φλέγω
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
English (LSJ)
Il.21.13, etc.: A fut. φλέξω S.Fr.1128.5, A.R.3.582, LXX De.32.22, etc.: aor. ἔφλεξα A.Pr.582 (lyr.):—Pass., fut. φλεγήσομαι (συμ-) J.BJ7.8.5: in 4.6.3 the readings καταφλέξεσθαι, καταφλεχθήσεσθαι, and καταφλεγήσεσθαι are found in codd.; καταφλεχθήσεται Ach.Tat.Intr.Arat. p.61M.: aor. ἐφλέχθην Hom.Epigr.14.23, (κατ-) Th.4.133: aor. 2 ἐφλεγην (ἀν-) Luc.DDeor.9.2, (ἐξ-) AP12.178 (Strat.): pf. πέφλεγμαι Lyc.806.
A trans., burn, burn up, Il.21.13; πυρί φλέξον A.Pr.582 (lyr.); φλέγων ἀκτῖσιν ἥλιος χθόνα Id.Pers.364, cf. 504:—Pass., take fire, blaze up, ῥέεθρα πυρὶ φλέγετο Il.21.365, cf. BMus.Inscr.1036 (Caria, ii/i B. C.).
2 Pass., to be inflamed, κάεσθαί τε καὶ φ. Pl. Ti.85b; ἡ πεφλεγμένη ποδαλγία PLond.5.1676.16 (vi A. D.).
3 metaph., kindle, inflame with passion, Ἄρεα.. ὃς.. φλέγει με OT192 (lyr.), cf. Mosch.Fr.2.3, AP5.122 (Phld.), 287 (Paul.Sil.); αἷμα δάϊον φ. E.Ph.241 (lyr.):—Pass., burn with passion, S.OC1695 (lyr.), Ar.Nu.992 (anap.), Pl.Chrm.155d; νεότητι καὶ ἀνοίᾳ φλέγεται τὴν ψυχήν Id.Lg.716a; ὑπὸ τοῦ πάθους D.H.11.28; ὑπὸ δίψης Id.9.66; ὑπὸ τοῦ λιμοῦ Ael.NA14.27; ἐπί τινι Id.Fr.52.
II light up, φ. λαμπάσι τόδ' ἱερόν E.Tr.309 (lyr.); Ζεὺς διὰ χερὸς βέλος φλέγων = making it blaze or flash, A.Th.513; πυρὸς φλέξον μένος Trag.Adesp.90: metaph., ἄταν οὐρανίαν φλέγων = letting the flame of mischief blaze up to heaven, S.Aj.195 (lyr.):—Pass., blaze up, burst forth or break forth, βωμοὶ δώροισι φλέγονται A.Ag.91 (anap.): metaph., ὕμνοι φλέγονται B.Fr.3.12.
2 metaph., make illustrious or make famous, σὲ φλέγοντι Χάριτες Pi.P.5.45:—Pass., be famous or become famous, be illustrious or become illustrious, ἀρεταῖς, Μοίσαις φλέγεσθαι, Id.N.10.2, I.7 (6).23.
B intr., burn, blaze, of fire, torches, etc., A.Ag.308, Th.433, S.Aj.1278; of lightning, Id.OC1467 (lyr.); of the sun, Id.Aj.673; φλέγονθ' ὑπ' ἄστροις οὐρανόν A.Th.388: of armour, flash, νέφος ἀσπίδων φ. E.Ph.251 (lyr.); ἄνθεμα χρυσοῦφλέγει Pi.O.2.72; γυναικὸς φλέγων ὀφθαλμός A.Fr.243; of fire-breathing bulls, φλέγει δὲ μυκτήρ S.Fr. 336.
2 metaph., burst forth or break forth, of passion, θυμὸς ἀνδρεία φλέγων A.Th.52, cf. 287; φ. λύσσῃ Ar.Th.680 (lyr.); of grief, A.R.3.773.
3 shine forth, become famous, Pi.N.6.38.—Poet. in early writers, exc. Pl. ll. cc. (Cf. Lat. fulgeo, flagro, flamma, Lett. blāzma 'glare of light or fire'.)
