, ἥ... ἐν εἱαμενῇ ἕλεος μεγάλοιο πεφύκῃ λείη», Ομ. Ιλ.)
2. στιλπνός, γυαλιστερός
3. (για τη θάλασσα) ατάραχος, ακύμαντος, ήρεμος, γαλήνιος («εὐαέϊ τε πνεύματι χρησάμενος καὶ θαλάσσῃ λείῃ», Ηρόδ.)
4. το ουδ. ως ουσ. το λείο(ν)
η λειότητα
νεοελλ.
1. (για άνεμο) αυτός που έχει σταθερή διεύθυνση και ένταση χωρίς αυξομειώσεις και ριπές, στρωτός, σε αντιδιαστολή με τον ριπαίο
2. φρ. ανατ. α) «λείες μυϊκές ίνες» — μυϊκές ίνες που αποτελούνται από επιμήκη ατρακτοειδή κύτταρα με ραβδοειδή πυρήνα στο μέσον τους
β) «λείοι μύες» — μύες που αποτελούνται από λείες ίνες, σχηματίζουν τα εσωτερικά όργανα του σώματος και εκτελούν τις φυσικές λειτουργίες
αρχ.
1. (για ύφασμα) αυτό που είναι ομαλό, που δεν έχει κεντήματα («λεῑον καὶ τὸ λεγόμενον εὐήτριον ὕφασμα», Πλάτ.)
2. (για αγγείο) αυτό που έχει ομαλή επιφάνεια, χωρίς ανάγλυφες παραστάσεις
3. (για τόπο) α) πεδινός
β) αυτός που δεν έχει πέτρες, ομαλός, επίπεδος
γ) αυτός που δεν έχει λόφους, βουνά («λεία χώρα καὶ ἄξυλος», Ξεν.)
4. (για το πέλμα τών ποδιών) πλατύς
5. αυτός που έχει επιδερμίδα χωρίς τρίχες, άτριχος («λειότατον τῶν ζῴων ἐστὶν ἄνθρωπος», Αριστοτ.)
6. αυτός που δεν έχει γένια, αμούστακος
7. (για ψάρι) αυτό που δεν έχει λέπια («ἀλλ' οἱ μὲν πλεῖστοι αὐτῶν λεπιδωτοί εἰσιν... ἐλάχιστον δ' ἐστὶ πλῆθος αὐτῶν τὸ λεῑον», Αριστοτ.)
8. ελαφρός
9. μτφ. ήπιος, μαλακός, γλυκύς, ευχάριστοςλέγω δὲ καὶ τῶν φωνῶν τὰς λείας καὶ λαμπράς», Πλάτ.)
10. αυτός που με την τριβή έχει κονιοποιηθεί
11. το αρσ. ως ουσ. ὁ λεῑος
το ψάρι γαλέος
12. το ουδ. ως ουσ. ψιλή άμμος
13. φρ. «λεία κίνησις»
(φράση της Κυρηναϊκής Σχολής) ηδονή.
επίρρ...
λείως (Α)
1. ήσυχα, ήρεμα, ομαλά («ὁ δὲ οὕτω λείως... ἔρχεται ἐπὶ τὰς μαθήσεις... οἷον ἐλαίου ρεῡμα ἀψοφητὶ ῥέοντος», Πλάτ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «τελείως».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λεῑος < λειFος αντιστοιχεί στο λατ. levis < θ. levi-, που προήλθε είτε από θ. σε -u- (leu-) είτε σε -ο- (leo-). Η διαφορά αυτή λειF- ελληνικό αλλά lev- λατινικό δεν επιτρέπει να υποστηριχθεί με βεβαιότητα η αναγωγή και τών δύο σε ορισμένη ΙΕ ρίζα (βλ. και λίς, λιτός).
ΠΑΡ. λειαίνω, λειότητα(-ης), λειώνω
αρχ.
λεία, λείαξ, λειώδης, λείως
νεοελλ.
λ(ε)ιανός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) λειοποιώ, λειοτριβής, λειόφλοιος, λειόφυλλος
αρχ.
λειόβατος, λειογένειος, λειόγλωσσος, λειοκάρηνος, λειόκαυλος, λειοκόνιτος, λειοκύμων, λειόμερος, λειόμιτος, λειόστρακος, λειοσώματος, λειοτριχιώ, λειουργός, λείουρος, λειόχρως
μσν.
λειοκυμαίνω, λειόπελμος, λειοπώγων
νεοελλ.
λειόθριξ, λειόσπερμος.

