ἐρῆμος
βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
English (LSJ)
ἐρῆμον, fem.
A ἐρήμη Od.3.270, S.OC1719(lyr.), Ant.739, Tr.530 (lyr.), and in the phrase δίκη ἐρήμη (v. infr. III): Att. ἔρημος, ον, acc. to Hdn.Gr.2.938: Comp. ἐρημότερος Th.3.11, Lys.29.1, etc.: Sup. ἐρημότατος Hdt.9.118:—desolate, lonely, solitary,
1 of places, ἐς νῆσον ἐρήμην Od.3.270; χῶρος Il.10.520; τὰ ἐ. τῆς Λιβύης the desert parts.., Hdt.2.32, cf. Th.2.17; ἡ ἐρῆμος (sc. χώρα) Hdt.4.18; ἡ ἐρήμη Ael.NA 7.48: pl., ib.3.26; empty, πνύξ Ar.Ach.20.
2 of persons or animals, τὰ δ' ἐρῆμα φοβεῖται (i.e. the sheep), Il.5.140; ξέρξην ἔ. μολεῖν A. Pers.734(troch.); ἧσθαι δόμοις ἔ. Id.Ag.862; πόρτις ἐρήμα S.Tr.530 (lyr.); ἔ. κἄφιλος Id.Ph.228; τὸν θεὸν ἔ. ἀπολιπόντε Ar.Pl.447; freq. of poor, friendless persons, And.4.15, etc.; ἐρημότεροι, opp. δυνατώτεροι, Th.3.11; οὐκ ὢν οὔτε τῶν ἐρημοτάτων οὔτε τῶν ἀπόρων κομιδῇ D. 21.111; εἰς ὀρφανὰ καὶ ἔ. ὑβρίζειν Pl.Lg.927c; ὄρνιθες solitary, not gregarious, Plu.Caes.63: neut. as adverb, ἔρημα κλαίω I weep in solitude, E.Supp.775; ἔρημον ἐμβλέπειν to look vacantly, Ar.Fr.456.
3 of conditions, πλάνος S.OC1114.
II c. gen., reft of, void or destitute of, [χώρη] ἐ. πάντων Hdt.2.32; ἀνθρώπων Id.4.17, cf. 18; ἀνδρῶν Id.6.23, S.OT57; Ἀθηναίων Hdt.8.65; στέγαι φίλων ἔ. S.El. 1405; Πειραιᾶ ἔ. ὄντα νεῶν Th.8.96; τῇ ἦν ἐρημότατον τῶν πολεμίων (sc. τὸ τεῖχος) Hdt.9.118; [τὰ γεγραμμένα] ἀπόντος τοῦ γράψαντος ἔρημα τοῦ βοηθήσοντός ἐστιν Isoc.Ep.1.3; θεῶν ἔρημα εἶναι πάντα Pl.Lg. 908c.
2 of persons, bereft of, συμμάχων Hdt.7.160; πατρός S. OC1719(lyr.); πατρὸς ἢ μητρός Pl.Lg.927d; πρὸς φίλων S.Ant.919; so ἐρῆμος οἶκος = a house without heirs, Is.7.31.
3 with no bad sense, wanting, without, ἐσθὴς ἐρῆμος ὅπλων Hdt.9.63; free from, ἀνδρῶν κακῶν ἔρημος πόλις Pl.Lg.862e.
III ἐρήμη, rarely ἔρημος (with or more commonly without γραφή, δίκη, δίαιτα), ἡ, an undefended action, in which one party does not appear, and judgement goes against him by default, ἤλπιζε.. τὴν γραφὴν..ἐρήμην ἔσεσθαι would be undefended, Antipho 2.1.7; ἐρήμῃ δίκῃ θάνατον καταγιγνώσκειν τινός Th.6.61; δίκην εἷλον ἐρήμην I got judgement by default, D.21.81; ἐρήμην αὐτὸν λαβόντες..εἷλον Lys.20.18; τὴν ἔρημον δεδωκότα having given it by default in one's favour, D.21.85; ἔρημον ὦφλε δίκην he let it go by default, ib.87, cf. Antipho 5.13; ἐρήμην τινὸς καταγνῶναι τὴν δίαιταν D.33.33; ἐρήμην καταδιαιτῆσαί τινος Id.40.17; γενομένης ἐρήμου κατὰ Μειδίου Test. ap. eund.21.93; ἐρήμην κατηγορεῖν to accuse in a case where there was no defence, Pl.Ap.18c, cf. D.21.87; ἐρήμην or ἐξ ἐρήμης κρατεῖν, Luc.Anach.40, JTr.25; ἁλῶναι Id.Tox.11, etc.
