θέμις
Oἱ δὲ Ἀθηναῖοι ἦσαν ἐν μεγάλῳ κινδύνῳ... (adaptation of Herodotus 6.105) → The Athenians were in great danger...
English (LSJ)
ἡ, old Ep. gen. θέμιστος (in Hom. the only declension): acc.
A θέμιστα Il.5.761, θέμιν A.Ag.1431, etc.: gen. pl. θεμιστέων Hes. Th.235: pr. n. Θέμις, Θέμιστος Od.2.68, Θέμιστα Il.20.4; dat. Θέμιστι 15.87; but Θέμιτος Pi.O.13.8, Θέμιδος A.Pr.18, etc., Θέμιος (v.l. -ιδος) Hdt.2.50, Θέμιν Hes.Th.16, IG22.1611.71: voc. Θέμι Il.15.93, E.Med.160(anap.):
I that which is laid down or established, law (not as fixed by statute, but) as established by custom, θ. ἐστί 'tis meet and right, c. dat. pers. et inf., οὔ μοι θ. ἐστὶ ξεῖνον ἀτιμῆσαι Od.14.56; ἅ τε ξείνοις θ. ἐστὶν [παραθεῖναι] Il.11.779; ὅ οἱ Διόθεν θ. ἦεν [ἐκτελέσαι] Hes.Sc.22; γυναικὶ οὐ θ. SIG1024.9(Myconos,iii/ii B.C.): without dat., Il.16.796, 23.44; οὐ θ. ἐν μοισοπόλων οἰκίᾳ θρῆνον ἔμμεν' Sapph.136; ὅτι δυνατὸν καὶ θ. αἰνεῖν A.Ag.98, cf. S.Ant.880(lyr.), Ph.346, E.Med. 678, Pl.Phdr.250b, Isoc.4.92, etc.; ἡ γὰρ θ. for so 'tis right [to do], Od.24.286; freq. ἣ θ. ἐστί as the custom is, Il.2.73: c. dat. (= loc.), ἣ θ. ἐστίν… ἀγορῇ 9.33: c. gen., ἣ θ. ἀνθρώπων πέλει ib.134; ἣ θ. ἐστὶ γυναικός Od.14.130; also ᾗ θ. ἀνθρώποις κατὰ ἤθεα Hes.Op.137; θύειν τοὺς γεωργοὺς… ᾗ (with ι) θέμις IG22.1364 (i A.D.); but ᾗ θέμις ἐστί is rejected for Hom. by Hdn.Gr.2.516, cf. A.D.Adv.148.28: indecl., πότερα κατ' ἔχθραν ἢ τὸ μὴ θέμις λέγεις; A.Supp.336; ὥστε μὴ… θέμις σέ γ' εἶναι κεῖνον ἀντιδρᾶν κακῶς S.OC1191; οὐδὲ… φασὶ θέμις εἶναι Pl. Grg.505c, cf.X.Oec.11.11, Ael.NA1.60.
2 justice, right, S.Tr.810; ὅσα τείνει πρὸς θέμιν Pl.Smp. 188d; penalty, ἐκτίνειν ὁμοιΐαν θ. A.Supp. 436 (lyr.); sanctity, ὁρκίων ἐμῶν θ. Id.Ag.1431.
II = ἀγὼν θεματίτης, IGRom.3.319 (Pisid.); νικήσας θέμιν ἀνδρῶν ib.437 (Termessus).
III pl. θέμιστες, decrees of the gods, oracles, Διὸς θ. Od. 16.403; θέμισσιν by oracles, Pi.P.4.54, cf. O.10(11).24.
2 dooms, customary laws, ordinances, δικασπόλοι, οἵ τε θέμιστας πρὸς Διὸς εἰρύαται Il.1.238, cf. Hes.Th.235; τοῖσιν δ' (i.e. the Cyclopes) οὔτ' ἀγοραὶ βουληφόροι οὔτε θέμιστες Od.9.112; οὔτε δίκας εὖ εἰδότα οὔτε θέμιστας neither rights nor laws, ib.215: in sg., ὃς οὔ τινα οἶδε θέμιστα Il.5.761; ἵνα σφ' ἀγορή τε θέμις τε 11.807.
3 judgements, decisions given by the kings or judges, οἳ… σκολιὰς κρίνωσι θέμιστας 16.387; σκολιῇς δὲ δίκῃς κρίνωσι θ. Hes.Op.221; διακρίνοντα θ. ἰθείῃσι δίκῃσιν Id.Th. 85.
4 tribute, dues, λιπαρὰς τελέουσι θέμιστας Il.9.156.
IV pr. n., Themis, ἥ τ' ἀνδρῶν ἀγορὰς ἠμὲν λύει ἠδὲ καθίζει 2.68, cf. Il.15.87, 20.4, Hes.Th.16, A.Pr.18, etc.
