νόσος
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
English (LSJ)
Ep. and Ion. (not Dor., cf. Berl.Sitzb.1927.156 (Cyrene)) νοῦσος, ἡ,
A sickness, disease, plague, νοῦσον ἀνὰ στρατὸν ὦρσε κακήν (sc. Apollo), ὀλέκοντο δὲ λαοί Il.1.10; νοῦσόν γ' οὔ πως ἔστι Διὸς μεγάλου ἀλέασθαι Od.9.411; δολιχὴ νόσος 11.172; νοῦσοι ἀργαλέαι Hes. Op.92:—Phrases: ἐς νόσον πεσεῖν A.Pr.473; ἐς νόσον ἐμπίπτειν Antipho 1.20; νόσον ἐμπεπτωκέναι τοῖς κτήνεσιν X.Cyr.8.3.41; μοι ν. ἐπήλυθεν Od.11.200; νόσῳ ληφθέντι S.Tr.445; κάμνειν νόσον, ὑπὸ νόσου, v. κάμνω; ἀσθενεῖν ταύτην τὴν νόσον Isoc.19.24; ἐκ τῆς νούσου ἀνέστη Hdt.1.22; θήλεα νόσος ib.105, cf. Hdn.4.12.2; ἱερὰ νόσος, νόσος ἱερά IV. 8: ν. defined, Gal.7.43.
II generally, distress, anguish, Hes.Th.527, S.OC544 (lyr.), etc.
2 disease of mind, esp. caused by madness, passion, vice, etc., νόσος φρενῶν A.Pers.750 (troch.); θεία νόσος, i.e. divine disease, madness, S.Aj.185 (lyr.); μανιάσιν νόσος ib.59; λυσσώδης νόσος ib.452; of love, Id.Tr.491; Ἀφροδίτας νόσον E.Hipp.767 (lyr.); ἀκόλαστον ἔσχε γλῶσσαν, αἰσχίστην νόσος Id.Or.10; τῆς μεγίστης νόσου, ἀνοίας Pl.Lg.691d; νόσον καὶ στάσιν οὐ ταὐτὸν νενόμικας; Id.Sph.228a.
3 plague, bane, mischief, e.g. a whirlwind is θεία νόσος S.Ant.421, cf. 1141 (lyr.); of the trident of Poseidon, A.Pr.924 (s.v.l.); πεντεσύριγγος νόσος, of the pillory, Polyeuct. ap. Arist. Rh.1411a23; κτείνειν τινὰ ὡς νόσον πόλεως Pl.Prt.322d.
German (Pape)
[Seite 264] ἡ, ion. u. ep. νοῦσος, Krankheit; Seuche, die ein zürnender Gott schickt, νοῦσον ἀνὰ στρατὸν ὦρσε κακήν, Il. 1, 10; νούσῳ ὑπ' ἀργαλέῃ φθίσθαι, 13, 667, Gegensatz des schnellen Todes, vgl. 670 u. Od. 11, 172; ἐν νούσῳ κεῖται, 5, 395; οὔτις μοι νοῦσος ἐπήλυθε, 11, 200; ἰατῆρα θερμᾶν νόσων, Pind. P. 3, 66; βαρειᾶν νόσων ἀκέσματα, 5, 63; παντοδαπᾶν ἀλκτῆρα νούσων, 3, 7; ἐς νόσον πεσών, wie auch wir sagen: in eine Krankheit verfallen, Aesch. Prom. 471. 476 (εἰς νόσον ἐμπίπτει, Antipho 1, 20); νόσος φρενῶν, Pers. 736, u. oft übertr. von allen Leidenschaften; Soph. vom Wahnsinn, Ai. 59, θεία νόσος, 185, ἐμβαλοῦσα λυσσώδη νόσον, 447; von der Liebe, Tr. 445. 491 u. öfter bei Eur.; – ἐκ τῆς νούσου ἀνέστη, Her. 1, 22; ἐκφυγὼν τὴν νοῦσον, ib. 25; ἡ σώματος πονηρία νόσος οὖσα, Plat. Rep. X, 609 c; τῆς μεγίστης νόσου ἀνοίας πληρωθεῖσα αὑτῆς τὴν διάνοιαν, Legg. III, 691 c, die Sucht, von heftiger Begierde, Theaet. 169 b u. ähnliche Stellen zeigen, wie geläufig die Übertragung auf geistige Uebel war; er sagt auch τὸν μὴ δυνάμενον αἰδοῦς μετέχειν κτείνειν ὡς νόσον πόλεως, Prot. 322 d, u. vrbdt κάμνειν ἐν νόσοις, Phil. 45 a, wie κάμνειν τὰς νόσους, Rep. III, 408 e; Xen. u. Folgde überall.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
maladie :
I. au sens phys. :
1 en parl. de pers. ἐς νόσον πίπτειν ESCHL tomber malade ; ἐκ τῆς νούσου (ion.) ἀνιστάναι HDT, νόσου ἀπαλλαγῆναι XÉN relever ou sortir de maladie ; νόσος μεγάλη HDT ou νόσος ἱερά l'épilepsie;
2 en parl. de la terre stérilité;
