σκιά: Difference between revisions

From LSJ

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
m (Text replacement - " )" to ")")
m (Text replacement - "( " to "(")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=σκῐά -ας, ἡ Ion. σκιή [[schaduw]] (waar geen zon is):; [[ἐν σκιῇ]] = [[in de schaduw]] Hes. Op. 593; schaduw (van iets of iemand):; δεδιὼς τὴν σαυτοῦ σκιάν bang voor uw eigen schaduw Plat. Phaed. 101d; overdr.:; [[σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος]] = [[de mens is het droombeeld van een schaduw]] Pind. P. 8.95; spreekw.. ὄνου σκιά de schaduw van een ezel (iets onbenulligs) Plat. Phaedr. 260c. schim:. σκιῇ εἴκελον... ἔπτατ ( ο) zij vloog weg als iets dat leek op een schim Od. 11.207; πότνιά τ ' Οἰδίπου σκιά de machtige schim van Oedipus Aeschl. Sept. 976.
|elnltext=σκῐά -ας, ἡ Ion. σκιή [[schaduw]] (waar geen zon is):; [[ἐν σκιῇ]] = [[in de schaduw]] Hes. Op. 593; schaduw (van iets of iemand):; δεδιὼς τὴν σαυτοῦ σκιάν bang voor uw eigen schaduw Plat. Phaed. 101d; overdr.:; [[σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος]] = [[de mens is het droombeeld van een schaduw]] Pind. P. 8.95; spreekw.. ὄνου σκιά de schaduw van een ezel (iets onbenulligs) Plat. Phaedr. 260c. schim:. σκιῇ εἴκελον... ἔπτατ (ο) zij vloog weg als iets dat leek op een schim Od. 11.207; πότνιά τ ' Οἰδίπου σκιά de machtige schim van Oedipus Aeschl. Sept. 976.
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 12:02, 13 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῐά Medium diacritics: σκιά Low diacritics: σκιά Capitals: ΣΚΙΑ
Transliteration A: skiá Transliteration B: skia Transliteration C: skia Beta Code: skia/

English (LSJ)

σκιᾶς, Ion. σκιή, σκιῆς, ἡ,
A shadow, Od.11.207; σκιὰ ἀντίστοιχος ὥς = like the shadow that is one's double, E.Andr.745; ὑπὸ κίονος σκιὰν ἔπτηξεν Id.HF973: prov., τὴν αὑτοῦ σκιὰν δέδοικεν = he's afraid of his own shadow Ar.Fr.77, cf. Pl.Phd. 101d.
2 reflection, image (in a bowl of oil), Sch.Il.17.755.
3 shade of one dead, phantom, Od.10.495, A.Th.992 (lyr.), S.Aj.1257; σποδόν τε καὶ σκιάν Id.El.1159; κατθανὼν δὲ πᾶς ἀνὴρ γῆ καὶ σ. E.Fr.532; σκιᾷ τινι λόγους ἀνέσπα S.Aj.301; also, of one worn to a shadow, A.Eu.302; κακωθεὶς δ' οὐδὲν ἄλλ' εἰμ' ἢ σ. Id.Niob. in Bull.Soc.Alex.No.28p.110; φωνὴ καὶ σ. γέρων ἀνήρ E.Fr.509: freq. in proverbs of man's mortal estate, σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος = man is a dream of a shadow Pi.P.8.95; εἴδωλον σκιᾶς A.Ag.839, cf. S.Fr.659.6; ὁρῶ γὰρ ἡμᾶς οὐδὲν ἄλλο πλὴν εἴδωλα.. ἢ κούφην σ. Id.Aj.126; ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον = man is but a breath and a shadow Id.Fr.13; οὐδέν ἐσμεν πλὴν σκιαῖς ἐοικότες Id.Fr.945; of human affairs, εὐτυχοῦντα μὲν σκιᾷ τις ἂν πρέψειεν A.Ag.1328 (dub.l.); οὐδὲν μᾶλλον ἢ καπνοῦ σκιά Id.Fr.399; καπνοῦ σκιὰν δέδοικεν Com.Adesp.692; of worthless things, τἄλλ' ἐγὼ καπνοῦ σκιᾶς οὐκ ἂν πριαίμην S.Ant. 1170, cf. Ph.946; καπνοὺς καὶ σκιάς Eup.51; ὅσ' ἂν γένηται ταῦτα πάντ' ὄνου σκιά S.Fr.331; περὶ ὄνου σκιᾶς μάχεσθαι = argue about the shadow of an ass, Lat. de asini umbra disceptare Ar.V.191, cf. Pl.Phdr.260c; Archipp. wrote a Com. entitled Ὄνου σκιά; ἡ ἐν Δελφοῖς σ. that phantom at Delphi, of the Amphictyonic council, D.5.25; αἱ τοῦ δικαίου σκιαί mere shadows of... Pl.R. 517d; σκιαὶ καὶ ἐν ὕδασιν εἰκόνες ib.510e; σκιαὶ τῶν ὄντων, ἀλλ' οὐκ εἰδώλων σ. ib.532c; στιγμὴ ἢ σ. τούτων D.21.115; ἂν ἔχῃ φίλου σκιάν Men. 554.
4 evil spirit, Hippiatr.130, PMasp.188.5 (vi A.D.).
II shade of trees, etc., as a protection from heat, πετραίη τε σκιή the shade of a rock, Hes.Op.589; ἐν σκιῇ ἑζόμενος ib.593; ἐν συμμιγεῖ σκιᾷ Pl.Phdr.239c; εἰ ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο ἡ μάχη Hdt.7.226; ὑπὸ σκιᾶς = in the shade E.Ba.458; εἰσελθὼν ὑπὸ τὴν σκιὰν καθέζεσθαι And.1.38; θέρους σκιὰν παρέχειν Pl.Ti.76d; ἐν σκιᾷ, i.e. indoors, X.Smp.2.18, cf. Cyn.3.3; σκιὰν ὑπερτείνασα Σειρίου κυνός shade from its heat, A.Ag.967: pl., αἱ τῶν δένδρων, αἱ τῶν πετρῶν σ., X.Cyr.8.8.17; ὑπὸ σκιαῖς Id.Oec.20.18, cf. 5.9.
III shadow in painting, τὰ λαμπρὰ τῇ σκιᾷ τρανότερα ποιοῦσι Plu.2.863e, cf. 407a, D.H.Is.4, Longin.17.3; ἀνθρώπων πρῶτος ἐξευρὼν φθορὰν καὶ ἀπόχρωσιν σκιᾶς, of the painter Apollodorus, Plu.2.346a, cf. Hsch.
2 silhouette, profile, Διόδωρος σ. Ἀντιφίλου ἐποίησεν Sammelb.344 (Alexandria, ii B.C.).
3 perhaps coloured border on a garment, καλάσηριν ἢ ὑπόδυμα μὴ ἔχον σκιάς IG5(1).1390.19, cf. 24 (Andania, i B.C.), cf. Men.561, BGU1141.41,43 (i B.C.).
IV an uninvited guest, introduced by another (Lat. umbra), Plu.2.707a, Ael.Fr.110. (Cf. Skt. chāyā́ 'shadow'.)