German (Pape)
[Seite 1291] aor. pass. ἐφλέγην, Sp., vgl. φλεγέθω, selten in Prosa; – 1) trans. brennen, sengen, erhitzen, anzünden, verbrennen; Il. 21, 13; πυρὶ φλέξον Aesch. Prom. 583; εὖτ' ἂν φλέγων ἀκτῖσιν ἥλιος χθόνα λήξῃ Pers. 356, vgl. 496; φλέγω λαμπάσιν τόδ' ἱερόν, erleuchten, Eur. Troad. 309; pass. in Brand geraten, heiß werden, πυρὶ φλέγεσθαι Il. 21, 365; – übertr., – a) in heftige Bewegung od. Leidenschaft setzen, entflammen, zu Liebe od. Zorn u. vgl., φλέγειν τινά, Einen mit Liebe entflammen, Jac. A. P. p. 120; vgl. Plat. Charm. 155 d; auch mit heftigem Schmerz erfüllen, Soph. O. C. 1688; übh. mit Heftigkeit ausbrechen lassen, anregen, Ζεὺς διὰ χερὸς βέλος φλέγων Aesch. Spt. 495, den Blitz aufflammen lassend; ἄταν οὐρανίαν φλέγειν Soph. Ai. 196; πάνθ' ὁ χρόνος μαραίνει τε καὶ φλέγει, die Zeit macht Alles vergehen u. entstehen, 701; quälen, ὃς νῦν φλέγει με περιβόητος ἀντιάζων O. R. 192; pass. auflodern, plötzlich entstehen, ὑμνοι φλέγονται Bacchyl. 12, 12. – b) berühmt machen, Pind. P. 5, 45, u. pass. berühmt werden, φλέγεται ἀρεταῖς N. 10, 2, Μοίσαις I. 6, 23. – 2) intrans. brennen, flammen, im Feuer stehen, leuchten, glänzen; φλέγειν χρυσοῦ, von Gold, wie Gold glänzen, Pind. Ol. 2, 72; auch hervorglänzen, berühmt werden, N. 6, 39 (vgl. Ap. Rh. 3, 773); φλέγονθ' ὑπ' ἄστροις οὐρανόν Aesch. Spt. 370; φλέγει δὲ λαμπὰς διὰ χερῶν ὡπλισμένη 415, u. öfter; auch übertr., θυμὸς ἀνδρείᾳ φλέγων, muthentflammt, 52; πρὶν ταχυῤῥόθους λόγους ἱκέσθαι καὶ φλέγειν χρείας ὕπο 268, ehe sie entbrennen; von der Sonne, ἐξίσταται δὲ νυκτὸς αἰανὴς κύκλος τῇ λευκοπώλῳ φέγγος ἡμέρᾳ φλέγειν Soph. Ai. 658; vom Blitz, O. C. 1466; von der Fackel, O. R. 213; φλέγειν μανίαις Ar. Th. 680.
French (Bailly abrégé)
f. φλέξω, ao. ἔφλεξα, pf. inus.
Pass. ao. ἐφλέχθην, ao.2 réc. ἐφλέγην, pf. πέφλεγμαι;
A. tr. I. enflammer, allumer :
1 consumer par la flamme, brûler, acc.;
2 brûler, dessécher en parl. du soleil;
3 échauffer, faire bouillonner;
II. fig. 1 enflammer (d'amour, de passion, de colère, d'inquiétude, de douleur, etc.);
2 en gén. enflammer, allumer, exciter, acc.;
B. intr. 1 brûler, être en feu, en flammes, en combustion;
2 fig. briller de, être éclatant de, τινι.
Étymologie: R. Φλέγ, brûler, être ardent ; cf. φλόξ, lat. fulgeo, fulgur, fulmen, fulvus ou flagro, flamma, flavus.