Greek Monotonic

λεῖος: -α, -ον, Λατ. levis,
1. απαλός, λείος, ομαλός στην αφή, σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ., κ.λπ.· λέγεται για υφάσματα, μη ανάγλυφος, απλός, χωρίς κεντήματα, σε Θουκ.
2. λέγεται για τόπους, επίπεδος, ομαλός, ισόπεδος, σε Όμηρ.· λεῖα δ' ἐποίησεν (θεμείλια), τα έφερε στο ίδιο επίπεδο με το έδαφος, τα ισοπέδωσε, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., χῶρος λεῖος πετράων, ομαλός, δηλ. απαλλαγμένος από πέτρες, βράχους, σε Ομήρ. Οδ.
3. αυτός που έχει απαλή επιδερμίδα, χωρίς γένεια, άτριχος, σε Θεόκρ.
4. μεταφ., λέγεται για τον άνεμο, απαλός, μαλακός, ήπιος, σε Αριστοφ.· λέγεται για τις λέξεις, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

λεῖος:
1) гладкий, ровный (ὁδός Hom.; ὕφασμα Plat.; ἐπιφάνεια Arst.): χῶρος λ. πετράων Hom. место без камней;
2) гладкоствольный (αἴγειρος Hom.);
3) голый, безволосый (ζῷον Arst.);
4) безбородый, т. е. молодой (ἰατρός Anth.);
5) нежный, мягкий (πνεῦμα Arph.; ἡδονή Plat.; ζέφυρος Arst.);
6) кроткий, ласковый (μῦθοι Aesch.);
7) спокойный, плавный (κινήματα Plut.): θαλάσσῃ λείῃ Her. по спокойному морю;
8) тихий, безмятежный (ἡσυχία Anth.);
9) приятный или нежный на вкус (λεῖά τε καὶ γλυκέα Plat.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: level, of bottom a. o., smooth, of urfaces etc. (Il.), also rubbed, well-ground (Delos, pap., Dsc.; cf. λε(ι)αίνω, -όω below); adv. λείως, also λέως (after τελέως, ἡδέως a. o., cf. also λε(ι)αίνω below), also metaph. completely, quite (IA.; cf. Lat. plānē, NHG glatt).
Compounds: Often as 1. member, e. g. λειό-φλοιος with smooth bark (Thphr.), also with adverbial value (with -ω- after λε(ί)-ως), e. g. λειώλης = πανώλης (Rhodos VIa), λεω-κόνιτος, -κόρητος changed in fine dust resp. swept smooth, i. e. completely destroyed (Theognost., H., Phot.), λεω-πάτητος completely trodden (down) (S. Ant. 1275 with v.l. λακ-πάτητος, s. λάξ); cf. further λεωργός = πανοῦργος, κακοῦργος (Archil. 88, 3, A. Pr. 5, X.), s. Chantraine Glotta 33, 25 ff. w. extensive treatment and many details; on λεῖος etc. also Fraenkel Nom. ag. 1, 89 n. 1.
Derivatives: λειότης f. smoothness (Att.), λείαξ beardless boy (EM, H.); two denomin.: λε(ι)αίνω (on the phonetics Schwyzer 236, Lejeune Traité de phon. 216), also with ἐκ-, συν-, ἀπο-etc., (make) smooth, ground (Il.) with λε(ί)αν-σις, -τήρ, -τικός, ἐκλεα-σμός a.o. (Arist.); λειόω, also συν-, ἀπο- a. o., id. (Arist.) with λείω-μα powder (Thphr.); -σις grinding (Gal.).
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [662] *lei- smooth?
Etymology: Beside the o-stem in *λεῖϜος Latin has in lēvis smooth an i-stem, which may have replaced as levis, brevis a. o. an older u-stem; *λεῖϜος too therefore first for *lei-u̯-os? The stemvowel is uncertain; beside lei- also lēi- has been supposed, cf. πλε(ί)ων < *πληΐων and Schulze KZ 28, 266 n. 1 = Kl. Schr. 434 n 1; cf. W. -Hofmann s. 2. lēvis. Connection with the root of λείμαξ seems probable; s. also 2. λίς and λιτός.