German (Pape)

[Seite 897] ἡ, ion. σκιή, der Schatten; Od. 11, 207; auch die Schatten der Abgeschiedenen, 10, 495, wie πότνιά τ' Οἰδίπου σκιά Aesch. Spt. 961, vgl. 976; Pind. sagt σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος = Traum eines Schattens ist der Mensch, P. 8, 95; πετραίη τε σκιή (wo σκ keine Position macht), Hes. O. 591, Felsenschatten; so öfter von schattigen, Kühlung u. Erquickung gewährenden Orten, O. 545; ὑπὸ σκιῇ ἐστιν ἡ μάχη, Her. 7, 226; Plat. u. sonst in Prosa, ᾔσθου ἐμὲ διὰ θάλπ ος μαχόμενόν τῳ περὶ σκιᾶς, Xen. Mem. 1, 6, 6; bekannt ist περὶ ὄνου σκιᾶς, Plat. Phaedr. 260 c, vgl. Ar. Vesp. 191; Zenob. 6, 28 u. app. paroem. 4, 26; auch περὶ τῆς ἐν Δελφοῖς σκιᾶς πολεμῆσαι, Dem. 5, 25. – Übertr., das Schwache, εὐτυχοῦντα μὲν σκιά τις ἂν τρέψειεν, Aesch. Ag. 1301; übh. das Nichtige, Vergängliche bezeichnend, ἡμᾶς οὐδὲν ἄλλο πλὴν εἴδωλα ἢ κούφην σκιάν, Soph. Ai. 126; ἀνδρὸς οὐκέτ' ὄντος, ἀλλ' ἤδη σκιᾶς, 1236; vgl. noch τἄλλ' ἐγὼ καπνοῦ σκιᾶς οὐκ ἂν πριαίμην, Ant. 1155; τὰ θνητὰ ἡγοῦμαι σκιάν, Eur. Med. 1224. – Der Umriß, Schattenriß, Sp. – Nach Suid. auch der ungebetene, mitgebrachte Gast, umbra, vgl. Plut. Symp. 7, 6.

French (Bailly abrégé)

ᾶς (ἡ) :
ombre :
I. au propre ombre d'une personne ou d'une chose ; particul. :
1 pour signifier une chose vaine : μάχεσθαί τῳ περὶ σκιᾶς XÉN disputer contre qqn pour une ombre ; καπνοῦ σκιά SOPH l'ombre d'une fumée ; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος PIND l'homme est le rêve d'une ombre;
2 ombre dans un dessin : σκιᾶς ἀπόχρωσις ou φθορά PLUT dégradation de l'ombre;
II. ombre des morts ; p. anal. ombre, fantôme;
III. ombre, convive non invité qu'on amenait avec soi à un repas.
Étymologie: cf. skr. khâyâ, ombre.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκῐά -ας, ἡ Ion. σκιή schaduw (waar geen zon is):; ἐν σκιῇ = in de schaduw Hes. Op. 593; schaduw (van iets of iemand):; δεδιὼς τὴν σαυτοῦ σκιάν bang voor uw eigen schaduw Plat. Phaed. 101d; overdr.:; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος = de mens is het droombeeld van een schaduw Pind. P. 8.95; spreekw.. ὄνου σκιά de schaduw van een ezel (iets onbenulligs) Plat. Phaedr. 260c. schim:. σκιῇ εἴκελον... ἔπτατ (ο) zij vloog weg als iets dat leek op een schim Od. 11.207; πότνιά τ ' Οἰδίπου σκιά de machtige schim van Oedipus Aeschl. Sept. 976.

Russian (Dvoretsky)

σκιά: ион. σκιή
1 тень Hom. (πετραίη σ. Hes.; αἱ τῶν δένδρων σκιαί Xen.; δεδιὼς τὴν σαυτοῦ σκιάν погов. Plat.): ὑπὸ σκιῇ Her. и ὑπὸ σκιαῖς Xen. в тени;
2 тень (усопшего), призрак (Οἰδίπου σ. Aesch.);
3 перен. тень, призрак, видимость, ничто (σποδός τε καὶ σ. Soph.; τῶν μελλόντων ἀγαθῶν NT): σκιᾶς ὄναρ Pind. сновидение тени и καπνοῦ σ. Soph. тень дыма, т. е. тень тени, иллюзия, ничто; περὶ ὄνου σκιᾶς μάχεσθαι погов. Arph. спорить из-за тени осла, т. е. из-за совершенных пустяков;
4 (в живописи) тень: σκιᾶς ἀπόχρωσις Plut. убывание тени, т. е. светотень в красках;
5 спутник приглашенного гостя, т. е. незваный гость Plut.

