κείρω
Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft
English (LSJ)
fut. A κερῶ Pl.R.471a, Ion. κερέω Il.23.146: aor. ἔκειρα Pi. P.9.37, E.Tr.1173, etc., Ep. ἔκερσα Il.13.546 (ἀποκείρω, in tmesi), A. Supp.666 (lyr.): pf. κέκαρκα Sammelb.6002 (ii B.C.), (περικείρω) Luc. Symp.32:—Med., fut. κεροῦμαι E. Tr.1183, (ἀποκείρω) Pl.Phd.89b: aor. ἐκειράμἡν Lys.2.60, etc., Ep. ἐκερσάμην Call.Fr.311, A.Pers.953 (lyr.): —Pass., aor. 1 part. κερθείς (v.l. καρθείς) Pi.P.4.82: aor. 2 ἐκάρην [ᾰ] PSI4.368.45 (iii B.C.), subj. κᾰρῇ Hdt.4.127, inf. καρῆναι, part. καρείς, Luc.Sol.6, Plu.Lys.1: pf. inf. κεκάρθαι Hdt.2.36: Att. plpf. ἐκεκάρμην Luc.Lex.5. (Cf. Skt. kṛṇā´ti 'wound', Lat. caro: prob. also OE. scieran, Eng. shear):—cut short, shear, clip, especially of hair, σοί τε κόμην κερέειν (sc. Σπερχειῷ) Il.23.146, cf. Paus.1.37.3; κ. ἐν χροῒ [τὰς τρίχας] crop it close, Hdt.4.175; ἀλόχων κείραντες ἔθειραν E.Hel.1124 (lyr.): —more freq. in Med., cut off one's hair or have one's hair cut off, as a sign of mourning (cf. κουρά), τοῦτο… γέρας οἶον ὀϊζυροῖσι βροτοῖσι, κείρασθαί τε κόμην βαλέειν τ' ἀπὸ δάκρυ παρειῶν Od.4.198, cf. 24.46, Il.23.46; πολύν σοι βοστρύχων πλόκαμον κεροῦμαι E.Tr.1183; κείρομαι κόμαν Id.Ph. 322 (lyr.): abs., cut off one's hair, κείρασθε, συμπενθήσατ' Id.HF1390; ἐφ' οἷς ἡ πόλις ἐπένθησε καὶ ἐκείρατο Aeschin.3.211, etc.; ἄξιον ἦν ἐπὶ τῷδε τῷ τάφῳ κείρασθαι τῇ Ἑλλάδι Lys. l.c.: Com., πρὸς φθεῖρα κείρασθαι = to have oneself close shorn, Eub.32:—Pass., κουρᾷ… πενθίμῳ κεκαρμένος E.Or.458; σύμβολον κ. half-cropped, Hermipp.14; τὰ ῥόδα κ. Pherecr.108.29; also, of the hair, to be cut off, πλόκαμοι κερθέντες Pi.P.4.82; βοστρύχους κεκαρμένους E.El.515. 2 crop a person, σφέας αὐτοὺς καὶ τοὺς ἵππους, in sign of mourning, Hdt.9.24; κεκάρθαι τὰς κεφαλάς to have their heads shorn, Id.2.36; Θρᾳκιστὶ κέκαρμαι Theoc.14.46; v. χρώς 1.2, ἐγκυτί; shear sheep, μάχαιραι κουρίδες, αἷς κείρομεν τὰ πρόβατα καὶ τοὺς ποιμένας Cratin.37; κείρεσθαί (tonderi) μου τὰ πρόβατα, ἀλλ' οὐκ ἀποξύρεσθαι (deglubi) βούλομαι Tiber. ap. D.C. 57.10 (cf. infr. 3); τὸ μὲν [καρῆναι] ἐπὶ προβάτων τιθέασι καὶ ἐπὶ ἀτίμου κουρᾶς (cf. Luc.Sol.6), κείρασθαι δὲ ἐπὶ ἀνθρώπων Phryn.292; but τῶν Ἀργείων ἐπὶ πένθει καρέντων Plu.l.c.; τῷ σε χρὴ δρεπάνοισι καὶ οὐ ψαλίδεσσι καρῆναι AP11.368 (Jul. Antec.). 3 metaph., 'fleece', plunder, τὴν μάμμην Herod.3.39. II cut down, δοῦρ' ἐλάτης κέρσαντες Il. 24.450; ὕλην S.Tr.1196; crop close, opp. ἐπιτέμνειν, Thphr.CP3.23.3; pluck, ἄνθη Philostr. VA1.5: metaph., ἐκ λεχέων κ. μελιαδέα ποίαν Pi.P.9.37; Ἄρης κέρσειεν ἄωτον A.Supp.666 (lyr.). 2 ravage a country, esp. by cutting down crops and fruit-trees, τὸ πεδίον Hdt.5.63; τέμενος Id.6.75, cf. OGI765.10 (Priene); τὴν γῆν Hdt.6.99, Th. 1.64; χώραν Aen.Tact.15.9; destroy, πόλιν Call.Fr.1.60 P.; also, clear, of pioneers, ὄρος Hdt.7.131:—Pass., of a country, to be ravaged, καρῆναι Id.4.127, cf. 8.65; κεκαρμένα κτήματα SIG364.67 (Ephesus, iii B.C.):—Med., χθὼν πεύκας κειραμένη = having its pine-trees cut down, AP9.106 (Leon.); ἄρουραι λήϊα κειράμεναι Ps.