παραγωγή
χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → when a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him | when good men are being dragged down, anyone with worthy credentials must feel their pain | when the noble are afflicted, those who all their lives have been deemed loyal must mourn
English (LSJ)
ἡ,
A leading by or leading past, carrying across, X.An.5.1.16.
2 production in court, παίδων καὶ γυναικῶν Hermog.Stat.3; συμβολαιογράφου ἢ μαρτύρων Cod.Just.4.21.16.2.
3 in Tactics, deploying from column into line, X.Lac.11.6 (pl.), Plb.10.23.5.
4 παραγωγή τῶν κωπῶν = sliding motion of the oars, so that they made no splash in coming out of the water, X.HG5.1.8; drawing along of the hands in massage, Herod.Med. ap. Orib.6.20.9.
5 in Surgery, coaptation in reducing a dislocation, Hp.Art.22 (pl.), Orib.49.27.5; in setting a fracture, Gal.10.430.
b twisting out of place, Alex.Aphr. in Sens. 17.15.
6 supplying, furnishing, ἡ παραγωγή τοῦ ὑγροῦ τῷ ὕδρωπι Metrod. Fr.46 K., cf. PRyl. iipp.255,421, BGU362 viii 9 (iii A. D.).
7 import-licence or transport-licence, PLond.3.1169.45 (ii A. D.).
II leading astray, misleading, τῆς ἀπάτης τῇ π. by the seduction of the fraud, deception practised, Hdt.6.62: freq. in Oratt., false argument, quibble, D.23.95,219 (pl.); λόγος ταῦτα καὶ παραγωγή τοῦ πράγματος attempt to mislead as to the facts, Id.30.26; οὐ περιπλοκαὶ οὐδὲ παραγωγήPlu.Fab.3; ἐπὶ παραγωγῇ Eus.Mynd.63.
2 misbehaviour, Phld.Ir.p.50 W. (pl.).
3 variation of dialect, Hdt.1.142 (pl.).
4 persuading, turning, ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγή = deceit of gods by humans Pl.R. 364d.
III Gramm., derivation, A.D.Synt.192.3, Adv.146.9 (pl.); παραγωγή Ἀττική (ἀγειρέθω from ἄγω) EM8.23; formation, ἡ παραγωγή ἡ διὰ τοῦ φι A.D.Adv.194.22; inflection, ἡ ἐν τοῖς ὀνόμασι παραγωγή Id.Pron.18.14.
2 addition to the end of a syllable, Id.Synt.100.8, EM92.30.
3 generally, derivation, production, creation, Iamb.Myst.3.22, Dam.Pr.39.
IV (παράγω B) coming to land, Plb.8.5.4.
2 march in battle-order, Ascl. Tact.10.1, 11.1, etc.: concrete, body of troops on the march, Arr.Tact.29.2, Ael.Tact.37.2.
3 deviation, transgression, Pl.Lg.741d, Iamb. Myst.10.5.
4 evasion, delay, παραγωγή καὶ πρόφασιν ἐμβάλλειν Plu.Sull. 28; εὐλάβεια καὶ παραγωγή Id.Luc.29.
German (Pape)
[Seite 475] ἡ, 1) das Nebenbeiführen, das Abführen vom rechten Wege, die Täuschung; ἀπάτης, Her. 6, 62; τοῦ πράγματος παραγωγή, Dem. 30, 26; παραγωγάς, ἃς οὗτοι ποιήσονται, 23, 219; die Überredung durch Bitten, τῆς τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγῆς, Plat. Rep. II, 364 d; Sp., οὐ περιπλοκάς, οὐδὲ παραγωγάς, ἀλλ' ἄντικρυς ἔφη, Plut. Fab. Max. 4. – Eine Seitenbewegung der Phalanx, Xen. Lacon. 11, 9; vgl. Pol. 10, 21, 5; aber ποιεῖσθαι τὴν παραγωγήν von Schiffen = die Landung bewerkstelligen, 8, 7, 4. – Xen. An. 5, 1, 16 scheint es = Fahren am Ufer entlang zu sein. – Hell. 5, 1, 8 ist παραγωγὴ τῶν κωπῶν eine Handhabung der Ruder, um kein Geräusch zu machen. – 2) Abweichung vom rechten Wege, von mundartlichen Verschiedenheiten, οἱ Ἴωνες γλῶσσαν οὐ τὴν αὐτὴν νενομίκασι, ἀλλὰ τρόπους τέσσερας παραγωγέων, Her. 1, 142. – Übertretung, Fehler, αἱ παρὰ ταῦτα ἑκάστοτε παραγωγαὶ γενόμεναι, Plat. Legg. V, 741 d. – 3) bei den Gramm. = Ableitung.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
I. action d'amener doucement;
II. action de naviguer le long de la côte;
III. action de conduire à côté :
1 t. de tactique changement de marche d'une armée, de colonne en lignes, d'où marche par files (à gauche ou à droite);
2 action de dévier ou de faire dévier du droit chemin ; faute, délit, tromperie, fraude;
3 altération du langage particul. en parl. des variations de formes selon les dialectes;