Greek (Liddell-Scott)

σκιά: ᾶς, Ἰων. σκιή, ῆς, ἡ, (ἴδε ἐν τέλ.)· ― σκιά, «ἴσκιος», Ὀδ. Λ. 207· σκιὰ ἀντίστοιχος ὥς, ὡς ἡ σκιά, ἥτις εἶναι σύντροφος τοῦ ἀνθρώπου, Εὐρ. Ἀνδρ. 745· ὑπὸ κίονος σκιὰν ἔπτηξεν ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 973· παροιμ., τὴν αὐτοῦ σκιὰν δέδοικεν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 62, Πλάτ. Φαίδων 101D. 2) ἡ σκιὰ νεκροῦ, φάσμα, φάντασμα, Ὀδ. Κ. 495, Αἰσχύλ. Θήβ. 988 (πρβλ. Ἕρμανν. 955), Σοφ. Αἴ. 1257· σποδόν τε καὶ σκιὰν ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1159· κατθανὼν δὲ πᾶς ἀνὴρ γῆ καὶ σκιὰ Εὐρ. Ἀποσπ. 536· σκιᾷ τινι λόγους ἀνέσπα Σοφ. Αἴ. 301· ὡσαύτως, ἐπὶ ἀνθρώπου κατίσχνου, καταντήσαντος ὡς σκιά, Αἰσχύλ. Εὐμ. 302· φωνὴ καὶ σκιὰ γέρων ἀνὴρ Εὐρ. Ἀποσπ. 512· ― συχν. ἐν παροιμίαις ἐπὶ τῆς θνητῆς τοῦ ἀνθρώπου καταστάσεως, σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος Πινδ. Π. 8. 136· εἴδωλον σκιᾶς Αἰσχύλ. Ἀγ. 839· πρβλ. Σοφ. Ἀποσπ. 587. 6· ὁρῶ γὰρ ἡμᾶς οὐδὲν ἄλλο πλὴν εἴδωλα ... ἢ κούφαν σκιὰν ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 126· ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 13· οὐδέν ἐσμεν πλὴν σκιαῖς ἐοικότες αὐτόθι 682· ἐπὶ τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων, εὐτυχοῦντα μὲν σκιά τις ἂν τρέψειεν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1328· οὐδὲν μᾶλλον ἢ καπνοῦ σκιὰ Σοφ. Ἀποσπ. 295· ἐπὶ πραγμάτων ἀναξίων λόγου, τἆλλ’ ἐγὼ καπνοῦ σκιᾶς οὐκ ἂν πριαίμην ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 1170, πρβλ. Φιλ. 946· καπνοὺς καὶ σκιὰς Εὔπολ. ἐν «Αὐτολύκῳ» 14· ― τὰ πάντ’ ὄνου σκιὰ Σοφ. Ἀποσπ. 308· περὶ ὄνου σκιᾶς μάχεσθαι Ἀριστοφ. Σφ. 191, πρβλ. Πλάτ. Φαῖδρ. 260C· ὁ Ἄρχιππ. ἔγραψε κωμῳδίαν ἐπιγραφομένην Ὄνου σκιά· ― ἡ ἐν Δελφοῖς σκιά, τὸ ἐν Δελφοῖς ἐκεῖνο φάντασμα, δηλ. τὸ Ἀμφικτυονικὸν συνέδριον, Δημ. 63 ἐν τέλ.· αἱ τοῦ δικαίου σκ., ἁπλαῖ σκιαὶ δικαιοσύνης καὶ οὐδὲν πλέον, Πλάτ. Πολ. 517D· σκιαὶ καὶ ἐν ὕδασιν εἰκόνες αὐτόθι 510Ε· σκιαὶ τῶν ὄντων, ἀλλ’ οὐκ εἰδώλων σκ. αὐτόθι 532C· στιγμὴ ἢ σκιὰ τούτων Δημ. 552. 7· ἂν ἔχη φίλου σκιὰν Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 24. ΙΙ. ἡ σκιὰ δένδρου, κτλ., ὡς προφύλαξις ἀπὸ τῆς θερμότητος τοῦ ἡλίου, πετραίη σκιή, ἡ σκιὰ βράχου, Ἡσ. Ἔργ. κ . Ἡμ. 587 (ἔνθα ὑπάρχει βραχεῖα συλλαβὴ πρὸ τοῦ σκ)· ἐν σκιῆ ἐζόμενος αὐτόθι 591· εἰ ὑπὸ σκιῆ ἔσοιτο ἡ μάχη Ἡρόδ. 7. 226· ὑπὸ σκιᾶς Εὐρ. Βάκχ. 458, ἴδε συμμιγής· ὑπὸ σκιὰν εἰσελθὼν καθίζεσθαι Ἀνδοκ. 6. 14· σκιὰν παρέχειν Πλάτ. Τίμ. 76D· ἐν σκιᾷ, δηλ. ἐν τῇ οἰκίᾳ, Ξεν. Συμπ. 2, 18, πρβλ. 3, 3 (ἴδε ἐν λ. σκιατροφέω)· σκιὰν ὑπερτείνασα Σειρίου κυνός, σκιὰν ἀπὸ τῆς θερμότητος αὐτοῦ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 967· ― ἐν τῷ πληθ., αἱ τῶν δένδρων καὶ αἱ τῶν πετρῶν σκιαὶ Ξεν. Κύρ. 8. 8, 17· ὑπὸ σκιαῖς ὁ αὐτ. ἐν Οἰκ. 20, 18, πρβλ. 5, 9. ΙΙΙ. σκιὰ ἐν τῇ ζωγραφικῇ, τὰ λαμπρὰ τῇ σκιᾷ τρανότερα ποιοῦσι Πλούτ. 2. 863Ε, πρβλ. 407Α, καὶ ἴδε σκιαγράφος. IV. ὡς τὸ Λατ. umbra, ἀπρόσκλητος φίλος, ὃν δηλ. ἄλλος φίλος προσκαλεῖ καὶ φέρει μεθ’ ἑαυτοῦ. Πλούτ. 2. 707Α. Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξ. Ἀπίκιος, Ἡσύχ. Ἐντεῦθεν σκιάω, σκιάζω, σκιερός, σκιάς, σκιάδειον· πρβλ. Σανσκρ. khâ-yâ ἀντὶ skâyâ (σκιά)· Ἀρχ. Σκανδιν. sky, Ἀρχ. Σαξον. sci-o (νέφοςἴσως ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης παράγονται τὰ σκηνή, σκότος· ― ἐξ ἐπιτεταμένου δὲ τύπου τῆς ῥίζης ὑπάρχει τὸ Γοτθ. skad-us (σκιά), καὶ ἴσως τὸ Λατ. casa, cassis, castrum (ἀντὶ scad-sa, κτλ.)· ― σκέπω, σκέπας, σκέπη εἶναι ὡσαύτως συγγενῆ πιθανῶς).

