σταυρός

Revision as of 09:00, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")

English (LSJ)

ὁ, A upright pale or stake, σταυροὺς ἐκτὸς ἔλασσε διαμπερὲς ἔνθα καὶ ἔνθα πυκνοὺς καὶ θαμέας Od.14.11, cf. Il.24.453, Th.4.90, X. An.5.2.21; of piles driven in to serve as a foundation, Hdt.5.16, Th.7.25. II cross, as the instrument of crucifixion, D.S.2.18, Ev.Matt.27.40, Plu.2.554a; ἐπὶ τὸν σ. ἀπάγεσθαι Luc.Peregr.34; σ. λαμβάνειν, ἆραι, βαστάζειν, metaph. of voluntary suffering, Ev.Matt.10.38, Ev.Luc.9.23, 14.27: its form was represented by the Greek letter T, Luc.Jud.Voc.12. b pale for impaling a corpse, Plu.Art.17.

German (Pape)

[Seite 930] ὁ (ἵστημι), ein aufrechtstehender Pfahl, Spitzpfahl, Pallisade; ἀμφὶ μεγάλην αὐλὴν ποίησαν σταυροῖσιν πυκινοῖσιν, Il. 24, 453, σταυροὺς ἐκτὸς ἔλασσε διαμπερὲς ἔνθα καὶ ἔνθα πυκνοὺς καὶ θαμέας, Od. 14, 11; ἰκρία ἐπὶ σταυρῶν ὑψηλῶν ἐζευγμένα, Her. 5, 16; Xen. An. 5, 2, 21, u. öfter. – Später das Kreuz zur Hinrichtung, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

σταυρός: ὁ, ὄρθιος πάσσαλοςξύλον μακρόν, σταυροὺς ἐκτὸς ἕλασσε διαμπερὲς ἔνθα καὶ ἔνθα πυκνοὺς καὶ θαμέας Ὀδ. Ξ. 11, πρβλ. Ἰλ. Ω. 453, Θουκ. 4. 90, Ξεν. Ἀν. 5. 2, 21· ἐπὶ πασσάλων ἐμπεπηγμένων ὅπως χρησιμεύωσιν ἀντὶ θεμελίου, Ἡρόδ. 5.16, Θουκ. 7. 25· πρβλ. σταύρωμα. ΙΙ. δύο ξύλα σταυροειδῶς προσηρμοσμένα, οἷον τὸ Ρωμαϊκὸν ὄργανον θανατώσεως, Διόδ. 2. 18, πρβλ. Πλούτ. 2.554Α· ἐπὶ τὸν στ. ἀπάγεσθαι Λουκ. Περεγρ. 34· στ. λαμβάνειν, αἴρειν, βαστάζειν, μεταφορ. ἐπὶ ἑκουσίων παθημάτων, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ι΄, 38, κατὰ Λουκ. θ΄, 23, ιδ΄, 27· τὸ σχῆμα αὐτοῦ παρίσταται διὰ τοῦ Ἑλληνικοῦ γράμματος τ, Λουκ. Δίκη Φων. 12, πρβλ. σταυρωτός· - ὡσαύτως πάσσαλοςσκόλοψ πρὸς ἀνασκολόπισιν, Πλουτ. Ἀρτοξ. 17. 2) τὸ σημεῖον τοῦ σταυροῦ ὡς σφραγὶς εἰς συμβόλαια, ὁμόλογα, κτλ., Βυζ. 3) τὸ σκῆπτρον τῶν αὐτοκρατόρων τῆς Κωνσταντινουπόλεως, Βυζ. 4) διακριτικόν τι σημεῖον ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις, Böckh εἰς Σχολ. Πινδ. σ. 3. (Ἡ √ΣΤΑ, ἵστημι· πρβλ. Σανσκρ. sthâv-aras (σταθερός)· Ζενδ. stav-ra (strong)· Λατ. stiv-a, in-stau-ro· Γοτθ. stiur-jan (ἱστάναι, διαβεβαιοῦσθαι).)

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
I. pieu pour une palissade, palissade ; pieu pour fondement d’une construction;
II. instrument de supplice, particul. :
1 pal;
2 poteau pour y clouer les condamnés ; particul. poteau avec une traverse, croix.
Étymologie: cf. ἵστημι.

English (Autenrieth)

stake, pale, pl., Il. 24.453 and Od. 14.11.