2 unclaimed, vacant, Arist.Ath.43.4, EN1125b17, Is.3.61.
3 for ἐρήμας τρυγᾶν v. sub τρυγάω.
German (Pape)
[Seite 1027] auch zweier Endgn, Her., Pind., att. ἔρημος, ον, doch auch dreier Endgn, Soph. Ant. 735, Eur. öfter, bes. δίκη is. unten); einsam, gew. entblößt von angenehmen Dingen, deren Verlust empfindlich ist; vom Lande, wüst, unbebaut, νῆσος Od. 3, 270, χῶρος Il. 10, 520; ἐρήμας δι' αἰθέρος Pind. Ol. 1, 6; ἔρημος αἰθήρ 13, 35; νῶτα γαίης P. 4, 26; πάγος Aesch. Prom. 270; τὰ δ' ἄλλα ἔρημα Soph. Phil. 34; ἔρημος – βροτῶν στίβος Ant. 769; πνύξ, menschenleer, Ar. Ach. 20; λιμήν Thuc. 2, 96; πολλὴν τῆς χώρας ἔρημον καὶ ἀργὸν οὖσαν Xen. Cyr. 3, 2, 2; ποιοῦντες ἀνδρῶν κακῶν ἔρημον τὴν πόλιν Plat. Legg. IX, 862 e, leer von schlechten Menschen, wie θεῶν ἔρημα εἶναι πάντα X, 908 c; – ἡ ἔρημος, sc. χώρα, die Einöde, Wüste, ein von Menschen verlassener Ort, Her. 3, 102. 4, 18 u. Folgde; auch τὰ ἔρημα, 2, 32; Thuc. 2, 17; vgl. Il. 5, 140 κατὰ σταθμοὺς δύεται, τὰ δ' ἐρῆμα φοβεῖται; – von Menschen, einsam, verlassen, hülflos, μονάδα δὲ Εέρξην ἔρημόν φασιν οὐ πολλῶν μέτα μολεῖν, Aesch. Pers. 720; Ag. 836; καὶ ἄφιλος Soph. Phil. 228; χωρὶς ἀνθρώπων στίβου 485; neben ἄπορος O. C. 1733; ἔρημος πρὸς φίλων Ant. 910; ὁ πατὴρ ἀπολιπὼν ἀπέρχεται ὑμᾶς ἐρήμους Ar. Par 112; oft c. gen., ἔρημον πάντων τῶν συγγενῶν, von allen Verwandten verlassen, ohne alle Verwandte, Plat. Gorg. 523 e; πατρὸς ἢ μητρός Legg. XI, 927 b; vgl. Soph. ναῦς ἔρημος ἀνδρῶν μὴ ξυνοικούντων ἔσω, entblößt von Männern, O. R. 57; στέγαι φίλων ἔρημαι El. 1397, leer von Freunden; Eur. u. A.; vgl. ἐσθὴς ἐρῆμος ἐοῦσα ὅπλων Her. 9, 63. Eben so Κορινθίων ἔρημοι ἐς τοῦτον τὸν πόλεμον καθέσταμεν Thuc. 1, 32, ohne die Korinthier; συμμάχων Xen. Cyr. 2, 1, 11; τοῦ βοηθήσοντος Isocr. epist. 1, 3; Dem. oft, u. Sp.; – auch von Sachen, καὶ ἄπορος Plat. Phil. 16 b; καὶ ὀρφανά Legg. XI, 927 c; so öfter von Verwais'ten, Lys. 2, 71; κλῆρος Is. 3, 61. – Bes. ἡ ἐρήμη, selten ἡ ἔρημος, sc. δίκη u. δίαιτα, welche Wörter auch zuweilen dabeistehen, ein Contumazialbescheid, wodurch die im Termin ausbleibende Partei verurtheilt wurde; ἐρήμην κατηγορεῖν Plat. Apol. 18 c, einen Abwesenden anklagen; ἤλπιζε ἀποφεύξεσθαι τὴν γραφήν · οὔτε γὰρ ἐπεξιέναι οὐδένα, ἀλλ' ἐρήμην αὐτὴν ἔσεσθαι, wenn eben kein Ankläger auftritt, Antiph. 