IV. action de prolonger ; remise, délai.
Étymologie: παράγω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παραγωγή -ῆς, ἡ [παράγω] het langsleiden:; παραγωγῇ τῶν κωπῶν met een glijdende beweging van de roeiriemen (over het water) Xen. Hell. 5.1.8; kustvaart:. τοῖς δὲ πλοίοις ἐχρήσαντο εἰς παραγωγήν de vrachtschepen gebruikten ze voor kustvaart Xen. An. 5.1.16. het anders leiden, misleiden, omleiden, afleiden, overdr.: γλῶσσαν οὐ τὴν αὐτὴν … ἀλλὰ τρόπους τεσσέρας παραγωγέων (zij gebruiken) niet dezelfde taal, maar vier verschillende varianten Hdt. 1.142.3; τῆς ἀπάτης π. bedrieglijke misleiding Hdt. 6.62.2; αἱ παρὰ ταῦτα ἑκάστοτε παραγωγαί alle overtredingen tegen deze (wetten) Plat. Lg. 741d; τῶν θεῶν ὑπ’ ἀνθρώπων π. het ompraten van de goden door de mensen Plat. Resp. 364d; εὐλαβείᾳ καὶ παραγωγῇ πολεμήσειν te zullen strijden met voorzichtigheid en afleidingsmanoeuvres Plut. Luc. 29.1; παραγωγὰς πλασσομένοις afleidingsmanoeuvres makend Plut. CMi 63.7. geneesk. coaptatie (van ontwrichte ledematen).
Russian (Dvoretsky)
παραγωγή: ἡ
1 плавание вдоль берега, каботажная перевозка (τοῖς πλοίοις εἰς παραγωγὴν χρῆσθαι Xen.);
2 фланговое движение Xen., Polyb.;
3 высадка на берег (τὴν παραγωγὴν ποιεῖσθαι Polyb.);
4 скользящее (бесшумное) движение (π. τῶν κωπῶν Xen.);
5 завлекание: ἡ τῆς ἀπάτης π. Her. хитрый обман;
6 увертка, попытка увернуться (π. τοῦ πράγματος Dem.); отговорка, оттяжка, уловка (περιπλοκαὶ καὶ παραγωγαί Plut.);
7 отклонение, отступление, нарушение: αἱ παρά τι παραγωγαί Plat. нарушения (отступления от) чего-л.;
8 разновидность, (о языке) наречие, диалект: γλῶσσαν οὐ τὴν αὐτὴν νενομίκασι, ἀλλὰ τρόπους τέσσερας παραγωγέων Her. (ионийцы) пользуются не одним и тем же языком, а четырьмя видами наречий;
9 грам. парагога, слоговое или буквенное приращение в конце слова;
10 грам. словопроизводство.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ παράγω
1. το να δημιουργείται κάτι, το να αποκτά ύπαρξη κάτι
2. γραμμ. α) ο σχηματισμός νέων λέξεων από τις ήδη υπάρχουσες με την προσθήκη επιθημάτων, παραγωγικών καταλήξεων
β) το μέρος της γραμματικής που πραγματεύεται την παραπάνω διεργασία
νεοελλ.
