μέλος: Difference between revisions
ὀφθαλμοὶ γὰρ τῶν ὤτων ἀκριβέστεροι μάρτυρες → the eyes are more accurate witnesses than the ears, the eyes are more exact witnesses than the ears
m (Text replacement - " opp\. ([a-zA-Z' ]+)," to " opp. $1,") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) ;" to "$1 $2 ;") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><b>I.</b> <i>au propre</i> membre, articulation;<br /><b>II.</b> membre de phrase | |btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><b>I.</b> <i>au propre</i> membre, articulation;<br /><b>II.</b> [[membre de phrase musicale]] ; chant rythmé avec art, <i>particul.</i><br /><b>1</b> chant des instruments (flûte, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> [[chant avec accompagnement de musique]] ; mélodie ; παρὰ [[μέλος]] (<i>cf.</i> [[πλημμελής]]) sans mesure, sans raison, maladroitement;<br /><b>3</b> <i>p. ext.</i> parole qu’on répète sans cesse, redite;<br /><b>4</b> τὰ [[μέλη]] poésie lyrique.<br />'''Étymologie:''' R. Μελ, être ajusté. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 17:04, 7 December 2022
English (LSJ)
εος, τό, A limb, in early writers always in plural, Il.7.131, Pi.N. 1.47, etc. (κατὰ μέλος is corrupt for κατὰ μέρος in h.Merc.419); μελέων ἔντοσθε within my bodily frame, A.Pers.991 (lyr.), cf. Eu.265 (lyr.); κατὰ μέλη = (-εα) limb by limb, like μελεϊστί, Pi.O.1.49, Hdt.1.119; τὰ τοῦ σώματος μέλη καὶ μέρη Pl.Lg.795e; μέλη ποιεῖν dismember, LXX 2 Ma.1.16: later in sg., AP9.141, Gal.UP12.3,al.; ἡ κατὰ μέλος τομή Str.2.1.30. 2 metaph., ἐσμὲν… ἀλλήλων μέλη Ep.Rom.12.5, cf. 1 Ep.Cor.6.15. 3 features, form, οὐκέτ' ἐγὼ… γονέων μ. ὄψομαι BMus.Inscr.1077 (Sudan). B esp. musical member, phrase: hence, song, strain, first in h.Hom.19.16 (pl.), of the nightingale (the Hom. word being μολπή), cf. Thgn.761, etc.; μέλη βοῶν ἄναυλα S.Fr.699; especially of lyric poetry, τὸ Ἀρχιλόχου μέλος Pi.O.9.1; ἐν μέλεϊ ποιέειν to write in lyric strain, Hdt.5.95, cf. 2.135; ἐν μέλει ἤ τινι ἄλλῳ μέτρῳ Pl.R.607d, cf. D.H. Comp.11; Ἀδμήτου μέλος Cratin.236; μέλη, τά, lyric poetry, choral songs, opp. Epic or Dramatic verse, Pl.R.379a, 607a, al.; [μ.] ἐκ τριῶν συγκείμενον, λόγου τε καὶ ἁρμονίας καὶ ῥυθμοῦ ib.398d. b lyric portion of the Comic παράβασις, Heph.Poëm.8.2. 2 music to which a song is set, tune, Arist.Po.1450a14; opp. ῥυθμός, μέτρον, Pl.Grg. 502c; opp. ῥυθμός, ῥῆμα, Id.Lg.656c; Κρητικόν μέλος, Καρικόν μέλος, Ἰωνικὸν μέλος, Cratin.222, Pl.Com.69.12,14: metaph., ἐν μέλει = properly, correctly, ἐν μ. φθέγγεσθαι Pl.Sph.227d; παρὰ μέλος = incorrectly, inopportunely, πὰρ μ. ἔρχομαι Pi.N.7.69; παρὰ μ. φθέγξασθαι Pl.Phlb.28b, Lg.696d; παρὰ μέλος λαμπρύνεσθαι Arist.EN1123a22, cf. EE1233a39. 3 melody of an instrument, φόρμιγξ δ' αὖ φθέγγοιθ' ἱερὸν μ. ἠδὲ καὶ αὐλός Thgn.761; αὐλῶν πάμφωνον μέλος Pi.P.12.19; πηκτίδων μέλη S.Fr.241: generally, tone, μ. βοῆς E.El.756. [In h.Merc.502 θεὸς δ' ὑπὸ καλὸν ἄεισεν must be read for θεὸς δ' ὑπὸ μέλος ἄεισεν, and Ἕλλησιν δ' ᾄδων μέλεα καὶ ἐλέγους is corrupt in Epigr. ap. Paus.10.7.6.]