Russian (Dvoretsky)
φλέγω:
1 жечь, сжигать (πυρί τινα Aesch.);
2 освещать, озарять (χθόνα ἀκτῖσιν Aesch.; τὸ ἱερὸν λαμπάσι Eur.);
3 зажигать, pass. гореть (πυρὶ φλέγεσθαι Hom.): βωμοὶ δώροισι φλέγονται Aesch. алтари пылают (жертво)приношениями; αἷμα δάϊον φ. Eur. разжигать кровавую резню;
4 зажигать страстью, воспламенять, волновать (τινά и ψυχήν τινος Anth.): φλέγεσθαι τὴν ψυχὴν νεότητι καὶ ἀνοίᾳ Plat. быть охваченным пылом безрассудной юности; μήδ᾽ ἄγαν οὕτω φλέγεσθον Soph. не предавайтесь столь чрезмерному волнению;
5 гореть, пылать (λαμπὰς φλέγει Aesch.; πῦρ φλέγει Soph.): οὐρανία ἀστραπὴ φλέγει Soph. молния сверкает на небе; πυκνὸν ἀσπίδων νέφος φλέγει Eur. блистает сплошная масса щитов;
6 перен. пылать, быть возбужденным, быть охваченным (ἀνδρείᾳ Aesch.; μανίαις Arph.);
7 делать славным, знаменитым (τινά Pind.): φλέγεσθαι ἀρεταῖς μυρίαις Pind. быть славным (сиять) множеством доблестей;
8 быть прославляемым (Χαρίτων ὁμάδῳ Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
φλέγω: μέλλ. φλέξω Τραγ. Ἀποσπ. Ἄδηλ. 268 (Wagn.), Ἀπολλ. Ρόδ., κλπ.· ἀόρ. ἔφλεξα Αἰσχύλ.· ― Παθ., μέλλ. φλεγήσομαι (κατα-) Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 6, 3· (συμ-) αὐτόθι 7. 8, 5· ― ἀόρ. ἐφλέχθην Ὁμ. Ἐπιγράμμ. 14, (κατ-) Θουκ. 4. 1331· ἀόρ. β΄ ἐφλέγην (ἀν-) Λουκ. Θεῶν Διάλ. 9. 2, (ἐξ-) Ἀνθ. Παλατ. 12. 178· πρκμ. πέφλεγμαι Λυκόφρ. 806. (Ἐκ τῆς √ΦΛΕΓ παράγονται καὶ τὰ φλεγέθω, φλέγμα, φλεγ-μονή, φλεγυρός, φλογός, (φλόξ)· πρβλ. τὸ Σανσκρ. bhrâǵ, bhrâǵ-ê, (fulg o), bhrâǵ, barg-as (fulgor) Λατ. fulg-eo, fulg-ur, ful-men, ful-v s, ὡσαύτως καὶ τὰ flag-ra, flamma, flavus· Γοτθ. baihrts (δῆλος), at-bairht j (ἐπι-φαίνω)· Ἀρχ. Γερμ. blich-u (splendeo)· Λιθ. blizg-ù (ἀπαστράπτω)· ― πρβλ. καὶ φρύγω.) A. μεταβ., ὡς καὶ νῦν, φλέγω Ἰλ. Φ. 13· πυρί με φλέξον Αἰσχύλ. Πρ. 582· φλέγον ἀκτῖσιν ἥλιος χθόνα ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 364, πρβλ. 504. ― Παθ., ὡς καὶ νῦν, φλέγομαι, καταφλέγομαι, πυρὶ φλέγεσθαι Ἰλ. Φ. 365. 2) μεταφορ., ἐξάπτω, ἐξερεθίζω, εἰς ὀργήν, ὡς τὸ Λατ. urere, Ἄρεα... ὅς... φλέγει με Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 192, πρβλ. Μόσχ. 6. 3, Ἀνθ. Παλατ. 5. 123, 288· φλ. αἷμα δάϊον Εὐρ. Φοίν. 241· ― Παθ., ὡς τὸ Λατ. uri, φλέγομαι ὑπὸ πάθους, διακαίομαι, καταφλέγομαι, Σοφ. Οἰδ. Κολ. 1695, Ἀριστοφ. Νεφ. 993, Πλάτ. Χαρμ. 155D· κάεσθαί τε καὶ φλ. ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 85Β· φλέγεσθαι τὴν ψυχὴν νεότητι καὶ ἀνοίᾳ ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 716Α· ὑπὸ τοῦ πάθους Διονύσ. Ἁλ. 11. 28· ὑπὸ δίψης ὁ αὐτ. 9. 66· ὑπὸ τοῦ λιμοῦ Αἰλ. π. Ζ. 14. 27 ἐπί τινι ὁ αὐτ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. ἐφλέγετο. ΙΙ. ἀνάπτω, φλ. λαμπάσι τὸ ἱερὸν Εὐρ. Τρῳ. 309· Ζεὺς διὰ χερὸς βέλος φλέγων Αἰσχύλ. Θήβ. 512· πυρὸς φλέξον μένος Κωμικ. Ἀνώνυμ. 