English (Slater)

σκῐά shadow σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος (P. 8.95)

Spanish

sombra, zona oscura, fantasma, espectro, esbozo

English (Strong)

apparently a primary word; "shade" or a shadow (literally or figuratively (darkness of error or an adumbration)): shadow.

English (Thayer)

σκιᾶς, ἡ (see σκηνή, at the beginning)), from Homer down, the Sept. for צֵל;
a. properly, shadow, i. e. shade caused by the interception of the light: σκιά θανάτου, shadow of death (like umbra mortis, Ovid. metam. 5,191, and umbra Erebi, Vergil Aen. 4,26; 6,404), 'the densest darkness' (because from of old Hades had been regarded as enveloped in thick darkness), tropically, the thick darkness of error (i. e. spiritual death; see θάνατος, 1): צַלְמָוֶת).
b. a shadow, i. e. an image cast by an object and representing the form of that object: opposed to σῶμα, the thing itself, a sketch, outline, adumbration, εἰκών, the 'express' likeness, the very image, Cicero, de off. 3,17, 69 nos veri juris solidam et expresssam effigiem nullam tenemus, umbra et imaginibus utimur).

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και ιων. τ. σκιή Α
1. έλλειψη φωτός, μέρος του χώρου όπου δεν εισχωρεί η ακτινοβολία μιας φωτεινής πηγής λόγω της παρεμβολής αδιαφανούς σώματος, αλλ. ήσκιος (α. «κάθεται στη σκιά, γιατί πονάει το κεφάλι του» β. «ὑπὸ κίονος σκιὰν ἔπτηξεν», Ευρ.)
2. συνεκδ. το σκοτεινό είδωλο αδιαφανούς σώματος, το οποίο σχηματίζεται στο έδαφος ή σε άλλη επιφάνεια όταν το σώμα φωτίζεται από την αντίθετη διεύθυνση (α. «είδε τη σκιά του και φοβήθηκε» β. «ἵνα ἐρχομένου Πέτρου κἂν ἡ σκιὰ ἐπισκιάσῃ τινὶ αὐτῶν», ΚΔ
«τὴν αὐτοῦ σκιὰν δέδοικεν», Αριστοφ.)
3. υπερφυσικό όν, πλάσμα χωρίς υλική υπόσταση, αερικό (α. «σε αυτό το σπίτι βγαίνουν σκιές τη νύχτα» β. «σποδόν τε καὶ σκιάν», Σοφ.)
4. το φάντασμα πεθαμένου, η ψυχή του (α. «ο Άμλετ είδε τότε τη σκιά του πατέρα του» β. «κατθανὼν δὲ πᾶς ἀνὴρ γῆ καὶ σκιά», Ευρ.)
5. άνθρωπος αδύνατος, σκελετωμένος, εξασθενημένος από αρρώστια ή ταλαιπωρίες (α. «κατάντησε σκιά από την πείνα» β. «κακωθεὶς δ' οὐδὲν ἄλλ' εἰμ' ἢ σκιά», Αισχύλ.)
6. (σχετικά με ζωγραφική) το σκιερό, σκοτεινό μέρος ενός πίνακα (α. «το πορτραίτο του ήταν γεμάτο σκιές» β. «τὰ λαμπρά τη σκιᾷ τρανότερα ποιοῦσι», Πλούτ.)
7. φρ. α) «σκιάς όναρ άνθρωπος» — ο άνθρωπος είναι ένα τίποτε, η υπόστασή του είναι σαν τη σκια
β) «περί όνου σκιάς» — για το τίποτε (Αριστοφ.)
νεοελλ.
φρ. α) «ιπτάμενη σκιά»
αστρον. ατμοσφαιρικό φαινόμενο που συνίσταται σε μια σειρά από εναλλασσόμενες φωτεινές και σκοτεινές ταινίες που φαίνεται ότι κινούνται καθέτως προς την επιμήκη διάστασή τους κατά μήκος του εδάφους και που οφείλεται σε τοπικές ανομοιογένειες της ατμόσφαιρας, λίγο πριν και λίγο μετά από την ολοκλήρωση μιας έκλειψης Ηλίου
β) «ζώνη σκιάς»
φυσ. περιοχή στην οποία τα ακουστικα κύματα είναι ανύπαρκτα λόγω παρεμπόδισης ή διάθλασής τους
γ) «κώνος σκιάς»
αστρον. σκιά σε σχήμα κώνου που προβάλλεται από έναν πλανήτη ή δορυφόρο σε διεύθυνση αντίθετη με εκείνην του Ηλίου
γ) «έγινε σκιά του»
i) τον ακολουθεί συνεχώς και παντού
ii) έγιναν αχώριστοι σύντροφοι
δ) «φοβάται [ή τρέμει] και τη σκιά του» — είναι υπερβολικά δειλός ώστε να φοβάται ακόμη και όταν δεν υπάρχει λόγος
ε) «οι σκιές τών προγόνων» — η ανάμνηση τών προγόνων
στ) «ο κόσμος τών σκιών» — ο κόσμος τών νεκρών, ο Άδης
ζ) «δεν φάνηκε σκιά» — δεν ήλθε κανείς, υπήρξε πλήρης απουσία
η) «θέατρο σκιών» — είδος λαϊκού θεάτρου, στο οποίο οι πρωταγωνιστές είναι φιγούρες από χαρτόνι ή άλλο υλικό, που τίς κινεί κάποιος πίσω από λευκή, κατάλληλα φωτισμένη οθόνη από πανί, ο καραγκιόζης
μσν.-αρχ.
πονηρό πνεύμα
αρχ.
1. καθετί το ασήμαντο («οὐδὲν μᾶλλον ἢ καπνοῦ σκιά», Σοφ.)
2. σκιαγράφημα («Διόδωρος σκιὰν Ἀντιφίλου ἐποίησεν», πάπ.)
3. αντανάκλαση, εικόνα στην επιφάνεια υγρού
4. βαθύχρωμη παρυφή ή διακοσμητικό εξάρτημα ενδύματος («καλάσηριν ή ύπόδυμα μὴ ἔχον σκιάς», επιγρ.)
5. ξένος, επισκέπτης τον οποίο απρόσκλητα φέρνει μαζί του άλλος προσκεκλημένος
6. φρ. α) «σκιὰ θανάτου» — πολύ σκοτεινός τόπος, όπου κατοικούν οι ψυχές τών αμαρτωλών
β) «αἱ τοῦ δικαίου σκιαί» — λέγεται για να δηλώσει την έλλειψη δικαιοσύνης
γ) «ἡ ἐν Δελφοῖς σκιά» — το φάντασμα τών Δελφών, το αμφικτιονικό συνέδριο (Δημοσθ.)
δ) «Ὄνου σκιά» — τίτλος κωμωδίας του Αρχίππου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σκιά (< IE skiyā) ανάγεται σε ΙΕ ρίζα skāi- / ski- «σκιά, σκιερός» (που παρουσιάζει σπάνια και δυσερμήνευτη στην ινδοευρωπαϊκή φωνητική εναλλαγή μακρόφωνης διφθόγγου -āi- και φωνηεντισμού -i-) και συνδέεται με αλβ. hije, τοχαρ. Β' skiyo, αρχ. ινδ. chāyā «σκιά, εικόνα, αντανάκλαση» και περσ. sāya (με μακρό φωνηεντισμό). Αβέβαιη θεωρείται η ένταξη στην ίδια ρίζα με τον τ. σκιά της λ. σκη-νή / σκᾶ-νά (με έρρινο επίθημα, πρβλ. αρχ. σλαβ. sěni, ρωσ. senĭ «σκιά») και τών τύπων που παραδίδει ο Ησύχιος: σκοιά
σκοτεινά, σκοιόν
ἰσχυρόν, δασύ, μαλακόν, βαθύ, μέγα, χλωρόν, ποικίλον, σύσκιον και σκοίδον. Η λ. σκιά με σημ. «ήσκιος, σκοτεινό είδωλο» χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει γενικά την έννοια του σκοτεινού, του φοβερού (πρβλ. σκιάζω, σκιάχτρο) με μυστηριακές και μεταφυσικές προεκτάσεις ήδη από τον Όμηρο: «σκιά θανάτου», «υπερφυσικό όν, φάντασμα, αερικό, το φάντασμα της ψυχής νεκρού», «πονηρό πνεύμα». Σε άλλες περιπτώσεις, μτγν., η λ. χρησιμοποιήθηκε με τη σημ. της προστασίας, της προφύλαξης ειδικά από τον ήλιο (πρβλ. σκιάς, σκιάδειον καί, νεοελλ., σκιάδι «καπέλλο»). Στη Νεοελληνική, τέλος, χρησιμοποιείται ο τ. ήσκιος].