2 α 7, ἐρήμην ὄφλειν τὴν δίκην, ein Contumazialurtheil verwirkt haben, in contumaciam verurtheilt werden, 5, 13, wie τὴν δίκην ἔρημον ὄφλειν Dem. 32, 26; ἐρήμην τινὰ λαβεῖν Lys. 26, 18; δίκην εἷλον ἐρήμην Dem. 21, 81, einen solchen Prozess gewinnen, bewirken, daß Einer in contumaciam verurtheilt wird, wo οὐ γὰρ ἀπήντα dabei steht; ἐρήμῃ δίκῃ κατέγνωσαν αὐτοῦ θάνατον Thuc. 6, 61; vgl. D. Sic. 13, 5; ἐρήμην καταδιαιτᾶν, καταδικάζειν τινός, Jem. in contumaciam verurteilen, Dem. 40, 17 u. A.; auch τὴν ἔρημον δοῦναι, Dem. 21, 85, u. ἐρήμην αὐτοῦ κατέγνω τὴν δίαιταν 33, 33, – ἔρημον ἀφεικέναι τὸν ἀγῶνα, sich dem Kampfe entziehen, D. Hal., sich nicht stellen, s. Schäfer zu D. Hal. V. C. 402; – ἀγὼν ἐρημότερος Lys. 29, 1.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
poét. ἐρῆμος, η, ον :
I. abs. 1 désert, solitaire ; ἡ ἔρημος (χωρά) HDT ou ἡ ἐρήμη ÉL, au plur. αἱ ἔρημοι ÉL, τὰ ἔρημα, poét. ἐρῆμα, la solitude;
2 en parl. d'êtres vivants ou de choses solitaire, isolé, seul;
II. avec un rég. vide de, dépourvu de, gén. : χώρη ἔρημος πάντων HDT pays dépourvu de tout ; στέγαι ἔρημοι φίλων SOPH toit vide d'amis ; en parl. de pers. ἔρημος συμμάχων HDT sans alliés ; πατρός SOPH qui n'a plus de père ; ἔρημος πρὸς φίλον SOPH sans ami;
III. ἡ ἐρήμη, qqf ἡ ἔρημος, avec ou sans δίκη, γραφή, δίαιτα, procès où l'une des parties fait défaut ; ἐρήμην κατηγορεῖν PLAT accuser par défaut ; ἐρήμῃ δίκῃ θάνατον καταγιγνώσκειν τινός THC condamner qqn à mort par défaut ; ἔρημον διδόναι LYS rendre un jugement par défaut, par contumace.
Étymologie: pê apparenté à ἠρέμα.
Russian (Dvoretsky)
ἐρῆμος: II атт. тж. ἔρημος ἡ (sc. χώρα) пустыня, безлюдная местность Her. etc.
III ἡ (sc. δίκη, γραφή или δίαιτα) юр. судебное разбирательство или приговор в отсутствии обвиняемого или ответчика, заочное решение Lys., Dem.
и 3, атт. тж. ἔρημος 2
1 пустынный, безлюдный (νῆσος Hom.; πάγος Aesch.; λιμήν Thuc.): ὁ ἀγὼν οὗτος ἐρημότερος γεγένηται ἢ ἐγὼ προσεδόκων Lys. в этом процессе оказалось меньше участников, чем я предполагал;
2 покинутый, брошенный (ἐ. κἄφιλος ἀνήρ Soph.): τὰ ἐρῆμα (sc. πρόβατα) φοβεῖται Hom. брошенные (пастухом овцы) разбегаются; ἐ. πλάνος Soph. одинокое скитание;
3 (о животных), одиноко живущий (не стаями) (ὄρνιθες Plut.);
4 лишенный, не имеющий (συμμάχων Her., Plut.; πατρὸς καὶ μητρός Plat.; πάντων Plut.): ἐ. πρὸς φίλων Soph. лишенный друзей, без друзей; ἀνδρῶν κακῶν ἔρημον τὴν πόλιν ποιεῖν Plat. избавить государство от дурных людей;
5 юр. не имеющий наследников, выморочный (κλῆροι Isae.);
