ἐφίημι

From LSJ
Revision as of 16:59, 14 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Ἡρακλ" to "Ἡρακλ")

Ψεύδει γὰρ ἡ ‘πίνοια τὴν γνώμην → A second thought proves one's first thought false

Sophocles, Antigone, 389
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφίημι Medium diacritics: ἐφίημι Low diacritics: εφίημι Capitals: ΕΦΙΗΜΙ
Transliteration A: ephíēmi Transliteration B: ephiēmi Transliteration C: efiimi Beta Code: e)fi/hmi

English (LSJ)

Ion. ἐπίημι, Dor. 3sg. A ἐφίητι Pi.I.2.9, Ion. 3pl. ἐπιεῖσι Hdt.4.30: fut. ἐφήσω Od. 13.376: aor. 1 ind. ἐφῆκα, Ep. ἐφέηκα 9.38, lon. ἐπῆκα Hdt.5.63; in other moods aor. 2 forms were used, imper. ἔφες Il.5.174; Ep. subj. ἐφείω 1.567, 2sg. ἐφῇς S.El.554, opt. ἐφείην Il.18.124; Ion. inf. ἐπειναι Hdt.2.100; part. ἐφείς S.Aj.495 (v.l.), etc.:—Med., pres. inf. ἐφίεσθαι Antipho 5.79; part. ἐφιέμενος Od.13.7: fut. ἐφήσομαι Il.23.82: aor. 2 ἐφεῖτο S.Ph.619:—Pass., pf. ἐφέωται and ἐφεῖται Hsch.: ἐφῐημι Ep., ἐφῑημι Att.; yet Hom. always uses ἐφιείς, ἐφίει, ἐφιέμενος with [ῑ], exc. ἐφῐει Od.24.180]:—send to one, Πριάμῳ . . Ἶριν ἐφήσω Il.24.117; μ' ἐφέηκε . . καλέειν sent me to call, A.R.1.712. 2 in Hom., c. inf., set on, incite to do, ἠλεός, ὅς τ' ἐφέηκε πολύφρονά περ μάλ' ἀεῖσαι Od.14.464; so ἐ. τινὰ ἐχθοδοπῆσαι, χαλεπῆναι, στοναχῆσαι, Il.1.518, 18.108,124. 3 of things, throw or launch at one, ὅς τοι πρῶτος ἐφῆκε βέλος 16.812; ἄλλοις ἐφίει βέλεα Od.24.180, etc.; [ἔγχος], μελίην, Il.20.346, 21.170; οἰστὸν ἐπί τινι E.Med.632 (lyr.); ἐ. χεῖράς τινι to lay hands on him, μνηστῆρσιν ἀναιδέσι χεῖρας ἐφήσω Od.20.39, cf.Il.1.567, etc. 4 of events, destinies, etc., send upon one, τοῖσιν ἀεικέα πότμον ἐφῆκε 4.396, etc.; Ἀργείοισι πολύστονα κήδε' ἐφῆκεν 1.445, cf. 21.524; μνηστήρεσσιν ἄεθλον τοῦτον ἐφήσω Od. 19.576; νόστον... ὅν μοι Ζεὺς ἐφέηκε which he hath laid upon me, 9.38; so πάντ' ἐφήσω μόρον A.Eu.502 (lyr.); τέκνοις ἀρὰς ἐ. Id.Th.786 (lyr.). 5 send against, in hostile sense, τῷ στρατοπέδῳ τὴν ἵππον Hdt.5.63; τὴν ἵππον ἐπὶ τοὺς Ἕλληνας Id.9.49; ἡνίοχοι ἐφίεσαν ὠκέας ἵππους Hes.Sc.307; στρατὸν ἐς πεδία E.Heracl.393. 6 let in, freq. of water, ἐπεῖναι τὸν ποταμὸν ἐπὶ τὴν χώρην Hdt.7.130, cf. 2.100; τὸ ὕδωρ ἐπὶ τὴν ἔσοδον Id.7.176; also ἐ. ἀκτῖνα Θήβαισι E.Ph.5; ἀγέλας ἐπὶ τὰ χωρία X.Cyr.1.1.2; ἄγαν ἐφῆκας γλώσσαν did'st let loose, E. Andr.954; ὀργήν τινι ἐ. Pl.Lg.731d. 7 throw into, ἐς λέβητ' ἐφῆκεν ἕψεσθαι μέλη E.Cyc.404. II let go, loosen, esp. the rein, ἐ. καὶ χαλάσαι τὰς ἡνίας τοῖς λόγοις Pl.Prt.338a; οὐρία ἐφέντα (abs.) ibid.; πᾶσαν ἐφεὶς ὀθόνην [τῷ ἀνέμῳ] AP10.1 (Leon.), cf.A.R.2.934. b give up, yield, τινὶ τὴν ἡγεμονίαν Th.1.95; πάντ' ἐφέντες ἡδονήν E.Fr. 564; allow, τἆλλα τοῖς δούλοις Arist.Pol.1264a21. c c. inf., permit, allow, τινὶ ὀνειδίσαι Hdt.1.90, cf.3.113; σοί γ' ἐφῆκα πᾶν λέγειν S.El. 631; ἢν ἐφῇς μοι (sc. λέγειν) ib.554, cf. 556,649: c. acc. et inf., τοὺς νεωτέρους ἐ. διώκειν X.Cyr.4.2.24 (v.l. for ἀφ-):—Pass., ἐφεθήσεταί τινι c. inf., Luc.Pr.Im.24. d command, Pi.I.2.9 (v.infr.B). 2 give up, leave as a prey, ἐφῆκεν ἐλλοῖς ἰχθύσιν διαφθοράν S.Aj.1297, cf. 495 (v.l.); τὴν ἀποσκευὴν ἐ. τοῖς στρατιώταις διαρπάσαι D.S.14.75; intr. (sc. ἑαυτόν), give oneself up to, ἰσχυρῷ γέλωτι Pl.R.388e; (παιδιᾷ) Id.Ti.59c. III put the male to the female, ἐπῆκε ὀχεῦσαι τὸν ἵππον Hdt.3.85, cf. 4.30, Arist.HA630b33. IV as law-term, leave to another to decide, refer, δίκας ἐ. εἴς τινας D.40.31; εἰς δικαστήριον ibid.; ἐ. τινὰ εἰς τὸ δικαστήριον refer him to... Id.34.21; (sc. ἑαυτόν) appeal, εἰς τοὺς δικαστάς Id.29.59; ἐπί τινα Luc.Bis Acc.4; εἰς ἕτερον δικαστήριον Id.Herm.30; ἀπό τινος D.C.64.2: abs., Id.37.27. B Med., lay one's command upon or lay one's behest upon, ὑμέων δ' ἀνδρὶ ἑκάστῳ ἐφιέμενος τάδε εἴρω Od.13.7, cf. Il.23.82, 24.300; ἐπιστολὰς ἅς σοι πατὴρ ἐφεῖτο A.Pr.4; πρός τι τοῦτ' ἐφίεσαι; S.OT766: c. inf., ἐ. τινὶ ἀγγεῖλαι Id.El.1111, cf. Ar.V.242; χαίρειν τἀλλ' ἐγώ σ' ἐ. I bid thee have thy will, S.Aj.112, cf. A.Ch.1039: abs., ὡς ἐφίεσαι Id.Pers.228 (troch.), cf.E.IT1483; ἐ. ἐς Λακεδαίμονα send orders to... Th.4.108. 2 allow or permit one to do, κάρα τέμνειν ἐφεῖτο τῷ θέλοντι S.Ph.619; f.l. for ὑφίημι in X.An.6.6.31, etc. II c. gen., aim at, καλῶν lsoc.2.25; ἀγαθοῦ τινος Arist.EN1094a2, etc.; in fighting, τῶν προσώπων, τῶν ὅψεων, Plu.Pomp.71, Caes.45. 2 long for, desire, τί μοι τῶν δυσφόρων ἐφίῃ; S.El.143 (lyr.); τί . . ἐφίεσαι φιλοτιμίας; E.Ph.531; τῶν ἀλλοτρίων Antipho 5.79; τῶν κερδῶν, ἀρχῆς, Th.1.8,128; τῶν ἐν Σικελίᾳ ἀγαθῶν Id.4.61; ἰσότητος Arist.Pol.1302a25: c. gen. pers., X.Mem.4.1.2: c. inf., ὧν . . σου τυχεῖν ἐφίεμαι ἄκουσον S.Ph.1315; ἐ. ἄρξειν Th.6.6 codd. (leg. ἄρξαι): c. acc. et inf., S.OT1055.