-Phoc.166: metaph., Σπάρτη… ἐκείρατο δόξαν = had her glory shorn off, Epigr. ap. Paus. 9.15.6; Ἄρης νυχίαν πλάκα κερσάμενος = having had the plain swept clean (by destroying the men), A.Pers.953 (lyr.). 3 ἔκειρε πολύκερων φόνον = slaughtered many a horned beast by hewing, S.Aj.55. 4 hew, carve, ἐπίβασιν Inscr.Cypr.99 H. 5 cut through transversely, opp. σχίζειν (slit longitudinally), φλέβα Antyll. ap. Orib.7.11.3. III generally, destroy, consume: 1 tear, eat greedily, of beasts, κείρει τ' εἰσελθὼν βαθὺ λήϊον [ὄνος] Il.11.560; of fish, δημὸν… ἐπινεφρίδιον κείροντες 21.204; of vultures, ἧπαρ ἔκειρον Od.11.578, cf. Luc.DDeor. 1.1, DMort.30.1. 2 metaph., waste, devour, ἐκείρετε πολλὰ καὶ ἐσθλὰ κτήματ' ἐμά Od.2.312; ἔκειρον κτήματ' ἐνὶ μεγάρῳ 22.369, etc.: abs., κείρετε (sc. βίοτον) 1.378.
German (Pape)
[Seite 1412] fut. κερῶ, äol. u. ep. κέρσω, aor. ἔκειρα, p. ἔκερσα, perf. pass. κέκαρμαι, aor. ἐκάρην, auch ἐκέρθην, scheeren; a) eigentlich, das Haar abscheeren, abschneiden; σοί τε κόμην κερέειν Il. 23, 146; häufiger im med., κείροντο δὲ χαίτας Od. 24, 46, wie κείρασθαι κόμην 4, 198, sich das Haar scheeren; absol., κείρεσθαι, sich scheeren, Il. 23, 136; immer ein Zeichen der Trauer, bes. um Verstorbene; πλόκαμοι κερθέντες Pind. Ol. 4, 82; ὧν ἀλόχων κείραντες ἔθειραν Eur. Hel. 1134; ἐμὰν λευκόχροα κείρομαι κόμαν Phoen. 326; absol., κείρασθε, συμπενθήσατε Herc. Fur. 1390, wie Aesch. ἐφ' οἷς ἡ πόλις ἐπένθησε καὶ ἐκεί. ρατο 3, 211; Arist. rhet. 3, 10 u. A.; σφέας αὐτοὺς κείροντες καὶ τοὺς ἵππους Her. 9, 24; ἅμα κήδεϊ κεκάρθαι τὰς κεφαλάς 2, 36; Folgde. Nach Phryn. κείρασθαι von Menschen, καρῆναι von Schaafen und anderen Thieren, vgl. Lob. ib. 319 u. B. A. 103; aber Plut. sagt τῶν Ἀργείων ἐπὶ πένθει καρέντων, Lys. 1. – b) auch von anderen Dingen, abschneiden; δοῦρ' ἐλάτης κέρσαντες, Fichtenholz abhauen, Il. 24, 450; πολλὴν μὲν ὕλην τῆς βαθυῤῥίζου δρυὸς κείραντα Soph. Trach. 1186; ὁπότ' ἐκ λειμῶνος ἐΰπνοα λείρια κέρσοι Hosch. 2, 32; Her. sagt ἔκειρε τὸ οὖρος, 7, 131, er rasirte das Gebirge, hieb alle Waldung um; übertr., μηδ' Ἀφροδίτας εὐνάτωρ Ἄρης κέρσειεν ἄωτον Aesch. Suppl. 652, vgl. Ch. 170. 187. – c) von Thieren, abfressen, abweiden; λήϊον, δημόν, Il. 11, 560. 21, 204; γῦπε ἧπαρ ἔκειρον, zwei Geier fraßen die Leber ab, Od. 11, 578; Luc. D. D. 1, 1 D. Hort. 30, 1; ἔνθ' εἰσπεσὼν ἔκειρε πολύκερων φόνον Soph. Ai. 55, er mordete die gehörnte Heerde; – κτήματα κείρειν, Hab und Gut aufzehren, Od. 2, 312. 22, 369 u. sonst; auch ohne κτήματα, 1, 378. 2, 143. – d) übh. verwüsten, vernichten, vertilgen; μάχης ἐπὶ μήδεα κείρειν, den Kampf verderben, Jemanden am Kämpfen hindern, Il. 15, 467. 16, 120; Länder, Städte u. dgl., wo wieder an ein Umhauen der Bäume u. ein Abschneiden des Getreides zu denken ist; νυχίαν πλάκα κερσάμενος Aesch. Pers. 914; ἐςβαλὼν ἔκειρε τὸ τέμενος τῶν θεῶν Her. 6, 75, vgl. 99; pass., ἡ Ἀττικὴ ἐκείρετο ὑπὸ τοῦ πεζοῦ 8, 65; οὐδ' ἄρα τὴν Ἑλλάδα Ἕλληνες ὄντες κεροῦσιν Plat. Rep. V, 471 b. – Verwandt ist ξύρω, vgl. Buttmann Lexil. II p. 264.