Greek Monotonic

σκῐά: -ᾶς, Ιων. σκιή, -ῆς, ,
I. 1. σκιά, ίσκιος, σε Ομήρ. Οδ.· σκιὰἀντίστοιχος ὥς, σαν τη σκιά, που είναι αχώριστη σύντροφος του ανθρώπου, σε Ευρ.
2. ίσκιος κάποιου που έχει πεθάνει, το φάντασμά του, σε Αισχύλ.· σε παροιμίες για τη θνητή φύση του ανθρώπου, σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος, σε Πίνδ.· εἴδωλον σκιᾶς, σε Αισχύλ. κ.λπ.
II. ίσκιος, σκιά των δέντρων κ.λπ.· πετραίη σκιή, σκιά του βράχου, σε Ησίοδ.· ἐν σκιῇ, στον ίδ.· ὑπὸ σκιῇ, σε Ηρόδ.· ὑπὸ σκιᾶς, σε Ευρ.· σκιὰν Σειρίου κυνός, σκιά από τη θερμότητά του, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

σκια, ᾶς, Ionic σκιή, ῆς, ἡ,
I. a shadow, Od.; σκιὰ ἀντίστοιχος ὥς like the shadow that is one's double, Eur.
2. the shade of one who is dead, a phantom, Od., Trag.; so of one worn to a shadow, Aesch.:—in proverbs of man's mortal estate, σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος Pind.; εἴδωλον σκιᾶς Aesch., etc.
II. the shade of trees, etc., πετραίη σκιή the shade of a rock, Hes.; ἐν σκιῇ Hes.; ὑπὸ σκιῇ Hdt.; ὑπὸ σκιᾶς Eur.; σκιὰν Σειρίου κυνός shade from it's heat, Aesch.