German (Pape)

[Seite 1118] (s. ἵημι), ion. ἐπίημι, – 1) zusenden, zuschicken, Ἶριν Πριάμῳ Il, 24, 117; bes. in feindlicher Beziehung, aufreizen, aufhetzen, βέλεα, ἔγχος μελίην τινί, ein Geschoß gegen Einen schleudern, schießen, 16, 812. 15, 444; ähnlich χεῖράς τινι, Od. 20, 39 u. öfter, Hand an Jemand legen; ein unglückliches Geschick über Einen verhängen, ihm auferlegen, μνηστῆρσιν ἀεικέα πότμον ἐφήσω, 19, 550 u. sonst; νόστον, ὅν μοι Ζεὺς ἐφέηκε 9, 38; Ἀργείοισι πολύστονα κήδε' ἐφῆκεν Il. 1, 445; so auch Tragg., πάντ' ἐφήσω μόρον Aesch. Eum. 478, τέκνοις δ' ἀραίας ἐφῆκεν ἐπικότους τροφάς Spt. 768; ὡς δυστυχῆ Θήβαισιν ἀκτῖν' ἐφῆκας Eur. Phoen. 5, χέρα τινί Hec. 1128; auch μήποτ' ἐπ' ἐμοὶ τόξων ἐφείης ὀϊστόν, Med. 634; πεδία ἐς τάδ' οὐκ ἐφῆκέ πω στρατόν Heracl. 393, er hat noch kein Heer in dieses Land herangeführt; ἄγαν ἐφῆκας γλῶσσαν εἴς τι, loslassen die Zunge, Andr. 955; τὸ ὕδωρ ἐπῆκαν ἐπὶ τὴν ἔςοδον, sie leiteten es nach dem Eingange Her. 7, 176; – zulassen, ὄνους ταῖς ἵπποις, zum Bespringen, Her. 4, 30; Arist. A. H. 9, 47; – νέμονται αἱ ἀγέλαι, ἐφ' ὁποῖα ἂν αὐτὰς ἐφιῶσιν οἱ νομεῖς Xen. Cyr. 1, 1, 2, schlechtere Lesart ἐπάγωσιν, wo die Hirten sie hingehen lassen; – feindlich, angreifen lassen, τὴν ἵππον τῷ στρατοπέδῳ ἐπὶ τοὺς Ἕλληνας, Her. 5, 63. 9, 49; τὴν ἵππον ἀθρόαν αὐτοῖς ἐφείς Plut. Arist. 14; Pol.; – τῷ κακῷ ἐφιέναι δεῖ τὴν ὀργήν, den Zorn gegen ihn richten, Plat. Legg. V, 731 d; – hinschleudern u. preisgeben, ἐλλοῖς ἰχθύσιν διαφθοράν Soph. Ai. 1276. – Bei Hom. auch c. inf., antreiben, anreizen, χόλος, ὅστ' ἐφέηκε πολύφρονά περ χαλεπῆναι Il. 18, 108, vgl. Od. 14, 464; ὅτε μ' ἐχθοδοπῆσαι ἐφήσεις Ἥρῃ, wenn du mich anreizen wirst, mich der Hera zu verfeinden, Il. 1, 518; ἀδινὸν στοναχῆσαι ἐφείην 18, 124; auch geradezu befehlen, heißen, νῦν δ' ἐφίητι τὸ τὠργείου φυλάξαι ῥῆμα Pind. I. 2, 9; τοὺς νεωτέρους ἐφίετε διώκειν Xen. Cyr. 4, 2, 24. – 21 überlassen, hingeben, ταρσὸν πνοιῇ Ap. Rh. 2, 934; nachlassen, καὶ χαλάσαι τὰς ἡνίας τοῖς λόγοις Plat. Prot. 338 a; gestatten, ἐπειδή σοι ἐφῆκα πᾶν λέγειν Soph. El. 621, wie ἢν ἐφῇς μοι 544; πλὴν ὧν ὁ νόμος ἐφίησι Plat. Legg. IX, 876 e; absolut, einem vorangegangenen ἔξεστι entsprechend, Andoc. 1, 55; οἷς οὐκέτι ἐφίεσαν οἱ ξύμμαχοι τὴν ἡγεμονίαν Thuc. 1, 95; οὐδ' ἢν ὁ Λάκων ἐπίῃ τοι ἄρχειν ἡμεῖς ἐπήσομεν Her. 7, 161, vgl. 3, 113; Xen. Hell. 7, 4, 7 u. sonst; τὴν ἀποσκευὴν ἐφῆκε τοῖς στρατιώταις διαρπάσαι D. Sic. 14, 75; a. Sp., wie τὰς δόσεις Plut. Sol. 21; auch pass. ἐφείθη, es wurde gestattet, Arist. u. Folgde. – In Athen, δίκην, einen Proceß einer höheren Behörde zur Entscheidung überlassen, also appelliren, z. B. vom Schiedsrichter an die Entscheidung des eigentlichen Gerichts, ἐφῆκεν εἰς τὸ δικαστήριον, τὰς μικρὰς δίκας εἰς ὑμᾶς ἐφιᾶσιν, Dem. 40, 31, vgl. 55; ähnlich ἐφῆκεν ἡμᾶς ἐς τὸ δικαστήριον, er wies uns an den Gerichtshof, forderte uns vor, 34, 21; absol., ἐφιέναι δίδωσιν ὁ νόμος εἰς ἄλλο δικαστήριον Luc. Hermot. 30; a. Sp., wie D. Cass. 37, 27; ἀπό τινος, von Jem., 64, 2. – Auch intrans., wo man ἑαυτόν hinzudenken kann, sich überlassen, hingeben, ὅταν τις ἐφιῇ ἰσχυρῷ γέλωτι Plat. Rep. III, 388 e; Tim. 59 d; ὀργῇ D. Hal.; bes. ἡδονῇ. – 31 med., – al sich wonach strecken, begehren. wonach trachten, κοὐκ ἦν ἔτ' ἀργὸν οὐδὲν ὧν ἐφίετο Soph. O. C. 1601; ὧν δὲ σοῦ τυχεῖν ἐφίεμαι ἄκουσον Phil. 1299; τῆς κακίστης δαιμόνων φιλοτιμίας Euripid. Phoen. 531; neben θηρεύω Plat. Phil. 20 d; τῶν πραγμάτων Crat. 419 c; τ οῦ ἀρίστου Phaedr. 237 d; τῶν κερδῶν, ἀρχῆς, Thuc. 1, 8. 128; Folgde; ἐφιέμενοι τῆς πάσης ἄρξειν Thuc. 6, 6; τῆς ἡδονῆς Arist. Eth. oft; τῶν προσώπων, nach dem Gesichte zielen, mit den Geschossen, Plut. Pomp. 71; τῶν ὄψεων Caes. 45; ὀρχηστικῆς u. ä., die Kunst erlernen wollen, sich ihr widmen, Pol. 9, 20, 7. – b) zulassen, gestatten; οὐδ' ἐφέστιον ἄλλην τραπέσθαι Λοξίας ἐφίετο, er gestattete nicht, verbot, Aesch. Ch. 1035; κάρα τέμνειν ἐφεῖτο τῷ θέλοντι Soph. Phil. 615; ἡ πόλις σοι ἐφεῖτο ὅ τι ἐβούλου ποιῆσαι Xen. An. 6, 4, 31; οὐκ ἐφίετο αὐτοῖς τέχνης ἅψασθαι βαναύσου Plut. Lyc. 24. – c) auftragen, befehlen; ἄλλο δέ τοι ἐρέω καὶ ἐφήσομαι Il. 23, 82; ἑκάστῳ ἐφιέμενος τάδε εἴρω Od. 13, 7; οὐ μέντοι τόδ' ἐφιεμένῃ ἀπιθήσω Il. 24, 300; ἐπιστολάς, ἅς σοι πατὴρ ἐφεῖτο Aesch. Prom. 4; ὅντιν' ἀρτίως μολεῖν ἐφιέμεσθα Soph. O. R. 1055; Ai. 970 El. 1100; wohin man auch rechnet χαίρειν, Ἀθάνα, τἄλλ' ἐγώ σ' ἐφίεμαι Ai. 112, an χαίρειν σε κελεύω erinnernd, ich wünsche, daß im Uebrigen du dich freuen magst, daß sonst dein Wille geschehe; ὥςπερ σὸν κέλευσμ' ἐφίεται Eur. I. T 1483; δεῖν κἀπάγειν ἐφίετο Bacch. 439; ἡμῖν ἐφεῖτ' ἐν ὥρᾳ ἥκειν Ar. Vesp. 242; so auch wohl ὁ δὲ εἰς τὴν Λακεδαίμονα ἐφιέμενος στρατιὰν προσαποστέλλειν ἐκέλευε Thuc. 4, 108. Über die Quantität des ι s. ἵημι.