German (Pape)
[Seite 127] τό, 1) das Glied des Leibes bei Menschen u. Thieren, nur im plur.; πλῆσθεν δ' ἄρα οἱ μέλε' ἐντὸς ἀλκῆς καὶ σθένεος Il. 17, 211, κατὰ δ' ἱδρὼς ἔῤῥεεν ἐκ μελέων Od. 18, 69, öfter, wie Hes.; κατὰ μέλεα, gliedweis, Glied für Glied, Her. 1, 119, wie τάμον κατὰ μέλη Pind. Ol. 1, 49; ψυχὰς ἀνέπνευσεν μελέων ἀφάτων N. 1, 47; κρεωκοποῦσι δυστήνων μέλη Aesch. Pers. 455; βοᾷ μελέων ἔνδοθεν ἦτορ 953; λύεταί μου μέλη Eur. Hec. 438, ἀσθενῶ μέλη Or. 228, γεραιὰ ἐς πέδον τιθεῖσα μέλη Troad. 1305, öfter; Plat. vrbdt πάντα τὰ τοῦ θνητοῦ ζώου μέρη καὶ μέλη, Tim. 76 e, vgl. Legg. VII, 794 d; κάμπτεσθαι τὰ μέλη Phaed. 98 d; Arist. u. Sp. Auch in späterer Prosa, wie Plut. Coriol. 6. – 2) das Lied (wenn es von derselben Wurzel herkommt, etwa weil es aus Versfüßen, Versen und Strophen gliederweise zusammengesetzt ist) und die Sangweise, Melodie desselben; H. h. 18, 16; Theogn. 759; Pind. öfter, αὐλῶν τεῦχε πάμφωνον μέλος P. 12, 19, ἐγκώμιον ζεῦξαι μέλος N. 1, 7; auch ἐξύφαινε Λυδίᾳ σὺν ἁρμονίᾳ μέλος πεφιλημένον, 4, 45, u. κρητῆρα Μοισαίων μελέων κιρνάμεν, I. 5, 2; ἔτευξα τύμβῳ μέλος, Aesch. Spt. 817, öfter; θρεομένη μέλη, Suppl. 108; βοῶντος ἄτης τῆσδ' ἐπίσκοπον μέλος, Soph. Ai. 955, wie μέλος γοερόν, Trauergesang, Eur. Hec. 84; μέλος εἰς Τροίαν ἰαχήσω, Troad. 515; ὑμεῖς δὲ ταῖς Μούσαις τι μέλος ὑπᾴσατε, Ar. Ran. 873; Plat. sagt Rep. III, 398 d ὅτι τὸ μέλος ἐκ τριῶν ἐστι συγκείμενον, λόγου τε καὶ ἁρμονίας καὶ ῥυθμοῦ, vgl. Gorg. 502 c, εἴ τις περιέλοιτο τῆς ποιήσεως πάσης τό τε μέλος καὶ τὸν ῥυθμὸν καὶ τὸ μέτρον, wo es Melodie bedeutet; bes. von lyrischen Gedichten, vgl. ἐν μέλει ἤ τινι ἄλλῳ μέτρῳ, Rep. X, 607 d, öfter, ueben ᾠδή, II, 379 a stehen ἔπη, μέλη, τραγῳδία neben einander; ἐν μέλει φθέγγεσθαι, was melodisch klingt, passend, Soph. 227 d; Gegentheil παρὰ μέλος τι φθέγγεσθαι oder εἰπεῖν, was unmelodisch, falsch, abgeschmackt ist, Phil. 28 b Critia. 106 b.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
I. au propre membre, articulation;
II. membre de phrase musicale ; chant rythmé avec art, particul.
1 chant des instruments (flûte, etc.);
2 chant avec accompagnement de musique ; mélodie ; παρὰ μέλος (cf. πλημμελής) sans mesure, sans raison, maladroitement;
3 p. ext. parole qu’on répète sans cesse, redite;
4 τὰ μέλη poésie lyrique.
Étymologie: R. Μελ, être ajusté.
Russian (Dvoretsky)
μέλος: εος τό преимущ. pl. член, часть тела (τοῦ ζῴου μέρη καὶ μέλη Plat.; ἐν ἑνὶ σώματι μέλη πολλά NT): κατὰ μέλεα Her. на (отдельные) члены; ἀσθενῶ μέλη Eur. я ослабел телом.
εος τό
1 песня, поэма, лирическое произведение (καλλίνικον Pind.; τὸ μ. ἐκ τριῶν ἐστι συγκείμενον λόγου τε καὶ ἁρμονίας καὶ ῥυθμοῦ Plat.): ἐν μέλεϊ ποιέειν τι Her. воспеть что-л.; τὰ μέλη Plat. лирическая поэзия;
2 напев, мелодия: ἐν μέλει Plat. в лад, стройно; παρὰ μ. Plat., Arst. нестройно, перен. невпопад, некстати.