17· μεταφορ., ἄταν οὐρανίαν φλέγων, ἀνάπτων τὴν φλόγα τῆς Ἄτης μέχρις οὐρανοῦ, Σοφ. Αἴ. 196· πρβλ. οὐράνιος. ― Παθ., ἀνάπτομαι, ἀναφλέγομαι, ἀναπέμπομαι, συμποσίων δ’ ἐρατῶν βρίθοντ’ ἀγυιαί, παιδικοὶ θ’ ὕμνοι φλέγονται Βακχυλ. Ἀποσπ. 4 (13), 17· βωμοὶ δώροισι φλέγονται Αἰσχύλ. Ἀγ. 91. 2) μεταφορ., κάμνω τινὰ ἔνδοξον, περίφημον, ὡς τὸ Λατ. illustrare, σὲ φλέγοντι Χάριτες Πινδ. Π. 5. 60. ― Παθ., εἶμαι ἢ γίνομαι περίφημος, ἔνδοξος, ἀρεταῖς, Μούσαις φλέγεσθαι ὁ αὐτ. ἐν Ν. 10. 4, ἐν Ι. 7. 33· ἴδε κατωτ. Β. 3. Β. ἀμετάβ., καίομαι, φλέγομαι, ἀναλάμπω, ἀναδίδω φλόγας, ἐπὶ τοῦ πυρός, πυρσῶν, κλπ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 308, Θήβ. 433, Σοφ. Αἴ. 1278· ἐπὶ κεραυνοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Οἰδ. Κολ 1466· ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Σοφ. Αἴ. 673· φλέγονθ’ ὑπ’ ἄστροις οὐρανὸν Αἰσχύλ. Θήβ. 388· ― ἐπὶ ὁπλισμοῦ, ἀπαστράπτω, λάμπω, στίλβω, Εὐρ. Φοίν. 251· οὕτως, ἄνθεμα χρυσοῦ φλέγει Πινδ. Ο. 2. 131· ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 238· ἐπὶ ταύρων φλόγας φυσώντων, φλέγει δὲ μυκτὴρ Σοφ. Ἀποσπ. 320. 2) μεταφορ., ἐξάπτομαι, ἐκρήγνυμαι, ἐπὶ ὀργῆς, θυμὸς ἀνδρείᾳ φλέγων, «θερμῶς κινούμενος» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Θήβ. 52, πρβλ. 286· φλ. μανίαις Ἀριστοφ. Θεσμ. 680· ἴδε ἀνωτ. Α. Ι. 2. 3) ἐκλάμπω, γίνομαι ἔνδοξος, περίφημος, Πινδ. Ν. 6. 66, Br. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 773, πρβλ. φλεγυρός. ― Ἡ λέξις εἶναι σπανία παρὰ πεζογράφοις, ὁ Πλάτων ποιεῖται χρῆσιν μόνον τοῦ φλέγομαι ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ ἐξάπτομαι, ἐξερεθίζομαι, ἴδε ἀνωτέρω.
English (Autenrieth)
burn, singe, consume; pass., blaze, Il. 21.365.
English (Slater)
φλέγω (φλέγει, -οντι: impf. φλέγεν: pass. φλέγεται.)
a trans., make radiant, illuminate Ἀλεξιβιάδα, σὲ δ' ἠύκομοι φλέγοντι Χάριτες (P. 5.45) φλέγεται δ' ἀρεταῖς μυρίαις ἔργων θρασέων ἕνεκεν (sc. Ἄργος) (N. 10.2) φλέγεται δ' ἰοπλόκοισι Μοίσαις (sc. Στρεψιάδας) (I. 7.23)
b intrans., be radiant ἄνθεμα δὲ χρυσοῦ φλέγει (O. 2.72) παρὰ Κασταλίαν τε Χαρίτων ἑσπέριος ὁμάδῳ φλέγεν (sc. Καλλίας) (N. 6.38) ὁ δὲ καλὸν τι πονήσαις εὐαγορίαισι φλέγει (Pae. 2.67)
c fragg., πεδὰ στόμα φλέγει (ἀντὶ τοῦ κατὰ στόμα, Eustath.) fr. 26. ]ν' ἀμφὶ πόλιν φλεγε[ (Pae. 18.4)
d in tmesis, ἐν δ' ἔφλεξεν (v. ἐμφλέγω) (O. 10.74)
Greek Monolingual
ΝΜΑ
1. καίω με φλόγα, φλογίζω, πυρπολώ («φλέγον ἀκτῖσιν ἥλιος χθόνα», Αισχύλ.)
2. μτφ. εξάπτω, διεγείρω, ανάβω (α. «τον φλέγει η επιθυμία του» β. «Ἄρεα... ὅς... φλέγει με», Σοφ.)
νεοελλ.
1. μέσ. φλέγομαι
μτφ. α) κατέχομαι από ζήλο ή από έντονη επιθυμία για κάτι («φλέγεται από έρωτα»)
β) είμαι πολύ ζεστός («φλέγεται από πυρετό»)
2. φρ. «φλέγον ζήτημα» — μεγάλης σημασίας ζήτημα, του οποίου η αντιμετώπιση επείγει
αρχ.