II. en parl. de l'intelligence égarement de l'esprit, démence, folie;
III. au sens mor.
1 souffrance morale, folle passion;
2 vice, défaut.
Étymologie: DELG aucune étymologie n'est en vue.
Russian (Dvoretsky)
νόσος: ион. νοῦσος ἡ
1 болезнь, недуг: ἐς νόσον πίπτειν Aesch. заболеть; ἐκ τῆς νούσου ἀνιστάναι Her. или νόσου ἀπαλλαγῆναι Xen. оправиться от болезни, выздороветь; ν. μεγάλη или ἱερά Her. падучая болезнь, эпилепсия; ν. φρενῶν Aesch. безумие;
2 негодность, бесплодие (τῆς γῆς Xen.);
3 бедствие, бич, язва (πόλεως Plat.): τινάκτειρα ν. Aesch. = ἡ τοῦ Ποσειδῶνος τρίαινα;
4 страдание, мучение (πάντων νόσων ἀπαλλαγῆναι Aesch.);
5 недостаток, порок (αἰσχίστη ν. Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
νόσος: Ἰων. νοῦσος, ἡ, ὡς καὶ νῦν, ἀσθένεια, ἀρρωστία, Ὅμ. (ὅστις, ὡς ὁ Ἡσ. καὶ ὁ Ἡρόδ., ἔχει ἀείποτε τὸν Ἰων. τύπον), κτλ.· - ὁ Ὅμ. παριστάνει τὴν νόσον ἀείποτε ὡς θείαν τιμωρίαν προερχομένην ἐκ θεοῦ τινος παρωργισμένου, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν αἰφνίδιον καὶ εὔκολον θάνατον ἀποδιδόμενον εἰς τὸν Ἀπόλλωνα καὶ τὴν Ἄρτεμιν, ὡς καὶ πρὸς τὸν βίαιον θάνατον· κατὰ τὸν Ἡσίοδ. ἐν Ἔργ. κ. Ἡμ. 92, 102, νόσος ἦτο ἓν ἐκ τῶν δώρων τῆς Πανδώρας πρὸς τοὺς ἀνθρώπους· - ἐς ν. πίπτειν Αἰσχύλ. Πρ. 474· ἐς ν. ἐμπίπτειν Ἀντιφῶν 113. 31· νόσος ἐμπίπτει τινὶ Ξεν. Κύρ. 8. 3, 41· ἐπέρχεταί τινι Ὀδ. Λ. 199· λαμβάνεσθαι νόσῳ, ὑπὸ νόσου Σοφ. Τρ. 446, κτλ.· κάμνειν νόσῳ, ἴδε ἐν λ. κάμνω· ἀσθενεῖν ταύτην τὴν νόσον Ἰσοκρ. 389C· πρβλ. νοσέω· - ἐκ τῆς νούσου ἀνέστη Ἡρόδ. 1. 22· - ἱερὰ νόσος, ἴδε ἱερός ΙΙΙ. 4. ΙΙ. καθόλου, θλῖψις, ἀθλιότης, δυστυχία, λύπη, κακόν, Ἡσ. Θ. 527, 799, Τραγ. 2) νόσος τοῦ νοῦ, ἰδίως ἐκ μανίας ἢ παραφροσύνης, ὀργῆς, ἐγκλημάτων, κτλ., Τραγ.· ν. φρενῶν Αἰσχύλ. Πέρσ. 750· θεία ν., ὅ ἐστι παραφροσύνη, Σοφ. Αἴ. 186· μανιάσιν ν. αὐτόθι 59· ν. λυσσώδη αὐτόθι 452· ἐπὶ ἔρωτος, ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 445, 491, Εὐρ. Ἱππ. 766· ἀκόλαστον εἶχε γλῶσσαν, αἰσχίστην ν. ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 10· τῆς μεγίστης ν., ἀνοίας Πλάτ. Νόμ. 691C· πρβλ. νοσέω 2. 3) ἐπὶ πόλεων ἢ κρατῶν, ἀκαταστασία, στάσις, πρβλ. Πλάτ. Σοφιστ. 228Α, καὶ ἴδε νοσέω 3. 4) πληγή, ὄλεθρος, βλάβη, π.χ., ὁ ἀνεμοστρόβιλος καλεῖται θεία νόσος, Σοφ. Ἀντ. 421 (ὁ αὐτὸς καλεῖται οὐράνιον ἄχος, μικρὸν ἀνωτέρω)· ἐπὶ νόσῳ νόσον ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 544· ἢ ἡ αἰτία μεγάλης τινὸς ταραχῆς, οἷον ἡ τρίαινα τοῦ Ποσειδῶνος ἐν Αἰσχύλ. Πρ. 924· πρβλ. πεντεσύριγγος. 5) νόσος μεγάλη· «ἐπιληψία» Ἡσύχ. (Ἴσως νόσος, νοῦσος εἶναι συγγενὲς τῷ Λατ. noc-eo, nox-a, ἴδε ἐν λ. νέκυς).
English (Slater)
νόσος, νοῦσος (ἡ: νόσοι, -ων, -ους; νούσῳ, -ον, -ων.) illness, affliction ὀξείας δὲ νόσους ἀπαλάλκοι (sc. Ζεύς) (O. 8.85) Ἀσκλαπιόν, ἥροα παντοδαπᾶν ἀλκτῆρα νούσων (P. 3.7) πολυπήμονας ἀνθρώποισιν ἰᾶσθαι νόσους (P. 3.46) ἰατῆρα θερμᾶν νόσων (P. 3.66) βαρειᾶν νόσων ἀκέσματ (P. 5.63) νόσοι δ' οὔτε γῆρας οὐλόμενον κέκραται ἱερᾷ γενεᾷ (P. 10.41) Ἰάλεμον ὠμοβόλῳ νούσῳ πεδαθέντα σθένος Θρ. 3. 10. met., ἀλλ' εὔχεται οὐλομέναν νοῦσον διαντλήσαις ποτὲ οἶκον ἰδεῖν (sc. Δαμόφιλος, who suffers the miseries of exile) (P. 4.293)
English (Strong)
of uncertain affinity; a malady (rarely figuratively, of moral disability): disease, infirmity, sickness.
Greek Monolingual
η (ΑΜ νόσος, Α επικ. και ιων. τ. νοῦσος)
1. διαταραχή τών φυσιολογικών διεργασιών του οργανισμού ή τμημάτων του λόγω εξωτερικών ή εσωτερικών αιτίων, νόσημα, αρρώστια, ασθένεια
2. φρ. «ιερά νόσος» — η επιληψία
νεοελλ.
φρ. α) «επαγγελματική νόσος» — ασθένεια που προσβάλλει όσους εργάζονται σε ειδικά επαγγέλματα με επικίνδυνες συνθήκες εργασίας
β) «νόσος ενδημική»
ιατρ. κάθε αρρώστια που εμφανίζεται σταθερά σε έναν τόπο
γ) «νόσος επιδημική»
ιατρ. κάθε νόσος με μεγάλη μεταδοτικότητα που προσβάλλει σε μικρό χρονικό διάστημα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού
μσν.-αρχ.
πολιτική αναταραχή, στάση
αρχ.
