ζάω: Difference between revisions
Οὐκ ἔστιν εὑρεῖν βίον ἄλυπον οὐδενός → Vacuam invenire non datur vitam malis → Kein Leben lässt sich finden frei von jedem Leid
(1ab) |
(1b) |
||
Line 51: | Line 51: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> to [[live]], Hom., etc.; ἐλέγχιστε ζωόντων vilest of [[living]] men, Od.; [[ζώειν]] καὶ ὁρᾶν [[φάος]] ἠελίοιο Il.; [[ῥεῖα]] ζώοντες [[living]] at [[ease]], of the gods, Il.; ζῶν κατακαυθῆναι to be [[burnt]] [[alive]], Hdt.:—also, ζῆν ἀπό τινος to [[live]] off or on a [[thing]], Theogn., Hdt., etc.:— τὸ ζῆν = ζωή, Aesch., etc.: —in a [[quasi]]-[[trans]]. [[sense]], ἐκ τῶν ἄλλων ὧν ἔζης (= ἃ ἐν τῶι βίωι ἔπραττες) from the [[other]] acts of [[your]] [[life]], Dem.<br /><b class="num">II.</b> metaph. to be in [[full]] [[life]] and [[strength]], to be [[fresh]], be [[strong]], ἄτης θύελλαι ζῶσι Aesch.; ἀεὶ ζῆι [[ταῦτα]] [[νόμιμα]] Soph.; ζῶσα [[φλόξ]] [[living]] [[fire]], Eur. | |mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> to [[live]], Hom., etc.; ἐλέγχιστε ζωόντων vilest of [[living]] men, Od.; [[ζώειν]] καὶ ὁρᾶν [[φάος]] ἠελίοιο Il.; [[ῥεῖα]] ζώοντες [[living]] at [[ease]], of the gods, Il.; ζῶν κατακαυθῆναι to be [[burnt]] [[alive]], Hdt.:—also, ζῆν ἀπό τινος to [[live]] off or on a [[thing]], Theogn., Hdt., etc.:— τὸ ζῆν = ζωή, Aesch., etc.: —in a [[quasi]]-[[trans]]. [[sense]], ἐκ τῶν ἄλλων ὧν ἔζης (= ἃ ἐν τῶι βίωι ἔπραττες) from the [[other]] acts of [[your]] [[life]], Dem.<br /><b class="num">II.</b> metaph. to be in [[full]] [[life]] and [[strength]], to be [[fresh]], be [[strong]], ἄτης θύελλαι ζῶσι Aesch.; ἀεὶ ζῆι [[ταῦτα]] [[νόμιμα]] Soph.; ζῶσα [[φλόξ]] [[living]] [[fire]], Eur. | ||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''ζάω''': {*záō}<br />'''See also''': s. [[ζώω]].<br />'''Page''' 1,608 | |||
}} | }} |
Revision as of 14:50, 2 October 2019
English (LSJ)
A v. ζῶ.