1. (οικον.-κοινων.) η δημιουργία αγαθών και υπηρεσιών που μπορούν να ικανοποιήσουν, άμεσα ή έμμεσα, ανθρώπινες ανάγκες (α. «παραγωγή αγροτικών προϊόντων» β. «παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας»)
2. (οικον.-κοινων.) το σύνολο τών υλικών και πνευματικών προϊόντων, όλα όσα προέρχονται από τη δημιουργική ικανότητα του ανθρώπου και από τη χρήση τών φυσικών και τεχνικών μέσων που έχει στη διάθεση του
3. βιολ. η δημιουργία νέας οργανικής ουσίας από τους ζωντανούς οργανισμούς μιας βιοκοινωνίας
4. (λογ.) λογική πράξη κατά την οποία από μια γενική ή καθολική πρόταση συνάγεται, σύμφωνα με λογικούς κανόνες, κατ' αναγκαιότητα, μια πρόταση μερική ή λιγότερο γενική ή, σε οριακή περίπτωση, εξίσου γενική
5. στρ. σχηματισμός κατά τον οποίο τα διάφορα τμήματα πορεύονται σε φάλαγγα με μικρό μέτωπο, δηλ. σε δυάδες ή τριάδες
6. ναυτ. σχηματισμός στόλου ο οποίος χαρακτηρίζεται από μεγάλο βάθος και στενό μέτωπο
7. (στον κινηματογράφο, στο θέατρο, στο ραδιόφωνο ή στην τηλεόραση) η συνδυασμένη ενεργοποίηση οικονομικών, καλλιτεχνικών ή διευθυντικών παραγόντων και μέσων για την οργάνωση και παρουσίαση ενός αντίστοιχου έργου
8. φρ. α) «εθνική παραγωγή» — το σύνολο τών αγαθών και υπηρεσιών που παράγονται από την εθνική οικονομία στη διάρκεια ενός έτους
β) «εξατομικευμένη παραγωγή» — η χρησιμοποίηση ξεχωριστής παραγωγικής διαδικασίας για κάθε παραγόμενο προϊόν που έχει δικά του χαρακτηριστικά και δικές του ιδιότητες
γ) «μαζική παραγωγή» — παραγωγή προϊόντων εν σειρά και σε μεγάλες ποσότητες
δ) «βιολογική παραγωγή»
βιολ. η ποσότητα της θερμότητας σε χιλιοθερμίδες που θα απελευθερωνόταν από την πλήρη οξείδωση τών οργανικών ουσιών οι οποίες παράγονται ανά τετραγωνικό μέτρο επιφάνειας το έτος ή η ξηρά οργανική ουσία σε γραμμάρια που έχει παραχθεί ανά τετραγωνικό μέτρο το έτος
ε) «πρωτογενής παραγωγή»
i) (οικον.) το σύνολο τών παραγωγικών διαδικασιών επί του φυσικού περιβάλλοντος καθώς και το σύνολο τών προϊόντων αυτών τών διαδικασιών, δηλαδή της γεωργίας, της κτηνοτροφίας, της αλιείας, της εξόρυξης
ii) βιολ. η φωτοχημική ενέργεια που δεσμεύεται από τα φυτά με τη μορφή οργανικών ενώσεων
στ) «δευτερογενής παραγωγή»
i) (οικον.) η βιοτεχνία και η βιομηχανία καθώς και τα προϊόντα τους
ii) βιολ. η παραγωγή νέας βιομάζας από τους ετερότροφους οργανισμούς
ζ) «τριτογενής παραγωγή»
(οικον.) οι κάθε είδους υπηρεσίες που βοηθούν στη μεταφορά τών προϊόντων και στις οικονομικές συναλλαγές, όπως είναι λ.χ. οι μεταφορές, το εμπόριο, οι τράπεζες κ.ά.
η) «διαχείριση παραγωγής»
(οικον.) ο σχεδιασμός και ο έλεγχος τών διαδικασιών βιομηχανικής παραγωγής έτσι ώστε να διασφαλίζεται η ομαλή λειτουργία τών διαδικασιών αυτών στο επιθυμητό επίπεδο
θ) «θεωρία παραγωγής»
(οικον.) το μέρος της μικροοικονομικής θεωρίας που πραγματεύεται τη σχέση μεταξύ της μεταβολής του επιπέδου παραγωγής και της ποσότητας τών παραγωγικών συντελεστών με σκοπό την παροχή πληροφοριών βάσει τών οποίων προσδιορίζεται το ελάχιστο κόστος που μπορεί να επιτευχθεί
ι) «συνάρτηση παραγωγής»
μαθημ. η εξίσωση που εκφράζει τη σχέση ανάμεσα στις ποσότητες τών χρησιμοποιούμενων παραγωγικών συντελεστών και στην ποσότητα παραγωγής που επιτυγχάνεται
αρχ.