Greek (Liddell-Scott)
μέλος: (Α), εος, τό, ὡς καὶ νῦν, μέλος τοῦ σώματος, Ὅμ., Ἡσ., Πίνδ., καὶ Ἀττ., ἀλλ’ ἀείποτε ἐν τῷ πληθ. μελέων ἔντοσθε, ἐντὸς τοῦ σώματός μου, Αἰσχύλ. Πέρσ. 991, πρβλ. Εὐμ. 265· κατὰ μέλεα, κατὰ μέλη, μεληδόν, ὡς τὸ μελεϊστί, Ἡρόδ. 1. 119, Πινδ. Ο. 1. 79· μέλη καὶ μέρη, ἢ τἀνάπαλιν, μέρη καὶ μέλη, συχν. παρὰ Πλάτ., ἴδε Stallb. εἰς Φαῖδρ. 238Α.
English (Autenrieth)
English (Slater)
μέλος (-ος, -ει, -ος; -έων, -εσσιν, -η.)
a limb μαχαίρᾳ τάμον κατὰ μέλη (sc. Πέλοπα) (O. 1.49) πολιῷ χαλκῷ μέλη τετρωμένοι (P. 3.48) ἀγχομένοις δὲ χρόνος ψυχὰς ἀπέπνευσεν μελέων ἀφάτων of serpents (N. 1.47) θνατὰ μεμνάσθω περιστέλλων μέλη (N. 11.15) μελέων ἄπο ποικίλον [σπά]ργανον ἔρριψεν (sc. Ἡρακλέης) Πα. 2. 11. εὕδει δὲ πρασσόντων μελέων sc. the soul fr. 131b. 3.
b
I song ἐγκωμίων τε μελέων λυρᾶν τε τυγχανέμεν (O. 2.47) τὸ μὲν Ἀρχιλόχου μέλος, φωνᾶεν Ὀλυμπίᾳ (O. 9.1) [[[σεμνόν]] τ' ἐπίνειμαι ἀκρωτήριον Ἄλιδος τοιοῖσδε μέλεσσιν (v.l. βέλεσσιν) (O. 9.8) ] γλυκὺ γὰρ αὐτῷ μέλος ὀφείλων ἐπιλέλαθ (O. 10.3) χλιδῶσα δὲ μολπὰ πρὸς κάλαμον ἀντιάξει μελέων (O. 10.84) τόδε φέρων μέλος ἔρχομαι (P. 2.4) τόδε μὲν μέλος ὑπὲρ πολιᾶς ἁλὸς πέμπεται (P. 2.68) (Ἀρκεσίλαν) ἔχοντα Πυθωνόθεν τὸ καλλίνικον λυτήριον δαπανᾶν μέλος χαρίεν (P. 5.107) ἔργμασιν νικαφόροις ἐγκώμιον ζεῦξαι μέλος (N. 1.7) θαμά κε, τῷδε μέλει κλιθείς, ὕμνον κελάδησε καλλίνικον (N. 4.15) ἐξύφαινε, γλυκεῖα, καὶ τόδ' αὐτίκα, φόρμιγξ, Λυδίᾳ σὺν ἁρμονίᾳ μέλος πεφιλημένον Οἰνώνᾳ (N. 4.45) δεύτερον κρατῆρα Μοισαίων μελέων κίρναμεν (I. 6.2) ἀνδ]ρὶ σοφῷ παρέχει μέλος[ (Pae. 18.3) ἀχεῖ τ' ὀμφαὶ μελέων σὺν αὐλοῖς fr. 75. 18. [[[μέλος]] (μέλι Wil. e Σ.) fr. 97.] καμπύλον μέλος διώκων hyporchema *fr. 107a. 3.* τροχὸν μέλος fr. 177c. ]σ' ἀγλαὸν μέλος [παρ]θενηίας ὀπὸς εὐηρ[ατ ?fr. 333a. 13.
II music, of flutes. παρθένος αὐλῶν τεῦχε πάμφωνον μέλος (P. 12.19) (δελφίς) τὸν μὲν αὐλῶν ἐκίνησ' ἐρατὸν μέλος fr. 140b. 17.
III met. μαθὼν δέ τις ἀνερεῖ, εἰ πὰρ μέλος ἔρχομαι ψάγιον ὄαρον ἐννέπων go out of tune (N. 7.69)
English (Strong)
of uncertain affinity; a limb or part of the body: member.
English (Thayer)
μελους, τό (from Homer down), a member, limb: properly, a member of the human body, τά μελα τοῦ σώματος, μου, σου, ἡμῶν, ὑμῶν, πόρνης μέλη is said of bodies given up to criminal intercourse, because they are as it were members belonging to the harlot's body, μέλη — now one of another, ἀλλήλων: Clement of Rome, 1 Corinthians 46,7 [ET] (cf. Fritzsche, Commentary on Romans iii., p. 45) — now of the mystical body, i. e. the church: WH marginal reading); τά σώματα of Christians are called μέλη, of Christ, because the body is the abode of the spirit of Christ and is consecrated to Christ's service, 1 Corinthians 6:15.
Greek Monolingual
το (ΑM μέλος)
1. εξάρτημα του κορμού ανθρώπου ή ζώου, που έχει διάταξη κατά ζεύγη και χρησιμεύει για τη μετακίνηση ή σύλληψη, αλλ. άκρο («κρεοκοποῦσι δυστήνων μέλη», Αισχύλ.)