Frisk Etymology German

σκιά: {skiá}
Forms: ion. -ιή
Grammar: f.
Meaning: Schatten (seit Od.), auch ‘bunter Saum od. Besatz eines Kleids' (hell. Inschr. u. Pap., Men.; Wilhelm Glotta 14, 82 f.).
Composita: Zahlreiche Kompp., z.B. σκιατροφέω, -έομαι (ion. σκιη-), att. usw. auch ~ -τραφέω, -έομαι (: σκιατραφής wie εὐτραφής u. a.; zu τραφῆναι) ‘im Schatten, im Hause leben od. erziehen, verzärtelt aufwachsen’ (ion. att.; nach βουκολέω u. a., Schwyzer 726); βαθύσκιος mit tiefem Schatten, tief beschattet (h. Merc. u. a.), κατά-, ἐπίσκιος u. a. neben κατα-, ἐπισκιάζω; zu δολιχόσκιος s. δολιχός (nach einer anderen Auffassung [Prellwitz, auch Treu Von Homer zur Lyrik 119 f. m. A. 1 mit Leumann] langeschig).
Derivative: Davon 1. σκιάς, -άδος f. Schattendach, Zeltdach, Pavillon, auch N. der θόλος in Athen usw. (Eup., Theok., att. Inschr. u.a.). 2. σκιάδιον n. Sonnenschirm (Kom., Thphr. u. a.). 3. -ίσκη f. ib. (Anakr.). 4. σκίαινα f. (Arist.), -αινίς f. (Gal.; v.l. σκινίς). -αδεύς m. (hell. u. sp.) Fischn. (nach der dunklen Farbe, Strömberg 27, s. auch Thompson Fishes s. σκίαινα; vgl. Bosshardt 69; nicht richtig Fraenkel Nom. ag. 2, 178 A. 3); dazu σκιαθίς ib. (Epich.), vom Inselnamen Σκίαθος? (Strömberg a. O.). 5. σκιόεις schattenreich, Schatten werfend, beschattet (ep. poet. seit Il.; vom Metrum begünstigt, Schwyzer 527 m. Lit., Sjölund Metr. Kürzung 149); -άεις (Hdn.; auch Pi. Pae. 6, 17?). 6. -ερός, auch -αρός ib. (vorw. ep. poet. seit Λ 480; Schwyzer 482 m. A. 8 u. Lit., Chantraine Form. 230). 7. -ώδης schattig, flnster (Hp., E., Arist. u. a.). 8. -ακός mit Schatten versehen (ὡρολόγιον Pergam. IIa; Hdn.). 9. -ωτός ‘mit einem Saum. (σκιά) versehen’ (Peripl. M. Rubr., Pap.). — 10. Denom. Verb σκιάω (Od., hell. u. sp. Epik), σκιάζω (ion. att.), σκιάσαι (seit Φ 232; nach ἐλάσαι u.a., Chantraine Gramm. hom. 1, 410; metrisch ausgenutzt, s. Debrunner REIE 1, 3), Fut. att. σκιῶ, sp. σκιάσω, Perf. Pass. ἐσκίασμαι (Semon., S. u. a.), Aor. σκιασθῆναι (E., Pl., Arist.), auch m. ἐπι-, κατα-, συν-, περι-, ἀπο-, beschatten, überschatten, in Dunkel hüllen (zur Bed. Radermacher Festschr. Kretschmer 163 ff.); davon (ὑπο-, συ-)σκίασις, (ἐπι- usw.)σκιασμός, (ἐπι- usw.)σκίασμα, σκιαστής, -τικός (fast ausnahmslos spät); als Rückbildungen fungieren die Bahuvrihi κατα-, ἐπίσκιος u. a. — Zu σκιά nebst Ableitungen bei Homer und in der äol. Lyrik Treu Von Homer zur Lyrik 115ff., 213ff. (für Hom. nicht überzeugend).
Etymology: Altes Wort für Schatten, das sich mit alb. hije, toch. B skiyo ib. als idg. *sḱii̯ā identifizieren läßt (Jokl Untersuchungen 63ff. mit Meyer, vgl. Mann Lang. 28, 39; v. Windeken Orbis 12, 193 mit Couvreur Arch. Or. 18, 128). Daneben im Indoiran. mit Dehnstufe aind. chāyā́ f. Schatten, auch Abbild, Abglanz, Schimmer, npers. sāya Schatten (aw. a-saya- der keinen Schatten wirft: ἄσκιος) und mit unklarer Grundform lett. sejs ib. (Endzelin Zeitschr. slav. Phil. 16, 113f.). Das Wort flektierte ursprünglich mit Ablaut, etwa *sḱā́[i]-i̯ə, Gen. *sḱi-i̯ā́-s (vgl. zu γλῶσσα). Die Ansetzung von idg. ā[i]: i ruht ausschließlich auf der Verbindung mit σκηνή, dor. σκανά Zelt; s. d. — Ein n-Suffix erscheint noch im Slavischen, z.B. aksl. sěnь, russ. sénь f. Schatten mit mehrdeutigem Vokal (idg. ē, oi, ai, əi), ebenso nach Jokl a. O. in den sehr verwickelten alban. Formen, z.B. , (h)ona; dazu mit r-n-Wechsel σκιερός, σκιαρός (Benveniste Origines 14)? Mit t-Suffix air. scāth Schatten (nach Vendryes Ét. celt. 7, 438 mit Fick); anders s. σκότος. — Ob das einmalige σκαιός schattig (Nik. Th. 660) und σκοιός bei H. (σκοιά· σκοτεινά, σκοιόν· ... σύσκιον) als Vertreter eines noch im Griech. bestehenden Ablautwechsels zu verwerten sind (Solmsen Unt. 278 A. 2 [S. 279f.]), sei dahingestellt. Über weitere Anknüpfungen s. σκίρον und WP. 2, 535f., Pok. 917 f.; auch Specht Ursprung 13, 143 u. 245 (abzulehnen). — Zu σκίουρος s. bes.
Page 2,730-731

Chinese

原文音譯:sk⋯a 士企阿
詞類次數:名詞(7)
原文字根:蔭 相當於: (צֵל‎)
字義溯源:蔭*,影兒,影子,影像,蔭,蔭處
同源字:1) (ἀποσκίασμα)蔭影 2) (ἐπισκιάζω)蔭庇 3) (κατασκιάζω)庇護#4) (σκιά)蔭
出現次數:總共(7);太(1);可(1);路(1);徒(1);西(1);來(2)
譯字彙編
1) 影兒(3) 徒5:15; 西2:17; 來10:1;
2) 蔭(2) 可4:32; 路1:79;
3) 影子(1) 來8:5;
4) 蔭處的(1) 太4:16

English (Woodhouse)

apparition, phantom, shade

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

Σχετίζεται μέ τά: σκηνή, σκότος, σκέπας.
Παράγωγα: σκιάδειον (=καπέλο), σκιάζω, σκιαρός, σκιάς άδος, ἡ (=τέντα), σκίασμα, ἐπισκίασμα, σκιασμός, σκιαστής, σκιαστικός, σκίασις, ἐπισκίασις, σκιερός, καί τά σύνθετα: σκιαγράφος, σκιαγραφία, σκιαγραφῶ, σκιαγράφημα, σκιαγραφικός, σκιαμαχῶ, σκιαμαχία, σκιατροφῶ, σκίουρος.