1. επιδημία, λοιμός
2. παραφροσύνη, τρέλα
3. αθλιότητα, δυστυχία
4. όλεθρος, καταστροφή
5. (για την τρίαινα του Ποσειδώνος) αιτία μεγάλης ταραχής
6. φρ. «πεντεσύριγγος νόσος» — ο κύφων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η ύπαρξη του τ. νοῦσος στον Όμηρο και στον Ηρόδοτο οδηγεί στην υπόθεση ότι η λ. ανάγεται σε αρχικό τ. νόσFος, από όπου με αντέκταση προήλθε η νόθος δίφθογγος -ου-στην Ιωνική, ενώ στην αττική διάλεκτο παρατηρείται σίγηση του -F- χωρίς αντέκταση (πρβλ. μόνFος > μοῦνος ομηρ. ιων. — μόνος αττ.). Κατ' άλλους, όμως, το ομηρ. νοῦσος ανάγεται σε αρχ. αμάρτυρο τ. νόσσος.
ΠΑΡ. νοσηρός, νοσώ, νοσώδης
αρχ.
νοσάζω, νοσακερός, νόσανσις, νοσηλός, νοσίζω, νόσιος, νουσαλέος
αρχ.-μσν.
νοσερός, νοσεύομαι
μσν.
νοσιαίος, νοσιάρης.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) νοσοκόμος, νοσοποιός
αρχ.
νοσογνωμονικός, νοσογνώμων, νοσοεργός, νοσόθυμος, νοσολογώ, νοσοτρόφος, νοσοτυφώ, νοσουργός, νουσαχθής, νουσοβαρής, νουσολύτης, νουσομελής, νουσοφόρος
μσν.
νοσομαχώ
νεοελλ.
νοσογεωγραφία, νοσογονία, νοσογόνος, νοσογραφία, νοσογραφικός, νοσογράφος, νοσολογία, νοσολογικός, νοσολόγος, νοσομανής, νοσοφοβία, νοσοφόρος, νοσοχθονολογία. (Β' συνθετικό) άνοσος, επίνοσος, πολύνοσος
αρχ.
ακεσσίνοσος, έννοσος, νευρόνοσος, παυσίνοσος, υπόνοσος
νεοελλ.
ζωονόσος, φυτονόσος].
Greek Monotonic
νόσος: ἡ, Ιων. νοῦσος,
I. αρρώστια, ασθένεια, αδιαθεσία, σε Όμηρ. κ.λπ.
II. 1. γενικά, στενοχώρια, δυστυχία, πόνος, λύπη, συμφορά, σε Ησίοδ., Τραγ.
2. διανοητική ασθένεια, στους Τραγ.· θεία νόσος, δηλ. τρέλα, σε Σοφ.
3. λέγεται για πολιτικά καθεστώτα, αναρχία, στάση έναντι της αρχής, σε Πλάτ.
4. πληγή, δηλητήριο, λαίλαπα, λέγεται η φράση «θεία νόσος» για τον ανεμοστρόβιλο, σε Σοφ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: illness, disease, metaph. distress, need (Il.).
Other forms: ep. Ion. νοῦσος (s. below).
Compounds: Compp., e.g. νοσο-ποιέω cause disease (Hp.), ἐπί-νοσος a prey of disease, unhealthy (Hp., Arist.; Strömberg Prefix Studies 85).