Greek (Liddell-Scott)
κείρω: (Αἰολ. κέρρω): μέλλ. κερῶ, Πλάτ. Πολ. 471Α, Ἰων. κερέω Ἰλ.Ψ. 146 (Δωρ. κέρσω): ἀόρ. ἔκειρα Ἀττ., Ἐπικ. ἔκερσα Ἰλ. Ν. 546, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 665 (Λυρ.): πρκμ. κέκαρκα (περι-) Λουκ. Συμπ. 32.‒ Μεσ., μέλλ. κεροῦμαι Εὐρ., Πλάτ.: ἀόρ. ἐκειράμην Ἀττ., Ἐπικ. ἐκερσάμην Καλλ. Ἀποσπ. 311, Αἰσχύλ. Πέρσ. 952 (Λυρ.).‒ Παθ., ἀόρ. αʹ μετοχ. κερθεὶς Πινδ. Π. 5. 146· ἀόρ. βʹ ὑποτ. κᾰρῇ Ἡρόδ. 4. 127, κᾰρῆναι, καρεὶς Λουκ. Σολοικ. 6, Πλούτ.: πρκμ. κέκαρμαι Ἡρόδ. 2. 36, Ἀττ. ὑπερσυντ. ἐκερκάμην Λουκ. (Ἐκ τῆς √ ΚΕΡ ἢ ΚΑΡ ἢ μᾶλλον ΣΚΕΡ, ΣΚΑΡ, Ἀρχ. Σκανδιν. skera, Ἀγγλο-Σαξον. scêran, Ἀρχ. Γερμ. skiru, schere, shear), ὡς ἐν τῷ μέλλ. κερῶ: ἀόρ. καρῆναι, ὁπόθεν ὡσαύτως κέρμα, κορμός, κουρά, κοῦρος, κεραΐζω· πρβλ. Σανσκρ. śar, śri-nâmi (dirumpo, laedo), śi-ri (gladius), kar-tari (forfex)· Λατ. cur-tus, καὶ ἴσως cul-ter (πρβλ. Σαβ. curis, quiris)· Γοτθ. hair-us (μάχαιρα), Ἀρχ. Σκανδιν. hiör, Ἀρχ. Σαξον. her-u). Κόπτω τὴν κόμην, ἀφίνω αὐτὴν βραχεῖαν, σοί τε κόμην κερέειν, ὡς προσφορὰν εἰς τὸν ποταμὸν Σπερχειόν, Ἰλ. Ψ. 146, πρβλ. Παυσ. 1. 37, 3· κ. ἐν χροῒ τὰς τρίχας, κόπτω τὰς τρίχας μέχρι δέρματος, ξυρίζω, Ἡρόδ. 4. 175· ἀλόχων κείραντες ἔθειραν Εὐρ. Ἑλ. 1124 (λυρ.)·‒ κοινότερον ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἀποκόπτω τὴν κόμην μου ἢ βάλλω νὰ μοῦ ἀποκόψωσι τὴν κόμην, ὡς ἐγίνετο ἐπὶ μεγάλου πένθους (πρβλ. κουρά), τοῦτο… γέρας οἶον ὀϊζυροῖσι βροντοῖσι, κείρασθαί τε κόμην βαλέειν τ᾿ ἀπὸ δάκρυ παρειῶν Ὀδ. Δ. 198· κείροντο χαίτας Ω. 46· ὅρα τὰς τελετὰς ἐπὶ τῇ κηδείᾳ τοῦ Πατρόκλου, Ἰλ. Ψ. 46, 135-153· οὕτω, πολύν σοι βοστρύχων πλόκαμoν κεροῦμαι Εὐρ. Τρῳ. 1183· κείρομαι πένθει κόμαν ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 326· οὕτω καὶ ἀπολ., ἀποκόπτω τὴν κόμην τινός, κείρασθε, συμπενθήσατ᾿ ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 1390· ἐφ᾿ ἧς ἡ πόλις ἐπένθησε καὶ ἐκείρατο Αἰσχίν. 84. 14, κτλ.· ἄξιον ἦν ἐπὶ τῷδε τῷ τάφῳ κείρασθαι τῇ Ἑλλάδι Λυσ. 196. 11· παρὰ τοῖς Κωμικ., πρὸς φθεῖρα κείρασθαι, κείρομαι μέχρι τοῦ δέρματος, Εὔβουλος ἐν «Δολ.»·‒ Παθ., βοστρύχους κεκαρμένους Εὐρ. Ἠλ. 515· κουρᾷ… πενθίμῳ κεκ. ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 458· ὡσαύτως ἐπὶ τῆς κόμης, ἀποκόπτομαι, πλόκαμοι κερθέντες Πινδ. Π. 4. 146· ἴδε ἐν λ. κουρά, κομάω. 2) κείρω ἢ ξυρίζω τινά, αὐτοὺς σφέας καὶ τοὺς ἵππους, εἰς ἔνδειξιν πένθους, Ἡρόδ. 9. 24· κεράρθαι τὰς κεφαλάς, νὰ «κουρευθῶσιν», ὁ αὐτ. 2. 36· Θρᾳκιστὶ κεκάρθαι Θεόκρ. 14. 36· ἴδε χρὼς Ι. 2 καὶ ἐγκυτί.‒ Κατὰ τὸν Φρύνιχ. 319, κείρεσθαι εὔχρηστον ἐπὶ ἀνθρώπων κειρομένων ἑκουσίως, καρῆναι ἐπὶ προσώπων καὶ ἐπὶ ἀναγκαστικῆς κουρᾶς πρὸς ἀτίμωσιν (ἐπ᾿ ὀΐων καὶ ἐπὶ ἀτίμου κουρᾶς)· πρβλ. Κρατῖν. ἐν «Διον.» 2, μάχαιραι κούριδες, αἷς κείρομεν τὰ πρόβατα καὶ τοὺς ποιμένας· καὶ ὅμως εἴρηται παρὰ Πλουτ. Λυσ. 1, τῶν Ἀργείων ἐπὶ πένθει καρέντων. ΙΙ. ἀποκόπτω, ἀποτέμνω, δρέπομαι, δοῦρ᾿ ἐλάτης κέρσαντες Ἰλ. Ω. 450· ὕλην Σοφ. Τρ. 1196· ἐκ λειμῶνος λείρια κ. Μόσχ. 2. 32·‒ μεταφορ., ἐκ λεχέων κ. μελιαδέα ποίαν, δρέπω ἡδονὴν ἐκ…, Πινδ. Π. 9. 64· ἥβας ἄνθος ἄδρεπτον ἔστω μηδ᾿… Ἄρης κέρσειεν ἄωτον Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 665, πρβλ. Πέρσ. 921. 2) ἐρημώνω χώραν τινά, ἰδίως κατακόπτων τὰ σιτηρὰ καὶ τὰ κάρπιμα δένδρα (πρβλ. τέμνω, δενδροτομῶ), τὸ πεδίον Ἡρόδ. 5. 63· τέμενος 6. 75· τὴν γῆν αὐτόθι 99, Θουκ. 1. 64· πρβλ. περικόπτω 2·‒ ὡσαύτως, καθαρίζω ἀπὸ δένδρων καὶ δασῶν χώραν τινὰ πρὸς ὁδοποιΐαν, Ἡρόδ. 7. 131.‒ Παθ., ἐπὶ χώρας, ἐρημοῦμαι, καρῆναι ὁ αὐτ. 4. 127, πρβλ. 8. 65.‒ Μεσ., χθὼν πεύκας κειραμένη, ἔχουσα κεκομμένας τὰς πεύκας της, Ἀνθ. Π. 9. 106, πρβλ. Ψευδο-Φωκυλ. 154· μεταφορ., κείρασθαι δόξαν, ἀπώλεσα τὴν δόξαν μου, Ἀνθ. Π. παράρτ. 203·‒ ὡσαύτως, Ἄρης νυχίαν πλάκα κερσαμένος, ἐρημώσας τὴν πεδιάδα (διὰ τοῦ φόνου τῶν ἀνδρῶν), Αἰσχύλ. Πέρσ. 952. ΙΙΙ. καθόλου, καταστρέφω, ἀφανίζω, ἑπομένως, 1) σπαράττω, τρώγω ἀπλήστως, Λατ. depasci, ἐπὶ ζῴων, κείρει τ᾿ εἰσελθὼν βαθὺ λήϊον ὄνος Ἰλ. Λ. 560· ἐπὶ ἰχθύος, δημὸν… ἐπινεφρίδιον κείροντες Φ. 204· ἐπὶ γυπῶν, ἧπαρ ἔκειρον (immortale jecur tondens, Οὐεργ.), Ὀδ. Λ. 578, πρβλ. Λουκ. Θεῶν Διάλ. 1. 1, Νεκρ. Διάλ. 30. 1· ἔκειρε πολύκερων φόνον, δηλ. κατέσφαξε πολλὰ κερασφόρα ζῷα, Σοφ. Αἴ. 55. 2) κείρω κτήματα, βίοτον, ἀπλήστως ἐσθίω (ἐξ οὗ κατὰ τὸν Εὐστάθ. καὶ ὁ κόρος), ἐκείρετο πoλλὰ καὶ ἐσθλὰ κτήματ᾿ ἐμὰ Ὀδ. Β. 312· ἔκειρον κτήματ᾿ ἐνὶ μεγάροις Χ. 369, κτλ.· ἀπολ., κείρετε (δηλ. βίοτον) Α. 378, Β. 143.