German (Pape)
[Seite 1136] ion. u. ep. ζώω, s. unten, inf. ζῆν, impf. ἔζων, auch ἔζην, Dem. 24, 7 (wie von ζῆμι, vgl. ζῆθι), was Moeris als att. empfiehlt, Thom. Mag. verwirft; imperat. ζῆ, Soph. Ant. 1169 Eur. I. T. 705; auch ζῆθι, Ag. 26 (XI, 51); die übrigen tempp. sind selten, ζήσω, Plat. Rep. V, 465 d Ar. Plut. 263, ζήσομαι, Dem. 25, 82 N. T., z. B. Matth. 4, 4, ἔζησα, Plut. u. a. Sp., ἔζηκα, D. Hal. 5, 68 D. Sic. 16, 88, ἐζήκει, D. C. 59, 14, u. werden gew. aus βιόω ergänzt (verwandt mit ζέΕω); – leben, von Hom. an überall; vom physischen Leben, oft im Ggstz von ἀποθνήσκειν, z. B. ζώοντος u. θανόντος, Il. 23, 70; τεθνάναι μᾶλλον ἢ ζώειν Her. 1, 31, oft οἱ ζῶντες, entgeggstzt οἱ θανόντες; ζῶν καὶ ὤν, pleonastisch, Dem.; τὸ ζῆν, das Leben, Plat. Phaed. 71 d; ἡ ψυχὴ εἰς τὸ ζῆν ἰοῦσα 77 d; – ζῆν τὸν ἄλλον βίον Dem. 24, 115; vgl. Her. 4, 112; Eur. Med. 249; ἀβλαβεῖ βίῳ ζῶσα Soph. El. 650; wie βιόω von der Lebensweise, ἐπιπονώτατα ζῆν Xen. Cyr. 7, 5, 67; oft bei Hom. ῥεῖα ζώειν, von den Göttern; ἐκ τῶν ἄλλων ὧν ἔζης ἄξιος Dem. 21, 134, nach deinem übrigen Leben; – καρποῖς, von Früchten, Dem. 60, 5; gew. ἀπό τινος, wovon leben, sein Leben womit fristen, Her. 1, 203. 2, 36; ἔκ τινος, Xen. Hell. 3, 2, 11; ἔνθεν ἔζων Ar. Lys. 625. – Sonst ist τινὶ ζῆν = für Einen leben, Eur. Ion 546; vgl. Dem. 7, 17. 11, 18. – Uebertr., leben, in Kraft sein, Bestand haben, ἄτης ἄελλαι Aesch. Ag. 793; ἀεί ποτε ζῇ ταῦτα τὰ νόμιμα Soph. Ant. 453; συμφοραί O. R. 45; μαντεῖα ζῶντα 482; χρόνος ζῶν καὶ παρών Tr. 1159; πυρὸς φλὸξ ἔτι ζῶσα Eur. Bacch. 8.
Greek (Liddell-Scott)
ζάω: συναιροῦν τὰ αει, αε εἰς ῃ, η, ζῇς, ζῇ, ζῆτε· προστ. ζη Σοφ. Ἀποσπ. 181, Εὐρ. Ι. Τ. 687, μεταγεν. ζῆθι, Μένανδ. Μονοστ. 191, Ἀνθ. Π. 10. 43 (ἀποδοκιμαζόμενον ὑπὸ τοῦ Ἡρῳδιαν. σ. 316 Herm.)· ἐυκτ. ζῴην· ἀπαρ. ζῆν· παρατ. ἔζων Σοφ. Ἠλ. 323, Ἀριστοφ. Βατρ. 1072· ἔζην ἐν χειρογρ. τοῦ Δημ. 702. 2 εἶνε ἐσφαλμένος τύπος σχηματισθεὶς κατὰ τὰ ἔζης, ἔζη, ἐζῆτε (συνῃρ. ἐκ τῶν ἔζαες κλ.)·· γ΄ πληθ. ἔζων Ἀριστοφ. Σφηξ. 709, Πλάτ. Νόμ. 679C· μέλλ. ζήσω Ἀριστοφ. Πλ. 263, Πλάτ. Πολ. 465D, Μένανδ. Μονοστ. 185· ἢ ζήσομαι Ἱππ. 247. 27, Δημ. 794. 20, Ἀριστ. Πολ. 7. 6, 7· ἀόρ. ἔζησα Ἱππ. 36, 16, Ἀνθ. Π. 7. 470, Πλούτ., κτλ.· πρκμ. ἔζηκα Ἀριστ. Μεταφ. 8. 6, 8, Διον. Ἁλ. 5. 68, κλ.