2. καθένα από τα άτομα μιας ομάδας ή ενός συνόλου («τα μέλη του ορειβατικού συλλόγου»)
3. άσμα, τραγούδι, μελωδία («μέσ' στ' άνθη τα πολλά κοιμηθήκαμε τέλος μέσ' στ' αηδονιού το μέλος», Χριστόπ.)
4. στον πληθ. τα μέλη
ολόκληρο το σώμα
5. φρ. «κατά μέλη» — κομματιαστά
νεοελλ.
1. γεωλ. τυπική λιθοστρωματική ενότητα που αντιπροσωπεύει τμήμα ενός σχηματισμού με ευκρινή ιδιαίτερα χαρακτηριστικά
2. φρ. «τα μέλη της εξίσωσης», «τα μέλη της ανισότητας»
μαθημ. τα μέρη μιας αλγεβρικής παράστασης που βρίσκονται πριν και μετά το σημείο της ισότητας ή ανισότητας
νεοελλ.-μσν.
φρ. «κόβονται τα μέλη μου» — τρέμουν τα άκρα μου από κούραση ή συγκίνηση
μσν.
1. τμήμα κατοικημένου χώρου
2. ποίημα
3. μουσικό όργανο
4. φρ. «τᾱ μέλη κάποιου» — λεγόταν ως περίφραση αντί του ονόματος κάποιου
αρχ.
1. η λυρική ποίηση («ἐν μέλεϊ ποιήσας», Ηρόδ.)
2. το λυρικό μέρος της κωμικής «παραβάσεως»
3. ήχος μουσικού οργάνου
4. έναρθρος ήχος
5. η μορφή του ανθρώπου, τα χαρακτηριστικά
6. στον πληθ. λυρικά άσματα
7. φρ. α) «μέλη ποιῶ» — διαμελίζω, κομματιάζω
β) «ἐν μέλει» — μελωδικά
γ) «παρά μέλος» — παράφωνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αρχαίο ένσιγμο ουδ. (πρβλ. γέ-νος < γένεσ-ος, ἔπ-ος < ἔπεσ-ος), που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα mel-«μέλος του σώματος, συνάπτω». Η λ. δεν έχει ακριβή αντίστοιχα σε άλλες γλώσσες, αλλά συνδέεται πιθ. με μια κελτική λέξη με σημ. «αστράγαλος, κότσι» (πρβλ. κορνουαλ. mal, που ανάγεται σε αρχ. τ. melso). Συνδέεται επίσης με τοχαρ. ΑΒ malk- «συνδέω, συνάπτω», χεττιτ. malk-«περιπλέκω». Κατ' άλλη άποψη, όχι τόσο πιθανή, συνδέεται με μολεῖν, μέλλω. Η αρχική σημ. της λ. είναι «μέλος σώματος», ενώ η σημ. «άσμα, μελωδία» είναι υστερογενής. Σχετικά με την αρχική σημ. της λ. έχει διατυπωθεί η άποψη ότι αρχικός τ. ήταν ένα αμάρτυρο μέλος (πρβλ. ρ. μέλω) με σημ. «αυτό που έχει η καρδιά, φροντίδα, μέριμνα». Κατά την ίδια άποψη, όλα τα σύνθετα σε -μελής και ιδιαίτερα το λυσι-μελής ανάγονται σ' αυτό το μέλος και ιδιαίτερα σε θρησκευτικές, λατρευτικές τελετές και στη χορική ποίηση, από όπου η σημ. «άσμα, μελωδία». Πάντοτε κατά την ίδια άποψη, το συνθ. λυσι-μελής με αρχική σημ. «αυτός που απαλλάσσει από τις έγνοιες» ερμηνεύθηκε ως «λύσιμο τών μελών, χαλάρωση» και έγινε η αρχή για τη γέννηση της σημασίας «μέλος σώματος», που γενικεύθηκε και στην ίδια τη λ. και στα σύνθετα. Ωστόσο, παρά την ερμηνεία που προσφέρει για τη διπλή σημ. της λ. μέλος, η προηγούμενη άποψη θεωρείται αμφίβολη (για τη διπλή σημ. της λ., εξάλλου, πρβλ. ιρλδ. alt «μέλος σώματος» και «ποίημα»). Η χρήση της λ. μέλος με σημ. «μέλος σώματος» περιορίστηκε από την ύπαρξη παράλληλων τύπων, όπως κῶλον, ἄρθρον.
ΠΑΡ. μελίζω, μελικός
αρχ.
μελιδάριον, μελίδριον, μελίσκιον, μελύδριον, μελώδης
αρχ.-μσν.
μελεάζω, μεληδόν.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) μελογράφος, μελοποιός, μελωδός
αρχ.
μελεσίπτερος, μεληγορώ, μελίαμβος, μελοθεσία, μελοκόπος, μελοτυπώ
αρχ.-μσν.