1. (μτβ.) α) προκαλώ ανάφλεξη, ανάβω («Ζεὺς διὰ χειρὸς βέλος φλέγων», Αισχύλ.)
β) μτφ. i) αφιερώνω («βωμοὶ δώροισι φλέγονται», Αισχύλ.)
ii) κάνω κάποιον ένδοξο («σὲ φλέγοντι Χάριτες», Πίνδ.)
2. (αμτβ.) α) (για φωτιά, πυρσούς) αναδίδω φλόγες, φλογίζομαι, καίγομαι
β) εκπέμπω φως, φωτίζω
γ) λάμπω («ἄνθεμα χρυσοῦ φλέγει», Πίνδ.)
δ) μτφ. i) (για οργή) εκρήγνυμαι, ξεσπώ
ii) γίνομαι ένδοξος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φλέγω ανάγεται στην απαθή βαθμίδα της ΙΕ ρίζας bhl-eg-, η οποία αποτελεί παρεκτεταμένη, με λαρυγγικό -g-, μορφή της ρίζας bhel- «λάμπω, αστραφτερός, λευκός» (πρβλ. φαλός), και συνδέεται με τα: αρχ. άνω γερμ. blecchan «παρουσιάζω κάτι, γίνομαι ορατός», γερμ. blecken «δείχνω τα δόντια», ολλ. blaken «φλέγομαι, καίγομαι» (τα οποία ανάγονται στην ετεροιωμένη βαθμίδα bhl-og-) και με τα λατ. fulgo, fulgeo «αστράφτω» (από την συνεσταλμένη βαθμίδα bhl-g-) και flagro «φλέγομαι», flamma «φλόγα» (με επιθήματα σε -r- και -m- αντίστοιχα). Παρλλ. προς τη ρίζα bhel- / bhl-eg- του φλέγω απαντά και ΙΕ ρίζα bher- / bhr-eg με την ίδια σημ. στην οποία ανάγονται τα: γοτθ. bairhts «αστραφτερός, λαμπερός», αγγλ. bright «λαμπερός, φωτεινός», γαλατ. berth «αστραφτερός, ωραίος», ενώ υπάρχουν και ορισμένοι τ. όπως τα αρχ. ινδ. bhrājate «λάμπει, αστράφτει», bhargas- «λάμψη», αβεστ. brāzaiti «λάμπει», για τους οποίους παραμένει ανεξακρίβωτο σε ποια από τις δύο οικογένειες πρέπει να ενταχθούν. Το ρ. φλέγω απαντά στα παρ. του με τις μορφές: α) φλεγ- της απαθούς βαθμίδας (πρβλ. φλεγιῶ, φλέξις), συχνά εκτεταμένη με επιθήματα σε -r, -u, -m, -s, με αποτέλεσμα τη δημιουργία νέων μορφών θ.: φλεγρ- (πρβλ. Φλέγρα), φλεγυ- (πρβλ. φλεγυῶ, φλεγυρός), φλεγμ- (πρβλ. φλέγμα, φλεγμονή), φλεγεσ- (πρβλ. φλέγος, και τα σύνθ. σε -φλεγής) και β) φλογ- της ετεροιωμένης βαθμίδας στον τ. φλόξ, φλογός και στα παράγωγα και σύνθετά του. Το ρ. φλέγω, τέλος, είναι κυρίως ποιητικό και δεν απαντά συχνά στον πεζό λόγο, σε αντίθεση με τα παράγωγά του, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν ευρύτατα στο ιατρικό λεξιλόγιο (πρβλ. φλέγμα, φλεγμονή).
ΠΑΡ. φλέγμα, φλεγμονή, φλόξ(-γα)
αρχ.
φλεγιώ, φλεγμός, φλέγος, φλεγύας, φλεγυρός, φλέξις
μσν.
φλεκτικός
νεοελλ.
φλεκτήρας, φλέκτης.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αναφλέγω, διαφλέγω, καταφλέγω
αρχ.
αντιφλέγω, εγκαταφλέγω, εκφλέγω, εμφλέγω, επιφλέγω, περιφλέγω, προσαναφλέγω, συγκαταφλέγω, συμφλέγω, συναναφλέγω, υπαναφλέγω, υπερφλέγω, υποφλέγω
νεοελλ.
προαναφλέγω].
Greek Monotonic
φλέγω: μέλ. -φλέξω, αόρ. αʹ ἔφλεξα — Παθ., αόρ. αʹ ἐφλέχθην, αόρ. βʹ ἐφλέγην.