Greek (Liddell-Scott)

ἐφίημι: Ἰων. ἐπίημι, τοῦ ἐνεργητ. ὁ Ὅμηρ. μεταχειρίζεται τὴν μετοχ, τοῦ ἐνεστ. ἐφιείς: μέλλ. ἐφήσω: ἀόριστ. α΄ ὁριστ. ἐφῆκα, Ἐπικ. ἐφέηκα: ἀόρ. β΄ προστ. ἔφες, ὑποτακτ. ἐφείω, ῃς, ῃ, (οὕτως ἔπειτα ἐν ταῖς πλαγίαις ἐγκλίσεσι προτιμᾶται ὁ ἀόρ. β΄ ἐφῇς, Σοφ. Ἠλ. 554, μετοχ. ἐφείς, Αἴ. 495, κτλ.): τοῦ Μέσου, μετοχ. ἐνεστ. ἐφιέμενος: μέλλ. ἐφήσομαι: ἔχει προσέτι ὁ Ὅμ. καὶ γ΄ ἑνικ. παρατ. ἐφίει, ὡς εἰ ἐκ ῥήμ. ἐφιέω: πρβλ. ἵημι. ἐφῐημι Ἐπικ., ἐφῑημι Ἀττ.· ὅμως ὁ Ὅμ. ἀείποτε μεταχειρίζεται: ἐφιείς, ἐφίει, ἐφιέμενος μετὰ ῑ, πλὴν τοῦ ἐφῐει ἐν Ὀδ. Ω. 180. Πέμπω πρός τινα, Πριάμῳ... Ἶριν ἐφήσω Ἰλ. Ω. 117· ἐφέηκέ με καλέειν, ἔπεμψέ με νὰ καλέσω, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 712. 2) παρ᾿ Ὁμήρῳ μετ᾿ ἀπαρ., παρακινῶ, παρορμῶ εἴς τι, οἶνος γὰρ ἀνώγει ἠλέος, ὅς τ᾿ ἐφέηκε πολύφρονά περ μάλ᾿ ἀεῖσαι Ὀδ. Ξ. 464· οὕτως, ἐφ. τινὰ ἐχθοδοπῆσαι, χαλεπῆναι, στοναχῆσαι Ἰλ. Α. 518, Σ. 108, 124, πρβλ. Πινδ. Ι. 2. 15. 3) ἐπὶ πραγμάτων, ῥίπτω, ἀκοντίζω κατά τινος, ὅς τοι πρῶτος ἐφῆκε βέλος Ἰλ. Π. 812· ἄλλοις ἐφίει βέλεα Ὀδ. Ω. 180, κτλ.· ἔγχος μελίην Ἰλ. Υ. 346, Φ. 170· οἰστὸν ἐπί τινι Εὐρ. Μήδ. 634· ἐφ. χεῖράς τινι, ἐπιβάλλειν χεῖράς τινι, Λατ. injicere manus, μνηστῆρσιν ἀναιδέσι χεῖρας ἐφήσω Ὀδ. Υ. 39, πρβλ. Ἰλ. Α. 567, κτλ. 4) ἐπὶ γεγονότων, τοῦ πεπρωμένου, κλ., πέμπω εἴς τινα, τοῖσιν ἀεικέα πότμον ἐφῆκεν Ἰλ. Δ. 396, κτλ.· Ἀργείοισι πολύστονα κήδε’ ἐφῆκεν Α. 445, πρβλ. Φ. 524· μνηστήρεσσιν ἄεθλον τοῦτον ἐφήσω, «ἐπισκήψω, ἐντελοῦμαι» (Ἀπολλ. Λεξικ.), Ὀδ. Τ. 576· τοῖσιν ἀεικέα νόστον... ὅν μοι Ζεὺς ἐφέηκε, ἐχαρίσατό μοι, Ι. 38· οὕτω, πάντ᾿ ἐφήσω μόρον, συγχωρήσω, ἐπιτρέψω, Αἰσχύλ. Εὐμ. 501· τέκνοισιν δ᾿ ἀρὰς ἐφῆκεν, ἐπέπεμψεν, ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 786. 5) πέμπω ἐναντίον τινός, ἐπὶ ἐχθρικῆς ἐννοίας, τῷ στρατοπέδῳ τὴν ἵππον Ἡρόδ. 5. 63· τὴν ἵππον ἐπὶ τοὺς Ἕλληνας 9. 49, πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 307· στρατὸς ἐς πεδία Εὐρ, Ἡρακλ. 393: ― ὡσαύτως, ἀφίνω τὸ ὕδωρ νὰ εἰσρεύσῃ, διοχετεύω, ἐπεῖναι τὸν ποταμὸν ἐπὶ τὴν χώρην Ἡρόδ. 7. 130, πρβλ. 2. 100· τὸ ὕδωρ ἐπὶ τὴν ἔσοδον ὁ αὐτ. 7. 176· οὕτω καὶ, ἐφ. ἀκτῖνα Θήβαις Εὐρ. Φοίν. 5. ἀγέλας ἐπὶ τὰ χωρίᾳ Ξεν. Κύρ. 1. 1, 2· ἄγαν ἐφῆκας γλῶσσαν, πολὺ ἔλυσας τὴν γλῶσσάν σου, Εὐρ. Ἀνδρ. 954· ὀργήν τινι ἐφ. Πλάτ. Νόμ. 731D. 6) βάλλω, ῥίπτω ἐντός τινος, εἰς λέβητ᾿ ἐφῆκεν ἕψεσθαι μέλη Εὐρ. Κύκλ. 404. ΙΙ, χαλαρώνω, ἰδίως τὸν χαλινόν, Λατ. remittere, ἐφ. καὶ χαλάσαι τὰς ἡνίας τοῖς λόγοις Πλάτ. Πρωτ. 338Α· πᾶσαν ἐφεὶς ὀθόνην τῷ ἀνέμῳ Ἀνθ. Π. 10. 1, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 934: ― ἐντεῦθεν. β) παραχωρῶ, Λατ. concedere, τινὶ τὴν ἡγεμονίαν Θουκ. 1. 95· πάνθ᾿ ἐφέντες ἡδονῇ Εὐρ. Ἀποσπ. 