μελουργός
μσν.
μελοτομώ
νεοελλ.
μελόδραμα, μελομανής, μελόφωνο. (Β' συνθετικό) (τα συνθ. σε -μελής ανάγονται στη λ. μέλος με σημ. «μέλος σώματος» και τα νεοελλ. με πρώτο συνθετικό ένα αριθμητικό ανάγονται σε μέλος με σημ. «άτομο ομάδας»): αρτιμελής, ευμελής, ηδυμελής, μονομελής, ολομελής, πλημμελής, πολυμελής
αρχ.
αιγομελής, αστειομελής, βαρυμελής, εκμελής, εμμελής, θελξιμελής, θηλυμελής, λυσιμελής, μικρομελής, νοσομελής, οξυμελής, παμμελής, περισσομελής, πηρομελής, πλεομελής, συμμελής, σωμελής, τειχομελής, τηξιμελής, υγρομελής
νεοελλ.
δεκαμελής, εικοσαμελής, ενδεκαμελής, εξαμελής, ολιγομελής, οκταμελής, πενταμελής, τετραμελής κ.λπ.].
Greek Monotonic
μέλος: -εος, τό,
I. μέρος του σώματος ανθρώπου ή ζώου, σε Όμηρ. κ.λπ.· μελέων ἔντοσθε, στο εσωτερικό του σώματός μου, σε Αισχύλ.· κατὰμέλεα, κομμάτι-κομμάτι, όπως το μελεϊστί, σε Ηρόδ.
II. 1. τραγούδι, μελωδία, μουσικός τόνος, σε Ομηρ. Ύμν. κ.λπ.· ιδίως, λέγεται για τη λυρική ποίηση, ἐν μέλεϊ ποιέειν, συνθέτω σε λυρικό μουσικό ιδίωμα, σε Ηρόδ.· μέλη, τά, λυρική ποίηση, χορικά (χορωδιακά) τραγούδια, σε αντίθ. προς τα διαλογικά μέρη, σε Πλάτ.
2. το μουσικό ύφος προς το οποίο είναι προσαρμοσμένο ένα τραγούδι, μουσικός τόνος, στον ίδ.· ἐν μέλει, σύμφωνα με τον μουσικό τόνο, στον ίδ.· παρὰ μέλος, εκτός μουσικού τόνου, παράφωνα, στον ίδ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: member, in older lit. only pl. limbs (Il.; cf. Wackernagel Syntax 1, 88), (organized) tune, song, melody (h. Hom. 19, 16, Thgn., Pi., IA.).
Compounds: Compp., e.g. λυσι-μελής limb-relaxing (Od.), also with allusion to the μελεδήματα υ 57; s. Risch Eumusia. Festschr. Howald (1947) 87 f.; μελο-ποιός poet of songs with -έω, -ία (Att.), μελεσί-πτερος with singing wings, of a cicada (AP; after the types ἑλκεσί-πεπλος, Schwyzer 443 f.).
Derivatives: 1. Diminut.: μελύδριον small song (Ar., Theoc.), pl. -ια poor limbs (M. Ant.); μελίσκ(ι)ον id. (Alcm., Antiph.), s. Chantrame Form. 73 a. 406. 2. Adj. μελικός lyric (D. H., Plu.). 3. Adv. μεληδόν part by part (Poseidon.); on μελ(ε)ϊστί s. below. -- 4. Verbs: A. μελίζω 1. analyse, also with δια-, ἐκ-, ἀπο- (Pherecyd. Hist., LXX). 2. sing, sing of, also with δια-, ἀντι-(Pi., A., Theoc.). Further μελισμός (δια-) analysis (Plu.), song (Str.), μέλισμα song, melody (Theoc., AP); μελικτάς (Theoc., Mosch.), -ιστής (Anacreont.) flute-player; μελιστί limb for limb (J.), older form μελεϊστί (Hom.), prob. from *μελεΐζω, s. Bechtel Lex. s.v., Chantraine Gramm. hom. 1, 250, Risch 310; cf. Schwyzer 440 w. n. 10, 623. -- B. μελεάζω execute a recitative (Nicom. Harm.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: On the double meaning member and tune, song cf. Ir. alt member and poem (s. also Diehl RhM 89, 88 a. 92 f.). I the sense of member μέλος has been replaced by synonymous terms like κῶλον, ἄρθρον. -- To judge by the structure old (cf. ἕδος, ἔπος, γένος a. o.). μέλος does not have an immediate agreement. Possible is however (with Fick. 2, 215) the comparison with a Celtic wor for knuckle, Bret. mell, Corn. mal, pl. mellow, to which also Welsh cym-mal articulus, iunctura, commissura, which can go back on PCelt. *melsā and relates then to μέλος as e.g. Skt. vats-á- calf to Ϝέτος year (s. v.). A velar enlargement has been supposed in Toch. AB mälk- piece together, join, also in Hitt. malk- implicate, twist together (?) (v. Windekens Lex. étym. s.v. and Kronasser Studies Whatmough 121). -- Diff., certainly not better, Szemerényi AmJPh 72, 346ff.: to μολεῖν, μέλλω etc. -- Skt. márman- n. weak (deathly?) place of the body and Balt., e.g. Lith. melmuõ cross(?) of the body, backbone, pl. mélmenys meat parts surrounding the kidneys, (Fick 1, 109 a. 2, 215), must be rejected; s. Porzig IF 42, 254f. and Fraenkel IF 59, 153ff (Wb. s. mélmenys). Very doubtful Koller, Glotta 43 (1965)24-38.