French (Bailly abrégé)
f. κερῶ, ao. ἔκειρα, pf. inus.
Pass. ao. ἐκέρθην, ao.2 ἐκάρην, pf. κέκαρμαι;
1 tondre, rogner, raser : κόμην IL couper la chevelure de qqn ; abs. couper les cheveux ou les poils : σφέας καὶ τοὺς ἵππους HDT se tondre eux et leurs chevaux ; κεκάρθαι τὰς κεφαλάς HDT avoir la tête tondue;
2 en parl. de choses chevelues (branches, feuilles, fleurs, etc.) : δοῦρ’ ἐλάτης IL dégarnir de verdure une branche de sapin ; ὕλην SOPH tondre un bois, οὖρος HDT raser une montagne (la déboiser);
3 p. ext. tondre avec les dents, ronger, dévorer : ἧπαρ, un foie ; fig. κτήματα, βίοτον une fortune, des ressources pour vivre ; p. ext. ravager, piller, dévaster : γῆν HDT un pays ; détruire en gén. : πολυκέρων φόνον SOPH faire un grand carnage de bêtes à cornes;
Moy. κείρομαι;
1 tondre sur soi : κόμην IL, χαίτας OD se couper la chevelure (en signe de deuil);
2 abs. se couper les cheveux (en signe de deuil);
3 couper, moissonner ; en gén. dévaster, couvrir de débris, acc..
Étymologie: R. Καρ, tondre, couper.
English (Autenrieth)
fut. inf. κερέειν, aor. 1 ἔκερσα, κέρσε, mid. part. κειρόμενος, ipf. κείροντο, aor. inf. κείρασθαι: shear, shear off, cut down; κόμην, δοῦρα, τένοντε, Il. 23.146, Ω, Il. 10.546; then ‘consume,’ ‘waste,’ κτήματα, βίοτον, Od. 2.312, 143; fig., μάχης ἐπὶ (adv.) μήδεα κείρει, ‘cuts short,’ Il. 15.467; mid., cut off one's own hair (as an offering to the dead), Il. 23.46, Od. 4.198.
English (Slater)
κείρω
1 cut οὐδὲ κομᾶν πλόκαμοι κερθέντες ᾤχοντ' ἀγλαοί, ἀλλ ἅπαν νῶτον καταίθυσσον (καρθέντες ex uno cod. Schr.) (P. 4.82) met., “ὁσία κλυτὰν χέρα οἱ προσενεγκεῖν ἦρα καὶ ἐκ λεχέων κεῖραι μελιαδέα ποίαν;” (P. 9.37)
English (Strong)
a primary verb; to shear: shear(-er).
English (Thayer)
(1st aorist ἐκειρα (T WH marginal reading)); 1st aorist middle ἐκειραμην; from Homer down; to shear: a sheep, to get or let be shorn (Winer s Grammar, § 38,2b.; Buttmann, § 135,4): τήν κεφαλήν, Winer's Grammar, § 43,1).
Greek Monolingual
(ΑΜ κείρω, Α ιων. τ. κερέω)
κόβω τα μαλλιά, κουρεύω
μσν.
συλλέγω, μαζεύω
αρχ.
1. ξυρίζω, κόβω τις τρίχες σύρριζα
2. (σε μεγάλο πένθος) κόβω τα μαλλιά μου για να εκδηλώσω τη θλίψη μου
3. ληστεύω, αρπάζω
4. αποκόπτω, αποτέμνω
5. δρέπω
6. ερημώνω κάποια χώρα, ιδίως κόβοντας τα δέντρα και τα σπαρμένα σιτηρά
7. καταστρέφω, γκρεμίζω πόλη
8. χάνω («ἐκείρατο δόξαν», Παυσ.)
9. (για σκαπανείς) καθαρίζω έναν χώρο από θάμνους
10. κόβω με το τσεκούρι, σφάζω
11. λειανίζω
12. τέμνω εγκαρσίως
13. (για ζώα) φθείρω, τρώγω, λαίμαργα κάτι
14. μτφ. κατατρώγω περιουσία, σπαταλώ
15. (κωμ. έκφρ.) «πρὸς φθεῑρα κείρασθαι» — κουρεύομαι σύρριζα, ώς το δέρμα, Εύβουλ.
16. (παροιμ. έκφρ.) «ἐν χρῷ κεκαρμένος» — κουρεμένος ώς το δέρμα, Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται σε ΙΕ ρίζα (s)ker- «κόβω» (απ' όπου ο τ. κερ-jo < κείρω, πρβλ. και αρμεν. k'erem «ξέω, γδέρνω, χεττιτ. karšmi «κόβω», αρχ. άνω γερμ. sceran: scheren «κόβω», λιθουαν. skiriu, skirti «χωρίζω, κόβω, αρχ. ινδ. kı-n-t-ati «αποκόβω», λατ. curtus, curtare «ελαττώνω», αγγλ. shear, share, γερμ. scheren «κουρεύω», kurz «κοντός». Συνδέεται πιθ. με τις λ. κόρση, κόρις, κέλωρ και κέρτομος.