Α. μτβ.,
I. 1. φλέγω, καίω, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ. — Παθ., παίρνω φωτιά, φλέγομαι, σε Ομήρ. Ιλ.
2. μεταφ., εξάπτω, εξερεθίζω με οργή, σε Σοφ., Ευρ. — Παθ., όπως Λατ. uri, φλέγομαι από πάθος, καίγομαι, σε Σοφ., Αριστοφ.
II. 1. ανάβω, Ζεὺς βέλος φλέγων, το έκανε να ανάψει ή να αστράψει, σε Αισχύλ.· μεταφ., ἄταν οὐρανίαν φλέγων, αφήνω τη φλόγα του κακού (της άτης) να ανάψει μέχρι τον ουρανό, σε Σοφ. — Παθ., αναφλέγομαι, ανάβομαι, σε Αισχύλ.
2. μεταφ., κάνω κάποιον περίφημο ή ένδοξο, Λατ. illustrare, σε Πίνδ. — Παθ., είμαι ή γίνομαι έτσι, στον ίδ. Β. αμτβ.,
1. καίγομαι, φλέγομαι, αναλάμπω, σε Αισχύλ., Σοφ.· λέγεται για τον οπλισμό, αστράφτω, σε Ευρ.
2. μεταφ., εκρήγνυμαι, λέγεται για πάθος, οργή, σε Αισχύλ.
3. λάμπω, γίνομαι περίφημος, σε Πίνδ.
Middle Liddell
A. trans. to burn, burn up, Il., Aesch.:—Pass. to take fire, blaze up, Il.
2. metaph. to kindle, inflame with passion, Soph., Eur.:—Pass., like Lat. uri, to burn with passion, be inflamed, Soph., Ar.
II. to light up, Ζεὺς βέλος φλέγων making it blaze or flash, Aesch.; metaph., ἄταν οὐρανίαν φλέγων letting the flame of mischief blaze up to heaven, Soph.:—Pass. to blaze up, be a-light, Aesch.
2. metaph. to make illustrious or famous, Lat. illustrare, Pind.:—Pass. to be or become so, Aesch.
B. intr. to burn, flame, blaze, Aesch., Soph.; of armour, to flash, Eur.
2. metaph. to break forth, of passion, Aesch.
3. to shine forth, become famous, Pind.
Frisk Etymology German
φλέγω: {phlégō}
Forms: Fut. φλέξω (seit Il.), Aor. φλέξαι (seit Hes. Sc., A. Pr. 582 [lyr.]), Pass. φλεχθῆναι (Hom. Epigr., Th.) mit Fut. -ήσομαι (Ach. Tat.), sekundär φλεγῆναι (Luk., AP) mit Fut. -ήσομαι (J.), Perf. Pass. πέφλεγμαι (Lyk.), — Erweiterte Verbformen: φλεγέθω, auch m. ἐπι-, nur Präs. u. Ipf. = φλέγω (ep. lyr. seit Il.), vorw. intr. (Benveniste Origines 195), metr. bequem (Chantraine Gramm. hom. 1, 327); davon Πυριφλεγέθων, -οντος m. Fluß der Unterwelt (κ 513, Pl. Phd. 114a); -ιάω = φλέγω (Hdn. Gr.).
Grammar: v.
Meaning: entzünden, verbrennen, erleuchten, brennen, flammen, leuchten, glänzen.