568· τἆλλα τοῖς δούλοις Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 5, 19· ἴδε ἐν λ. χείριος. γ) μετ᾿ ἀπαρ., ἐπιτρέπω, ἀφίνω, τινὶ ποιεῖν τι Ἡρόδ. 1. 90., 3. 113· τινὶ πᾶν λέγειν Σοφ. Ἠλ. 631· ἤν ἐφῇς μοι δηλ. λέγειν αὐτόθι 554, πρβλ. 556, 649· μετ᾿ αἰτ. καὶ ἀπαρ., τοὺς νεωτέρους ἐφίετε διώκειν Ξεν. Κύρ. 4. 2, 24· ― Παθ., ἐφεθήσεταί τινι, μετ᾿ ἀπαρ., Λουκ. Ὑπέρ τῶν Εἰκ. 24. 7) ἐντέλλομαι, διατάσσω, Πινδ. Ι. 2. 13· ἴδε κατωτ. Β. 2) παραχωρῶ, παραδίδω, ἀφίνω ὡς λείαν εἴς τινα, ἐγκαταλείπω, ἐφῆκεν ἐλλοῖς ἰχθύσιν διαφθορὰν Σοφ. Αἴ. 1297, πρβλ. 495· ― ἀπολ., κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμεταβ. (ἐξυπακ. τοῦ ἑαυτόν), παραδίδομαι εἴς τι, οὐρίᾳ, εἰς οὔριον ἄνεμον, Πλάτ. Πρώτ. 338Α· ἰσχυρῷ γέλωτι Πολ. 388Ε· τῇ ἡδονῇ Τίμ. 59C· ἴδε δίδωμι IV. ΙΙΙ. ἀφίνω τὸν ἄρρενα ἐπὶ τὴν θήλειαν, Λατ. admittere, Ἡρόδ. 3. 85., 4. 30, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 47, 1. IV. ὡς νομικὸς ὅρος, ἀφίνω εἴς τινα ν᾿ ἀποφασίσῃ, δίκας ἐφ. εἴς τινα Δημ. 1017. 27., 1024. 22· ἐφ. τινὰ εἰς τὸ δικαστήριον, ἀναφέρω τινὰ εἰς.., ὁ αὐτ. 913. 33· τοιαῦτα εἰς ἕτερον δικ. Λουκ. Ἑρμότ. 30· ― καὶ ἀπολ. (ἐξυπακ. ἑαυτὸν), κάμνω ἔφεσιν τῆς ὑποθέσεως, εἰς τοὺς δικαστάς Δημ. 862. 5, πρβλ. 1017. 25· ἐπί τινα Λουκ. Δὶς Κατηγ. 4· ἀπό τινος Δίων Κ. 64. 2, πρβλ. ἐφέτης, ἔφεσις. Β. Μεσ., ἐντέλλομαι, (ἴδε ἐφετμή, ἐφημοσύνη), ὑμέων δ᾿ ἀνδρὶ ἑκάστῳ ἐφιέμενος τάδε εἴρω, ἐντεταλμένος τάδε λέγω, Ὀδ. Ν. 7, πρβλ. Ἰλ. Ψ. 82, Ω. 300· ἐπιστολὰς ἅς σοι πατὴρ ἐφεῖτο Αἰσχύλ. Πρ. 4· πρὸς τί τοῦτ᾿ ἐφίεσαι; Σοφ. Ο. Τ. 766· ― μετ᾿ ἀπαρ., ἐφ. τινὶ ποιεῖν τι ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1111, Ἀριστοφ. Σφ. 242· χαίρειν, Ἀθάνα, τἆλλ᾿ ἐγώ σ᾿ ἐφίεμαι, «ἐφίεμαί σε εἰς τὰ ἄλλα κελεύειν μοι καὶ χαίρειν ὡς πειθομένουσου» (Σχόλ.), Σοφ. Αἴ. 112, πρβλ. Αἰσχύλ. Χο. 1039· ἀπολ., ὡς ἐφίεσαι ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 228. πρβλ. Εὐρ. Ι. Τ. 1483· ἐφ. ἐς Λακεδαίμονα, ἐντέλλεσθαι, πέμπειν ἐντολάς εἰς…, Θουκ. 4. 108. 2) ἐπιτρέπω, ἀφίνω εἴς τινα νὰ πράξῃ τι, κάρα τέμνειν ἐφεῖτο τῷ θέλοντι Σοφ. Φιλ. 619, Ξεν. Ἀν. 6. 6, 31, κτλ. ΙΙ. μετὰ γεν., ἀποβλέπω εἴς τι, ἀγαθοῦ τινος Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 1, 1· τῶν προσώπων, τῶν ὄψων Πλουτ. Πομπ. 71, Καῖσ. 45. 2) σφοδρῶς ἐπιθυμῶ τινος, τι μοι τῶν δυσφόρων ἐφίει; Σοφ. Ἠλ. 143· τι… ἐφίεσαι φιλοτιμίας; Εὐρ. Φοίν. 531· ἀλλοτρίων Ἀντιφῶν 138. 37· τῶν κερδῶν, ἀρχῆς Θουκ. 1. 8, 128, πρβλ. 4. 61· μετὰ γεν. προσ., Ξεν. Ἀπομν. 4. 1, 2: ἐν Σοφ. Ο. Τ. 766, ἀντὶ τοῦ: τι τοῦτ’ ἐφίεσαι; ὁ Linwood προτείνει, τι τοῦδ’ ἐφίεσαι; - μετ’ ἀπαρ., ὧν… σοῦ τυχεῖν ἐφίεμαι, ἄκουσον Σοφ. Φιλ. 1315· ἐφ. ἄρξειν Θουκ. 6. 6, κτλ.· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Σοφ. Ο. Τ. 1055.