German (Pape)
[Seite 1194] ἡ, alter gen. θέμιστος; so immer bei Hom., auch vom nom. pr.; att. u. dor. θέμιτος; doch kommt bei den Tragg. u. in att. Prosa nur der nomin. vor u. der acc. θέμιν; ion. θέμιος, später gew. θέμιδος (τίθημι); das Eingesetzte, die Satzung, das Gesetz, insoweit es auf altem heiligem Brauche beruht; so bes. bei Hom. in der Vrbdg θέμις ἐστί, es ist nach altem Brauche Recht, erlaubt, billig, fas est, οὔ μοι θέμις ἐστὶ ξεῖνον ἀτιμῆσαι Od. 14, 56, vgl. Il. 14, 388, wo δέος entgegensteht; 1g, 796. 23, 44; ἥ θέμις ἐστί, was od. wie es Rechtens, wie es Sitte u. Brauch ist, gew. ᾗ θέμις ἐστί geschrieben, vgl. Spitzner exc. 11. zur Il. 2, 73 u. Lehrs Quaest. Ep. p. 44; Hes. O. 139; auch c. gen., ἣ θέμις ἀνθρώπων πέλει, Il. 9, 134. 277. 19, 177; ξείνια ἅ τε ξείνοις θέμις ἐστί (wo man nicht nothwendig δοῦναι ergänzen muß), die den Gästen ein Recht sind, ihnen nach heiligem Brauche gebühren, 11, 779. So auch Tragg.; ὅτι καὶ δυνατὸν καὶ θέμις αἰνεῖν Aesch. Ag. 98; παρθενίου θ' αἵματος ἐπιθυμεῖν θέμις 210; Suppl. 331 πότερα κατ' ἔχθραν ἢ τὸ μὴ θέμις λέγεις; u. so indeclinabel Soph. O. C. 1193, nach wahrscheinlicher Lesart; bet Plat. Gorg. 505 d, οὐδὲ τοὺς μύθους φασὶ μεταξὺ θέμις εἶναι καταλείπειν, ist εἶναι auszulassen u. φασί als Zwischensatz zu nehmen; stcherer aber ist Xen. Oec. 11, 11 u. Ael. H. A. 1, 60; Soph. εἴ μοι θέμις, θέλοιμ' ἄν, Phil. 657; O. C. 650. 1553; οὐκέτι μοι τόδε λαμπάδος ἱερὸν ὄμμα θέμις ὁρᾶν ταλαίνᾳ, ich darf nicht länger, Ant. 871; εἰ θέμις κλύειν Eur. Med. 675; εἰ ψαύοιμεν ὧν μή μοι θέμις I. A. 834, sc. ψαύειν; in Prosa, ἥν θέμις λέγειν μακαριωτάτην Plat. Phaedr. 250b; οὐ θέμις εἰπεῖν Isocr. 4, 92; Sp., οὐ θ. καταφρονεῖν Luc. Nigr. fl; ἐν τισὶ μὲν ἱεροῖς θέμις ἐσθίειν ἰχθῦς, ἐν ἄλλοις δὲ ἀσεβές S. Emp. pyrrh. 3, 923. – Im plur., bei Hom. sowohl δικασπόλοι, οἵ τε θέμιστας πρὸς Διὸς εἰρύαται, welche die Gesetze aufrecht erhalten durch ihr Rechtsprechen, Il. 1, 238, als die richterliche Gewalt, ᾡ ἔδωκε Κρόνου παῖς σκῆπτρόν τ' ἠδὲ θέμιστας 2, 206; δίκῃ δ' ἴθυνε θέμιστας Hes. O. 9, mit Gerechtigkeit verwalte das Recht; οὐδὲ θεμίστων λήθεται, u. vergißt nicht der Gerechtigkeit, Theog. 235; δίκαι καὶ θέμιστες, Recht u. Gesetz, Od. 9, 215. Auch streitige Rechtsfälle, Rechtshändel, eigtl. wo Sitte u. Herkommen streitig geworden u. die Könige entscheiden müssen, κρίνειν θέμιστας, Il. 16, 387; Hes. Th. 85; vgl. nach οὔτ' ἀγοραὶ οὔτε θέμιστες Od. 9, 112, entweder Ordnung, regelnde Sitten, od. richterliche Entscheidungen nach altem Brauch. – Im sing., ἵνα σφ' ἀγορή τε θέμις τε ἤην Il. 11, 807, ὃς οὔ τινα οἶδε θέμιστα 5, 761, der kein Recht kennt, ein ἀθέμιστος. – Anders λιπαρὰς τελέουσι θέμιστας 9, 15g. 298, sie zahlen reichliche Gebühren, die der König einzufordern das Recht hatte. – Λιὸς θέμιστες, die Satzungen des Zeus, seine als Gesetz geltenden Aussprüche, vom Orakel in Dodona, Od. 16, 403; dah. das Orakel, τὸν μὲν Φοῖβος ἀμνάσει θέμισσιν Pind. P. 4, 54. – Uebh. das Recht, das Gesetz; καὶ τήνδ' ἀκούεις ὁρκίων ἐμῶν θέμιν Assch. Ag. 1405; ἐπεί μοι τὴν θέμιν σὺ προὔβαλες Soph. Tr. 807; ὅσα τείνει πρὸς θέμιν καὶ ἀσέβειαν Plat. Conv. 188 d; Legg.XI, 925 d; auch Strafe, μένει Ἄρει 'κτί. νειν ὁμοίαν θέμιν Aesch. Suppl. 431. – Vgl. übrigens nom. pr.
French (Bailly abrégé)
(ἡ) primit. neutre et invar;
gén. θέμιστος, dat. inus. ; acc. θέμιν, épq. θέμιστα;
pl. nom. θέμιστες, gén. θεμίστων, dat. poét. θέμισσι, acc. θέμιστας;
propr. ce qui est établi comme la règle :
I. au sg. et invariable;
1 loi divine ou morale ; loi, droit, justice : θέμις ἐστί il est permis par le destin ou par les dieux, avec un dat. de pers. et un inf. ; οὔ μοι θέμις ἐστί avec l'inf. OD il ne m'est pas permis par le destin de ; εἰ θέμις δ' SOPH et si je puis le faire sans impiété ; ὡς οὐ θέμις γίγνοιτο SOPH qu'il n'était pas permis par le destin (ou par les dieux) ; φασὶ θέμις εἶναι PLAT ils disent que cela est permis ; ὥστε μὴ θέμις σέ γ' εἶναι κεῖνον ἀντιδρᾶν κακῶς SOPH de sorte qu'il n'est pas permis par les dieux qu'en retour tu lui fasses du mal;
2 règle, coutume : ἣ θέμις ἐστί (non ᾖ θέμις) IL comme c'est le droit ou la coutume ; avec un rég. ἣ θέμις ἐστὶ γυναικός OD comme c'est la coutume d'une femme ; ἣ θέμις ἐστ' ἀγορῇ IL comme c'est chose permise dans une assemblée;
3 p. ext. volonté des dieux ; en gén. droit, loi établie;
4 pénalité, peine, châtiment;
II. au plur. et fém. αἱ θέμιστες :
1 décrets des dieux, volontés des dieux ; oracles;
2 droits, prérogatives d'un chef ; redevances dues à un roi, impôts, tributs;
3 lois, arrêts;
4 procès.
Étymologie: R. Θε, poser ; cf. τίθημι.