Léxico de magia

ἡ 1 sombra como lugar donde secar algo λαβὼν ὑμένα ὄνειον καὶ ἀποξηράνας ἐν σκιᾷ toma una piel de asno y sécala por completo a la sombra P IV 2015 ταῦτα τὰ ἄνθη ... λειοτρίβησον εἰς λευκὴν θυίαν καὶ ξήρανον ἐν σκιᾷ machaca estas flores en un mortero blanco y sécalas a la sombra P XIII 28 2 sombra de una persona θυσάμενος ἄλευρα καὶ ὥριμα συκάμινα ... ἐν ᾧ χεόμενος σεῦτλον τεύξῃ τῆς ἰδίας σκιᾶς haciendo una ofrenda de harina de trigo y moras del tiempo, añadiéndole acelgas, tendrás el control de tu sombra P III 614 ποίησόν μοι ὑπηρετήσειν νῦν τὴν σκιάν μου haz que ahora se ponga a mi servicio mi sombra P III 623 P III 630 3 sombra, zona oscura ταῦτα εἰπὼν ὄψῃ σκιὰν ἐν ἡλίῳ cuando hayas dicho esto, verás una sombra en el sol P VII 854 4 fantasma, espectro ὄψῃ ἔμπροσθέν σου σκιὰν ἑστῶσαν, καὶ πυνθάνου, ὃ θέλεις verás que delante de ti se ha puesto un fantasma: pregúntale lo que quieras P VII 856 ὑπόταξόν μοι πᾶν πν(εῦμ)α δαιμονίων φθειροποιούντων ἀκαθάρτων, ... καὶ πᾶσα<ν> σκιά<ν> somete a mí todo espíritu de demonios destructivos e impuros y todo fantasma C 13a 5 SM 13 13

Translations

shadow

Abkhaz: ашәшьыра; Adyghe: жьао; Afrikaans: skaduwee, skadu; Ahom: 𑜂𑜧; Akkadian: 𒄑𒈪; Albanian: hije, hie; Ambonese Malay: sombar; Amharic: ጥላ; Amis: 'adingo; Arabic: ظِلّ‎; Egyptian Arabic: خيال‎; Hijazi Arabic: ظِلّ‎; Moroccan: ضل‎; Aragonese: huembra, sombra; Aramaic Hebrew: טללא‎, טלניתא‎; Syriac: ܛܠܠܐ‎; Armenian: ստվեր, շուք; Aromanian: aumbrã, umbrã; Ashkun: niča; Asi: hawong; Assamese: ছাঁ; Asturian: solombra, sombra; Avar: гъаралд; Azerbaijani: kölgə; Baluchi: ساہگ‎; Bashkir: күләгә; Basque: itzal, errainu, ilunune; Bassa: zùù; Belarusian: цень; Bengali: ছায়া, ছাইড়া, শ্যাডো; Breton: skeud; Brunei Malay: bayang-bayang; Bulgarian: сянка; Burmese: ဆာယာ, အရိပ်; Buryat: һүүдэр; Catalan: ombra; Cebuano: aníno; Central Atlas Tamazight: ⴰⵎⴰⵍⵓ; Chamicuro: s̈ha'me; Cheke Holo: naun̄o; Cherokee: ᎤᏓᏴᎳᏛ; Chichewa: chithunzithunzi; Chinese Cantonese: 陰影/阴影, 影子; Dungan: йинзы, йинйинзы, йинйир; Hakka: 陰影/阴影; Mandarin: 陰影/阴影, 影子; Min Nan: 陰影/阴影; Classical Nahuatl: cēhualli; Classical Syriac: ܛܠܠܐ‎; Cornish: skeus; Crimean Tatar: kölge, talda; Czech: stín; Dakota: isábye; Danish: skygge; Dibabawon Manobo: lambung; Dongxiang: xiaojiao; Dupaningan Agta: alinunu; Dutch: schaduw; Esperanto: ombro; Estonian: vari; Even: химӈэн, хинян; Evenki: симңун, ханян; Farefare: mã'asʋm; Faroese: skuggi; Finnish: varjo; French: ombre; Friulian: ombre; Gagauz: gölgä; Galician: sombra; Gamilaraay: guramun; Georgian: ჩრდილი, აჩრდილი, ჩერო; German: Schatten; Pennsylvania German: Schadde; Gothic: 𐍃𐌺𐌰𐌳𐌿𐍃; Greek: σκιά, ίσκιος; Ancient Greek: σκιά; Guaraní: kuarahy'ã; Gujarati: પડછાયો; Haitian Creole: lonbraj; Hawaiian: aka, huaka, ʻūmalu; Hebrew: צֵל‎; Hindi: परछाई, छाया, साया, छाँव; Hungarian: árny, árnyék; Iatmul: ka'ik; Icelandic: skuggi; Ido: ombro; Ilocano: aniniwan; Indonesian: bayangan; Ingrian: kupahain; Interlingua: umbra; Inuktitut: ᑕᕐᕋᖅ; Inupiaq: taġġaq; Irish: scáth; Italian: ombra; Itzá: bo'oy; Japanese: 影, 陰影, 日陰; Javanese: bayang-bayang; Kabardian: жьауэ; Kalmyk: сүүдр; Kamkata-viri: ćāva; Kannada: ನೆರಳು; Kapampangan: anino; Karachay-Balkar: салкъын; Kashubian: céniô; Kavalan: ningu; Kazakh: көлеңке; Khakas: кӧлек; Khmer: ស្រមោល; Kikai: 影; Kikuyu: kĩĩruru; Konkani: साव्ळी; Korean: 그림자; Koyraboro Senni: bii; Kunigami: 影; Kurdish Northern Kurdish: sî, sîber; Kyrgyz: көлөкө; Lao: ຮົ່ມເງົາ, ເງົາ, ຮົ່ມ, ສາຍາ; Latgalian: susātivs; Latin: umbra; Latvian: ēna; Ligurian: ónbra; Limburgish: sjeem; Lithuanian: šešėlis; Livonian: vōŕ; Lombard: ombra, ombria; Low German: Scharre, Scharr; Lü: ᦇᧁ; Lubuagan Kalinga: alliliwan; Luxembourgish: Schiet; Macedonian: сенка; Magahi: 𑂓𑂰𑂯; Maguindanao: alung; Malagasy: àloka, aloka; Malay: bayang; Malayalam: നിഴൽ; Maltese: dell; Manchu: ᡥᡝᠯᠮᡝᠨ; Mansaka: anino; Manx: scaa, scadoo; Maore Comorian: muvuli; Maori: ātārangi, ataata, kōruru; Mapudungun: jawfeñ; Maranao: along; Marathi: सावली; Mauritian Creole: lombraz; Mazanderani: ساینه‎; Mirandese: selombra; Miyako: 影; Mizo: hlim; Mongolian: сүүдэр, харанхуй; Mwani: mviri; Nanai: сингмун; Navajo: chahaʼoh, chahashʼoh; Newar: किचः; Ngazidja Comorian: mvuli; Nobiin: nùùr; Northern Amami-Oshima: 影; Northern Thai: ᨦᩮᩢᩣ; Norwegian: skygge; Occitan: ombra; Odia: ଛାଇ; Ojibwe: agawaateshinong; Oki-No-Erabu: 影; Okinawan: 影; Old Church Slavonic Cyrillic: тѣня, сѣнь; Old East Slavic: тѣнь; Old English: sceadu; Old Javanese: wayaṅ; Omaha-Ponca: 'óⁿaze; Oromo: gaaddisa; Oroqen: ʃinmun; Ossetian: аууон, ӕндӕрг; Pali: chāyā; Pashto: سايه‎; Persian: سایه‎; Piedmontese: ombra; Pitjantjatjara: wiltja, kaṉku; Plautdietsch: Schauten; Polish: cień; Portuguese: sombra; Prasuni: vućā; Punjabi: ਛਾ, ਛਾਂ ਪਰਛਾਂਵਾਂ; Quechua: llanthu, llantu; Rohingya: sába; Romagnol: òra; Romanian: umbră; Romansch: sumbriva, umbriva, sumbreiva; Russian: тень; Rusyn: тїнь; Sanskrit: छाया; Sardinian: umbara, umbra, urma; Saterland Frisian: Skaad; Scottish Gaelic: faileas, dubhar, sgàile; Serbo-Croatian Cyrillic: сенка, сјенка, сена, сјена, тење, тијење; Roman: senka, sjenka, sena, sjena, tenje, tijenje; Seychellois Creole: lombraz; Shan: ငဝ်း; Shona: mumvuri; Shoshone: heki; Shuswap: smelkwék̓wye7; Sicilian: ùmmira; Sidamo: caale; Sinhalese: හෙවනැල්ල; Skolt Sami: ǩeeuʹniǩ; Slovak: tieň, tôňa; Slovene: senca; Sorbian Lower Sorbian: śěń; Upper Sorbian: sćin; Southern Amami-Oshima: 影; Southern Ohlone: xeˑwex, heˑwe; Spanish: sombra; Svan: მანჩალ; Swahili: uvuli; Swedish: skugga; Tagalog: anino; Tai Dam: ꪹꪉꪱ; Tai Nüa: ᥒᥝᥰ; Tajik: соя; Tamil: நிழல்; Tarifit: tiri; Tatar: күләгә; Tausug: lambong; Telugu: నీడ; Ternate: gurumi; Tetum: lalatak, mahon; Thai: เงา, ฉายา, เงามืด; Tibetan: གྲིབ་མ; Tidore: gurumi; Tigrinya: ጽላሎት; Tobian: yaungar; Tocharian B: skiyo; Tofa: һөлеге; Toku-No-Shima: 影; Tswana: moriti; Turkish: gölge; Turkmen: kölege; Tuvan: хөлеге; Tuwali Ifugao: a-o; Udmurt: вужер; Ugaritic: 𐎑𐎍; Ukrainian: тінь; Urdu: سایہ‎, چھایا‎; Uyghur: سايە‎; Uzbek: soya, koʻlanka; Venetian: onbria; Vietnamese: bóng, bóng tối; Vilamovian: siota; Volapük: jad; Voro: vari; Waigali: čakara; Walloon: ombe, ombrire; Waray-Waray: lindong; Wauja: yaku'la; Welsh: cysgod; West Frisian: skaad; Wiradhuri: gúruman, guramun, gurruman; Wolof: takandeer; Xhosa: isithunzi; Yaeyama: 影; Yakut: күлүк; Yámana: olana; Yiddish: שאָטן‎; Yonaguni: 影; Yoron: 影; Yucatec Maya: bo'oy; Yurok: saˀawor; Zazaki: sersi; Zhuang: ngaeuz; Zulu: isithunzi