· ἀλλὰ παρ’ Ἀττ. ὁ ἀόρ. καὶ ὁ πρκμ. κατὰ τὸ πλεῖστον παρελήφθησαν ἐκ τοῦ βιόω. Πλὴν τῆς μετοχ. ζῶντος, Ἰλ. Α. 88, ὁ Ὅμ. ἀείποτε μεταχειρίζεται τὸν Ἰων. ἐνεστ. ζώω (ὅστις ἀπαντᾷ καὶ παρὰ Πινδ., Ἡροδ. καὶ ἐν τοῖς χορικοῖς τῶν Τραγ., ὡς Σοφ. Ἠλ. 157, Ο. Κ. 1213, Ἀποσπ. 685)· ἀπαρ. ζωέμεναι, -έμεν, Ὀδ. Η. 149, Ω. 436· παρατ. ἔζωον Χ. 245, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 112, Ἡρόδ. 4. 112· Ἰων. ζώεσκον Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 90, Βίων 1. 30· ἀόρ. ἔζωσα (ἐπ-) Ἡρόδ. 1. 120· πρκμ. ἔζωκα, Συλλ. Ἐπιγρ. 3684· ἀπαρέμφ. ζόειν παρὰ Σιμων. Ἰαμβ. 1. 17, Ἀνθ. Π. 13. 21· καὶ ἐνεστ. ζωῶ (-έω) ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 8846· (-όω) αὐτόθι 8792. (Πιθανῶς ὁ ἐξ ἀρχῆς τύπος ἦτο διάω (ἄω, spiro)· πρβλ. Σανσκρ. yiv (vivo), πρβλ. Ζ ζ ΙΙ. 3.) Ι. Κυρίως ἐπὶ τοῦ βίου τῶν ζῴων, ζῶ, Ὅμ. κλ. (ἀλλ’ ὡσαύτως καὶ ἐπὶ φυτῶν, ζῆν κοινὸν εἶναι φαίνεται καὶ τοῖς φυτοῖς Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 7, 12)· ἐλέγχιστε ζωόντων, ἀχρειότατε μεταξὺ τῶν ζώντων, Ὀδ. Κ. 72· ζώειν καὶ ὁρᾶν φάος ἠελίοιο Ἰλ. Ω. 558· ζῶντος καὶ ἐπὶ χθονὶ δερκομένοιο Α. 88, πρβλ. Ὀδ. Π. 439· ζῶν καὶ βλέπων Αἰσχύλ. Ἀγ. 677· ζώει τε καὶ ἐστὶν Ὀδ. Ω. 263· ζώντων καὶ ὄντων Δημ. 248. 25· τοῦ εἶναί τε καὶ ζῆν ἕνεκα Πλάτ. Πολ. 369D· ζῶσα καὶ ἐγρηγορυῖα ὁ αὐτ. Νόμ. 809D· ζῶν καὶ ἔμψυχος Φαίδρ. 276A· ῥεῖα ζώοντες, ζῶντες ἐυκόλως, εὐδαιμόνως, ἐπὶ τῶν θεῶν, Ἰλ. Ζ. 158, κ. ἀλλ.· ζῶν κατακαυθῆναι, νὰ καυθῇ ζῶν, Ἡρόδ. 1. 86· - μετ’ αἰτ. χρόνου, ζ. ἤματα πάντα Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 222, κλ.· ὀλίγα ἔτεα Ἡρόδ. 3. 22· - μετὰ δοτ. τρόπου, δμῶες..., ἄλλα τε πολλά, οἷσίν τ’ εὖ ζώουσι, δι’ ὧν ζῶσι καλῶς, Ὀδ. Ν. 423., Τ, 79· κολάκων πονηρίᾳ Ἀριστοφ. Θεσμ. 868, πρβλ. Δημ. 1390. 11· οὕτω, ζ. ἐπί τινι Ἀνδοκ. 13. 30, Ἰσοκρ. 211D· - ὡσαύτως, ζῶ ἀπό τινος, ζῶ ἔκ τινος, Θέογν. 1152, Ἡρόδ. 1. 216., 2. 36., 4. 22, Ἀριστοφ. Εἰρ. 850, κτλ. (πρβλ. ἀποζάω)· ἔκ τινος ὁ αὐτ. Ἐκκλ. 591, Δημ. 1309. 26· - μετὰ μετοχ., ζῶ συκοφαντῶν Ἀνδοκ. 13. 25· ἐργαζόμενοι Ἀριστ. Πολ. 4. 6, 2· - μετὰ δοτ. ἠθικῆς, ζῆν ἑαυτῷ, δι’ ἑαυτόν, Εὐρ. Ἴωνι 646, Ἀριστοφ. Πλ. 470, Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 257· - τὸ ζῆν = ζωή, Αἰσχύλ. Πρ. 681, Πλάτ. Φαίδωνι 77Ε, κλ.· καὶ ἄνευ τοῦ ἄρθρου, εἰς ἕτερον ζῆν ὁ αύτ. Ἀξ. 365D· - ζήτω ὁ βασιλεύς, ὡς παρ’ ἡμῖν ἐπὶ ἐπευφημίας, Ἑβδ. (1 Βασιλ. ι΄, 24)· βασιλεῦ, εἰς τὸν αἰῶνα ζῆθι αὐτόθι (Δαν. ε΄, 10). 