Russian (Dvoretsky)
θέμις: преимущ. indecl., gen. атт.-дор. θέμιτος, эп. θέμιστος ἡ (dat. неупотреб.; acc. эп. θέμιστα - поэт. θέμιν; pl.: nom. θέμιστες, gen. θεμίστων и θεμιστέων, dat. θέμισσι, acc. θέμιστας)
1 (= лат. fas или jus в отличие от lex) установление, (обычное) право, (нерушимый) обычай, долг, священная обязанность: θ. ἐστί Hom. дозволено, можно, должно; τῷ οὐ θ. ἐστὶ μιγῆναι ἐν δαΐ Hom. с ним (т. е. Посидоном) нельзя вступать в бой; οὔ μοι θ. ἐστὶ ξεῖνον ἀτιμῆσαι Hom. долг запрещает мне быть негостеприимным к пришельцу; ὅσα τείνει πρὸς θέμιν καὶ ἀσέβειαν Plat. что относится к области дозволенного и что - к области недозволенного; οὐ τοὺς μύθους, φασί, μεταξὺ θ. εἶναι καταλείπειν Plat. говорят, что не следует обрывать рассказ посередине; λέξον, εἰ θ. κλύειν Eur. скажи, если можешь (т. е. если ты вправе);
2 установленный обычай, обыкновение, норма: ἣ θ. ἐστί Hom., Hes. как водится, как повелось, как принято;
3 закон, законность, справедливость: ὃς οὔ τινα οἶδε θέμιστα Hom. (Арей), не признающий никаких законов;
4 суд, судилище: ἵνα σφ᾽ ἀγορή τε θ. τε ἤην Hom. (площадь), где у них (ахейцев) находились совет и судилище;
5 судебное решение, приговор: οἳ σκολιὰς κρίνωσι θέμιστας Hom. те, которые выносят неправые решения;
6 возмездие, кара (τίνειν ἀντίρροπον θέμιν Aesch.);
7 pl. веления (воля) богов: Διὸς θέμιστες Hom. заповеди Зевса; θέμισσιν Pind. согласно оракулам;
8 pl. законы, права, судебная власть, законность, правопорядок, правосудие (δίκαι καὶ θέμιστες Hom.): τοῖσιν οὔτ᾽ ἀγοραὶ βουληφόροι οὔτε θέμιστες Hom. нет у них (киклопов) ни совещательных собраний, ни законов; Ζεὺς ἐγγυάλιξεν σκῆπτρόν τ᾽ ἠδὲ θέμιστας Hom. (Агамемнону) Зевс вручил скипетр и судебную власть;
9 pl. установленная дань, налоги, подати: λιπαρὰς τελέουσι θέμιστας Hom. (Ахиллу) будут платить обильные дани.
Greek (Liddell-Scott)
θέμις: ἡ, ἀρχ. Ἐπ. γεν. θέμιστος (παρ’ Ὁμ. ὁ μόνος τύπος, πρβλ. Ἀρχίλ. 79)· αἰτ. θέμιστα Ἰλ. Ε. 761, ἀλλὰ θέμιν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1431, κτλ.· γεν. πληθ. θεμιστέων Ἡσ. Θ. 235· - οὕτω τὸ κύρ. ὄνομα Θέμις κλίνεται παρ’ Ὁμ. Θέμιστος, Θέμιστα, ἀλλὰ Θέμιτος Πίνδ. Ο. 13. 11, Βακχυλ. 14. 55, Θέμιδος Αἰσχύλ. Πρ. 18, κτλ., Θέμιος Ἡρόδ. 2. 50, Θέμιν Ἡσ. Θ. 16, κτλ.· κλητ. Θέμι Ἰλ. Ο. 93, Εὐρ. Μηδ. 160. - Ἐν ταῖς Ἀττ. ἐπιγρ. Θέμιδος, Θέμιδι, Θέμιν Meisterh. Gr. σ. 129. - (Ἐκ √ΘΕ, τίθημι, πρβλ. Σανσκρ. dhà-man (sedew, lex, mos), Γοτθ. dôm-s, Ἀρχ. Σκανδιναυ. dom-r, Ἀγγλο-Σαξον. dôm (doom), Ἀρχ. Γερμ. tuom): ὡς τὸ θεσμός, τὸ τεθειμένον ἢ ὡρισμένον, νόμος (οὐχὶ ὡς τεθειμένος ἐξ ἀποφάσεως, ἀλλὰ) ὡς ἰσχύων κατ’ ἔθος, Λατ. jus ἢ fas, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ lex, συχνὸν παρ’ Ὁμ. ἐν τῇ φράσει θέμις ἐστί, εἶνε ὀρθὸν καὶ δίκαιον, Λατ. fas est, μετὰ δοτ. προσ. καὶ ἀπαρ., οὔ μι θέμις ἐστὶ ξεῖνον ἀτιμῆσαι Ὀδ. Ξ. 56, πρβλ. Κ. 73, Ἰλ. Ξ. 386· ἅτε ξείνοις θέμις ἐστὶ παραθεῖναι Λ. 779· ὃ οἱ Διόθεν θ. ἦεν ἐκτελέσαι Ἡσ. Ἀσπ. ἩΡ. 22· καὶ ἄνευ δοτ. Ἰλ. Π. 796, Ψ. 44· ἡ γὰρ θέμις, διότι τοῦτο εἶναι ὀρθόν, Ὀδ. Ω. 286· ἀκολούθως συχνάκις ἣ θέμις ἐστί, ὅπερ εἶνε δίκαιον, εἶνε συνήθεια. Ἰλ. Β. 73, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 139· ἐνίοτε ἑπομένης δοτ., ἣ θέμις ἐστίν,... ἀγορῇ Ἰλ. Ι. 33, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 136· ἢ γενικῆς, ἣ θέμις ἀνθρώπων πέλει, ὅπερ εἶνε συνήθεια (μεταξὺ) τῶν ἀνθρώπων, Ἰλ. Ι. 134, πρβλ. 276, Τ. 177· ἣ θέμις ἐστὶ γυναικός, ὅπως συνηθίζουσιν αἱ γυναῖκες, Ὀδ. Ξ. 130· (ἄλλοτε ἡ φράσις αὕτη ἐγράφετο κοινῶς· ᾗ θέμις ἐστί, ἀλλ’ ἤδη πάντες ἀποδέχονται τὸν τύπον ἥ θ. ἐ., ὅρα Spitzner. Excurs. II. εἰς τὴν Ἰλ.): - οὕτω παρ’ Ἀττ., ὅσα τείνει πρὸς θέμιν Πλάτ. Συμπ. 188D, κτλ.