shade

Abkhaz: агага; Albanian: hije; Arabic: ظِلّ‎, مَظَلَّة‎, مِظَلَّة‎; Hijazi Arabic: ظِلّ‎; Armenian: ստվեր, շուք; Aromanian: aumbrã, umbrã; Avar: рагӏад; Bashkir: күләгә; Belarusian: цень; Bulgarian: сянка; Burmese: အရိပ်, ဆာယာ; Catalan: ombra; Chichewa: mthunzi; Chinese Mandarin: 陰影/阴影; Classical Nahuatl: cēhualli; Czech: stín; Dalmatian: sombreja; Danish: skygge; Dutch: schaduw; Esperanto: ombro; Faroese: skuggi; Finnish: varjo; French: ombre; Friulian: ombre; Galician: sombra; German: Schatten; Greek: σκιά; Ancient Greek: σκιά; Greenlandic: alanngoq; Hawaiian: malu; Hindi: छाया; Hungarian: árnyék; Ilocano: linong; Indonesian: bayangan; Italian: ombra; Japanese: 影; Khmer: ម្លប់; Korean: 그림자, 그늘; Kurdish Central Kurdish: سێبەر‎; Ladino: solombra; Lao: ຮົ່ມ; Latin: umbra, umbraculum; Latvian: ēna; Lubuagan Kalinga: ichong, ayong; Macedonian: сенка, ладовина, осој; Maltese: dell; Maori: maru, taumarumaru, whakamarumaru; Marathi: सावली; Navajo: chahashʼoh, chahaʼoh; Occitan: ombra; Old English: sceadu; Oromo: gaaddisa; Ossetian: аууон; Plautdietsch: Schauten; Polish: cień; Portuguese: sombra; Quechua: llanthu; Romanian: umbră; Romansch: sumbriva, umbriva, sumbreiva; Russian: тень; Sanskrit: छाया; Sardinian: umbara, umbra, urma; Scottish Gaelic: dubhar, sgàile; Serbo-Croatian Cyrillic: сенка, сјенка, сена, сјена, тење, тијење; Roman: senka, sjenka, sena, sjena, tenje, tijenje; Shor: кӧлек; Slovak: tieň; Slovene: senca; Spanish: sombra; Swedish: skugga; Tagalog: lilim; Tamil: நிழல்; Telugu: నీడ; Thai: ร่ม; Turkish: gölge; Tuvan: хөлеге; Tuwali Ifugao: hidum; Ugaritic: 𐎑𐎍; Ukrainian: тінь; Urdu: چھایا‎; Vietnamese: bóng; Yámana: olana; Zazaki: sersi