French (Bailly abrégé)

f. ἐφήσω, ao. ἐφῆκα, épq. ἐφέηκα, etc.
A. tr. I. envoyer à ou contre, d’où
1 envoyer à, vers : Πριάμῳ Ἴριν ἐφήσω IL j’enverrai Iris vers Priam ; ποταμὸν ἐπὶ χώρην HDT amener un fleuve sur un territoire ; abs. conduire le mâle vers la femelle, faire saillir ; fig. ἐφ. τινὰ χαλεπῆναι, στοναχῆσαι IL amener qqn à s’irriter, à gémir;
2 avec idée d’hostilité lancer ou envoyer contre : ἐφ. βέλος τινί IL lancer un trait contre qqn ; χεῖράς τινι OD, χέρα τινί EUR jeter les mains sur qqn ; τῷ στρατοπέδῳ τὴν ἵππον HDT, τὴν ἵππον ἐπὶ τοὺς Ἕλληνας HDT lancer la cavalerie contre le camp, sur les Grecs ; fig. τινι πότμον IL, κήδεα IL envoyer à qqn un sort funeste, des chagrins;
II. laisser aller, d’où
1 lâcher, relâcher : τὰς ἡνίας τοῖς λόγοις PLAT lâcher la bride à ses discours;
2 concéder, accorder, permettre : τινι τὴν ἡγεμονίαν THC concéder à qqn l’hégémonie ; ἐφ. τινὶ ποιεῖν τι HDT ou τινὰ ποιεῖν τι XÉN permettre à qqn de faire qch ; Pass. ἐφείθη ATT cela fut permis;
B. intr. en appar. (s.e. ἑαυτόν) :
1 se laisser aller à, τινι;
2 t. de droit en appeler : ἐπί τινα LUC à qqn;
Moy. ἐφίεμαι (impf. ἐφιέμην, f. ἐφήσομαι, ao. ἐφηκάμην);
I. intr. se diriger vers, tendre à : τῶν προσώπων PLUT viser à la figure ; fig. ἐφ. ἀρχῆς THC convoiter, rechercher le pouvoir ; ἐφ. ἄρξειν THC ambitionner de commander;
II. tr. 1 envoyer vers, fig. càd mander, ordonner, recommander : τι qch ; ἐπιστολάς τινι ESCHL donner des instructions à qqn ; ἐφ. ἐς Λακεδαίμονα THC envoyer des ordres à Lacédémone ; τινι ποιεῖν τι SOPH ordonner à qqn de faire qch ; τινα χαίρειν SOPH dire adieu à qqn;
2 laisser aller, fig. permettre : τινι ποιεῖν τι à qqn de faire qch.
Étymologie: ἐπί, ἵημι.

English (Autenrieth)

part. ἐφῖείς, ipf. ἐφι^ει, fut. ἐφήσεις, aor. ἐφῆκα, ἐφέηκα, subj. ἐφείω, opt. ἐφείην, imp. ἔφες, mid. pres. part. ἐφῖέμενος: let go at or upon.—I. act., of ‘sendingone person to another, Il. 24.117; ‘letting fly’ missiles at anything, βέλεά τινι, Α, Il. 21.170; ‘laying (violent hands) uponone, Il. 1.567, Od. 1.254; met., of ‘inciting’ a person to some action, w. inf., χαλεπῆναι, ἀεῖσαι, Σ 108, Od. 14.464; also of ‘bringing’ or ‘imposing’ troubles, etc., upon one, πότμον, ἄεθλον, κήδεά τινι, Il. 4.396, τ, Il. 1.445.—II. mid., enjoin upon, command; τινί (τι), Il. 23.82, Il. 24.300, Od. 13.7.

English (Slater)

ἐφῐημι
   1 bid νῦν δ' ἐφίητι λτ;τὸγτ; τὠργείου φυλάξαι ῥῆμ (sc. ἁ Μοῖσα) (I. 2.9)