Composita: oft m. Präfix, z.B. ἐπι-, κατα-, ἀνα-, περι-,
Derivative: Zahlreiche nominale Ableitungen. A. Mit ε-Vokal: 1. φλέγμα (ἐπί-) n. Flamme, Lohe (Φ 337), Entzündung (Hp. u.a.), Phlegma, Schleim (Hp., Pl., Arist. usw.) mit -μάτιον n. Schleim (Sotad. ap. Stob.), -ματίας, ion. -ίης m. an Phlegma leidend, voll Schleim (Hp.), -ματώδης entzündend, voll Schleim, schleimartig, phlegmatisch (Hp., Pl., Arist. usw.), -ματικός ib. (Gal. u.a.), -ματόεν ἔκρηγμα· τῆς φλογός, -ματίς· ἡ φλέγματα ἔχουσα H. Von φλέγμα noch die Verba: a. φλεγμαίνω, oft m. Präfix, z.B. ἐκ-, ἀνα-, συν-, ἐπι-, entzündet sein, heftig erregt sein mit -μανσις od. -μαντύς f. Entzündung (Hp.; Benveniste Noms d'agent 72), -μασία, ion. -ίη f. ib. (Hp., Arist.); b. -ματόομαι (ἐκ-) zu Schleim werden (Hp., Gal.); c. ὑπο- ~ -ματίζω schleimig werden (Alex. Trall.) mit φλεγματισμός (Gloss.). — 2. φλεγμονή f. (wie πῆμα: -μονή u.a.) Entzündung, entzündliche Geschwulst, heftige Erregung (Mediz., hell. u. sp.) mit -μονικός entzündlich, -μονώδης geschwulstähnlich (Gal.), -μονάομαι entzündet werden (Alex. Trall.). 3. φλέξις· ardor, flammatus (Gloss.); sonst nur zu den präfigierten Verba: ἀνά-, ἐπί-, κατά-, περίφλεξις f. Anzündung (sp.); für sich der Vogelname φλέξις (Dat. -ιδι Ar. Av. 884), vgl. φλεγύας unten. 4. φλεγμός m. Βρομίου φ. (Thespis; unsicher) = τὸ αἷμα (? H.), -μώδης = -ματώδης (Gal.). 5. φλέγος· τὸ φλέγμα H. 6. φλεγύας m. Ben. des Adlers (Hes. Sc. 134), nach der Farbe (H., EM; Thompson Birds s.v.); dazu der VN Φλεγύαι od. -ες (Ν 302; vgl. Heubeck Praegraeca 36), -υρός brennend (Ar. u. Kratin. in lyr., Hp. ap. Gal.), aus -υλός dissimiliert (Leumann Glotta 32, 223 A. 2 = Kl. Schr. 249 A. 1) ?; -υάω = ὑβρίζω (Ephor.; vgl. H.: Φλεγύαι· ἔθνος ὑβριστικὸν καὶ ἀσεβές). 7. Φλέγρα, ion. -ρη f. alter N. der maked. Halbinsel Pallene (Hdt., Str.), auch Φλέγρας πεδίον (Pi., Ar.), -ραία πλάξ (A.); τὰ Φλεγραῖα (πεδία) Ebene in Campanien (Plb.); nach der vulkanischen Natur. — 8. -φλεγής in ἐπι-, περιφλεγής feurig (Arist., Plu.), auch als Hinterglied, z.B. πυριφλεγής in Flammen stehend, hitzig (Hp., Plu.). — B. Mit ο-Abtönung: φλόξ, -ογός f. Flamme, brennendes Feuer, Brand (seit Il.), auch als Pfl.N. (Thphr.), nach der Farbe (Strömberg 49). Kompp. z.B. φλογώψ und -ωπός flammenartig, feurig (A. Pr.), καλλίφλοξ mit schöner Flamme (E. in lyr.). Von φλόξ, z.T. auch direkt auf φλέγω beziehbar: 1. Demin. φλόγιον n. (Longin.). 2. -ίδες f. pl. geröstete Fleischstücke (Archipp. u. Stratt. in lyr.), nach H. διὰ τὸ φλογίζεσθαι (somit Rückbildung?); -ίδια· αἱ κεγχρίδες δι’ ἐλαίου σκευαζόμενοι H. 3. -ετός m. das Brennen, Hitze (Gloss.; nach πυρετός). 4. -ίτης m. N. eines Edelsteins, der dem Karfunkel ähnelt (Solin.); -ῖτις f. ib. (Plin.), auch Art Anemone (PMag. Leid.; Redard 62 u. 77). 5. -ιή (-ίη?) f. Flamme (Nik.; Scheller Oxytonierung 73). 6. Adj. -εος flammend, funkelnd (Il., E. u. Ar. in lyr.; Schmid -εος u. -ειος 36), -ιος (?) ib. (Hp., Orph.), -ερός ib. (E. in lyr. u. anap., A. R., AP u.a.), -ινος ib., auch von Farben (LXX, D. S., Pap. u.a.), -ινον n. Goldlack (Thphr.; vgl. φλόξ), -ώδης flammenähnlich, feuerrot, entzündet (Hp., Arist. usw.). — 7. Verba. a. -ίζω, auch m. ἀνα-, κατα-, συν-u.a., = φλέγω (S. in lyr. u. anap., Arist., LXX, AP u.a.) mit -ίσματα (ἐπι-) n. pl. Brandschaden, äußerliche Entzündung (Hp., H. s. οὐδ’ ἅλα), παρα- ~ geröstete Speisen (Achae.), -ισμός (περι-) m. das Sengen (Sm., Thd., H. s. φλογμός), -ίστρα f. = εὕστρα (Sch., Eust.). b. -όομαι, -όω (ἐκ-, ἀπο-) entflammen (Arist., Thphr. u.a.) mit -ωσις (ἐκ-) f. ‘Entzün- dung, Entflammung’ (Th., Thphr., D. S. u.a.), -ώματα· τῶν ἄρτων τὰ ἐπικεκαυμένα H. c. -ιάω entzündet werden (Hp.). —C. Mit ο-Abtönung noch φλογμός m. (neben φλέγμα; vgl. Porzig Satzinhalte 283), ‘Flamme, Glut, Entzündung, Sonnen-, Fieberhitze’ (A. u. E. in lyr., Hp., Arist. usw.) mit -μόω verbrennen (PMag. Berol.).