English (Strong)

from the base of ἵστημι; a stake or post (as set upright), i.e. (specially), a pole or cross (as an instrument of capital punishment); figuratively, exposure to death, i.e. self-denial; by implication, the atonement of Christ: cross.

English (Thayer)

σταυροῦ, ὁ (from ἵστημι (root sta); cf. Latin stauro, English staff (see Skeat, Etymological Dictionary, under the word); Curtius, § 216; Vanicek, p. 1126);
1. an upright stake, especially a pointed one (Homer, Herodotus, Thucydides, Xenophon).
2. a cross;
a. the well-known instrument of most cruel and ignominious punishment, borrowed by the Greeks and Romans from the Phoenicians; to it were affixed among the Romans , down to the time of Constantine the Great, the guiltiest criminals, particularly the basest slaves, robbers, the authors and abetters of insurrections, and occasionally in the provinces, at the arbitrary pleasure of the governors, upright and peaceable men also, and even Roman citizens themselves; cf. Winer s RWB, under the word Kreuzigung; Merz in Herzog edition 1 (cf. Schaff-Herzog) also Schultze in Herzog edition 2), under the word Kreuz; Keim, iii., p. 409ff. (English translation, vi. 138; BB. DD., see under the words, Cross, Crucifixion; O. Zöckler, Das Kreuz Christi (Gütersloh, 1875); English translation, Lond. 1878; Fulda, Das Kreuz u. d. Kreuzigung (Bresl. 1878); Edersheim, Jesus the Messiah, ii. 582ff). This horrible punishment the innocent Jesus also suffered: θάνατος σταυροῦ, τό αἷμα τοῦ σταυροῦ, blood shed on the cross; the crucifixion which Christ underwent: σκάνδαλον, under the end); τοῦ Χριστοῦ, ἐχθρός, at the end); τῷ σταυρῷ τοῦ Χριστοῦ διώκεσθαι, to encounter persecution on account of one's avowed belief in the saving efficacy of Christ's crucifixion, ὁ λόγοςτοῦ σταυροῦ, the doctrine concerning the saving power of the death on the cross endured by Christ, Plutarch, de sara numinis vindict. c. 9; Artemidorus Daldianus, oneir. 2,56, cf. αἴρειν or λαμβάνειν or βαστάζειν τόν σταυρόν αὐτοῦ, which was usually used by those who, on behalf of God's cause, do not hesitate cheerfully and manfully to bear persecutions, troubles, distresses — thus recalling the fate of Christ and the spirit in which he encountered it (cf. Bleek, Synop. Erkl. der drei ersten Evangg. i, p. 439f): R L in brackets); Luke 14:27.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
1. όργανο θανατικής εκτέλεσης που αποτελείται από δύο δοκούς συνδεδεμένες σε ορθή γωνία και στο οποίο δενόταν ή καρφωνόταν ο κατάδικος με τα χέρια απλωμένα (α. «το μαρτύριο του σταυρού» β. «εἰ υἱὸς εἶ τοῦ θεοῡ, κατάβηθι ἀπὸ τοῦ σταυροῡ», ΚΔ)