· ἀλλ’ ἐνταῦθα τὸ προσηγορικὸν εἶναι ἐν χρήσει συνήθ. ἐν τῇ φράσει θέμις ἐστί, Λατ. fas est, μετ’ ἀπαρ., ὅ τι δυνατὸν καὶ θέμις αἰνεῖν Αἰσχύλ. Ἀγ. 98, πρβλ. 216, Σοφ. Ἀντ. 880, Εὐρ. Μηδ. 678, Πλάτ., κλπ. - ὡσαύτως καὶ ὡς ἄκλιτ., διότι ὁ τύπος θέμις κεῖται ὡς αἰτιατ., πότερα κατ’ ἔχθραν ἢ τὸ μὴ θέμις λέγεις, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 335· ὥστε μὴ … θέμις σέ γ’ εἶναι κεῖνον ἀντιδρᾶν κακῶς Σοφ. Ο. Κ. 1191· φασὶ θέμις εἶναι Πλάτ. Γοργ. 505C, πρβλ. Ξεν. Οἰκ. 11, 11· οὔτε λαλῆσαι θέμις οὔτε χρέμψασθαι Στράβ. 712, Αἰλ. π. Ζ. 1. 60· ἴδε Herm. Αἰσχύλ. Ἀγ. 216, Dind. Σοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. 2) παρ’ Ἀττ. καὶ = δίκη, δίκαιον, νόμος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1431, Σοφ. Τρ. 810· - ποινή, τιμωρία, τίνειν ὁμοίαν θ. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 436. ΙΙ. πληθ. θέμιστες, αἱ τῶν θεῶν ἀποφάσεις, χρησμοί, Διὸς θέμιστες, ὡς ἑρμηνεύονται διὰ τῶν χρησμῶν, Ὀδ. Π. 403· θέμισσιν, διὰ χρησμῶν, Πίνδ. Π. 4. 96, πρβλ. Ο. 10 (11). 29· λέγοντες..., ὡς οὐ θέμις γίγνοιτ’ ἄν, τὸ θέλημα, ἡ θέλησις τῶν θεῶν, Σοφ. Φ. 436· πρβλ. θεμιστός. 2) δίκαια, δικαιώματα, ἰδίως τοῦ ἄρχοντος ὡς δικαστοῦ, τὰ προνόμια, σκῆπτρόν τ’ ἠδὲ θέμιστες Ἰλ. Β. 206, πρβλ. Ι. 99· ἐντεῦθεν οἱ φόροι οἱ πληρωνόμενοι εἰς τὸν βασιλέα ἢ τὸν δεσπότην, κύριον, λιπαρὰς τελέουσι θέμιστας Ι. 156, 298. 3) οἱ ὑφιστάμενοι νόμοι, αἱ διατάξεις, δικασπόλοι, οἵ τε θέμιστας πρὸς Διὸς εἰρύαται, οἵτινες τηροῦσι τοὺς νόμους (τὸ δίκαιον), Ἰλ. Α. 238, πρβλ. Ἡσ. Θ. 235· τοῖσιν δ’ (δηλ. τοῖς Κύκλωψι) οὔτ’ ἀγοραὶ βουληφόροι οὔτε θέμιστες Ὀδ. Ι. 112· οὔτε δίκας εὖ εἰδότα οὔτε θέμιστας, οὔτε δίκαια, οὔτε νόμους, αὐτόθι 215· οὕτω καθ’ ἑνικ., ὃς οὔ τινα οἶδε θέμιστα Ἰλ. Ε. 761· ἵνα σφ’ ἀγορή τε θέμις τε Λ. 807. 4) ἀξιώσεις, ἀπαιτήσεις, περὶ ὧν ἀποφασίζουσιν οἱ βασιλεῖς ἢ δικασταί, οἳ... σκολιὰς κρίνωσι θέμιστας Ἰλ. Π. 387· σκολιαῖς δὲ δίκαις κρίνωσι θ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 219· διακρίνοντα θ. ἰθείῃσι δίκῃσιν ὁ αὐτ. ἐν Θ. 85. ΙΙΙ. ὡς κύρ. ὄνομα, Θέμις, θεὰ τοῦ νόμου καὶ τῆς τάξεως, προστάτις τῶν ἐν ἰσχύϊ δικαίων, τέλος αὐτὴ ἡ δικαιοσύνη προσωποπ. Ἀλλὰ παρ’ Ὁμ., ὅστις μνημονεύει τὴν θεὰν μόνον τρίς, παρίσταται ὡς κήρυξ τοῦ Διός, καλοῦσα τοὺς θεοὺς εἰς συνεδρίαν, Ἰλ. Υ. 4· συγκαλεῖ δὲ καὶ διαλύει τὰς ἀγορὰς τοῦ λαοῦ, Ὀδ. Β. 68· προεδρεύει δὲ καὶ τηρεῖ τάξιν ἐν τοῖς συμποσίοις τῶν θεῶν, Ἰλ. Ο. 87 κἑξ. Ὁ Ἡσ. ἐν Θ. 16 ἀναφέρει αὐτὴν μετὰ τῶν μεγάλων θεῶν, πρβλ. Ἡρόδ. 2. 50· ἀλλ’ αὐτόθι 135 παριστᾶ αὐτὴν ὡς θυγατέρα τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γαίας· ἐν ᾧ παρ’ Αἰσχύλ. εἶνε μία τῶν ἀρχαιοτέρων θεοτήτων τῶν πρὸ τῆς βασιλείας τοῦ Διός, ἄλλως καλουμένη Γαῖα, πρβλ. Προμ. 18, 109, 874· ἴδε πλείονα παρὰ τῷ Welcker, Αἰσχύλ. Τριλογ. σ. 40.
English (Autenrieth)
θέμιστος (τίθημι): old (established) law, right by custom or usage; ἣ θέμις ἐστίν, ‘as is right’; ἣ θέμις ἀνθρώπων πέλει, ‘the old way’ of mankind, Il. 9.134.—Pl., θέμιστες, ordinances, decrees, prerogatives; Διός, Od. 16.403, cf. Il. 1.238 ; κρίνειν, Il. 16.387; τελεῖν, as ‘dues,’ ‘tribute,’ Il. 9.156, 298.—Personified, Themis, Od. 2.68, Il. 20.4, Il. 15.87, 93.
English (Slater)
θέμις (θέμις, -ιτος, -ιδος, -ιν; θέμιτες, -ίτ[ων], -ισσιν.)
1
a right (divinely ordained) στῆναι μὲν οὐ θέμις οὐδὲ παύσασθαι φορᾶς (of dolphins) ?fr. 358. esp., the rights ordained by Zeus Xenios, relating to hospitality, cf. (O. 8.22) infra, καὶ ξενίου Διὸς ἀσκεῖται θέμις αἰενάοις ἐν τραπέζαις (N. 11.8) τῶν μὲν ὑπὸ στάθμᾳ νέμονται οὐ θέμιν οὐδὲ δίκαν ξείνων ὑπερβαίνοντες (of Aigina: cf. θεμίξενος, ξεναρκής) (I. 9.5) ]θεμις[ ?fr. 333a. 3.
b pl. divine ordinances ἀγῶναδ' ἐξαίρετον ἀεῖσαι θέμιτες ὦρσαν Διός (O. 10.24) esp. oracles, “τὸν μὲν Φοῖβος ἀμνάσει θέμισσιν” (P. 4.54) Τήνερον εὐρυβίαν θεμίτ[ων ] ἐξαίρετον προφάταν (Pae. 9.41) v. θεμιστός.