6 юр. решаемый в отсутствие обвиняемого или ответчика, заочный (δίκη Dem.; καταδίκη Plut.): ἐρήμῃ δίκῃ θάνατον καταγιγνώσκειν τινός Thuc. заочно вынести кому-л. смертный приговор.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρῆμος: -ον, ἀλλὰ καὶ θηλ. ἐρήμη, Ὀδ. Γ. 270, Σοφ. Ο. Κ. 1719, Ἀνθ. 739, Τρῳ. 530, καὶ ἐν τῇ Ἀττ. φράσει δίκη ἐρήμη (ἴδε κατωτ. ΙΙΙ): Ἀττ. ὡσαύτως ἔρημος, ον, Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 33 (πρβλ. ἑτοῖμος): συγκρ. -ότερος, Θουκ. 3. 11, Λυσ., κλ.· ὑπερθ. -ότατος, Ἡρόδ. 9. 118, Ξεν. Ἔρημος, μόνος, μοναχικός, Ι. ἐπὶ τόπων, ἐς νῆσον ἐρήμην κάλλιπεν Ὀδ. ἔνθ᾿ ἀνωτ.· χῶρος Ἰλ. Κ. 520· συχν. παρ᾿ Ἡροδ., καὶ Ἀττ.· τὰ ἐρ. τῆς Λιβύης, τὰ ἔρημα μέρη..., Ἡρόδ. 3. 32, πρβλ. Θουκ. 2, 17· ἐρῆμος γάρ ἐστιν ἡ χώρη αὕτη ὑπὸ καύματος Ἡρόδ. 2. 32, 3. 102, πρβλ. ἐρημία Ι· ὡσαύτως, ἡ ἐρήμη Αἰλ. π. Ζ. 7. 48. 2) ἐπὶ προσώπων ἢ ζῴων, τὰ δ᾿ ἐρῆμα φοβεῖται, «τὰ δὲ βοσκήματα, ἠρημωμένα τῆς τοῦ ποιμένος βοηθείας φεύγει. τινὲς δὲ ἐπὶ τοῦ ποιμένος τοῦτο νοοῦσιν» (Σχόλ.). Ἰλ. Ε. 140· Ξέρξην ἔρημον μολεῖν Αἰσχύλ. Πέρσ. 734· ἧσθαι δόμοις ἔρημον ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 862· πόρτις ἐρήμα Σοφ. Τρ. 530· ἔρημος κἄφιλος ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 228· ἐρ. ἀπολιπών τινα Ἀριστοφ. Πλ. 447· συχν. ἐπὶ δυστυχῶν καὶ ἐγκαταλελειμένων ἀνθρώπων, Ἀνδοκ. 31. 8, κτλ.· οὐκ ὤν τῶν ἐρημοτάτων οὔτε τῶν ἀπόρων κομιδῇ Δημ. 551. 7· εἰς ὀρφανὰ καὶ ἔρημα ὑβρίζειν Πλάτ. Νόμ. 927C: ― ἐπὶ ὀρνέων, μονῆρες, οὐχὶ ἀγελαῖον, ἐρήμους ὄρνιθας Πλουτ. Καῖσ. 63: ― οὐδ. ὡς ἐπίρρ., ἔρημα κλαίω, κλαίω μόνος, Εὐρ. Ἱκ. 775· ἔρημον ἐμβλέπειν, βλέπω ἀτενῶς πρὸς οὐδὲν ὡρισμένον σημεῖον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 393. 3) ἐπὶ καταστάσεως, πλάνος, πότμος Σοφ. Ο. Κ. 1114, 1716. ΙΙ. μετὰ γεν., ἐστερημένος τινός, κενὸς ἢ μὴ ἔχων τι χώρη ἐρ. πάντων Ἡρόδ. 2. 32· ἀνθρώπων 4. 17, πρβλ. 18· ἀνδρῶν 6. 23, πρβλ. 8. 65, Σοφ. Ο.Τ. 57· ἰὼ στέγαι φίλων ἔρημοι, τῶν δ᾿ ἀπολλύντων πλέαι ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1405· Πειραιᾶ ἐρ. ὄντα νεῶν Θουκ. 8. 96· ἀπολύτως, ἀνυπεράσπιστος, ᾗ ἦν ἐρημότατον (δηλ. τὸ τεῖχος), Ἡροδ. 9. 118. 2) ἐπὶ προσώπων, ἐγκαταλελειμμένος ὑπό τινος, συμμάχων ὁ αὐτ. 7, 160· πατρὸς Σοφ. Ο. Κ. 1717· πατρὸς καὶ μητρὸς Πλάτ. Ν. 927D· πρὸς φίλων Σοφ. Ἀντ. 919· οὕτως, ἐρ. οἶκος, οἶκος ἄνευ κληρονόμων, Ἰσαῖος 66. 29. 3) ἄνευ κακῆς σημασίας, μὴ ἔχων, ἄνευ, ἐσθὴς ἐρῆμος ὅπλων Ἡρόδ. 9. 