2. ο ξύλινος σταυρός πάνω στον οποίο θανατώθηκε ο Ιησοῡς Χριστός (α. «ἠγγάρευσαν Σίμωνα... Κυρηναῖον ἵνα ἄρῃ τὸν σταυρὸν Αὐτοῡ», ΚΔ
β. «τὴν χαράν, ἣν ἔσχεν ἡ μακαρία Ἑλένη, ὅτε εὗρε τὸν Τίμιον Σταυρόν», Ακολ. του Γάμου)
3. το σημείο και το σχήμα του σταυρού ζωγραφιστό, γλυπτό ή κεντητό, ως σύμβολο της χριστιανικής πίστης, το οποίο παραπέμπει στη σταύρωση του Ιησού Χριστού και στα λυτρωτικά οφέλη του πάθους και του θανάτου του, αλλ. κυριακό σημείο (α. «έκανε με κατάνυξη τον σταυρό της» β. «κάνω στο δεξί της χέρι αιματώδη σταυρό», Σολωμ.
γ. «ἐπὶ μετώπου... δακτύλοις ἡ σφραγὶς... ὁ σταυρὸς γινέσθω
ἐπὶ ἄρτων βιβρωσκομένων καὶ ἐπὶ ποτηρίων πινομένων», Κύριλλ.)
4. μτφ. η αυτοθυσία, τα εκούσια παθήματα για κάποιο ανώτερο σκοπό ως δείγμα υποταγής στο θέλημα του θεού (α. «σήκωσε το σταυρό με καρτερία τόσα χρόνια» β. «εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν... ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῡ», ΚΔ)
5. σταυρός σε σχήμα ταυ με μία θηλειά στην κορυφή ο οποίος αποτελεί αρχαίο αιγυπτιακό ιερογλυφικό σύμβολο της ζωής, αλλ. ανκ
νεοελλ.
1. σημείο του μετώπου ανάμεσα στα φρύδια και στη ρίζα της μύτης («τον χτύπησε στον σταυρό»)
2. ναυτ. ο σταυρόκομπος
3. κόσμημα ή παράσημο σε σχήμα σταυρού («του απονεμήθηκε ο πολεμικός σταυρός»)
4. τεχνολ. τύπος άρθρωσης για τη σύνδεση δύο ατράκτων με τεμνόμενους άξονες, αλλ. σύνδεσμος Καρντάν ή σύνδεσμος Χουκ ή σταυρωτός σύνδεσμος
5. φρ. α) «Ερυθρός Σταυρός» — διεθνής οργανισμός ανθρωπιστικού χαρακτήρα ο οποίος ιδρύθηκε το 1864 και έχει σκοπό την προσφορά βοήθειας στα θύματα τών πολέμων, ενώ σε καιρό ειρήνης μετέχει σε ανθρωπιστικές δραστηριότητες
β) «ελληνικός σταυρός» — σταυρός με τέσσερεις ίσες κεραίες
γ) «λατινικός σταυρός» — σταυρός του οποίου η κάτω κεραία είναι μακρύτερη από τις άλλες τρεις
δ) «σταυρός ταυ» — σταυρός που έχει τη μορφή του ελληνικού γράμματος ταυ
ε) «σταυρός του Αγίου Αντωνίου» — άλλη ονομασία για τον σταυρό ταυ
στ) «χιαστός σταυρός» — σταυρός σε σχήμα χι
ζ) «σταυρός του Αγίου Ανδρέο» — άλλη ονομασία για τον χιαστό σταυρό
η) «αγκυλωτός σταυρός» — σταυρός που οι βραχίονές του κάμπτονται σε ορθή γωνία πάντοτε προς την ίδια κατεύθυνση, συνήθως προς τα δεξιά, σύμβολο ευημερίας και καλής τύχης διαδεδομένο σε πολλούς αρχαίους πολιτισμούς, ο οποίος όμως χρησιμοποιήθηκε από τους ναζί ως σύμβολο του ρατσιστικού αριανισμού και ως έμβλημα της χιτλερικής Γερμανίας, αλλ. σβάστικα
θ) «βόρειος σταυρός»
αστρον. ονομασία με την οποία αναφέρεται μερικές φορές ο αστερισμός του Κύκνου
ι) «νότιος σταυρός» ή «σταυρός του νότου»
αστρον. μικρός αλλά πολύ εμφανής νότιος αστερισμός που περιλαμβάνεται μεταξύ τών αστερισμών του Κενταύρου προς βορρά και της Μύγας προς νότο και είναι ορατός νοτιότερα του παραλλήλου με βόρειο γεωγραφικό πλάτος 30°