2) ζῶ, διέρχομαι τὴν ζωήν μου, μετὰ συστοίχου αἰτ., ζώεις δ’ ἀγαθὸν βίον Ὀδ. Ο. 491· ζ. βίον μοχθηρὸν Σοφ. Ἠλ. 599, πρβλ. Εὐρ. Μηδ. 249, Ἀριστοφ. Σφηξ. 506, κτλ.· καλὸν βίοτον Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 174· ζόην τὴν αὐτὴν Ἡρόδ. 4. 112, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 344E· τὸν βίον ἀσφαλῶς Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 1. 5· ἀνθρώπων βίον Σοφ. Ἀποσπ. 517· νυμφίων βίον Ἀριστοφ. Ὄρν. 161· ὡσαύτως, ζ. ἀβλαβεῖ βίῳ Σοφ. Ἠλ. 650, πρβλ. Τρ. 168· εὖ ζῆν ὁ αὐτ. Φ. 505· κακῶς ὁ αὐτ. Ο. Κ. 799· ζ. δοῦλος ὁ αὐτ. Ο. Τ. 410· - ὡς μεταβατ., ἐκ τῶν ἄλλων ὧν ἔζης (= ἃ ἐν τῷ βίῳ ἔπραττες), ἐκ τῶν ἄλλων πράξεων τῆς ζωῆς σου, Δημ. 559, 1· ποιεῖσθαι φθόνον ἐξ ὧν ζῇς ὁ αὐτ. 577. 24· ἴδε ἐν λ. βιόω. 3) ζῆσαι, μεταβατ. = δοῦναι ζωήν, Ἑβδ. (Ψαλ. 40, 2, κ. ἀλλ.). ΙΙ. μεταφ., ὡς τὸ Λατ. vivere, vigere, εἶμαι ἐν τῇ πλήρει ἀκμῇ τῆς ζωῆς, εἶμαι ἀκμαῖος, ὄλβος ζώει μάσσων Πίνδ. Ι. 5. 8· ἄτης θύελλαι ζῶσι Αἰσχύλ. Ἀγ. 819· ζῶντι χρωμένη ποδὶ Σοφ. Ἀποσπ. 751· μαντεῖα ἀεὶ ζῶντα περιπωτᾶται ὁ αὐτ. Ο. Τ. 482· ἀεὶ ζῇ ταῦτα νόμιμα ὁ αὐτ. Ἀντ. 457· τὰς ξυμφορὰς τῶν βουλευμάτων ζώσας μάλιστα, ἐχούσας μεγάλην ζωικὴν δύναμιν, διαμενούσας, ὁ αὐτ. Ο. Τ. 45· χρόνῳ τῷ ζῶντι καὶ παρόντι ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 1169· ζῶσα φλόξ, ζωντανὸν πῦρ, Εὐρ. Βάκχ. 8· - ἐντεῦθεν, ἀντίθ. βιῶναι (διελθεῖν τὸν βίον), βιοὺς μὲν ἔτη τόσα, ζήσας δὲ ἔτη ἑπτὰ Δίων Κ. 69. 19, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 3. 3, 11· παροιμ., ζεῖ χύτρα, ζῇ φιλία.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
avec contr. en η des formes en αε > prés. ζῶ, ζῇς, ζῇ ; impér. ζῆ, opt. ζῴην ; inf. ζῆν ; impf. ἔζων, ἔζης, ἔζη, ἐζῶμεν, ἐζῆτε, ἔζων;
f. ζήσω ou ζήσομαι ; ao. ἔζησα, pf. ἔζηκα, pqp. ἐζήκειν;
ttf. au lieu de ἔζησα, ἔζηκα, ἐζήκειν, les Attiques emploient d’ord. les ao., pf. et pqp. de βιόω;
vivre :
1 être en vie ; οἱ ζῶντες OD les vivants, les hommes ; ζ. ὀλίγα ἔτεα HDT vivre peu d’années ; subst. τὸ ζῆν la vie;
2 soutenir sa vie, se faire vivre : τινι, ἀπό τινος, ἔκ τινος vivre de qch;
3 vivre, passer sa vie : εὖ ζῆν SOPH, κακῶς ζῆν SOPH avoir une vie heureuse, malheureuse ; ζ. βίον μοχθηρόν SOPH vivre d’une vie misérable;
4 fig. en parl. de choses être dans toute sa force : ἄτης θύελλαι ζῶσι ESCHL les tempêtes du malheur sont dans toute leur force ; ἀεὶ ζῇ ταῦτα (νόμιμα) SOPH ces lois sont toujours vivantes.