63· ἐλεύθερος, ἀπηλλαγμένος ἀπό τινος, ἀνδρῶν κακῶν ἔρημος πόλις Πλάτ. Νόμ. 862Ε, πρβλ. 908C. ΙΙΙ. ἐρήμη, σπανίως ἔρημος (μετὰ ἢ συνηθέστερον ἄνευ τοῦ γραφή, δίκη, δίαιτα), ἡ, δίκη καθ᾿ ἣν δὲν παρουσιάζεται εἰς τὸ δικαστήριον ὁ ἐναγόμενος καὶ οὕτω καταδικάζεται ἐρήμην, ἤλπιζε... τὴν γραφὴν... ἐρήμην ἔσεσθαι, ὅτι θὰ ἦτο ἀνυπεράσπιστος, Ἀντιφῶν 116. 1· ἐρήμῃ δίκῃ θάνατον καταγιγνώσκειν τινὸς Θουκ. 6. 61· ἐρήμην εἶλον δηλ. δίκην, ἐκέρδησα τὴν δίκην μὴ παρουσιασθέντος τοῦ ἀντιδίκου, Δημ. 540. 21· ἐρήμην αὐτὸν λαβόντες... εἶλον Λυσ. 159. 34· ἔρημον δεδωκότα, καταδικάσαντα ἐρήμην, ὁ αὐτ. 542. 4· ἔρημον ὦφλε δίκην, κατεδικάσθη μὴ παρουσιασθείς, Δημ. 542. 23, πρβλ. Ἀντιφῶντα 131. 1· ἐρήμην καταγιγνώσκειν ἢ καταδιαιτᾶν τινος, ἐκφέρειν κρίσιν ἢ ἀπόφασιν ἐναντίον τινὸς ἐρήμην, Δημ. 903. 9, 1013. 22· γενομένης ἐρήμου κατὰ Μειδίου ὁ αὐτ. 544. 22· ἀτεχνῶς ἐρήμην κατηγοροῦντες ἀπολογουμένου οὐδενὸς Πλάτ. Ἀπολ. 18C, πρβλ. Δημ. 542. 20· ἐρήμην ἢ ἐξ ἐρήμης κρατεῖν Λουκ., κλ. 2) περὶ τοῦ ἐρήμας τρυγᾶν ἴδε τρυγάω. (Συγγενὲς τῷ ἠρέμα, κτλ., κατὰ τὸν Κούρτ. ἀρ. 454).
English (Autenrieth)
(Att. ἔρημος): deserted, desolate, Il. 5.140.
English (Slater)
a barren, deserted of places. ἐρήμας δἰ αἰθέρος (O. 1.6) αἰθέρος ψυχρῶν ἀπὸ κόλπων ἐρήμου (ἐρήμων coni. Hermann) (O. 13.88) “νώτων ὕπερ γαίας ἐρήμων” (P. 4.26)
b abandoned of people. ἅμα δ' ἐκαίοντ ἐρῆμοι sc. the Apharetidai (N. 10.72)
c met., barren, useless “μακάρων τ' ἐπιχώριον τεθμὸν πάμπαν ἐρῆμον ἀπωσάμενος” pr. (Pae. 4.47)
Greek Monolingual
και έρμος, -η, -ο και έρημος, -ο (AM ἔρημος, -ον, Α και ἐρῆμος, -η, -ον)
1. μοναχικός, απομονωμένος, μόνος
2. (για τόπους) α) απομακρυσμένος, ακατοίκητος, εγκαταλελειμμένος («τὸν μὲν ἀοιδὸν ἄγων ἐς νῆσον ἐρήμην», Ομ. Οδ.)
β) άδειος («ἔρημος ἡ πνύξ», Αριστοφ.)
3. (για πρόσ.) μονήρης, αβοήθητος στερημένος από κάτι ή από κάποιον (φίλο, σύμμαχο, σύντροφο) («πού πας μονάχη κι έρημη», Σολωμ.)
4. (για αφηρ. καταστάσεις) αυτός που προκαλεί το συναίσθημα της ερημιάς, της απόλυτης εγκατάλειψης («έρημη η νύχτα ολόγυρά μου», Ζερβ.)
5. (η αιτ. του θηλ. ως επίρρ.) βλ. ερήμην
6. (το θηλ. του επιθ. έρημος ως ουσ.) η έρημος (ενν. χώρα) α) πολύ μεγάλη έκταση γης που δεν έχει νερό και γι’ αυτό είναι ακατοίκητη και ακαλλιέργητη
β) παροιμ. φρ. «φωνή βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ» — γι’ αυτούς που μιλούν μάταια σε κάποιους που δεν προσέχουν ή δεν αποδέχονται αυτά που λέγονται (ΚΔ)
γ) παροιμ. «πολλά καλά στην έρημο, γιατί κανείς δεν είναι» — για το γεγονός ότι η ψυχική γαλήνη εξασφαλίζεται μακριά από την κοινωνία τών ανθρώπων
νεοελλ.