2 Themis, power of right order (Farnell), former wife of Zeus, mother of the ὦραι, mother of Εὐνομία, Δίκα, Εἰρήνα. Αἴγιναν ἔνθα σώτειρα Διὸς ξενίου πάρεδρος ἀσκεῖται Θέμις ἔξοχ' ἀνθρώπων (O. 8.22) αἰνήσαις ἓ καὶ υἱόν, ἃν Θέμις θυγάτηρ τέ οἱ σώτειρα λέλογχεν μεγαλόδοξος Εὐνομία (O. 9.15) (Κόρινθον) ἐν τᾷ γὰρ Εὐνομία ναίει κασιγνήτα τε, Δίκα καὶ ὁμότροφος Εἰρήνα χρύσεαι παῖδες εὐβούλου Θέμιτος (O. 13.8) ὄφρα Θέμιν ἱερὰν Πυθῶνά τε καὶ ὀρθοδίκαν γᾶς ὀμφαλὸν κελαδήσετ (θέμιν Wil.: “heilige Satzung” Schr.: perhaps a reference to the aboriginal cult of Ge-Themis at Delphi, Farnell) (P. 11.9) εἶπε δ' εὔβουλος ἐν μέσοισι Θέμις (I. 8.31) πρῶτον μὲν εὔβουλον Θέμιν οὐρανίαν χρυσέαισιν ἵπποις ὠκεανοῦ παρὰ παγᾶν Μοῖραι ποτὶ κλίμακα σεμνὰν ἆγον Οὐλύμπου λιπαρὰν καθ' ὁδὸν σωτῆρος ἀρχαίαν ἄλοχον Διὸς ἔμμεν fr. 30. 1. ἐγὼ μὲν ὑπὲρ χθονὸς ὑπέρ τ' ὠκεανοῦ[ (in lemmate scholiastae post ὠκεανοῦ est θέμιδος scriptum, quod fort. in textum recipiendum est, cll. Hes., Theog. 133—5.) (Pae. 8.16)
Greek Monolingual
(I)
η (AM θέμις, -ιδος, Α επικ. γεν. θέμιστος, δωρ. γεν. θεμιτός, ιων. γεν. θέμιος, πληθ. θέμιστες) δικαιοσύνη, δίκαιο
νεοελλ.
φρ. α) «ναός της θέμιδος» — ο τόπος όπου απονέμεται η δικαιοσύνη, το δικαστήριο
β) «οι λειτουργοί της θέμιδος» — οι νομικοί και ιδίως οι δικαστές
γ) «η σπάθη της θέμιδος», «ο ζυγός της θέμιδος» — η σπάθη και ο ζυγός ως σύμβολα της δικαιοσύνης
αρχ.
1. θεσμός καθιερωμένος όχι κατόπιν αποφάσεως, αλλά κατ' έθος και δια της παραδόσεως από γενεά σε γενεά, το ορθό, το νόμιμο
2. ιερότητα («καὶ τήνδ' ἀκούεις ὁρκίων ἐμῶν θέμιν», Αισχύλ.)
3. ποινή, τιμωρία («μένει δορὶ τίνειν ἀντίρροπον θέμιν», Αισχύλ.)
4. φρ. α) «θέμις ἐστί» — είναι δίκαιο, είναι νόμιμο («οὔ μοι θέμις εστί ξεῖνον άτιμήσαι», Ομ. Οδ.)
β) «ἥ θέμις ἐστί» — το οποίο είναι συνήθεια, όπως είναι το έθιμο
3. πληθ. αἱ θέμιστες
α) οι αποφάσεις τών θεών, οι χρησμοί
β) τα δικαιώματα, ιδίως του άρχοντος ως δικαστή, τα προνόμια
γ) οι φόροι υποτέλειας («λιπαράς τελέουσι θέμιστας», Ομ. Ιλ.)
δ) οι υφιστάμενοι νόμοι, οι διατάξεις («δικασπόλοι, οἵ τε θέμιστας προς Διός εἰρύαται», Ομ. Ιλ.)
ε) αξιώσεις ή απαιτήσεις για τις οποίες αποφασίζουν οι βασιλείς ή οι δικαστές («σκολιῆς δὲ δίκης κρίνωσι θέμιστας», Ησίοδ.)
4. ως κύριο όν. ἡ Θέμις
α) η θεά του νόμου και της τάξης
β) (ως προσωποποίηση) η Δικαιοσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή στον τ. temi και στη γεν. εν. timito με σημασία «σέβας» (κατ' άλλους, όμως, «όριο»), ενώ οι σημασίες της στους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς ποικίλλουν («έθιμο», «δικαίωμα», «κρίση», «χρησμός» κ.λπ.). Τελικά επικράτησε η εξειδικευμένη σημασία «ηθικός κανόνας δικαίου θείας προελεύσεως» και η έννοια προσωποποιήθηκε στην ομώνυμη θεά. Κατά γενική παραδοχή, ανάγεται στην ΙΕ ρίζα dhē-/dhә1- «τοποθετώ», όπως και το τί-θημι. Συνδέεται με το αβεστ. dā-mi «δημιουργία» παρά το μακρό φωνήεν του τελευταίου (η ίδια διαφορά ποσότητας φωνηέντων παρατηρείται μεταξύ του θέσις και του αβεστ. dā-ti «τοποθέτηση»). Υπάρχει, όμως, διάσταση απόψεων όσον αφορά στους τ. με -στ- (λ.χ. παράλληλος τ. γεν. θέμιστ-ος παρ. επί θ. θεμίστ-ιος κ.λπ.). Κατά μία άποψη, η λ. είναι σύνθετη με α΄ συνθετικό θεμι- και β' συνθετικό τη ρίζα στα- του ίστημι στη μηδενισμένη της βαθμίδα στᾰ- (< stә). Η ερμηνεία αυτή, όμως, δημιουργεί περισσότερα προβλήματα από όσα επιλύει. Κατ' άλλους, το θ. θεμιστ- προήλθε από τον αναλογικά σχηματισμένο τ. αθέμιστος (< θέμις, κατά τα χάρις > αχάριστος), και από τα ανθρωπωνύμια, όπως το Θεμιστο-κλής, τών οποίων το α' συνθετικό θεωρείται από τους υποστηρικτές της απόψεως αυτής ως υπερθετικός βαθμός του επιθ. θέμερος. Ωστόσο, οι μυκηναϊκοί παράγωγοι τ. temitijo, temitija (< τοπωνύμιο Timito akee) αποτελούν τεκμήριο εξαρχής υπάρξεως του θ. με -στ-(αλλιώς θα είχαμε temisijo, temisija). Μια τρίτη άποψη θεωρεί ως αρχικό τ. το ουδ. ουσιαστικό θέμι, γεν. θέμιτ-ος (κατά το άλφι, γεν. άλφιτ-ος), του οποίου η κλίση εξομοιώθηκε με τα ουδ. σε -ς (οπότε δημιουργήθηκε και η απρόσωπη έκφραση θέμις εστί —κατά το δέον εστί— με το θέμις ουδέτερο). Η σύγχυση τών δύο θεμάτων δημιούργησε τ. με -στ-, όπως είναι η γεν. εν. θέμιστ-ος. Με την επακολουθήσασα μεταβολή γένους επικράτησε η γεν. εν. με -δ- θέμιδ-ος, χαρακτηριστική τών θηλυκών (πρβλ. Αρτέμιδος, ασπίδος) χωρίς να έχει ποτέ υπάρξει ονομαστική θέμιδ-ς αντίστοιχη της αμάρτυρης ασπίδ-ς. Και τα τέσσερα θ. θεμι-, θεμισ-, θεμιτ- και θεμιστ- απαντούν στα παράγωγα και στα σύνθετα.