ΠΑΡ. κέρμα, κορμός, κουρά
αρχ.
κάρθρα ή κάρτρα, καρτός.
ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό
με το θ. κερ-) αρχ. ακερσεκόμης
(Β' συνθετικό) αρχ. αμφικείρω, ανακείρω, αποκείρω, διακείρω, εγκείρω, εκκείρω, επικείρω, κατακείρω, περικείρω, προσκείρω, υποκείρω].
Greek Monotonic
κείρω: μέλ. κερῶ, Ιων. κερέω· αόρ. αʹ ἔκειρα, Ιων. ἔκερσα· παρακ. κέκαρκα — Μέσ., μέλ. κεροῦμαι, αόρ. αʹ ἐκειράμην, Επικ. ἐκερσάμην — Παθ., αόρ. αʹ μτχ. κερθείς· υποτ. αορ. βʹ κᾰρῇ, απαρ. κᾰρῆναι, μτχ. καρείς· παρακ. κέκαρμαι·
I. κόβω τα μαλλιά κάποιου, κόβω τα μαλλιά μου, όπως σε ένδειξη βαρύ θρήνου, σε Όμηρ., Ευρ. κ.λπ. — Παθ. βοστρύχους κεκαρμένος, έχοντας κόψει τις μπούκλες των μαλλιών κάποιου, σε Ευρ.· κεκάρθαι τὰς κεφαλάς, έχοντας τα κεφάλια κουρεμένα, ως ένδειξη πένθους, σε Ηρόδ.· λέγεται για τα μαλλιά, αποκόπτομαι, σε Πίνδ.
II. κόβω ή λαξεύω, σε Ομήρ. Ιλ.· ὕλην, σε Σοφ.
III. λεηλατώ χώρα, μέσω του κοψίματος των σοδειών και των καρποφόρων δέντρων, σε Ηρόδ., Θουκ. — Παθ., λέγεται για χώρα, λεηλατούμαι, σε Θουκ. — Μέσ., Ἄρης πλάκα κερσάμενος, έχοντας καθαρίσει την πεδιάδα (με το να αφανίσει τους άνδρες), σε Αισχύλ.
IV. γενικά, καταστρέφω, και ομοίως·
1. σχίζω, κατασπαράζω, τρώω αδηφάγα, Λατ. depasci, λέγεται για θηρία, σε Όμηρ.· ἔκειρε πολύκερων φόνον, δηλ. κατέσφαξε πολλά κερασφόρα ζώα, σε Σοφ.
2. λέγεται για τους μνηστήρες, καταναλώνω, δαπανώ, σπαταλώ την περιουσία κάποιου, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
κείρω: (fut. κερῶ - ион. κερέω, эп. aor. ἔκερσα; pass.: aor. 2 ἐκάρην с ᾰ, pf. κέκαρμαι, ppf. ἐκεκάρμην, aor. 2 conjct. καρῇ, inf. aor. 2 κᾰρῆναι)
1) стричь (τῆς κεφαλῆς τὰ πρόσθεν Plut.): κ. κόμην τινί Hom. остричь волосы в жертву кому-л.; κεκάρθαι τὰς κεφαλάς Her. остричь себе головы; (τὰς τρίχας) κ. ἐν χροΐ Her. коротко стричь волосы; ἄξιον ἦν ἐπὶ τῷδε τῷ τάφῳ τότε κείρασθαι τῇ Ἑλλάδι Lys. Элладе надлежало тогда остричь себе (в знак скорби) волосы на этой могиле (после поражения Афин в Пелопоннесской войне); βόστρυχοι κεκαρμένοι Eur. срезанные кудри; κείρασθαι ἢ ξυρᾶσθαι NT быть остриженным или обритым;
2) срубать, вырубать (δοῦρ᾽ ἐλάτης Hom.; τὸ τέμενος Her.; ὕλην Soph.): τὸ οὖρος κ. Her. вырубить леса на горе; χθὼν πεύκας κειραμένη Anth. земля, на которой вырублены сосны;
3) глодать, пожирать: γῦπε δέ μιν ἧπαρ ἔκειρον Hom. два коршуна пожирали у него печень;
4) общипывать, поедать (λήϊον Hom.);
5) истреблять, уничтожать (κτήματα, βίοτον Hom.): κ. πολύκερων φόνον Soph. истреблять много рогатого скота;
6) разорять, опустошать (γῆν Her.; τὴν Ἑλλάδα Plat.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κείρω, aor. ἔκειρα, ep. aor. ἔκερσα, med. ἐκειράμην, poët. med. ἐκερσάμην, η - aor. ἐκάρην, ptc. aor. pass. κερθείς; perf. act. (περι)κέκαρκα, med.-pass. κέκαρμαι, inf. κεκάρθαι, plqperf. (ἀπο)κεκάρκειν, med.-pass. ἐκεκάρμην; fut. κερῶ, Ion. fut. κερέω, med. κεροῦμαι, fut. pass. καρήσομαι afsnijden, scheren:; σοί... κόμην κερέειν dat ik voor jou mijn haar zou afsnijden Il. 23.146; κ. ἐν χροΐ tot op de huid afscheren Hdt. 4.175.1; σφέας αὐτοὺς καὶ τοὺς ἵππους κ. hun eigen haar en dat van de paarden afknippen Hdt. 9.24; ook med. zich de haren afknippen:; πολύν σοι βοστρύχων πλόκαμον κ. een grote lok haar afsnijden voor jou (als teken van rouw) Eur. Tr. 1183; ἐπὶ πένθει καρείς kaalgeschoren uit verdriet Plut. Lys. 1; uitbr. snijden, hakken:; δοῦρ ’ ἐλάτης κέρσαντες nadat ze dennenhouten balken gehakt hadden Il. 24.450; πολλὴν ὕλην κ. veel hout hakken Soph. Tr. 1196; overdr.: μηδ ’... Ἄρης κέρσειεν ἄωτον moge Ares het puikje niet neermaaien Aeschl. Suppl. 