Derivatives: A. Adj.: 1. νοσερός ill, unhealthy (Hp., E.. Arist.); 2. νοσηρός id. (Hp., X.; ὑγιηρός Pi., Ion.) with νοσήριον (H. s. κηρέσιον; for νοσητήριον or νοσηρόν?); 3. νοσηλός ill, sickly (Hp.; rather from νοσέω, cf. Chantraine Form. 241) with νοσήλια n. pl. sick-diet (Opp.), νοσηλεύω, -ομαι care for a patient, be ill (Isoc., J.), νοσηλεία f. nursing, morbidity (S., J., Plu.); 4. νοσακερός id. (Arist.; after Poll. 3, 105 ἐσχάτως κωμικόν; on ακ-enlargement Frisk Nom. 62ff.); 5. νοσώδης ill, unhealthy (Hp., Att.); 6. Νόσιος surn. of Ζεύς (Miletos VI--Va). -- B. Verbs: 1. νοσέω be ill (Att., also Ion.) with νόσημα n. illness (IA.), with νοσημάτιον dimin. (Ar.), -τικός, *τώδης sickly (Arist.); 2. νοσεύομαι be sickly with νόσευμα illness (Hp.); 3. νοσάζομαι, -ω be, make ill, νοσίζω make ill (Arist., Gal.). -- C. Substant. 1. νόσανσις f. getting ill (Arist.: ὑγίανσις; *νοσαίνω); 2. unclear νοσίμη (leg. -ήμη?) = νόσημα (Theognost.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: From νόσος: νοῦσος we conclude to *νόσϜος (Schulze Q. 115 with Aufrecht KZ 1, 120). Beside the also in Ionic younger νοσέω, ep. νοῦσος can also be understood as a false rewriting of ΝΟΣΟΣ for *νόσσος; then the ep. form must have been taken over by Hdt. and Hp. Schwyzer 227 a. 308, cf. Wackernagel Unt. 86; s. also Chantraine Gramm. hom. 1, 162 and Lejeune Traité de phon. 117. -- Several explanations, which have at best hypothetic value, as Brugmann Sächs. Ges. Ber. 1897, 29ff. and IF 28, 363ff., Solmsen BphW 1906, 754f. (all noted by Bq; s. also WP. 2, 333). - The word could well be Pre-Greek (note the retained -σ-; not in Fur.)
Middle Liddell
νόσος, Ionic νοῦσος, ἡ,
I. sickness, disease, malady, Hom., etc.
II. generally, distress, misery, suffering, sorrow, evil, Hes., Trag.
2. disease of mind, Trag.; θεία ν., i. e. madness, Soph.
3. of states, disorder, sedition, Plat.
4. a plague, bane, of a whirlwind, Soph.
Frisk Etymology German
νόσος: {nósos}
Forms: ep. ion. νοῦσος (vgl. unten)
Grammar: f.
Meaning: Krankheit, übertr. Übel, Not (seit Il.).
Composita: Kompp., z.B. νοσοποιέω Krankheit verursachen (Hp. u.a.), ἐπίνοσος einer Krankheit anheimgefallen, ungesund (Hp., Arist. usw.; Strömberg Prefix Studies 85).
Derivative: Ableitungen: A. Adj.: 1. νοσερός krankhaft, ungesund (Hp., E.. Arist. u.a.); 2. νοσηρός ib. (Hp., X. u.a.; ὑγιηρός Pi., ion.) mit νοσήριον (H. s. κηρέσιον; für νοσητήριον od. νοσηρόν?); 3. νοσηλός krank, kränklich (Hp.; eher von νοσέω, vgl. Chantraine Form. 241) mit νοσήλια n. pl. Krankenspeise (Opp.), νοσηλεύω, -ομαι einen Kranken pflegen, krank sein (Isok., J. u.a.), νοσηλεία f. Krankenpflege, krankhafter Zustand (S., J., Plu. u.a.); 4. νοσακερός ib. (Arist.; nach Poll. 3, 105 ἐσχάτως κωμικόν; zur ακ-Erweiterung Frisk Nom. 62ff.); 5. νοσώδης krankhaft, ungesund (Hp., att.); 6. Νόσιος Bein. des Ζεύς (Miletos VI—Va). — B. Verba: 1. νοσέω kranken, krank sein (att., auch ion.) mit νόσημα n. Krankheit (ion. att.), wovon νοσημάτιον Demin. (Ar.), -τικός, *τώδης kränklich (Arist. u.a.); 2. νοσεύομαι kränklich sein mit νόσευμα Krankheit (Hp.); 3. νοσάζομαι, -ω krank sein, machen, νοσίζω krank machen (Arist., Gal.). — C. Substantiva: 1. νόσανσις f. das Erkranken (Arist.: ὑγίανσις; *νοσαίνω); 2. unklar νοσίμη (leg. -ήμη?) = νόσημα (Theognost.).