ΠΑΡ. θεμιτός
αρχ.
θεμίζω, θεμισσεύω, θεμιστείος, θεμιστεύω, θεμίστιος, θεμιστός, θεμιστοσύναι.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) Θεμιστοκλής, θεμιστοπόλος
αρχ.
θεμίξενος, θεμίπλεκτος, θεμισκόπος, θεμισκρέων, Θεμιστόδωρος. (Β' συνθετικό) αθέμιτος
αρχ.
άθεμις, αθεμίστιος, αθέμιστος].
(II)
θέμις, -εως, ἡ (Α)
επιγρ. θεματίτης αγώνας, αγώνας για τον οποίο έχει τεθεί έπαθλο, αντίθ. του στεφανίτης, στον οποίο οι αθλητές αγωνίζονταν μόνο για το στεφάνι.
Greek Monotonic
θέμις: ἡ, αρχ. Επικ. γεν. θέμιστος, αιτ. θέμιστα, Αττ. θέμιν (√ΘΕ του τί-θημι)
I. 1. αυτό που εδραιώνεται ή καθιερώνεται εθιμικά, Λατ. jus ή fas αντίθ. προς το lex· θέμις ἐστί, είναι ορθό και δίκαιο, Λατ. fas est, σε Όμηρ.· ἣ θέμις ἐστί, όπως είναι δίκαιο και σωστό, όπως είναι συνηθισμένο, στον ίδ.· ἣ θέμις ἐστὶ γυναικός, όπως συνηθίζουν, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, οι γυναίκες στην Αττ., ὅτιθέμις αἰνεῖν, αυτό που είναι σωστό και δίκαιο να επαινείται, σε Αισχύλ. κ.λπ.· επίσης και άκλ., θέμις, που χρησιμ. ως αιτ.· φασὶ θέμις εἶναι, σε Πλάτ. κ.λπ.
2. δίκη, δίκαιο, νόμος, σε Αισχύλ., Σοφ.
II. 1. πληθ. θέμιστες, οι αποφάσεις των θεών, χρησμοί, Διὸς θέμιστες, σε Ομήρ. Οδ.· θέμισσιν, μέσω χρησμών, σε Πίνδ.
2. κυριαρχικά δικαιώματα, προνόμια, σκῆπτρόν τ' ἠδὲ θέμιστες, σε Ομήρ. Ιλ.
3. οι υφιστάμενοι νόμοι, οι κείμενες διατάξεις· οἵτε θέμιστας εἰρύαται, που διατηρούν, φυλάσσουν τους νόμους, στο ίδ.
4. αξιώσεις, απαιτήσεις, για τις οποίες αποφασίζουν οι βασιλείς ή οι δικαστές· οἳ σκολιὰς κρίνωσι θέμιστας, στο ίδ.
III. ως κύρ. όνομα, γεν. Θέμιστος, Θέμιδος, Θέμιτος, κλητ. Θέμι, η Θέμιδα, η θεά του δίκαιου νόμου και της ορθής τάξης, στο ίδ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f. (n.)
Meaning: justice, law, custom, also personied as goddess of justice (Il.).
Other forms: Diff. oblique forms: gen. θέμιστος (β 68; Thess. inscr.), dat. -ιστι (Ο 87; Thess. inscr.), acc. -ιστα (Ε 761, Υ 4); θέμιδος (A. Pr. 18), θέμιτος (Pi. O. 13, 8 ); rarely also θέμιος (Hdt. 2, 50; v.l. -ιδος), θέμεως (inscr. Metropolis); acc. θέμιν (Hes.), voc. Θέμι (Ο 93). Plur. θέμιστες, acc. -ιστας etc. statutes, (divine) laws, oracles (Hom., Hes., Thgn., Pi.).
Dialectal forms: Myc. temi, gen. timito; cf. Ruipérez Minos 5, 176f., 181ff.
Compounds: As 1. member e. g. in θεμι-σκόπος preserving justice (Pi.), θεμισ-κρέων ruling through justice (Pi.), θεμιστο-πόλος supporting the laws, obeying the oracles (h. Cer. 103, inscr. Delphi IIIa); . As 2. member e. g. in ἄ-θεμις lawless, unlawful (Pi., E.), ἀ-θέμιτος id. (Hdt.), ἀ-θέμιστος id. (Il.), also ἀ-θεμίστιος (Od.; metr. by-form).
Derivatives: θεμιστός (A. Th. 694 [lyr.]; after ἀ-θέμιστος); θεμιτός in οὑ θεμιτόν = οὑ θέμις (IA); Θεμίστιος surname of Zeus Lord of the θέμιστες (Plu.); also month name (Thessaly); θεμιστεῖος regarding the θ. (Pi.); θεμιστοσύναι = θέμιστες (Orph. H. 79, 6). Denomin. verbs: 1. θεμιστεύω proclaim the θέμ., i. e. laws, oracles (Od.) with θεμιστεία giving oracles (Str.). 2. θεμιτεύω behave lawful (E. Ba. 79 [lyr.]). 3. θεμιζέτω μαστιγούτω, νομοθετείτω. Κρῆτες H.; after Bechtel Dial. 2, 786 to be changed in θεμισσέτω (= Paus. Gr. Fr. 202); aor. ptc. θεμισσάμενος (Pi.). - Several PN, z. B. Θεμιστο-κλῆς (s. on θέμερος)
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: To θέμις seems to agree Av. dā-mi- f. creation, also creator (m. a. f.); cf. the same diff. between θέ-σις, -θε-τος as opposed to -dā-ti-, dā-ta- basis, justice, law (= θέμις). A problem is formed by the remarkable plural-formations θέμι-στ-ες, θέμι-στ-ος etc.; the explanation by Schulze (also Fraenkel Glotta 4, 22ff.) as a compound θεμι- and στα- stand, gives almost unsurmountable difficulties; s. Frisk Eranos 48, 1ff. The occasional neutral genus acc. to Fraenkel from synonymous expressions like δέον, καλόν, προσῆκον (possible, but rather inherited from the Pre-Greek origin). - On the meaning of θέμις H. Vos Themis. Diss. Univ. Rheno-Traj. 1956. - Ruijgh convinced me (pers. comm.) that the strange inflection points to a Pre-Greek word.