Étymologie: p. *δjάω, de *γjάω, *γιάω = *γιϜάω ; cf. βίος = lat. vivo.
English (Autenrieth)
see ζώω.
Spanish
English (Abbott-Smith)
ζάω, -ῶ, [in LXX chiefly for חיה (most freq. ptcp., ζῶν, inf., ζῆν, for חַי;]
1.prop., to live, be alive (v. Syn., s.v. βίος; in cl. usually of animal life, but sometimes of plants, as Arist., Eth. N, i, 7, 12): Ac 20:12, Ro 7:1-3, I Co 7:39, Re 19:20, al.; ἐν αὐτῷ ζῶμεν, Ac 17:28; ἐμοὶ τὸ ζῆν Χριστός, Phl 1:21; διὰ παντὸς τοῦ ζῆν (M, Pr., 215, 249), He 2:15; ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, Ga 2:20; ζῇ ἐν ἐμοὶ Χριστός, Ga 2:20; (ὁ) ζῶν, of God (אֵל חַי and cognate phrases, Jos 3:10, Ho 2:1 (1:10), Is 37:4, al.; v. DCG, ii, 39a), Mt 16:16, Jo 6:57, Ro 9:26, I Th 1:9, He 3:12, Re 7:2, al.; in juristic phrase, ζῶ ἐγώ (חַי־אָנִי, Nu 14:21, al.), as I live, Ro 14:11; ζῆν ἐπ’ ἄρτῳ, Mt 4:4, al.; ἐκ, I Co 9:14; of coming to life, Mk 16:[11], Ro 6:10 14:9, II Co 13:4; opp. to νεκρός, Re 1:18 2:8; metaph., Lk 15:32; ζῆν ἐκ νεκρῶν, Ro 6:13; of the spiritual life of Christians, Lk 10:28, Jo 5:25, Ro 1:17 8:13; εἰς τ. αἰῶνα, Jo 6:51, 58; σὺν Χριστῷ, I Th 5:10; ὄνομα ἔχεις ὅτι ζῇς, Re 3:1.
2.As sometimes in cl., = βιόω, to live, pass one's life: Lk 2:36, Ac 26:5, Ro 7:9, Col 2:20; ἐν πίστει, Ga 2:20; ἐν τ. ἁμαρτίᾳ, Ro 6:2; εὐσεβῶς, II Ti 3:12; ἀσώτως, Lk 15:13; c. dat. (cl.), ἑαυτῳ (Field, Notes, 164), Ro 14:7, II Co 5:15; τ. δικαιοσύνῃ, Lk 20:38, Ro 6:10, 11 Ga 2:19; τ. Χριστῷ, II Co 5:15; τ. θεῷ, I Pe 2:24; πνεύματι, Ga 5:25; κατὰ σάρκα, Ro 8:12, 13;
3.Of inanimate things, metaph.: ὕδωρ ζῶν (i.e. springing water, as opp. to still water), in a spiritual sense, Jo 4:10, 11 7:38 (DCG, ii, 39f.): ἐλπὶς ζῶσα, I Pe 1:3; ὁδὸς ζῶσα, He 10:20 (cf. ἀνα-, συν-ζάω; Cremer, 270, 721).