Greek Monolingual

ἐφίημι και ιων. τύπος ἐπίημι)
νεοελλ.
(μόνο το μέσ.) εφίεμαι
επιθυμώ θέλω, ποθώ, κατέχομαι από επιθυμία
μσν.-αρχ.
μέσ. ἐφίεμαι
αποβλέπω σε κάτι
αρχ.
1. στέλνω σε κάποιον
2. παρακινώ, παροτρύνω, παρορμώ σε κάτι
3. (για πράγματα και ειδ. για το βέλος) ρίχνω, ακοντίζω εναντίον κάποιου
4. (με εχθρ. σημ.) απλώνω τα χέρια πάνω σε κάποιους
5. (για πράγματα και γεγονότα ή για τη μοίρα) προβάλλω κάτι σε κάποιον, ρίχνω, στέλνω σε κάποιον
6. δίνω κάτι, χαρίζω
7. απευθύνω εναντίον κάποιου («τέκνοις ἀρὰς ἐφήσω», Αισχύλ.)
8. (με εχθρική σημ.) στέλνω εναντίον κάποιου
9. (για το νερό) αφήνω μέσα
10. απλώς αφήνω
11. εξαπολύω
12. βάζω, ρίχνω μέσα σε κάτι («ἐς λέβητ' ἐφῆκεν ἔψεσθαι μέλη», Ευρ.)
13. αφήνω χαλαρό, ιδίως το χαλινάρι, χαλαρώνω
14. παραχωρώ, δίνω, αφήνω σε κάποιον
15. χορηγώ
16. (με απαρμφ.) επιτρέπω
17. διατάζω
18. παραδίδω
19. εγκαταλείπω, αφήνω
20. παραδίδω τον εαυτό μου σε κάτι («ἐφιέντες ἰσχυρῷ γέλωτι», Πλάτ.)
21. (για ζώα) αφήνω το αρσενικό πάνω στο θηλυκό
22. (ως δικαν. όρος) αναθέτω σε κάποιον την κρίση, αφήνω σε κάποιον να αποφασίσει, να αποφανθεί
23. αναφέρομαι, απευθύνομαι, προσφεύγω προς απόφαση
(«ἐφῆκεν ἡμᾱς εἰς τὸ δικαστήριον», Δημοσθ.)
24. εκκαλώ, εφεσιβάλλω, κάνω έφεση της υποθέσεως
25. μέσ. α) παραγγέλλω, διατάσσω
β) προτρέπω
γ) επιθυμώ, ποθώ, θέλω
δ) στέλνω εντολές, διαταγές
ε) επιτρέπω σε κάποιον να κάνει κάτι
στ) (για αγώνες) αποβλέπω σε κάτι, σκοπεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἵημι «ρίχνω»].

Greek Monotonic

ἐφίημι: Ιων. ἐπ-, μέλ. ἐφήσω, οριστ. αορ. αʹ ἐφῆκα, Επικ. ἐφέηκα, προστ. αορ. βʹ ἔφες, υποτ. ἐφείω, -ῃς, Αττ. ἐφῇς, μτχ. ἐφείς — Μέσ., μτχ. ἐφιέμενος, μέλ. ἐφήσομαι· γʹ ενικ. προστ. ἐφίει, όπως αν προερχόταν από το ἐφιέω·
Α. I. 1. στέλνω σε κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ.
2. με απαρ., παρακινώ ή προκαλώ να γίνει κάτι, ἐφέηκε ἀεῖσαι, σε Ομήρ. Οδ.· ἐφ. τινα χαλεπῆναι κ.λπ., σε Ομήρ. Ιλ.
3. λέγεται για πράγματα, ρίχνω ή εξακοντίζω εναντίον κάποιου, ὅς τοι ἐφῆκε βέλος, στο ίδ. κ.λπ.· ἐφ. οἰστὸν ἐπί τινι, σε Ευρ.· ἐφ. χεῖράς τινι, απλώνω χέρια πάνω του, σε Ομήρ. Οδ. 4. α) λέγεται για γεγονότα, για το πεπρωμένο κ.λπ., στέλνω εναντίον, με εχθρική σημασία, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ἐφ. τὸν ποταμὸν ἐπὶ τὴν χώρην, στον ίδ.· ἐφῆκας γλῶσσαν, την άφησες πολύ ελεύθερη, σε Ευρ. β) ρίχνω μέσα σε, ἐς λέβητ' ἐφῆκεν μέλη, στον ίδ.
II. 1. ξεσφίγγω, χαλαρώνω, ιδίως λέγεται για το χαλινάρι, σε Πλάτ.· απ' όπου, παραχωρώ, Λατ. concedere, τινι τὴν ἡγεμονίαν, σε Θουκ.· με απαρ., επιτρέπω, αφήνω, τινὶ ποιεῖν τι, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.
2. παραιτούμαι, παραδίδω, εγκαταλείπω, αφήνω ως λεία σε κάποιον, σε Σοφ.· έπειτα, φαινομενικά αμτβ. (ενν. ἑαυτόν), παραδίνομαι σε κάτι, οὐρίᾳ, σε ευνοϊκό άνεμο, σε Πλάτ.
III. ως νομικός όρος, αφήνω σε κάποιον άλλον να αποφασίσει, δίκας ἐφ. εἴς τινα, σε Δημ.· και απόλ., ασκώ έφεση, εἰς τοὺς δικαστάς, στον ίδ. Β. I. 1. Μέσ., δίνω εντολή ή διατάζω, σε Όμηρ., Αισχύλ. κ.λπ.· με απαρ., ἐφ.τινὶ ποιεῖν τι, σε Σοφ., Αριστοφ.· ἐς Λακεδαίμονα, στέλνω διαταγές στους Λακεδαιμονίους, Θουκ.