1. το να οδηγεί κανείς κάτι κοντά ή πέρα από κάτι («τοῖς δὲ πλοίοις χρήσαντο εἰς παραγωγήν», Ξεν.)
2. η παρουσίαση προσώπων από τον ρήτορα στο δικαστήριο με επιδίωξη την απόσπαση του οίκτου του δικαστηρίου για τον κατηγορούμενο
3. στρ. α) μετάταξη από φάλαγγα σε παράταξη
β) πορεία με παράταξη μάχης
γ) στρατιωτικό σώμα σε πορεία
4. το αθόρυβο ολίσθημα τών κουπιών κατά την κωπηλασία
5. η κατά μήκος κίνηση τών χεριών κατά τη μάλαξη
6. εκτροπή από τον κανονικό δρόμο, παραστράτημα, παραπλάνηση («ἀναγκαζόμενος τῷ τε ὅρκῳ καὶ τῆς ἀπάτης τῇ παραγωγῇ», Ηρόδ.)
7. (στη ρητορική) ψευδές επιχείρημα, σόφισμα
8. κακή διαγωγή, ανήθικη συμπεριφορά
9. παράβαση νόμου
10. ιατρ. α) εξάρθρωση μέλους του σώματος, στραμπούληγμα
β) συναρμογή εξαρθρωμένου ή σπασμένου μέλους
11. (για διάλ.) παραλλαγή («γλῶσσαν δὲ οὐ τὴν αὐτὴν οὗτοι νενομίκασι, ἀλλὰ τρόπους τέσσερας παραγωγέων», Ηρόδ.)
12. γραμμ. α) σχηματισμός τύπων, κλίση
β) (για συλλαβή) προσθήκη στο τέλος λέξης
13. άδεια εισαγωγής ή μεταφοράς
14. εφοδιασμός
15. έξοδος, αποβίβαση στην ξηρά
16. (για πλοίο) προσέγγιση στην ξηρά
17. επιβράδυνση, αργοπορία.
Greek Monotonic
παραγωγή: ἡ (παράγω)· I.1. μετακίνηση μέσω ή δίπλα, μεταφορά απέναντι, σε Ξεν.
2. ως στρατιωτικός όρος, παράταξη από τη διάταξη της «στήλης» σε γραμμή, στον ίδ.
3. παραγωγὴ τῶν κόπων, η αθόρυβη κίνηση των κουπιών, έτσι ώστε να μη δημιουργούν πιτσίλισμα (πίτυλος) καθώς βγαίνουν έξω από το νερό, σε Ξεν.
II. 1. παραπλάνηση, αποπλάνηση, σε Ηρόδ.· εσφαλμένο επιχείρημα, απάτη, σόφισμα, σε Δημ.· επίσης, καθυστέρηση, σε Πλούτ.
2. τροποποίηση, μεταβολή, ποικιλία, όπως στη γλώσσα, σε Ηρόδ.