ια) «σταυρός της θάλασσας»
ζωολ. άλλη ονομασία του αστερία
ιβ) «εορτές του σταυρού»
εκκλ. ιεροσολυματικής προέλευσης γιορτές που καθιερώθηκαν μετά την επικράτηση του χριστιανισμού
ιγ) «κάνω τον σταυρό μου» — προσεύχομαι ή μένω κατάπληκτος
ιδ) «κάνε το σταυρό σου και τράβαπροχώρα ή κάνε το)» — αποφάσισε κάτι και κάνε το χωρίς ενδοιασμούς
ιε) «μα τον σταυρό» — όρκος με επίκληση του Τιμίου Σταυρού
μσν.
1. το σημείο του σταυρού ως σφραγίδα σε συμβόλαια, ομόλογα κ.ά. («σταυροὺς ἐν χάρτη οίκειοχείρως ποιῶν», Νικήτ. Θεσσ.)
2. το σκήπτρο του Βυζαντινού αυτοκράτορα
(μσν-αρχ.)
1. η σταύρωση, ο θάνατος του Χριστού επάνω στον σταυρό
(α. «τὸν σταυρὸν θεραπείαν τῆς κτίσεως γεγονέναι», Αθανάσ.
β. «ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῡ, ἤτοισταυρός», Δαμασκ. Ι.)
2. η σταύρωση, ως ενέργεια τών σταυρωτών του Χριστού («τοῑς μὲν τὸν σταυρὸν τετολμηκόσιν, εἶτα μεταμεληθεῑσι, συνέγνω», Θεοδώρ.)
3. φρ. «σταυρὸν αἴρωλαμβάνω ή βαστάζω]» — σηκώνω τον σταυρό μου ως δείγμα αυτοθυσίας
αρχ.
μακρύ ξύλο, στημένο όρθιο, παλούκι («σταυροὺς ἐκτὸς ἔλασσε διαμπερὲς ἔνθα και ἔνθα πυκνοὺς καὶ θαμέας», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στα-υ-ρός έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη βαθμίδα στă του ἵστημι με παρέκταση -u/F- (που εδώ εμφανίζεται με την φωνηεντική του μορφή -- και μάλιστα βραχύ αναφορικά με το - της λ. στῦλος
βλ. και λ. στύλος, στοά) και επίθημα -ρός (πρβλ. σω-ρός). Η λ. αντιστοιχεί με το νορβ. staurr «πάσσαλος» (πρβλ. και λατ. in-staurāre «ανανεώνω, αποκαθιστώ»). Η λ. σταυρός με αρχική σημ. «μακρύ ξύλο, στημένο όρθιο, παλούκι, πάσσαλος» εξελίχθηκε σημασιολογικά για να δηλώσει το όργανο θανατικής εκτέλεσης από δύο δοκούς συνδεδεμένους σε ορθή γωνία και στους χριστιανικούς χρόνους χρησιμοποιήθηκε αποκλειστικά για να δηλώσει τον ξύλινο σταυρό πάνω στον οποίο θανατώθηκε ο Χριστός ως σύμβολο αυτοθυσίας, αγάπης και πίστης.
ΠΑΡ. σταυρικός, σταυρῶ (-ώνω)
αρχ.
σταυριαῖος
μσν.
σταυρίσκω
μσν.-νεοελλ.
σταυρί(ον)
νεοελλ.
σταυρίτης, σταυρουδάκι.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) σταυροειδής, σταυρότυπος, σταυροφόρος
αρχ.
σταυροκόμιστος, σταυροποιΐα
μσν.
σταυρογραφώ, σταυροδόχος, σταυρόθολος, σταυρολάτρης, σταυρόμορφος, σταυροπαγής, σταυροσκίαστος, σταυροφάνεια, σταυροχαρής
μσν.- νεοελλ.
σταυραναστάσιμος, σταυροπάτης, σταυροπήγιο(ν), σταυροπροσκύνηση, σταυροφύλακας
νεοελλ.
σταυραδερφός, σταυραετός, σταυρανθής, σταυρεπίστεγος, σταυροβελονιά, σταυρογάζι, σταυροδένω, σταυρόδεσμος, σταυροδρόμι, σταυροθεοτοκίον, σταυροθόλιο, σταυρόκαμπος, σταυροκοπούμαι(-ιέμαι), σταυροκουνιάδος, σταυρόλεξο, σταυρομάννα, σταυρόνημα, σταυρόξυλα, σταυροπατέρας, σταυροπόδι, σταυροσκόπιο, σταυροχέρι. (Β' συνθετικό) νεοελλ. μεγαλόσταυρος].