2. επιτρέπω ή αφήνω σε κάποιον να κάνει κάτι, σε Σοφ. κ.λπ.
II. με γεν., στοχεύω, αποβλέπω σε, σε Αριστ.· επιθυμώ, ποθώ, λαχταρώ, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.· με απαρ., επιθυμώ να κάνω κάτι, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐφίημι: ион. ἐπίημι (fut. ἐφήσω, aor. ἐφῆκα - эп. ἐφέηκα; med.: impf. ἐφιέμην, aor. ἐφηκάμην)
1) посылать, отправлять (Ἶριν Πριάμῳ Hom.);
2) перегонять (ἀγέλας ἐπὶ τὰ χωρία Xen.);
3) направлять, отводить (ποταμὸν ἐπὶ τὴν χώρην Her.);
4) (о животных) подводить, припускать, случать (τοὺς ὄνους ταῖς ἵπποις Her.; τὸν πῶλον, sc. πρὸς τὸ ὀχεύειν Arst.);
5) доводить, побуждать, заставлять (τινὰ στοναχῆσαι Hom.): τινὰ χαλεπῆναι ἐ. Hom. приводить кого-л. в бешенство;
6) бросать, метать, пускать (βέλος τινί Hom.; ὀϊστὸν ἐπί τινι Eur.);
7) med. метить, целиться (τῶν προσώπων Plut.);
8) med. стремиться, добиваться (ἄρξειν, τῆς Ἑλληνικῆς ἀρχῆς Thuc.; τοῦ ἀρίστου Plat.; βεβαιῶσαί τι Arst.; διαποντίων πολέμων Plut.): τί τῶν δυσφόρων ἐφίει; Soph. отчего ты (словно) хочешь растравить (свои) раны (досл. стремишься к страданиям)?;
9) налагать, пускать в ход: ἐ. τινὶ χεῖρας Hom. или χέρα Eur. (лат. manus inferre alicui) избить, убить или одолеть кого-л.;
10) пускать, бросать, устремлять, направлять, двигать (τὴν ἵππον τισί Her., Plut. и ἐπί τινας Her.; στρατὸν ἐς πεδία Eur.): ἐφεῖναι ἰχθύσιν διαφθοράν Soph. бросить рыбам на съедение;
11) ниспосылать, насылать, обрушивать (Ἀργείοισι χήδεια, ἀεικέα πότμον τινί Hom.): ὀργήν τινι ἐ. Plat. обрушивать на кого-л. (свой) гнев;
12) юр. направлять в порядке апелляции, посылать для пересмотра, обжаловать (δίκην εἴς τινα Dem.; εἰς ἕτερον δικαστήριόν τι Luc.);
13) юр. вызывать (τινὰ ἐς δικαστήριον Dem.);
14) юр. переносить дело на новое решение, апеллировать (εἰς τοὺς δικαστάς Dem.; ἐπί τινα Luc.);
15) отпускать, ослаблять (τὰς ἡνίας τοῖς λόγοις Plat.; τὸ ἱστίον Arst.): ἐφεῖναι γλῶσσαν εἴς τι Eur. дать волю языку против чего-л., т. е. бранить за что-л.;
16) тж. med. разрешать, позволять (τινὶ ποιεῖν τι Soph., Her., Plut. и τινὰ ποιοῖν τι Aesch., Xen.): ἐφέντων ταῦτα πράττειν Xen. когда они согласились на это; πλὴν ὧν ὁ νόμος ἐφίησι Plat. за исключением случаев, когда это допускается законом;
17) тж. med. предоставлять, уступать (ἡγεμονίαν τινί Thuc.): χαίρειν τἄλλ᾽ ἐγώ σ᾽ ἐφίεμαι Soph. я охотно уступаю тебе в остальном; κάρα τέμνειν ἐφεῖτο τῷ θέλοντι Soph. он перед всеми поручился головой;
18) (sc. ἑαυτόν; тж. med.) пускаться (во что-л.), предаваться (τῇ ἡδονῇ Plat.): ἐ. ἰσχυρῷ γέλωτι Plat. предаваться неудержимому смеху; ἐφίεσθαι τῆς φιλοτιμίας Eur. поддаваться чувству честолюбия; αὐλητικῆς ἐφίεσθαι Polyb. заниматься игрой на флейте;
19) med. предписывать, поручать (τινι ποιεῖν τι Soph., Arph.): ὑμέων ἀνδρὶ ἑκάστῳ ἐφιέμενος τάδε εἴρω Hom. к каждому из вас я обращаюсь со следующими словами; ἐπιστολάς τινι ἐ. Aesch. давать кому-л. приказания; ἐς τὴν Λακεδαίμονα ἐφιέμενος, στρατιάν προσαποστέλλειν ἐκέλευε Thuc. (Брасид) отправил в Лакедемон требование прислать дополнительное войско.