Middle Liddell
μέλος, εος,
I. a limb, Hom., etc.; μελέων ἔντοσθε within my bodily frame, Aesch.; κατὰ μέλεα limb by limb, like μελεϊστί, Hdt.
II. a song, strain, Hhymn., etc.:—esp. of lyric poetry, ἐν μέλεϊ ποιέειν to write in lyric strain, Hdt.; μέλη, τά, lyric poetry, the choral songs, opp. to the dialogue, Plat.
2. the music to which a song is set, the tune, Plat.; ἐν μέλει in tune, Plat.; παρὰ μέλος, out of tune, Plat.
Frisk Etymology German
μέλος: {mélos}
Grammar: n.
Meaning: Glied, in älterer Lit. nur pl. Gliedmaßen (vorw. poet. seit Il.; vgl. Wackernagel Syntax 1, 88), ‘(gegliederte) Weise, Lied, Melodie’ (h. Hom. 19, 16, Thgn., Pi., ion. att.).
Composita: Kompp., z.B. λυσιμελής gliederlösend (poet. seit Od.), auch mit Anspielung auf die μελεδήματα υ 57; s. Risch Eumusia. Festschr. Howald (1947) 87 f.; μελοποιός Liederdichter mit -έω, -ία (att.), μελεσίπτερος mit singenden Flügeln, von einer Zikade (AP; nach dem Typus ἑλκεσίπεπλος, Schwyzer 443 f.).
Derivative: Ableitungen. 1. Deminutiva: μελύδριον kleines Lied (Ar., Theok. u. a.), pl. -ια arme Gliedmaßen (M. Ant.); μελίσκ(ι)ον ib. (Alkm., Antiph.), s. Chantrame Form. 73 u. 406. 2. Adj. μελικός melisch, lyrisch (D. H., Plu.). 3. Adv. μεληδόν Glied für Glied (Poseidon. u.a.); zu μελ(ε)ϊστί s. unten. — 4. Verba: A. μελίζω 1. zergliedern, auch mit δια-, ἐκ-, ἀπο- (Pherekyd. Hist., LXX u. a.). 2. singen, besingen, auch mit δια-, ἀντι-(Pi., A. in lyr., Theok. u. a.). Davon μελισμός (δια-) Zergliederung (Plu. u. a.), Gesang (Str.), μέλισμα Gesang, Melodie (Theok., AP); μελικτάς (Theok., Mosch.), -ιστής (Anakreont.) Flötenspieler; μελιστί gliederweise (J.), ältere Form μελεϊστί (Hom. u. a.), wohl von *μελεΐζω, s. Bechtel Lex. s.v., Chantraine Gramm. hom. 1, 250, Risch 310; dazu Schwyzer 440 m. A. 10, 623. — B. μελεάζω ein Lied vortragen (Nikom. Harm.).
Etymology: Zur Doppelbed. Glied und Weise, Lied vgl. ir. alt Glied und Gedicht (s. noch Diehl RhM 89, 88 u. 92 f.). Im Sinn von Glied ist μέλος durch synonyme Ausdrücke wie κῶλον, ἄρθρον verdrängt worden. — Nach der Struktur zu schließen alt (vgl. ἕδος, ἔπος, γένος u. a.), entbehrt μέλος jedenfalls einer unmittelbaren Entsprechung. Möglich ist indessen (mit Fick. 2, 215) der Vergleich mit einem kelt. Wort für Knöchel. bret. mell, korn. mal, pl. mellow, wozu noch kymr. cym-mal articulus, iunctura, commissura, das auf urkelt. *melsā zurückgehen kann und sich dann zu μέλος verhält wie z.B. aind. vats-á- Kalb zu ϝέτος Jahr (s. d.). Eine gutturale Erweiterung ist in toch. AB mälk- zusammenlegen, zusammenfügen, auch in heth.malk- ‘verwickeln, zusammenflechten (?)’ vermutet worden (v. Windekens Lex. étym. s.v. und Kronasser Studies Whatmough 121). — Anders, gewiß nicht vorzuziehen, Szemerényi AmJPh 72, 346ff.: zu μολεῖν, μέλλω usw. — Aind. márman- n. ‘weiche (tödliche?) Stelle des Leibes' und balt., z.B. lit. melmuõ Kreuz des Leibes, Rückgrat, pl. mélmenys die Nieren umgebende Fleischteile, die von Fick 1, 109 u. 2, 215 mit μέλος verbunden werden, sind fernzuhalten; s. Porzig IF 42, 254f. und Fraenkel IF 59, 153ff (Wb. s. mélmenys).