Etymology: Aus νόσος: νοῦσος ergibt sich als ältere Form zunächst *νόσϝος (Schulze Q. 115 mit Aufrecht KZ 1, 120). Neben dem auch im Ionischen herrschenden jüngeren νοσέω läßt sich aber ep. νοῦσος auch als eine falsche Umschreibung von ΝΟΣΟΣ für *νόσσος verstehen; dann muß die ep. Form. von Hdt. und Hp. übernommen sein. Schwyzer 227 u. 308 m. Lit., dazu Wackernagel Unt. 86; s. auch Chantraine Gramm. hom. 1, 162 und Lejeune Traité de phon. 117.— Mehrere Deutungsvorschläge, die schon wegen der unsicheren Grundform hochstens hypothetischen Wert haben, so Brugmann Sächs. Ges. Ber. 1897, 29ff. und IF 28, 363ff., Solmsen BphW 1906, 754f. (alle bei Bq referiert; s. auch WP. 2, 333). Ältere Lit. bei Bq und Prellwitz.
Page 2,323-324
Chinese
原文音譯:nÒsoj 挪所士
詞類次數:名詞(12)
原文字根:病 相當於: (חָלָה)
字義溯源:疾病*,疾,病,病症,患病的,不健康,不適。參讀 (ἀσθένεια)同義字
同源字:1) (νοσέω)生病 2) (νόσημα)病 3) (νόσος)疾病
出現次數:總共(11);太(5);可(1);路(4);徒(1)
譯字彙編:
1) 疾病(6) 太4:23; 太8:17; 太9:35; 太10:1; 路6:17; 徒19:12;
2) 各樣病症(1) 路9:1;
3) 疾病的(1) 路7:21;
4) 疾(1) 可1:34;
5) 患病的(1) 太4:24;
6) 病症的人(1) 路4:40
English (Woodhouse)
canker, disease, plague, sickness
Mantoulidis Etymological
ἡ (=ἀρρώστεια). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του.
Παράγωγα: νοσέω -ῶ (=εἶμαι ἄρρωστος), νόσημα, νοσηλεύω (=περιποιοῦμαι ἄρρωστο), νοσηλεία, νοσήλιος, νοσηλός (=ἄρρωστος), νοσηρός, νοσώδης.
Lexicon Thucydideum
morbus, disease, 1.23.3, 2.47.3, 2.49.6, 2.50.1, 2.54.5. 2.54.6. 2.57.1, 2.58.2, 2.58.2. 2.59.1, 2.61.3. 2.64.1. 2.98.3. 3.3.1, 3.43.3, 3.87.1, 5.41.2, 6.12.1, 6.26.2, 7.15.1, 7.47.2, 7.77.2, 8.84.5.
Translations
disease
Afrikaans: siekte; Albanian: sëmundje; Amharic: በሽታ; Arabic: مَرَض, دَاء, سُقْم; Armenian: հիվանդություն, ախտ; Assamese: বেমাৰ, ৰোগ; Asturian: enfermedá; Azerbaijani: xəstəlik; Bashkir: ауырыу; Basque: eritasun; Belarusian: хвароба, захворванне, нездароўе, хворасць, нядужасць, немач; Bengali: অসুখ, রোগ, বিমার; Bikol Central: hilang; Breton: kleñved; Bulgarian: болест, заболяване; Burmese: ရောဂါ; Catalan: malaltia; Cebuano: sakit; Cherokee: ᎥᏳᎩ; Chichonyi-Chidzihana-Chikauma: ukongo; Chinese Cantonese: 疾病, 病; Dungan: бин, бемар; Hakka: 病; Mandarin: 疾病, 病, 病症, 症; Min Dong: 病; Min Nan: 病; Wu: 疾病; Czech: nemoc, choroba; Danish: sygdom; Dutch: ziekte; Estonian: haigus, tõbi; Faroese: sjúka; Finnish: tauti, sairaus; French: maladie, mal; Galician: enfermidade, doenza; Georgian: ავადმყოფობა, დაავადება, სენი; German: Krankheit, Infektionskrankheit, Seuche; Gothic: 