English (Strong)
a primary verb; to live (literally or figuratively): life(-time), (a-)live(-ly), quick.
English (Thayer)
ζῶ, ζῇς, ζῇ, infinitive ζῆν (so L T, but R G WH (η(, Tr also (except Winer s Grammar, § 5,4c.; WH. Introductory § 410; Lipsius Gram. Unters., p. 5f), participle ζῶν; imperfect ἔζων (Vat. has the inferior form ἔζην (found again ἐζῆτε); cf. Fritzsche on Romans , ii., p. 38; (WH s Appendix, p. 169; Veitch, under the word)); future in the earlier form ζήσω (L marginal reading); L T Tr WH also in John (T WH), (not L; T Tr WH); Winer, p. 105) the later form, first used by (Hippocrates 7,536 (see Veitch, under the word)) Demosthenes, ζήσομαι; 1st aorist (unused in Attic (Hipp., Anth. Pal., Plutarch, others (see Veitch))) ἔζησα (Buttmann (1873) Ausf. Sprachl. ii. 191 f; Buttmann, 58 (51); Krüger, i., p. 172; Kühner, i. 829; Winer s Grammar, 86 (83); (Veitch, under the word); Hebrew חָיָה; (from (Homer) Theognis, Aeschylus down); to live; I. properly,
1. to live, be among the living, be alive (not lifeless, not dead): ψυχή ζῶσα, R Tr marginal reading διά παντός τοῦ ζῆν, during all their life (on earth), διατελεῖν πάντα τόν τοῦ ζῆν χρόνον, Diodorus 1,74 (cf. Buttmann, 262 (225))); ἔτι ζῶν (participle imperfect (cf. Winer's Grammar, 341 (320))), while he was yet alive, before his death, ἐν σαρκί added, of the earthly life, ὁ δέ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, that life which I live in an earthly body, Buttmann, 149 (130); Winer's Grammar, 227 (213)); ἐν αὐτῷ ζῶμεν, in God is the cause why we live, ζῶσα τέθνηκε, ἐμοί τό ζῆν Χριστός, my life is devoted to Christ, Christ is the aim, the goal, of my life, ζῶντες are opposed to νεκροί, ζῶντες καί νεκροί, ζῇ ἐν ἐμοί Χριστός, Christ is living and operative in me, i. e. the holy mind and energy of Christ pervades and moves me ἐκ δυνάμεως Θεοῦ ζῆν εἰς τινα, through the power of God to live and be strong toward one (namely, in correcting and judging), ὁ ζῶν: R G; Theod., 26, etc.); with the addition of εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων, ζῶ ἐγώ (אָנִי חַי, as I live (by my life), the formula by which God swears by himself, to continue to live, to be kept alice (ὅστις ζῆν ἐπιθυμεῖ, πειράσθω νικαν, Xenophon, an. 3,2, 26 (39)): ἐάν ὁ κύριος θελήσῃ καί ζήσωμεν (ζήσομεν L T Tr WH), Buttmann, 210 (181); Winer's Grammar, 286 (268f)); ζῆν ἐπ' ἄρτῳ (ἐπί, B. 2a. α. (ζῆν ἐκ τίνος, to get a living from a thing, ἐκ τῆς ἀρρωστίας added, to live and be strong: ἐν τούτοις (for ἐν αὐτοῖς) in these vices, opposed to the ethical death by which Christians are wholly severed from sin (see ἀποθνῄσκω, II:2b.), to be no longer dead, to recover life, be restored to life: νεκρός, ἔζησεν came to life, lived again, G L T Tr WH (opposed to ἀπέθανε); ἀνέζησεν) (βασιλεύω, at the end); ζῆν ἐκ νεκρῶν, tropically, out of moral death to enter upon a new life, dedicated and acceptable to God, T Tr WH). equivalent to not to be mortal, ἄνθρωποι ἀποθνῄσκοντες dying men i. e. whose lot it is to die, are opposed to ὁ ζῶν).