666. verwoesten, plunderen:; κτήματα κ. het bezit plunderen Od. 1.378; ἐκείρετο ἡ Ἀττικὴ χώρη ὑπὸ τοῦ πεζοῦ στρατοῦ het Attische land werd verwoest door het voetleger Hdt. 8.65.1; ἔκειρε πολύκερων φόνον hij richtte een slachting aan onder het hoornvee Soph. Ai. 55; wegvreten:. γῦπε δέ μιν... ἧπαρ ἔκειρον twee gieren vraten zijn lever weg Od. 11.578.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: cut (off), shave, especially of hair, mow off, cut down, ravage (Il.).
Other forms: Aor. κεῖραι, ep. also κέρσαι, pass. καρῆναι (καρθέντες with v.l. κερθέντες Pi. P. 4, 82), fut. κερέω, κερῶ, perf. pass. κέκαρμαι, new act. κέκαρκα (hell.),
Compounds: often with prefix, e. g. ἀπο-, δια-, περι-. Comp. ἀ-κερσε-κόμης with uncut hair (Υ 39), also ἀ-κειρε-κόμας, -ης (Pi.); on the form Schwyzer 442, on the meaning Fink Philol. 93, 404ff.
Derivatives: 1. κέρμα n. cut off piece, esp. small piece of money, change (Emp. 101, 1 [not quite certain], Com., hell.) with κερμάτιον (hell.) and κερματίζω change in small money (Att., Arist.); from it κερματιστής money-changer (Ev. Jo. 2. 14), κερματισμός cut into little bits (Olymp.); κερματόομαι = -ίζομαι (Procl.). - 2. κορμός m. cut off piece, bobbin, trunk (ψ 196) with κορμίον (hell.), κορμηδόν in pieces (Hld.), κορμάζω saw into pieces (D. H.). - 3. κουρα s. v. 4. καρτός s. v. - Cf. also κόρση, κόρις, κέρτομος, 2. κέλωρ.
Origin: IE [Indo-European] [938] *ker- cut
Etymology: κείρω from *κερ-ι̯ω (Schwyzer 715, 751, 759), belongs to a widespread IE. wordgroup; but exact agreements of the Greek verb forms. Nearest is Arm. kerem scratch, shave (sec. aorist kere-c̣i; diff. Meillet BSL 37, 12), Alb. sh-kjer tear apart (pret. >sh-kora < IE. *kēr-); further Hitt. karšmi cut off (with s-enlargement as in κουρά; s. v.). Frequent are forms with initial *sk-: Germ., OHG sceran scheren, Lith. skiriù, skìrti separate, OIr. scar(a)im separate. A t-enlargement in Skt. kr̥-n-t-áti separates (infixed nasal present; perf. ca-kart-a); this would be possible for the aorist ἔκερσα (if < *ἔ-κερτ-σα, Risch 219). - The number of nominal derivv. in the separate languages is enormous, partly parallel innoavtions. Thus formal agreement exists between κέρμα and Skt. cárman-, Av. čarǝman- n. skin, hide, OPr. kērmens m. body (IE. *kér-men-); diff. only in ablaut betwen κορμός and OCS krъma f. steering oar, back part of the ship, Russ. kormá puppis. - Further Pok. 938ff., W.-Hofmann s. carō, cēna, corium.
Middle Liddell
I. to cut the hair short, shear, clip, Il., Hdt., Eur.:— Mid. to cut off one's hair or have it cut off, as in deep mourning, Hom., Eur., etc.:—Pass., βοστρύχους κεκαρμένος having one's locks cut off, Eur.; κεκάρθαι τὰς κεφαλάς to have their heads shorn, in sign of mourning, Hdt.: of the hair, to be cut off, Pind.
II. to cut or hew out, Il.; ὕλην Soph.
III. to ravage a country, by cutting down the crops and fruit-trees, Hdt., Thuc.:—Pass., of a country, to be ravaged, Thuc.:—Mid., Ἄρης πλάκα κερσάμενος having had the plain swept clean (by destroying the men), Aesch.