1. αυτός που σε δεδομένη χρονική στιγμή δεν παρουσιάζει ύπαρξη η κίνηση («έρημος δρόμος»)
2. αυτός που γίνεται αίτιος δυστυχίας, εγκατάλειψης («τα έρημα τα ξένα ν’ ανάψουν να καούν», δημ. τραγ.)
3. φρ. «ἐρμος σου ο χρόνος και κακός»
(για κατάρα) τον κακό σου τον καιρό
μσν.- νεοελλ.
1. ταλαίπωρος, άθλιος, δυστυχισμένος (α. «απόμεινα ο δόλιος έρμος και σκοτεινός» β. «χάθηκα ο έρμος»)
2. (για πράγματα) αδέσποτος, αφύλακτος («ἐρημο σπίτι»)
3. παροιμ. α) «ο φόβος φυλάει τα έρημα» — από τον φόβο προστατεύονται τα έρημα μέρη
β) «στα έρμα προκόβουν τ’ αγκάθια»
μσν.
ο κατεστραμμένος οικονομικά
αρχ.
1. (για ζώα) το μοναχικό, αυτό που βρίσκεται έξω απ’ την αγέλη («καταίροντας είς ἀγοράν ἐρήμους ὄρνιθας», Πλούτ.)
2. αυτός που έχει στερηθεί κάποιο πράγμα, αυτός που δεν έχει κάτι (γιατί του το αφαίρεσαν), εγκαταλελειμμένος από κάποιον ή από κάτι
3. (χωρίς κακή σημ.) ελεύθερος, απαλλαγμένος από κάτι («ἀνδρῶν κακῶν ἔρημος πόλις»)
3. αζήτητος
4. (το θηλ. του επιθ.) ἐρήμη (ενν. δίκη)
η δίκη κατά την οποία απουσιάζει ο εναγόμενος
5. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ. ἔρημα («ἔρημα κλαίω» — κλαίω μόνος μου, Ευρ.)
6. παροιμ. «ἐρήμας τρυγῶ» (ενν. αμπέλους)
τρυγώ τα άφραγα αμπέλια και κατ’ επέκταση επωφελούμαι από την απουσία κάποιου ή συμπεριφέρομαι με θρασύτητα εκεί που δεν υπάρχει φόβος (Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως συνδέεται με λατ. rēte «δίχτυ», rārus χαλαρός, αραιός, μεμονωμένος», αρχ. ινδ. r-te «χωρίς, εκτός».
ΠΑΡ. ερημία, ερημοσύνη
αρχ.
ερημάζω, ερημαίος, ερημάς, ερημείος, ερημώ.
ΣΥΝΘ. (Α’ συνθετικό) αρχ. ερημοβάτης, ερημολάλος, ερημονόμος, ερημοπλάνος, ερημοποιός, ερημόπολις (I), ερημοφίλης
μσν.
ερημόπολις (II), ερημοταφής, ερημοχάρακον
μσν.- νεοελλ.
ερημονήσι(ν), ερημότοπος. (Β’ συνθετικό) πανέρημος, φιλέρημος
αρχ.
απέρημος, δυσέρημος, ολέρημος, υπέρημος
νεοελλ.
ημιέρημος, παντέρημος].
Greek Monotonic
ἐρῆμος: -ον ή -η, -ον, απομονωμένος, μοναχός, αποξενωμένος, μονήρης·
1. λέγεται για τόπους, σε Ηρόδ., Αττ.· τὰἔρ., έρημες, απομονωμένες περιοχές, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ἡἐρῆμος (ενν. χώρα), στον ίδ.
2. λέγεται για πρόσωπα ή ζώα, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ. κ.λπ.· αβοήθητος, εγκαταλελειμμένος, σε Σοφ., Δημ.· ουδ. πληθ., ως επίρρ., ἔρημα κλαίω, θρηνώ μόνος μου, σε Ευρ.
3. λέγεται για καταστάσεις, σε Σοφ.
II. 1. με γεν., στερημένος, κενός από, σε Ηρόδ., Αττ.
2. λέγεται για πρόσωπα, χωρίς αρνητική σημασία, ελεύθερος, απαλλαγμένος από, ἐρῆμος ὅπλων, σε Ηρόδ.