2. emphatically, and in the Messianic sense, to enjoy real life, i. e. to have true life and worthy of the name — active, blessed, endless in the kingdom of God (or ζωή αἰώνιος; see ζωή, 2b.): ἐκ πίστεως, εἰς τόν αἰῶνα, σύν Χριστῷ, in Christ's society, ζῶ διά τόν πατέρα, ζήσειν δἰ αὐτόν, δἰ αὐτοῦ, πνεύματι, ὄνομα ἔχεις ὅτι ζῇς καί νεκρός εἰ, thou art said to have life (i. e. vigorous spiritual life bringing forth good fruit) and (yet) thou art dead (ethically), T: ζῆν denotes to live most happily in the enjoyment of the theocratic blessings: to live i. e. pass life, of the manner of living and acting; of morals or character: μετά ἀνδρός with the accusative of time, of a married woman, χωρίς νόμου, without recognition of the law, Φαρισαῖος, ἐν κόσμῳ, ἐν and a dative indicating the act or state of the soul: ἐν πίστει, ἐν τῇ ἁμαρτία, to devote life to sin, εὐσεβῶς, ἀσώτως, ἐθνικῶς, ἀδίκως, ζῆν τίνι (the dative of person, a phrase common in Greek authors also, in Latin vivere alicui; cf. Fritzsche on Romans , vol. iii., p. 176ff), to devote, consecrate, life to one; so to live that life results in benefit to someone or to his cause: τῷ Θεῷ, τῷ Χριστῷ, ἑαυτῷ ζῆν who makes his own will his law, is his own master, τῇ δικαιοσύνη, πνεύματι, to be actuated by the Spirit, κατά σάρκα, as the flesh dictates, II. Metaphorically, of inanimate things;
a. ὕδωρ ζῶν, חַיִּים מַיִם (living water, i. e. bubbling up, gushing forth, flowing, with the suggested idea of refreshment and salubrity (opposed to the water of cisterns and pools (cf. our spring water)), is figuratively used of the spirit and truth of God as satisfying the needs and desires of the soul: ἐπί ζώσας πηγάς ὑδάτων, b. having vital power in itself and exerting the same upon the soul: ἐλπίς ζῶσα, λόγος Θεοῦ, λόγια namely, τοῦ Θεοῦ, ὁδός ζῶσα, ὁ ζῶν is applied to those things to which persons are compared who possess real life (see I:2 above), in the expressions λίθοι ζῶντες, ἄρτος ὁ ζῶν (see ἄρτος, at the end), θυσία ζῶσα (tacitly opposed to slain victims), ἀναζάω, συζάω.)
Greek Monolingual
ζάω (Α)
βλ. ζω.
Greek Monotonic
ζάω: ζῇς, ζῇ, ζῆτε, προστ. ζῆ, απαρ. ζῆν (τα αει και αε συναιρούνται σε η)· ευκτ. ζῴην, παρατ. ἔζων, μέλ. ζήσω ή ζήσομαι, αόρ. αʹ ἔζησα· Επικ. και Ιων. ενεστ. ζώω, Επικ. απαρ. ζωέμεναι, -έμεν, Επικ. παρατ. ἔζωον, Ιων. ζώεσκον, αόρ. αʹ ἔζωσα· μεταγεν., απαντάται τύπο ενεστ. ζόω,
I. ζω, σε Όμηρ. κ.λπ.· ἐλέγχιστε ζωόντων, αχρειότατε εσύ ανάμεσα στους ανθρώπους που βρίσκονται στη ζωή, σε Ομήρ. Οδ.· ζώειν καὶ ὁρᾶν φάος ἠελίοιο, σε Ομήρ. Ιλ.· ῥεῖα ζώοντες, αυτοί που ζουν σε κατάσταση ευδαιμονίας, λέγεται για τους θεούς, στο ίδ.· ζῶν κατακαυθῆναι, καίγομαι ζωντανός (ως μέσο θανάτωσης), σε Ηρόδ.· επίσης, ζῆν ἀπό τινος, ζω με ή από κάτι, σε Θέογν., Ηρόδ. κ.λπ.· τὸ ζῆν = ζωή, σε Αισχύλ. κ.λπ.· με μτβ. σημασία, ἐκ τῶν ἄλλων ὧν ἔζης (= ἃ ἐν τῷ βίῳ ἔπραττες), από τις άλλες πράξεις της ζωής σου, σε Δημ.