Middle Liddell

λεῖος, η, ον
1. Lat. levis, smooth, Il., Plat., etc.:—of cloths, smooth, plain, not embroidered, Thuc.
2. smooth, level, flat, of land, Hom.; λεῖα δ' ἐποίησεν θεμείλια levelled them with the ground, Il.:—c. gen., χῶρος λεῖος πετράων smooth (i. e. free) from rocks, Od.
3. smooth-skinned, beardless, Theocr.
4. metaph. smooth, soft, of wind, Ar.; of words, Aesch.

Frisk Etymology German

λεῖος: {leĩos}
Forms: Adv. λείως, auch λέως (nach τελέως, ἡδέως u. a., vgl. auch λε(ι)αίνω unten) glatt, auch übertr. vollständig, ganz und gar (ion. att.; vgl. lat. plānē, nhd. glatt).
Meaning: eben, vom Boden u. a., glatt, von Flächen usw. (seit Il.), auch feingesiebt, zerrieben (Delos, Pap., Dsk.; vgl. λε(ι)αίνω, -όω unten);
Composita : Oft als Vorderglied, z. B. λειόφλοιος mit glatter Rinde (Thphr.), auch mit adverbieller Geltung (mit -ω- nach λε(ί)-ως), z. B. λειώλης = πανώλης (Rhodos VIa), λεωκόνιτος, -κόρητος in feinen Staub verwandelt bzw. glattgefegt, d. i. gänzlich zerstört (Theognost., H., Phot.), λεωπάτητος ‘ganz- lich zertreten’ (S. Ant. 1275 mit v.l. λακπάτητος, s.λάξ); dazu noch λεωργός = πανοῦργος, κακοῦργος (Archil. 88, 3, A. Pr. 5, X. u a.), s. Chantraine Glotta 33, 25 ff. m. ausführlicher Behandlung und zahlreichen Einzelheiten; z. λεῖος usw. auch Fraenkel Nom. ag. 1, 89 A. 1.
Derivative: Ableitungen: λειότης f. Glätte (att. usw.), λείαξ bartloser Knabe (EM, H.); zwei Denominativa : λε(ι)αίνω (zum Lautlichen Schwyzer 236, Lejeune Traité de phon. 216), auch mit ἐκ-, συν-, ἀπο-usw., glätten, zerreiben (seit Il.) mit λε(ί)ανσις, -τήρ, -τικός, ἐκλεασμός u.a. (Arist., hell.u.sp.); λειόω, auch συν-, ἀπο-u. a., ib. (Arist. usw.) mit λείωμα Pulver (Thphr.); -σις Zerreibung (Gal. u. a.).
Etymology : Neben dem o-Stamm in *λεῖϝος steht in lat. lēvis glatt ein i-Stamm, der wie in lĕvis, brevis u. a. einen älteren u-Stamm (wenn nicht einen älteren o -Stamm mit Leumann Lat. Gramm. 234) abgelöst haben kann; auch *λεῖϝος somit zunächst für *lei--os? Der Stammvokal ist mehrdeutig; neben lei- kommt auch lēi- in Frage, vgl. πλε(ί)ων < *πληΐων und 1Schulze KZ 28, 266 A. 1 = Kl. Schr. 434 A 1; auch W. -Hofmann s. 2. lēvis. Weiterer Anschluß an die s. λείμαξ genannten Wörter ist wahrscheinlich; s. auch 2. λίς und λιτός.
Page 2,99

Chinese

原文音譯:le‹oj 累哦士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:平滑的 相當於: (חָלָק‎)
字義溯源:平滑的^,平坦的
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編
1) 平坦(1) 路3:5

English (Woodhouse)

gentle, smooth, soft, of sound, without embroidery of stuffs

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)