III. ἐρήμη δίκη, ἡ, δίκη κατά την οποία δεν παρουσιάζεται ο εναγόμενος και η απόφαση αποβαίνει εναντίον του, καταδικάζεται ερήμην, σε Θουκ. κ.λπ.· ομοίως ἐρήμη ή ἔρημος (χωρίς το δίκη), ἐρήμην εἷλον, κέρδισα τη δίκη επειδή ο αντίδικος δεν παρουσιάστηκε, σε Δημ.· ἔρημον ὦφλε, καταδικάστηκε ερήμην, στον ίδ.· ἐρήμην κατηγορεῖν, είμαι κατήγορος σε υπόθεση όπου δεν υπάρχει υπεράσπιση, σε Πλάτ.
English (Thayer)
ἔρημον (in classic Greek also ἔρημος, ἐρήμη, ἔρημον, cf. Winer's Grammar, § 11,1; (Buttmann, 25 (23); on its accent cf. Chandler §§ 393,394; Winer's Grammar, 52 (51))); adjective solitary, lonely, desolate, uninhabited: of places, R G L), ἡ ὁδός, leading through a desert, Sept.), see Γάζα, under the end of persons: "deserted by others; deprived of the aid and protection of others, especially of friends, acquaintances, kindred; bereft"; (so often by Greek writers of every age, as Aeschylus Ag. 862; Pers. 734; Aristophanes pax 112; ἔρημος τέ καί ὑπό πάντων καταλειφθείς, Herodian, 2,12, 12 (7 edition, Bekker); of a flock deserted by the shepherd, Homer, Iliad 5,140): γυνή, a woman neglected by her husband, from whom the husband withholds himself, L and WH texts omit); cf. Bleek, Erklär. d. drei ersten Evv. ii., p. 206 (cf. ἡ ἔρημος, namely, χώρα; the Sept. often for מִדְבַּר; a desert, wilderness (Herodotus 3,102): αἱ ἔρημοι, desert places, lonely regions: Winer's Grammar, § 18,1), Winer s RWB under the word Wüste; Furrer in Sehenkel see 680ff; (B. D., see under the words, Smith's Bible Dictionary, Desert and Smith's Bible Dictionary, Wilderness (American edition)).
Frisk Etymological English
Meaning: lonely, uninhabited, deserted, of places and things, people and animals (Il.);
Dialectal forms: Myc. eremo /eremos/ describing land. Younger Att. ἔρημος
Compounds: also in compp., e. g. ἐρημο-νόμος living in loneliness (A. R.), late. As 2. member in παν-, φιλ-, ὑπ-έρημος a. o.
Derivatives: Poetical derivv. ἐρημ-αῖος (Emp., A. R.; cf. Chantraine Formation 49), -εῖος (Mykonos); f. ἐρημάς (Man.; Chantraine 354f.). Abstract ἐρημία loneliness, solitude, lack (Ion.-Att.) with ἐρημίτης, ἐρημικός id. (LXX). Denomin. verbs ἐρημόομαι, -όω become or make desolate, destroyed, looted (Pi., Ion.-Att.) with ἐρήμωσις (LXX), ἐρημωτής (AP); also with prefix ἀπ-, ἐξ-, κατ-, with ἀπέρημος (Sch.; cf. Strömberg Prefix Studies 45). ἐρημάζω live in solitude (Thphr.).
Origin: IE [Indo-European] [ 332] *h₁r(e)h₁- loose, thin, rare, separate
Etymology: Uncertain. One compares Lat. rēte net, rārus loose, thin, rare, Skt. r̥-té with exception of, without; s. W.-Hofmann and Mayrhofer Wb. s. vv.; also Pok. 332f. - The Greek form requires *h₁re̥h₁mos (zero grade would have given two short vowels, cf. ὄνομα); this would agree with Lith. (yrù) ɨ̀rti dissolve onself, separate. Lat. rarus < *h₁r̥h₁ro-; rete can be *h₁reh₁-t-; Beekes, Devel. 36.
Middle Liddell
ἐρῆμος, ον
I. desolate, lone, lonely, lonesome, solitary:
1. of places, Hdt., Attic; τὰ ἐρ. desert parts, Hdt., etc.; ἡ ἐρῆμος (sc. χώρἀ, Hdt.
2. of persons or animals, Il., Aesch., etc.: desolate, helpless, Soph., Dem.:—neut. pl. as adv., ἔρημα κλαίω I weep in solitude, Eur.