𐍃𐌰𐌿𐌷𐍄𐍃, 𐍃𐌹𐌿𐌺𐌴𐌹; Greek: ασθένεια, αρρώστια, νόσος, νόσημα, πάθηση; Ancient Greek: ἀδυναστία, αἰτία, ἀκληρία, ἀλυσθένεια, ἀνωμαλία, ἀρρώστημα, ἀρρωστία, ἀσθένεια, ἀσθένημα, διάθεσις, δυσκρασία, νόσος, νοῦσος; Hawaiian: maʻi; Hebrew: מַחֲלָה; Hiligaynon: balatian; Hindi: रोग, व्याधि, बीमारी, मरज़; Hungarian: betegség, kór; Icelandic: sjúkdómur, sýki, mein; Ido: maladeso, morbo; Indonesian: penyakit; Irish: galar, aicíd; Isan: โรค; Italian: malattia, malanno, disturbo, morbo; Japanese: 病気, 疾病; Javanese: ꦥꦚꦏꦶꦠ꧀; Kannada: ರೋಗ; Kazakh: ауру, кесел; Khmer: ជំងឺ, រោគ; Konkani: रोग; Korean: 질병(疾病); Kurdish Central Kurdish: نەخۆشی; Northern Kurdish: nesaxî, nexweşî; Kyrgyz: оору; Lao: ພະຍາດ, ໂລກ; Latgalian: vaideiba, naveseleiba, lyga; Latin: morbus, aegror, infirmitas, languor; Latvian: slimība, liga; Lithuanian: liga, susirgimas; Macedonian: болест, заболување; Malay: penyakit; Malayalam: രോഗം, സുഖക്കേട്; Maltese: marda; Manchu: ᠨᡳᠮᡝᡴᡠ; Maori: tahumaero; Mongolian Cyrillic: өвчин; Mongolian: ᠡᠪᠡᠳᠴᠢᠨ; Navajo: ąąh dah hazʼą́, ąąh dah hoyoołʼaałii, tsʼííh niidóóh; Nepali: रोग, बिमारी; Ngazidja Comorian: uwaɗe; Norwegian Bokmål: sykdom, sjukdom; Nynorsk: sjukdom; Occitan: malautiá; Old Church Slavonic Cyrillic: немощь; Old English: coþu, ādl, ælfsogoþa; Oriya: ରୋଗ; Ossetian: рын; Pali: roga; Pashto: ناروغي; Persian: بیماری, ناخوشی, مرض; Pitjantjatjara: pika; Plautdietsch: Krankheit; Polish: choroba; Portuguese: doença; Punjabi: ਰੋਗ, ਬਿਮਾਰੀ; Romanian: boală, maladie; Russian: болезнь, заболевание, недуг, хворь, немочь, нездоровье, недомогание; Sanskrit: रोग, गद, व्याधि; Santali: ᱨᱳᱜ; Scottish Gaelic: trioblaid, galar, tinneas, euslaint; Serbo-Croatian Cyrillic: бо̏ле̄ст, оболење; Roman: bȍlēst, obolenje; Shan: တၢင်းပဵၼ်, ယေႃးၵႃႇ; Sinhalese: රෝග; Slovak: nemoc, choroba; Slovene: bolezen; Somali: cudur; Spanish: enfermedad, dolencia; Swahili: ugonjwa, maradhi; Swedish: sjukdom; Tagalog: sakit, balatian; Tajik: беморӣ, мараз, нохуши; Tamil: நோய், வியாதி; Tatar: авыру; Telugu: వ్యాధి, రోగము, జబ్బు; Thai: โรค; Tibetan: ན་ཚ, སྙུང་གཞི; Tocharian B: teki; Turkish: hastalık, sayrılık; Turkmen: hassalyk, syrkawlyk, kesel; Ugaritic: 𐎎𐎗𐎕; Ukrainian: хвороба, захворювання, нездоров'я, недуга, неміч, немощі; Urdu: بیماری, مَرَض, روگ; Uyghur: كېسەللىك, كېسەل; Uzbek: xastalik, kasallik, kasal; Vietnamese: bệnh, căn bệnh; Volapük: maläd, näfätamaläd; Welsh: clefyd, afiechyd; White Hmong: mob; Yiddish: זאָך, קראַנקייט, חולאת, מחלה; Zhuang: bingh