Page 2,203-204
Chinese
原文音譯:mšloj 姆羅士
詞類次數:名詞(34)
原文字根:肢體 相當於: (נֵתַח)
字義溯源:肢^,肢體,百體,體,部分,
出現次數:總共(34);太(2);羅(10);林前(16);弗(2);西(1);雅(3)
譯字彙編:
1) 肢體(31) 羅6:13; 羅6:13; 羅6:19; 羅6:19; 羅7:5; 羅7:23; 羅7:23; 羅12:4; 羅12:4; 羅12:5; 林前6:15; 林前6:15; 林前6:15; 林前12:12; 林前12:12; 林前12:14; 林前12:18; 林前12:19; 林前12:20; 林前12:22; 林前12:25; 林前12:26; 林前12:26; 林前12:26; 林前12:26; 林前12:27; 弗5:30; 西3:5; 雅3:5; 雅3:6; 雅4:1;
2) 百體中(2) 太5:29; 太5:30;
3) 為肢體(1) 弗4:25
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
1 (=μέλος τοῦ σώματος),
2 (=μελωδία, τραγούδι).
Παράγωγα: μελεϊστί -μεληδόν (=κατά μέλη), μελίζω (=ἠχῶ μελωδικά), μελικός (=λυρικός), μελικτής (=αὐλητής), μέλισμα (=τραγούδι), μελισμός (=διαίρεση), μέλπω (=τραγουδῶ), μελοποιός, μελύδριον (ὑποκορ.), μελῳδός, μελῳδία, πλημμελής (=παράφωνος).
Translations
limb
Afrikaans: ledemaat; Albanian: gjymtyrë; Arabic: طَرَف, عُضْو; Egyptian Arabic: طرف, عضو; Armenian: անդամ; Aromanian: mãdular; Azerbaijani: üzv, ətraf; Bashkir: ағза; Belarusian: канцаві́на; Bengali: অঙ্গ; Breton: ezel; Bulgarian: крайник; Burmese: အင်္ဂါ; Catalan: membre; Chamicuro: ilapa; Chinese Mandarin: 肢, 手腳, 手脚; Czech: končetina, úd; Danish: lem; Dutch: lid, lidmaat, ledemaat or; Esperanto: membro; Estonian: jäse; Finnish: raaja, jäsen; French: membre, extrémité; Galician: extremidade, membro; Georgian: კიდური, ასო; German: Glied, Gliedmaße, Extremitäten; Gothic: 𐌻𐌹𐌸𐌿𐍃; Ancient Greek: κῶλον, μέλος; Hebrew: גַּף; Hindi: अंग; Hungarian: végtag; Icelandic: útlimur, limur; Irish: géag; Italian: membra, arto, tentacolo; Japanese: 肢, 手足; Kazakh: аяқ-қол; Khmer: អង្គ; Korean: 팔, 팔다리, 사지, 지; Kyrgyz: кол-аяк; Lao: ອົງ; Latin: membrum, artus, articulus; Latvian: loceklis; Lithuanian: galūnė; Macedonian: екстремитет, член, крак; Mongolian: үе, мөч; Navajo: atsʼáozʼaʼ; Norwegian Bokmål: lem; Ojibwe: wadikwan; Old English: liþ, lim; Persian: اندام; Polish: kończyna, odnoga; Portuguese: membro; Punjabi: ਅੰਗ; Romanian: mădular, ciolan, membru; Russian: конечность, член; Sanskrit: अङ्ग; Scottish Gaelic: geug; Serbo-Croatian Cyrillic: уд; Roman: ud; Slovak: končatina; Slovene: okončina; Spanish: miembro, extremidad; Swedish: lem; Tagalog: galamay; Tajik: андом; Tatar: әгъза; Thai: แขนขา, องค์; Tocharian B: āmpär; Turkish: uzuv; Turkmen: çlen, agza; Ukrainian: кінці́вка; Urdu: انگ; Uzbek: aʼzo, qoʻl-oyoqlar; Vietnamese: chi; no equivalent term in Vietnamese, but see chân tay, tay chân, chân, tay; Yiddish: אבֿר
music
Abkhaz: амузика; Afrikaans: musiek; Albanian: muzikë; Amharic: ሙዚቃ; Arabic: مُوسِيقَى, مُوسِيقَا, طَرَب; Egyptian Arabic: مزّيكا; Hijazi Arabic: موسيقى; Aragonese: mosica; Aramaic Classical Syriac: ܙܡܪܐ; Armenian: երաժշտություն; Aromanian: muzicã; Assamese: সংগীত; Asturian: música; Azerbaijani: musiqi; Bashkir: музыка; Basque: musika; Bavarian: Musi; Belarusian: музыка; Bengali: সঙ্গীত, গান; Breton: sonerezh; Bulgarian: музика; Burmese: ဂီတ; Buryat: хүгжэм; Catalan: música; Old Catalan: musica; Chechen: музыка, эшар; Cherokee: ᏗᎧᏃᎩᏛ; Chinese Cantonese: 音樂, 音乐; Dungan: йинйүә; Hakka: 音樂, 音乐; Mandarin: 音樂, 音乐; Min Dong: 音樂, 音乐; Min Nan: 音樂, 音乐; Wu: 音樂, 音乐; Chuvash: кӗвӗ, мусӑк; Coptic: ⲟⲩⲗⲗⲉ; Cornish: musik, ilow; Corsican: musica; Czech: hudba, muzika; Danish: musik; Dhivehi: މިއުޒިކް; Dutch: muziek; Elfdalian: musik; Erzya: музыка; Esperanto: muziko; Estonian: muusika; Farefare: yʋʋmʋm; Faroese: tónleikur; Finnish: musiikki; French: musique; Old French: musique, musike; Middle French: musique; Friulian: musiche; Galician: música; Georgian: მუსიკა; German: Musikstück, Musik; Musik, Tonkunst; Greek: μουσική; Ancient Greek: μουσική; Greenlandic: nipilersorneq; Gujarati: સંગીત; Haitian Creole: mizik; Hawaiian: mele, pila hoʻokani; Hebrew: מוּזִיקָה; Hiligaynon: musika; Hindi: संगीत; Hungarian: zene, muzsika; Icelandic: tónlist, músík; Ido: muziko; Indonesian: musik; Irish: ceol; Old Irish: ceól; Italian: musica; Japanese: 音楽, ミュージック; Javanese: musik; Kalmyk: көгҗм; Kannada: ಸಂಗೀತ; Kashmiri: موسیٖقی; Kashubian: mùzyka; Kazakh: музыка, саз; Khmer: ភ្លេង, តន្ត្រី; Korean: 음악(音樂); Kurdish Central Kurdish: موسیقی, موسیقا, مووزیک; Northern Kurdish: muzîk; Kyrgyz: музыка; Ladino: muzika, מוזיקה; Lao: ດົນຕີ, ເພງ; Latin: musica, musice; Latvian: mūzika; Lithuanian: muzika; Low German Dutch Low Saxon: meziek; German Low German: Musik; Luxembourgish: Musek; Macedonian: музика; Malay: muzik, gita, bunyi-bunyian; Malayalam: സംഗീതം; Maltese: mużika; Manchu: ᡴᡠᠮᡠᠨ; Manx: bingys, kiaull; Marathi: संगीत; Middle English: musike, drem, song; Mongolian: хөгжим; Mòcheno: musik; Nepali: संगीत; Norman: musique, mûsique; Northern Sami: musihkka; Norwegian: musikk; Occitan: musica; Okinawan: 音楽; Old English: drēam; Old Occitan: muzica; Old Polish: gędźba; Old Portuguese: musica; Oriya: ସଂଗୀତ; Ossetian: музыкӕ; Ottoman Turkish: موسیقی; Pashto: موسيقي; Persian: موسیقی, موزیک; Picard: musique; Piedmontese: mùsica; Polish: muzyka; Portuguese: música; Punjabi: ਸੰਗੀਤ; Romagnol: mùșica; Romanian: muzică; Romansch: musica; Russian: музыка; Rusyn: музика; Sardinian: musica; Sanskrit: सङ्गीत; Scots: muisic; Scottish Gaelic: ceòl; Serbo-Croatian Cyrillic: му̀зика, гла̀зба; Roman: mùzika, glàzba; Sicilian: mùsica; Sindhi: ميوزڪ; Sinhalese: සංගීතය; Slovak: hudba, muzika; Slovene: glasba; Sorbian Lower Sorbian: muzika; Upper Sorbian: hudźba; Spanish: música; Old Spanish: musica; Sranan Tongo: poku; Swahili: muziki Swedish: musik; Tagalog: musika, palalinigan; Tajik: мусиқӣ; Tamil: சங்கீதம், இசை; Tatar: музыка; Telugu: సంగీతం; Thai: ดนตรี, เพลง; Tibetan: རོལ་གཞས, རོལ་དབྱངས, རོལ་མོ; Tigrinya: ሙዚቃ; Tofa: һобус; Turkish: müzik, musiki; Turkmen: saz; Tuvan: хөгжүм, музыка, аялга; Ukrainian: музика; Urdu: سنگیت, موسیقی; Uyghur: مۇزىكا; Uzbek: musiqa, muzika; Venetian: mùxega; Vietnamese: âm nhạc; Volapük: musig; Walloon: muzike; Welsh: cerddoriaeth, miwsig; West Frisian: muzyk; Western Panjabi: موسیقی; Yakut: музыка, муусука; Yiddish: מוזיק; Yoruba: orin; Zhuang: yinhyoz