II. μεταφ., βρίσκομαι σε πλήρη δύναμη και ακμή, είμαι ισχυρός και σθεναρός· ἄτης θύελλαι ζῶσι, σε Αισχύλ.· ἀεὶ ζῇ ταῦτα (νόμιμα), σε Σοφ.· ζῶσα φλόξ, ζωντανή φωτιά, δηλ. φωτιά που καίει με δύναμη, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ζάω: (fut. ζήσω и ζήσομαι, aor. ἔζησα, pf. ἔζηκα, ppf. ἐζήκειν; opt. ζῴην; в атт. aor., pf. и ppf. обычно заменяются соотв. формами к βιόω)
1) жить, быть в живых (ἔτεα ὀλίγα Her.): ἄλλοτε μὲν ζώουσιν ἑτερήμεροι, ἄλλοτε δὲ τεθνᾶσι Hom. (в подземном царстве Кастор и Полидевк) один день живы, другой - мертвы, т. е. попеременно оживают и умирают; οἱ ζῶντες Hom., NT живущие, живые; πᾶν τὸ ζῶν Plat. все живое; ἐμεῦ ζῶντος Hom. покуда я жив; τὸ ζῆν Plat., Arst. = ζωή; τοῦ εἶναί τὲ καὶ ζῆν ἕνεκα Plat. для того, чтобы существовать и жить; ζῶντα κατακαυθῆναι Her. быть заживо сожженным; εἰς τὸ ζ. ἰέναι Plat. являться на свет, рождаться;
2) жить, проводить жизнь (εὖ Hom.; ἀβλαβεῖ βίῳ Soph.; ἐπιπονώτατα Xen.; ἐν ἐπιτηδεύμασιν ἐπιεικέσιν Arst.): ζ. πρός τινα (πρός τι) Arst. и ζ. τινι Plut. жить для кого(чего)-л.;
3) жить, получать пропитание, питаться (ἀπὸ κτηνέων καὶ ἰχθύων Her.; καρποῖς Dem.; ἔκ τινος Arph., Xen., Dem.): ζ. βίον μοχθηρόν Soph. вести жалкую жизнь; ἔχουσι ἐργαζόμενοι ζ. Arst. им приходится жить своим трудом; οὐκ ἐπ᾽ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ὁ ἄνθρωπος погов. NT не единым хлебом будет жив человек;
4) быть в разгаре или в движении: ζῶσα φλόξ Eur. живое (яркое) пламя; ὕδωρ ζῶν NT живая (проточная), перен. животворящая вода; γεωργία ζῶσα Arst. кочевое земледелие;
5) быть в силе, быть действительным (ἀεί ποτε ζῇ ταῦτα, sc. νόμιμα Soph.): ἄτης θύελλαι ζῶσι Aesch. бури бедствия (еще) не утихли; αἱ ξυμφοραὶ ζῶσαι μάλιστα τῶν βουλευμάτων Soph. весьма живые, т. е. благотворные последствия указаний (Эдипа).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζάω, zie ζήω.
Frisk Etymological English
See also: s. ζώ-ω.
Middle Liddell
I. to live, Hom., etc.; ἐλέγχιστε ζωόντων vilest of living men, Od.; ζώειν καὶ ὁρᾶν φάος ἠελίοιο Il.; ῥεῖα ζώοντες living at ease, of the gods, Il.; ζῶν κατακαυθῆναι to be burnt alive, Hdt.:—also, ζῆν ἀπό τινος to live off or on a thing, Theogn., Hdt., etc.:— τὸ ζῆν = ζωή, Aesch., etc.: —in a quasi-trans. sense, ἐκ τῶν ἄλλων ὧν ἔζης (= ἃ ἐν τῶι βίωι ἔπραττες) from the other acts of your life, Dem.
II. metaph. to be in full life and strength, to be fresh, be strong, ἄτης θύελλαι ζῶσι Aesch.; ἀεὶ ζῆι ταῦτα νόμιμα Soph.; ζῶσα φλόξ living fire, Eur.
Frisk Etymology German
ζάω: {*záō}
See also: s. ζώω.
Page 1,608