3. of conditions, Soph.
II. c. gen. reft of, void or destitute of, Hdt., Attic
2. of persons, with no bad sense, wanting, without, ἐρῆμος ὅπλων Hdt.
III. ἐρήμη δίκη, ἡ, an undefended action, in which one party does not appear, and judgment goes against him by default, Thuc., etc.: so ἐρήμη or ἔρημος (without δίκἠ, ἐρήμην εἷλον I got judgment by default, Dem.; ἔρημον ὦφλε he let it go by default, Dem.; ἐρήμην κατηγορεῖν to accuse in a case where there was no defence, Plat.
Frisk Etymology German
ἐρῆμος: jungatt. ἔρημος
{erē̃mos}
Meaning: einsam, unbewohnt, verlassen, von Orten und Sachen, Menschen und Tieren (seit Il.);
Composita: auch in Kompp., z. B. ἐρημονόμος in Einsamkeit lebend (A. R. u. a.), vorw. poet. u. spät. Als Hinterglied in παν-, φιλ-, ὑπέρημος u. a.
Derivative: Ableitungen. Poetische Erweiterungen ἐρημαῖος (Emp., A. R. u. a.; vgl. Chantraine Formation 49), -εῖος (Mykonos); f. ἐρημάς (Man.; Chantraine 354f.). Abstraktbildung ἐρημία Einsamkeit, Öde, Mangel (ion. att.) mit ἐρημίτης, ἐρημικός in der Einsamkeit lebend (LXX). Denominative Verba 1. ἐρημόομαι, -όω öde, verwüstet, beraubt werden, bzw. öde machen, verwüsten, verlassen, berauben (Pi., ion. att.) mit ἐρήμωσις (LXX usw.), ἐρημωτής (AP); auch mit Präfix ἀπ-, ἐξ-, κατ-, wozu ἀπέρημος (Sch.; vgl. Strömberg Prefix Studies 45). 2. ἐρημάζω in der Einsamkeit leben (Thphr. u. a.).
Etymology: Ohne sichere Erklärung. Es wird u. a. mit lat. rēte Netz, Garn, rārus locker, dünn, vereinzelt, aind. r̥-té mit Ausschluß von, ohne, außer verknüpft; s. W.-Hofmann und Mayrhofer Wb. s. vv.; dazu WP. 1, 143f., Pok. 332f.
Page 1,557
English (Woodhouse)
bare, desolate, empty, lonely, solitary, bare of, barren of, bereft of, denuded of, deprived of, destitute of, empty of, left alone, left empty, void of
Mantoulidis Etymological
καί ἀττ. ἔρημος (=μοναχικός). Ἴσως ἀπό ρίζα ραμ -ἤ ρεμμέ προθεμ. ε πού ἔγινε η → ἠρέμαἠρεμίζω καί ἔχει συγγένεια μέ τό ἀραιός.
Παράγωγα: ἐρημία (=μοναξιά), ἐρημικός, ἐρημίτης, ἐρημητήριον, ἐρημαῖος, ἐρημάζω, ἐρήμη δίκη (=δίκη πού γίνεται μέ ἀπουσία τοῦ ἀντιδίκου), ἐρήμην (ἐπίρρ.), ἐρημόω -ῶ, ἐρήμωσις, ἐρημωτής, ἐρημωτικός, ἐρημοδικῶ (=κάνω δίκη ἐρήμην), ἐρημόπολις (=πού στερήθηκε τήν πόλη του).
Lexicon Thucydideum
vastus, desertus, desolate, deserted, 1.50.3, 1.52.2, 2.17.1, 2.32.1. 2.96.4. 2.98.1, 2.102.4. 4.3.2. 4.3.1, 4.9.1. 4.13.3. 4.26.4, 4.27.1. 6.34.5. 6.49.4. 8.10.3. 8.11.2.
praesidio vacuus, without a garrison, 1.49.6, 2.4.4, 2.81.1, 2.90.3. 3.22.3, 3.106.1, 5.3.1, 5.56.5. 5.75.4. 6.102.1.
Neutr. subst. neuter substantive 5.7.5,
solus, desertus ab aliis, sine sociis, alone, deserted by others, without allies, 1.32.4, 2.51.5, 3.57.4, 3.67.3, 6.78.1, [vulgo commonly ἔρημος]
COMP. 3.11.1,
cum gen. with genitive carens, non instructus, lacking, unequipped, 8.96.3,
deserto vadimonio, with forfeited bail, 6.61.7.