Etymology: Die obigen Wörter bilden ein Formensystem, das sich von einer idg. Grundlage aus nach festen und geraden Linien in der griechischen Hochsprache entwickelt hat. Am nächsten kommen einige lateinische Wörter: das primäre fulgō (sekundär -eō), Pf. fulsī blitzen, schimmern, leuchten, das sich nur durch die Tiefstufe (wäre gr. *φλάγω wie τράπω, τράφω neben τρέπω, τρέφω) von φλέγω, φλέξαι unterscheidet. Ferner das zu φλέγω semantisch noch besser stimmende Denominativum flagrō, -āre brennen, lodern, glühen, das auf eine nominale r-Bildung *flag-ro-, *flag-rā zurückgeht und wie die m-Ableitung in flamma Flamme (wohl aus *flag-mā) ein primäres Verb mit tiefstufigem (volkstümlichem?) a-Vokal voraussetzt. Einen ebenso nahen Verwandten liefert das Tocharische in AB pälk-’leuchten, brennen’, auch sehen, z.B. A 3. pl. pälkiñc sie leuchten, das ebenfalls ein tiefstufiges bhl̥g- (= lat. fulgō) vertreten kann; dazu u.a. A pälkets, B pälkamo leuchtend, glänzend. — Das Germ. bietet mehrere anklingende Wörter: ahd. blecchan, mhd. blecken sichtbar werden lassen, erscheinen lassen, nhd. blecken ‘(die Zähne) zeigen’, urg. *blakjan (wäre gr. *φλογέω), mnd. nndl. blaken flammen, glühen, qualmen (urg. *blakōn = gr. *φλογάω wie ποτάομαι u.a.). Dazu mit Nasal ahd. blanch, nhd. blank, anord. blakkr (nk > kk) fahl, falb, m. Falbe, Schimmel u.a.m. Dagegen kann mhd. nhd. blinken nicht nur auf urg. *blenk-, sondern auch auf *blink- zurückgehen und gehört dann zu ahd. bleih, nhd. bleich. ags. blīcan glänzen usw. — Fern bleibt lit. blãgnytis ernüchtert werden, sich aufheitern (s. Fraenkel s. blagnas), ebenso wahrscheinlich aind. bhárgas- n. Glanz, das eher mit bhrā́jate leuchten, strahlen zu got. bairhts glänzend, hell, nengl. bright (mit idg. r) zu ziehen ist; über die Möglichkeit eines Zusammenfalls der beiden Wortgruppen im Indoiran. s. Mayrhofer s. bhrā́jate m. Lit. — Weitere Formen und Kombinationen mit Wurzelbetrachtungen und reicher Lit. bei WP. 2, 214f., Pok. 124f., W.-Hofmann s. flagrō und flamma, auch flēmina (aus φλεγμονή?), Ernout-Meillet s. fulgō. —Andere alte Wörter für brennen, leuchten sind αἴθω und δαίω; unklar dagegen καίω (s. dd.). Über das Fehlen von φλέγω u. Verw. in der Odyssee (mit Ausnahme von φλόξ ω 71) s. Hainsworth JHSt. 78, 49ff.
Page 2,1022-1024
Mantoulidis Etymological
Ἀπό ρίζα φλεγ-. Θέματα: α) φλεγ-, β) φλογ-. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: φλέγμα, φλεγμαίνω, φλέγμανσις, φλεγματίας, φλεγματικός, φλεγματώδης, φλεγμονή, φλεγυρός, φλεγέθω (=κατακαίω), πυριφλεγής, φλεκτικός, ἄφλεκτος, εὔφλεκτος, πυρίφλεκτος, φλέξις (=ἄγνωστο πουλί), φλογερός, φλογίζω, φλόγινος, φλόγιος, φλογισμός, φλογιστός, φλογμός (=λάμψη), φλόξφλογός, φλογώδης, φλογόω -ῶ, φλόγωσις.