Middle Liddell

ionic ἐπ- fut. ἐφήσω aor1 ind. ἐφῆκα epic ἐφέηκα aor2 imperat. ἔφες subj. ἐφείω, ῃς attic ἐφῇς part. ἐφείς Mid., part. ἐφιέμενος fut. ἐφήσομαι 3rd sg. imperf. ἐφίει [3rd sg. imperf. ἐφίει as if from ἐφιέω]
I. to send to one, Il.
2. c. inf. to set on or incite to do, ἐφέηκε ἀεῖσαι Od.; ἐφ. τινὰ χαλεπῆναι, etc., Il.
3. of things, to throw or launch at one, ὅς τοι ἐφῆκε βέλος Il., etc.; ἐφ. οἰστὸν ἐπί τινι Eur.; ἐφ. χεῖράς τινι to lay hands on him, Od.
4. of events, destinies, etc., to send upon one, τοῖσιν πότμον ἐφῆκεν Il., etc.
5. to send against, in hostile sense, Hdt., etc.:— ἐφ. τὸν ποταμὸν ἐπὶ τὴν χώρην Hdt.; ἐφῆκας γλῶσσαν did'st let loose, Eur.
6. to throw into, ἐς λέβητ' ἐφῆκεν μέλη Eur.
II. to let go, loosen, esp. the rein, Plat.:—hence to give up, yield, Lat. concedere, τινὶ τὴν ἡγεμονίαν Thuc.:—c. inf. to permit, allow, τινὶ ποιεῖν τι Hdt., Soph., etc.
2. to give up, leave as a prey, Soph.:—then, seemingly, intr. (sub. ἑαυτόν), to give oneself up to, οὐρίᾳ a fair wind, Plat.
III. to put the male to the female, Hdt.
IV. as law-term, to leave to another to decide, δίκας ἐφ. εἴς τινα Dem.:—and absol. to appeal, εἰς τοὺς δικαστάς Dem.
B. Mid. to lay one's command or behest upon, Hom., Aesch., etc.:—c. inf., ἐφ. τινὶ ποιεῖν τι Soph., Ar.; ἐς Λακεδαίμονα to send orders to L., Thuc.
2. to allow or permit one to do, Soph., etc.
II. c. gen. to aim at, Arist.:— to long after, desire, Soph., Eur., etc.; c. inf. to desire to do, Eur.