Middle Liddell
θέμις, ιος [!θε, Root of τίθημι
I. that which is laid down or established by custom, Lat. jus or fas, as opp. to lex, θέμις ἐστί 'tis meet and right, Lat. fas est, Hom.; ἣ θέμις ἐστί as 'tis right, as the custom is, Hom.; ἣ θέμις ἐστὶ γυναικός as is a woman's custom, Od.; so in Attic, ὅ τι θέμις αἰνεῖν what it is right to praise, Aesch., etc.:—also indeclin., θέμις being used as acc., φασὶ θέμις εἶναι Plat., etc.
2. = δίκη, right, law, Aesch., Soph.
II. pl. θέμιστες, the decrees of the Gods, oracles, Διὸς θέμιστες Od.; θέμισσιν by oracles, Pind.
2. rights of the chief, prerogatives, σκῆπτρόν τ' ἠδὲ θέμιστες Il.
3. laws or ordinances, οἵτε θέμιστας εἰρύαται who maintain the laws, Il.
4. claims to be decided by the kings or judges, οἳ σκολιὰς κρίνωσι θέμιστας Il.
III. as prop. n., gen. Θέμιστος, Θέμιδος, Θέμιτος, voc. Θέμι, Themis, goddess of law and order, Il.
Frisk Etymology German
θέμις: {thémis}
Forms: dazu wechselnde oblique Formen: Gen. θέμιστος (β 68; thess. Inschr.), Dat. -ιστι (Ο 87; thess. Inschr.), Akk. -ιστα (Ε 761, Υ 4); θέμιδος (A. Pr. 18 u. a.), θέμιτος (Pi. O. 13, 8 u. a.); vereinzelt noch θέμιος (Hdt. 2, 50; v.l. -ιδος), θέμεως (Inschr. Metropolis); Akk. θέμιν (Hes. usw.), Vok. Θέμι (seit Ο 93). Plur. θέμιστες, Akk. -ιστας usw. Myk. temi, Gen. timito; vgl. Ruipérez Minos 5, 176f., 181ff.
Grammar: f. (vereinzelt und sekundär n., vgl. unten)
Meaning: Recht, Gesetz, Sitte, auch personifiziert als Göttin des Rechts (seit Il.); Plur. ‘Satzungen, (göttliche) Gesetze, Orakelsprüche’ (Hom., Hes., Thgn., Pi.).
Composita: Als Vorderglied z. B. in θεμισκόπος das Recht bewachend (Pi.), θεμισκρέων ‘durch das Recht (die Satzungen) waltend' (Pi.), θεμιστοπόλος die Gesetze schützend, die Orakelsprüche hegend (h. Cer. 103, Inschr. Delphi IIIa); zahlreiche EN, z. B. Θεμιστοκλῆς (s. dazu θέμερος). Als Hinterglied z. B. in ἄθεμις gesetzlos, ungesetzlich (Pi., E.), ἀθέμιτος ib. (Hdt. usw.), ἀθέμιστος ib. (vorw. ep. u. poet. seit Il.), auch ἀθεμίστιος (ep. poet. seit Od.; metr. Nebenform).
Derivative: Ableitungen: θεμιστός (A. Th. 694 [lyr.]; nach ἀθέμιστος); θεμιτός in οὐ θεμιτόν = οὐ θέμις (ion. att.); Θεμίστιος Beiname des Zeus Herr der θέμιστες (Plu.), auch Monatsname (Thessalien); θεμιστεῖος ‘auf die θ. bezüglich’ (Pi.); θεμιστοσύναι = θέμιστες (Orph. H. 79, 6). Denominative Verba: 1. θεμιστεύω ‘die θέμ., d. h. Gesetze, Orakelsprüche verkünden’ (seit Od.) mit θεμιστεία Orakelgebung (Str.). 2. θεμιτεύω gesetzlich begehen (E. Ba. 79 [lyr.]). 3. θεμιζέτω· μαστιγούτω, νομοθετείτω. Κρῆτες H.; nach Bechtel Dial. 2, 786 gemäß der Buchstabenfolge in θεμισσέτω (= Paus. Gr. Fr. 202) zu ändern; wohl von θέμιστες; Aor. Ptz. θεμισσάμενος (Pi.).
Etymology: Zu θέμις stimmt bis auf den Ablaut aw. dā-mi- f. Schöpfung, auch Schöpfer (m. u. f.); vgl. die gleiche Abweichung in θέσις, -θετος gegenüber -dā-ti- das Setzen, dā-ta- Satzung Recht, Gesetz (= θέμις). Ein Problem bietet dabei die eigentümliche Pluralbildung θέμιστες, wozu vereinzelte Singularformen θέμιστος usw.; die von Schulze stammende und von Fraenkel Glotta 4, 22ff. näher begründete Zerlegung in ein Kompositum θεμι- (neben θέμερος) und στα- stehen (Θέμις = "die fest und unverbrüchlich Stehende") stößt auf fast unüberwindliche Schwierigkeiten; s. Frisk Eranos 48, 1ff. (mit Lit.), wo ein Versuch gemacht wird, unter Heranziehung von Θεμιστοκλῆς (eig. Superlativ zu θέμερος) und ἀθέμιστος (nach ἀχάριστος: χάρις) die στ-Flexion als eine ursprünglich im Plur. eingetretene Neuerung zu erklären. Das zuweilen auftretende neutrale Genus stammt, wie Fraenkel richtig gesehen hat, von synonymen Ausdrücken wie δέον, καλόν, προσῆκον u. a. — Zur Bed. usw. von θέμις H. Vos Themis. Diss. Univ. Rheno-Traj. 1956.