Greek Monotonic

σταυρός: ὁ (στῆναι),
I. όρθιος πάσσαλος, παλούκι ή μακρύ ξύλο, σε Όμηρ. κ.λπ.· λέγεται για στερεωμένα στο έδαφος δοκάρια που χρησιμεύουν ως θεμέλια, σε Ηρόδ.
II. ο Σταυρός στον οποίο σταυρώθηκε ο Ιησούς, σε Καινή Διαθήκη· το σχήμα του αναπαριστανόταν από το ελληνικό γράμμα Τ, σε Λουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σταυρός -οῦ, ὁ [ἵστημι] paal:. σταυροῖσι πυκινοῖσι met dicht op elkaar staande palen Il. 24.453; ἴκρια ἐπὶ σταυρῶν ὑψηλῶν ἐζευγμένα aan elkaar vastgemaakte steigerplanken bovenop hoge palen Hdt. 5.16.1. kruis (voor executie door kruisiging).

Russian (Dvoretsky)

σταυρός:
1) кол, шест Hom., Thuc., Xen.;
2) свая Her., Thuc.;
3) крест (орудие казни в древнем Риме, имевшее форму Т) Diod., Plut., Luc., NT.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: pole (Ω 453), cross (D.S., NT a.o.)
Derivatives: σταυρ-ίον n. (Theognost.), -ικός belonging to the cross (Tz.), -όω, also w. ἀνα- a. o., to provide with poles (Hdt., Th. etc.), to crucify (Plb., NT a. o.) with -ωμα n. fraise, palisade (Th., X. a. o.), -ωσις f. impalement, crucifixion (Th. a. o.), -ώσιμος belonging to the crucifixion (Christ. lit..; Arbenz 87).
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [1008] *steh₂-u- pole
Etymology: In origin identical with OWNo. staurr m. pole. The same noun seems at the basis of the Lat. denominative in-staurāre renew, restore (to which re-stau-rāre id.); the development of the meaning is however not clear; cf. W.-Hofmann s. v. w. lit. -- Further s. στοά and στῦλος, στύραξ, στύω.

Middle Liddell

σταυρός, οῦ, ὁ, στῆναι
I. an upright pale or stake, Hom., etc.: of piles driven in to serve as a foundation, Hdt., Thuc.
II. the Cross, NTest.: its form was represented by the Greek letter Τ, Luc.

Frisk Etymology German

σταυρός: {staurós}
Grammar: m.
Meaning: Pfahl (seit Ω 453), Kreuz (D.S., NT u.a.)
Derivative: mit σταυρίον n. (Theognost.), -ικός zum Kreuz gehörig (Tz.), -όω, auch m. ἀνα- u. a., mit Pfählen versehen (Hdt., Th. usw.), kreuzigen (Plb., NT u. a.) mit -ωμα n. Pfahlwerk, Palisade (Th., X. u. a.), -ωσις f. Pfählung, Kreuzigung (Th. u. a.), -ώσιμος zur Kreuzigung gehörig (Kirchensehrift.; Arbenz 87).
Etymology : Mit awno. staurr m. Pfahl uridentisch. Dasselbe Nomen liegt anscheinend auch dem lat. Denominativum in-staurāre erneuern, wiederherstellen (wozu re-stau-rāre ib.) zu Grunde; Bed. entwicklung allerdings unklar; vgl. W.-Hofmann s. v. m. Lit. — Weiteres s. στοά und στῦλος, στύραξ, στύω.
Page 2,778

Chinese

原文音譯:staurÒj 士滔羅士
詞類次數:名詞(28)
原文字根:站立(者) 相當於: (עֵץ‎)
字義溯源:樁,柱,桿,十字架;源自(ἵστημι)*=站)。用十字架來執行刑罰,起源於波斯,以後亞力山大帝,腓尼基人,迦太基人,也採用這種刑罰,接著羅馬也沿用這刑罰對付他們的奴隸和重大的刑事罪犯。猶太人雖不常用這刑罰,但也把拜偶像褻瀆神的,用石頭打死,然後將屍體掛在樹上或木頭上,他們認為掛在木頭上的,是被神所咒詛的( 申21:23)。刑事專家說,在各種死刑中,十字架最殘酷,最痛苦,而且最受譏諷,最被羞辱,因為是當眾執行的。當日的群眾要求彼拉多把主耶穌釘十字架( 太27:22)。主耶穌對門徒說,若有人要跟從我,就當捨己,背起他的十字架,來跟從我( 太16:24)。比較: (ξύλον)=木料,樹,十字架
同源字:1) (ἀνασταυρόω)重釘十字架 2) (σταυρός)十字架 3) (σταυρόω)釘十字架 4) (συσταυρόω)同釘十字架
出現次數:總共(27);太(5);可(4);路(3);約(4);林前(2);加(3);弗(1);腓(2);西(2);來(1)
譯字彙編
1) 十字架(26) 太10:38; 太16:24; 太27:32; 太27:40; 太27:42; 可8:34; 可15:21; 可15:30; 可15:32; 路9:23; 路14:27; 路23:26; 約19:17; 約19:19; 約19:25; 約19:31; 林前1:17; 林前1:18; 加5:11; 加6:12; 加6:14; 弗2:16; 腓3:18; 西1:20; 西2:14; 來12:2;
2) 十字架的(1) 腓2:8

English (Woodhouse)

pile, stake, upright stake