IV. generally, to destroy, and so,
1. to tear, eat greedily, Lat. depasci, of beasts, Hom.; ἔκειρε πολύκερων φόνον, i. e. he slaughtered many a horned beast, Soph.
2. of the suitors, to consume, waste one's substance, Od.
Frisk Etymology German
κείρω: {keírō}
Forms: Aor. κεῖραι, ep. usw. auch κέρσαι, Pass. καρῆναι (καρθέντες mit v.l. κερθέντες Pi. P. 4, 82), Fut. κερέω, κερῶ, Perf. Pass. κέκαρμαι, dazu Akt. κέκαρκα (hell. u. spät),
Grammar: v.
Meaning: ‘abschneiden, scheren, bes. vom Haar, abästen, abmähen, abweiden, aufzehren’ (seit Il.).
Composita : oft mit Präfix, z. B. ἀπο-, δια-, περι-, Komp. ἀκερσεκόμης mit ungeschnittenem Haar (ep. seit Υ 39), auch ἀκειρεκόμας, -ης (Pi. u. a.); zur Form Schwyzer 442, zur Bed. Fink Philol. 93, 404ff.
Derivative: Ableitungen. 1. κέρμα n. ‘abgeschnittenes Stück, bes. kleines Geldstück, Kleingeld, Scheidemünze’ (Emp. 101, 1 [nicht ganz sicher], Kom., hell. u. sp.) mit κερμάτιον (hell. u. sp.) und κερματίζω zerstückeln, in kleines Geld umwechseln (att., Arist., Pap.); davon κερματιστής Geldwechsler (Ev. Jo. 2. 14), κερματισμός Zerstückelung (Olymp.); κερματόομαι = -ίζομαι (Prokl.). — 2. κορμός m. abgehauenes Stück, Klotz, Rumpf (seit ψ 196) mit κορμίον (hell. u. sp.), κορμηδόν in Klötzen (Hld.), κορμάζω in Klötze zersägen (D. H.). — 3. κουρά s. bes. 4. καρτός s. bes. — Vgl. noch κόρση, κόρις, κέρτομος, 2. κέλωρ.
Etymology : Das primäre hochstufige Jotpräsens κείρω aus *κερι̯ω, das zusammen mit dem übrigen Paradigma ein regelmäßiges, innerhalb des Griechischen ausgebautes System bildet (Schwyzer 715, 751, 759), gehört zu einer weitverbreiteten idg. Wortgruppe; immerhin fehlen genaue Entsprechungen zu den griechischen Verbformen. Am nächsten kommen die ebenfalls hochstufigen arm. k‘erem kratze, schabe (mit sekundärem Aorist k‘ere-c̣i; anders, nicht besser, über k‘erem Meillet BSL 37, 12), alb. sh-kjer reiße auseinander (Prät. sh-kora aus idg. *qēr-); dazu noch heth. karšmi abschneiden (mit s-Erweiterung wie in κουρά; s. d.). Sehr gewöhnlich sind die Formen mit anlautenden. idg. sq-: germ., z. B. ahd. sceran ‘scheren’ (hochstufiges Wurzelpräsens), lit. skiriù, skìrti trennen, scheiden (schwundstufiges Jotpräsens), air. scar(a)im trenne (schwachstufiges ā-Präsens). Eine t-Erweiterung erscheint u. a. in aind. kr̥-n-t-áti scheidet (infigiertes Nasalpräsens; Perf. ca-kart-a); sie wäre auch für den Aorist ἔκερσα (wenn aus *ἔκερτσα) denkbar (Risch 219). — Die Zahl der einzelsprachlichen Nominalableitungen ist fast unabsehbar; dabei konnten selbstverständlich parallele Neubildungen entstehen. So decken sich formal ganz κέρμα und aind. cárman-, aw. čarəman- n. Haut, Fell, apreuss. kērmens m. Leib (idg. *qér-men-); nur im Ablaut weichen voneinander ab κορμός und aksl. krъma f. Steuerruder, Achterteil des Schiffes, russ. kormá puppis (zur Bed. Persson Beitr. 172 m. A. 1). — Weitere Formen bei WP. 2, 573ff., Pok. 938ff., W.-Hofmann s. carō, cēna, corium; daselbst auch reiche Lit.
Page 1,810-811
Chinese
原文音譯:ke⋯rw 咳羅
詞類次數:動詞(4)
原文字根:剪 相當於: (גָּזַז)
字義溯源:剪*,剪短,破壞,剪髮,剪毛
同源字:1) (κείρω)剪 2) (κέρμα)修剪,銀錢 3) (κερματιστής)兌換銀錢者,修剪者
出現次數:總共(4);徒(2);林前(2)
譯字彙編:
1) 剪髮(1) 林前11:6;
2) 該剪了髮(1) 林前11:6;
3) 剪了(1) 徒18:18;
4) 剪毛的人(1) 徒8:32