Page 1,660-661
English (Woodhouse)
justice, lawful, it is incumbent on
Mantoulidis Etymological
ἡ (=δίκαιο, νόμος, δικαιοσύνη). Ἀπό τό τίθημι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Translations
habit
Albanian: shprehi, gojdhânë; Arabic: عَادَة; Armenian: սովորություն, սովորույթ; Aromanian: huchi; Assamese: অভ্যাস; Asturian: vezu; Azerbaijani: adət; Bashkir: ғәҙәт; Belarusian: звычай, звычка; Bengali: অভ্যাস; Breton: boaz; Bulgarian: навик; Burmese: ဝသီ, အလေ့အကျင့်; Catalan: costum; Chechen: ӏедал, ламаст; Chechen: ӏедал; Cherokee: ᎢᏯᏛᏁᎵᏓᏍᏗ; Chinese Cantonese: 習慣/习惯; Hakka: 習慣/习惯; Mandarin: 習慣/习惯; Min Nan: 習慣/习惯; Corsican: abitùdine; Crimean Tatar: adet; Czech: návyk, zvyk; Danish: vane; Dutch: gewoonte; Esperanto: kutimo; Estonian: harjumus; Even: хавкан; Evenki: татын, савкан; Faroese: vani; Finnish: tapa; French: habitude; Friulian: usance; Galician: hábito, costume; Georgian: ჩვევა, ჩვეულება; German: Gewohnheit, Habitus; Greek: συνήθεια; Ancient Greek: ἔθιμον, ἔθισμα, ἐθισμός, ἔθος, εἶδος, ἕξις, ἐπιτήδευμα, θέμις, μελέτη, συνήθεια, τὸ μεμαθηκός, τρόπος; Gujarati: ટેવ; Haitian Creole: abitid; Hausa: dabu'a; Hawaiian: hana maʻa; Hebrew: הֶרְגֵּל, מִנְהָג; Hindi: अभ्यास; Hungarian: szokás; Icelandic: vani, venja; Ido: kustumo; Igbo: omume; Indonesian: kebiasaan, adat; Interlingua: habitude; Irish: cleachtadh, gnás, béas, nós, taithí; Italian: abitudine, consuetudine; Japanese: 習慣; Javanese: adat; Jeju: 쿠세; Kazakh: әдет; Khmer: ទំលាប់; Korean: 습관(習慣), 버릇; Kurdish Northern Kurdish: edet; Kyrgyz: адат; Lao: ນິໄສ; Latin: habitus; Latvian: ieradums, paradums, paradums; Lithuanian: įprotis; Macedonian: навика; Malay: tabiat, kebiasaan, adat; Maltese: drawwa; Manx: cliaghtey, oash; Marathi: सवय; Mbyá Guaraní: eko; Mongolian Cyrillic: зан, зуршил; Nepali: अभ्यास; Ngazidja Comorian: twaɓia; Norwegian Bokmål: vane, sedvane; Nynorsk: vane, sedvane; Occitan: costuma, abitud; Old English: þēaw; Oriya: ଅଭ୍ୟାସ; Pashto: عادت; Persian: عادت; Plautdietsch: Sitten; Polish: nawyk inan, zwyczaj inan; Portuguese: hábito, costume; Punjabi: ਆਦਤ, ਆਦਤਾਂ; Romanian: obicei, habitudine; Romansch: disa, deisa, adüs; Russian: привычка, обычай, обыкновение, традиция; Sanskrit: अभ्यास; Scottish Gaelic: cleachdadh; Serbo-Croatian Cyrillic: навика, привика; Roman: navika, privika; Sicilian: abbitùtini; Slovak: zvyk, návyk; Slovene: navada; Somali: caado; Spanish: costumbre, hábito; Swedish: vana; Tajik: одат; Tatar: гадәт; Telugu: అలవాటు; Thai: นิสัย; Tocharian B: yakne; Turkish: alışkanlık, adet; Turkmen: endik, adat; Ukrainian: звичка; Urdu: عادت; Uyghur: ئادەت; Uzbek: odat; Vietnamese: thói quen; Volapük: kösömot; Walloon: abitude, alaedje; Welsh: arferiad; Yiddish: געוווינהייט
justice
Albanian: drejtësi; Arabic: عَدْل; Armenian: արդարություն; Aromanian: dichii; Asturian: xusteza, xusticia; Azerbaijani: ədalət; Basque: zuzentasun; Belarusian: справядлі́васць; Bengali: আদল, ইনসাফ, দাদ; Bulgarian: справедливост, правда; Burmese: သမာသမတ်, တရား; Catalan: justesa, justícia; Cherokee: ᏚᏳᎪᏛ; Chinese Mandarin: 正義, 正义, 公道, 公平; Czech: spravedlnost; Danish: ret, retfærdighed; Dutch: gerechtigheid, rechtvaardigheid; Esperanto: justeco; Estonian: õiglus; Faroese: rættvísi; Finnish: oikeudenmukaisuus; French: justice; Friulian: justizie; Galician: xusteza, xustiza; Georgian: სამართლიანობა; German: Gerechtigkeit; Greek: δικαιοσύνη; Ancient Greek: τὸ δίκαιον, θέμις, θεσμοσύνα, θεσμοσύνη, δικαιοσύνη, δικαιοσύνα, τὸ μἀδικεῖν, τοὔνδικον; Guaraní: tekojoja; Gujarati: ન્યાયમૂર્તિ; Hausa: adalci; Hawaiian: kaulike; Hebrew: צֶדֶק; Hindi: न्याय, इनसाफ़; Hungarian: igazságosság, pártatlanság; Icelandic: réttlæti, sanngirni; Ido: equitato; Igbo: mkpezi, ikpe ziri ezi; Indonesian: keadilan; Italian: giustizia; Japanese: 正義, 公正, 公平; Kannada: ನ್ಯಾಯ; Kapampangan: katalaruan; Kazakh: әділеттілік, әділдік; Khmer: យុត្តិធម៌; Korean: 정의(正義), 공정(公正), 공평(公平); Kurdish Central Kurdish: داد; Northern Kurdish: dad; Kyrgyz: адилдик, адилеттик; Lao: ຍຸດຕິທັມ; Latin: iustitia; Latvian: taisnīgums; Lithuanian: teisingumas; Macedonian: правда; Malay: adalat; Mongolian Cyrillic: шударга ёс, үнэн; Norwegian Bokmål: rettferd, rettferdighet; Nynorsk: rettferd; Occitan: justesa, justícia; Old Occitan: justicia; Old English: rihtwīsnes; Old Norse: jafnaðr; Oromo: qajeelummaa; Pashto: نياو, عدل, عدالت; Persian: داد, عدل, عدالت; Polish: sprawiedliwość; Portuguese: justiça, justeza; Romanian: justiție, dreptate, justețe; Russian: справедливость; Sanskrit: धर्मः, धर्म, धर्मित्व; Scottish Gaelic: còir; Serbo-Croatian Cyrillic: право, пра̑вда; Roman: právo, prȃvda; Slovak: spravodlivosť; Slovene: pravica, pravičnost; Spanish: justicia, justedad, justeza; Swedish: rättvisa; Tagalog: katarungan; Tajik: адолат; Tatar: гадәләт, гаделлек; Thai: ความยุติธรรม, ยุติธรรม, ความถูกต้อง; Tibetan: དྲང་བདེན; Turkish: adalet; Turkmen: adalatlylyk, adalat; Ukrainian: справедливість; Urdu: عدل, انصاف; Uyghur: ئادالەت; Uzbek: adolatlilik, adolat; Yiddish: גערעכטיקייט; Yoruba: idajọ