3. πειθώ, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
παραγωγή: ἡ, μετακόμισις, τοῖς δὲ πλοίοις ἐχρήσαντο εἰς παραγωγήν, ἵνα διὰ τούτων μετακομίσωσι τὸν στρατόν, Ξεν. Ἀν. 5. 1, 16. 2) ὡς στρατιωτικὸς ὅρος, ἡ ἐξ ὀρθίου λόχου εἰς μέτωπον παράταξις, ὁ αὐτ. ἐν Λακ. 11. 6, Πολύβ. 10. 21, 5, Αἰλ. Τακτ. 37, κτλ.· ἴδε ἐπαγωγὴ 5, παράγω Ι. 2. 3) π. τῶν κωπῶν, ἡ ἄνευ ψόφου κίνησις τῶν κωπῶν, Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 8. 4) ἡ ἐπαναφορὰ ἐξαρθρώσεως, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 795. ΙΙ. παραπλάνησις, (πρβλ. παράγω ΙΙ), τῆς ἀπάτης τῇ παραγωγῇ, ἕνεκα τῆς παραπληνήσεως ἣν ἐπήνεγκεν ἡ ἀπάτη αὐτή, ἕνεκα τῆς γενομένης ἐξαπατήσεως, Ἡρόδ. 6. 62· - συχνάκις παρὰ τοῖς Ρήτορσι ψευδές, ἐσφαλμένον ἐπιχείρημα, σόφισμα, ἀπάτη, Δημ. 652. 14., 693. 2· λόγος ταῦτα καὶ π. τοῦ πράγματος, πρᾶγμα ξένον τῆς «ὑποθέσεως, 871. 7· περιπλοκαὶ καὶ π. Πλουτ. Φάβ. 3· - ὡσαύτως, βραδύτης, ἀργοπορία, ὁ αὐτ. ἐν Λουκούλ. 29. Π. καὶ πρόφασιν ἐμβάλλειν ὁ αὐτ. ἐν Σύλλ. 28· οὔτε σκήψεις οὔτε π. πλάττεσθαι ὁ αὐτ. ἐν Κάτωνι, Νεωτ. 63. 2) ἀλλοίωσις, μεταβολή, τροποποίησις, οἷον γλώσσης, Ἡρόδ. 1. 142· παρεκτροπὴ ἐκ τοῦ ὀρθοῦ, παράβασις τοῦ δικαίου, Πλάτ. Νόμ. 741D. 3) κατάπεισις, μεταστροφή, ἡ τῶν θεῶν υπ’ ἀνθρώπων π. ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 364D. ΙΙΙ. Ἐτυμολογία, παραγωγὴ λέξεως ἐξ ἄλλης, Ἀπολλ. Π. Συντάξ. 193, Ἐτυμ. Μέγ. 8. 23., 92. 30, κτλ. 2) προσθήκη ἐν τέλει συλλαβῆς, Ἀπολλ. Ἐνθ’ ἀνωτ. 100. 3) παραγωγή, εξαγωγή, καρποφορία, Ἰαμβλ. Μυστ. σ. 153 Parthey. IV. (ἐκ τοῦ παθ.) ἐπὶ πλοίου, ἐπίπλους πρὸς τὴν ξηράν, Πολύβ. 8. 7, 4.
Middle Liddell
παραγωγή, ἡ, [from παράγω παράγω
I. a leading by or past, carrying across, Xen.
2. as military term, a wheeling from column into line, Xen.
3. π. τῶν κωπῶν a sliding motion of the oars, so that they made no dash (πίτυλοσ) in coming out of the water, Xen.
II. a misleading, seduction, Hdt.:— a false argument, fallacy, quibble, Dem.:—also delay, Plut.
2. a variation, as of language, Hdt.
3. a persuading, Plat.
English (Woodhouse)
Translations
seduction
Armenian: գայթակղում, գայթակղություն; Bulgarian: съблазняване, прелъстяване; Catalan: seducció; Chinese Mandarin: 誘惑/诱惑; Czech: svádění; Danish: forføring; Dutch: verleiding; Finnish: houkuttelu, viettely; French: séduction; Galician: sedución; German: Verführung; Gothic: 𐌿𐍃𐍅𐌰𐌽𐌳𐌴𐌹𐌽𐍃; Greek: αποπλάνηση, ξελόγιασμα; Ancient Greek: διαφθορά, διαφθορή, ἠπερόπευμα, θέλγητρον, μαγγάνευμα, οἰκοφθορία, ὄλεθρος, παραγωγή, ὑπονόθευσις, ὑποφθορά, φθορά, φθορή; Japanese: 誘惑; Korean: 유혹; Latin: inlectamentum; Malay: penggodaan; Maori: hīangatanga; Plautdietsch: Vefierunk; Polish: uwodzenie; Portuguese: sedução; Russian: обольщение, совращение, соблазн; Spanish: seducción; Telugu: ప్రలోభము; Vietnamese: sự quyến rũ, sự dụ dỗ